Τα Οικουμενικά "Αυτονόητα"

Ακούω συχνά ένα σχόλιο για τον Ομπάμα του στιλ: «Μα τι μαύρος είναι αυτός... αυτός είναι λευκοποιημένος μαύρος». Πράγματι, υπάρχει κάτι στον πρόεδρο των ΗΠΑ που δε συνάδει με την εικόνα που έχουμε για τους μαύρους, όμως δεν είναι εύκολο να το εντοπίσεις: για κάποιο λόγο, πολύς κόσμος τον αντιλαμβάνεται ως λευκό μέσα σε σώμα μαύρου. Πρόσφατα διάβασα το βιβλίο του Thomas Kochman, Black and White Styles in Conflict (The University of Chicago Press Books, 1981), που συγκρίνει, όπως λέει κι ο τίτλος, το συγκρουσιακό στιλ λευκών, κυρίως της μεσαίας τάξης, και μαύρων, κυρίως από φτωχά αστικά στρώματα, που συνυπάρχουν σε σχολεία, κολέγια κι αλλού. Ένα σημείο μού έκανε κλικ και το βρήκα πολύ εύστοχο (σελ. 40, η υπογράμμιση δική μου):

In general, whites take a view of the negotiating procedure that is markedly different from the view taken by blacks. Though blacks regard whites as devious in insisting that emotions be left in front of the meeting-room door, whites think that blacks are being devious by insisting on bringing those emotions into the room … Blacks simply do not see things that way. To leave their emotions aside is not their responsibility; it is the whites’ responsibility to provide them first with a reason to do so 

Κάτι που θυμίζει το θέμα που πρακτικά προκύπτει πολλές φορές στις οικείες μας διαφωνίες: ποιος έχει το βάρος της απόδειξης; Δηλαδή, ποιος λέει τα «αυτονόητα» και ποιος τα «εξωφρενικά»; Λοιπόν, ένα αντίστοιχο ερώτημα μοιάζει να προκύπτει ανομολόγητα και στις διενέξεις μεταξύ λευκών και μαύρων: ποιος έχει την ευθύνη της συναισθηματικής έντασης;

Συνήθως προάγουμε ως αξία την αυτοκυριαρχία – εμείς, οι λευκοί (εφόσον οι Έλληνες θεωρούμαστε λευκοί ή κάτι σαν λευκοί... τέλος πάντων, λευκοφέρνουμε). Δηλαδή, ότι ο καθένας είναι υπεύθυνος για τη συναισθηματική του ένταση, κάτι που στις διενέξεις εμφανίζεται ως: «ηρέμησε πρώτα, να μιλήσουμε σαν άνθρωποι», απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει μια συζήτηση η οποία να είναι συζήτηση κι όχι Eurogroup. Βέβαια, βοηθάει στην αυτοκυριαρχία να είσαι από την ευνοημένη πλευρά του συστήματος – να έχεις το σωστό χρώμα δέρματος, να πήγες στα σωστά σχολεία, να διαθέτεις τις σωστές επαφές, να εισπράττεις τον σωστό μισθό. Αν είσαι από την άλλη μεριά του συστήματος και βρήκες κλειστές πόρτες μόνο και μόνο επειδή είσαι μαύρος, γίνεται κομματάκι πιο δύσκολη η αυτοκυριαρχία, ομολογουμένως, όμως και πάλι ο καθένας οφείλει να κρατά τον εαυτό του υπό έλεγχο. Ακόμα κι αν τον έχουν αδικήσει, κοροϊδέψει ή εκμεταλλευτεί. Θλιβερό, όμως και πάλι οφείλεις να περιορίσεις την έντασή σου.

Οφείλεις;...

Οφείλεις – τι να πω; – γιατί πώς αλλιώς να γίνει κουβέντα, από την άλλη όμως δεν είμαι εγώ αυτός που θα πετάξει την πρώτη πέτρα. Εσείς, όταν σας εκμεταλλεύονται και σας κοροϊδεύουν, ανεβάζετε στροφές ή όχι; Όταν επιπλέον ο εκμεταλλευτής σάς λέει αυτό το προσχηματικό: «ηρέμησε πρώτα, να μιλήσουμε σαν άνθρωποι», σας ανάβουν τα λαμπάκια ή όχι; Αν δεν ξέρετε για ποιο πράγμα μιλάω, τότε μάλλον έχετε αταραξία στωικού φιλόσοφου. Εγώ, πάντως, ξέρω για ποιο πράγμα μιλάω.

Να σημειωθεί ότι, όπως παρατηρεί ο Kochman, και οι δύο πλευρές, λευκοί και μαύροι, επιζητούν τη συναισθηματική νηνεμία. Δεν είναι ότι ο ένας θέλει γαλήνη κι άλλος καταιγίδα, δεν είναι έτσι. Και οι δυο θέλουν τη γαλήνη, απλώς οι λευκοί στις διενέξεις λένε: «είναι δική σου η ευθύνη της», ενώ οι μαύροι το θέτουν: «είναι δική σου η ευθύνη να μου δώσεις πρώτα έναν καλό λόγο», σαν αφερέγγυα επιταγή, που ο καθένας προσπαθεί να φορτώσει στον άλλον. Και οι δυο απεύχονται τη συναισθηματική καταιγίδα, το θέμα όμως τίθεται καθαρά στο ποιος έχει την ευθύνη της.

Πέρα από αυτά όμως, δεν παύει να υπάρχει μια πραγματικότητα: άσχετα του πόσο προάγουμε την αυτοκυριαρχία, οι μαύροι στις διενέξεις δεν το βλέπουν έτσι. Είναι μια πραγματικότητα, μας αρέσει δε μας αρέσει. Όπως λέει κι ο Kochman για τον τρόπο που το βλέπουν οι μαύροι: the requirement to behave calmly, rationally, unemotionally, and logically while negotiating is looked upon … as a political requirementand to accede to it in advance is considered a political defeat. Κάτι που σημαίνει ότι αν βρεθώ διαιτητής σε μια τέτοια διένεξη και θέλω να είμαι αμερόληπτος, οφείλω να μη δεχτώ το «ηρέμησε πρώτα, να μιλήσουμε σαν άνθρωποι». Δεν είναι ουδέτερο, είναι στρατευμένο. Είναι αίτημα του λευκού να παίξει στο δικό του γήπεδο. Ούτε όμως και το «εσύ πρώτα δώσε μου έναν καλό λόγο για να ηρεμήσω» οφείλω να δεχτώ, για τους ίδιους λόγους. Αν θέλω να είμαι αμερόληπτος, οφείλω απλά να θέσω το θέμα και στους δυο. Να τους επισημάνω ότι οι διαφορές τους δεν έχουν μόνο να κάνουν με το αντικείμενο της διένεξης, αλλά και με τη μουσική της επένδυση – που κι αυτή έχει τη σημασία της.

Το πρόβλημα όμως εδώ είναι ότι γενικεύουμε τα δικά μας «αυτονόητα» σε οικουμενικά «αυτονόητα» – εμείς, οι μεσοταξικοί λευκοί (με την ευρεία έννοια), που είμαστε σε θέση ισχύος και δίνουμε τον τόνο στην πολιτική, στην επιστήμη, παίρνουμε συνήθως τα Νόμπελ κ.λπ. Δεν έχουμε καν την επίγνωση της μυωπίας μας και μιλάμε εξ ονόματος της ανθρωπότητας. Αναφέρομαι εδώ σ’ ένα κλασικό εγχειρίδιο για τις διαπραγματεύσεις, το Getting to YES, των Roger Fisher & William Ury, διακεκριμένων καθηγητών του Χάρβαρντ, που ακόμα και σήμερα θεωρείται απόσταγμα σοφίας και κάτι σαν Ευαγγέλιο στο συγκεκριμένο θέμα. Γράφοντας από την εμπειρία τους και υιοθετώντας μια παραλλαγή της Ορθολογικής Θεωρίας Επιλογών (rational choice theory), οι συγγραφείς παρουσιάζουν τη μέθοδό τους για δημιουργική αντιμετώπιση των διενέξεων, η οποία – τι έκπληξη! – απαιτεί από τον διαπραγματευτή να είναι ήρεμος, αυτοκυριαρχούμενος και ορθολογικός. Διαχωρίστε το πρόβλημα από τον άνθρωπο, έτσι το θέτουν. Οι εκδηλώσεις συναισθηματικότητας είναι συχνά αναπόφευκτες, λέει η εμπειρία τους από το Χάρβαρντ, όμως οι διαπραγματευτές πρέπει να ξεπεράσουν τα συναισθήματα, να τα αφήσουν να εξατμιστούν έξω από τον χώρο των διαβουλεύσεων, προκειμένου να επικεντρωθούν στα «πραγματικά» ζητήματα της διένεξης. 

Πάρα πολύ καλές και ορθολογικές συμβουλές – τα «αυτονόητα» λένε. Είμαι σίγουρος ότι κάπως έτσι γίνονται οι διαπραγματεύσεις στον χώρο του Χάρβαρντ. Στην πραγματική ζωή όμως, έξω από το Χάρβαρντ, για να ισχύουν τα παραπάνω «αυτονόητα», καλό θα είναι να είσαι λευκός και μεσαία τάξη. Διότι αυτοί που γεννήθηκαν στην αθέατη πλευρά της Σελήνης... τείνουν να μην βλέπουν τόσο αυτονότητα τα «αυτονότητα» και επιμένουν, οι ανορθολογιστές, να φέρνουν τα συναισθήματα μέσα στο χώρο των διαβουλεύσεων. Επιμένουν ότι η συναισθηματική ένταση είναι κι αυτή μέρος της διένεξης, οποιασδήποτε διένεξης, κι όχι ένας ενοχλητικός θόρυβος που περιμένουμε να καταλαγιάσει για «να μιλήσουμε σαν άνθρωποι».

Λοιπόν, αυτή η συναισθηματική ένταση, η τόσο χαρακτηριστική στους μαύρους, μάλλον απουσιάζει στον Ομπάμα. Συγκρίνετε τον τρόπο που μιλάει μ’ ένα οποιοδήποτε τραγούδι ραπ και, πιστεύω, θα το δείτε αμέσως. Είναι σίγουρα καλός ομιλητής, όμως... σαν να έχει αποδεχτεί την ατομική συναισθηματική ευθύνη. Έτσι νομίζω. Δεν σε κάνει λευκό μόνο το χρώμα του δέρματός σου, σε κάνει και το «αυτονόητο» ότι είναι δικό σου καθήκον να ηρεμήσεις, να μιλήσουμε σαν άνθρωποι.

Ας μείνουμε όμως στους προέδρους των ΗΠΑ κι ας πάμε εκατό χρόνια πίσω: το 1914, ο τότε πρόεδρος Ουΐλσον δέχτηκε στον Λευκό Οίκο μια αντιπροσωπεία μαύρων εργαζομένων, που διαμαρτύρονταν για ορισμένες τακτικές διαχωρισμού (segregation) των υπαλλήλων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Εκπρόσωπος αυτής της αντιπροσωπείας ήταν ο κ. Μονρό Τρότερ. Κατά την πορεία της συζήτησης, Τρότερ με Ουΐλσον, και σε κάποια στιγμή που ο πρόεδρος δεν άντεξε άλλο, έγινε ο εξής αξιοσημείωτος διάλογος (από εδώ):

ΟΥΙΛΣΟΝ: Λοιπόν, αν η αντιπροσωπεία σας θέλει να ξαναγίνει δεκτή στο μέλλον από μένα για ακρόαση, θα πρέπει να αλλάξει εκπρόσωπο. Ο τρόπος σας με προσβάλλει.
ΤΡΟΤΕΡ: Μα γιατί;
ΟΥΙΛΣΟΝ: Ο τόνος σας έχει ένα υπόβαθρο πάθους.
ΤΡΟΤΕΡ: Μα δε μιλάω με πάθος, κ. πρόεδρε, κάνετε λάθος. Παρερμηνεύετε τη σοβαρότητά μου για πάθος (you misinterpret my earnestness for passion). 

Αισθάνομαι λοιπόν ότι ο Ομπάμα είναι πιο κοντά στον συμπρόεδρό του Ουΐλσον παρά στον συμμαύρο του Τρότερ: δεν είναι ραπ, δεν είναι παρεξηγήσιμος, δεν εκλαμβάνει κανείς τη σοβαρότητά του για πάθος! Κάτι το οποίο είναι αναμενόμενο, στο κάτω-κάτω, διότι για να γίνεις πρόεδρος των ΗΠΑ πρέπει να είσαι λευκός. Ακόμα κι αν είσαι μαύρος


Κλαψούρισμα, Όχι Έκρηξη

O Popper, ως γνωστόν, πρότεινε ότι το βασικότερο γνώρισμα που ξεχωρίζει μια πραγματική επιστήμη από μια ψευδοεπιστήμη είναι η διαψευσιμότητα. Πάνω εκεί, όπως έχει διηγηθεί, καμάρωσε τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν έναντι του μαρξισμού ή της ψυχανάλυσης: αυτές οι τελευταίες δικαιώνονταν συνέχεια, όπως ο Λιακόπουλος, δηλαδή έβρισκαν τρόπους να ερμηνεύουν τις εμπειρικές παρατηρήσεις έτσι ώστε να συμφωνούν συνεχώς με το σύστημά τους, ενώ οι πραγματικές επιστήμες (κατά τον Popper, πάντα) ήταν πρόθυμες να εκτεθούν στη διάψευση. Η θεωρία της σχετικότητας, για παράδειγμα: έγινε η αποστολή στο νησί Πρίντσιπε του Ατλαντικού το 1919, παρατηρήθηκε εκτροπή του φωτός των αστεριών κοντά στον ηλιακό δίσκο κατά τη διάρκεια ολικής έκλειψης ηλίου, όπως ακριβώς προέβλεπε η (γενική) θεωρία της σχετικότητας, όπως δεν προέβλεπε η κλασική νευτώνεια θεώρηση, οπότε απορρίπτουμε τη δεύτερη και κρατάμε την πρώτη μέχρι νεοτέρας. Ξεκάθαρα πράματα, τελεία και παύλα. Απλό, κομψό και σαφές. Κι όπως συμβαίνει με όλες τις απλές, κομψές και σαφείς αφηγήσεις στη ζωή, συνήθως δεν λένε την αλήθεια («κάθε πρόβλημα έχει μια απλή και φυσιολογική λύση – η οποία είναι λάθος»).

Το θέμα είναι ότι τα αποτελέσματα της αποστολής στο Πρίντσιπε, μαζί μ’ αυτά μιας παράλληλης τότε αποστολής στο Σουμπράλ της Βραζιλίας, άφηναν μεγάλο περιθώριο να ερμηνευθούν έτσι ή αλλιώς. Η μέρα στο Πρίντσιπε ήταν συννεφιασμένη, μόλις προς το τέλος της έκλειψης υποχώρησε η συννεφιά και τραβήχτηκαν δύο φωτογραφίες με σχετικά λίγα αστέρια. Η αποστολή στο Σουμπράλ βρήκε καλό καιρό, τράβηξε περισσότερες φωτογραφίες με περισσότερα αστέρια, οι οποίες όμως έδιναν μέση τιμή εκτροπής πιο κοντά στην προβλεπόμενη από τη νευτώνεια θεώρηση, παρά από τη θεωρία της σχετικότητας. Από την άλλη, προέκυψε υποψία ότι το βασικό τηλεσκόπιο στο Σουμπράλ είχε συστηματικό σφάλμα, οπότε είχε κάποιος τη θεμιτή επιλογή να ισχυριστεί ότι οι παρατηρήσεις απαιτούσαν διόρθωση. Σαν να μην έφταναν αυτά, όλες οι παρατηρήσεις και ειδικά αυτές στο Πρίντσιπε είχαν μεγάλο πιθανό σφάλμα, οπότε είχε κάποιος και την επιπλέον επιλογή να παίξει με τις τυπικές αποκλίσεις – θυμίζω ότι οι παρατηρήσεις αυτές ήταν μοναδικές τότε στην ιστορία, δεν υπήρχαν παρόμοιες στο παρελθόν ώστε να τυποποιηθεί μια μέθοδος, οπότε πόσες τυπικές αποκλίσεις να υπολογίσεις ώστε τα συμπεράσματα να θεωρηθούν «ασφαλή»; Το θέμα στο φινάλε είναι ότι διέθετε κάποιος την επιλογή να ισχυριστεί θεμιτά πως οι παρατηρήσεις επιβεβαιώνουν τη (γενική) θεωρία της σχετικότητας ή πως δεν εξάγεται ασφαλές πόρισμα ή ακόμα και πως επιβεβαιώνουν τη νευτώνεια θεώρηση. Αν ο επικεφαλής επιστήμονας ήταν ουδέτερος ή άγνωστος, η αποστολή στο Πρίντσιπε σίγουρα δεν θα είχε καταλήξει τόσο ιστορική.

Όμως ο επικεφαλής επιστήμονας δεν ήταν ούτε ουδέτερος ούτε άγνωστος. Ο Arthur Eddington ήταν διαπρεπής αστρονόμος, κορυφαίο όνομα τότε, και γοητευμένος με τη (γενική) θεωρία της σχετικότητας. Ταξίδεψε στο Πρίντσιπε ελπίζοντας σφοδρά το αποτέλεσμα των παρατηρήσεων να είναι τέτοιο που να επιβεβαιώνει τη θεωρία – ή να μπορεί να υποστηριχθεί  ότι επιβεβαιώνει τη θεωρία. Μην ξεχνάμε πως το μεγάλο γεγονός της εποχής (1919) ήταν ο Α’ ΠΠ και τα ζεστά τραύματα που άφησε πίσω του. Επί πέντε χρόνια, οι Γερμανοί στη Βρετανία απεικονίζονταν ως αιμοσταγείς βάρβαροι, κτήνη, φονιάδες μικρών παιδιών κ.λπ. Όσο για τους Γερμανούς επιστήμονες, ήταν όλοι λογοκλόποι, υπερεκτιμημένοι και απατεώνες, οπότε η γερμανική επιστήμη ήταν ανάξια σχολιασμού για τους Βρετανούς. Ο Arthur Eddington όμως ήταν Κουακέρος, οπότε ένιωθε σφοδρό ηθικό καθήκον να αποδαιμονοποιήσει τον πρώην εχθρό και να του δώσει ανθρώπινη διάσταση. Έμαθε γι’ αυτόν τον Γερμανό φυσικό ονόματι Αϊνστάιν (δεν είχε γίνει σούπερσταρ ακόμα), και τη θεωρία της σχετικότητας• έμαθε επίσης ότι ο Αϊνστάιν ήταν ορκισμένος πασιφιστής, από την αρχή ενάντια στον πόλεμο, οπότε τον αγάπησε για διπλό λόγο. Μια θριαμβευτική επιβεβαίωση της σχετικότητας θα ήταν καλή ευκαιρία να αλλάξει η εικόνα των Γερμανών επιστημόνων, και γενικότερα των Γερμανών, στη Βρετανία. Ο Eddington χειρίστηκε έξυπνα τόσο την ανάλυση των παρατηρήσεων όσο και την κατοπινή καμπάνια για τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων, ώστε το βρετανικό κοινό να μάθει ξαφνικά για έναν Γερμανό φυσικό («Γερμανό»; Ε, Γερμανό, τι να κάνουμε, και μάλιστα εβραϊκής καταγωγής, όμως δεν είναι απ’ τους αιμοβόρους Γερμανούς, αρνήθηκε και να στρατευθεί, για δες που υπάρχουν και καλοί Γερμανοί...), ο οποίος ανατρέπει θεωρήσεις αιώνων. Ο Eddington δεν είπε ψέματα, δεν μαγείρεψε νούμερα, όμως το όνομά του είχε τεράστιο κύρος κι ο ίδιος διέθετε το θεμιτό περιθώριο να ερμηνεύσει τα αποτελέσματα έτσι ή αλλιώς. Στο φινάλε, το παράδειγμα του Popper για τη διαψευσιμότητα ήταν ατυχές! Η αποστολή στο Πρίντσιπε σηκώνει πολλή συζήτηση.

(Οι βασικές μου πηγές για το Πρίντσιπε είναι το Testing Relativity from the 1919 Eclipse - A Question of Bias, του Danniel Kennefick, και κυρίως το πολύ ισορροπημένο Trust in Expert Testimony: Eddington’s 1919 Eclipse Expedition and the British Response to General Relativity, του Ben Almassi)


Το Κλειδοφανές Κάτι
Φεύγοντας από το θέμα της αποστολής στο Πρίντσιπε και μιλώντας γενικότερα για την επιστήμη, φοβάμαι ότι οι διάφορες εκλαϊκεύσεις που διαβάζουμε είναι, σε ανησυχητικά μεγάλο βαθμό, υπεραπλουστευτικές και στρατευμένες. Πάντα πρέπει να το ψάχνεις περισσότερο, πάντα πρέπει να το σκαλίζεις - κι όσο περισσότερο το σκαλίζεις, τόσο πιο αμφίβολη βγαίνει η τελική εικόνα... Με απασχολεί ένα πολύ κοινό φαινόμενο στη σύγχρονη επιστήμη: ψάχνω να βρω το κλειδί μου εκεί που υπάρχει φως κι όχι εκεί που το έχασα. Όπως γίνεται συνήθως στην επιστήμη, όταν ψάχνεις το κλειδί σου εκεί που υπάρχει φως, τότε αργά ή γρήγορα θα βρεις και κάτι που να μοιάζει με κλειδί. Θα το παρουσιάσεις θριαμβευτικά, θα κάνεις συνέδρια, θα γράψεις βιβλία, άρθρα στο Wired κ.λπ. Με τον καιρό θα αρχίσουν να μαζεύονται οι ενστάσεις, ότι αυτό το κλειδοφανές κάτι που βρήκες τελικά δεν ξεκλειδώνει την πόρτα... (εσύ όμως εντωμεταξύ θα λες ότι πώς, μια χαρά ξεκλειδώνει την 3D αναπαράσταση της πόρτας ή δεν την «ξεκλειδώνει» ακριβώς αλλά την «προσδιορίζει» ή ότι η θεωρία προβλέπει ότι την ξεκλειδώνει, μήπως να ξανακάνουμε τα πειράματα ή ποιος είσαι εσύ που θα μας πεις ότι η πόρτα δεν είναι ξεκλείδωτη κ.λπ.). Στο τέλος και μετά από πολλά χρόνια, θα γίνει αυτό που γίνεται συνήθως στην επιστήμη: δεν θα αποδειχθεί ποτέ τελειωτικά ότι έκανες λάθος, απλώς σε κάποια στιγμή θα πάψεις να τραβάς το ενδιαφέρον.

Έτσι γίνεται συνήθως με τις επιστημονικές θεωρίες: δεν διαψεύδονται ποτέ τελειωτικά, απλώς σε κάποια στιγμή παύουν να γοητεύουν και σβήνουν από γηρατιά• δεν τελειώνουν με μια έκρηξη, αλλά μ’ ένα κλαψούρισμα. Αυτοί που αφιέρωσαν την καριέρα και τη ζωή τους σε μια θεωρία, συνήθως δεν πείθονται ποτέ για την ανεπάρκειά της, όσες ενδείξεις και να μαζευτούν. Ο Popper δεν υπήρξε τελειωτικά ξεκάθαρος για το κριτήριό του, δεν διαχώριζε με σαφήνεια το δέον από το είναι: άλλες φορές έγραφε σαν να εννοούσε ότι μιλά για ένα ιδεώδες, μια ουτοπία (το δέον), κι άλλες σαν να εννοούσε ότι περιγράφει αυτό που συμβαίνει στην επιστημονική πράξη (το είναι). Αυτό όμως που πραγματικά συμβαίνει στην επιστημονική πράξη είναι ότι οι θεωρίες συνήθως δεν διαψεύδονται ποτέ: γερνάνε και παύουν να γοητεύουν, όπως οι σταρ του κινηματογράφου. Το πώς λειτουργούν οι πραγματικές θεωρίες της πραγματικής επιστήμης στον πραγματικό κόσμο, το αποδίδει πολύ καλύτερα από τον Popper το ανέκδοτο του Imre Lakatos: (εδώ, σελ. 174):

«Ένας φυσικός υπολογίζει με τους νόμους της μηχανικής και της βαρύτητας την τροχιά ενός πρόσφατα ανακαλυφθέντα πλανήτη p. Όμως η παρατηρούμενη τροχιά του πλανήτη αποκλίνει από τους θεωρητικούς υπολογισμούς. Μήπως ο φυσικός θεωρεί ότι η παρατηρούμενη τροχιά δεν προβλέπεται από τη θεωρία της βαρύτητας, οπότε την καταρρίπτει; Όχι. Προτείνει ότι θα πρέπει να υπάρχει ένας άγνωστος πλανήτης p’, που δεν έχει παρατηρηθεί ακόμα, ο οποίος διαταράσσει την τροχιά του p. Υπολογίζει τη μάζα, τροχιά κ.λπ. του υποθετικού πλανήτη p’ και ζητά από τον αστρονόμο να τον εντοπίσει. Ο υποθετικός πλανήτης p’ είναι τόσο μικρός ώστε ακόμα και το μεγαλύτερο τηλεσκόπιο δεν μπορεί να τον βρει. Ο αστρονόμος κάνει αίτηση για ένα ερευνητικό κονδύλι προκειμένου να κατασκευαστεί ένα ακόμα μεγαλύτερο τηλεσκόπιο. Σε τρία χρόνια, το καινούργιο τηλεσκόπιο είναι έτοιμο. Αν έβρισκε αυτόν τον άγνωστο πλανήτη p’, το νέο θα ανακοινωνόταν ως μια ακόμα επιτυχία της θεωρίας της βαρύτητας. Όμως ούτε και το καινούργιο τηλεσκόπιο μπορεί να τον βρει. Μήπως ο επιστήμονας εγκαταλείπει τη θεωρία της βαρύτητας; Όχι. Προτείνει ότι ένα νέφος κοσμικής σκόνης κρύβει τον πλανήτη p’ από εμάς. Υπολογίζει τη θέση και τις ιδιότητες του νέφους και ζητά ένα καινούργιο ερευνητικό κονδύλι προκειμένου να στείλουν έναν δορυφόρο, να ελέγξει τους υπολογισμούς. Άμα τα όργανα του δορυφόρου εντόπιζαν το υποθετικό κοσμικό νέφος, το νέο θα ανακοινωνόταν ως μια ακόμα λαμπρή επιτυχία της θεωρίας της βαρύτητας. Όμως το νέφος δεν βρίσκεται πουθενά. Μήπως ο επιστήμονας εγκαταλείπει τη θεωρία της βαρύτητας; Όχι. Προτείνει ότι κάποιο μαγνητικό πεδίο διατάραξε τα όργανα του δορυφόρου. Στέλνουν έναν καινούργιο δορυφόρο. Αν εντοπιζόταν το μαγνητικό πεδίο, το γεγονός θα καταγραφόταν ως μια ακόμα λαμπρή επιτυχία της θεωρίας της βαρύτητας. Όμως ούτε και πάλι εντοπίζεται. Μήπως αυτό εκλαμβάνεται ως κατάρριψη; Όχι. Είτε προτείνεται κάποια καινούργια υπόθεση είτε... η όλη ιστορία θάβεται μέσα στα επιστημονικά journals και δεν ξανακούγεται ποτέ»

Ποιος ξέρει πόσες τέτοιες «ανωμαλίες» και άβολες παρατηρήσεις είναι θαμμένες μέσα στα journals και παραβλέπονται συστηματικά, για να μη χαλάσει η γενική εικόνα. Οι επιστημονικές θεωρίες τείνουν να αντιστέκονται στις δυσάρεστες εμπειρικές παρατηρήσεις, βρίσκουν τρόπους να τις βολεύουν και να τις προσπερνάνε ή να τις μεθερμηνεύουν ή να τις αμφισβητούν ή να παραχωρούν στην τελειωτική διάψευση μόνο κάτι περιφερειακό από το σύστημά τους, όχι τον θεμελιώδη πυρήνα τους (κάτι που είναι γνωστό στη Φιλοσοφία της Επιστήμης ως Θέση των Duhem-Quine: Κάθε άβολη εμπειρική παρατήρηση μπορεί πάντα να βολευτεί από οποιαδήποτε θεωρία). Μόνο σε βάθος πολλών χρόνων και κοιτώντας προς τα πίσω μπορούμε να κάνουμε τη διαπίστωση ότι η σταρ γέρασε και πια δεν της δίνουν πρωταγωνιστικούς ρόλους στις ταινίες.

Ακόμα κι ο Popper στα ώριμά του χρόνια παραδέχτηκε, με κάποια απροθυμία, ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο τα διατύπωσε αρχικά, κι άρχισε να τονίζει τον «δογματισμό» των επιστημόνων, ο οποίος, είπε, είναι και υγιής ως ένα βαθμό (π.χ. “The dogmatic scientist has an important role to play. If we give in to criticism too easily, we shall never find out where the real power of our theories lies”, στο Normal Science and its Dangers, 1970, σελ. 55). Το κριτήριό του μου αρέσει και συνεχίζω να το κρατώ, με την επίγνωση όμως ότι είναι μια κανονιστική συνθήκη, ένα ιδεώδες που οφείλουμε συνεχώς να επιδιώκουμε. Αλλά στην πράξη δεν το επιτυγχάνουμε μάλλον ποτέ. Διότι, στην πράξη πάντα, οι επιστημονικές θεωρίες καταλήγουν κι αυτές τόσο αδιάψευστες όσο και οι αστρολογικές. Η επιστήμη προοδεύει με κηδείες, όπως διαπίστωσε με πίκρα ο Max Planck: «Μια καινούργια επιστημονική αλήθεια δεν θριαμβεύει πείθοντας τους αντιπάλους της• αυτό που μάλλον συμβαίνει είναι ότι οι αντίπαλοί της τελικά πεθαίνουν, οπότε έρχεται στο προσκήνιο μια νέα γενιά, εξοικειωμένη με την καινούργια αλήθεια».   

Ο Ρεπουμπλικανισμός Της Λογικής

Πρόσφατα πέθανε ο Ronald Dworkin, ένας σημαντικός νομικός φιλόσοφος, και σε διάφορα αφιερώματα για τη ζωή του (π.χ. σ’ αυτό το άρθρο του Guardian) αναφέρονται συνήθως οι συζητήσεις και διαμάχες του με τον H.L.A. Hart. Τον ποιον;

Ο κύριος με το φοβερό όνομα Herbert Lionel Adolphus Hart ήταν, λένε, από τους σημαντικότερους νομικούς φιλοσόφους του 20ου αιώνα. Απ’ ό,τι διαβάζω γι’ αυτόν, πρέπει να είχε και ενδιαφέρον σαν άνθρωπος, όχι μόνο σαν φιλόσοφος, μοιάζει να ήταν κάποιος που άξιζε τον κόπο να γνωρίσεις από κοντά. Θέλω εδώ να αναφερθώ μόνο σε κάποιες ιδέες που έθιξε στο περίφημο άρθρο με το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στη φιλοσοφία του δικαίου: The Ascription of Responsibility and Rights, 1948.

Να σημειώσω καταρχήν ότι το The Ascription of Responsibility and Rights υπήρξε ένα ονομαστό φιλοσοφικό άρθρο, σήμερα έχει πάρει διαστάσεις κλασικού. Ήταν επίσης και μία από τις σχετικά λίγες φορές που η φιλοσοφία έπαιξε κάποιο ρόλο, που υπήρξε κάτι περισσότερο από ακατάληπτες συζητήσεις μεταξύ ακαδημαϊκών, αδιάφορων για τον πολύ κόσμο και αδιάφορων προς τον πολύ κόσμο. Η υποδοχή που συνάντησε υπήρξε ενθουσιώδης• π.χ. ο Bayles εδώ χαρακτηρίζει το άρθρο “fraught with difficulties” κι ο C. Cherry εδώ παρατηρεί ότι είναι “glaringly at fault”. Δηλαδή, επιτέλους μια περίπτωση που η φιλοσοφία είχε ενδιαφέρον! Που αποφάσισε να ασχοληθεί με πραγματικά ζητήματα στον πραγματικό κόσμο. Ας αναπτύξουμε λοιπόν μερικές ιδέες του Hart από το διαβόητο άρθρο του: πρώτα και καλύτερα, την επίθεσή του ενάντια στη φιλοσοφική παράδοση.


Η Ειδωλολατρία της Τυπικής Λογικής
Ξέρετε για ποιο πράγμα μιλάω, το υποστήκαμε και στο σχολείο: τη φιλοσοφία ως «υποσημειώσεις στον Πλάτωνα», την αναλυτική παράδοση που ξεκινά από τον μαθητή του Σωκράτη (άπλυτου σαν λυχνοστάτη), και έχει κυριότερους σταθμούς τον Καρτέσιο, τον Λίμπνιτς, τον Καντ κ.α. Απότοκο αυτής της παράδοσης είναι και η υπερεκτίμηση της τυπικής λογικής, την οποία μαθαίναμε στο σχολείο προκειμένου, υποτίθεται, να κάνουμε σωστούς συλλογισμούς (μαθαίναμε και λίγα στοιχεία μαθηματικής λογικής). Π.χ. έχετε σίγουρα κάνει παρόμοιες ασκήσεις:

(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Β) Ο Σαμαράς είναι πολιτικός
------------- άρα: -----------------------
(Σ) Ο Σαμαράς είναι ψεύτης

Κάτι τέτοιο καλείται παραγωγικός συλλογισμός (deductive reasoning), καμιά φορά και απαγωγικός συλλογισμός: από το γενικό στο ειδικό. Μαθαίναμε επίσης ότι η αντίστροφη πορεία, από το ειδικό στο γενικό, θέλει προσοχή και σε καμία περίπτωση δεν θεμελιώνεται λογικά• δηλαδή, το ένας κύκνος που είδα ήταν άσπρος, ή ακόμα και το εκατομμύρια κύκνοι που παρατηρήθηκαν ιστορικά ήταν άσπροι, δε μας εξασφαλίζει τον καθολικό κανόνα: όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι. Κάτι τέτοιο καλείται επαγωγικός συλλογισμός και θέλει πάντα προσοχή.

Μαθαίναμε επίσης και λίγα στοιχεία μαθηματικής λογικής: σύζευξη, διάζευξη, συνεπαγωγή, άρνηση, να αναλύουμε μια πρόταση σε υποπροτάσεις και να ελέγχουμε την τιμή αλήθειας της με βάση τις τιμές αλήθειας των υποπροτάσεων. Π.χ. η πρόταση: Χ = βρέχει στη φτωχογειτονιά βρέχει και στην καρδιά μου, είναι σύζευξη που αναλύεται στις υποπροτάσεις Α = βρέχει στη φτωχογειτονιά & Β = βρέχει στην καρδιά μου, οπότε κατόπιν σχεδιάζαμε αληθοπίνακες κ.λπ.

Ας την κάνουμε όμως interactive την ανάρτηση. Θα ήθελα να ρωτήσω όλους εσάς που διαβάζετε: πόσο κρίνετε ότι σας βοήθησαν αυτά στη ζωή σας; Πόσο σχετικά υπήρξαν (ή δεν υπήρξαν) με τα ζητήματα που πραγματικά αντιμετωπίσατε, με τις πραγματικές συζητήσεις που συμμετείχατε, με τα πραγματικά επιχειρήματα που εξετάσατε; Τι λέτε;

Αφού δε μου απαντάτε, θα συνεχίσω κι εγώ με δικηγόρους.

Είναι παράδοση στις νομικές σχολές να βάζουν και κάποια μαθήματα αναλυτικής φιλοσοφίας, με θέματα όπως τα παραπάνω. Δεν είμαι σίγουρος για την Ελλάδα, όμως στο εξωτερικό και στις ΗΠΑ νομίζω ότι αποτελούν μέρος του ακαδημαϊκού ιερού κανόνα για τους μελλοντικούς δικηγόρους. Να, για παράδειγμα, ο Neal Ramee από το University of North Carolina, που επισημαίνει εδώ την αξία της «κρυστάλλινης λογικής» (pristine logic) στα νομικά επιχειρήματα και παρουσιάζει τις λογικές πλάνες (logical fallacies), στις οποίες κινδυνεύει να υποπέσει ο απαίδευτος δικηγόρος• ενώ ο επιτυχημένος δικηγόρος, κατά τον κ. Ramee, συλλογίζεται άμεμπτα και επιχειρηματολογεί κρυστάλλινα: δεν πινς λογική, πινς βιλούδο. Δε φταίω εγώ, έτσι λέει αυτός (στη σελ. 2): Knowing how to spot and avoid them [logical fallacies] can improve your legal writing and advocacy immeasurably. By familiarizing yourself with the fallacies listed on this handout and searching for them in your own writing and the writing of others, you can develop and nurture the habits of “pristine logic” that all successful attorneys employ 

Μου αρέσει τρελά και η συλλογιστική του στο παράδειγμα της σελίδας 3, εκεί που κατακεραυνώνει την «Επίκληση στην Ακατάλληλη Αυθεντία» (Appeal to Inappropriate Authority) στο επιχείρημα: «Η κατοχή πυρηνικών όπλων είναι αποτρόπαιη ηθικά, ακόμα κι ο πατέρας της Η-βόμβας, ο Edward Teller, παρότρυνε τις ΗΠΑ να σταματήσουν την παραγωγή όταν έγινε γνωστό το μέγεθος της καταστροφικής τους δυνατότητας». Αυτό το επιχείρημα, «εξηγεί» ο κ. Neal Ramee, είναι εσφαλμένο διότι o Edward Teller ήταν φυσικός, όχι κληρικός ή ηθικός φιλόσοφος, οπότε «οι απόψεις του σε ηθικά θέματα ήταν ολωσδιόλου έξω από την κατάρτισή του» – ναι, μα την αλήθεια, έτσι γράφει: “completely outside his expertise”. Αυτό το ονομάζει «κρυστάλλινη λογική» ο κ. Ramee (μα γιατί συνήθως η προσφυγή στη «λογική» και στον «ορθολογισμό» γίνεται προκειμένου να υποστηριχτούν Ρεπουμπλικανικές θέσεις; Ιδέα μου είναι ή το έχετε παρατηρήσει κι εσείς;)

Ας αφήσουμε όμως τους (άψογα καταρτισμένους) επαγγελματίες της φιλοσοφίας κι ας πάμε σε πιο πραγματικούς ανθρώπους:

Ο Brett G. Scharffs, από τον δικηγορικό σύλλογο της πολιτείας της Utah, εξομολογείται την πολύτιμη εμπειρία του εδώ (Law and the Limits of Logic): πήγε να διδάξει στη νομική σχολή έχοντας σπουδάσει φιλοσοφία κι αυτό που διαπίστωσε ήταν ότι τα επιχειρήματα όλων έβριθαν από λογικές πλάνες. Όλων μα όλων: φοιτητών, καθηγητών και δικηγόρων. Αρχικά πίστευε κι αυτός, στα βήματα του κ. Ramee πιο πάνω, ότι μόνο οι αποτυχημένοι δικηγόροι υποπίπτουν σε λογικές πλάνες, ενώ οι επιτυχημένοι επιδεικνύουν «κρυστάλλινη λογική». Αυτό όμως που ανακάλυψε ήταν ότι ΟΛΟΙ μπορούν να κατηγορηθούν τυπικά για λογικές πλάνες, απλώς οι επιτυχημένοι δικηγόροι ξέρουν να τις καλύπτουν (κάτι σαν αυτό που λένε στην ξιφασκία: «Όλοι έχουν αδυναμίες, δεν υπάρχει τέλειος ξιφομάχος, όμως ο κακός ξιφομάχος χάνει από τις αδυναμίες του, ενώ ο καλός ξέρει να τις καλύπτει• όσο για τον βιρτουόζο ξιφομάχο, αυτός ξέρει και να τις χρησιμοποιεί»). Ακόμα και ο ίδιος ο νόμος, όπως λέει στη σελ. 5, μπορεί κι αυτός να κατηγορηθεί τυπικά για λογικές πλάνες!

Στην αρχή της καριέρας του σκέφτηκε να αναλάβει τον ρόλο του Ροβεσπιέρου και να καθαρίσει την επιχειρηματολογία των μελλοντικών νομικών από λογικές κηλίδες. Να γίνει κάτι σαν αστυνομία της τυπικής λογικής. Στην πορεία όμως, όπως λέει, αναγκάστηκε να ανασκευάσει: έπαψε να το βλέπει έτσι! Έπαψε να θεωρεί ότι η εγκυρότητα ενός συλλογισμού έχει τόσο να κάνει με τις λογικές πλάνες αυτές καθαυτές, αλλά περισσότερο με τον τρόπο που αυτές χρησιμοποιούνται – δηλαδή, αν χρησιμοποιούνται πονηρά και λαθραία ή ανοιχτά και τίμια. Επίσης, πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η υπαρξιακή μεταστροφή που εξομολογείται στη σελ. 6: αρχικά την είχε δει κομισσάριος της λογικής αρτιότητας, στην πορεία όμως αποδέχτηκε ότι τυπικά όλοι μπορούμε να κατηγορηθούμε για λογικές πλάνες. Θεωρώ τη μαρτυρία του κ. Scharffs άκρως ενδιαφέρουσα, διότι αναφέρει την προσωπική του πορεία και εμπειρία: ότι από επιθεωρητής Ιαβέρης και αμείλικτος κυνηγός των λογικών σφαλμάτων έγινε τελικά Γιάννης Αγιάννης.

(Παρένθεση: Εδώ οφείλω να ζητήσω συγνώμη από τον αναγνώστη, που βάζω τόσους πολλούς δικηγόρους και νομικούς στην ανάρτηση. Ξέρω, δεν είναι συμπαθείς, υπάρχει όμως λόγος που το κάνω: πιστεύω ότι ο τρόπος που σκέφτονται και επιχειρηματολογούν οι δικηγόροι είναι πολύ κοντά στην καθημερινή μας επιχειρηματολογία• στον τρόπο που συζητάμε και αντιδικούμε στο σπίτι μας, στη δουλειά μας, στο ίντερνετ, παντού. Οπότε η δικηγορική εμπειρία έχει αξία για μας – τουλάχιστον έχει πολλά περισσότερα να μας πει από τις αξιώσεις των επαγγελματιών της φιλοσοφίας που προσπαθούν να πουλήσουν το συντεχνιακό τους προϊόν, την υπερεκτίμηση της τυπικής λογικής).

Το πρόβλημα μ’ αυτή τη θρησκεία της τυπικής λογικής είναι η ειδωλολατρία της. Στην πραγματική ζωή και στην πραγματική επιχειρηματολογία, σπάνια ακυρώνεται αυτομάτως η αξία ενός επιχειρήματος από το γεγονός ότι μπορεί τυπικά να κατηγορηθεί για λογικές πλάνες• πρέπει πάντα να το ψάξεις περισσότερο, να δεις πώς τις μεταχειρίζεται ο ομιλητής. Για παράδειγμα, οι Douglas Walton & David M. Godden σ’ ένα πρόσφατο paper τους εδώ αναφέρονται, ανάμεσα στ’ άλλα, στη Επίκληση της Αυθεντίας (Appeal to Authority) και στην Επίκληση της Ευρέως Διαδεδομένης Γνώσης (Appeal to Popular Opinion) και επισημαίνουν ότι αυτές μπορεί να είναι καθόλα θεμιτό μέρος μιας επιχειρηματολογίας (σελ. 3). Αν ο ομιλητής αναφέρεται στην αυθεντία με τον τρόπο που οι φονταμενταλιστές λένε «το γράφει η Αγία Γραφή», τότε ναι, συμφωνώ ότι ο συλλογισμός είναι εσφαλμένος. Από την άλλη όμως, μπορεί ο ομιλητής να εννοεί ότι ο ειδικός στον οποίο αναφέρεται έχει μεγάλη εμπειρία από έναν γνωστικό τομέα οπότε κάτι θα ξέρει για να λέει το Α ή το Β. Τυπικά δηλαδή πρέπει να κάνει κάποιος τον διαχωρισμό αν γίνεται επίκληση αυθεντίας ως χαρισματικού προσώπου και πάνσοφου γκουρού που έχει απόκρυφη σχέση με την αλήθεια, ή αν η επίκληση στην αυθεντία αφορά ουσιαστικά τη συσσωρευμένη εμπειρία πίσω της. Αυτό που βλέπω όμως να γίνεται στους δημόσιους διαλόγους είναι ότι οι Ροβεσπιέροι της τυπικής λογικής λειτουργούνε προσχηματικά και ειδωλολατρικά, με το σκεπτικό «πότε μπορώ να κατηγορήσω τυπικά τον αντίπαλό μου για λογικές πλάνες». Σκεφτείτε π.χ. την επισήμανση του κ. Neal Ramee πιο πάνω για το επιχείρημα με τον Edward Teller, τον πατέρα της Η-βόμβας, που το απέρριψε ως «επίκληση στην ακατάλληλη αυθεντία» («οι απόψεις του σε ηθικά θέματα ήταν ολωσδιόλου έξω από την κατάρτισή του»!). Τι λέτε γι’ αυτό; Αν κάποιος θέλει να επιχειρηματολογήσει ενάντια στην παραγωγή και κατοχή πυρηνικών, είναι άχρηστη η πληροφορία ότι ο ίδιος ο Teller τοποθετήθηκε κατά;

Το νόημα, στο φινάλε, είναι ότι δύσκολα μαθαίνουμε κάτι για την αξία ενός επιχειρήματος από το γεγονός ότι μπορεί τυπικά να κατηγορηθεί για λογικές πλάνες. Πάντα πρέπει να σκάψουμε περισσότερο, να δούμε πώς χρησιμοποιούνται οι λογικές πλάνες ή ακόμα κι αν αυτές υπάρχουν μόνο στη φαντασία του κατηγόρου. Ο οποίος, δεν ξέρω τι να πω, νομίζω ότι υπερβολικά συχνά τείνει να χρησιμοποιεί την επισήμανση «λογικών πλάνων» στον λόγο του αντιπάλου ως όπλο στον διάλογο, για να καταλήξει σε συγκεκριμένες πολιτικοκοινωνικές νοοτροπίες...

Ας πούμε, αυτό που καταλαβαίνω εγώ από τον κ. Neal Ramee πιο πάνω, τον κομισσάριο της «κρυστάλλινης λογικής», είναι ότι πιθανότατα... ψηφίζει Ρεπουμπλικάνους! Δηλαδή, για να το πω στη γλώσσα της στατιστικής: η επίκληση του «ορθολογισμού», της «λογικής», η εμμονική επισήμανση λογικών πλάνων στα επιχειρήματα των άλλων κ.λπ. είναι ένας καλός προγνωστικός δείκτης (predictor) για τις πολιτικές θέσεις κάποιου. Να, για του λόγου το αληθές, έριξα μια ματιά στο ίντερνετ για τον κ. Ramee, να δω περί τίνος πρόκειται• δε χρειάστηκε να ψάξω πολύ, το βρήκα γρήγορα εδώ, στο φύλλο του The News & Observer της 30ης Μαρτίου 2011, κύριο άρθρο: “… school board attorneys Ann Majestic and Neal Ramee wrote in the 42-page response. The Republican-majority school board …”.

Δε θέλω όμως να γίνομαι ισοπεδωτικός ούτε να απαξιώσω την προσέγγιση με τις λογικές πλάνες. Είναι πολύ χρήσιμες, το παραδέχομαι. Όπως παρατηρεί εδώ κι ο Glen Whitman του California State University, ο οποίος κάτι ξέρει από δημόσια debates και αντεγκλήσεις, καταρχήν φαίνεσαι έξυπνος όταν καταγγέλεις τις λογικές πλάνες του αντιπάλου σου με τις λατινικές τους ονομασίες. Αυτό το έχω παρατηρήσει κι εγώ: αν πετάξεις λατινικό μέσα στον διάλογο – petitio principii και onus probandi – τον έσκισες τον αντίπαλο, τον έκανες κομμάτια, κέρδισες τις εντυπώσεις (για κάποιο λόγο όμως το κόλπο δουλεύει μόνο με λατινικά, όχι τόσο με αρχαία ελληνικά, δεν ξέρω γιατί). Και το ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι σαμποτάρεις έτσι τα επιχειρήματα του αντιπάλου σου. Δεν τα αποδυναμώνεις απλώς, τα δυναμιτίζεις, τα διαγράφεις από τον διάλογο. Ο αντίπαλος συνήθως πέφτει στην παγίδα και κάθεται να απολογείται, να εξηγεί για ποιο λόγο το επιχείρημά του παραμένει έγκυρο, με αποτέλεσμα να κουράζει τους θεατές. Οπότε το επιχείρημά του πρακτικά γίνεται καμένο χαρτί. Θυμηθείτε όμως, το κόλπο είναι στις λατινικές ονομασίες.


Σωκράτη Εσύ Superstar 
Το θέμα πηγαίνει πολύ πίσω, μέχρι (ποιον άλλον;) τον Πλάτωνα. Ο οποίος, επηρεασμένος από τους πυθαγόρειους και τους Ίωνες φιλοσόφους, εμπνεύστηκε να μεταφέρει τον μαθηματικό τρόπο σκέψης στα ανθρώπινα θέματα. Αξίωσε δηλαδή ότι υπάρχουν απόλυτες, αφηρημένες, καθολικές, άχρονες έννοιες πίσω από τον χαοτικό κόσμο των ανθρώπινων φαινομένων, οπότε η αλήθεια ενός ισχυρισμού θα πρέπει να είναι κι αυτή απόλυτη.

Είναι γεγονός ότι τα μαθηματικά έχουν μια μεγάλη γοητεία στη συλλογιστική τους: αν εσύ ισχυρίζεσαι Α κι εγώ Β, τότε αυτό συνήθως σημαίνει ότι ο ένας είναι σωστός κι ο άλλος λάθος. Και μάλιστα, για να βρούμε ποιος έχει δίκιο, αρκεί να βάλουμε κάτω τους δύο αποδεικτικούς συλλογισμούς, να τους ελέγξουμε με βάση συντακτικούς κανόνες και ορισμούς που έχουν στάτους αντικειμενικότητας, οπότε θα οδηγηθούμε σε μια τελική κρίση ελεύθερη από ιδεολογίες και υποκειμενικότητα. Ένα τρίγωνο έχει άθροισμα γωνιών 180 μοίρες τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΣΣΔ. Οι οντότητες και η έννοιες με τις οποίες ασχολούνται τα μαθηματικά είναι ίδιες για τον δεξιό και τον αριστερό, τον φονταμενταλιστή και τον φιλευλεύθερο.

Ο Πλάτωνας ζήλεψε αυτό το προνόμιο των μαθηματικών και θέλησε να λειτουργήσει σαν μαθηματικός ανθρώπων σ’ έναν τέλειο κόσμο εννοιών, αμόλυντο από αβεβαιότητα. Η αλήθεια γι’ αυτόν ήταν οικουμενική και προσπελάσιμη δια της νόησης• δεν ήταν αλήθεια, ήταν Αλήθεια. Και μάλιστα 3Α: Απλή, Απόλυτη, Αντικειμενική (όλα με κεφαλαίο όταν έχουμε να κάνουμε με Πλάτωνα). Αλήθεια υπό προϋποθέσεις ή υπό απροσδιοριστία ήταν βδέλυγμα γι’ αυτόν, απαιτούσε οι κρίσεις και οι ορισμοί μας να μην έχουν το παραμικρό ίχνος αβεβαιότητας, όπως στα μαθηματικά. Αν ζούσαμε στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., σίγουρα θα μας είχε στριμώξει σε κάποια στιγμή ο Σωκράτης (άπλυτος σαν λυχνοστάτης) για να μας εκμαιεύσει κάποιον καθολικά αφηρημένο ορισμό, το αντίστοιχο των μαθηματικών οντοτήτων στα ανθρώπινα θέματα:

Σωκράτης. Μένωνα, δείξε καλοσύνη και πες μου «αρετή» τι σημαίνει. Δεν βρήκα άνθρωπο που να ξέρει.
Μένων. Πανεύκολο, Σωκράτη. Πάρε, για παράδειγμα, την αρετή του άνδρα. Πρέπει να ξέρει να κυβερνά, να ωφελεί τους φίλους του, να βλάπτει τους εχθρούς του και να φυλάγεται μην κακοπάθει. Θες να μάθεις για την αρετή της γυναίκας; Να κάνει κουμάντο στο σπιτικό της, να υπακούει στον σύζυγο και τα εν οίκω να μην τα βγάζει εν δήμω. Όλες οι ηλικίες κι οι βιοτικές περιστάσεις έχουν την αρετή τους – νέοι και γέροι, άνδρες και γυναίκες, ελεύθεροι και δούλοι.
Σωκράτης. Τυχερός που είμαι, Μένωνα! Μία σου ζήτησα, πολλές μου δίνεις! Όλες όμως πρέπει να έχουν κάποια κοινή φύση που να τις καθιστά αρετές. Κατάλαβες;
Μένων. Έχεις ορισμό που να τις καλύπτει όλες;
Σωκράτης. Αυτόν ψάχνω.
Μένων. Αν θέλεις έναν γενικό ορισμό, θα έλεγα ότι αρετή είναι η δύναμη να κυβερνάς τους ανθρώπους.
Σωκράτης. Μήπως θα ήθελες να προσθέσεις «δίκαια»;
Μένων. Ναι, πράγματι, η δικαιοσύνη είναι αρετή.
Σωκράτης. Θα έλεγες ότι είναι «αρετή» ή «μία αρετή»;
Μένων. Τι θες να πεις;
Σωκράτης. Όταν μιλάμε έτσι, «μία αρετή», υπονοούμε ότι υπάρχουν κι άλλες.
Μένων. Πολύ σωστό, υπάρχουν κι άλλες αρετές εκτός από τη δικαιοσύνη. Το θάρρος, η σοφία, η εγκράτεια, η μεγαλοψυχία.
Σωκράτης. Ξαναγυρνάμε στα ίδια, Μένωνα, ψάχνουμε για μία και καταλήγουμε σε πολλές. Δεν μπορέσαμε να βρούμε τον κοινό παρονομαστή όλων των αρετών. 

Περάσαν πολλοί αιώνες από τότε, όμως κρατάει χρόνια αυτή η πλατωνική κολώνια. Δηλαδή κι επιστρέφοντας στο δικό μας θέμα, η αξίωση πως η διανοητική ανάλυση ενός επιχειρήματος μπορεί να καταδείξει με τέτοια σαφήνεια τα τυφλά σημεία και τους ιδεολογικούς χρωματισμούς, ώστε όλοι να πειστούν στο φινάλε και να καταλήξουν στην ίδια εκτίμηση. Αυτός είναι ο πυρήνας πίσω από τη θρησκειοποίηση της τυπικής λογικής, πίσω από την ειδωλολατρία με τις λογικές πλάνες.

Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι είναι πολύ μικρότερη η αξία της τυπικής (και της μαθηματικής) λογικής απ’ ό,τι συνήθως της αποδίδεται. Κανείς δεν αντιλέγει ότι έχει μια κάποια αξία κι ότι ορισμένες φορές υπάρχει νόημα στο να αναλύσεις ένα επιχείρημα με τα εργαλεία της τυπικής λογικής, να δεις αν ένας συλλογισμός είναι τυπικά εσφαλμένος κ.λπ. Όμως είναι πολύ λίγες αυτές οι φορές! Εγώ τουλάχιστον, στη ζωή μου, δεν τις έχω βρει πολλές. Στις οικείες μας συζητήσεις, διαφωνίες και αντιδικίες, αντιθέτως, έχω βρει σημαντικά άλλα στοιχεία, ως προς τα οποία η παραδοσιακή αναλυτική φιλοσοφία υπήρξε τυφλή.

Ισχυρίζομαι επίσης ότι το κακό φτάνει ως τη ρίζα του θέματος, ως την πλατωνική αξιώση πως υπάρχουν Αλήθειες 3Α και στη μεταφορά του μαθηματικού τρόπου σκέψης στα ανθρώπινα θέματα. Σε πείσμα του Πλάτωνα (και του κ. Ramee), υποστηρίζω ότι δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια στο πρόβλημα της υποκειμενικότητας και να το εξορκίζουμε με αληθοπίνακες. Μ’ άλλα λόγια, ισχυρίζομαι ότι πιο θεμελιώδες κι από την τυπική ή την μαθηματική λογική είναι τα τυφλά σημεία που έχει ο καθένας μας, ένα υπόστρωμα από πεποιθήσεις, αξίες, εμπειρίες κ.λπ., μέσα από το οποίο κρίνει τις καταστάσεις, και το οποίο συνήθως περνάει απαρατήρητο. Είναι πιο θεμελιώδες από την τυπική λογική διότι είναι σαν την κολώνια: συνήθως την αντιλαμβάνονται οι εξωτερικοί παρατηρητές, όχι όμως ο φορέας της. Αυτός ο τελευταίος απλά βλέπει τις αλήθειες του ως οικουμενικές αλήθειες, τις θεωρεί αντικειμενική πραγματικότητα (και τσατίζεται με τους άλλους που «δεν βλέπουν τα αυτονόητα», που «υποπίπτουν σε λογικές πλάνες», που «κάνουν λογικά σφάλματα» κ.λπ.).

Δεν τα ισχυρίζομαι μόνος μου όλα αυτά, ανακάλυψα ότι έχω και παρέα:


Τι Καταρρίπτει Ένα Επιχείρημα;
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, επιστρέφουμε στο περίφημο άρθρο του H.L.A. Hart, The Ascription of Responsibility and Rights, που το χρησιμοποίησα σαν αφορμή για τη συζήτηση – ένα άρθρο που προκάλεσε αίσθηση καθότι υπήρξε μια φωνή ενάντια στην παραπάνω φιλοσοφική παράδοση, ένα εμφατικό: ΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΔΕΝ ΣΚΕΦΤΟΝΤΑΙ ΕΤΣΙ! Θεμελιωδώς όμως δεν σκέφτονται έτσι, είναι ριζικά διαφορετική η συλλογιστική τους. Με ενδιαφέρουν οι παρατηρήσεις του Hart διότι κρίνω ότι ισχύουν και για τις οικείες μας συζητήσεις, διαφωνίες και αντιδικίες.

Ο Hart λοιπόν παρατηρούσε ότι οι δικηγόροι πρακτικά σκέφτονται με έναν και μόνο τρόπο: τι καταρρίπτει έναν ισχυρισμό; (ή, εναλλακτικά, τι ενδυναμώνει έναν ισχυρισμό;). Και είναι τόσο διαφορετικός αυτός ο τρόπος σκέψης από τον στενό κορσέ της τυπικής λογικής (formal logic), ώστε πρέπει να βάλουμε άλλον όρο – “defeasible reasoning” ήταν ο όρος του Hart, ο οποίος έχει πια καθιερωθεί σήμερα (θα τον βρείτε και με τον ισοδύναμο όρο “non-monotonic reasoning”). Τρεις λόγους θίγει ο Hart γι’ αυτήν την ανεπάρκεια της τυπικής λογικής μέσα στη δικαστική αίθουσα:

(1) Αντίθετα με τα μαθηματικά, μέσα στα δικαστήρια συνήθως δεν έχουμε καμία θετικότητα να πιαστούμε. Όλα είναι υπό το ημίφως των διαθέσιμων τεκμηρίων, όλα μπορούν να αμφισβητηθούν – ακόμα και το τι αποτελεί «τεκμήριο» μπορεί να αμφισβητηθεί! Μια αλυσίδα αβεβαιότητας η οποία δεν καταλήγει πουθενά, διαιωνίζεται φρακταλικά χωρίς τέλος.

Στα μαθηματικά λέμε π.χ. ότι ένα σύνολο είναι διανυσματικός χώρος αν πληρούνται κάποιες ικανές και αναγκαίες συνθήκες• τις ελέγχουμε μία-μία και αποφαινόμαστε ότι το σύνολο είναι ή δεν είναι διανυσματικός χώρος. Το νομικό παράδειγμα του Hart ήταν η λέξη σύμβαση (contract). Ένας τυπικός νομικός ορισμός συνήθως αναφέρει ότι σύμβαση είναι μια δικαιοπραξία δύο ή περισσότερων μερών, προφορική ή γραπτή, τα στοιχεία της οποίας είναι η προσφορά, η εξέταση, η αποδοχή και η ελεύθερη βούληση, κάπως έτσι (σημείωση: ο Hart ήταν Βρετανός και μιλούσε από τη σκοπιά του νομολογιακού δικαίου – common law). Ακούγεται εύλογο και καλά προσδιορισμένο, έχει και μια επίφαση μαθηματικότητας ή, έστω, προσδιορισιμότητας. Ο δικηγόρος όμως δεν εξετάζει ικανές και αναγκαίες συνθήκες, να δει αν έχουμε (α) προσφορά, (β) αποδοχή, (γ) ελεύθερη βούληση κ.λπ., οπότε να αποφανθεί τελικά ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει περίπτωση (έγκυρης) σύμβασης. Διότι συνήθως όλα βρίσκονται στο μισοσκόταδο κάποιων διαθέσιμων τεκμηρίων. Οπότε ο δικηγόρος τείνει να σκέφτεται περισσότερο από πάνω προς τα κάτω, παρά αντιστρόφως – δηλαδή: προκειμένου να χτυπήσω τον ισχυρισμό ότι έχουμε περίπτωση (έγκυρης) σύμβασης, τι μπορώ να αμφισβητήσω; Την προσφορά; Την αποδοχή; Την ελεύθερη βούληση; κ.λπ. Με άλλα λόγια, όπως συνήθως σκεφτόμαστε κι εμείς, στις οικείες μας συζητήσεις και διαφωνίες!

Δεν μας αρέσει αυτή η αίσθηση, να μην έχουμε καμία θετικότητα να πιαστούμε. Φοβάμαι όμως ότι είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αποφύγουμε, τόσο στα δικαστήρια όσο και στα ζητήματα της καθημερινής μας ζωής: όλα βρίσκονται στο μισοσκόταδο, όλα εξαρτώνται από τα ελλιπή τεκμήρια που διαθέτουμε – που ούτε κι αυτά είναι απόλυτα. Και το παράδειγμα του Hart, ο όρος «σύμβαση», δεν είναι καθόλου τραβηγμένο• όπως τονίζει ο James S. Raymond από το University of Alabama εδώ (The Limits of Logic in Legal Argumentation), μέσα στα δικαστήρια μπορούν να αμφισβητηθούν και οι πιο κοινοί όροι – τι είναι «όπλο», «υπάλληλος», «αεροσκάφος» κ.α. (σελ. 5). Η τυπική λογική για να δουλέψει θέλει θετικότητες, θέλει να έχεις έδαφος να πατήσεις. Φοβάμαι όμως ότι στα πραγματικά ζητήματα της πραγματικής ζωής (είτε μέσα στα δικαστήρια είτε εκτός), όλα είναι στο μισοσκόταδο και όλα μπορούν να αμφισβητηθούν. Οπότε καταρρέει ο μαθηματικός τρόπος σκέψης – από κάτω προς τα πάνω, με ικανές και αναγκαίες συνθήκες – και σκεφτόμαστε περισσότερο από πάνω προς τα κάτω: τι μπορώ να ισχυριστώ, τι καταρρίπτει ένα επιχείρημα.

(2) Ο δεύτερος λόγος είναι ότι μέσα στα δικαστήρια (και στην πραγματική ζωή) όλα έχουν οικολογία (είναι context-dependent). Πάντα είναι κάποιος που λέει κάτι, σε μια συγκεκριμένη περίσταση κ.λπ. Η τυπική λογική, προκειμένου να δουλέψει, θέλει απολυτότητες:

(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Β) Ο Σαμαράς είναι πολιτικός
------------ άρα: ----------------------
(Σ) Ο Σαμαράς είναι ψεύτης

Έτσι, χωρίς οικολογία, προτάσεις που πέφτουν από τον ουρανό. Στην πραγματική ζωή όμως τίποτα δεν πέφτει από τον ουρανό κι οι συλλογισμοί που συνήθως αντιμετωπίζουμε είναι κάτι σαν:

(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Γ) «Ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιώργος.

Τι κάνουμε, το δεχόμαστε; Είναι αξιόπιστος ο Γιώργος; Για ποιο λόγο το είπε, πού αποσκοπούσε; Σε ποιο ακροατήριο απευθυνόταν; Πώς όρισε το «πολιτικός»; Πώς όρισε το «Σαμαράς»; Ψάχνοντας περισσότερο την υπόθεση, βρίσκουμε ένα παραπάνω στοιχείο:

(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Γ) «Ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιώργος.
(Δ) «Ο Γιώργος δεν είναι σε θέση να ξέρει αν ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιάννης.

Αυτό το δεχόμαστε; Είναι αξιόπιστος ο Γιάννης;... κ.λπ. Ψάχνοντας κι άλλο την υπόθεση, βρίσκουμε ακόμα ένα στοιχείο:

(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Γ) «Ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιώργος.
(Δ) «Ο Γιώργος δεν είναι σε θέση να ξέρει αν ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιάννης.
(Ε) «Ο Γιάννης τακτικά ισχυρίζεται ότι οι αντίδικοί του δεν είναι σε θέση να ξέρουν, ως ρητορικό όπλο για να απαξιώσει τους ισχυρισμούς τους», λέει ο Νίκος.

Αυτό το δεχόμαστε; Είναι αξιόπιστος ο Νίκος; Αποδυναμώνεται ο συγκεκριμένος ισχυρισμός του Γιάννη αν ισχύει αυτό που λέει ο Νίκος;... και ούτω καθεξής. Δηλαδή, αναλώνουμε τον περισσότερο χρόνο μας σε τέτοια ζητήματα οικολογίας των ισχυρισμών, και ελάχιστα έχουμε να κάνουμε με το καλά ρυμοτομημένο πεδίο της τυπικής λογικής, δηλαδή με εφαρμογή συντακτικών κανόνων πάνω σε απόλυτες προτάσεις, οι οποίες πέφτουν από τον ουρανό, χωρίς οικολογία. Και συνήθως διαθέτουμε ελάχιστες θετικότητες για να πιαστούμε: όλα μπορούν να αμφισβητηθούν! Οπότε μοιραία ο τρόπος σκέψης μας αλλάζει, έτσι ακριβώς όπως περιέγραψε ο Hart: τι μπορώ να ισχυριστώ, τι ενισχύει έναν ισχυρισμό, τι καταρρίπτει έναν ισχυρισμό. Defeasible reasoning.

Πείτε μου όμως κι εσείς: σας κάνουν καθόλου κλικ τα παραπάνω; Πώς κρίνετε ότι λειτουργούμε στις πραγματικές συζητήσεις της πραγματικής ζωής;

(3) Ο τρίτος λόγος είναι το πρόβλημα της υποκειμενικότητας, το οποίο πολύ συχνά μεταφράζεται μέσα στη δικαστική αίθουσα και στην καθημερινή μας ζωή ως: ποιος έχει το βάρος της απόδειξης;

Στα μαθηματικά δεν υπάρχει υποκειμενικότητα, δεν υπάρχει «περί ορέξεως ουδείς λόγος» ούτε «εγώ το βλέπω έτσι, εσύ το βλέπεις αλλιώς». Όταν λες κάτι συνήθως είσαι σωστός ή λάθος, τελεία και παύλα. Ο Πλάτωνας οραματίστηκε μια παρόμοια υπέρβαση της υποκειμενικότητας στα ανθρώπινα θέματα, με αναγωγή σε άχρονες και απόλυτες Ιδέες, όμοιες για όλους. Όμως ο Hart ήταν σοβαρός άνθρωπος, γι’ αυτό και έχει αξία η παρατήρησή του. Αναλυτικότερα:

Συνήθως λέμε ότι extraordinary claims require extraordinary proofs – αν ισχυρίζεσαι κάτι εξαιρετικό, τότε θα πρέπει να προσκομίσεις και εξαιρετικά τεκμήρια για να σε πάρουμε στα σοβαρά. Ο Μπέρτραντ Ράσελ νόμιζε ότι είπε κάτι πολύ σοφό με την γνωστή κοινοτοπία του για την τσαγιέρα (ότι αν ισχυρίζεσαι πως υπάρχει μια τσαγιέρα σε τροχιά ανάμεσα στον Άρη και τον Δία, τότε είναι δικό σου καθήκον να προσκομίσεις εξαιρετικά στοιχεία κ.λπ. κ.λπ.). Χαίρω πολύ, δε μας είπε κάτι καινούργιο, αυτό όλοι το καταλαβαίνουν. Όλοι δέχονται ότι extraordinary claims require extraordinary proofs, δεν είναι εκεί το ζήτημα που πρακτικά προκύπτει...

To ζήτημα που πρακτικά προκύπτει είναι ποιος λέει τα «αυτονόητα» και ποιος τα «εξαιρετικά»! Τόσο μέσα στα δικαστήρια όσο και στην καθημερινότητα. Διότι τα δικά σου «αυτονόητα» δεν είναι δικά μου «αυτονόητα» – και αντιστρόφως. Να το πω στη γλώσσα της στατιστικής: η δική σου μηδενική υπόθεση δεν είναι δική μου μηδενική υπόθεση – και αντιστρόφως. Κάτι που εκδηλώνεται συχνά ως αίτημα προς τον διαλεκτικό αντίπαλο να φορτωθεί αυτός το βάρος της απόδειξης.

O Πλάτωνας, κι ακόμα πιο εμφατικά ο Καρτέσιος, αξίωσε ότι η νόηση είναι το κατεξοχήν όχημα που έχουμε για την παραγωγή γνώσης. Με απλά λόγια και στην περίπτωσή μας, αυτό μεταφράζεται στην αξίωση πως η διανοητική ανάλυση ενός επιχειρήματος είναι ικανή να καταδείξει τους ιδεολογικούς χρωματισμούς με τέτοια σαφήνεια και πειστικότητα, ώστε τα συμπεράσματα να γίνουν αμοιβαίως αποδεκτά από όλους. Ιδεολογία – Διανοητική Ανάλυση, σημειώσατε 2. Το σύμβολο αυτής της αξίωσης υπήρξε ο Σωκράτης (άπλυτος σαν λυχνοστάτης), σ’ εκείνους τους εκτός πραγματικότητας πλατωνικούς διαλόγους, όπου παρουσιαζόταν να φέρνει τους διαλεκτικούς του αντιπάλους σε αδιέξοδο με τη οξύτητα της ανάλυσής του, και να τους κάνει να συνειδητοποιούν τα τυφλά τους σημεία. Τα μαθαίναμε στο σχολείο, θυμάστε, και δεν τα συναντήσαμε ποτέ στην πραγματική ζωή. Για πρώτη φορά αυτό αμφισβητήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τη σχολή της Φαινομενολογίας στην Ευρώπη κι από τους Αμερικάνους Πραγματιστές. Με τη Φαινομενολογία και τον Αμερικάνικο Πραγματισμό, η φιλοσοφία έπαψε να είναι «υποσημειώσεις στον Πλάτωνα». Ο Edmund Husserl θεωρούσε ότι η δύναμη των ιδεολογικών χρωματισμών είναι συνήθως τόσο ισχυρή, ώστε δεν φτάνει η διανοητική ανάλυση... Απαιτείται επιπλέον και η ικανότητα να μπορείς να κρατάς απόσταση από τις ιδέες σου. Η ικανότητα να αναρωτιέσαι συνεχώς αν στραβός είναι ο γυαλός ή εγώ στραβά αρμενίζω, ακόμα και για τα «αυτονόητά» σου. Κάτι το οποίο, όπως είπε ο Husserl, είναι μια ικανότητα, σαν το ποδήλατο, όχι μια διανοητική πράξη, όχι κάτι που διδάσκεται από βιβλία. Μπορεί να είσαι υψηλά καταρτισμένος και μορφωμένος (ακόμα και με σπουδές αναλυτικής φιλοσοφίας ή μαθηματικής λογικής) και να την έχεις ή να μην την έχεις• μπορεί να είσαι στοιχειωδώς μορφωμένος και να την έχεις ή να μην την έχεις. Ιδεολογία – Διανοητική Ανάλυση, σημειώσατε 1. Οπότε, η νόηση δεν είναι το κατεξοχήν όχημα για την παραγωγή γνώσης: απαιτείται επιπλέον και η ικανότητα να μυρίζεις την ίδια σου την κολώνια.

Εσείς τι λέτε; Πώς το ‘χετε βρει στη ζωή σας; Έχετε βρει ότι η δύναμη της «κρυστάλλινης λογικής» και της διανοητικής ανάλυσης καταδεικνύει με πειστικότητα τους ιδεολογικούς χρωματισμούς, όπως στους πλατωνικούς διαλόγους; Ή μήπως ότι αυτό που γίνεται συνήθως είναι ότι ο καθένας βάζει τη διανοητική ανάλυση και την «κρυστάλλινη λογική» στην υπηρεσία της ιδεολογίας του; (χρησιμοποιώ τη λέξη με την ευρύτερη δυνατή έννοια).

Ξεχωριστό κεφάλαιο εδώ αποτελούν και τα μπινελίκια. Δηλαδή, η διασκέδαση που μας προσφέρουν οι Ροβεσπιέροι της «κρυστάλλινης λογικής», όταν χάνουν την υπομονή τους με τον διαλεκτικό τους αντίπαλο κι αρχίζουν τα γαλλικά. Συμβαίνει συνέχεια και δεν προβλέπεται από τους πλατωνικούς διαλόγους. Εκεί συνήθως ο Σωκράτης (άπλυτος σαν λυχνοστάτης) παρουσιαζόταν τελικός θριαμβευτής, με τους διαλεκτικούς του αντιπάλους να ομολογούν την άγνοιά τους. Στην πραγματική ζωή, ο καθένας θεωρεί ότι είναι Σωκράτης που μιλά με «κρυστάλλινη λογική» στο όνομα της «αντικειμενικότητας», της «αλήθειας» κ.λπ., και τσατίζεται με τον Σωκράτη της άλλης πλευράς, που κι αυτός θεωρεί ότι μιλά με «κρυστάλλινη λογική» στο όνομα της «αντικειμενικότητας». Και, φυσικά, τι συμβαίνει όταν έχουμε Σωκράτη εναντίον Σωκράτη, «κρυστάλλινη λογική» εναντίον «κρυστάλλινης λογικής»; Γίνεται αυτό που διαπίστωνε κάποτε ο Τάκης Κονδύλης: «Οι θεωρητικές αναμετρήσεις μεταξύ φιλοσόφων γίνονται ειλικρινείς μόνο όταν καταλήγουν σε προσωπικές ύβρεις» (Στοχασμοί και Αποφθέγματα, Νέα Εστία τ.1717).

Ας δείξω πώς συμβαίνουν τα παραπάνω στη δικαστική πράξη με ένα πραγματικό παράδειγμα του James S. Raymond από εδώ (The Limits of Logic in Legal Argumentation), σελ. 9-12, για την επίδοση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην υπόθεση Kimel v. Florida Board of Regents (2000). Το θέμα που προέκυψε ήταν αν εφαρμοζόταν ή όχι η 11η Τροπολογία του Συντάγματος στη συγκεκριμένη υπόθεση – αν οι πολίτες μπορούν να κινηθούν δικαστικά εναντίον της πολιτειακής κυβέρνησής τους. Η 11η Τροπολογία προέβλεπε ότι οι πολίτες δεν μπορούν να κινηθούν δικαστικά εναντίον άλλης πολιτειακής κυβέρνησης. Τι γίνεται όμως, όπως στην υπόθεση Kimel, που ήταν περίπτωση πολιτών εναντίον της δικής τους κυβέρνησης; Η 11η Τροπολογία ήταν τυπικά βουβή εδώ και άφηνε περιθώρια ερμηνείας. Τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου μοιράστηκαν πάνω σ’ αυτό το ζήτημα:

Η δικαστής O’ Connor, παραθέτοντας συγκεκριμένες παλαιότερες υποθέσεις, ήταν πεπεισμένη ότι διάβαζε την «καθιερωμένη ερμηνεία» της Τροπολογίας, επικυρωμένη από μια μακρόχρονη παράδοση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (τα «αυτονόητα», δηλαδή): “This Court has long ‘understood the Eleventh Amendment to stand not so much for what it says, but for the presupposition … which it confirms’”.

Ο δικαστής Stevens ενίστατο γι’ αυτόν τον «δικαστικό ακτιβισμό» (judicial activism), επέμενε να προσκολληθεί στο γράμμα του νόμου, οπότε φυσικά έβλεπε δικαστική αυθαιρεσία και αντισυναγματικότητα (τα «αυτονόητα», επίσης): “There is not a word in the text of the Constitution supporting the Court’s conclusion that the judge-made doctrine of sovereign immunity … The Eleventh Amendment simply does not support the Court’s view”.

Ούτε «δικαστικός ακτιβισμός» ήταν ούτε η «καθιερωμένη ερμηνεία» της Τροπολογίας. Όπως εξηγεί ο Raymond, σελ. 11, ήταν ένα γενικότερο ιδεολογικό ζήτημα, ως προς τις μειονότητες των ΗΠΑ, το οποίο είχε διχάσει τότε τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου: μερικοί θεωρούσαν ότι μόνο η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση μπορούσε να εγγυηθεί τα δικαιώματά τους, ότι οι πολιτειακές κυβερνήσεις δεν είναι αξιόπιστες, οπότε καλά έκανε ο Λευκός Οίκος και επενέβαινε στις πολιτειακές κυβερνήσεις, ενώ άλλοι το έβλεπαν εντελώς αντίθετα, ότι η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση σφετεριζόταν προνόμια των πολιτειακών κυβερνήσεων. Οπότε όταν ήρθε η υπόθεση Kimel υπόψη τους, ο καθένας την είδε υπό αυτό το πρίσμα. Όμως δεν μπορούσαν να το συνειδητοποιήσουν αυτό, ώστε τουλάχιστον να το παραδεχτούν ανοιχτά και να συννενοηθούν μεταξύ τους• ο καθένας διάβαζε το «πραγματικό νόημα» της 11ης Τροπολογίας πίσω από τις λέξεις ή όριζε τον όρο «μειονότητα» έτσι ώστε να περιλαμβάνει ή να μην περιλαμβάνει τους ηλικιωμένους κ.λπ. Ο καθένας μιλούσε στο όνομα της «αλήθειας»!

Και φυσικά αγανακτούσε με τους άλλους που «δε βλέπουν τα αυτονόητα». Μπορούμε να νιώσουμε τον εκνευρισμό της O’ Connor με τους συναδέλφους της στα λόγια της: “The present dissenters’ refusal to accept the validity and natural import of decisions like Hans, rendered over a century ago by this Court, makes it difficult to engage in additional meaningful debate on the place of state sovereign immunity” κ.λπ. κ.λπ. Ένας (πολύ κομψός, ομολογουμένως) τρόπος να πεις στην επιτηδευμένη γλώσσα της μορφωμένης μεσαίας τάξης: «α γαμήσου, ρε ηλίθιε».

Είναι ορισμένοι από τους πιο καταρτισμένους και έμπειρους δικαστές των ΗΠΑ, ίσως και όλου του κόσμου: η κρεμ ντε λα κρεμ. Είμαι σίγουρος ότι είναι και ευφυέστατοι, όλοι τους με υψηλό IQ (και δεν αμφιβάλλω ότι έκαναν μαθήματα τυπικής λογικής και αναλυτικής φιλοσοφίας στη νομική σχολή). Κι όμως δεν μπορούν να κρατήσουν μια απόσταση από την ιδεολογία τους ώστε τουλάχιστον να συνεννοηθούν μεταξύ τους!

Στην προέκτασή τους, οι επισημάνσεις αυτές είναι ένας ανθρωπισμός. Ένα «ειρήνη ημίν». Δηλαδή, μην κατηγορείς τον διαλεκτικό σου αντίπαλο για παραλογισμό, είναι κι αυτός τόσο λογικός όσο κι εσύ. Και οι δυο δέχεστε ότι extraordinary claims require extraordinary proofs, όμως βλέπετε διαφορετικά «αυτονόητα» και τα γενικεύετε σε καθολικά, οικουμενικά «αυτονόητα» χωρίς να το καταλαβαίνετε. «Ένα δέντρο είναι κάτι διαφορετικό για έναν ξυλοκόπο, για έναν γεωπόνο και για έναν δραπέτη που τον κυνηγά το απόσπασμα», έλεγε ο Αμερικάνος κοινωνιολόγος Herbert Blumer. Ο πρώτος κοιτάζει το δέντρο και βλέπει «εισόδημα», ο δεύτερος βλέπει «ζωντανό οργανισμό», ο τρίτος βλέπει «κρυψώνα». Ο ξυλοκόπος θα πει τα αυτονόητα γι’ αυτόν, «να κόψουμε το δέντρο» και οι άλλοι δυο θα του ζητήσουν extraordinary proofs για μια τέτοια εξωφρενική πρόταση• ο δραπέτης θα πει τα δικά του αυτονόητα, «να σκαρφαλώσουμε στο δέντρο» κ.ο.κ.


Επίλογος
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από το 1948 κι από τις συζητήσεις που προκάλεσε το άρθρο του H.L.A. Hart. Ο όρος του, defeasible reasoning, σήμερα πλέον έχει καθιερωθεί. Θα έλεγα ότι το άρθρο του υπήρξε, μεταξύ άλλων, και μια αποενοχοποίηση, διότι πολλοί επαγγελματίες κατόπιν πήραν θάρρος να βγουν από την ντουλάπα και να τονίσουν το ίδιο πράγμα: στο αντικείμενό μας δεν σκεφτόμαστε με τον στενό κορσέ της τυπικής λογικής, αλλά έτσι ακριβώς όπως παρατήρησε ο Hart, τι μπορώ να υποστηρίξω, τι ενδυναμώνει ή αποδυναμώνει ή καταρρίπτει ένα επιχείρημα (και είναι πολλά αυτά που μπορούν να καταρρίψουν ένα επιχείρημα). Αφήνω σε σας την τελική κρίση για το αν και κατά πόσο στη ζωή μας έχουμε συνήθως να κάνουμε με ζητήματα καλά ρυμοτομημένα, με θετικότητες και απολυτότητες, ή με ζητήματα δυναμικά και ρευστά, στα οποία όλα μπορούν να αμφισβητηθούν και δεν έχουμε πού να πατήσουμε.

Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα εδώ, κάτι πολύ σημαντικό:

Μια απρόσμενη δικαίωση για τις παρατηρήσεις του Hart ήρθε από τον χώρο της Τεχνητής Νοημοσύνης: κάπου μέσα στη δεκαετία του ’70, οι τότε πιονιέροι της ΑΙ (John McCarthy, Herbert Simon κ.λπ.) διαπίστωσαν ότι η παραδοσιακή τυπική λογική ήταν εντυπωσιακά άχρηστη προκειμένου να τυποποιήσει τη λειτουργία ενός ρομπότ σε πραγματικό περιβάλλον. Δηλαδή, ότι προκειμένου τα ρομπότ να βγουν από τα εργαστήρια και να επιτελέσουν πραγματικούς στόχους σε πραγματικό περιβάλλον, ήταν απαραίτητο να σκέφτονται διαφορετικά, πάνω σε μια διάσταση για την οποία η παραδοσιακή τυπική λογική υπήρξε τυφλή: όχι να εφαρμόζουν τους κανόνες του de Morgan, αλλά συνεχώς να αλλάζουν συμφραζόμενα (contexts), συνεχώς να βλέπουν τον επιδιωκόμενο στόχο μέσα στο περιβάλλον υπό διαφορετικό πρίσμα. Η συλλογιστική τους έπρεπε να αλλάξει και να γίνει defeasible, όπως ακριβώς παρατήρησε ο Hart: τι μπορώ να ισχυριστώ και τι καταρρίπτει ένα επιχείρημα – με τους τρόπους κατάρριψης ενός επιχειρήματος να είναι οι αφορμές που οδηγούν το ρομπότ να αλλάξει πλαίσιο και να δει την κατάσταση διαφορετικά. Αυτό ήταν κάτι που ανακάλυψαν απρόσμενα οι ερευνητές της ΑΙ, χωρίς καν να το είχαν φανταστεί αρχικά.

Αν κάτι σημαίνει αυτό για μας, τους ανθρώπους, είναι ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της συνηθισμένης μας λειτουργίας και ευφυΐας – πολύ μεγαλύτερο από ό,τι είχαμε φανταστεί παλιότερα – δεν έχει τόσο να κάνει με εφαρμογή κανόνων επάνω σε σύμβολα ή με λογικές πράξεις ή με μεθόδους Simplex ή με βελτιστοποίηση μιας τυποποιημένης ποσότητας κ.λπ., αλλά με συνεχή αλλαγή συμφραζομένων, συνεχώς να θέτουμε το ζήτημα σε νέο πλαίσιο, συνεχώς να παίρνουμε το ζήτημά μας και να το κάνουμε στοιχείο ενός άλλου ζητήματος κ.ο.κ. Τα προβλήματα που συνήθως αντιμετωπίζουμε στη ζωή μας – είτε τα μεγάλα, κοσμογονικά προβλήματα είτε τα οικεία και καθημερινά – δεν έχουν καλούς ορισμούς, όπως τα μαθηματικά προβλήματα: δεν περιγράφονται εύκολα, δεν τυποποιούνται εύκολα, ενώ είναι δυναμικά κι αλλάζουν συνεχώς σε πραγματικό χρόνο• δεν είναι παγωμένες φωτογραφίες αλλά ρευστά βίντεο. Δεν τυποποιούνται εύκολα τα στοιχεία τους, διότι δεν είναι από την αρχή σαφές ποια είναι τα σχετικά στοιχεία για την επίλυσή τους και ποια τα αδιάφορα• δεν τυποποιείται εύκολα ο χώρος λύσεών τους, διότι δεν είναι από την αρχή σαφές ποιες οι υποψήφιες λύσεις και ποιες όχι. Και η επίλυσή τους έχει περισσότερο να κάνει με συνεχή και δημιουργικό ανασχηματισμό του προβλήματος, συνεχή αλλαγή συμφραζομένων, παρά με εφαρμογή τυπικών κανόνων πάνω σε σύμβολα. Σαν να βάζουμε συνεχώς το πρόβλημα σε νέο φόντο, οπότε να αναδεικνύονται άλλα στοιχεία και να αλλάζει η δομή του συνεχώς. Αυτή είναι μια διαπίστωση την οποία οφείλουμε και στην Τεχνητή Νοημοσύνη.

Σκεφτείτε ένα οικείο παράδειγμα: βγαίνω από το σπίτι μου το πρωί να πάω στη δουλειά, τραβάω την εξώπορτα και... ανακαλύπτω ότι κλείδωσα μέσα τα κλειδιά. Τι κάνω τώρα; Εδώ δεν είναι εύκολα προσδιορίσιμο ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα και ποιος ο συγκεκριμένος στόχος του. Να δοκιμάσω να ξαναμπώ στο σπίτι, π.χ. ανοίγοντας την πόρτα με την ταυτότητα; Όχι αναγκαστικά, μπορώ να χτυπήσω στη σπιτονοικοκυρά, που κρατά ένα κλειδί ρεζέρβα. Ούτε κι αυτό όμως είναι αναγκαστικό, ίσως βιάζομαι να πάω στη δουλειά, οπότε μπορώ να συνεννοηθώ αργότερα με τη φίλη μου, που έχει δικό της κλειδί. Με άλλα λόγια, η επίλυση του προβλήματος είναι μια συνεχής διαδικασία εκτίμησης προτεραιοτήτων και δημιουργικής αλλαγής συμφραζομένων.

Ούτε και τα στοιχεία του προβλήματος είναι καλά προσδιορισμένα. Δεν είναι άμεσα προφανές ποια είναι σχετικά και ποια όχι, ενώ προκύπτουν καινούργια στοιχεία κατά τη διαδικασία της επίλυσης: δοκιμάζω το πίσω παράθυρο μήπως κι ανοίξει... αν βρω ένα σύρμα, θα μπορούσα ίσως να τραβήξω τον σύρτη από τα παντζούρια... βιάζομαι όμως κιόλας, μπορώ να βρω ένα σύρμα στα γρήγορα;... ακούω κι έναν θόρυβο, κάποιος έρχεται... με ξέρουν στη γειτονιά και θα καταλάβουν... όμως δε μ’ αρέσει να βλέπουν τέτοιες εικόνες... κι αν είναι κάποιος που δε με ξέρει και με περάσει για κλέφτη;... να θυμηθώ, παρεμπιπτόντως, να βάλω ένα λουκέτο στο πίσω παράθυρο, ανοίγει εύκολα, θα μπει κάνας πραγματικός κλέφτης κ.ο.κ.

Η ανάρτηση όμως έγινε μεγάλη και κάπου εδώ πρέπει να κλείσει. Θα ήθελα και το δικό σας feedback για όλα αυτά τα θέματα: τι λέτε; Πόσο σας κάνουν κλικ με βάση τη ζωή και τις εμπερίες σας;

ΥΓ: Αφήσαμε όμως ανοιχτό κάτι που έθιξα πονηρά πιο πάνω! Ότι ίσως η ειδωλολατρία της τυπικής λογικής να συσχετίζεται, ως ένα βαθμό, με συγκεκριμένες πολιτικές, θρησκευτικές, κοινωνικές κ.λπ. θέσεις, που συνήθως αναγνωρίζουμε ως «συντηρητικές». Τι λέτε; Κρίνετε ότι ο πλατωνισμός είναι μια ευρύτερη γνωστική κατάσταση, που ενδεχομένως αντανακλά σε όλο το μήκος και το πλάτος της βιοτικής αντίληψης, ακόμα και στις πολιτικές ή θρησκευτικές ή κοινωνικές στάσεις του πλατωνιστή; Δηλαδή, και πρακτικά μιλώντας, ισχυρίζεστε ότι η εμμονή κάποιου να βλέπει τεχνητές απολυτότητες εκεί που δεν υπάρχουν μάς προσφέρει προβλεπτική δυνατότητα ακόμα και για το κόμμα που ψηφίζει; Αυτό θέλετε να πείτε;

Χμμ... ενδιαφέρον αυτό που λέτε. Ας το συζητήσουμε σε επόμενη ανάρτηση.

Υπεύθυνοι Πολιτικοί

Μαζεύθηκαν οι υπεύθυνοι πολιτικοί
Να δουν τις προγνώσεις του ΔΝΤ,
Για τη λιτότητα στην ελληνική οικονομία:

Την ανεργία, την είπαν 14,3% το 2013
Με προοπτική 13,4% το 2016.
Την έξοδο στις αγορές, την είπαν το 2011
Ή το 2012 ή το 2013 ή το 2014 ή το 2015 ή...
Την ύφεση, την είπαν μέχρι το 2011
Με ανάπτυξη από την επόμενη χρονιά.
Τον πολλαπλασιαστή, τον είπαν
Στο 0,5 όπως πριν την κρίση.
Τα ταμειακά διαθέσιμα, τα είπαν ότι τελειώνουν
Δεν διασφαλίζεται η πληρωμή μισθών και συντάξεων.
Τον Χρυσοχοΐδη, τον είπαν
Να μη διαβάσει το μνημόνιο.

Οι υπεύθυνοι πολιτικοί ένιωθαν βέβαια
Που ήσαν νούμερα αυτά και θεατρικά.

Αλλά η οικονομική θεωρία ήταν κομψή και ορθολογική,
Ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
Το μνημόνιο ένα
Θριαμβικό κατόρθωμα διαπραγμάτευσης,
Η Σοσιαλιστική Διεθνής έκτακτη,
Όλο χάρις κ' εμορφιά
Κι οι υπεύθυνοι πολιτικοί έτρεχαν στα κανάλια,
Κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ εξηγούσαν
(Ελληνικά, κ' αγγλικά, και ποιοί γερμανικά),
Ότι έχουν συνειδησιακό πρόβλημα κι ας ψηφίζουν --
Μ' όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
Τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι προγνώσεις.

Προγνώσεις Που Μείνανε Προγνώσεις

Πολλή κουβέντα έγινε τον τελευταίο καιρό για τα λάθη του ΔΝΤ με τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές και τα προγνωστικά ανάπτυξης, καθώς και για τις σφοδρές επιπτώσεις που είχε η πολιτική λιτότητας στις οικονομίες του ευρωπαϊκού νότου• πολύ πιο σφοδρές απ’ ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί. Το θέμα αυτό είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και δεν έχω κάτι να σχολιάσω... Ψέματα, έχω! Θα το πω όμως βαθμιαία και θα προσπαθήσω να θίξω γενικότερα συμπεράσματα.




Fire the Forecaster

To 2009 και μετά το σοκ της χρηματοπιστωτικής κρίσης 2007-2008 στις ΗΠΑ, κυκλοφόρησε το βιβλίο Animal Spirits των George Akerlof & Robert Shiller. Ήταν, λένε, μία από τις σοβαρές απόπειρες να κατανοηθεί αυτό που έγινε, γιατί έγινε, πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί στο μέλλον κάτι παρόμοιο, και τι δεν πάει καλά με τις καθιερωμένες οικονομικές θεωρίες. Το γενικό πνεύμα του βιβλίου είναι ότι η οικονομική δραστηριότητα επηρεάζεται τόσο πολύ από ψυχολογικούς παράγοντες ώστε είναι θεμελιωδώς μη-ορθολογική, όχι με την κλασική έννοια του ορθολογισμού στην οικονομική επιστήμη τουλάχιστον. Σήμερα πλέον, μετά τη δουλειά δεκαετιών και το Νόμπελ του Ντάνι Κάνεμαν, αρχίζει να μην ακούγεται καθόλου περιθωριακή αυτή η ιδέα. Συμφωνώ φυσικά, θα ήταν ωραία ο άνθρωπος να συμπεριφερόταν οικονομικά σαν ένας στυγνός ορθολογιστής (με την έννοια των κλασικών οικονομικών), λειτουργώντας πάντα ως μεγιστοποιητής μιας χρησιμότητας (utility)• θα ήταν προβλέψιμος και παραμετροποιήσιμος, θα έβγαιναν και τα οικονομικά μας μοντέλα, με τα τόσο ωραία τους μαθηματικά. Δυστυχώς, οι πραγματικοί άνθρωποι στην πραγματική ζωή δεν δείχνουν να μπαίνουν τόσο εύκολα σε καλούπια, οι αναιδέστατοι, κι αυτό είναι το βασικό μήνυμα του Animal Spirits. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε μια σύνοψη του βιβλίου. Να σημειώσω επίσης ότι οι συγγραφείς δεν είναι τίποτα γραφικοί, ο Akerlof είναι βραβευμένος με Νόμπελ κι ο Shiller είναι διαπρεπής οικονομολόγος στο Yale. 

Θέλω εδώ να αναφερθώ μόνο σε μια ιδέα του βιβλίου: fire the forecaster. Οι συγγραφείς συγκεκριμένα λένε επανειλημμένως ότι οι οικονομολόγοι τείνουν να βλέπουν τη λειτουργία της οικονομίας μέσα από πολύ απλοϊκές θεωρίες. Ότι τόσο η χάραξη της οικονομικής πολιτικής στον δημόσιο τομέα όσο και πολλές οικονομικές αποφάσεις στον ιδιωτικό τείνουν να βασίζονται σε επιπόλαιες προβλέψεις αναλυτών, οι οποίοι δεν επιδεικνύουν καθόλου προβληματισμό και κριτική στάση ως προς τη συμβατότητα των μοντέλων τους με τις πραγματικές περιστάσεις στον πραγματικό κόσμο. Και το πρόβλημα είναι ότι οι αναλυτές αυτοί δεν μπορούν να ελεγχθούν, καθότι η εξειδικευμένη τους κατάρτιση είναι απρόσιτη γι’ αυτούς που βιώνουν στο πετσί τους την αποτυχία των προβλέψεων.

Το φάρμακο που προτείνουν οι συγγραφείς γι’ αυτό το πρόβλημα είναι το fire the forecaster. Ότι ο αναλυτής που κάνει λάθος προβλέψεις, με τα χρήματα και τις ζωές άλλων, θα πρέπει να απολύεται. Καθώς κι ο πολιτικός που υιοθετεί άκριτα τις προβλέψεις του αναλυτή, θα πρέπει να τιμωρείται κι αυτός – στην έννοια του forecaster περιλαμβάνεται τόσο αυτός που κάνει την εσφαλμένη οικονομοτεχνική πρόγνωση όσο και αυτός που την υιοθετεί από θέση ευθύνης, όμως με επιπτώσεις σε κάποιους τρίτους. Εδώ είναι το σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου, μπορείτε να το διαβάσετε κι εσείς.




Fools or Liars

Παρόμοια είναι και η πρόταση του Nassim Nicholas Taleb στο πιο πολυσυζητημένο βιβλίο των τελευταίων χρόνων, στο The Black Swan. Λέει ο Taleb (στη βρετανική έκδοση του 2010, σελ. 163): "People … who forecast simply because ‘that's my job,’ knowing pretty well that their forecast is ineffectual, are not what I would call ethical. What they do is no different from repeating lies simply because ‘it's my job.’ Anyone who causes harm by forecasting should be treated as either a fool or a liar [δική μου υπογράμμιση]. Some forecasters cause more damage to society than criminals”.

Όπως ίσως γνωρίζετε, ο Taleb στα βιβλία του τονίζει έντονα ότι τόσο στις αγορές κεφαλαίου όσο και σε ολόκληρες οικονομίες, ουσιαστικά δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη. Τουλάχιστον όχι σε βάθος χρόνου και με ακρίβεια – μπορούν ίσως κάποιες γενικότητες να ειπωθούν, να κατονομαστούν τάσεις, μόνο όμως για το άμεσο μέλλον και πάντα υπό μεγάλη αβεβαιότητα: είναι ό,τι καλύτερο έχουμε. Δηλαδή, δεν μπορεί να γίνει οικονομική πρόβλεψη όχι επειδή οι θεωρίες και τα μοντέλα μας είναι ημιτελή, αλλά επειδή τα ίδια τα υπό μελέτη φαινόμενα είναι θεμελιωδώς απρόβλεπτα. Επομένως, λέει, αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε διαφορετικά• να αποβάλουμε αυτήν την ψευδαίσθηση ελέγχου του μέλλοντος μέσω προβλέψεων, και να φτιάξουμε έτσι τις οικονομίες και τις πολιτικές μας ώστε να είναι σε θέση να απορροφήσουν απρόβλεπτα σοκ – τα οποία θα έρθει η στιγμή που θα προκύψουν.

Το πρόβλημα όμως είναι ακριβώς αυτή η ψευδαίσθηση πρόβλεψης. Η πεποίθηση ότι μπορούμε να ελέγξουμε το μέλλον με κάποιες θεωρίες και μοντέλα, να κάνουμε τοπογραφικό στην αβεβαιότητα, να χωροθετήσουμε το απρόβλεπτο και να του βάλουμε μια μαθηματική τιμή, να το φυλακίσουμε μέσα σε ένα διάστημα εμπιστοσύνης, να το μαρκάρουμε με μία p-value, όπως οι γελαδάρηδες στην Άγρια Δύση μάρκαραν με πυρωμένα σίδερα τα ζώα τους... Είναι μια πολύ ανθρώπινη και κατανοητή ψευδαίθηση (ο «αποικισμός του μέλλοντος», ήταν ο όρος του Anthony Giddens γι’ αυτήν την πεποίθηση ότι έχουμε κάνει συμβόλαιο με τη ζωή να μη μας τύχει ποτέ κάτι απρόβλεπτα κακό). Και λειτουργεί πάντα ναρκωτικά, καθησυχαστικά και υπνωτικά ως προς τη συνειδητοποίηση των πραγματικών ρίσκων στις πραγματικές οικονομίες. Οι οικονομοτεχνικές προβλέψεις είναι το όπιο του λαού.

Εκτός από αυτό, τίθεται κι ένα μεγάλο ηθικό ζήτημα: όπως επισημαίνει ο Taleb, πολλοί αναλυτές (μήπως όλοι σχεδόν;) νιώθουν υπόλογοι έναντι των μοντέλων τους, όχι έναντι των ανθρώπων που παίρνουν στον λαιμό τους! Μια νοοτροπία, «τι να κάνω, αυτή είναι η δουλειά μου». Μια ρουτίνα, business as usual: εισάγουμε τις παραμέτρους και τα μεγέθη σ’ ένα μοντέλο, πατάμε το ENTER στον Η/Υ, βγάζουμε κάποιες προβλέψεις, κι ας ξέρουμε ότι η πραγματικότητα δεν είναι τόσο παραμετροποιήσιμη και θεωρητικοποιήσιμη και τακτοποιήσιμη, ότι έχουμε περάσει στο ντούκου τόσες αυθαίρετες παραδοχές προκειμένου να δουλέψουν τα μοντέλα μας, ότι τα αποτελέσματά μας έχουν αξία δελφικού χρησμού. Μ' όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά, τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες...

Η απάντηση του Taleb στο «τι να κάνω, αυτή είναι η δουλειά μου» είναι «βρες άλλη δουλειά». Δεν είναι δουλειά αυτή να κοροϊδεύεις τον κόσμο και να τον παίρνεις στον λαιμό σου! Αν δεν μπορείς να κάνεις προβλέψεις, οφείλεις να το παραδεχτείς, να αρνηθείς να βάλεις την υπογραφή σου σ’ ένα χαρτί που θα χρησιμοποιηθεί για χάραξη πολιτικής ή για επιλογή οικονομικών στόχων με επιπτώσεις στη ζωή του κόσμου. Ο αναλυτής οφείλει να νιώθει υπόλογος έναντι των ανθρώπων που επηρεάζει με τα πορίσματα της αλχημ... επιστήμης του, όχι έναντι των μοντέλων και των θεωριών. Αν η οικονομική πραγματικότητα είναι θεμελιωδώς μη-προβλέψιμη, όπως υποστηρίζει ο Taleb, τότε το καλύτερο που μπορούμε να έχουμε είναι υπεύθυνους αναλυτές, που παραδέχονται τα όριά τους. Κι ο πρακτικός τρόπος για να το έχουμε αυτό είναι παρόμοιος με το fire the forecaster των Akerlof & Shiller: fools or liars, οι αναλυτές που καταστρέφουν κόσμο με τις προβλέψεις τους θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ανόητοι ή ψεύτες (με ό,τι συνεπάγεται αυτό), η ευθύνη είναι δική τους. Το σημαντικό εδώ είναι ότι ο Taleb μπορεί να τα υποστηρίξει όλα αυτά με τη ζωή και την εμπειρία του, δεν τα λέει μόνο ακαδημαϊκά.




Προγνώσεις που Μείνανε Προγνώσεις

Ας πάμε και στον καθηγητή Φλάιμπεργκ του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, που κι αυτός τονίζει κάτι συναφές. Είχαμε πει εδώ (Oops, I Did It Again!...) για τα μεγάλα έργα αξίας πολλών (δισ)εκατομμυρίων παγκοσμίως, που μοιάζει ότι πέφτουν έξω από τις αρχικές τους προβλέψεις σε εξοργιστικά μεγάλο βαθμό, σχεδόν σε καθολικό βαθμό. Για την ακρίβεια, μοιάζει ότι συνεχώς και παντού η απόφαση για την κατασκευή τους λαμβάνεται βάσει μιας οικονομοτεχνικής πρόγνωσης κόστους-όφελους, όμως στην πορεία το κόστος συνεχώς εκτροχιάζεται, η αποπεράτωση συνεχώς καθυστερεί, το τελικό όφελος συνεχώς αποδεικνύεται κατώτερο των προσδιοκιών. Δηλώσεις που μείνανε δηλώσεις, προγνώσεις που μείνανε προγνώσεις. Ο Φλάιμπεργκ δεν λέει fire the forecaster, ότι θα πρέπει να απολύουμε τον αναλυτή που κάνει καταστροφικά υπεραισιόδοξες προβλέψεις, όχι, δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά... 

...λέει ότι θα πρέπει επιπλέον να τον πηγαίνουμε και στο δικαστήριο, να απαιτούμε και αποζημίωση, άμα λάχει να πηγαίνει και φυλακή: Firing the forecaster may be letting off forecasters too easily. Some forecasts are so grossly misrepresented and have such dire consequences that we need to consider not only firing the forecasters but suing them, too, for the losses they incur. In a few cases, where forecasters foreseeably produce deceptive forecasts, criminal penalties may be in place.

H εικόνα που διαγράφεται στο θέμα αυτό των μεγάλων έργων είναι απρόσμενη: πέφτουν τόσο συχνά έξω οι αρχικές εκτιμήσεις τους (πάντα επί το χείρον), ώστε φαίνεται ότι αυτές είναι μέρος του έργου! Δηλαδή, δε μοιάζει να υπάρχει αυτό το ζώο, «αντικειμενικός αναλυτής που κάνει αμερόληπτη εκτίμηση κόστους-όφελους βάσει μιας επιστημονικής θεωρίας κ.λπ.», είναι μυθικό ζώο, σαν τον Πήγασο, τον Κέρβερο και τον Άνθρωπο του Μόχθου («συγκινούμαι ειλικρινά όταν άνθρωποι του μόχθου με σταματάν στον δρόμο και μου λένε: για την πατρίδα, θυσιάζω κι έναν μισθό μου» κ.λπ.). Αυτό που μοιάζει να υπάρχει είναι συστηματικά υπεραισιόδοξες αρχικές προβλέψεις, απαραίτητες προκειμένου να πεισθούν οι επενδυτές να ρισκάρουν τα χρήματά τους ή οι πολιτικοί να αποφασίσουν για την κατασκευή κάποιου έργου ή οι ψηφοφόροι να ενθουσιαστούν με τους πολιτικούς. Οι αρχικές υπεραισιόδοξες προβλέψεις είναι κι αυτές μέρος του έργου, όπως οι γυψοσανίδες και τα μπετά. Αυτό είναι το ζώο που μοιάζει να υπάρχει.

Τελικά όμως τι σημαίνουν όλα αυτά;




Η Ειδωλολατρία της Θεωρίας

Υπάρχει ένα νήμα που διατρέχει τόσο την πρόταση των Akerlof & Shiller, όσο κυρίως τη δουλειά του Danny Kahneman, του Nassim Nicholas Taleb και του καθηγητή Φλάιμπεργκ (αυτοί οι τρεις σαν να κάνουν παρέα τώρα τελευταία... μοιάζει ότι βρήκαν πολλά κοινά). Πρώτον, η έντονη υποψία ότι έχουμε υπερεκτιμήσει την Οικονομική Επιστήμη και τις προγνωστικές της δυνατότητες – όχι μόνο σε θέματα δημόσιας πολιτικής αλλά και σε θέματα ιδιωτικών επενδύσεων, σε όλα. Μήπως είναι πολύ λιγότερα από ό,τι νομίζαμε αυτά που μπορεί να προβλέψει για το μέλλον; (ναι, είναι!). Δεύτερον, παρόλα αυτά είναι δυνατόν να έχουμε καλές οικονομικές εκτιμήσεις, στις οποίες να μπορούμε να βασιστούμε. Ναι, είναι δυνατόν να βάλουμε την Οικονομική Επιστήμη να δουλέψει προς όφελός μας• θα πρέπει όμως πρώτα να απομαγοποιήσουμε όχι το «Οικονομική» αλλά το «Επιστήμη». Εξηγούμαι:

Ένα όνειρο που κρατά από τα αρχαία χρόνια και τον Πλάτωνα είναι να μεταφέρουμε τον μαθηματικό τρόπο σκέψης στα ανθρώπινα θέματα. Κάτι που σημαίνει: να βρούμε ιδανικές θεωρίες οι οποίες να είναι καθολικές (να εφαρμόζονται παντού και πάντα, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία και στην Αφρική), σαφείς (να μην επηρεάζονται από υποκειμενικές ερμηνείες και κρίσεις), αφηρημένες (να εφαρμόζονται κάθε φορά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και να την ερμηνεύουν πλήρως), αντικειμενικές (οι βάσεις πάνω στις οποίες θεμελιώνονται να είναι ανεξάρτητες συμφραζομένων, context-independent)• αν επιπλέον μας προσφέρουν και προβλεπτική δυνατότητα, τόσο το καλύτερο. Κάπως έτσι οραματιζόμαστε την ιδανική επιστήμη. Είναι αλήθεια ότι η Φυσική πλησίασε πολύ στο πλατωνικό αυτό όνειρο της ιδανικής θεωρίας. Μια άλλη αλήθεια είναι ότι στην Κοινωνιολογία υπάρχουν εδώ και 100 χρόνια οι παρατηρήσεις του Μαξ Βέμπερ, ότι δεν είναι και δεν θα γίνει ποτέ επιστήμη - όχι με την έννοια της Φυσικής και της Χημείας τουλάχιστον. Νομίζω ότι περιγράφω την εμπειρία πάρα πολλών κοινωνικών επιστημόνων στον 20ο αιώνα, οι οποίοι τέλειωσαν το διδακτορικό τους με έντονα ποζιτιβιστική νοοτροπία, νόμιζαν ότι είχαν τις μεγάλες απαντήσεις, όμως σε κάποια στιγμή της καριέρας τους είπαν: «πρέπει να ξαναγυρίσω στον Βέμπερ... κάτι ήξερε και τα έλεγε αυτά...».

Μια τρίτη αλήθεια είναι ότι τα Οικονομικά πατούσαν πάντα σε δύο βάρκες: με το ένα πόδι στις κοινωνικές επιστήμες και με το άλλο στις θετικές. Ήταν και συνεχίζουν να είναι κάπου ανάμεσα. Ή τουλάχιστον έτσι καμώνονται. Το πλεονέκτημα είναι ότι μπορούν να χρησιμοποιούν πολύ ωραία μαθηματικά και προχωρημένα μοντέλα, κατανοητά μόνο σε μια ελίτ. Το μειονέκτημα είναι ότι επανειλημμένως έχει κοστίσει αίμα αυτή η θετικιστική αξίωση των Οικονομικών...

Λοιπόν, το πρώτο ζήτημα που επισημαίνω εδώ, μαζί με όλη την εκλεκτή παρέα ανωτέρω, είναι ότι υπάρχει πολύ θεμελιώδες πρόβλημα στην Οικονομική Επιστήμη, όσο πιο θεμελιώδες γίνεται. Ότι δεν είναι και, ενδεχομένως, δεν θα γίνει ποτέ επιστήμη – όχι με την έννοια της Φυσικής και της Χημείας. Με άλλα λόγια, κάνω την παρατήρηση του Αριστοτέλη: ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει θεωρία που να εφαρμόζεται προκάτ στα ανθρώπινα θέματα, να τα εξηγεί πλήρως, να προσφέρει και προβλεπτική δυνατότητα. Όλες οι θεωρίες (έτσι ιδανικά όπως το έθεσα πιο πάνω) στα ανθρώπινα θέματα φτάνουν μόνο μέχρις ενός σημείου, πάντα θα υπάρχει απόσταση ανάμεσα από τη θεωρία και την πραγματικότητα.

Επισημαίνω όμως κι ένα δεύτερο ζήτημα (με όλους τους εκλεκτούς φίλους πιο πάνω): δεν είναι αναγκαστικά κακό που η Οικονομική Επιστήμη δεν θα γίνει ποτέ επιστήμη! Οι Akerlof & Shiller τονίζουν στο βιβλίο τους πως οι οικονομολόγοι τείνουν να βλέπουν τη λειτουργία της οικονομίας μέσα από απλοϊκές θεωρίες, είναι πάνδημο το φαινόμενο• όταν όμως προτείνουν ως φάρμακο το fire the forecaster, βεβαιώνουν έναν θεμελιώδη αριστοτελισμό. Δηλαδή, ότι προκειμένου να έχουμε οικονομικές αναλύσεις που να αναγνωρίζουν τα όριά τους και να μπορούμε να βασιστούμε επάνω τους, δεν είναι τόσο το θέμα να βελτιώσουμε τις θεωρίες και τα μοντέλα μας, αλλά να εφαρμόσουμε (ας το πω έτσι) εξωεπιστημονικές ρήτρες στους παραγωγούς των αναλύσεων. Ότι μια οικονομία δεν είναι όπως ένα μηχάνημα, όπου ο τεχνικός έρχεται εξωτερικός και αμέτοχος, ανεξάρτητος από αυτό, κρίνει αμερόληπτα τη βλάβη και συνιστά κάποιες πράξεις βελτίωσης. Στις πραγματικές οικονομίες του πραγματικού κόσμου, ο αναλυτής που κάνει δημόσιες προγνώσεις γίνεται κι αυτός μέρος του φαινομένου. Δεν είναι ουδέτερος γιατρός που κάνει την αμερόληπτη διάγνωση, αλλά εμπλεκόμενος που πάντα θα μεροληπτεί. Είτε από ανοησία και πλατωνισμό είτε από σκοπιμότητα: fools or liars. Οπότε λοιπόν fire the forecaster. Ή ακόμα περισσότερο, sue the forecaster.

Χρησιμοποιώ τον όρο «πλατωνισμό» (platonicity) με παρόμοιο τρόπο όπως κι ο Taleb: ως ειδωλολατρία της θεωρίας, η οποία είναι έμφυτη σε όλους τους ανθρώπους (και σε μένα, δεν βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω). Ο ορισμός του Taleb για την πλατωνικότητα είναι: Our tendency to mistake the map for the territory, to focus on pure and well-defined forms … With these ideas and crisp constructs inhabit our minds, we privilege them over other less elegant objects, those with messier and less tractable structures. Platonicity is what makes us think that we understand more than we actually do. Ας το εξηγήσω καλύτερα με το παράδειγμα του ίδιου του Taleb:

Θέτουμε ένα πρόβλημα σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους, τον Γιώργο, πανεπιστημιακό καθηγητή στατιστικής, και τον Γιάννη, έναν καθημερινό άνθρωπο: «Ρίχνω ένα σωστό κέρμα 99 φορές και έρχεται συνέχεια κορώνα. Ετοιμάζομαι να το ρίξω για 100η φορά: τι μπορώ να περιμένω ότι θα έρθει;»

Ο Γιώργος δίνει τη θεωρητικά σωστή απάντηση: «Εφόσον το κέρμα είναι σωστό, τότε η προηγούμενη εμπειρία δεν σου εξασφαλίζει τίποτα. Ό,τι και να έφερε προηγουμένως το κέρμα, πάλι υπάρχει πιθανότητα 50:50 να έρθει κορώνα ή γράμματα (διότι αν ρίξουμε το κέρμα δισεκατομμύρια φορές, θα προκύψει ο προβλεπόμενος αριθμός από σειρές 99 όμοιων αποτελεσμάτων κ.λπ.)».

Ο Γιάννης δίνει τη σωστή απάντηση: «Αστρονομικά μικρή η πιθανότητα ένα σωστό κέρμα να ήρθε 99 φορές κορώνα... Από πού έχεις την πληροφορία ότι το κέρμα είναι σωστό; Πώς το ξέρεις αυτό;»

Δηλαδή, προκειμένου να δουλέψουν τα κομψά θεωρητικά μοντέλα, απαιτούνε μια σειρά από μουλωχτές παραδοχές που τακτοποιούνε την πραγματικότητα, οι οποίες όμως συνεχώς περνάνε στο ντούκου διότι έχουν από πενιχρή έως ανύπαρκτη τεκμηρίωση. Οι αναλυτές τις δέχονται χωρίς κριτική διότι αλλιώς θα καταρρεύσει η θεωρία. Το κλειδί στο παραπάνω παράδειγμα είναι η όλο αθωότητα έκφραση, σαν πανεπιστημιακή άσκηση: «Ρίχνω ένα σωστό κέρμα 99 φορές κ.λπ.», που περνάει στο ντούκου τη λέξη σωστό. Σύμφωνοι, οι προβλέψεις σου είναι έγκυρες και το μοντέλο σου αξιόπιστο εφόσον το κέρμα είναι σωστό, η κατανομή κανονική, ο κόσμος ορθολογιστής, μεγιστοποιητής μιας χρησιμότητας (utility) κ.λπ. Κι αν δεν είναι; Με ποιον μαγικό, μεταφυσικό τρόπο το ξέρεις αυτό; Ποια εξ αποκαλύψεως αλήθεια έχεις;

Όμως το business as usual της οικονομοτεχνικής ανάλυσης, το καθημερινό μεροδούλι-μεροφάι να περνάς παραμέτρους και μεγέθη στον Η/Υ, να πατάς το ENTER, να παίζεις με το Excel και το SPSS κ.λπ., απαιτεί αυτό το «πίστευε και μη ερεύνα» για πολλές θεωρητικές παραδοχές. Διότι αλλιώς δεν τακτοποιείται η πραγματικότητα, οπότε καταρρέουν τα μοντέλα και ουσιαστικά δεν μπορούν να γίνουν προβλέψεις (όχι ακριβείς προβλέψεις και σε βάθος χρόνου, τουλάχιστον). Ο πλατωνισμός εκδηλώνεται ως πράξη πίστης (faith) στη μαγική δύναμη των θεωριών και των μοντέλων (γιατί; Γιατί έτσι, χωρίς γιατί. Για αισθητικούς λόγους, διότι έχουν ωραία μαθηματικά). Κι αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι είναι ο κίνδυνός του, το μέγιστο ηθικό θέμα που θίγει κι ο Taleb: ότι ο πλατωνισμός συντελεί στο να αισθάνονται οι αναλυτές, κι αυτοί που χρησιμοποιούν τις αναλύσεις, υπόλογοι έναντι των θεωριών τους, όχι έναντι του κόσμου που παίρνουν στον λαιμό τους...




Πλατωνισμός, Καβαφισμός και Παπαγεωργοπουλισμός

Ας έρθουμε στα δικά μας τώρα, σχετικά με τα λάθη του ΔΝΤ - όπου μάλιστα, όπως διαβάζω στο Βήμα, η λεπτομέρεια των πολλαπλασιαστών περιελήφθηκε με τόσο μικρά γράμματα σε μια πρόσφατη έκδοση του Ταμείου, ώστε θα έπρεπε κάποιος να είναι έμπειρος οικονομολόγος για να την προσέξει και να κατανοήσει τη σημασία της. Η παρατήρησή μου εδώ είναι ότι όλα αυτά δεν ήταν δική μας δουλειά. Ήταν δουλειά του Παπανδρέου, πρωθυπουργού της χώρας που άνοιξε την πόρτα στο ΔΝΤ, και του οικονομικού του επιτελείου. Και όλων αυτών που ψήφισαν το μνημόνιο χωρίς να το διαβάσουν, χωρίς να ψάξουν να βρουν τους ειδικούς και να τους ρωτήσουν: «εξήγησέ μου τι ακριβώς ψηφίζω και τι σημαίνουν όλα αυτά». Ο Παπανδρέου όμως σήμερα γυρνάει τα Χάρβαρντ και την υφήλιο δίνοντας διαλέξεις, παριστάνοντας τον ήρωα και εξηγώντας γιατί δεν μπόρεσαν να υλοποιηθούν τα πρασινοαναπτυξιακά του οράματα, αντί να βρίσκεται πίσω από τα σίδερα της φυλακής.

Με άλλα λόγια, πιστεύω έντονα ότι η κατάσταση στην Ελλάδα θα ήταν πολύ διαφορετική σήμερα (προς το καλύτερο), αν ο Παπανδρέου είχε βαθιά και προσωπική έγνοια για τη ρεαλιστικότητα των μνημονιακών στόχων. Αν ήξερε ότι θα βρεθεί κι αυτός, προσωπικά, στην οικονομική κατάσταση του κόσμου που υφίσταται τις επιπτώσεις των μέτρων, έτσι και δεν υλοποιηθούν οι παραμυθικές προγνώσεις. Θα εντόπιζε τους λάθος πολλαπλασιαστές, είμαι σίγουρος, θα έκανε τις αναγκαίες διαπραγματεύσεις, θα έθετε αυτός θέμα ότι δεν μπορούμε να κάνουμε πολιτική με παραμύθια, με εγνωσμένα ανέφικτους στόχους. Κι αν ήταν τα πράγματα πια τόσο αδιέξοδα, «τελεσίγραφο: ή δέχεσαι το μνημόνιο με το παραμύθι του ή τίποτα άλλο», τότε θα εξηγούσε δημόσια την κατάσταση και θα προκήρυττε εκλογές, να πάρει ο κόσμος την απόφαση, να φύγει η καυτή πατάτα από τα χέρια του. Θα τα έκανε όλα αυτά εφόσον ήξερε ότι θα πληρώσει κι ο ίδιος, προσωπικά και οδυνηρά, τα μνημονικά παραμύθια και τις προγνώσεις που μείνανε προγνώσεις.

Δεν μπορώ να ξέρω αν οι αναλυτές του ΔΝΤ κι ο Παπανδρέου με το επιτελείο του είναι fools or liars. Υποψιάζομαι ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η αλήθεια είναι κάπου στη μέση: υπάρχει ένα μέρος πλατωνισμός, δηλαδή ειλικρινής αυτοεξαπάτηση και ειδωλολατρία των θεωρητικών μοντέλων, ένα μέρος καβαφισμός, δηλαδή καλοπροαίρετο μαγείρεμα μέσα από μια νοοτροπία business as usuall – μ' όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά, τι κούφια λόγια ήσανε αυτοί οι πολλαπλασιαστές – κι ένα μέρος παπαγεωργοπουλισμός, δηλαδή συνειδητό, υστερόβουλο μαγείρεμα. Αυτό που τονίζω όμως, μαζί με όλη την εκλεκτή παρέα ανωτέρω, είναι ότι τόσο ο αναλυτής όσο κι αυτός που χρησιμοποιεί τις αναλύσεις οφείλει να νιώθει υπόλογος έναντι του κόσμου, όχι έναντι των θεωριών και των μοντέλων. Τόσο για το καλό της Οικονομικής Επιστήμης όσο και για το καλό όλων μας. Επαινετός και τιμούμενος αν οι προβλέψεις βγούνε σωστές, καμία αντίρρηση. Αν όμως οι προβλέψεις βγούνε λάθος, με σφοδρές επιπτώσεις στη ζωή του κόσμου, τότε... τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες. Και για τους οικονομικούς αναλυτές. Και για τους πολιτικούς.