Ξυπνώ Και Βλέπω Σίδερα...

... στη γη στερεωμένα και μ’ αλυσίδες σταυρωτές τα πόδια μου δεμένα. Περισσότερα για τα σίδερα θα πούμε παρακάτω, προς το παρόν ας πάμε στο 1968. Τη χρονιά εκείνη η Ελλάδα ήταν στο γύψο, οι Αμερικάνοι προσπαθούσαν να απεγκλωβιστούν από το Βιετνάμ, τα Σοβιετικά τανκς κυκλοφορούσαν στους δρόμους της Πράγας, ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ έπεφτε νεκρός, οι Beatles είχαν ουσιαστικά διαλυθεί αλλά προσπαθούσαν να το κρατήσουν μυστικό, στους δρόμους του Παρισιού οι φοιτητές ζητούσαν τη φαντασία στην εξουσία, ενώ οι αστροναύτες του Apollo 8 φωτογράφιζαν για πρώτη φορά την πίσω μεριά της Σελήνης. Σε μια τέτοια επεισοδιακή χρονιά, δε θα μπορούσε παρά να κυκλοφορήσει και ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ.


Το Ηλεκτρικό Πρόβατο (μπορείτε να το βρείτε όλο εδώ) είναι ένα από αυτά τα βιβλία που τα διαβάζεις και τα ξαναδιαβάζεις και τα ξαναδιαβάζεις, προσπαθώντας να καταλάβεις γιατί σου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση και τι ακριβώς θέλει να πει. Αν δεν είχε γραφτεί, δε θα υπήρχε αυτό το τραγούδι (σε στίχους Κώστα Τριπολίτη) ούτε αυτό το κόμικς ούτε το Nexus-1 της Google, ούτε θα ανέβαινε αυτή η θεατρική παράσταση στη Νέα Υόρκη. Φυσικά, δε θα υπήρχε ούτε το θρυλικό Blade Runner, αφού το Ηλεκτρικό Πρόβατο ευτύχησε και ατύχησε ταυτόχρονα να γυριστεί ταινία.


Γιατί ευτύχησε; Διότι το Blade Runner ήταν μια αισθητικά άρτια ταινία με ανυπέρβλητη ατμόσφαιρα, έξω από τις συνηθισμένες Sci-Fi περιπέτειες, καλογυρισμένη και προσεγμένη ως την παραμικρή της λεπτομέρεια - θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ταινία ήταν η σύγχρονη εκδοχή των Άθλιων του Β. Ουγκώ. Γιατί ατύχησε; Διότι το Blade Runner δεν είχε ούτε το μισό πλούτο του μυθιστορήματος. Όχι μόνο αυτό, αλλά το στρέβλωνε και το άλλαζε, κάτι για το οποίο παραπονιόταν κι ο συγγραφέας του βιβλίου, κάποιος Φίλιπ Ντικ.


Στο ίντερνετ κυκλοφορεί μια αναφορά του ίδιου του Ντικ για την έμπνευση του βιβλίου. Δεν έχω βρει από ποια συνέντευξή του προέρχεται, όμως πιστεύω πως είναι αληθινή. Όταν λοιπόν ο Ντικ έγραφε τον Άνθρωπο στο Ψηλό Κάστρο, είχε μελετήσει υλικό σχετικό με τη Ναζιστική Γερμανία. Κάπου βρήκε μια επιστολή ενός στρατιώτη των SS στην Πολωνία προς τους δικούς του. «Τις νύχτες δυσκολευόμαστε να κοιμηθούμε από τις κραυγές των παιδιών που πεινάνε», έγραφε ανάμεσα στ’ άλλα κι ο Ντικ συγκλονίστηκε μόλις το διάβασε. Οι κραυγές των πεινασμένων παιδιών, για εκείνον τον στρατιώτη, ήταν απλώς ένα παντζούρι που χτυπούσε μέσα στη νύχτα. Μια ενόχληση στον ύπνο του. Aυτός ο στρατιώτης δεν ήταν πλέον άνθρωπος. Είχε χάσει την Ανθρώπινη Αρχή που, κατά τον Ντικ, είναι να ταυτίζεσαι με τον άλλον, να βάζεις τον εαυτό σου στη θέση του άλλου. Είχε γίνει μια μηχανή ανακλαστικών, κάτι που εξωτερικά έμοιαζε με άνθρωπο όμως εσωτερικά ήταν ψυχρό, νεκρό, ένας ψεύτικος άνθρωπος, ένα ανδροειδές.


Η προηγούμενη πρόταση, φυσικά, είναι μεταφορική. Όταν όμως είσαι συγγραφέας Επιστημονικής Φαντασίας, μπορείς να δημιουργείς κόσμους στους οποίους οι μεταφορές γίνονται κυριολεξίες.



Ο άντρας περπάτησε προς την πόρτα με εκπληκτική ταχύτητα για έναν τόσο βαρύ άνθρωπο. Την άνοιξε διάπλατα κι εξαφανίστηκε αφήνοντάς την πίσω του να κλείσει μ΄ έναν δυνατό θόρυβο. Εκείνη τη στιγμή ο Ίσιντορ είχε ένα παράξενο όραμα. Είδε ένα μεταλλικό πλαίσιο, μια πλατφόρμα με γρανάζια, κυκλώματα, μπαταρίες και τροχαλίες - και μετά επέστρεψε πάλι η ατημέλητη μορφή του Ρόι Μπάτι



Μετά λοιπόν από την αρχική έμπνευση, τι πιο εύκολο από το να περιγράψεις έναν μικτό κόσμο με ιδιοτελείς, ψυχρούς και ανάλγητους ανθρώπους-μηχανές σε αντιδιαστολή με συμπονετικούς, ζεστούς και φιλικούς ανθρώπους-ανθρώπους. Οποιοσδήποτε άλλος συγγραφέας, εκτός του Φίλιπ Ντικ, αυτό θα έκανε. Όμως τι διαβάζουμε στις σελίδες του μυθιστορήματος; Καλοί εναντίον κακών, άνθρωποι εναντίον ανδροειδών; Όχι, αυτό που περιέγραψα πιο πάνω ίσως είναι η Λίστα του Σίντλερ, ίσως είναι η διαφήμιση του Johnny Walker με το ανδροειδές, δεν είναι όμως το Ηλεκτρικό Πρόβατο.


Το σοκ για τον αναγνώστη έρχεται σταδιακά, όταν συνειδητοποιεί ότι κι ο άνθρωπος στο βιβλίο δεν παρουσιάζεται καλύτερος από το ανδροειδές. Σύμφωνοι, αυτό το τελευταίο είναι φύση ιδιοτελής, που του λείπει η Ανθρώπινη Αρχή και μπορεί ακόμα και να σκοτώσει από απλή περιέργεια. Οι άνθρωποι όμως είναι κι αυτοί περιχαρακωμένοι, επιφανειακοί, ρυθμίζουν τα συναισθήματά τους με τη Συσκευή Διαθέσεων Penfield, η θρησκεία του Μπάστερ Φρέντλι, με τον άκρατο καταναλωτισμό και την τρομοκρατία της χαράς που προάγει, έχει καθολική αποδοχή, ενώ η ταύτιση με τον άλλον καταντά ένα ακαδημαϊκό γνώρισμα, μια μέτρηση που ανιχνεύεται από περίπλοκα ηλεκτρονικά τεστ. Κι όλα αυτά μέσα σ’ έναν κόσμο που κυριαρχεί το κιπλ:



«Το κιπλ είναι άχρηστα αντικείμενα, όπως διαφημιστικές επιστολές ή άδεια σπιρτόκουτα ή περιτυλίγματα τσίχλας ή χθεσινές ολογραμμικές εφημερίδες. Όταν δεν υπάρχει κανείς τριγύρω, το κιπλ αναπαράγεται. Για παράδειγμα, αν πας για ύπνο και αφήσεις κιπλ στο διαμέρισμά σου, τότε το πρωί που θα ξυπνήσεις θα βρεις το διπλάσιο».
«Μάλιστα». Το κορίτσι τον κοίταξε με αβεβαιότητα, μην ξέροντας αν τα εννοούσε στα σοβαρά αυτά που έλεγε.
«Ο Πρώτος Νόμος του Κιπλ» είπε ο Ίσιντορ, «είναι ότι το κιπλ διώχνει το μη-κιπλ”.



Και το ερώτημα παραμένει: τελικά τι είναι το Ηλεκτρικό Πρόβατο; Δεν είναι καλοί εναντίον κακών, δεν είναι η σύγχρονη εκδοχή των Άθλιων, τι διαβάζουμε στο μυθιστόρημα;


Αυτό που διαβάζουμε είναι ο αγώνας δύο ανθρώπων, του Ρικ Ντέκαρτ και του Τζον Ίσιντορ, να επιβιώσουν ψυχικά σ’ έναν κόσμο γεμάτο εντροπία, τόσο εξωτερική όσο κυρίως εσωτερική. Ο Ντικ είχε έναν δικό του συμβολισμό για την ψυχική εντροπία: σε όλα τα έργα του, το σίδερο εκφράζει αυτήν την απονέκρωση που κάνει κάποιον να περιχαρακώνεται στον εαυτό του, να ζει επιφανειακά και να μεταχειρίζεται τους άλλους ως αντικείμενα. Μέσα σ’ αυτόν τον σιδερένιο κόσμο λοιπόν, οι ήρωες ανακαλύπτουν κάποιες οάσεις ομορφιάς. Την υπέροχη φωνή της Λιούμπα Λουφτ, τη γοητεία της Ρέιτσελ Ρόζεν, τη θρησκεία του Μερσερισμού. Ο σιδερένιος κόσμος όμως υπερισχύει, τσακίζει κάθε λουλούδι που πάει ν’ ανθίσει: η Λιούμπα σκοτώνεται, η Ρέιτσελ αποδεικνύεται ένας έμπορος σεξουαλικότητας, και η χαριστική βολή έρχεται στο κρεσέντο των τελευταίων σελίδων (ένα από τα πιο συγκλονιστικά κομμάτια που έγραψε ποτέ ο Ντικ), όταν ο Μπάστερ Φρέντλι ξεσκεπάζει τον Μερσερισμό αποκαλύπτοντας ότι ο ίδιος ο Μέρσερ είναι ένας δευτεροκλασάτος ηθοποιός του Χόλιγουντ, κι ότι η εμπειρία της συγχώνευσης μαζί του, που βιώνουν οι πιστοί, είναι κατασκευασμένη σε στούντιο. Η εντροπία νίκησε, ο κόσμος έγινε μια Μαύρη Σιδερένια Φυλακή...


Όμως ο Μέρσερ είναι αυτός που κερδίζει στο φινάλε! Είναι ψεύτικος κι όμως είναι αληθινός. Βρίσκεται πάντα εκεί για να βοηθήσει ή να παρηγορήσει τους συμπονετικούς ανθρώπους, σε πείσμα της ίδιας της πραγματικότητας. Διότι για τον Ντικ, τα βάσανα κι ο πόνος των ανθρώπων δεν μπορεί ΠΟΤΕ να είναι ψεύτικα. Η συμπόνοια και η ταύτιση με τον άλλον είναι ΠΑΝΤΑ αληθινή, τελεία και παύλα. Κι όταν η σιδερένια πραγματικότητα έρχεται να τσακίσει το συμπονετικό άτομο, να καταστήσει ανώφελη την ανθρωπιά του, τότε ο Ντικ λύνει την εξίσωση με τον ολότελα προσωπικό του τρόπο: αμφισβητώντας την πραγματικότητα. «Λένε τώρα ότι ο Μέρσερ είναι απάτη», παρατηρεί στην κορύφωση του μυθιστορήματος η μις Μάρστιν, «Ο Μέρσερ δεν είναι απάτη», απαντά ο Ντέκαρτ, «εκτός κι αν η πραγματικότητα είναι απάτη».



Τελικά, όμως τι έχει να πει το Ηλεκτρικό Πρόβατο σε μας, που δε ζούμε στο μετακαταστροφικό Σαν Φρανσίσκο ούτε ο αέρας που αναπνέουμε είναι μολυσμένος με ραδιενεργά σωματίδια;


Λοιπόν, τα ανδροειδή υπάρχουν και στον κόσμο μας. Πριν δυο χρόνια είχε δημοσιευτεί μια εντυπωσιακή είδηση στον δικό μας Τύπο: εργοδότες κονσερβοποιίας στη Νάουσα έκρυψαν τις ανασφάλιστες εργάτριες στα ψυγεία του εργοστασίου, για να μην τις βρει η Επιθεώρηση Εργασίας («Βγάλτε αμέσως τις εργάτριες από τα ψυγεία, γιατί θα πεθάνουν από το κρύο»). Η είδηση αφορά ανδροειδή. Διότι ορισμένα όρια στη μεταχείριση των ανθρώπων δεν πρέπει ποτέ να ξεπερνιώνται. Αν φτάσεις όμως στο σημείο να βάλεις τις εργάτριες στο ψυγείο, τότε τις έχεις κάνει αντικείμενα. Δεν έχεις απέναντί σου τη Μαρία, την Κατερίνα, την Ελένη, η καθεμιά με τη δική της ιστορία και τον δικό της αγώνα, έχεις αξίες χρήσης. Σκονάκια που πρέπει να κρυφτούν για να μην τα δει ο καθηγητής. Είσαι ανδροειδές, προϊόν κατασκευής της εταιρείας Ρόζεν.


Δε χρειάζεται όμως να πάμε μόνο σε τόσο δραματικά περιστατικά. Το ψυχικό σίδερο, η νέκρωση της συμπόνοιας και της ταύτισης με τον άλλον, κυριαρχεί και στις μύριες λεπτομέρειες της καθημερινότητάς μας. Εμείς άραγε είμαστε άνθρωποι; Ας μη βιαστούμε να απαντήσουμε, γιατί όπως διδάσκει και το Ηλεκτρικό Πρόβατο, μπορεί να είμαστε Nexus-6 που πήραμε τη θέση κάποιου και το αγνοούμε επειδή μας εμφυτεύτηκε συνθετική μνήμη. Συναναστρεφόμαστε όμως άνθρώπους και ενίοτε τους μεταχειριζόμαστε ως μέσα, όχι ως σκοπούς. Τους βλέπουμε ως πορτοφόλια, Ε9, υπηκόους, σκουπιδοτενεκέδες του συναισθηματικού μας κιπλ – όποιος δεν τα ‘χει κάνει ποτέ, ας σταματήσει τώρα το διάβασμα. Είτε είναι άγιος είτε ψεύτης είτε έχει διατελέσει πρωθυπουργός της Ελλάδας (ανεπιθύμητοι και οι τρεις σ’ αυτό το μπλογκ). Κάποιες άλλες φορές, οι όροι αντιστρέφονται και γινόμαστε εμείς αντικείμενα στις επιδιώξεις των άλλων. Τότε ο κόσμος μπορεί να γίνει μεταλλικός, ψυχρός, γεμάτος εντροπία και κιπλ. Ξυπνάμε και βλέπουμε σίδερα στη γη στερεωμένα...


Το Ηλεκτρικό Πρόβατο λοιπόν έχει ένα μήνυμα για σένα: μην απαρνηθείς ποτέ αυτό που σε πραγματώνει εσωτερικά. Ακόμα κι αν η πραγματικότητα σού παρουσιάζεται εχθρική και σιδερένια, τότε τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Αμφισβήτησε αυτήν, όχι την ανθρωπιά σου, τιμή σε όσους βαστάνε εσωτερικές Θερμοπύλες. Ναι, αλλά τι σημαίνει τελικά αυτή η αμφισβήτηση της πραγματικότητας, με ποια έννοια θα πρέπει να εκληφθεί; Αυτό εξαρτάται από τον καθένα μας προσωπικά. Μπορείς να επιλέξεις τη ριζοσπαστική λύση: ατόφια παράνοια 24 καρατίων. Να αμφισβητήσεις τα ίδια τα δεδομένα των αισθήσεών σου. Πρόκειται για μια πάρα πολύ καλή λύση, την έχει δοκιμάσει κι ο Ντικ κι ο Ρουσσώ πριν από αυτόν, κι άλλοι... Είκοσι εννιά κατασκευαστές πραγματικότητας συνιστούν παράνοια (κάτι ξέρουν). Έχε υπ’ όψη ότι σε περιμένει άφθονος πόνος και, κατά πάσα πιθανότητα, ένας πρώιμος θάνατος, όμως μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν και χειρότερα από τον θάνατο. Αν πάλι δε θες να καταφύγεις σε αριστερίστικες λύσεις και γυρεύεις κάτι στο πιο ρεφορμιστικό, τότε έχω και για σένα μία πρόταση:


Για τον Κίρκεγκορ, η πραγματικότητα είναι η εύκολη λύση (την ονόμαζε συνήθως «αντικειμενικότητα», αλλά το ίδιο νόημα έχει). Είναι μια πρόφαση την οποία επικαλούμαστε όταν προσπαθούμε να αποφύγουμε τον εαυτό μας. Αν ο αποβλακωτικός κωδικός 888 στη Συσκευή Διαθέσεων Penfield είναι η «επιθυμία να παρακολουθήσεις τηλεόραση άσχετα από την εκπομπή που παίζει», τότε αντίστοιχα ο κωδικός 889 θα είναι η «τάση να επικαλείσαι εξωτερικές αναγκαιότητες προκειμένου να καμωθείς ότι δεν έχεις επιλογή». Έχει όνομα αυτή η τάση, λέγεται: πραγματικότητα. Και δεν είναι παρά μια υπεκφυγή, μια απόταξη ευθυνών.


Αλήθεια, δες τι ενδιαφέρον που γίνεται αν στη συλλογιστική του Κίρκεγκορ αντικαταστήσουμε την «πραγματικότητα» με την «τηλεόραση»....


Η επιλογή και η ευθύνη της είναι πάντα δική μας. Όταν παρακολουθούμε τηλεόραση (ή συμμορφωνόμαστε με αυτό που προστάζει η κυβέρνηση, οι αισθήσεις μας κ.λπ.), έχουμε προηγουμένως κάνει μια επιλογή. Και κάθε φορά που σκύβουμε το κεφάλι στη δικτατορία της πραγματικότητας/τηλεόρασης, είναι επειδή τρομάζουμε από το βάρος της ευθύνης, προτιμάμε την ασφάλεια από την ελευθερία. Μετά μπορούμε να εξοργιζόμαστε με όλους αυτούς τους πανάθλιους τύπους που βγαίνουν στο γυαλί, να πανικοβαλόμαστε με τα (απαράδεκτα) δελτία ειδήσεων, όμως προηγουμένως έχουμε επιλέξει να παραχωρίσουμε όλη την εξουσία σε έναν τύραννο. Ακόμα χειρότερα, έχουμε επιλέξει να ταΐσουμε ένα τρολ, να παίξουμε το παιχνίδι του. Έχει όνομα αυτό το τρολ, λέγεται: πραγματικότητα. Έχει και επώνυμο, λέγεται: τηλεόραση.


Λαέ, πολέμα, σου πίνουνε το αίμα! Πάνε να μας πείσουν, παραδείγματος χάριν, ότι η πραγματικότητα περιλαμβάνει έναν Χρήστο Παπουτσή. Μα είναι δυνατόν ο Χρήστος Παπουτσής να υπάρχει πραγματικά; Τέτοιο αποκύημα φαντασίας, τέτοια πασοκική εντροπία, τέτοια ανθρώπινη αποδόμηση, δεν μπορεί παρά να προέκυψε στους εφιάλτες ενός άρρωστου οπιομανούς. Τελεία και παύλα, ο Χρήστος Παπουτσής δεν υπάρχει. Ούτε ο ... υπάρχει (συμπληρώνεις κατά βούληση). Είναι ένα όνειρο που είδες χθες βράδυ. Ούτε το παρελθόν σου υπάρχει. Όλα είναι εμφυτευμένες αναμνήσεις. Κοίτα γύρω σου τους τοίχους, το δωμάτιο, την επίπλωση, το ταβάνι: είναι ερζάτς, σκηνικά φτιαγμένα από νοβοπάν. Μας θέλουν πρόβατα, μας σερβίρουν κουτόχορτο, αυτό το παραμύθι της πραγματικότητας που μας πλασάρουν, είναι φτηνό και εξαιρετικά κακόγουστο. Η πραγματικότητα είναι μια εκπομπή τηλεοπτικού σταθμού χειρότερου κι από το Star Channel. Γιατί λοιπόν της δίνεις σημασία; Πες μου ποιον φόβο αγάπησες πάλι; Το μέσο είναι το μήνυμα, κλείσε επιτέλους την τηλεόραση!


Δεν αισθάνεσαι ήδη λίγο καλύτερα;