Βρύση με νερό στον Βόλο

10/9/23: Η βρύση στο παρκάκι Γιάννη Δήμου με Κουντουριώτου, καθώς κι η βρύση στην παιδική χαρά της Μεταμόρφωσης δείχνουν πλέον να βγάζουν συνεχώς νερό 

Αν είστε Βόλο, η βρύση κάτω απ' τον Άγ. Γεώργιο, προς τις Αηδονοφωλιές, δείχνει να βγάζει νερό 24 ώρες το 24ωρο (νερό με χρώμα).

Στιχάκι Κόντρα Στον Μάνο Χατζιδάκι

Η επαναστατική οργάνωση ΑΜΑΧΟΙ (Αντίσταση στον ΜΑνο Χατζιδάκι Όλοι) κοινοποιεί μέσω του μπλογκ το τελευταίο της μανιφέστο, ένα στιχάκι κόντρα στον Μάνο Χατζιδάκι. Λαέ πολέμα, σου πίνουνε το αίμα. Τραγουδήστε το με κέφι πάνω στη μελωδία του γνωστού χατζιδακικού τραγουδιού: 

 

Ουρανέ, εκατόν σαράντα «ναι»! 

Ουρανέ, φίλε κι αδερφέ! 

Πώς ν’ αρκεστώ σ’ άλλης αγκαλιάς τη στοργή; 

Ψευτοστοργή, μάταιη, φτηνή. 

Ν’ αναλωθώ στης ζωής το φως το ξανθό; 

Φως σκοτεινό, υποσελήνιο. 

 

Κάθε δειλινό κοιτώ τον ουρανό τον ποθητό 

Κι ακούω μια φωνή, καμπάνα μακρινή, 

Να με παρακινεί. 

Την αρνήθηκα, πολύ συχνά την απαρνήθηκα, 

Μα μένει πάντα εκεί, τέτοια υπομονή 

Δεν είχα φανταστεί. 

 

Ουρανέ, χίλια πεντακόσια «ναι»! 

Ουρανέ, φίλε μου πιστέ! 

Δεν πρόδωσες, κι ας σε πρόδωσα εγώ 

Πώς ντρέπομαι... και σ’ ευχαριστώ 

Δεν έφυγες, κι ας σου έφυγα εγώ 

Ήμουν μακριά, μα ήσουν κοντά. 

 

Κάθε δειλινό, μαζί με έναν Πρίγκηπα Μικρό 

Αναστενάζουμε, στον ουρανό κοινό 

Έχουμε μυστικό. 

Ό,τι γήινο δεν είναι αρκετό για μας τους δυο 

Αλλού χτυπά η καρδιά, σ’ αστέρια μαγικά 

Έτη φωτός μακριά. 

 

Ουρανέ, είκοσι χιλιάδες «ναι»! 

Ουρανέ, έρωτα κρυφέ! 

Κι αν μητριά μου πράγματι είναι η γη 

Το πατρικό τ’ απολησμονώ 

Να προσφερθώ σαν τη νύφη στον γαμπρό 

Αφήνομαι, άλμα στο κενό. 

 


 

Κάθε δειλινό πετώ σε τόπο αστρονομικό 

Να γίνω φαγητό, να καταβροχθιστώ 

Από τον ουρανό. 

Ν’ αφιερωθώ σε σένα μόνο θέλω, ουρανέ 

Μεγάλε μου αδερφέ, δεν είσαι συ για με, 

Εγώ είμαι για σε. 

 

Ουρανέ, ένα εκατομμύριο «ναι»! 

Ουρανέ, φίλε ηρωικέ! 

Αυτοί π’ αρέσκονται στη μάνα γη: 

Μαμόθρεφτοι κι ανουράνιοι. 

Ανήρωες, στα φουστάνια της μαμάς 

Είναι μικροί, δεν είναι για μας. 

 

 («ανήρωας» = α στερητικό + ήρωας, «ανουράνιος» = α στερητικό + ουρανός)

 

Ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι

Mικρός φόρος τιμής:

Ο Φώτης εμφανίστηκε στους δρόμους του Βόλου τη δεκαετία του ’70. Μόνιμα άπλυτος, ξερακιανός, αξύριστος, ακούρευτος, στη μικρή κοινωνία του Βόλου όλα γίνονται γνωστά: παλιός τσαγγάρης και πωλητής παπουτσιών, κάπου στα 40 του έκλεισε το μαγαζί, έφτιαξε ένα καλύβι σ’ έναν λόφο έξω απ’ την πόλη, ζούσε με τα νυχτοπούλια και τ’ αλανιάρικα σκυλιά, περιδιάβαινε την πόλη του Βόλου και μιλούσε με τον κόσμο: ’Γεια σου Φώτη’, ’Γεια σου φίλε μου’. Ένας απ’ τους διάφορους λοξούς που περπατούσαν ατέλειωτα στην πόλη.

Πρώτη φορά το άκουσα απ’ τον πατέρα μου τη δεκαετία του ’80, κάποτε είπα: ’...ο Φώτης, ο τρελός που περπατά στην πόλη κ.λπ.’. Ο πατέρας μου νευρίασε: ’Γιατί τον λες τρελό! Πες ιδιόρρυθμος. Τι σ’ ενοχλεί ο Φώτης; Δεν ενοχλεί κανέναν’

Eίχε δίκιο. Χρειάστηκε χρόνος να το καταλάβω, ξεγελούσε η εμφάνισή του Φώτη (άπλυτος, ακούρευτος κ.λπ.). Όμως ποτέ δεν πίεζε, δε ζητούσε τίποτα, μόνο αν εσύ του προσέφερες. Πάντα ευγενικός και φιλικός: ’γεια σου φίλε μου’. Ικανός να πεθάνει απ’ την πείνα παρά να σε πιέσει ζητώντας κάτι.    

Κατόπιν άρχισα να τ’ ακούω από όλο και περισσότερους Βολιώτες: ’Μην τον λες τρελό! Ποιον ενοχλεί ο Φώτης; Δεν ενοχλεί κανέναν!’ Πολλοί χαιρόμασταν να τον συναντάμε στο δρόμο, να τον κερνάμε κάνα φρούτο, κάνα γλυκό, κάνα κουλούρι (χωρίς ο ίδιος να ζητήσει) και να μιλάμε λίγο μαζί του. Αυτός δίδασκε για την αγάπη του Θεού, για την ομορφιά του κόσμου. Κάποιες ταβέρνες του κλείναν το μάτι, ’έλα τ’ απόγευμα που θα φύγει ο κόσμος, κάτσε στη γωνιά, θα σου δώσω φαγητό’. Έγινε ένοχο μυστικό πολλών μας: χαιρόμασταν να τον συναντάμε, να μιλάμε μαζί του, να τον κερνάμε ό,τι έχουμε (χωρίς αυτός να ζητήσει), ’γεια σου Φώτη!’, ’γεια σου φίλε μου!’      

Μικρή αποκάλυψη: έχω ενδείξεις ότι τη δεκαετία του ’80, η τοπική Νέα Δημοκρατία έκανε απόπειρα να προσεταιριστεί τον Φώτη και την αυξανόμενη συμπάθειά του στους Βολιώτες. Νομίζω, τα παράτησε όχι επειδή ο Φώτης ήταν αριστερός αλλά επειδή ήταν εντελώς ηλίθιος. Δεν καταλάβαινε για πιο λόγο να ωφεληθεί. Αν τον αναδείκνυες θα αδιαφορούσε Αν του ’δινες λεφτά θα τα μοίραζε. Του 'φτανε να θαυμάζει το όμορφο ηλιοβασίλεμα (αυτά δεν τα καταλαβαίνουν οι Νέες Δημοκρατίες του κόσμου τούτου). Μιλάμε για τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι! Ο ίδιος δεν συνειδητοποίησε τίποτα (όμως μη χαίρεστε οι αριστεροί: έχετε ανάγνωση για Ηλίθιους του Ντοστογιέφσκι;... α μάλιστα, δεν έχετε)

Στα παραπάνω, το ’ηλίθιος’ να εκληφθεί ως παράσημο, τιμητικό.

Μια νύχτα καθόμαν σ’ ένα πάρκο με την παιδική φίλη μου τη Λ. Μέσ’ στο σκοτάδι πλησιάζει μια μορφή. Η Λ. τεντώθηκε: ’κάποιος έρχεται...’. Κοιτάζω: ’είν’ ο Φώτης’. Η Λ. χαλάρωσε: ’α εντάξει, αν είν’ ο Φώτης δεν ανησυχώ!’. Αυτός έκανε τη βόλτα του, πέρασε, χαιρετηθήκαμε (’γεια σου Φώτη!’, ’γεια σας φίλοι μου!’) και συνέχισε.

Εκεί ήταν που άρχισα να παρατηρώ πόσο καλή παρουσία ήταν ο Φώτης στις κυρίες παρόλη την αγριάδα της εμφάνισής του. Οι κυρίες αισθάνονταν άνετα με τον Φώτη, κι αυτός πάντα αβρός, τις έδινε και λουλούδια

Να καταθέσω κάτι. Το 2011 ήμαν στην Ασία και διάβαζα για την κρίση στην Ελλάδα. Ένα βράδυ αναρωτήθηκα: ’τι να κάνει άραγε ο Φώτης; Άραγε ζει;’ Έψαξα στο ίντερνετ, δε βρήκα τίποτα. Ζωντανός ή νεκρός δεν ξέρω, καταλαβαίνω πως η Ελλάδα περνά δύσκολες στιγμές.  

Μετά έναν χρόνο, το 2012, αναρωτήθηκα πάλι, ’τι να κάνει ο Φώτης;’. Ψάχνω στο ίντερνετ, βρίσκω ένα σωρό άρθρα σε Βολιώτικες εφημερίδες, βιντεάκια στο YouTube, συνεντεύξεις δημοσιογράφων, τεκμήρια διάφορα:

1) "Καλημέρα ομορφούλα. Το πρόσωπό σου είναι πιο λαμπερό από τον ήλιο. Χρόνια πολλά και να ξέρεις ότι στους δρόμους της πατρίδας μας κυκλοφορούν εκατομμύρια άγγελοι... Εκατομμύρια! Να το θυμάσαι". 

2) "Κυρία, στο δρόμο προχθές περπατούσα με τη μητέρα μου και ένας φτωχός μας έδωσε λεφτά!"

3) Ο Φώτης στο λεωφορείο μοιράζει λουλούδια στις κυρίες

4) Μιλά για τη ζωή του

Κοίτα να δεις, οι Βολιώτες ανακάλυψαν τον Φώτη! Φυσικά, τον ξέραν χρόνια όμως πάντα ως συμπαθητικό σκυλάκι που το χαϊδεύεις, παίζεις λίγο και μετά τ’ αφήνεις, έχεις σημαντικότερα πράγματα.

Ξαφνικά, μέσ’ στην κρίση, οι Βολιώτες ανακάλυψαν μεγαλείο στον Φώτη! Εγώ τα ’χω όλα, σπίτι, δουλειά, χρήματα, γυναίκα, παιδί, μαγαζί, αυτοκίνητο, όμως χαρούμενος δεν είμαι. Αυτός δεν έχει τίποτα όμως είναι χαρούμενος. Τι δεν πάει καλά;

Η τελευταία πράξη του δράματος παίχτηκε το Πάσχα του 2017 στο νοσοκομείο του Βόλου. Μια μέρα τον Φώτη τον βρήκαν αναίσθητο από εγκεφαλικό. Είχαμε τη μαμά στον ένα θάλαμο που πέθαινε, στο διπλανό θάλαμο ο Φώτης πέθαινε κι αυτός (‘τι πιθανότητες έχει;’ ρωτούσα τις νοσοκόμες, ’ακόμα κι αν τη βγάλει καθαρή απ’ το εγκεφαλικό, τόσο γέρος άνθρωπος πρακτικά δε ζει πολύ’ λέγαν). Εκείνο το Πάσχα του ’17 έμεινε αξέχαστο. ’Πώς πάει, βρε Φώτη;’ τον έλεγα, ’δες κάγκελα! Κάγκελα! Παντού κάγκελα!’ χτυπούσε το δάχτυλο στα σίδερα του νοσοκομειακού κρεβατιού. ’Θέλω να γυρίσω στο τσαρδάκι μου!’

Το νοσοκομείο υπήρξε εμπειρία φυλακής για τον Φώτη. Ξυπνώ και βλέπω κάγκελα γύρω στερεομένα και με ορούς ιατρικούς τα χέρια τρυπημένα. 

Δεν πρέπει να πεθαίνει έτσι ο κόσμος, σε νοσοκομείο, με φάρμακα κι ιατρικά μηχανήματα, αυτό είναι έκτρωμα... 

Ο ίδιος κάπως αλλιώς ονειρευόταν τον θάνατό του, πάντως όχι σε ιατρική φυλακή μετά από 40 χρόνια ελευθερίας. Οι νοσοκόμες αναγκάζονταν να τον ταΐζουν ηρεμιστικά για να καλμάρει. ’Πού είν’ ο Θεός;’ τις ρωτούσε, ’ο Θεός είναι παντού!’ δίναν αυτές την τυπική απάντηση, ’εκεί είν' ο Θεός!’ έλεγε κι έδειχνε το Πήλιο στο παράθυρο. Μια μέρα θύμωσε τόσο που θέλησε να ευχηθεί σ’ όλους τους ασθενείς του νοσοκομείου, τον πήρα με τον ορό και γυρνούσαμε τους θαλάμους έναν έναν, αυτός ευχόταν σε κάθε ασθενή. Μιλάμε για τέτοιο θυμό! Χώρια που μας δίδαξε ότι τις κυρίες πρέπει να τις φιλάμε πάντα τρις, ποτέ εις (’μια φορά για τον Πατέρα, μια για τον Υιό και μια για το Άγιο Πνεύμα’). Για να το λέει ο Φώτης κάτι ξέρει, του έχω εμπιστοσύνη.         

Μετά από δυο μέρες, γράψαν οι τοπικές εφημερίδες ότι ο Φώτης διαμετακομίστηκε. Άρχισε να πλακώνει κόσμος στο νοσοκομείο, πάρα πολλοί θέλαν να του φέρουν κάποιο δωράκι, κάποιο φρούτο, να κουβεντιάσουν λίγο μαζί του. Ο Φώτης μετακόμισε στο διάδρομο μιλώντας για ώρες με τον κόσμο που ερχόταν να τον δει. Ήταν σχεδόν θρησκευτικό το φαινόμενο, κάποια στιγμή έπιασα έναν ενοχλημένο τραυματιοφορέα να λέει σ’ έναν παππού:

- Τώρα δηλαδή γιατί ήρθες;   

- Να του πω μια καλημέρα.

- Βρες πνευματικό! Αυτός μπορεί να σε σώσει απ’ την αμαρτία, ο Φώτης δεν μπορεί να σε σώσει απ’ την αμαρτία.  

- Μα να του πω μια καλημέρα θέλω και να καθίσω λίγο μαζί του!

Ο παθολόγος του νοσοκομείου και πατέρας διακεκριμένου βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε φυσικά να βγάλει φωτογραφία αγκαλιά με τον Φώτη, να τη δημοσιεύσει στις εφημερίδες διαβεβαιώνοντας πως έχει την καλύτερη περίθαλψη και φροντίδα (την ίδια στιγμή που ο Φώτης ήταν παρατημένος στο φουαγιέ του νοσοκομείου κι αναίσθητος απ’ τα ηρεμιστικά). Βέβαια, φωτογραφίζω... Μισή ντροπή δική μου, μισή ντροπή δική του. Λέγομαι Ηλίας Μπένης, αν είναι να ψηφίσετε Νέα Δημοκρατία τότε χίλιες φορές να ψηφίσετε ΣΥΡΙΖΑ, όμως ορισμένα πράγματα πρέπει να μένουν έξω από κομματικές εκμεταλλεύσεις.

Ο Φώτης δεν κατάλαβε τίποτα. Τουλάχιστον χάρηκε με τον κόσμο που ήρθε να τον δει, δίδαξε για ομορφιά, για τους αγγέλους που είναι παντού, για την αγάπη του Θεού (επίσης για τις κυρίες που πρέπει να φιλιούνται τρις, ποτέ εις) κι όλο νοσταλγούσε το τσαρδάκι του.

Κατόπιν τον πάρκαραν σε γηροκομείο του Βόλου. Ήταν πια στα τελευταία του. Πληροφορήθηκα το φινάλε στις εφημερίδες: ο κόσμος συνέχισε να πηγαίνει στο γηροκομείο για να μιλήσει με τον Φώτη και να καθίσει λίγο μαζί του, οι υπάλληλοι του γηροκομείου συγκινήθηκαν με τα μαθήματα ζωής που δίδασκε δεξιά κι αριστερά μέχρι τις τελευταίες του ώρες. Σίγουρα ο ίδιος ονειρευόταν διαφορετικό θάνατο, όχι τη φυλακή που έζησε, όμως ακόμα και τη φυλάκισή του ο Φώτης την έκανε δημιουργική (μπράβο Φώτη). Μετά από λίγο πέθανε. Η τοπική Μητρόπολη φρόντισε να εκμεταλλευτεί κι αυτή τον θάνατό του – κατά τη γνώμη μου, ντροπή της.        

Ο θάνατος του Φώτη

Οι Βολιώτες τον ξέρετε. Όσοι δεν τον ξέρετε, κάντε το πείραμα, ρωτήστε όποιον (παλιό) Βολιώτη θέλετε για τον Φώτη: παρατηρήστε πώς μαλακώνει το πρόσωπό του, με πόση συμπάθεια τον θυμάται.  

Να βάλω σ’ όλους σας το Τεστ του Φώτη: στη χώρα της φέτας και του ελαιόλαδου, στη χώρα της γαλανόλευκης, μπορείτε να σκεφτείτε έναν άνθρωπο που δεν γκρινιάζει και δε νευριάζει; Που όλα τα βλέπει όμορφα; Έναν εντελώς Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι; Ακριβέστερη διατύπωση: έχετε ζήσει οτιδήποτε άλλο στους Έλληνες εκτός από μόνιμη γκρίνια, θυμό, οργή, μεμψιμοιρία, σκύλιασμα, τσατίλα, άγχος, παράπονα, πείσμα; Γαλανόλευκη η θωριά σου και φαντάζεις μέσ’ στο νου, σαν τη μίρλα σαν τα νεύρα του πελάου και τ’ ουρανού    

Οι Βολιώτες μπορείτε να θυμηθείτε μια φορά τον Φώτη να γκρινιάζει ή να θυμώνει; Όχι έτσι;... Ούτε εγώ μπορώ. 

Ο Φώτης επί 40 χρόνια έζησε σ’ έναν όμορφο κόσμο. Σ’ έναν κόσμο που όλα ήταν θαυμαστά, γεμάτα αγγέλους, όλα δώρα (εσείς πώς καταδεχτήκατε να ζήσετε σ’ ασχημοκόσμο;). Στον πλανήτη του Φώτη όλοι είναι φίλοι κι όλα είναι προσφορές, τα ’χουμε για να τα μοιράζουμε. Έζησε τη ζωή που ήθελε, όπως την ήθελε (πώς χαθήκαν αυτά για το 99,99% του ελληνικού πληθυσμού; εσείς ζήσατε τη ζωή που θέλατε;...  που έγινε το λάθος;)

Πόσος κόσμος πήρε ανάσα, πόσοι χαμογέλασαν, πόσες κυρίες πήραν τα πάνω τους, πόσοι ανακάλυψαν διαμάντια στα σκουπίδια, πόσοι ήρωες του Αρκά απαρνήθηκαν την αφ’ υψηλού ειρωνεία τους, πόσοι πονηρεμένοι αφέλεψαν, πόσοι περπατημένοι αθώεψαν, πόσοι Καρυωτάκηδες γίναν Διονύσιοι Σολωμοί έστω για μια στιγμή: αν η πόλη του Βόλου είναι ό,τι είναι ΚΑΙ ΟΧΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ, οφείλεται στην καθημερινή γιατρειά που δωρεάν προσέφερε ο Φώτης επί 40 χρόνια.

Μέσ’ στην πάνδημη βρωμιά της βολιώτικης πόλης, με δήμαρχο την Αυτού Μεγαλειότης (ξέρετε ποιος ειν’ ο δήμαρχος Βόλου), κάποτε στάθηκε μια γωνίτσα καθαρή: ο Φώτης μας υιοθέτησε όλους, έκανε ό,τι μπορούσε για μας. Αν οι Βολιώτες έχουμε μια μικρούλα ελπιδα να σωθούμε (αν την έχουμε κιόλας, δεν είμαι σίγουρος...), το χρωστάμε στον Φώτη.

Τι τράβηξε, ο ίδιος το ξέρει. Τι σαγώνια τον δάγκωσαν, βελόνες τον τρύπησαν, φτώχεια, πόνος, φόβος, πείνα, κρύο... Τα ’ζησε στο πετσί του και, προς τιμήν του, δεν τα φόρτωσε σε κανέναν, τα πέρασε ολομόναχος.

Να βρει τη χαρά και την ξεκούραση που τόσο πολύ του αξίζουν.

Το Χρυσαφένιο Ταξίδι

Λεγόταν James Elroy Flecker (1884-1915). Πέθανε νέος, πρόλαβε να γράψει ένα θεατρικό ονόματι Χασάν πριν τον πάρει ο Χάρος. Το οποίο πήγε άπατο, ξεχάστηκε, λένε ότι δεν αξίζει. Έτσι λένε τουλάχιστον. Έγραψε ένα ποιήμα να κλείσει το έργο του: Το Χρυσαφένιο Ταξίδι για τη Σαμαρκάνδη. Όμως αυτό το ποίημα δεν ξεχάστηκε – διαβάστηκε, διαβάζεται ακόμα, απέκτησε φανατικούς θαυμαστές. Και με κάποιον περίεργο τρόπο, ο τύπος δεν κατάλαβε τι αριστούργημα έγραψε! 

Λοιπόν, ο τόπος είν’ η Βαγδάτη, υποθέτω 11ος - 12ος αιώνας, τότε σάχης της Περσίας πρέπει να ’ταν ο Μωάμεθ ο 2ος (υποθέτω πάντα, αν κάνω λάθος διορθώστε με). Ο Σουφισμός έχει ήδη φύγει απ’ τη Βαγδάτη στην οποία κινδυνεύει, έχει μετακομίσει στην Περσία. Το καραβάνι ετοιμάζεται να ξεκινήσει απ’ τη Βαγδάτη για τη Σαμαρκάνδη, μακρύ ταξίδι, δεν έχει εξασφαλισμένο ούτε τον τελικό προορισμό ούτε τον γυρισμό: έμποροι διάφοροι, Εβραίοι, γυναίκες που κλαίνε για τους άντρες τους, τραγουδιστές-ποιητές, προσκυνητές που πάνε στο καινούργιο κέντρο του Σουφισμού. 

Να ένα ωραίο που βρήκα στο ίντερνετ! 

Επικοινωνούσα κάποτε μ’ έναν Αυστραλό που μια ζωή λάτρευε το ποιήμα. Όταν βγήκε στη σύνταξη, ε λοιπόν, πήγε κι έκανε το Χρυσαφένιο Ταξίδι για τη Σαμαρκάνδη! Η οικογένειά του τον έλεγε τρελό που θα ταξιδέψει τη μισή υφήλιο για ένα ποιήμα 

Υπάρχει ελπίδα. Δε χαθήκαν ακόμα τα πάντα. Ακόμα υπάρχει κόσμος που ταξιδεύει για ένα ποίημα, όπως οι παλιοί προσκυνητές. Αυτά γουστάρω! Φυσικά, όλοι θα μας πουν τρελούς - δεν πειράζει, ας μας πουν όπως θέλουν. Εμείς ξέρουμε. 

Δεν το μεταφράσω, δε μεταφράζεται, το βάζω στ’ αγγλικά όπως το ’γραψε ο ποιητής. Διαβάστε το αργά, γουλιά-γουλιά κι απολαύστε το σαν εκλεκτό Περσικό κρασί, σαν τα κρασιά του Σιράζ που κέρδισαν και τον Τζένγκινς Χαν. Όμως προσοχή! Έχει πονηρή γοητεία! Προσέξτε γιατί μπορεί να βρεθείτε κι εσείς μια μέρα στο Χρυσαφένιο Ταξίδι! Όλα τα εύσημα στον ποιητή: James Elroy Flecker 

PROLOGUE 
We who with songs beguile your pilgrimage — 
And swear that Beauty lives though lilies die, 
We Poets of a proud old lineage — 
Who sing to find your hearts, we know not why, — 
 
What shall we tell you? Tales, marvelous tales — 
Of ships and stars and isles where good men rest, 
Where nevermore the rose of sunset pales, — 
And winds and shadows fall toward the West: 
 
And there the world's first huge white-bearded kings — 
In dim glades sleeping, murmur in their sleep, 
And closer round their breasts the ivy clings, — 
Cutting its pathway slow and red and deep. 
 
And how beguile you? Death has no repose — 
Warmer and deeper than that Orient sand 
Which hides the beauty and bright faith of those — 
Who made the Golden Journey to Samarkand
 
And now they wait and whiten peaceably, — 
Those conquerors, those poets, those so fair: 
They know time comes, not only you and I, — 
But the whole world shall whiten, here or there; 
 
When those long caravans that cross the plain — 
With dauntless feet and sound of silver bells 
Put forth no more for glory or for gain, — 
Take no more solace from the palm-girt wells. 
 
When the great markets by the sea shut fast — 
All that calm Sunday that goes on and on: 
When even lovers find their peace at last — 
And Earth is but a star, that once had shone. 

EPILOGUE (At the Gate of the Sun, Bagdad, in olden time) 
 
THE MERCHANTS (together) 
Away, for we are ready to a man! — 
Our camels sniff the evening and are glad. Lead on, 
O Master of the Caravan: — 
Lead on the Merchant-Princes of Bagdad. 

THE CHIEF DRAPER 

Have we not Indian carpets dark as wine, — 
Turbans and sashes, gowns and bows and veils, 
And broideries of intricate design, —
And printed hangings in enormous bales? 
 
THE CHIEF GROCER 
 
We have rose-candy, we have spikenard, — 
Mastic and terebinth and oil and spice, 
And such sweet jams meticulously jarred — 
As God's own Prophet eats in Paradise. 
 
THE PRINCIPAL JEWS 
 
And we have manuscripts in peacock styles — 
By Ali of Damascus; we have swords 
Engraved with storks and apes and crocodiles, — 
And heavy beaten necklaces, for Lords. 
 
THE MASTER OF THE CARAVAN 
But you are nothing but a lot of Jews. 
 
THE PRINCIPAL JEWS 
Sir, even dogs have daylight, and we pay. 
 
THE MASTER OF THE CARAVAN 
But who are ye in rags and rotten shoes, — 
You dirty-bearded, blocking up the way? 
 
THE PILGRIMS 
We are the Pilgrims, master; we shall go — 
Always a little further: it may be 
Beyond that last blue mountain barred with snow, — 
Across that angry or that glimmering sea, 
 
White on a throne or guarded in a cave — 
There lives a prophet who can understand 
Why men were born: but surely we are brave, — 
Who make the Golden Journey to Samarkand. 
 
THE CHIEF MERCHANT 
We gnaw the nail of hurry. Μaster, away! 
 
ONE OF THE WOMEN 
O turn your eyes to where your children stand. 
Is not Bagdad the beautiful? O stay! 
 
THE MERCHANTS (in chorus) 
We take the Golden Road to Samarkand. 
 
AN OLD MAN 
Have you not girls and garlands in your homes, — 
Eunuchs and Syrian boys at your command? 
Seek not excess: God hates him who roams! 
 
THE MERCHANTS (in chorus) 
We make the Golden Journey to Samarkand. 
 
A PILGRIM WITH A BEAUTIFUL VOICE 
Sweet to ride forth at evening from the wells — 
When shadows pass gigantic on the sand, 
And softly through the silence beat the bells — 
Along the Golden Road to Samarkand. 
 
A MERCHANT 
We travel not for trafficking alone: — 
By hotter winds our fiery hearts are fanned: 
For lust of knowing what should not be known — 
We make the Golden Journey to Samarkand. 
 
THE MASTER OF THE CARAVAN 
Open the gate, O watchman of the night! 
 
THE WATCHMAN 
— Ho, travelers, I open. For what land 
Leave you the dim-moon city of delight? 
 
THE MERCHANTS (with a shout) 
We make the Golden Journey to Samarkand. 

[The Caravan passes through the gate] 

THE WATCHMAN (consoling the women) 
What would ye, ladies? It was ever thus. — 
Men are unwise and curiously planned. 
 
A WOMAN 
They have their dreams, and do not think of us. 
 
VOICES OF THE CARAVAN (in the distance, singing) 
We make the Golden Journey to Samarkand

Ντιζνιοποιήση

Κάποια νύχτα του 1994, ένας δυνατός σεισμός χτύπησε το Λος Άντζελες κι έκοψε την ηλεκτροδότηση στο μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Μέσα στην αναστάτωση, αρκετός κόσμος τηλεφώνησε στην αστυνομία ν' αναφέρει ένα παράξενο σύννεφο που εμφανίστηκε στο νυχτερινό ουρανό: πρώτη φορά έβλεπαν ζωντανά τον Γαλαξία. 
Πιο πίσω στον χρόνο, οι περισσότεροι κάτοικοι του τερατουργήματος που λέγεται Μανχάταν είδαν πρώτη και μόνη φορά τον Γαλαξία το 1977, όταν μια νυχτερινή καταιγίδα έκοψε την ηλεκτροδότηση στην πόλη της Νέας Υόρκης. 
Ακόμα πιο πίσω, κατά τις νυχτερινές συσκοτίσεις των μεγάλων αστικών κέντρων επί Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλοί άνθρωποι ανακάλυψαν έναν πρωτόγνωρα έναστρο ουρανό – τόσο ώστε εκδοτικοί οίκοι στις ΗΠΑ άρχισαν να εκδίδουν βιβλία αστρονομίας να εξηγήσουν στον κόσμο αυτά που έβλεπε στο στερέωμα. 
Στις μέρες μας, εκτιμάται πως γύρω στο 80% των Αμερικανών δεν είχε και δεν θα ‘χει ποτέ την εμπειρία του έναστρου ουρανού – του πραγματικού έναστρου ουρανού, σ’ όλη τη μεγαλοπρέπειά και το δέος του, όχι το ξέπλυμα που βλέπουμε οι κάτοικοι πόλεων τις νύχτες, μόνο το φεγγάρι και κάποια πολύ λαμπερά αστέρια... Δε διαφέρουμε, είμαστε μέσα στο 80% ή όποιο αντίστοιχο ποσοστό ισχύει στις δικές μας χώρες: είμαστε αστρικώς αγράμματοι, άπειροι, άβγαλτοι. 

Bill Watterson (1958): Οι άνθρωποι θα ζούσαν διαφορετικά αν μπορούσαν να βλέπουν κάθε βράδυ τ’ αστέρια 

Κάποτε δεν ήταν έτσι, και θα εντυπωσιαζόμασταν πόσους αστερισμούς, αστέρια, κομήτες κ.α. μπορούσε να εντοπίσει και να ονοματίσει ένας μέσος άνθρωπος άλλων εποχών• καθώς επίσης και τους πλανήτες, με τις πορείες τους πάνω στην εκλειπτική. Σήμερα όμως το ηλεκτρικό φως σκοτώνει τη νύχτα, εξορίζει τ’ αστέρια και τους περιπλανώμενους (αυτό σημαίνει η λέξη «πλανήτης»). Ειδικά το φως των μεγάλων πόλεων μολύνει μέχρι και 400 χιλιόμετρα μακριά. Οι παλιότερες τεχνολογίες δημόσιου φωτισμού – κεριά, λάμπες λαδιού, λάμπες αερίου – δεν είχαν σκοπό να φωτίσουν αλλά ν’ ανάψουν μακρινά σημεία αναφοράς για πλοήγηση μέσ’ στη νύχτα, ειδικά όταν το φεγγάρι ήταν στη χάση. Δε θ’ αναγνώριζες έναν φίλο σου, μόνο αν στεκόσασταν ακριβώς κάτω από τη λάμπα. 

International Dark Sky Association: Τα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς την εμπειρία του έναστρου ουρανού χάνουν ευκαιρίες να προβληματιστούν για τα μεγάλα ζητήματα της ζωής 

Όμως η εφεύρεση του κ. Έντισον, ο λαμπτήρας πυράκτωσης, μαζί μ’ ένα σύστημα μαζικής ηλεκτροδότησης, έφερε κάτι ιστορικά πρωτόγνωρο: την ψεύτικη μέρα μέσ’ στη νύχτα. Λίγο μετά ήρθε τ’ αυτοκίνητο (κι αυτό με λαμπτήρες), προέκυψε η ανάγκη για ακόμα περισσότερη ψεύτικη μέρα μέσ’ στη νύχτα, για πλήρως φωτισμένους δρόμους. Όλη η υφήλιος άρχισε να μολύνεται από το νυχτοκαταστροφικό φως, στην αρχή από τις πόλεις και τ’ αστικά κέντρα, κατόπιν όλο και περισσότερο από την επαρχία, μέχρι που φτάσαμε σ’ αυτό που όλοι έχουμε ζήσει από μικροί: στην υποταγμένη νύχτα. Και στην απώλεια, μεταξύ άλλων, του πλανητικού συστήματος• πόσοι από μας μπορούμε να εντοπίσουμε τους πλανήτες στον νυχτερινό ουρανό, εκτός ίσως από την Αφροδίτη; (αν δεν την μπερδέψουμε με τον διεθνή διαστημικό σταθμό...). Πόση εμπειρία έχουμε από τον χορό τους πάνω στην εκλειπτική που θέλει καθημερινή – καθενυχτική – παρατήρηση επί σειρά μηνών κι ετών, να καταλάβουμε για ποιο λόγο οι αρχαίοι τους είπαν «περιπλανώμενους»; 

Για τους ανθρώπους άλλων εποχών, η νύχτα δεν ήταν αστεία υπόθεση. Ήταν το μέρος κλοπών, φόνων, πορνείας• επίσης, το μέρος φαντασμάτων, μάγων, στοιχειών. Εκτός απ’ αυτά, η νύχτα ήταν και το μέρος που κλείνουν οι κόποι της μέρας, η ώρα της ξεκούρασης, του ύπνου και των ονείρων, καθώς και του έναστρου δέους στο στερέωμα. Σε άλλες εποχές, όποιος άναβε μια φωτιά μέσ’ στη νύχτα χώριζε τον κόσμο σε τέσσερις ζώνες: 
1) κεντρικά, η ζώνη της μεταμόρφωσης. Εδώ ό,τι βάλεις θ’ αλλάξει. Το φαγητό θα μαγειρευτεί, ο πηλός θα ψηθεί, κάτι βλαπτικό θα εξαφανιστεί, το νερό θα γίνει ατμός, το μέταλλο θα γίνει κατάλληλο προς κατεργασία. Πιο περιφερειακά της, 
2) η ζώνη της ομορφιάς. Εδώ όλα ωραία. Εδώ ο χειμώνας γίνεται καλοκαίρι, η νύχτα γίνεται μέρα, τα επικίνδυνα ζώα μένουν μακριά, εδώ είναι περιοχή για ξεκούραση, ύπνο, ερωτοπραξία, κουβέντα, φαγητό ή για να κοιτάς με τις ώρες τη φωτιά: η TV άλλων εποχών. Ακόμα πιο περιφερειακά της, 
3) η ζώνη του προσανατολισμού. Εδώ έχεις φάρο μέσ’ στη νύχτα, κέντρο να σε κατευθύνει, ν’ αναφέρεσαι σ’ αυτό, ξέρεις πού βρίσκεσαι και πού πηγαίνεις, είσαι σε σύστημα συντεταγμένων. Ακόμα πιο περιφερειακά της, 
4) η ζώνη της απώλειας. Εδώ είσαι χαμένος, δεν έχεις αναφορά, είσαι ένας εξωπλανήτης στο διαστρικό κενό, ένας πεζοπόρος αποπροσανατολισμένος στο μεγάλο δάσος. 

 

Σε άλλες εποχές, όποιος άναβε μια φωτιά μέσα στη νύχτα χώριζε τον κόσμο σε τέσσερις ζώνες

 

Καμία απορία που οι παλιότεροι λάτρευαν τη φωτιά, είχε τεράστια σημασία γι’ αυτούς. Καμία απορία που κι η νύχτα είχε τέτοια σημασία γι’ αυτούς, θετική κι αρνητική ταυτόχρονα• πάντως η νύχτα δεν ήταν «έλλειψη ημέρας» αλλά μια πολυδιάστατη οντότητα με τις δικές της μοναδικές στιγμές κι ομορφιές (και κινδύνους και φόβους). Και το έναστρο δέος του ουράνιου θόλου δεν ήταν ένας κρύος, αχανής κόσμος που έκανε τους ανθρώπους ασήμαντους, αντίθετα, ένας εύτακτος κόσμος, γεμάτος ομορφιά και φως, που έκανε τους ανθρώπους να νιώθουν ότι έχουν θέση, ανήκουν σ’ αυτόν. Επίσης, κι ένας κόσμος γεμάτος μουσική, τη «μουσική των σφαιρών», musica universalis, που θρυλικά άκουγε ο Πυθαγόρας κάθε βράδυ. 

Ray Bradbury: Δεν ήταν το υστερικό φως του ηλεκτρισμού – αλλά τι; Ήταν το παράξενα άνετο και σπάνιο κι ευγενικό φως του κεριού. Μια φορά όταν ήταν παιδί και κόπηκε το ρεύμα, η μητέρα του βρήκε κι άναψε ένα τελευταίο κερί, κι ήταν στιγμή ανακάλυψης, ο χώρος έχασε τις αχανείς του διαστάσεις, μαζεύτηκε όμορφα γύρω τους, κι εκείνοι, μητέρα και γιος, μεταμορφώθηκαν κι εύχονταν το ρεύμα ν’ αργήσει να ξανάρθει 

Να συστήσω δύο πολύ αρχαίες λέξεις: Μελάμ και Νι. Πρέπει να είναι απ’ τις πιο αρχαίες λέξεις που ξέρουμε, φτάνουν πιο πίσω από Ασύρριους, πάνε σε Ακκάδιους και Σουμέριους, 3η – 4η χιλιετία π.Χ. 
 
Μελάμ είναι το ρούχο των θεών• όπως εμείς έχουμε παντελόνια, πουκάμισα, μπλούζες κ.α. έτσι κι οι θεοί έχουν το δικό τους ρούχο, Μελάμ. Αυτό το θεϊκό ρούχο έφτασε και στις μέρες μας ως δόξα του Θεού (kabod στα εβραϊκά), δηλαδή αυτό που περιβάλλει τον Θεό – θυμηθείτε το περιστατικό της Μεταμόρφωσης του Κυρίου που «τα ρούχα του έγιναν αστραφτερά, κατάλευκα σαν το χιόνι, τέτοια που κανείς βαφέας στη γη δεν μπορεί να κάνει τόσο λευκά» (κατά Μάρκον κεφ. 9), ή την υπόσχεση του Θεού στον Μωυσή στο όρος Χωρήβ: «Ο Μωυσής είπε: δείξε μου τη δόξα Σου. Ο Θεός απάντησε: θα περάσω με τη μεγαλοπρέπεια της δόξας μου μπροστά σου, δεν θα μπορέσεις όμως να δεις το πρόσωπό μου γιατί κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να με δει και να μείνει ζωντανός» (Έξοδος κεφ. 33). 
 
Η άλλη λέξη, Νι, είναι το αποτέλεσμα που έχει πάνω μας η θέα του Μελάμ. Η θέα του ανθρώπινου ρουχισμού έχει διάφορα αποτελέσματα πάνω μας, τα ρούχα θα μας δώσουν αισθήματα ατημελησιάς ή αρχοντιάς ή ερωτισμού ή καλού γούστου ή αυστηρότητας ή... Αντίστοιχα, η θέα του ρούχου των θεών έχει άλλα αποτελέσματα πάνω μας, οι αρχαϊκοί τα ονόμαζαν Νι. Αυτό το Νι, Ακκάδιοι και Σουμέριοι το περιέγραφαν ως: μυρμηγκιάζει το δέρμα μου, ρίγη στη σπονδυλική στήλη, μου κόβεται το γέλιο. Είναι η κατεξοχήν ένδειξη για την προσέγγιση κάτι υπερφυσικού, εξωκοσμικού, για την προσέγγιση ασύλληπτων μεγεθών. Στα ελληνικά καθιερώθηκε ν’ αποδίδεται φόβος Θεού (yirat στα εβραϊκά, taqwa στο Ισλάμ, δεν ξέρω πώς προφέρονται). Θυμηθείτε από το βιβλίο του Ιώβ, μιλά ο Ελιφάζ: «Φρίκη και τρόμος με κυρίεψε κι έτρεμε όλο το κορμί μου. Φύσημα αχνό από το πρόσωπό μου πέρασε, μ’ έκανε σύγκορμο ν’ ανατριχιάσω. Στάθηκε μπρος μου μια μορφή που δεν μπορούσα να καθορίσω» (Ιώβ κεφ. 4), θυμηθείτε ότι οι μαθητές κυριεύτηκαν από τρόμο όταν είδαν το περιστατικό της Μεταμόρφωσης. Λίγο πολύ για όλους τους αρχαίους λαούς, η επαφή με τον θεϊκό κόσμο δεν ήταν απλή κι αστεία, αλλά κάτι που περιελάμβανε φόβο, μου κόβεται το γέλιο, ρίγη στη ραχοκοκκαλιά.
 
Αν θέλετε το Νι των Σουμερίων χωρίς θρησκευτικές συνδηλώσεις, δείτε τις χαλκογραφίες του Piranesi. Αφιερώστε χρόνο, ιχνηλατήστε τις βήμα–βήμα, δείτε τον εαυτό σας μέσα τους, να περιπλανιέται ατέλειωτα σ’ αυτές. Διαβάστε τις Εξομολογήσεις Ενός Άγγλου Οπιομανούς του Thomas de Quincey – θεωρείται αριστούργημα της αγγλικής λογοτεχνίας – δείτε τα όνειρα του οπίου:
 
«Ζούσα 70 ή 100 χρόνια μέσα σε μια νύχτα – τι λέω; Χρόνια πέρα απ’ τις δυνατότητες της ανθρώπινης εμπειρίας. Θάφτηκα για χιλιάδες χρόνια σε πέτρινα φέρετρα. Οι κροκόδειλοι με φίλησαν με καρκινώδη φιλιά, κείμαι μ’ ανείπωτα γλιστερά πλάσματα ανάμεσα στα καλάμια και τη λάσπη του Νείλου. Κάθε νύχτα κατέβαινα σε χάσματα κι ανήλιαγες αβύσσους, σε βάθη κάτω από βάθη, αδύνατο να ξαναβγώ ποτέ στην επιφάνεια, τέλεια αίσθηση ανημπόριας που λόγια δεν μπορούν να εκφράσουν». 
 
Tο Νι των Σουμερίων δε μας είναι άγνωστο. Το ξέρουμε από τα μυθιστορήματα τρόμου και τις ταινίες τρόμου – σκεφτείτε την παράξενη γοητεία που ασκεί ο τρόμος, πολύς κόσμος λατρεύει τέτοια μυθιστορήματα και ταινίες, τα κυνηγά φανατικά γιατί μόνο εκεί μπορεί να βρει τα ρίγη στη ραχοκοκκαλιά, τα ασύλληπτα μεγέθη και τον τρόμο που μας είναι τόσο απαραίτητα. Όμως οι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι για το Νι, οι κατεστημένες Εκκλησίες και τα επίσημα ιερατεία, προσφέρουν έναν εντελώς ντεκαφεϊνέ Θεό στους πιστούς τους, ο κόσμος δεν μπορεί να βρει εκεί το Νι που τόσο πολύ φοβάται και τόσο πολύ ποθεί και τόσο πολύ έχει ανάγκη, οπότε το ψάχνει σε υποκατάστατα. Ντιζνιοποιήσαμε τον Θεό («ντιζνιοποιώ» = κάνω κάτι να μοιάζει με ταινία της Disney). Ειδικά η δική μας Εκκλησία με τον χριστούλη και την παναγίτσα, που τους ακούω από μικρό παιδί! Οι θεοί των μικροαστών, ο χριστούλης («σ’ αγαπά ο χριστούλης») κι η παναγίτσα («μια εικονίτσα με την παναγίτσα»)... Όμως σε μικροαστούς απευθυνόταν πάντα η μικροΕκκλησία, μικροθεούς προσφέρει: καλός πωλητής που προσαρμόζει το μικροπροϊόν του στις προτιμήσεις των καταναλωτών. 
 
Sarah Williams (1837-1868): Αγάπησα πάρα πολύ τ’ αστέρια για να φοβηθώ τη νύχτα 
 
Αν θέλετε μια γεύση Νι, διαβάστε εδώ το διήγημα του Robert Louis Stevenson, Τζάνετ η Σβερκοτσακισμένη (προσαρμοσμένο στα σύγχρονα αγγλικά, ο ίδιος το 'γραψε στα σκοτσέζικα). Φροντίστε να είναι αργά το βράδυ, σκοτεινά όλα, μόνοι στο σπίτι, σιγαλιά, κλείστε το κινητό, το διαβάζετε στο φως του φακού ή, ακόμα καλύτερα, του κεριού. Αν έχετε καρδιά λιονταριού, κάντε το σωστά. Υπόσχομαι ότι όποιος το φτάσει ως το τέρμα, μετά δε θα 'ναι ο ίδιος άνθρωπος. 
 
Όμως εκτός απ’ τον Θεό, ντιζνιοποιήσαμε και τη νύχτα... Ανάψαμε τα ηλεκτρικά μας φώτα για να διώξουμε τα στοιχειά και τους τρόμους της – και το δέος της. Γεμίσαμε τον αέρα με ντεσιμπέλ για να εξαφανίσουμε τη σιγαλιά της, το καταφέραμε. Μαζί μ’ αυτά, εξαφανίσαμε το μυστήριό της, το μεγαλείο, την ιερότητα και την ομορφιά του νυχτερινού ουρανού, τη λυτρωτική αυστηρότητα των αστεριών και των ουράνιων σωμάτων. Οι σύγχρονοι άνθρωποι, ουσιαστικά, δεν ξέρουμε τη νύχτα. Θέμα χρόνου μέχρι να τηλεφωνήσουμε κι εμείς στην αστυνομία, να καταγγείλουμε τον Γαλαξία.
 
Όμως η νύχτα δε βγήκε από στούντιο Disney... Ό,τι και να ‘ναι η νύχτα («που ακόμα κι ο Δίας τη φοβάται»: Ησίοδος), με τους τρόμους και τα μεγαλεία της, πάντως δεν είναι καρτούν κατάλληλο για μικρά παιδιά, έτσι όπως το καταντήσαμε.
 
W. H. Auden, “September 1, 1939”: 
Faces along the bar 
Cling to their average day: 
The lights must never go out, 
The music must always play, 
All the conventions conspire 
To make this fort assume 
The furniture of home; 
Lest we should see where we are, 
Lost in a haunted wood, 
Children afraid of the night 
Who have never been happy or good. 
 
Δε φταίει ο κ. Έντισον γι’ αυτό, ούτε κάποια σατανικά κέντρα εξουσίας. Πρώτα και καλύτερα, ο κάθε Γιάννης κι η κάθε Μαρία φοβήθηκαν πάρα πολύ τη νύχτα για ν’ αγαπήσουν τ’ αστέρια και ζήτησαν το ηλεκτρικό φως σε διαρκώς περισσότερα βατ και βολτ κι αμπέρ: πυγμαίοι, φέρνουμε τα πάντα στα δικά μας μέτρα. Ο κ. Έντισον, οι κυβερνήσεις και τα κέντρα εξουσίας ήταν καλοί πωλητές που προσέφεραν ένα προϊόν για το οποίο υπήρχε ζήτηση – ή μάλλον καλοί έμποροι ναρκωτικών που εκμεταλλεύτηκαν τις αδυναμίες των πελατών τους για να τους ρίξουν σε παγίδα απ’ την οποία δε θέλουν κι οι ίδιοι να γλιτώσουν, θα τη ζητάνε σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις. 
 
Eμείς σήμερα δεν ξέρουμε τους πλανήτες• ούτε τ’ αστέρια και τα ουράνια σώματα• ούτε τον Θεό• ούτε τη νύχτα• ούτε τη σιγαλιά και τη σιωπή• ούτε τη φωτιά (πόσες φορές χωρίσαμε τον κόσμο σε τέσσερις ζώνες ανάβοντας μια φωτιά μέσ’ στη νύχτα;). Αντί γι’ αυτά ξέρουμε μόνο τις ντιζνιοποιήσεις τους, κακέκτυπα και καρτούν: χάρτινο το φεγγαράκι (ψεύτικη η ακρογιαλιά). 
Ο Πτολεμαίος (της Αλμαγέστης) άρχιζε την Αρμονική του με το επίγραμμα: Ξέρω, είμαι θνητός κι εφήμερος / Όμως γύρω μου ουράνια σώματα / Όταν σκιαγραφώ τις ορμητικές δίνες τους / Τα πόδια μου δεν πατάν πια στη γη: / Στέκομαι μπροστά στο Δία και παίρνω / Το μερίδιο αμβροσίας που μου αρμόζει, το θεϊκό μερίδιο. Εμείς δεν έχουμε την παραμικρότερη ιδέα από το θεϊκό μερίδιο που έπαιρνε ο Πτολεμαίος ή από τη musica universalis που άκουγε ο Πυθαγόρας – κι ο Μικρός Πρίγκηπας: «τις νύχτες μ’ αρέσει ν’ ακούω τ’ αστέρια, σαν πεντακόσια εκατομμύρια καμπανούλες». Δεν αρκούν εδώ τα βιβλία αστρονομίας και τα διδακτικά βιντεάκια στο ίντερνετ, δεν επανορθώνουν την απώλεια, είν’ απαραίτητο το καθενυχτικό δέος, ο θαυμασμός, τα ρίγη στη ραχοκοκκαλιά, η musica universalis, το θεϊκό μερίδιο. Αυτά δεν μπορούμε να τα πάρουμε από βιβλία και βιντεάκια. 
 
Ούτε θα πετύχει κάποια πρωτοβουλία βελτίωσης, οικολογική ή αριστερή ή οτιδήποτε. Εξαρχής είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Όσο κι αν πεις π.χ. ότι η πληθώρα ηλεκτρικού φωτός διαταράσσει κιρκαδιανούς ρυθμούς, συμβάλλει σε επιβλαβείς αλλαγές μεταβολισμού, στην έλλειψη ποιοτικού ύπνου, αποπροσανατολίζει πάμπολλα νυχτόβια που χρησιμοποιούν το φως του φεγγαριού και των αστεριών για πλοήγηση (και θα τα υποστηρίξεις με 100% πανεπιστημιακές μελέτες), ο αγώνας είναι χαμένος. Το κακό που έγινε δεν ξεγίνεται. Θα βρεις απέναντί σου τον κάθε Γιάννη και την κάθε Μαρία που φοβήθηκαν πάρα πολύ τη νύχτα για ν’ αγαπήσουν τ’ αστέρια, όχι μόνο τους κακούς καπιταλιστές και τα μοχθηρά κέντρα εξουσίας. Ο κάθε Γιάννης κι η κάθε Μαρία αγάπησαν τόσο πολύ την πρέζα τους, το ηλεκτρικό φως, που θα υποστηρίξουν τους εμπόρους των ναρκωτικών τους μην τυχόν κι απεξαρτηθούν ποτέ. Το κακό που έγινε δεν ξεγίνεται. Πού έγινε το λάθος, πώς πέσαμε στην παγίδα;
 
Sarah Jio (1975) Τ’ αστέρια έχουν τη δική τους γλώσσα. Αν ακούσεις προσεκτικά μπορείς να τη μάθεις 
 
Ο έναστρος ουρανός χάθηκε οριστικά και δε θα ξαναβρεθεί παρά μόνο στην κατάρρευση του εκτρώματος που ονομάζεται «σύγχρονος τρόπος ζωής». Η Κόλαση του Δάντη τελειώνει με τη φράση: «και τότε επιτέλους βγήκαμε κι είδαμε τ’ άστρα»• αν οι σημερινοί άνθρωποι χάσαμε τ’ άστρα τότε, σύμφωνα με τον Δάντη, είμαστε στην Κόλαση κι ας μην το ξέρουμε, οι κολασμένοι δεν ξέρουν ότι βρίσκονται στην Κόλαση (ούτε οι ευλογημένοι ξέρουν ότι βρίσκονται στον Παράδεισο), απλά υποφέρουν και δεν ξέρουν τι τους φταίει. Η αρχαιότητα είχε λέξη για μια τέτοια αφύσικη τερατωδία όπως η σημερινή με το πάνδημο ηλεκτρικό φως, έλεγε ύβρις. Και κληρονομήσαμε μια σχετική ιστορία ύβρεως από τον Κριτία του Πλάτωνα για τους Άτλαντες, μια κάποτε θεϊκή γενιά που παρασύρθηκαν από τον πλούτο και την ισχύ τους, έχασαν το θεϊκό στοιχείο μέσα τους, έφτασαν να γίνουν επαίσχυντοι: 
 
«Σ’ αυτόν που είχε μάτια για να δει, η κατάντια τους ήταν ολοφάνερη γιατί έχασαν το πολυτιμότερο δώρο που είχαν. Όποιος όμως είχε μάτια και δεν έβλεπε, τους νόμιζε ένδοξους κι ευλογημένους ενώ αυτοί ήταν γεμάτοι πλεονεξία κι αδικία. Ο Δίας, ο βασιλιάς των θεών που κυβερνά σύμφωνα με τον κοσμικό νόμο και μπορεί να καταλάβει αυτά τα πράγματα, βλέποντας ότι μια τιμημένη γενιά έπεσε σε τέτοια κατάντια, και θέλοντας να τους επιβάλει κατάλληλη ποινή ώστε να εξαγνιστούν και να βελτιωθούν, μάζεψε τους θεούς στο πιο ιερό τους μέρος, στο κέντρο του κόσμου, απ’ όπου επιβλέπουν όλη τη δημιουργία. Και στη σύναξη των θεών είπε το εξής:...» 
 
Μπορούμε να μαντέψουμε τι είπε, ο Κριτίας κι ο μύθος της Ατλαντίδας διάσημα σταματούν στη μέση μιας πρότασης.

Το Όνομά Τους Λεγεών

«... τα μύρια όσα που αχαμνίζουνε τις έγνοιες των ανθρώπων» – Εμπεδοκλής 

«... στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινή ανοησία» – Καβάφης 

 

Μην τους ξεσυνερίζεσαι 
Κι ας είναι ό,τι να ‘ναι 
Και μην τους εμπιστεύεσαι: 
Οι άνθρωποι ξεχνάνε. 

Μη στηριχτείς σε άνθρωπο 
Δεν πράττει με κακία 
Δεν είν’ κακός, μην τον μισείς 
Μη λες «κακοβουλία», 
 
Μικρό παιδί, τι να του πεις; 
Σίγουρα θα ξεχάσει. 
Όρκους πολλούς θα ορκιστεί 
Και θα τους προσπεράσει. 
 
Μην τους ξεσυνερίζεσαι 
Και μην τους εμπιστεύεσαι: 
Οι άνθρωποι ξεχνάνε. 
 
Αγάπα τους παρόλ’ αυτά 
Κι ας είναι αυτό που είναι 
Έτσι κατασκευάστηκαν: 
Όλοι τους να ξεχνούνε. 
 
Να ‘χουνε προσοχή φτηνή 
Και να την εκπορνεύουν 
Χιλιάδες δυο ασήμαντα 
Συνέχεια να την κλέβουν. 
 
Έτσι κατασκευάστηκαν 
Τ’ ανθρώπινα τα πλήθη: 
Το όνομά τους Λεγεών 
Το επώνυμό τους Λήθη

Μην τους ξεσυνερίζεσαι 
Και μην τους εμπιστεύεσαι: 
Οι άνθρωποι ξεχνάνε. 
 
«Θα το θυμάμαι»: πα να πει 
Αύριο θα το ξεχάσει 
Κάποιο καινούργιο βάσανο 
Θα έρθει να τον πιάσει 
 
Έγνοιες, δεινά, συναρπασμοί, 
Τη θύμηση θα σβήσουν 
Θα τους τη διώξουν απ’ το νου 
Και θα την αχαμνίσουν. 
 
Μόνιμα κάτι θα βρεθεί 
Κάτι άλλο θα προέχει, 
Την προσοχή του ο άνθρωπος 
Για πέταμα την έχει. 
 
Ή θα ‘ρθει η λήθη να τον βρει 
Με δύναμη μεγάλη 
Λάθρα στων συναναστροφών 
Την αλληλοσπατάλη. 

Δε θα τα κάνει σκόπιμα, 
Δε θα ‘ναι εσκεμμένα, 
Απλά «μνήμη» και «άνθρωπος» 
Είναι διαζευγμένα. 
 
Μην τους ξεσυνερίζεσαι 
Και μην τους εμπιστεύεσαι: 
Οι άνθρωποι ξεχνάνε. 
 
Σαν τον γονιό που, έγκλημα,
Την κόρη του εκπορνεύει, 
Την προσοχή του ο άνθρωπος 
Φτηνά την παζαρεύει,
 
Πετάει το πιο πολύτιμο. 
Δες τον, κατάλαβέ τον 
Παρόλ’ αυτά, κάνε καρδιά 
Και υιοθέτησέ τον. 
 
Απλά, αυτό είν’ ο άνθρωπος 
Αυτή η κατασκευή του 
Το διάλεξε, το θέλησε, 
Είναι επιλογή του. 
 
Μην τους ξεσυνερίζεσαι 
Και μην τους εμπιστεύεσαι: 
Οι άνθρωποι ξεχνάνε. 
 
*  *  *  *  *

Άρχιζαν όλες οι ψυχές να πορεύονται στην Πεδιάδα της Λήθης μέσα σε φοβερή και πνιγερή ζέστη, γιατί δεν υπήρχε ούτε δέντρο ούτε φυτό εκεί. Όταν βράδιασε, κατασκήνωσαν στις όχθες του Ποταμού της Αμέλειας, που το νερό του κανένα δοχείο δεν μπορεί να κράτησει. Κάθε ψυχή ήταν υποχρεωμένη να πιει απ’ αυτό προκειμένου να γεννηθεί, όμως κάποιες δεν ήταν σοφές να συγκρατηθούν κι έπιναν πολύ. Τότε έχαναν οριστικά κάθε ανάμνηση των προηγουμένων (Πλάτωνας, Πολιτεία 621α).

Τυφλότητα

Ακόμα ένα απρόσμενο encore στο μπλογκ. Κάτι που μπορεί να χτυπήσει όλους μας, η τυφλότητα, να χάσουμε την όρασή μας. Δεν ξέρω αν το ‘φερε η ζωή ποτέ να συναναστραφείτε τυφλούς. Αν το ‘φερε, πώς τους βρήκατε;... 

Ναι, συμφωνώ κι εγώ: οι τυφλοί ακούνε. Οι τυφλοί προσέχουν τα λόγια σου. Δεκτικοί, εσωτερικευμένοι, βιώνουν τον κόσμο από μέσα προς τα έξω όμως, μ’ έναν περίεργο τρόπο, φτάνουν κι αγκαλιάζουν όλον τον κόσμο (δεν μπορώ να το κατανοήσω ή να το εξηγήσω εύκολα). Τείνουν να είναι ευγενείς, ήπιοι, γλυκείς κι εξαιρετικά μη-επιθετικοί. Δε βιάζονται να μιλήσουν, να ‘χουν άποψη. Κι αν μιλήσουν, μετράν τις λέξεις τους. 

Παραπονεθήκατε ποτέ σε κάποιον: «Δε μ’ ακούς ποτέ! Δεν προσέχεις τι σου λέω!» Λοιπόν... αυτό είναι το μόνο παράπονο που δε θα ‘χετε μ’ έναν τυφλό. Ο τυφλός βαστά τα λόγια σου στο μυαλό του, τα γεύεται, πατά φρένο. Τον εκπαιδεύει η κατάστασή του, όλο το κεφάλαιο που κάποτε είχε επενδεδυμένο στην όραση το ρίχνει στην ακοή, στην αφή, στην όσφρηση. Κι αυτή η νέα επένδυση του δίνει απρόσμενα κέρδη. 

Λαχταρίσατε ποτέ μια γκαρδιακή, ουσιαστική, μεστή κουβέντα; Κουβέντα που να μείνει στην ιστορία; Που οι λέξεις να ‘χουν βάρος, σαν στίχοι του Καφάβη; (σε αντιδιαστολή με τις καθημερινές, ανούσιες, ανιστορικές μας κουβέντες, κανείς δεν ακούει κανέναν, όλοι βιαζόμαστε να μιλήσουμε, σπαταλιόμαστε, γεμίζουμε τον αέρα με λέξεις, ακατάπαυστος θόρυβος). Αυτό μπορεί να μας προσφέρει ένας τυφλός. 

Οι τυφλοί δεν είν’ ανάπηροι! «Ανάπηρος» εννοούμε κάποιον που δεν έχει κάτι και το 'χουμε εμείς. Ναι μεν ο τυφλός δεν έχει κάτι που το ‘χουμε εμείς, απ’ την άλλη έχει κάτι που δεν έχουμε εμείς, κάτι πολύτιμο: ο τυφλός ακούει (ενώ εμείς βιαζόμαστε και δεν ακούμε)

Αν κάποτε τα φέρει η ζωή και τυφλωθούμε, τότε δε γινόμαστε ανάπηροι, παρόλο που σίγουρα στην αρχή θα το πάρουμε έτσι και θα τα βάψουμε μαύρα. Ναι μεν χάνουμε κάτι που οι άλλοι το ‘χουν, όμως κερδίζουμε κάτι που κανείς δεν έχει. 

Υπάρχει λόγος που οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν τα θαυμαστά έπη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, σ’ έναν τυφλό ποιητή (τον Όμηρο). Που απέδιδαν θρυλική τυφλότητα στον Τειρεσία, στον Οιδίποδα όταν κατάλαβε το σφάλμα του. Κάτι προσπαθούσαν να μας πουν, με τα λόγια του Πλάτωνα: «Οι παλιοί άνθρωποι, που ήταν καλύτεροι από μας και πιο κοντά στους θεούς...» (από τον Φίληβο)

Υπάρχει λόγος που οι αρχαίοι Ινδοί απέδιδαν το θαυμαστό βιβλίο, τη Ριγκ Βέδα, σ’ έναν τυφλό σοφό (τον Ντιργκάταμας). 

Κάπου ένα σχόλιο του Αριστοτέλη, μπορείτε να το βρείτε; «Ο τυφλός έχει μεγαλύτερη κατανόηση από τον κουφό, η ακοή έχει βαθιά επίδραση στο σχηματισμό του ηθικού χαρακτήρα, κάτι που δε συμβαίνει με την όραση. Η ψυχή σπαταλιέται με την όραση, ενώ με την ακοή συγκεντρώνεται κι εστιάζεται» (όμως εδώ ακούω Πλάτωνα πίσω απ’ τα λόγια του Αριστοτέλη)

Οι αρχαίοι εκτιμούσαν τον τυφλό, βρίσκαν αξία. Ξέραν ότι μπορείς να διδαχθείς απ' αυτόν, ακόμα και να φτάσεις να τον πεις «δάσκαλε». Δεν είν' ανάπηρος! Εχει κάτι που εμείς δεν έχουμε: ο τυφλός δε βιάζεται, ακούει, προσέχει. Δεν ήταν βλάκες οι αρχαίοι, ούτε «καλοί για την εποχή τους» και τέτοιες συγκαταβάσεις...

Ήταν καλύτεροι άνθρωποι από μας