Τα Τρία Στίγματα Του Ιωάννη Μαριάμπα

Είναι σχεδόν βέβαιο ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’30 και αμέσως μετά το Θείο Τραγί, ο Γιάννης Σκαρίμπας συνέχισε με ένα από τα μεγαλύτερα σε μέγεθος ελληνικά μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ. Το ετοίμασε αλλά δεν το δημοσίευσε, γι’ αυτό και μέχρι σήμερα δε γνωρίζουμε ούτε τον τίτλο ούτε το περιεχόμενό του – όχι με ακρίβεια, τουλάχιστον. Αντί γι’ αυτό και για διάφορους λόγους, ο συγγραφέας έσπασε το μυθιστόρημα-φάντασμα σε τρία μέρη: δημοσίευσε το πρώτο ως Μαριάμπας το 1935, ελαφρά τροποποιημένο ώστε να γίνει αυτοτελές ανάγνωσμα. Δύο χρόνια μετά, το 1937, δημοσίευσε το τρίτο μέρος ως Το Σόλο Του Φίγκαρω, αρκετά τροποποιημένο σε σχέση με το αρχικό γράψιμο. Καμία έκπληξη: όχι μόνο το Σόλο έχει αναφορές στον Μαριάμπα αλλά υπάρχουν και μερικοί κοινοί ήρωες που πρωταγωνιστούν στο ένα μυθιστόρημα και περνάνε φευγαλέα στο άλλο, ενισχύοντας την εντύπωση στον αναγνώστη ότι τα δύο βιβλία υπήρξαν κάποτε τμήματα του ίδιου έργου. Το δεύτερο μέρος όμως; Ποια είναι τα χαμένα κομμάτια της πλοκής που γεφυρώνουν τον Μαριάμπα και το Σόλο;

Αυτό το δεύτερο μέρος γνώρισε αρκετές περιπέτειες κι εδώ παίρνουν το λόγο οι ειδικοί σκαριμπολόγοι. Είναι σίγουρο ότι ο Σκαρίμπας έγραψε ένα ακόμα αυτοτελές μυθιστόρημα από αυτό το δεύτερο μέρος, με τίτλο Χαλκίδα ή το Βατερλώ Δύο Γελοίων (ας το πούμε Βατερλώ Α’), το οποίο δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας. Ο Λάμπρος Βαρέλας υποστηρίζει ότι μελέτησε ένα αθησαύριστο τμήμα του αρχείου του Γ. Σκαρίμπα και ότι βρήκε εκεί ένα ανέκδοτο θεατρικό βασισμένο στο Βατερλώ Α’, οπότε σχημάτισε μία ιδέα για την πλοκή του. Ο φίλος Σωτήρης Ραπτόπουλος υποστηρίζει κάτι άλλο: ότι το γνωστό Βατερλώ Δύο Γελοίων (Βατερλώ Β’) που δημοσίευσε ο Σκαρίμπας το 1959, αποτελεί μετεγγραφή του Βατερλώ Α’, με καινούργιους ήρωες, καινούργια στοιχεία στην πλοκή κ.λπ., καθώς και ότι ο Σκαρίμπας χρησιμοποίησε υλικό από το Βατερλώ Α’ σε διάφορα ανύποπτα διηγήματα και έργα του κατόπιν (κυρίως στην Τυφλοβδομάδα Στη Χαλκίδα και στον Σερβάν Σεβαλιέ).

Ας κάνουμε λοιπόν μία προσπάθεια να ανασυστήσουμε την πλοκή από το αρχικό μυθιστόρημα-φάντασμα του Γιάννη Σκαρίμπα, που τελικά μετατράπηκε σε Μαριάμπας - Βατερλώ Α' - Το Σόλο Του Φίγκαρω. Ο ψυλλιασμένος αναγνώστης θ’ αρχίσει κάπου εδώ να υποπτεύεται ότι η Νανά Κελαδή από τον Μαριάμπα είναι η Νίνα Δολόξα από το Σόλο. Προσοχή στα ονόματα εντός και εκτός εισαγωγικών!


Εκδοχή Α’ (Σωτήρης Ραπτόπουλος)
Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, ο Ιωάννης Μαριάμπας σπουδάζει γεωπόνος στο εξωτερικό. Κατόπιν επιστρέφει και διορίζεται διευθυντής του Γεωργικού Γραφείου Κοζάνης, ενώ κάπου εκεί αρχίζει να αλληλογραφεί μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Μπουκέτο με τη χαλκιδαία Νανά Κελαδή. Οι δύο νέοι ερωτεύονται μέσα από την αλληλογραφία τους, χωρίς όμως ποτέ να ανταλλάξουν φωτογραφίες.

Τον Ιούλιο του 1932, ο Μαριάμπας δημοσιεύει άρθρο με τίτλο «Φυτονευρική Κυκλοθυμία» στο περιοδικό Επιστημολόγος και αναφέρει τη θεωρία του για τα αρθρόκνημα, φυτά που ισχυρίζεται ότι μπορούν να περπατούν, ενώ στις αρχές του επόμενου έτους, αποφασίζει να ζητήσει μετάθεση για τη Χαλκίδα προκειμένου να παντρευτεί τη Νανά. Μόλις αυτή το μαθαίνει, του γράφει ότι κάτι τέτοιο πρακτικά είναι αδύνατο γιατί σύμφωνα με τα ήθη της εποχής, πρέπει πρώτα να παντρευτεί η μεγάλη της αδερφή, η Βιολέτα, που είναι όμως πανάσχημη και δεν τη θέλει κανείς.

Στις 17 Μαρτίου 1933, το Υπουργείο Γεωργίας με επιστολή του επιπλήττει τον Μαριάμπα για το άρθρο του στον Επιστημολόγο. Του ζητά να μη δημοσιεύσει εκτεταμένη μελέτη για το θέμα, αν δεν την υποβάλει πρώτα προς έγκριση. Στα τέλη του έτους, έρχεται και η μετάθεση του Μαριάμπα στη Χαλκίδα.

17 Ιανουαρίου 1934: ταξιδεύοντας με το τρένο για τη Χαλκίδα, ο Μαριάμπας είναι απελπισμένος και σκέφτεται να αυτοκτονήσει: το πολύκροτο άρθρο του έγινε θέμα διοικητικής επίπληξης και ο γάμος του με τη Νανά μοιάζει απραγματοποίητος. Κάθεται στο ίδιο κουπέ με τον Ιωάννη Πιττακό, αδιόριστο γεωπόνο, και του εξομολογείται τα βάσανά του. Ο Πιττακός, που κι αυτός σκεφτόταν την αυτοκτονία (για αδιευκρίνιστους λόγους), προτείνει στον Μαριάμπα να αλλάξουν ταυτότητες, έγγραφα και ρόλους, και καταστρώνει ένα σχέδιο: θα εμφανιστεί αυτός στη Χαλκίδα ως Μαριάμπας, θα ζητήσει σε γάμο την άσχημη αδερφή, θα κάνει μία ασφάλεια ζωής με δικαιούχο τον «Ιωάννη Πιττακό» (δηλ, τον πραγματικό Μαριάμπα) και στο τέλος θα αυτοκτονήσει αφήνοντας το φίλο του πλούσιο και ελεύθερο να παντρευτεί την καλή της καρδιάς του.

Ο Πιττακός ως Μαριάμπας λοιπόν φτάνει στη Χαλκίδα, αναστατώνει την κοινωνική ζωή της πόλης, βάζει σε εφαρμογή το σχέδιό του και… τα κάνει θάλασσα:
1) Παρανοεί τη βαριά καθαρεύουσα της διοίκησης και νομίζει ότι η επιστολή του Υπουργείο Γεωργίας ζητά το αντίθετο: να δημοσιεύσει εκτεταμένη μελέτη περί της «Φυτονευρικής Κυκλοθυμίας»! Γράφει λοιπόν και εκδίδει ένα ογκωδέστατο βιβλίο (Η Μάχη Της Ζάμας ή Εισαγωγή Στη Συναισθηματική Φυτολογία), στο οποίο αναπτύσσει τις θεωρίες του (πραγματικού) Μαριάμπα για τον «τηλετροπισμό των φυτών».
2) Μπερδεύει τις δύο αδερφές και ζητά σε γάμο τη μικρότερη, όπου βέβαια η μητέρα τους του απαντά ότι αυτό είναι αδύνατο. Στην πορεία όμως, συναντιέται, ερωτεύεται και ερωτοτροπεί με τη Νανά, που κι αυτή νομίζει πως ο άντρας που εμφανίστηκε στη Χαλκίδα ήταν ο αλληλογράφος της από τον καιρό της Κοζάνης. Οι δύο νέοι θεωρούν ότι είναι «οιονεί αρραβωνιασμένοι».

Περνάει το 1934 και έρχεται το 1935: Στις αρχές Μαρτίου, ο «Μαριάμπας» (δηλ, ο Πιττακός) λαμβάνει οργισμένη επιστολή από το Υπουργείο Γεωργίας για τη Μάχη Της Ζάμας, στην οποία καλείται σε απολογία προς απόλυση και ενημερώνει τον (πραγματικό) Μαριάμπα. Στις 13 Μαρτίου, η κα. Ζαλούχου οργανώνει ένα «απρέ-μιντί» στο σπίτι της. Ο «Μαριάμπας» πηγαίνει και ρεζιλεύεται σε όλη την καλή κοινωνία της Χαλκίδας, συνειδητοποιεί επίσης και ποια ήταν στην πραγματικότητα η «αρραβωνιαστικιά» του. Την επόμενη μέρα ταχυδρομεί στον «Πιττακό» (τον πραγματικό Μαριάμπα) το πτυχίο και όλα του τα έγγραφα. Αγοράζει δύο φυσίγγια με λυκόσκαγα, τρυπώνει στο Αγγλικό Προξενείο και αντικαθιστά τα άσφαιρα φυσίγγια στο όπλο της κυρίας Προξένου.

Στους «ιδούς του Μαρτίου» (= 15 Μαρτίου), αργά τη νύχτα ο «Μαριάμπας» πηδάει στον κήπο του Αγγλικού Προξενείου. Η κυρία Προξένου, νομίζοντας ότι το όπλο της έχει άσφαιρα πυρά και ότι πρόκειται για μία συνηθισμένη νυχτερινή παράσταση από κάποιον θαυμαστή της, τον πυροβολεί ως συνήθως. Ο Πιττακός πέφτει νεκρός.

Ο πραγματικός Ιωάννης Μαριάμπας πηγαίνει στη Χαλκίδα με την ταυτότητα και τα έγγραφα του Πιττακού, και παραλαμβάνει τη θέση του διευθυντή του Γεωργικού Γραφείου. Αρχίζει να πυκνώνει τις σχέσεις του με τη Νανά Κελαδή και της παρέχει στοιχεία για να δει ότι αυτός ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο αλληλογραφούσε παλιά. Εντωμεταξύ, η πόλη κυριαρχείται από φήμες ότι ο μακαρίτης «Μαριάμπας» (δηλ, ο Πιττακός) βρικολάκιασε, ενώ κι ο πραγματικός Μαριάμπας σύντομα σχηματίζει την εντύπωση ότι ο νεκρός τον παρακολουθεί. Σε κάποια στιγμή συναντά και τον κ. Ριχάρδο Γκαμόν, αρχιμηχανικό από τη Βιέννη, ο οποίος του κάνει λόγο για την εξωανθρώπινη υπόσταση του νεκρού.

Ο Πιττακός εμφανίζεται στον Μαριάμπα και του αποκαλύπτει ότι δεν πέθανε, αλλά υπέστη νεκροφάνεια από το σοκ των πυροβολισμών της κυρίας Προξένου, τον βόλεψε μάλιστα κι ο θάνατος ενός σωσία του που είχε τύχει να παρεπιδημεί τον καιρό εκείνο στη Χαλκίδα. Οι δύο άντρες καυγαδίζουν για την αγάπη της Νανάς. Ο Μαριάμπας (δηλ, ο εμφανιζόμενος ως «Πιττακός») πείθει με τέχνασμα τον αντίζηλό του ότι η Νανά αγαπά τον ίδιον και ο Πιττακός (που είχε παρουσιαστεί στη Χαλκίδα ως «Μαριάμπας») αυτοκτονεί και πεθαίνει οριστικά.

Ο Ριχάρδος Γκαμόν όμως έχει σπείρει οριστικά την αμφιβολία στον Μαριάμπα για την ίδια την ανθρώπινη υπόστασή του… Όλο ακούει μέσα του ήχους από γρανάζια, εμπλοκές των μοχλών και οξειδώσεις των βαλβίδων, ενώ υποπτεύεται το ίδιο και για τον αδερφό της Νανάς, Κωστή Κελαδή, ίσως και για άλλους. Δέχεται τη χαριστική βολή από μία επιστολή που πέφτει στα χέρια του, την οποία απηύθυνε το εργοστάσιο του Ριχάρδου Γκαμόν στον Πιττακό, νομίζοντας κι αυτό ότι επρόκειτο για τον Μαριάμπα. Σύμφωνα με την επιστολή αυτή, ο Μαριάμπας δεν είναι παρά ένας «αυτοματικός κινητάνθρωπος», δηλ. ένα ρομπότ.

Η Νανά εντωμεταξύ έχει αρχίσει να υποπτεύεται ότι ο πραγματικός Μαριάμπας, αυτός με τον οποίο αλληλογραφούσε παλιά, είναι ο εμφανιζόμενος ως Πιττακός. Η συνειδητοποίηση αυτή δεν την ενθουσιάζει καθόλου, γιατί τελικά η καρδιά της έχει σκλαβωθεί από τον Πιττακό. Ο Μαριάμπας βλέπει ότι η Νανά έχει μείνει ερωτευμένη με την ανάμνηση ενός πεθαμένου, απογοητεύεται και αυτοκτονεί μέσα στην τρέλα του ότι είναι ένας «κινητάνθρωπος». Στην πορεία του προς την αυτοκτονία, σχηματίζει την εντύπωση ενός συστηματικού εποικισμού της Χαλκίδας από «κινητανθρώπους», που καταλαμβάνουν τις δημόσιες θέσεις και επιδιώκουν το αλάνθαστο σύστημα.

Ο Ριχάρδος Γκαμόν εντωμεταξύ συναντά στην προκυμαία της Χαλκίδας τον Αντώνη Σουρούπη, τον τρελό του χωριού. Αυτός ο τελευταίος φαντασιώνεται ότι πρόκειται να γράψει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα και είναι ερωτευμένος με τη Νανά. Ο Σουρούπης τού κλέβει το καρνέ και από τις σημειώσεις που διαβάζει, σχηματίζει κι αυτός την εντύπωση ότι η Χαλκίδα εποικίζεται από «κινητανθρώπους» (ακόμα κι από «κινητόγατες»). Δέχεται τη χαριστική βολή όταν παίρνει κατά λάθος στα χέρια του την επιστολή του αυστριακού εργοστασίου από τον Γιωσέ Μαχραμή, που αντικατέστησε τον «Πιττακό» στο Γεωργικό Γραφείο.

Ο Σουρούπης τριγυρνά στους δρόμους της Χαλκίδας ακούγοντας μέσα σε κάθε άνθρωπο «τριξίματα, εμπλοκές των μοχλών και οδειδώσεις βαλβίδων». Συναντά τη Νανά και του λέει ότι έχει μία άλλη αδερφή ολόιδια, τη Λουΐζα, η οποία είναι ρομπότ – και μάλιστα τραγουδά το σόλο του Φίγκαρω άμα την κουρδίσεις. Του δίνει το κλειδί για το κούρδισμα, το οποίο έχει σχήμα στιλέτου, τον πληροφορεί ότι η κατάλληλη υποδοχή βρίσκεται στο στήθος της αδερφής της, στην περιοχή της καρδιάς, και τον προτρέπει να τρέξει γρήγορα στο σπίτι, να κουρδίσει την αδερφή της και να ακούσει το σόλο.

Ο Σουρούπης πηγαίνει, βρίσκει τη «Λουΐζα» εκεί που του είχε πει η Νανά, την κουρδίζει, αλλά αντί για το σόλο του Φίγκαρω, η γυναίκα πέφτει νεκρή. Τον συλλαμβάνουν και τον κλείνουν στο Δαφνί.

(Δημοσιεύτηκε στα περιοδικά ΑΝΤΙ, τ. 691, και Manifesto, Πολιτική – Πολιτισμός του Θεόδωρου Παντούλα)

Εκδοχή Β’ (Λάμπρος Βαρέλας)
Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, ο Ιωάννης Μαριάμπας σπουδάζει γεωπόνος στη Βιέννη. Αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και κάνει μεταμόσχευση οργάνων στην Εταιρεία Αυτοματικών Κινητανθρώπων της Βιέννης, όπου του βάζουν τεχνητή καρδιά, τεχνητούς πνεύμονες και τεχνητό δεξί μπράτσο - Τα Τρία Στίγματα Του Ιωάννη Μαριάμπα, τον οποίον ίσως θα πρέπει να δούμε ως το πρώτο cyborg στην ελληνική λογοτεχνία. Συνεχίζει να διατηρεί κάποιες εκκρεμότητες με την εταιρεία που τον χειρούργησε, η οποία πρέπει να του χορηγεί τακτικά τα απαραίτητα ανταλλακτικά. Ο Μαριάμπας κατόπιν επιστρέφει στην Ελλάδα και διορίζεται διευθυντής του Γεωργικού Γραφείου Κοζάνης, αρχίζει να αλληλογραφεί με τη χαλκιδαία Νανά Κελαδή και η πλοκή εκτυλίσσεται όπως ακριβώς και στην Εκδοχή Α’, μέχρι τον πυροβολισμό του «Μαριάμπα» (Πιττακού) από την κυρία Προξένου.

Ο πραγματικός Ιωάννης Μαριάμπας πηγαίνει στη Χαλκίδα με την ταυτότητα και τα έγγραφα του Πιττακού, παραλαμβάνει τη θέση του διευθυντή του Γεωργικού Γραφείου, πυκνώνει τις σχέσεις του με τη Νανά Κελαδή η οποία όμως έχει μείνει ερωτευμένη με την ανάμνηση του νεκρού. Προκειμένου να της αλλάξει γνώμη, κατασκευάζει μία περσόνα, τον κ. Ζη, ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν φίλος του πεθαμένου Μαριάμπα και έχει στην κατοχή του τις ερωτικές τους επιστολές από τον καιρό της Κοζάνης.

Ο κ. Ζης αλληλογραφεί με τη Νανά, της γράφει ότι στην πραγματικότητα ο Μαριάμπας ήταν παλιάνθρωπος και προικοθήρας και την εκβιάζει ότι αν δεν κοιμηθεί μαζί του, θα δημοσιεύσει την ερωτική της αλληλογραφία μ' αυτόν. Ο «Πιττακός» (δηλ, ο πραγματικός Μαριάμπας) έρχεται σε βοήθεια της Νανάς από τον «κ. Ζη», διαπιστώνει όμως ότι αυτή παραμένει αθεράπευτα ερωτευμένη με τον άνθρωπο που γνώρισε. Αποφασίζει να αυτοκτονήσει και της δίνει ένα πιστόλι με το οποίο θα σκοτώσει τον «κ. Ζη», όταν αυτός θα έρθει το βράδυ. Έτσι ακριβώς γίνεται, οπότε ο Μαριάμπας – «Πιττακός» – «Ζης» πέφτει νεκρός από το χέρι της αγαπημένης του.

Η Εταιρεία Αυτοματικών Κινητανθρώπων εντωμεταξύ, έχει πληροφορηθεί από τις εφημερίδες το θάνατο του «Μαριάμπα» (δηλ, του Πιττακού) στη Χαλκίδα και απορεί που η νεκροψία δεν έδειξε κάτι το ασυνήθιστο. Στέλνει τον αρχιμηχανικό της, κ. Ριχάρδο Γκαμόν, να διαλευκάνει το μυστήριο, ο οποίος συναντά τον Αντώνη Σουρούπη, τον τρελό του χωριού, στην προκυμαία της Χαλκίδας και τα πράγματα καταλήγουν όπως ακριβώς στην Εκδοχή Α’.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Περίπλους, τ. 44)

Και με τις δύο εκδοχές παραμένουν κενά στην υπόθεση, ίσως γιατί ούτε κι ο ίδιος ο Σκαρίμπας δεν μπορούσε να το παλέψει, έτσι που τα ‘μπλεξε. Ξαφνικά στο τέλος, όλη η πόλη της Χαλκίδας αρχίζει να εμφανίζει μυστηριωδώς τα Τρία Στίγματα του Ιωάννη Μαριάμπα, κι αυτό δε βρίσκεται μόνο στη φαντασία του Σουρούπη, υπάρχει και το καρνέ του Γκαμόν με τους υπαινιγμούς του. Θα ήταν ωραία αν μπορούσαμε να διαβάζαμε το αρχικό μυθιστόρημα-φάντασμα του Σκαρίμπα! Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν: ποιος έχει το κέφι, την έμπνευση και το κουράγιο να το ανασυνθέσει;

Κατάθεση Ψυχής Σε Δολάρια - XI

Ένα τελευταίο τραγουδάκι που κλείνει αυτήν την κατάθεση ψυχής σε σκληρό νόμισμα, από ρευστοποίηση τοξικών ομολόγων! Ελπίζω να τη βρήκατε ενδιαφέρουσα. Για κάθε ποιηματάκι που διαβάσατε, υπήρξαν άλλα δέκα που απορρίφθηκαν - τα γράφεις ενθουσιασμένος, όταν όμως τα ξαναδιαβάσεις μετά από καιρό συνειδητοποιείς (αν είσαι λίγο τίμιος με τον εαυτό σου) ότι δεν έλεγαν τίποτα. Η ποίηση τελικά είναι μία διαδικασία φιλτραρίσματος και επιλογής, κάπως σαν το ΑΣΕΠ.

Arizona Dream

Φυτά ξερά όλο αγκάθια
Που λες, δε γνώρισαν ποτέ τους το νερό
Αχνογραμμένα μονοπάτια
Σ’ αυτήν την έρημο μια μέρα θα εξαφανιστώ.

Τέτοια θανάσιμη αγριάδα
Τέτοια ομορφιά που σου θαμπώνει το μυαλό
Αλλού δε βρήκα στην Ελλάδα
Αλλού δε βρήκα πουθενά στον κόσμο αυτό.

Βάζω σανδάλια κι έξω χιονίζει
Στο αεροδρόμιο με παίρνουν για τρελό
Μια σκέψη μόνο στο μυαλό μου τριγυρίζει:

Πάω Αριζόνα, πάω Μεξικό!

Εκεί που ζούσανε Ναβάχο
Εκεί που ο ήλιος είναι μόνιμη απειλή
Από τον κόκκινο τον βράχο
Ένα γεράκι σοβαρό μας παρακολουθεί.

Στα δυο κομμένη είν’ η μαγεία
Σ’ αυτήν την έρημο ποιος τράβηξε γραμμή;
Το Μεξικό από τη μία
Κι από την άλλη η Αμερική.

Βάζω σανδάλια κι έξω χιονίζει
Στο αεροδρόμιο με παίρνουν για τρελό

Μια σκέψη μόνο στο μυαλό μου τριγυρίζει:
Πάω Αριζόνα, πάω Μεξικό!

Κατάθεση Ψυχής Από Περικοπές Εξόδων - X

Ένα πρόσφατο ερωτικό τραγουδάκι που θα γίνει top hit, έτσι για να απευθυνθώ λίγο και στις μάζες. Τι να 'κανα; Με πείσανε να γίνω ρεβιζιονιστής και να προσθέσω κάτι πιο εύπεπτο, που θα γαργαλίσει ελαφρώς τα κατώτερα ένστικτα του ακροατηρίου μου:

Της Αγάπης Αίματα, Σιγά Τα Αίματα

Προστάτης Άγιος των τραπεζών
Και ευεργέτης των ανθοπωλών
Είναι κι αυτός ένα ακόμα προïόν
Με περιτύλιγμα χαρτί ιλουστρασιόν.

Είναι ο έρωτας μια άλλη αφορμή
Να ‘σαι γρανάζι στη μεγάλη μηχανή
Πέρα από λύτρωση, το τέλος κι η αρχή,
Είναι και κάρτα αγορών πιστωτική.

Και τι ‘ναι αυτό; Ειλικρινά,
Τόσος μπελάς, τόσο κακό

Λαχτάρα κι αίσθημα σφοδρό, τυραννικό
Με το μυαλό σου σαν λιωμένο παγωτό
Στην αγωνία για να πει το «σ’ αγαπώ»
.
Να παντρευτείς με νοικιασμένο νυφικό
Μαζί να χτίσετε δικό σας σπιτικό
Και πανηγύρια όταν έρθει το μωρό

Στην τράπεζα να πάρεις το στεγαστικό

(Κι από κοντά και το καταναλωτικό)

Και πες μου, αλήθεια, δεν το ‘χεις βαρεθεί;
Άνοστο έργο, μονότονη πλοκή
Να σ’ αγαπά κι όλα να γίνονται γιορτή
Να μη σε θέλει κι όλα να ‘ναι φυλακή.

Αυτή η αγάπη, η κοσμογονική
Που δίνει νόημα στην άδεια σου ζωή
Και καταλήγει μία πράξη θεσμική
Στην εφορία με μια δήλωση κοινή.

Και τι ‘ναι αυτό; Ειλικρινά,

Τόσος μπελάς, τόσο κακό
Λαχτάρα κι αίσθημα σφοδρό, τυραννικό κ.λπ.

[Παρεμβαίνει η Λιάνα Κανέλλη]: Δε θα πάρουμε, κύριε! Πώς το λένε; Μαζέψτε τα βέλη σας και δρόμο. Πάρτε κι αυτόν τον Άγιό σας με τις καρδούλες του. Έξαψη, λαχτάρα, πάθος –σιγά τα αίματα!... Το μάθαμε το παραμύθι σας!
Το «σ’ αγαπώ» που γράφεις στον τοίχο γίνεται ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ ΔΗΛΩΣΗ ΕΦΟΡΙΑΣ!
Τα λουλούδια και τα καρδιοχτύπια γίνονται ΥΠΕΡΚΕΡΔΗ ΤΡΑΠΕΖΩΝ!

Μωρό μου όμορφο, μωρό μου Credit Card
Τα μάτια σου είναι για μένα Mastercard
Τα δυο σου χείλη μια μεγάλη Visa Card
Το σώμα σου καυτό σαν μία Dinner’s Card.

Θα σ’ αγαπώ για πάντα (στεγαστικό)
Σε θέλω απόψε (καταναλωτικό)
Αν φύγεις θα πεθάνω (διακοποδάνειο)
Μακριά σου δεν αντέχω (εορτοδάνειο)

Και τι ‘ναι αυτό; Ειλικρινά,
Τόσος μπελάς, τόσο κακό
Λαχτάρα κι αίσθημα σφοδρό, τυραννικό κ.λπ.

Κατάθεση Ψυχής Με Πρόβλεψη Υπερανάληψης - ΙΧ

Εκεί γύρω στο 1992 - 1993, πέρασα μία απίστευτη χρονιά: κάθε βράδυ, έβλεπα στον ύπνο μου πάρα πολλά και διαυγή όνειρα. Ήταν κάτι που ήρθε από μόνο του. Σταδιακά, τα όνειρά μου άρχισαν όχι μόνο να αυξάνονται, αλλά και να ζωντανεύουν - να γίνονται πλούσια σε αισθήματα, χρώματα, λεπτομέρειες, ακόμα και μελωδίες, να έχουν αρχή, μέση & τέλος, να αποκτούν ολοένα και συνθετότερη πλοκή.

Ήταν τόσο υπέροχο!

Είδα όνειρα εκπληκτικής ομορφιάς, αφάνταστης μελαγχολίας, συγκλονιστικού μυστηρίου και παραλυτικού τρόμου. Κυριολεκτικά, πήγαινα για ύπνο με μία αίσθηση ανυπομονησίας και περιπέτειας! Σε κάποια στιγμή μάλιστα, άρχισα να κρατάω και σημειώσεις. Άφηνα δίπλα μου χαρτί και μολύβι όταν έπεφτα για ύπνο, και μόλις ξυπνούσα έγραφα μανιωδώς την παραγωγή της προηγούμενης νύχτας - πριν ακόμα σηκωθώ από το κρεβάτι. Ακόμα και σήμερα ανακαλύπτω διπλωμένες σελίδες με τα σημειωμένα όνειρα της εποχής εκείνης μέσα σε παλιά βιβλία, βιβλία που ξαναπιάνω για διάβασμα μετά από χρόνια (δεν ήμουν τακτικός, δεν είχα ένα σταθερό μπλοκάκι για να τα μαζεύω όλα, τα έγραφα σε φύλλα χαρτιού και τα άφηνα όπου έβρισκα)

Η περίοδος εκείνη κράτησε περίπου έναν χρόνο. Έτσι όπως ξεκίνησε, σταδιακά και απρόσμενα, έτσι ακριβώς έσβησε. Κάθισα κάποτε να γράψω ένα τραγουδάκι για να αποδώσω εκείνη την αίσθηση της μυστηριακής ονειροσύνης από την οποία είχε γεμίσει η ζωή μου τότε. Είχα φτιάξει και μία δική μου ορολογία, ότι ήμουν δύτης και βουτούσα όχι στους νιπτήρες, αλλά στη:


Θάλασσα του Ονείρου

Ποιο να 'ναι το αίσθημα, μεράκι που σε πνίγει;
Κι όλο ζητάς να βρεις μια χώρα μακρινή
Μέσα στα σπίτια τα παλιά, τα ερειπωμένα
Τις νύχτες ξαγρυπνά μια μυστική ζωή.

Ποιο να 'ναι τ’ όνειρο που κάτι σου θυμίζει;
Αν μόνο άκουγες τη λέξη-κλειδί...
Ξυπνάς χαράματα λουσμένος στον ιδρώτα
Μες στο δωμάτιο νιώθεις κάποιος είν’ εκεί.

Ξέρεις το αίσθημα πως κάποιος σε κοιτάζει
Στα σκοτεινά δρομάκια σε ακολουθεί.
Ξυπνάς και τ’ όνειρο μέσα σου ζει ακόμα
Κι αναρωτιέσαι άμα έβγαλες κραυγή.

Κοιτάζεις γύρω σου μέχρι να καταλάβεις
Αν είναι όνειρο ή αλήθεια αυτή η στιγμή
Γυρίζεις στο πλευρό κι ο ύπνος δε σε παίρνει
Να ξαναζούσες τ’ όνειρο για μια στιγμή...

Όταν η νύχτα πέφτει μες στη γειτονιά σου
Μοιάζουνε οι σκιές να κρύβουν μυστικά
Κάτι υπέροχο σε ψάχνει, σε γυρεύει
Κάτι σε περιμένει πίσω απ’ τη γωνιά.

Να ‘σουν ιππόκαμπος στη Θάλασσα του Ονείρου
Να ήσουν γάτα και να τρύπωνες παντού
Άλογο που σηκώνεται στα πίσω πόδια
Κομήτης που περνά στο μαύρο του ουρανού.

Έχει πανσέληνο και μοιάζει να 'ναι μέρα
Έχει πανσέληνο και είναι μαγικά
Των καραβιών τα φώτα μέσα στο λιμάνι
Αντανακλούνε πάνω στα θολά νερά.

Σε παίρνει ο ύπνος και κοιτάζεις το φεγγάρι
Μεσ’ στο δωμάτιο είναι το μόνο φως
Πέφτεις για ύπνο και ξεχνάς το όνομά σου
Κοιμάσαι και ξανακοιμάσαι συνεχώς.

Κύματα ύπνου γαληνεύουν το μυαλό σου
Σου φέρνουνε μηνύματα από μακριά
Βούτα στη Θάλασσα του Ονείρου μοναχός σου
Μαργαριτάρια ψάξε να 'βρεις στα βαθιά!

Κατάθεση Ψυχής Από Τιτλοποίηση Χρεών - VIII

Το επόμενο τραγουδάκι συνοδεύεται και από ιστοριούλα: ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης, κάτω από φώτα κόκκινα κοιμόταν η Σαλονίκη, κι εγώ πήγαινα για κούρεμα. Η Φωτεινή, η κομμώτριά μου, είχε το κομμωτήριο στο σπίτι της. Δούλευε από το πρωί ως το βράδυ και συνήθως οι τελευταίοι πελάτες της ημέρας παραμέναμε για τα περαιτέρω. Έκλεινε λοιπόν τα σύνεργα της δουλειάς η Φωτεινή, έβγαζε κατόπιν ουΐσκι, τυριά, λουκάνικα και άλλα τέτοια ψυχωφελή, καθόμασταν όλοι στο τραπέζι και δε φεύγαμε μέχρι ν' αδειάσουμε το μπουκάλι.

Εκείνο το βράδυ λοιπόν, βρέθηκα να κάθομαι στο σαλόνι της Φωτεινής με έναν άγνωστό μου κύριο, διευθυντή υποκαταστήματος ΕΤΕ, και μία επίσης άγνωστη κυρία, ασφαλίστρια. Σε κάποια στιγμή αρχίσαμε να λέμε ανέκδοτα και αποφάσισα να πω ένα που είχα ακούσει πρόσφατα. Ήταν ρίσκο• πρώτη φορά συναντούσα τους ανθρώπους. Η Φωτεινή ήταν μεν πασοκτζού, αλλά ήξερα ότι πάντα απολάμβανε ένα καλό ανέκδοτο:

Όταν ο Θεός έπλασε τους λαούς της Γης, προίκισε τον καθένα με δύο ποιότητες για να προκόψει. Έκανε τον Γιαπωνέζο λεπτολόγο και εργατικό, έκανε τον Άγγλο πρακτικό και προσγειωμένο, έκανε τον Αμερικάνο επιχειρηματικό και τολμηρό, έκανε τον Γερμανό πειθαρχημένο και μεθοδικό κ.λπ. μέχρι που ήρθε και η σειρά του Έλληνα. Του λέγει Κύριος ο Θεός: "Θα είσαι έξυπνος, θα είσαι τίμιος, και θα ψηφίζεις ΠΑΣΟΚ".
Μετά από λίγο όμως παρατήρησε ο Αρχάγγελος: "Κύριε, έδωσες τρεις ποιότητες στον Έλληνα. Θα αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και θα κυριαρχήσει επί των λαών της Γης".
"Σωστά", λέγει Κύριος ο Θεός, "όμως τώρα ο Λόγος μου ειπώθηκε και δεν αλλάζει. Θα το κάνουμε έτσι ώστε κάθε στιγμή να ισχύουν μόνο οι δύο από τις τρεις ποιότητες".
Από τότε λοιπόν όσοι είναι έξυπνοι και ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ, δεν είναι τίμιοι. Όσοι είναι τίμιοι και ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ, δεν είναι έξυπνοι. Όσοι είναι έξυπνοι και τίμιοι, δεν ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ.

Είπα την punch-line και περίμενα να δω τις αντιδράσεις της ομήγυρης:
Η Φωτεινή γέλασε.
Η ασφαλίστρια έσκασε στα γέλια.
Ο τραπεζικός δε γέλασε ΚΑΘΟΛΟΥ. Δεν του φάνηκε καθόλου αστείο το ανέκδοτο!

Λίγο αργότερα απ' αυτό το περιστατικό, ξενυχτώντας στο Ελευθέριος Βενιζέλος και έχοντας να σκοτώσω ατέλειωτες ώρες μέχρι την πτήση μου, έγραψα στο περιθώριο ενός βιβλίου την:

Ψυχοθεραπεύτρια

Στο 'να της χέρι το ψαλίδι και η χτένα
Με τ' άλλο χέρι της χαϊδεύει μόνο εμένα
Κόβει απ' τη ρίζα το κακό και τα μαλλιά μου
Για να με κάνει κούκλο, η κομμώτριά μου!

Στ' αλήθεια, είμαι τυχερός που έχω εσένα
Ψυχοθεραπεύτρια με ψαλίδι και με χτένα
Κι όταν, τούφες-τούφες, πέφτουν κάτω τα μαλλιά μου
Πέφτουν και τα μισά απ' τα προβλήματά μου!

Με λούζει, με ξεβγάζει και με σκουπίζει
Όμορφα μου μιλάει, συνέχεια με φροντίζει
Ποτέ δε μ' έκανε να νιώσω σαν πελάτης:
Είμ' ο μεγάλος, ο κρυφός ο έρωτάς της.

Στ' αλήθεια κ.λπ.

Τίποτα δεν ξεφεύγει από τη ματιά της
Αξίζει εκατό φορές τα λεφτά της
Προβλήματα, σκοτούρες, όλα τα βλέπει
Τα κόβει, τα ισιώνει, τα ανατρέπει!

Στ' αλήθεια κ.λπ.

"Όλα σε τούτη τη ζωή είναι τρίχες
Ποτέ δε χάνεις κάτι που ποτέ δεν είχες
Άκου και μένα που μ' αυτές έχω να κάνω
Όλοι οι άντρες είστε ίδιοι από 'δώ πάνω!"

(Μην τολμήσει να αναφέρει κανείς το Κομμωτριάκι του Μάλαμα!)

Κατάθεση Ψυχής Από Μείωση Ελλείμματος - VI

Είχα σκεφτεί κάποτε να γράψω παιδικά τραγούδια. Σκάρωσα μερικά, απέρριψα τα περισσότερα, και τώρα που τα ξαναδιαβάζω δε μ' αρέσει σχεδόν τίποτα εκτός από ένα ή δύο:

Η Τρομοκρατία του Καλού

Για το καλό σου,
Προς όφελός σου
Θα αναλάβω εγώ
Κι εσύ, αλίμονό σου!

Έχεις συμφέρον,
Κι ενδιαφέρον,
Το λάδι να σου βγει
Γι’ αυτό αναμορφώσου.

Για το καλό σου
Θα ‘μαι εγώ τ’ αφεντικό σου,
Θα διαχειριστώ
Εγώ τον εαυτό σου.

Είσαι πολύ μικρός
Ακόμα για να ξέρεις,
Μη μου γκρινιάξεις
Αντιρρήσεις μη μου φέρεις.

Για το καλό σου
Στα μαθήματά σου στρώσου
Τα παιχνιδάκια σου
Βγάλ’ τα από το μυαλό σου.

Σε τυραννάει
Αυτός που σ’ αγαπάει
Άλλαξε στάση
Και σε μένα παραδόσου.

Είσαι αχάριστος,
Αυτό είν’ το ευχαριστώ σου;
Μπα, σε καλό σου,
Δεν έχεις το θεό σου!

Πείσμωσα τώρα,
Δε θα γίνει το δικό σου!
Για το καλό σου,
Τον κακό σου τον καιρό σου!

Απίστευτο πόσο δύσκολο είναι να γράψεις παιδικά έργα και τραγούδια. Πέφτεις συνέχεια στην παγίδα του διδακτισμού, του κηρύγματος, της ωραιοποίησης. Υποτιμάς συνέχεια τη νοημοσύνη του παιδιού.

Κατάθεση Ψυχής Από Ανάληψη Ευθυνών - VII

Ένα ακόμα παιδικό τραγουδάκι που δεν ήταν εντελώς για πέταμα. Ομολογώ ότι αισθάνομαι και λίγο περήφανος για τους τίτλους!

Σπατάλη Χρήσιμων Εργατοωρών

Φυσική, Γεωγραφία
Μαθηματικά, Χημεία
Γλώσσα, Τριγωνομετρία
Της ζωής μου η τιμωρία...

Έκθεση, Γεωλογία
Ιστορία, Βιολογία
Κείμενα, Γεωμετρία
Βαρεμάρα και ανία...

Δε μ’ αρέσει το σχολείο
Θα πετάξω το βιβλίο
Θα κλωτσήσω το θρανίο
Φεύγω δάσκαλε, αντίο!

Μαύρος πειρατής θα γίνω
Ρούμι και κρασί θα πίνω
Θα ‘χω πύργο στο Λονδίνο
Και παγόδα στο Πεκίνο!

Θα ‘χω πλοίο με κανόνια
Φωτισμένο με λαμπιόνια
Στολισμένο με μπαλόνια
Κάθε μέρα μακαρόνια!

Θα ‘χω τιμονιέρη Γάλλο
Καπετάνιο Πορτογάλο
Και στον ώμο ένα μεγάλο,
Κουρνιασμένο παπαγάλο!

Τώρα ποιος διαβάζει Αρχαία,
Αριθμητική και Νέα;
Τέτοια όνειρα σπουδαία
Είν’ για μένα πιο ωραία!

Κατάθεση Ψυχής Από Περιορισμό Δαπανών - V

Αυτό είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Σκεφτόμουν κάποιες ιστορίες για τον Άλλον, για τον Doppelgänger, και ειδικά το Lui του Γκυ ντε Μωπασσάν: έχει μία αδιόρατη μελαγχολία, μία έξοχη ασάφεια, που μόνο αυτός κατάφερε να εκφράσει.
Γενικώς, ο Γκυ ντε Μωπασσάν έγραψε 2-3 από τα πιο υπέροχα διηγήματα που διάβασα ποτέ μου.

Ο Δίδυμός Μου Αδερφός

Έχει το ίδιο πρόσωπο με μένα
Το ίδιο βλέμμα, την ίδια τη φωνή
Ως και τα γούστα μας είναι τα ίδια
Σαν δυο κομμάτια απ’ την ίδια μηχανή.

Δεν είμαι εγώ, είναι αυτός
ο δίδυμός μου αδερφός

Ίδιος και διαφορετικός
και μ’ άλλο όνομα γνωστός.


Στο δρόμο μού μιλάει άγνωστος κόσμος
Κόσμος που δεν τον έχω ξαναδεί
Και μ’ άλλο όνομα με χαιρετάνε
Θα με περνάνε για τον άλλο, δηλαδή.

Δεν είμαι εγώ κ.λπ.

Με είδαν, είπανε, στη Δύση
Χθες μεσημέρι, ώρα δύο και μισή
Μην τους το πεις, μην τους το μαρτυρήσεις
Πως τέτοια ώρα ήμουν στην Ανατολή.

Δεν είμαι εγώ κ.λπ.

Το βράδυ μέσ’ στους έρημους τους δρόμους
Κάποιος ζυγώνει από πέρα μακριά
Όταν με φτάσει και συναντηθούμε
Θα με κοιτάζει η δική μου η ματιά.

Δεν είμαι εγώ κ.λπ.

Νομίζεις, κι όμως δε με ξέρεις
Ποτέ δε μ’ έμαθες πραγματικά
Αυτός που πέρναγε κάθε φορά για μένα
Απλά είναι κάποιος που μου μοιάζει τρομερά.

Δεν είμαι εγώ κ.λπ.

Ποιος απ’ τους δυο τώρα να σε κοιτάζει;
Ποιος απ’ τους δυο να σου χαμογελά;
Άραγε κάποιος που τον ξέρεις τόσα χρόνια
Ή που τον είδες πρώτη σου φορά;

Δεν είμαι εγώ κ.λπ.

Δεν είμ’ αυτός που νόμιζες πως ήμουν
«Είμ’ ένας άλλος», όπως είπε κι ο Ρεμπώ
Αυτά που ήξερες για μένα ξέχασέ τα
Γιατί τον άλλον ήξερες τόσο καιρό.

Κατάθεση Ψυχής Από Ρευστοποίηση Τοξικών Ομολόγων - IV

Μία διασκευή πάνω στο "Δρόμο" του Μάνου Λοΐζου. Γράφτηκε επίσης στο δρόμο, χωρίς χαρτί και μολύβι, πηγαίνοντας από τη μια δουλειά στην άλλη, περπατώντας στην Τσιμισκή, στην Εγνατία, στην Αγία Σοφίας:

Ο Δρόμος

Ο δρόμος ήτανε ολόκληρη ιστορία
Που δεν τη λέγαμε ποτέ μας φωναχτά
Δυο-τρία μαγαζιά, μια πολυκατοικία
Κάτι σπιτάκια χαμηλά, προσφυγικά.

Στον πρώτο όροφο η κυρα-Γεωργία
Ετών πενήντα, ασχολία οικιακά.
Γιατρός η κόρη σπούδαζε στη Ρουμανία
Μέχρι που γύρισε μέσ’ στα ναρκωτικά.

Ο Στέλιος έχει κτήματα στη Θεσσαλία
Και φέρνει Αλβανούς να τα καλλιεργούν
Τον μπάρμπα έχει μέσα στην αστυνομία
Με μια προμήθεια δεν τον ταλαιπωρούν.

Στον τρίτο, ένας συνταξιούχος σιγοσβήνει
Και κάθε Σάββατο πηγαίνει στο ΚΑΠΗ
Μια μέρα σαν κι αυτή ανάμνηση θα γίνει
Μέσ’ στις σελίδες της «Εστίας» θα χαθεί.

(Λα λα λα λαααα λα....)

Κατάθεση Ψυχής Σε Σκληρό Νόμισμα - ΙΙ

Το επόμενο τραγούδι γράφτηκε το 2004 μετά από εκείνη την καταπληκτική, ανεπανάληπτη, ανυπέρβλητη, απίστευτη εκπομπή του Τριανταφυλλόπουλου για τον Σπύρο Ράππο, τον τότε Δήμαρχο Αλμυρού, που ζητούσε σεξ από μία άνεργη σύζυγο για να τη διορίσει στο Δήμο. Η εκπομπή ήταν, πολύ απλά, ΤΕΛΕΙΑ: ο Μάκης να αναδεικνύεται σε προστάτη των αδυνάτων και αναξιοπαθούντων, τα μαγνητοσκοπημένα βίντεο - "Ο Κατήφορος" στο φολκλόρ της ελληνικής επαρχίας, με την αδιόριστη στο ρόλο της Ζωής Λάσκαρη και τον (εντελώς ΠΑΣΟΚ) Δήμαρχο στο ρόλο του Αλεξανδράκη, τον σύζυγο πίσω από την πόρτα έτοιμος να ορμήσει, τους καλεσμένους του Μάκη να εξοργίζονται με την εκμετάλλευση της φτωχής γυναίκας και να εκθειάζουν τον Δημοσιογράφο, τη φοιτητριούλα της Νομικής με το αρμένικο επίθετο και το βαμμένο μαλλί να του μιλάει ξελιγωμένη, τον σπυριάρη καλεσμένο να δηλώνει πως είναι έτοιμος να ξεράσει, τον Παυλόπουλο να παίρνει τηλέφωνο και να υπόσχεται έρευνα σε βάθος, τον Μάκη κατόπιν να παινεύει το ήθος της Νέας Δημοκρατίας κ.λπ. Ό,τι καλύτερο έχει δείξει ποτέ η τηλεόραση, σε τέτοιο μετα-κιτς επίπεδο που πλέον υπερβαίνει το απλό trash και γίνεται τέχνη. Δε φτιάχνουν πλέον τέτοιες εκπομπές...
Αυτό το έπος, λοιπόν, κάθισα και το έκανα τραγούδι, "Εγώ Είμαι Με Τον Δήμαρχο":

Εγώ δεν είμαι με τον Μάκη
Που έκανε την έρευνα
Και ψάρεψε λαβράκι.

Βγάλαν το Δήμαρχο στη φόρα
«Σε τι κατάντια περιέπεσε η χώρα...»
Θρηνολογούν σαν Φαρισαίοι
Και παριστάνουν τις παρθένες οι Αθηναίοι.

Γάμα τους όλους, Δήμαρχε
Σε live μετάδοση απ’ τον Μάκη

Κι οι φοιτητές της Νομικής

Θα κάνουνε καμάκι.


Απατημένοι σύζυγοι
Θα συγκρατούνται μετά βίας
Γάμα τους όλους, Δήμαρχε
Λύσε το πρόβλημα της ανεργίας.

Τέτοια βούληση ανόθευτη
Σάλπισμα αναρχίας
Ελεύθερη απ’ τα δεσμά
Της νοησιαρχίας,

Μίξη Ύλης και Πνεύματος,
Θεού μα και Διαβόλου,
Δε φανταζόμουν πως θα βρω
Στον Αλμυρό του Βόλου.

Γάμα τους όλους, Δήμαρχε
Σε live μετάδοση απ’ τον Μάκη
Κι οι φοιτητές της Νομικής

Θα κάνουνε καμάκι.

Απατημένοι σύζυγοι
Θα συγκρατούνται μετά βίας
Γάμα τους όλους, Δήμαρχε
Πιες το γλυκό πιοτό της εξουσίας.


[Απαγγελία]: Σώπασε, κύριε Δήμαρχε, και μην πολυδακρίζεις, αυτό που μέσα τους ποθούν (και κατά βάθος σε φθονούν) εσύ προσδιορίζεις.
Μην πέφτεις στην παγίδα τους, εμένα άκου μόνο, άσ’ τους αυτούς, μην τους ακούς, γαμάνε μια φορά το χρόνο.

Γάμα τους όλους, Δήμαρχε κ.λπ.

Κατάθεση Ψυχής Σε Σκληρό Νόμισμα - ΙΙΙ

Ένα ποιηματάκι ζεν, από μία εποχή και μία πόλη που χάθηκε οριστικά. Είμαι άνθρωπος που μια ζωή δυσκολευόταν με το πρωινό ξύπνημα και που, στην πραγματικότητα, ξυπνούσε από τη δύση του ήλιου και μετά. Κάποτε όμως έρχεται για όλους μας η Νέμεσις• η στιγμή που πρέπει όχι μόνο να σηκώνεσαι συστηματικά πρωί, αλλά και -το σπουδαιότερο- να το κάνεις οικειοθελώς. Να σου αρέσει κιόλας.
Η εμπειρία λοιπόν ήταν οδυνηρή αλλά και ενδιαφέρουσα συνάμα. Ανακάλυψα έναν καινούργιο κόσμο.

Θεσσαλονίκη 03.02.2002, 06:30 π.μ.

Ο κηπουρός του δήμου μάζεψε το κομμένο γρασίδι,
Ένας γάτος ξεμυτίζει κάτω από το αυτοκίνητο,
Ψιλόβροχο,
Οι κουρούνες πετούν από το Πανεπιστήμιο στα δέντρα του Σέιχ-Σου,
Τα πρώτα λεωφορεία,
Σφιχτά παλτά περιμένουν στη στάση,
Κάποιος βγάζει χρήματα από την τράπεζα,
Το φανάρι γίνεται πράσινο παρόλο που η διασταύρωση είναι άδεια,
Οι πρωινές εφημερίδες αφημένες μπροστά στο περίπτερο,
Θα βρέξει; Δε θα βρέξει;
Το καφενείο ανοίγει,
Από μακριά χτυπάει κάποιο ξυπνητήρι,
Θόρυβος από τις σκούπες των οδοκαθαριστών,
Ένα παντζούρι σηκώνεται:
Υπέροχα, το κάθε τι στη θέση του.

Κατάθεση Ψυχής Σε Σκληρό Νόμισμα - Ι

Μία σειρά από κάποια παλιά μου τραγουδάκια, που ξαναθυμήθηκα και διάβασα πρόσφατα. Τα είχα μαζέψει κάποτε σε μία συλλογή με τίτλο: Κατάθεση Ψυχής Σε Σκληρό Νόμισμα, τα είδαν μερικοί φίλοι και έκτοτε τα ξέχασα επιμελώς - μέχρι πριν λίγες μέρες. Περισσότερο θέλω να διηγηθώ τις ιστορίες πίσω τους, συνειδητοποιώ ότι αυτά που μ' αρέσουν καλύτερα είναι όσα γράφτηκαν ανύποπτα, φροϋδικά κι υποσυνείδητα.

Από τη Θεσσαλονίκη του 2002 έρχεται το "Συμβόλαιο". Γράφτηκε μόνο του, βγήκε κυριολεκτικά από μέσα μου ένα μεσημέρι μέσα σε 2-3 λεπτά. Διάβαζα στη Μακεδονία κάτι σχετικό για το ευρώ (το καινούργιο μας νόμισμα τότε), άκουγα παράλληλα από το ραδιόφωνο το "Περιγιάλι" του Θεοδωράκη και σκεφτόμουν το πρόσφατο διαζύγιο μιας φίλης. Αυτά λοιπόν τα τρία στοιχεία έφτιαξαν ένα ετερόκλητο μείγμα στο πίσω μέρος του μυαλού μου, πίεσαν το καπάκι της κατσαρόλας κι ο ατμός τους διοχετεύτηκε μέσα στα δάχτυλά μου, που αναζήτησαν μανιωδώς ένα στυλό κι ένα κομμάτι χαρτί. Ιδού το αποτέλεσμα:

Το Συμβόλαιο
Το θεσμικό σου πλαίσιο δε συμβαδίζει
Μ’ έναν κουμπάρο, στέφανα και λίγο ρύζι
Γράψαμε τ’ όνομά σου στην ξανθή την άμμο
Με νοικιασμένο νυφικό να κάνεις γάμο.

Ένας χαμένος στο συμβόλαιό σου όρος
Είν’ της ασφάλειας που αγόρασες ο φόρος
Έρημο γήπεδο και άδεια λεωφόρος
Μωρό μου, διάβαζε να γίνεις δικηγόρος.

Στο περιγιάλι το κρυφό ένα περιστέρι
Ήρθε και κάθισε στο άσπρο σου το χέρι
Για να σου φέρει την αγάπη και τη βέρα
Φύσηξε ο μπάτης και το πήρε στον αέρα.

Ένας χαμένος στο συμβόλαιό σου όρος κ.λπ.

Σε ποια διάλεκτο τη θέση σου ορίζεις;
Και σε παρεξηγούν, θαρρούνε πως τους βρίζεις
Οι χώρες που μετέχουνε στην Ευρωζώνη
Χωράνε μέσα στο δικό σου παντελόνι.

Ένας χαμένος στο συμβόλαιό σου όρος κ.λπ.

Στο πυρ το εξώτερο
Με σκοπό απώτερο
Ν' αγοράσεις κότερο
Καταπληκτικότερο.

Η Ζωή Είναι Κουφοντίνας

Οι νέες τεχνολογίες προσδίδουν πρωτόγνωρη εκφραστικότητα στην ποίηση:

Είσαι μοναδικός κι ωραίος
Ο πρώτος και ο τελευταίος
Άρχοντας των Δαχτυλιδιών
Αγαπημένος των Θεών.

Θα ζήσεις μια ζωή μεγάλη
Για σένα ισχύουν νόμοι άλλοι
Είσαι μεγάλος και σπουδαίος
(Πολύ απλά, είσαι ένας νέος).

Έχεις, νομίζεις, απαντήσεις
Ξέρεις πως δε θα την πατήσεις
Είσαι της Γης ο ομφαλός
Είσαι κι εγώ δεν ξέρω ποιος
(Ίσως ο ίδιος ο Θεός).

Ήρωας μέσα στο μυαλό σου
Στο ιδανικό βασίλειό σου
Που τη δική σου μοίρα ορίζεις
Κι από τους άλλους ξεχωρίζεις.

Μα ξαφνικά και εν αιθρία
Κάτι χαλάει την αρμονία
Σκάει ένας πυροκροτητής
Και ψάχνεις μέρος να κρυφτείς.

Οι φίλοι δε σ’ αναγνωρίζουν
Οι πρώην σύντροφοι σε βρίζουν
Βρίσκεσαι επικηρυγμένος
Και χειροπόδαρα δεμένος.

Γιατί η ζωή είναι Κουφοντίνας
Είναι κελί στην Μπουμπουλίνας
Κι εκεί που λες «έπιασα πάτο»
Κι ότι δεν πάει παρακάτω
Κάτι συμβαίνει τελικά
Σε ρίχνει ακόμα πιο βαθιά
Γιατί η ζωή
Είναι βαρέλι δίχως πάτο
Παρακάτω
Παρακάτω
Και πιο κάτω
Παρακάτω
Παρακάτω
Παρακάτω
Παρακάτω
Παρακάτω
Παρακάτω
Παρακάτω
Παρακάτω
Παρακάτω
Παρακάτω
Παρακάτω
Παρακάτω
Παρακάτω
Παρακάτω