Κομπιούτερ & Φανουρόπιτες

«Μαζί Τα Φάγαμε»: το σουξέ της δεκαετίας. Το ερμήνευσε ένας σπουδαίος καλλιτέχνης κι έγινε επιτυχία από την πρώτη στιγμή. Οι στίχοι λένε ότι όλοι, λαός και πολιτικοί, φταίνε για την κρίση και την αποσύνθεση της χώρας, καθότι η παραοικονομία υπήρξε τόσο εκτεταμένη, η διαφθορά τόσο πανελλήνια, ώστε είναι αδύνατο να επιμεριστούν οι ευθύνες αποκλειστικά στο πολιτικό προσωπικό• όλοι έβαλαν το λιθαράκι τους. Εξάλλου, καταλήγει το τραγούδι στην τελευταία στροφή, οι φαύλοι πολιτικοί ψηφίστηκαν, δεν πήραν την εξουσία πραξικοπηματικά, η φαυλότητά τους νομιμοποιήθηκε μέσω της κάλπης. Ας πάρουμε όμως τα επιχειρήματα με τη σειρά.



*   *   *   *   *


1) «Η διαφθορά ήταν καθολική, δεν υπάρχει Έλληνας που να μη λάδωσε, να μην έκρυψε από την εφορία, να μην πούλησε χωρίς απόδειξη κ.λπ., κι η εκτεταμένη μικροδιαφθορά είναι λίπασμα για τη μεγαλοδιαφθορά»


Πράγματι, έτσι είναι. Ή μήπως όχι; Μήπως αντίθετα η εξώθηση μιας ολόκληρης χώρας σε μικροδιαφθορά υπήρξε το φύλλο συκής για τη μεγαλοδιαφθορά και τις πελατειακές σχέσεις; Μήπως τα καθημερινά φακελάκια, δωράκια, λαδώματα σε εφορίες, πολεοδομίες κ.λπ. επιβλήθηκαν συνειδητά, εσκεμμένα, από τους αρχιτέκτονες ενός ανθρωποφαγικού συστήματος, σχεδιασμένου έτσι ώστε να κρύβει τη φαυλότητα της κορυφής; Η μικροδιαφθορά ήταν το λίπασμα ή το άλλοθι της μεγαλοδιαφθοράς; Η κα. Ελπίδα Πρασοπούλου δείχνει να εκτιμά το δεύτερο:

«Το λαβυρινθώδες νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργούσαν οι γραφειοκράτες του Δημοσίου και οι στενά συνυφασμένες σχέσεις με το πολιτικό προσωπικό, επέτρεψαν τη διαφθορά από πάνω προς τα κάτω προωθώντας τα συμφέροντα των μεγάλων εταιρειών» (σελ. 9). Στην έρευνά της που κατατέθηκε στο Ελληνικό Παρατηρητήριο του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου, περιγράφει το ελληνικό Δημόσιο σαν έναν κυκεώνα νόμων που ρυθμίζουν ως και την παραμικρότερη διοικητική πράξη, χωρίς διαδικαστικές ρουτίνες, χωρίς υποδείγματα λειτουργίας, χωρίς τρόπο μέτρησης της απόδοσης, που προσφέρει υπηρεσίες χαμηλής αξίας στους πολίτες και χειρίζεται με ασάφεια ακόμα και τα απλά, καθημερινά ζητήματα (σελ. 7). Εντάξει, αυτά τα ξέρουμε κι από τη δική μας εμπειρία, το θέμα όμως είναι γιατί στήθηκε έτσι αυτός ο Λεβιάθαν; «Για να διασφαλίζεται ότι καμία κύρωση δεν θα προκύψει [για τους δημόσιους υπάλληλους] σε περίπτωση σφάλματος» και να διαιωνίζονται οι πελατειακές σχέσεις υπαλλήλων – πολιτικών (σελ. 8). Για να μένει η δημόσια διοίκηση όμηρος των κομμάτων, ενώ «την ίδια στιγμή, απέβαιναν μάταιες οι απαιτήσεις της κοινωνίας των πολιτών για καλύτερες υπηρεσίες ... κι όλο αυτό οδήγησε σε αδιαφάνεια και διαφθορά. Οι πολίτες που ήθελαν να διεκπεραιώσουν τις υποθέσεις τους, αναγκάζονταν να συναλλάσσονται με τους χαμηλόβαθμους γραφειοκράτες» (σελ. 8 – 9).

Με δυο λόγια, η κα. Πρασοπούλου παρουσιάζει μιαν άλλη ανάγνωση της πραγματικότητας: σκόπιμα το ελληνικό Δημόσιο είναι καφκικό• δεν έχει φτιαχτεί για να εξυπηρετεί αλλά για να κρύβει, να επιτρέπει την ιεραρχική διαφθορά και τον διορισμό της κομματικής πελατείας. Σκόπιμα δεν υπάρχουν αντικειμενικά και προσδιορίσιμα μέτρα απόδοσης• υπάρχει μόνο αυτό το νευροδιαλυτικό: «τι να σας κάνω; αφού έτσι λέει ο νόμος», που μπορεί να κάμψει ακόμα και το πιο γενναίο φρόνημα. Σκόπιμα ο πολίτης καλείται συχνά ν’ αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας. Κι άμα, για κακή του τύχη, δεν διαθέτει Πιστοποιητικό Μη–Ελέφαντα (σφραγισμένο και υπογεγραμμένο) τότε αναγκαστικά οδηγείται σε συναλλαγή με τον κάθε καρεκλοκένταυρο της κάθε Δημόσιας Υπηρεσίας Ελεφάντων• όπως λέει κι αυτός ο ταλαίπωρος λογιστής: «Όταν την πατάς στα πρόστιμα είσαι μόνος. Εσύ κι αυτά. Κανείς δεν σου συμπαραστέκεται εκεί. Ούτε και κανείς εξετάζει τον λόγο για τον οποίο την πάτησες ούτε αν το σύστημα ήταν διαθέσιμο ούτε η χαζομάρα τους που σε οδήγησε εκεί. Μόνος πρέπει να τα πληρώσεις. Ή άθελα σου να γίνεις απατεώνας».

Οι παρατηρήσεις αυτές δείχνουν έναν άλλον τρόπο ακρόασης του παγκάλειου σουξέ «Μαζί Τα Φάγαμε»: ούτε λίγο ούτε πολύ είναι, εχμ, μια περίπτωση ηγεμονίας κατά Γκράμσι. Η άρχουσα τάξη που προσπαθεί να επιβάλλει τη δική της ιδεολογία στις κατώτερες τάξεις, να την πλασάρει ως καθολική ερμηνεία της πραγματικότητας. Υπερβολή; Η κα. Πρασοπούλου πάντως είναι σαφής και συγκεκριμένη, τουλάχιστον για την περίπτωση του TAXIS: όταν υλοποιήθηκε το «Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Φορολογίας», αναγγέλθηκε από τους εκσυγχρονιστές της εποχής ως ένα μεταρρυθμιστικό έργο που θα προωθήσει τη διαφάνεια, θα εκλογικεύσει τον φορολογικό μηχανισμό, θα πατάξει τη φοροδιαφυγή κι άλλες τέτοιες ωραίες λέξεις. Όμως «η διαφθορά, σύμφωνα με την τότε κυβέρνηση, δεν ήταν ένα φαινόμενο που αφορούσε τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους και τις συναλλαγές τους με επιχειρηματίες μεγάλων δημοσίων έργων. Ήταν ένα φαινόμενο που αφορούσε τον κάθε Έλληνα και τις συναλλαγές του με χαμηλόβαθμους εφοριακούς» (σελ. 11). Το περίφημο TAXIS στο φινάλε δεν έκανε κάτι πολύ περισσότερο από το να ψηφιοποιήσει τις παλαιότερες έντυπες φόρμες. Αυτοματοποίησε κάποιες ήδη εγκαθιδρυμένες διαδικασίες, όμως απέτυχε να δημιουργήσει καινούργιες, μέσα από τις οποίες οι εφορίες και το Υπουργείο Οικονομικών θα ήλεγχαν τη φοροδιαφυγή και θα βελτίωναν τη συλλογή των φόρων (σελ. 14)• δεν έφερε κάτι ριζικά νέο, απλώς πήρε το παλιό και το έκανε λίγο πιο γρήγορο. Ίσως όμως ήταν όμως σκόπιμο να γίνει έτσι: «Η εφαρμογή του TAXIS κατέδειξε ότι οι ΤΠΕ (τεχνολογίες πληροφορικής & επικοινωνιών) μπορούσαν να παραγάγουν κάποια περιορισμένα αποτελέσματα ακόμα και σ’ ένα άκαμπτο περιβάλλον πελατοκρατίας/ευνοιοκρατίας, χωρίς να απειλήσουν τον στενό εναγκαλισμό των πελατειακών μηχανισμών με την κρατική γραφειοκρατία» (σελ. 17 – 18).

Στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή της πληροφορικής στο Δημόσιο, έτσι όπως έγινε, ήταν μια συνειδητή κοροϊδία, κατέληξε κι ο Θεόδωρος Ζιάκας: «Εκ πείρας γνωρίζω ότι το πρόβλημα της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας (από τη σκοπιά του πολίτη) δεν είναι ‘τεχνικό’. Δεν προσκρούουμε σε ‘τεχνική ανεπάρκεια’ ή ‘καθυστέρηση’, δεν μας λείπουν δηλαδή τα μέσα ή η ειδημοσύνη στο πεδίο των ΤΠΕ (τεχνολογία πληροφορικής και επικοινωνιών). Το πρόβλημα είναι κατ’ εξοχήν διοικητικό – πολιτικό. Πιο συγκεκριμένα: παρά τις πάγιες διακηρύξεις (για την ‘πάταξη’ της διαφθοράς και πάσης άλλης κακοδαιμονίας, ‘με τη βοήθεια της πληροφορικής’) η στάση της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας και της εκάστοτε εκ μέρους της διοριζόμενης ανώτατης υπηρεσιακής διοίκησης υπήρξε, όλα αυτά τα χρόνια, σαφώς αρνητική στην αξιοποίηση της πληροφορικής προς το σκοπό της δημόσιας διαφάνειας».

Αλήθεια... όταν το 2009 ο ΓΑΠ παρουσίασε το άλλο μεγάλο σουξέ, «Λεφτά Υπάρχουν», εκείνο το τραγουδάκι που έλεγε ότι θα περιορίσουμε τη φοροδιαφυγή και θα εξοικονομήσουμε τα χρήματα που λείπουν, βρέθηκε κάποιος να του υποδείξει ότι τα ίδια ακριβώς έλεγαν κι οι εκσυγχρονιστές δέκα χρόνια πριν; Ότι το TAXIS είχε παρουσιαστεί ως αυτό ακριβώς το εργαλείο που – υποτίθεται – θα ελέγξει, θα διασταυρώσει, θα οργανώσει, θα εντοπίσει, θα κάνει τους τυφλούς να δουν και τους κουφούς ν’ ακούσουν; Πέρυσι (με ΓΑΠ πρωθυπουργό), ο Jeff Randal της βρετανικής The Telegraph ήρθε στην Ελλάδα να δει τη «μάχη της ελληνικής κυβέρνησης κατά της φοροδιαφυγής» κι επισκέφτηκε ένα τηλεφωνικό κέντρο (προφανώς της Οικονομικής Αστυνομίας) στον Ταύρο: «Η ομάδα αποτελείται από τρεις μεσήλικες με απλά πουκάμισα και χακί παντελόνια, που απαντάνε στις κλήσεις και σημειώνουν τις πληροφορίες των τηλεφωνημάτων σε βιβλία καταχωρήσεων. Η υπηρεσία μοιάζει με επαρχιακό γραφείο στοιχημάτων – πριν την εποχή των υπολογιστών». Εντοπίζοντας τους φοροφυγάδες με φανουρόπιτες... 

Συμπέρασμα: Δε μοιάζει να στέκεται η ερμηνεία για την καθολική διαφθορά που έριξε τη χώρα στην κρίση κι οι καλοί πρωθυπουργοί δεν μπόρεσαν να την περιορίσουν παρόλο που επιστράτευσαν όλα τα μέσα (το TAXIS ο εκσυγχρονιστής, τις φανουρόπιτες ο ΓΑΠ). Πιο κοντά στην πραγματικότητα μοιάζει να είναι η άλλη ερμηνεία, ότι η διαφθορά ήταν καθολική γιατί ήταν αναπόφευκτη, εφόσον το Δημόσιο οργανώθηκε με πρότυπο τον Λεβιάθαν προκειμένου να κρύβονται οι δοσοληψίες, να βολεύονται οι ημέτεροι και να συναλλάσσεται η κορυφή με τον κάθε Χριστοφοράκο• μιλάμε, δηλαδή, για εξώθηση μιας χώρας όχι σε πορνεία αλλά σε διαφθορά. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά οι ελίτ (ΜΜΕ – πολιτικός κόσμος) εξαπέλυσαν έναν περίτεχνο πόλεμο εναντίον των πολιτών, κατασκευάζοντας την ερμηνεία της συλλογικής ευθύνης και προσπαθώντας να πετάξουν το μπαλάκι στους πολίτες. Δεν τα λέω μόνο εγώ, κάτι τέτοιο διαφαίνεται κι από τη διατύπωση των Λαμπροπούλου, Αγγελή, Παπαμανώλη, Μπακάλη στην έρευνά τους για το Πανεπιστήμιο της Konstanz και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή: «Η διαφθορά [στην Ελλάδα] χαρακτηρίζεται από πολλές ομάδες (ΜΜΕ, ΜΚΟ, Πολιτικοί) ως μια κοινωνική ασθένεια και κάποιες φορές ως ένα κοινωνικό φαινόμενο και παραπροϊόν των σύγχρονων κοινωνιών. Η ‘κοινωνική ασθένεια’ δεν αναλύεται περαιτέρω σε καμία από τις αφηγήσεις που αξιολογήσαμε, η έκφραση χρησιμοποιείται ως μια διαπίστωση, αποφθεγματικά και αφοριστικά ... τέτοιες εκφράσεις όπως κοινωνική ασθένεια, νόσος και καρκίνος είναι ένας εύκολος τρόπος να κατηγορήσει κανείς την κοινωνία (κάτι εκεί έξω που δεν περιλαμβάνει εμάς) ή συνολικά το κράτος (αυτοί σε αντιδιαστολή μ' εμάς) και να αποποιηθεί την ευθύνη, χωρίς να επιχειρήσει να αναλύσει την κατάσταση ώστε να προσφέρει κάποιες χρήσιμες προτάσεις για να περιορίσουν το πρόβλημα, πέρα από την (αυστηρή) νομοθεσία και τον ακόμα περισσότερο έλεγχο, σε συνδυασμό με το επιχείρημα ότι οι νόμοι δεν εφαρμόζονται» (σελ. 8).


*   *   *   *   *


2) «Ο κόσμος νομιμοποίησε με την ψήφο του τους φαύλους πολιτικούς»

Το επιχείρημα αυτό λέει ότι εφόσον οι πολιτικοί δεν πήραν την εξουσία πραξικοπηματικά τότε το προϊόν τους, αυτό το δυσλειτουργικό, πελατειακό, σαρκοφαγικό και βαθιά διεφθαρμένο σύστημα διοίκησης πρέπει να θεωρείται λαϊκό αίτημα• ας απαιτούσε ο κόσμος, δια της ψήφου του, ένα άλλο υπόδειγμα πολιτικής. Η εγκληματική φαυλότητα μπορεί να εδράζεται στους πολιτικούς, αλλά η ηθική ευθύνη εδράζεται στους ψηφοφόρους. Είναι έτσι;

Θέλω να το αφήσω πιο ανοιχτό αυτό το ερώτημα κι απλώς να θίξω ορισμένα σημεία. Σκοπός της ανάρτησης είναι να ξεκινήσει συζήτηση και να κατατεθούν απόψεις – αν ο αναγνώστης κρίνει ότι πέφτω έξω, είμαι μονόπλευρος, δεν ερμήνευσα σωστά τις έρευνες κ.λπ., είναι καλοδεχούμενος να το πει.

Α) Θα ήμουν πιο πρόθυμος να δεχτώ το επιχείρημα αν δεν υπήρχε η τεράστια αδιαφάνεια του κρατικού Λεβιάθαν. Το ελληνικό Δημόσιο στήθηκε και λειτούργησε σαν το Σπήλαιο του Πλάτωνα, μ’ ένα θέατρο σκιών να προβάλλεται για τις μάζες κι ένα αόρατο παρασκήνιο που ήξεραν μόνο οι λίγοι κι εκλεκτοί. Μέχρι ποιου σημείου λοιπόν μπορώ να ψέξω τους ψηφοφόρους για την αφέλειά τους;

Έστω ότι κάποιος τραγουδιστής κάνει συναυλίες αφιλοκερδώς, διαθέτει όλες τις εισπράξεις υπέρ ενός ευγενούς σκοπού, όμως περνάει στα έξοδα ενοικίαση ηχοσυστημάτων σε τιμή πολλαπλάσια της αγοράς από εταιρεία ελεγχόμενη από τον ίδιο• τότε μπορώ να κατηγορήσω τους ακροατές ότι συγκινήθηκαν από τη μεγαλοσύνη του ανδρός, τον ψήφισαν διά του εισιτηρίου τους και δεν έψαξαν βαθύτερα το ζήτημα; Εσείς τι λέτε;

Β) Αν δεχτούμε το επιχείρημα και ρίξουμε την ευθύνη στους ψηφοφόρους, τότε μοιάζει ότι πετάμε στα σκουπίδια ένα μεγάλο μέρος του Γκράμσι, του Αντόρνο, του Μαρκούζε και του Φουκώ. Στοχαστών, δηλαδή, που τόνισαν ότι η σχέση ελίτ – μαζών δεν είναι ισότιμη, δεν είμαστε στο ίδιο έργο θεατές μ’ αυτούς, διότι οι κάτοχοι της κοινωνικής ισχύος είναι παράλληλα και σκηνοθέτες του έργου• μπορούν να κατασκευάσουν και να επιβάλουν τη δική τους πραγματικότητα, τη δική τους έννοια του νορμάλ και του παρεκκλίνοντος, του υγιούς και του ασθενούς, τη δική τους εκδοχή για το εθνικό συμφέρον, για το κοινωνικό καλό κ.λπ. Ας πάρουμε όμως ένα συγκεκριμένο παράδειγμα:

Από το 1997 και μετά, τα περισσότερα ΜΜΕ και το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού κόσμου βούιξαν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, την εθνική τους σημασία, το όφελος για τη χώρα κ.λπ. Ο κόσμος το πίστεψε, οι εθελοντές βοήθησαν, και οι λίγες αντιρρητικές φωνές απομονώθηκαν. Μια από αυτές μάλιστα, ο Φίλιππος Συρίγος, υπαινίσσεται ότι υπήρχε προπαγανδιστικό σχέδιο από πίσω. Σήμερα μπορεί πια να είναι ξεκάθαρο στους πάντες ότι οι Ολυμπιακοί ήταν ένα πάρτι εργολάβων και προμηθευτών, μια κοροϊδία που στοίχισε χρυσάφι, όμως τότε, στις ένδοξες ημέρες της εθνικής ανάτασης, όλη η Ελλάδα χόρευε στο χορό της Γιάννας. Είτε λοιπόν αυτός ο χορός ήταν προμελετημένος, καρφωτός και δουλεμένος (κατά Φ. Συρίγο) είτε ΜΜΕ και πολιτικοί μέθυσαν από τη χαρά και την αφέλεια και δεν προειδοποίησαν επαρκώς (η καλύτερη περίπτωση), εσείς κρίνετε ότι ο απλός κόσμος ευθύνεται, τη στιγμή που υπέστη τέτοια πλύση εγκεφάλου;

Γ) Πολύ δύσκολα μπορώ να ρίξω την ευθύνη στους πολίτες, γιατί έχω την υποψία ότι ο κόσμος άλλο παράγγειλε κι άλλο του σέρβιραν οι πολιτικοί (με συνεργία των ΜΜΕ). Δεν το ήθελε ο κόσμος αυτό το κράτος–Λεβιάθαν ούτε τα φακελάκια και τα λαδώματα, έτσι πιστεύω• όμως κανείς πολιτικός δε θέλησε να κάνει κάτι ουσιαστικότερο πέρα από προσχηματικές αλλαγές.

Τι εννοώ: το φακελάκι και το λάδωμα μοιάζει να είναι από τις υψηλά κατακριτέες πράξεις στην ελληνική κοινωνία, όπως αναφέρει η κα. Λαμπροπούλου (σελ. 11). Κι από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, με την προοπτική της μελλοντικής εισόδου της χώρας στην ΟΝΕ, υπήρχε εκτεταμένο αίτημα στην ελληνική κοινωνία για εκμοντερνισμό της δημόσιας διοίκησης και εκλογίκευση της λειτουργίας της, ώστε η χώρα να σταθεί αξιοπρεπώς ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς εταίρους (Πρασοπούλου, σελ. 10). Οι εκσυγχρονιστές του Σημίτη απάντησαν με το πρόσχημα του TAXIS και με τη μεθοδευμένη συκοφάντηση της ελληνικής κοινωνίας για το πρόβλημα της διαφθοράς. Ο επανιδρυτής του κράτους, αργότερα, κήρυξε ότι θα μηδενίσει τη συναλλαγή πολιτών – εφοριακών πάνω στις ασάφειες του φορολογικού κώδικα, συντάσσοντας λεπτομερέστατο δαπανολόγιο, έναν τυφλοσούρτη που θα καταγράφει τις χιλιάδες περιπτώσεις εκπιπτουσών δαπανών, θα λαμβάνει υπ’ όψη της τη σχετική νομολογία, θα επικαιροποιείται σε μηνιαία βάση, και διάφορα άλλα ωραία που δεν έγιναν ποτέ πραγματικότητα. Κι ο ΓΑΠ, όπως είδαμε, θέλησε να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή με φανουρόπιτες. Δεν υπάρχει εδώ ένα λαϊκό αίτημα που απέτυχε μεθοδευμένα να υλοποιηθεί επί σειρά δεκαετιών;

Δ) Ένα παραμυθάκι του Άμπροουζ Μπιρς, ο Τζίτζικας κι ο Μέρμηγκας: Μια χειμωνιάτικη μέρα ένα πεινασμένο Τζιτζίκι ζήτησε από ένα Μυρμήγκι να του δώσει λίγο φαγητό από τη μυρμηγκαποθήκη.

- «Γιατί όμως», του είπε το Μυρμήγκι, «δεν αποθήκευες κι εσύ λίγο φαγητό να έχεις, αντί να τραγουδάς όλη την ώρα;»

- «Μα το ‘κανα!» είπε το Τζιτζίκι. «Το ‘κανα, πώς δεν το ‘κανα! Όμως εσείς, ρε παιδιά, μπήκατε και μου τα σηκώσατε όλα». 

Και Τα Μυαλά Στις Κάλπες

Η προεκλογική περίοδος κορυφώνεται, ο πυρετός στα ύψη. Το μπλογκ, ταγμένο στην υπηρεσία του δημόσιου διαλόγου και της πολύπλευρης ενημέρωσης, σας προσφέρει σήμερα ένα απαραίτητο πολιτικό βοήθημα για τις ερχόμενες εκλογές:

Πηγαίνετε εδώ και διαβάστε ονλάιν ή κατεβάστε στον Η/Υ σας:
- κάπου 35 βιβλία του Φίλιπ Ντικ
- μερικά ακόμα βιβλία για τον Φίλιπ Ντικ
- πολλές δεκάδες διηγήματά του

Ψάξτε το επίσης αυτό το website, οι τύποι έχουν ανεβάσει ολόκληρη βιβλιοθήκη! Θα βρείτε Howard, Farmer, Pynchon, Lovecraft, Zelazny, Heinlein, Le Guin, τα πάντα όλα. Τέρμα πια οι αυταπάτες!

Τώρα πλέον δεν έχουμε καμία δικαιολογία.

Πραγματισμός Και Ιδεαλισμός

Τον Ιούνιο του 1990 χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία να γίνει ο κόσμος λίγο καλύτερος. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς είχαν διεξαχθεί εκλογές στη Βιρμανία και το NLD, το κόμμα της Σου Τσι, σάρωσε με περίπου 60% ποσοστό και 392 από τις 492 έδρες στο κοινοβούλιο. Η βιρμανική χούντα τα έχασε, δε φανταζόταν με τίποτα τόσο συντριπτική ήττα. Περιμένοντας λοιπόν τη βουλή να συνεδριάσει για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια και τη χούντα να παραχωρήσει την εξουσία, η Κυρία και οι συναγωνιστές της ήταν αισιόδοξοι. Δεν ανησυχούσαν (όχι πολύ, τουλάχιστον). Με την προσοχή του πλανήτη στραμμένη στη Βιρμανία και τον κόσμο να ψηφίζει τόσο μαζικά το NLD, πίστευαν ότι οι χουντικοί ήταν στριμωγμένοι στη γωνία• αν τολμούσαν να παραβλέψουν το εκλογικό αποτέλεσμα, ο κόσμος θα ξανάβγαινε στους δρόμους κατά εκατοντάδες χιλιάδες – όπως είχε κάνει πριν δυο χρόνια – οι απεργίες θα νέκρωναν τη Βιρμανία, η πίεση των ξένων κυβερνήσεων θα γινόταν ασφυκτική, οι εμπόλεμες μειονότητες θα έπαυαν την προσωρινή ανακωχή και η χούντα θα κατέρρεε. Έτσι νόμιζαν.

Όμως οι στρατηγοί τόλμησαν το αδιανόητο και, πολύ απλά, ακύρωσαν τις εκλογές. Ο κόσμος δεν βγήκε στους δρόμους, η χούντα έκανε βιαστικά ειρήνη με τις εμπόλεμες μειονότητες μοιράζοντάς τους απλόχερες υποσχέσεις, και η πίεση των ξένων κυβερνήσεων έστρεψε τους στρατηγούς στην αγκαλιά της Κίνας. Η Βιρμανία, μια από τις πιο φτωχές χώρες της Ασίας, συνέχισε να στενάζει κάτω από το πιο καταπιεστικό καθεστώς του πλανήτη.

Τότε όμως, τον Ιούνιο του 1990, αμέσως μετά τις εκλογές, θα μπορούσαν να είχαν αλλάξει πολλά αρκεί το NLD να ήταν λίγο πιο σοφό. Έπρεπε να είχε διαγνώσει ότι η χούντα δε θα παραχωρούσε με τίποτα την εξουσία, δεν είχε τέτοιο σκοπό. Οι στρατηγοί θα έκαναν τα πάντα για να διατηρήσουν την ηγεσία του στρατού και την κυριαρχία του στρατού στη χώρα. Όσο όμως η χούντα τα ‘χε χαμένα, ήταν η μοναδική ευκαιρία του NLD να παζαρέψει κάποια λύση προς την εκδημοκρατικοποίηση της χώρας – ίσως ελευθερία του Τύπου, ανθρώπινα δικαιώματα, ίσως κάποιο μοίρασμα της εξουσίας με εκλεγμένους πολιτικούς, κάτι τέτοιο. Από το βιβλίο της Barbara Victor, The Lady: Burma’s Aung San Suu Kyi:


While William [ψευδώνυμο πολιτικού αγωνιστή] was in solitary confinement in Insein Prison, he wrote a congratulatory letter to Aung San Suu Kyi’s colleague, U Kyi Maung, cautioning him about the results. “It was a two-page letter,” William explains, “telling him that the NLD got all those votes not because of the party but because the people were dissatisfied. I suggested that instead of demanding anything from the SLORC [η τότε εκδοχή της βιρμανικής χούντας], the NLD should leave the responsibility in the hands of the SLORC for handing over the government. I advised Kyi Maung to send a representative to the SLORC to try to negotiate a solution. It was an error to demand the formation of a government right away. The SLORC needed time, and the people needed to understand what the NLD was about”


Εδώ και 24 χρόνια, η Σου Τσι εντυπωσίασε όλον τον πλανήτη με το πείσμα και τον ιδεαλισμό της, υπήρξε σχεδόν larger than life, υπερβολικά καλή για να είναι αληθινή. Ο σεβασμός στο πρόσωπό της άγγιξε σχεδόν θρησκευτικές διαστάσεις (κι αν μιλάμε για Βιρμανούς, άγγιξε κυριολεκτικά θρησκευτικές διαστάσεις, με κόσμο να προσεύχεται σ’ αυτήν, να έχει τη φωτογραφία της δίπλα στο άγαλμα του Βούδα κ.λπ.). Ναι, ο ιδεαλισμός είναι θαυμαστός και εμπνευστικός, όμως δεν αντικαθιστά τη διορατικότητα και τη νηφάλια ανάγνωση της πραγματικότητας – η οποία, δυστυχώς, συνηθίζει να είναι αυτό που δεν αλλάζει όταν σταματάς να το πιστεύεις. Στην πολιτική ειδικά, ο τρόπος που υλοποιείται ο ιδεαλισμός είναι ως τελικό κριτήριο πράξεων και αποφάσεων, αυτός είναι ο ρόλος του. Πυξίδα για να εντοπίζει τις αποκλίσεις. Το πρόβλημα όμως είναι όταν από πυξίδα γίνεται καράβι και φτάνει κάποιος να πιστέψει ότι μπορεί να πορευτεί με τον άκρατο ιδεαλισμό. Είναι πολύ επικίνδυνο τότε να χάσει τη γείωσή του και να πιστέψει ότι όλο το σύμπαν θα συνωμοτήσει για να τον βοηθήσει, εφόσον ο ίδιος έχει τόσο υψηλά ιδανικά. Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα... Και στην πολιτική ειδικά, που έχουμε να κάνουμε με ανθρώπινο πόνο κι ανθρώπινες ζωές, δεν παίζουμε. Ο ιδεαλισμός σκοτώνει.

Από την άλλη όμως, μακάρι αυτό να ήταν το πρόβλημα μ' όλους τους πολιτικούς, ότι εμφορούνται από υπερβολικά υψηλά ιδανικά! Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει την Κυρία ότι δεν υποστήριξε με τη ζωή της τις αρχές που υπηρέτησε, ακόμα κι όταν έπαιξε το κεφάλι της κορώνα-γράμματα. Ενέπνευσε μια χώρα, κράτησε άσβεστη τη φλόγα της αντίστασης, έστρεψε την προσοχή όλου του πλανήτη στη Βιρμανία. Ένας από τους κύριους λόγους που οι χουντικοί αναγκάστηκαν πρόσφατα να κάνουν κάποιες παραχωρήσεις προς τη δημοκρατία ήταν και η χρόνια πίεση που ένιωθαν, στο εξωτερικό και στο εσωτερικό της χώρας• διαπίστωσαν κι αυτοί ότι η πραγματικότητα δεν αλλάζει όταν σταματάνε να την πιστεύουν.



Η χθεσινή μέρα λοιπόν ήταν ιστορική. Σύμφωνα με ανεπίσημα αποτελέσματα, η Κυρία κέρδισε έδρα στο (στρατιωτικά ελεγχόμενο) κοινοβούλιο της Βιρμανίας, στις συμπληρωματικές εκλογές που διεξήχθησαν. Επί χρόνια διάβαζα στον ελληνικό Τύπο να την αναφέρουν εσφαλμένα ως «ηγέτιδα της αντιπολίτευσης», μεταφράζοντας μηχανικά το αγγλικό opposition, ενώ το σωστό ήταν «ηγέτιδα της αντίστασης» – τι αντιπολίτευση να υπάρχει σε μια χούντα; (και για το όνομά της διάβασα διάφορες αποδόσεις, η σωστή προφορά είναι κάτι σαν Αν Σαν Σου Τσι). Τώρα όμως που η Βιρμανία μετασχηματίζεται σε κάτι σαν δημοκρατία, μετά από αυτές τις κάτι σαν εκλογές, το «ηγέτιδα της αντιπολίτευσης» έρχεται πιο κοντά στην πραγματικότητα. Η ίδια είναι πλέον αρκετά κουρασμένη• τράβηξε πολλά, έδωσε μεγάλο αγώνα, πέρασε 18 χρόνια σε κατ’ οίκον περιορισμό και φυλακή. Η νίκη της έχει σίγουρα τεράστιο συμβολικό χαρακτήρα (καθόλου αμελητέο), όμως όλοι ελπίζουμε πως η ίδια διατηρεί ακόμα πολλές δυνάμεις ώστε η νίκη της να έχει και ουσιαστικό χαρακτήρα.

Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στην Σου Τσι του 2012 και σ’ αυτήν του ’90. Οι θυσίες και οι εμπειρίες της την έκαναν πιο πραγματίστρια και λιγότερο απόλυτη. Πέρυσι, έφτασε μάλιστα να δηλώσει ότι δεν αποκλείει ακόμα και τη χρήση βίας, διευκρινίζοντας ότι πάντα υποστήριζε τη μη-βίαιη λύση για «πρακτικούς και πολιτικούς, όχι όμως για ηθικούς λόγους». Ιδεαλισμός γειωμένος με πραγματισμό. Δεν είναι αστείο όμως, μετά από 24 χρόνια αγώνων και αίματος, τόσο αυτή όσο και οι συναγωνιστές της έφτασαν πολλές φορές να σκεφτούν ότι οι θυσίες τους ήταν μάταιες• δεν ήταν, οι θυσίες βοήθησαν ώστε η Βιρμανία να μη γίνει εντελώς Βόρειος Κορέα, δημιούργησαν πίεση και κατακραυγή που τελικά αποδίδουν κάτι σήμερα. Απλώς δεν οδήγησαν και στην πτώση της χούντας, όπως έλπιζαν οι Βιρμανοί αγωνιστές. Πενιχρό αποτέλεσμα; Ίσως, αρκεί όμως να βγάλει κάποιος τα σωστά συμπεράσματα: ότι η μη-βίαιη αντίσταση θέλει και στρατηγική, εξυπνάδα. Δεν πας με τον σταυρό στο χέρι απαιτώντας όλα ή τίποτα, προχωράς βήμα-βήμα και με σχέδιο.

Από την άλλη όμως, είναι η Σου Τσι του ’90 αυτή που χαμογελάει στο φινάλε, εκείνη η γυναίκα που έλεγε ότι οι διαφορές πρέπει να λύνονται χωρίς όπλα γιατί μόνο τότε χρησιμοποιεί κάποιος το μυαλό και την καρδιά του να βρει λύσεις. Αν όμως σ’ αυτόν τον άνθρωπο του βάλεις ένα όπλο στο χέρι, τότε η κοσμοθεώρησή του αλλάζει και η επιχειρηματολογία του αλλοιώνεται από αυτό που κερδίζει τους τέσσερις άσους στο πόκερ, όπως έλεγαν παλιά στην Άγρια Δύση (= ένα γεμάτο εξάσφαιρο). Η στρατιωτική νοοτροπία του «θα γίνει το δικό μου επειδή εγώ κρατάω το όπλο!», έχει κι αυτή τα προβλήματά της, όπως διαπιστώνει τώρα η βιρμανική χούντα. Στο μακροπρόθεσμο μέλλον, είναι ο άνθρωπος χωρίς το όπλο αυτός που θα χαμογελάσει.

Λοιπόν, η Βιρμανία σταδιακά αλλάζει. Μια νέα γενιά μεγαλώνει, παιδιά που δεν έζησαν τους αιματηρούς αγώνες του 1988 ή ήταν πολύ μικρά τότε για να τους κατανοήσουν. Η γενιά αυτή ζητάει πρώτα και καλύτερα έξοδο από τη φτώχεια και μετά δημοκρατία. Η Σου Τσι δεν έχει την ίδια βαρύτητα σ’ αυτή τη γενιά όπως στους γονείς και στους παππούδες της, είναι απλώς μια σεβάσμια θεία, ένα πρόσωπο για το οποίο έχουν ακούσει πολλά. Το ίντερνετ εντωμεταξύ με τη διείσδυσή του έχει κάνει πιο γνωστό τον έξω κόσμο στα βιρμανόπουλα, πλέον η διαφώτιση και η συνειδητοποίηση του νέου κόσμου λαμβάνει χώρα ψηφιακά, μέσω της σύγκρισης με άλλες χώρες (η Σου Τσι έχασε αυτήν την έκρηξη των ψηφιακών μέσων, υπήρξε έγκλειστη για πολλά χρόνια και πέρυσι που αποφυλακίστηκε, βρέθηκε σ’ έναν θαυμαστό καινούργιο κόσμο). Απολιτικοποιημένοι νέοι; Πάντως είναι γι’ αυτή τη νέα γενιά που αγωνίστηκε το NLD και η Σου Τσι κι όλοι, για να ζήσουν αυτά τα παιδιά πιο ανθρώπινα κι ελεύθερα. Και πάντα είναι οι νέοι αυτοί που έχουν σημασία – εμείς, τα απολιθώματα, καλά θα κάνουμε να το βουλώσουνε και να ακούμε χωρίς να πολυμιλάμε. Αν η Σου Τσι καταλάβει ότι τώρα έχει να παίξει άλλο ρόλο, ν' αφουγκραστεί αυτή τη νέα γενιά ακόμα κι αν η ίδια παραμείνει ένα σύμβολο, μια πηγή σοφίας, τότε θα συνεχίσει ιδανικά μια ζωή αγώνων. Θα βγάλει τα σωστά συμπεράσματα από τις εμπειρίες της. Αν όμως παρουσιαστεί με το κύρος της αυθεντίας και ζητήσει να επιβάλει αποκλειστικά τις δικές της ερμηνείες... όχι εντάξει, άκυρο, δεν ανησυχούμε, η ίδια δείχνει να το καταλαβαίνει.


Τσε ντε (= σ’ αγαπώ) Αν Σαν Σου Τσι:




ΥΓ: Η Σου Τσι δεν χρησιμοποιεί Twitter ούτε Facebook, οι λογαριασμοί με το όνομά της που θα βρείτε σ’ αυτά τα μέσα δεν διατηρούνται από την ίδια. Το μόνο μέρος στο ίντερνετ που σχετίζεται μ’ αυτήν είναι η σελίδα του NLD: www.nldburma.org