Φτηνές Φιλοσοφίες

«Κύριε, δώσ’ μου γαλήνη να δεχτώ αυτά που δεν μπορώ ν’ αλλάξω, δύναμη ν’ αλλάξω αυτά που μπορώ, και σοφία να διακρίνω τη διαφορά», λέει η γνωστή Προσευχή της Γαλήνης που αποδίδεται στον Reinhold Niebuhr. Συχνά όμως δεν ξέρουμε εκ των προτέρων τι μπορούμε ν’ αλλάξουμε, αν δεν δοκιμάσουμε. Το άλογο το αποδεικνύει ο δρόμος, τον άνθρωπο τον αποδεικνύει ο χρόνος. Κάποιες φορές μετακινούνται βουνά.

Η οντολογία της Προσευχής θέλει τον κόσμο να αποτελείται από δύο κατηγορίες αντικειμένων: αυτά που μπορούμε κι αυτά που δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε. Θα μπορούσε να ονομαστεί και η Προσευχή του Μικροαστού. Αν ο Δαυίδ άκουγε την Προσευχή, δε θα τα έβαζε ποτέ με τον Γολιάθ. Γιατί ο κόσμος αποτελείται από δύο άλλες κατηγορίες αντικειμένων: αυτά με τα οποία έχουμε ήδη αναμετρηθεί κι αυτά με τα οποία δεν αναμετρηθήκαμε ακόμα. Οπότε, μια πιο ταιριαστή προσευχή θα ήταν: «Κύριε, δώσ’ μου την αποκοτιά να τα βάλω με γίγαντες, κέφι για να φιλοσοφήσω την ήττα μου, αν χάσω, και προσγείωση για να μην πάρουν τα μυαλά μου αέρα, αν νικήσω».

* * * * *

Τσίλι: το ύστατο επιχείρημα υπέρ του μαζοχισμού.

* * * * *

«Πάντα ουν όσα εάν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτως και υμείς ποιείτε αυτοίς• ούτος γαρ εστίν ο νόμος και οι προφήται», Ματθαίος 7:12 (να κάνετε στους άλλους ό,τι θέλετε κι αυτοί να κάνουν σε σας), γνωστός και ως Χρυσός Κανόνας της ηθικής. Καταρρίπτεται όμως τελειωτικά από το τσίλι: η μαγειρική μου είναι απόπειρα δολοφονίας δια εσωτερικών εγκαυμάτων, όμως πάντα τηρώ τον Χρυσό Κανόνα: μαγειρεύω για τους άλλους έτσι όπως θα ήθελα κι αυτοί να μαγειρεύουν για μένα. Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά.

* * * * *

Η Εβραϊκή πίστη είχε βαλτώσει για τα καλά, όταν ξαφνικά από τα σπάργανά της ανεδείχθη μια διαφορετική και ζωντανή θρησκεία. Πριν από περίπου 2.000 χρόνια, επί βασιλείας Ηρώδη, εμφανίστηκε στη γη του Ισραήλ ένας Διδάσκαλος που κήρυξε με λόγια και με έργα ένα ευαγγέλιο αγάπης. Ήταν ένας Διδάσκαλος ταπεινής καταγωγής, ξυλουργός στο επάγγελμα, που όμως ήξερε τον Νόμο καλύτερα κι από τους ηλικιωμένους αρχιερείς – αν και, όπως έλεγε ο ίδιος, όλος ο Νόμος συμπυκνώνεται σε μια απλή πρόταση: «ό,τι δε θέλεις να κάνουν οι άλλοι σε σένα, μην το κάνεις εσύ σ’ αυτούς». Και ο Διδάσκαλος αυτός ήταν... ο ραβίνος Χίλελ.

* * * * *

Φρουτολογία:
- Το ροδάκινο είναι η λαϊκίστικη εκδοχή του μάνγκο.
- Ποιος αποφάσισε ότι η φράουλα είναι φρούτο; Και με τι κριτήρια;
- Η μπανάνα είναι τόσο user–friendly, που δεν μπορεί παρά να σχεδιάστηκε στα εργαστήρια της Apple.
- Το τζάνερο είναι για το δαμάσκηνο ό,τι και το ΚΚΕ (μ-λ) για το (μ-λ) ΚΚΕ.
- Αν η Φρουτοπία ήταν συντεταγμένη πολιτεία, το κάστανο θα κοβόταν στο ΣτΕ ως αντισυνταγματικό.
- Το ρόδι δεν μπορεί παρά να προήλθε από διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης.
- Αν ο Θεός ήθελε τα καρπούζια να τα τρώμε, θα τα έφτιαχνε με φερμουάρ.
- Η φράουλα είναι η Άννα Διαμαντοπούλου των φρούτων.

* * * * *

«Ψάχνω να βρω τον εαυτό μου» σημαίνει: «δοκιμάζω καινούργια περιβάλλοντα». Καινούργιους ανθρώπους, καινούργιους στόχους, καινούργιες ανάγκες, που βγάζουν από μέσα μου καινούργιες συμπεριφορές και τρόπους σκέψης. Δε σημαίνει κάνω διαλογισμό ή διαβάζω βιβλία ή πηγαίνω σε ψυχαναλυτή. Δεν «βρίσκουμε τον εαυτό μας» μόνοι μας, αλλά με το να πάρουμε την ύπαρξή μας και να την εκθέσουμε σε άλλες εξωτερικές επιρροές. Όλοι είμαστε θεμελιωδώς τρωτοί, το περιβάλλον χτίζει μέσα μας πρεσβείες και προξενεία. Είμαστε έρμαια του περιβάλλοντός μας κι ας διαφωνεί όσο θέλει ο Βούδας.

* * * * *

Σκέφτομαι ότι το «κομίζει γλαύκας εις Αθήνας» θα μπορούσε να εκμοντερνιστεί σε: «ανοίγει τσιπουράδικο στον Βόλο».

Η Σιγουριά Της Επιστημονικής Μελέτης

Υπάρχουν τεσσάρων ειδών ψέματα: τα μικρά ψεματάκια, οι χοντρές ψεματάρες, η στατιστική και τα παιχνίδια με τις λέξεις.

Διαβάζω στη σημερινή Καθημερινή άρθρο του κ. Στάθη Καλύβα με τίτλο Εμφύλιοι, Εκρήξεις, Ταραχές..., όπου επιχειρηματολογεί (με σιγουριά που «προέρχεται από την επιστημονική μελέτη των εμφυλίων») ότι τουλάχιστον η Ελλάδα δεν κινδυνεύει από εμφύλιο πόλεμο. Με δυο λόγια: οι πόλεμοι τέτοιου είδους είναι κυρίως φαινόμενο των φτωχών χωρών (όμως πολλές φορές ο εμφύλιος είναι η αιτία που μια μη-φτωχή χώρα κατακρημνίζεται, π.χ. Βιρμανία, Αγκόλα), συνήθως συντρέχουν επιπλέον και εθνοτικές διαιρέσεις (αν και δε λείπουν τα παραδείγματα μη-εθνοτικών εμφυλίων: ο Αμερικάνικος, ο δικός μας εμφύλιος, οι Κμερ Ρουζ, ίσως κι ο εμφύλιος πόλεμος του Λάος κ.α.), ενώ η διεξαγωγή τους απαιτεί σημαντικά ποσοστά νέου και σκληραγωγημένου αντρικού πληθυσμού. Επομένως, όλοι αυτοί που μιλάνε για «εμφύλιο πόλεμο» γίνονται υπερβολικοί, λέει ο κ. Καλύβας: «Ας μου επιτραπεί να τους καθησυχάσω: κινδυνεύουμε από πολλά, αλλά όχι από εμφύλιο».

Ας μου επιτραπεί να τους αγχώσω: αν αντί για «εμφύλιο» μιλούσαμε π.χ. για «αναταραχή μεγάλης κλίμακας, στην οποία η μία πλευρά τουλάχιστον αμφισβητεί την κυβέρνηση», τότε η Ελλάδα κινδυνεύει.

Στην πράξη, κάπου βάζουμε τη διαχωριστική γραμμή για να διακρίνουμε τι είναι ο «εμφύλιος πόλεμος» και τι οι «ταραχές», ορισμένες φορές πάντως αυτό δεν είναι εύκολο. Ακόμα περισσότερο: ορισμένες φορές (= πολλές φορές), ο χαρακτηρισμός είναι πολιτικός κι όχι επιστημονικός. Ας μην αναφερθώ σε χούντες που πάντα αρνιούνται ότι υπάρχει εκτεταμένη άρνηση της νομιμοποίησής τους και βλέπουν μόνο μερικές ομάδες ταραξιών• το 2006, ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός δημοσιογράφων, πολιτικών και ακαδημαϊκών έφταναν να περιγράφουν την κατάσταση στο Ιράκ ως «εμφύλιο πόλεμο», ενώ η τότε κυβέρνηση Μπους το αρνιόταν. Κατανοητό• μιλώντας για «εμφύλιο πόλεμο» μεταφέρεις το νόημα ότι υπάρχει εδραιωμένη αντίσταση ενάντια στην κυβέρνηση του Ιράκ – οπότε και η όλη εκστρατεία σου τίθεται αυτόματα υπό αμφισβήτηση. Αποφεύγοντας όμως αυτήν την τόσο φορτισμένη λέξη, μπορεί και να περάσεις στο ντούκου την ερμηνεία ότι τα πράγματα είναι περίπου ελεγχόμενα, απλώς λίγες ομάδες ενόπλων πυροβολούν πού και πού κανέναν αστυνομικό ή ανατινάζονται σε κανένα παζάρι, κάτι τέτοιο, σύντομα θα τιθασευτούν, μην το κάνουμε και θέμα. Αν όμως το Ιράκ είναι μακρινό από την Ελλάδα του σήμερα, ας πούμε ένα άλλο παράδειγμα, πιο προσιτό: το 2006, η Ταϊλάνδη βυθίστηκε σε πολιτική κρίση, η οποία κλιμακωνόταν και κορυφώθηκε το 2010, με τους περίπου 90 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες στην Μπανγκόκ. Τότε λοιπόν, τον Μάιο του 2010, πολλοί ξένοι σχολιαστές και ΜΜΕ έφτασαν να ανησυχούν για κάτι σαν εμφύλιο πόλεμο (παράδειγμα 1, παράδειγμα 2, παράδειγμα 3, πού ήταν ο κ. Καλύβας τότε να εξηγήσει το ανυπόστατο των χαρακτηρισμών με σιγουριά που «προέρχεται από την επιστημονική μελέτη των εμφυλίων»;). Η τότε κυβέρνηση, φυσικά, αρνιόταν όλα αυτά και έβλεπε απλώς μερικές χιλιάδες «τρομοκράτες» και «πληρωμένους ταραχοποιούς». Δεν απέχει πολύ η Ελλάδα του 2012 από την Ταϊλάνδη του 2006• ούτε η Ταϊλάνδη του 2006 απέχει πολύ από την Ταϊλάνδη του 2010• δυστυχώς όμως, το επόμενο στάδιο είναι το Ιράκ του 2006.

Ας αφήσουμε λοιπόν τα παιχνίδια με τις λέξεις. Είτε το πεις «εκτεταμένες ταραχές» είτε «εμφύλιο πόλεμο» είτε «κάτι σαν εμφύλιο πόλεμο» είτε οτιδήποτε, το θέμα είναι ότι η Ελλάδα κινδυνεύει. Η βία δεν γεννιέται από τη μια μέρα στην άλλη• καλλιεργείται, γίνεται ανεκτή, οργανώνεται, περνάει από τη σκέψη στα λόγια, από τα λόγια στη συμβολική πράξη, από τη συμβολική πράξη στην ουσιαστική πράξη, δημιουργεί φαύλους κύκλους εκδίκησης – αντεκδίκησης κ.λπ. Υπάρχει ένα συνεχές απόλυτης ειρήνης – απόλυτου πολέμου και το ανησυχητικό είναι ότι η Ελλάδα δείχνει να μετακινείται προς τη βίαιη πλευρά του. Οι ενδείξεις εδώ είναι η αυξανόμενη φόρτιση και ο ηθικός αποκλεισμός: πολύς κόσμος αρχίζει να συλλαμβάνει την ιδέα μιας Ελλάδας στην οποία οι Χ (= μνημονιακοί, αντιμνημονιακοί, λαθρομετανάστες, δεξιοί, αριστεροί, εβραίοι κ.λπ., ο καθένας με τις προκαταλήψεις του) δεν έχουν θέση. Ο γενοκτονικός εμφύλιος στη Ρουάντα δεν έγινε στα καλά καθούμενα• δεν ξυπνήσαν μια μέρα οι Χούτου κι αποφάσισαν να σφάξουν τους Τούτσι. Προηγήθηκε μια περίοδος στην οποία τα πνεύματα οξύνονταν, οι ακραίες φωνές πολλαπλασιάζονταν εκατέρωθεν, ο δημόσιος λόγος σταδιακά ολίσθησε σε επίπεδα Αυριανής και Στόχου, και ο ηθικός αποκλεισμός κυριάρχησε ιδεολογικά. Μια τάση προς τα εκεί παρατηρούμε στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό, νομίζω (νομίζω, έτσι;). Δεν είναι για πανικό, είναι όμως για ανησυχία.

Όλα αυτά είμαι σίγουρος ότι τα ξέρει ο κ. Καλύβας, όμως η έγνοιά του είναι να μη χρησιμοποιείται η κακιά λέξη «εμφύλιος» (με σιγουριά που «προέρχεται από την επιστημονική μελέτη τους»). Ο λόγος είναι πολιτικός, όχι επιστημονικός: η κακιά λέξη δηλώνει εκτεταμένη αμφισβήτηση της κυβέρνησης. Αυτό ακριβώς που ήθελε να αποφύγει ο Μπους το 2006 και η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης το 2010. Ο κ. Καλύβας επιτίθεται στην υπερβολή της λέξης, για να προσπεράσει έντεχνα το αντικυβερνητικό της περιεχόμενο• κατασκευάζει πραγματικότητα, κάνει πολιτική. Και η γλώσσα της πολιτικής δεν είναι ουδέτερη, είναι στρατευμένη.

Ας του κάνουμε όμως το χατίρι. Ας μην ξαναμιλήσουμε για «εμφύλιο», είναι υπερβολή, ο κ. Καλύβας έχει δίκιο. Εναλλακτικά όμως χρειαζόμαστε περιφράσεις, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Προτείνω λοιπόν η κατάσταση στην Ελλάδα να χαρακτηρίζεται από τον επιστημονικά ορθότερο όρο: Ε.Μ.Φ.Υ.Λ.Ι.Ο.Σ. = Εκτεταμένες Μισαλόδοξες Φαυλότητες Υπονόμευσης της Λαϊκής Ισχύος & Όλα Στακάρβουνα. Κάτι τέτοιο. Νομίζω πως τώρα βάλαμε, επιτέλους, το θέμα στις σωστές του βάσεις και μπορούμε να ηρεμήσουμε. Με σιγουριά που προέρχεται από την επιστημονική μελέτη των εμφυλίων.


Χώρα Χαμένη Στη Μετάφραση

Ο γραπτός λόγος δεν μπορεί ν’ αποδώσει τον νοηματικό πλούτο που προκύπτει από την πολυεπίπεδη επικοινωνία του προφορικού λόγου. Συχνά το νόημα είναι υπόρρητο και χάνεται. Του λόγου το αληθές:

Πολύυυυ... και... εμ, είναι συγκινητικές πολλές απ’ αυτές τις περιπτώσεις, πολλές απ’ αυτές τις γνωρίζω, άλλες όχι, εμμμμ, και... εμ, μάλιστα και την... κα Κούνεβα είχα την... ευκαιρία σχετικά γρήγορα μετά την... περιπέτειά της να πάω να την... επισκευτώ, τραγικήηηη η περίπτωση και η εικόνα και... το βασανιστήριο που περνάει – και που θα περάσει σ’ όλη τη ζωή της λόγω αυτής της, της υπόθεσης, εμμμμ (αδιάφορο μπλα-μπλα, λευκός θόρυβος: η ανθρωπιά, να φτιάξουμε πολύ πιο δίκαιη την κοινωνία μας, τη θυμάμαι αυτήν την υπόθεση με το φακελάκι, η γυναίκα νομίζω πέθανε, έτσι; είναι απαράδεκτο κ.λπ.)

Συγκρίνετέ το αυτό με μια τυπική δημοσιογραφική αναφορά: «Ερωτηθείς για τις υποθέσεις Κούνεβας και Αμαλίας, ο κ. Παπανδρέου εξέφρασε την οργή του και ζήτησε τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών και των πολιτών του διαδικτύου προκειμένου να διορθωθούν τα κακώς κείμενα στους τομείς των εργασιακών σχέσεων και της υγείας». Καμία σχέση, ε; Χάνεται εντελώς το πολυεπίπεδο νόημα. Χάνεται η εικόνα ενός ανθρώπου που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια ισχυρή οικογένεια, τα βρήκε όλα στρωμένα, οι πόρτες άνοιξαν γι’ αυτόν μόνο και μόνο επειδή λεγόταν «Παπανδρέου», συνήθισε μια ζωή να τον αυλοκολακεύουν και να γελάνε με τα αστεία του. Ενός ανθρώπου που σπούδασε, καλλιεργήθηκε, έμαθε ωραίες θεωρίες και ανέπτυξε την τέχνη να μιλάει για ώρες με αφηρημένα ουσιαστικά και πολυσύλλαβες λέξεις. Αντί όμως να γίνει πρόεδρος της Greenpeace ή της Α.Α.Α.Α. (= Ακαδημαϊκή Αριστερά Άνευ Αντικειμένου), να σταδιοδρομήσει δηλαδή σ’ ένα σοφιστικέ περιβάλλον χαμηλής αδρεναλίνης, ο άνθρωπος αυτός θέλησε ν’ αναλάβει το μαγαζί του μπαμπά του...

Από τότε φαινόταν, από αυτήν την προεκλογική συνέντευξη του Παπανδρέου, ότι θα γινόταν πυρηνική έκρηξη αν ένας τέτοιος χαϊδεμένος άφηνε το παράλληλό του σύμπαν κι ερχόταν σε επαφή με το δικό μας σύμπαν – και μάλιστα σε μια περίοδο σφοδρής κρίσης. Φαινόταν πως ήταν ένας άνθρωπος αμάθητος στην πίεση και την αμφισβήτηση, που δε συνειδητοποιούσε καν τι παίζει γύρω του. Νόμιζε ότι όλα μπορούν να γίνουν απλώς και μόνο κάνοντας είκοσι λεπτά διαλογισμό το πρωί, μια ώρα ποδήλατο το απόγευμα και κάνοντας ωραίες, τυπικές δηλώσεις. Δεν ξέρω πώς χειρίστηκε ο καθένας μας εξοργιστικές υποθέσεις όπως της Αμαλίας και της Κούνεβα, σίγουρα όμως όχι με πολιτικάντικη αφυδάτωση και με δυσκοιλιότητα Βουλής των Εφήβων.

Όλα αυτά ήταν εκεί, ήδη από τον Σεπτέμβρη του 2009, όμως το πολυεπίπεδο νόημα χάθηκε στη μετάφραση και οι Έλληνες τον ψήφισαν για πρωθυπουργό. Με το σκεπτικό: «χειρότερος από τον Καραμανλή, αποκλείεται να είναι». Τον οποίον Καραμανλή είχαν ψηφίσει με το σκεπτικό: «χειρότερος από τον Σημίτη, αποκλείεται να είναι». Και τώρα οι ίδιοι Έλληνες ετοιμάζονται να ψηφίσουν Σαμαρά, με το σκεπτικό: «χειρότερος από τον Παπανδρέου, αποκλείεται να είναι». Και μετά από 4 (;) χρόνια, θα ξαναψηφίσουν κάποιον Χ με το σκεπτικό: «χειρότερος από τον Σαμαρά, αποκλείεται να είναι». Χώρα χαμένη στη μετάφραση.

Στο Ίδιο Έργο Θεατές

Κάποιος να πάρει την πρωτοβουλία ΑΜΕΣΑ και να ξεκινήσει συνομιλίες με την Αστυνομία. Κάποιος Αθηναίος και διαδηλωτής, από αυτούς που έχουν μάθει τι σημαίνει δακρυγόνο. Δεν είναι δύσκολο, εδώ όλα τα τηλέφωνα των αστυνομικών υπηρεσιών• δεν χρειάζεται αυτός να είναι κομματικός και καλύτερα τα κόμματα να μείνουν απ’ έξω, τουλάχιστον στην αρχή των συνομιλιών. Η ιδιότητα και μόνο του πολίτη φτάνει.

Έχει καθιερωθεί ένα επικίνδυνο συμβόλαιο της βίας στις διαδηλώσεις, μολότοφ και πέτρες από τη μία, δακρυγόνα και γκλομπ από την άλλη. Το συμβόλαιο αυτό οξύνεται όλο και περισσότερο κι απ’ τις δύο πλευρές, φοβάμαι ότι βρίσκεται πλέον στην κόψη του ξυραφιού. Όχι μόνο στην επόμενη διαδήλωση θα βγουν όπλα και θα μετράμε νεκρούς – χώρια από το ξύλο, τα καμμένα μαγαζιά κ.λπ. – όχι μόνο αυτό... Η Ελλάδα θα διολισθήσει σε εμφύλιο πόλεμο. Και οι δυο πλευρές, η κάθε μια με τα δικά της ελαφρυντικά, θα ρίξουν χαρούμενα τη χώρα στο χάος.

Τα συναισθήματα είναι εντελώς χουλιγκανικά εκατέρωθεν και η μια πλευρά βλέπει την άλλη σαν σκουπίδι προς εξάλειψη. Αυτό πρέπει να σπάσει. Οι μολότοφ και τα δακρυγόνα πρέπει να σταματήσουν. Και οι δυο έχουν τα δίκια τους, όμως κανένας δεν έχει δίκιο. Και οι δυο έχουν άδικο, όμως δεν είναι απλά τα πράγματα. Όταν ξέρεις ότι στο πλήθος μπροστά σου παίζουν μολότοφ και οικοδομικά υλικά, είσαι με την ψυχή στο στόμα. Κι όταν ξέρεις ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να ψεκαστείς, να δαρθείς ή να ποδοπατηθείς από πανικοβλημένους συνδιαδηλωτές, ξεθάβεις το τσεκούρι του πολέμου. Κάποιος που μπορεί να συζητά σαν άνθρωπος ας ξεκινήσει μια πρωτοβουλία διαλόγου με την Αστυνομία. Αυτός που ξέρει τι σημαίνει δακρυγόνο να καθίσει στο τραπέζι μ’ αυτόν που ξέρει τι σημαίνει μολότοφ.

Διότι στην ίδια χώρα θα ζήσουν και ο μεν και ο δε. Πρέπει να βρουν έναν τρόπο να συνυπάρξουν. Στο ίδιο έργο θεατές είναι κι οι δυο, δεν το αποφεύγουν. Αν δεχτούμε τελειωτικά αυτήν την ερμηνεία, ότι οι [αστυνόμοι/διαδηλωτές] είναι οι απόλυτοι ήρωες και οι [διαδηλωτές/αστυνόμοι] τα απόλυτα σκουπίδια τότε, παιδιά, δεν ξέρω, ας το κλείσουμε το μαγαζί μια ώρα αρχύτερα... Η Ελλάδα χρεοκόπησε όχι μόνο ως οικονομία αλλά και ως κοινωνία, και ως ιδέα, της βάζουμε λουκέτο και τελειώνουμε.

Κάποιος Αθηναίος και διαδηλωτής ας ξεκινήσει ΑΜΕΣΑ μια πρωτοβουλία διαλόγου με αστυνομικούς. Τα τεχνικά θα βρεθούν στην πορεία – τι θα βγει προς τα έξω, πώς θα ονομαστεί η πρωτοβουλία, πότε και αν θα μπουν τα κόμματα κ.λπ. – όμως πρέπει να γίνει η κίνηση, να σπάσει ο χουλιγκανισμός. Ο κίνδυνος είναι η διολίσθηση προς τον εμφύλιο πόλεμο.

Δρακοκτόνος Με Έγγραφη Βεβαίωση

Κοίτα μια υπεύθυνη δήλωση («του νόμου εκατόν πέντε», λέγαμε παλιά). Κοίτα την όμως σαν να τη βλέπεις πρώτη φορά. Κοίτα την σαν να επέστρεψες μόλις από μια σπηλιά στα Ιμαλάια• έζησες είκοσι χρόνια ανάμεσα σε αναχωρητές, έτρωγες καρπούς του δάσους κι αγριόσυκα, ο νους σου εξαγνίστηκε μέχρι που βίωσε ότι το οντολογικό υπόβαθρο της μορφής είναι άμορφο (η πρατιτιασαμουτπάντα είναι σούνια, με βουδιστικούς όρους). Και μετά επέστρεψες στην Ελλάδα για να ρυθμίσεις την πατρική κληρονομιά, εκείνο το κτηματάκι στην Άρτα που άφησε ο παππούς.

Στέκεσαι λοιπόν με την υπεύθυνη δήλωση στα χέρια και προσπαθείς να θυμηθείς πώς παίζεται αυτό το γραφειοκρατικό παιχνίδι. Δε φοβάσαι• έχεις δει πέρα από τον κόσμο των φαινομένων και της άγνοιας, έχεις περπατήσει στο βασίλειο των πεινασμένων φαντασμάτων και των πλασμάτων της κόλασης (πρέτα και ναράκα, με βουδιστικούς όρους), δε φοβάσαι. Κακώς δε φοβάσαι.

Γιατί η υπεύθυνη δήλωση είναι κάτι παραπάνω από ένα έγγραφο. Ό,τι σε γλιτώνει και σου δίνει την αιτία, είναι που χρειάζεται κι η Γραφειοκρατία: η υπεύθυνη δήλωση σού μιλάει, έτσι όπως ξέρουν να μιλάνε τα γρανάζια της διοίκησης, σε γλώσσα ξένη για σένα όσο και τα Κινέζικα. Δεν το συνειδητοποιείς όμως, οπότε και δέχεσαι ανοχύρωτος όλα τα υποσυνείδητα μηνύματα στα οποία σε υποβάλλει η αβάσταχτη καφκικότητα του γραφειοκρατικού Είναι (γάμισέ τα, με βουδιστικούς όρους). Ποια είναι αυτά τα μηνύματα;

-Αποδόμηση. Τα όνειρά σου έχουνε ταυτότητα, τα όνειρά τους έχουν αριθμό: είσαι το ΑΦΜ σου, η διεύθυνσή σου, το όνομά σου, ο αριθμός ταυτότητάς σου, το τηλέφωνό σου κ.λπ. Έτσι σε βλέπει η Γραφειοκρατία, σαν μια ομάδα πληροφοριών που χωράνε όλες σε ένα SMS. Πέρα από αυτά, δεν είσαι τίποτα. Δεν έχεις καν υπόσταση ως πρόσωπο. Η μοναδικότητά σου μπορεί να επαληθευτεί από Η/Υ με έναν απλό αλγόριθμο. Είσαι λίγα κιλομπάιτ σε κάποιον σκληρό δίσκο.

-Περιχαράκωση. Κοίτα τα κουτάκια της υπεύθυνης δήλωσης στα οποία πρέπει να συμπληρώσεις τα στοιχεία σου. Σου έρχονται καθόλου παιδικές αναμνήσεις; Τότε που παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους (κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ) και περπατούσαμε προσπαθώντας να μην πατάμε στις γραμμές ανάμεσα από τις πλάκες του πεζοδρομίου. Όλα τα παιδιά του κόσμου παίζουν αυτό το παιχνίδι. Η Άλκη Ζέη, νομίζω, έγραφε σ’ ένα βιβλίο της για κάποια κορίτσια που πίστευαν ότι άμα πατήσουν στις γραμμές ανάμεσα από τις πλάκες, θα παντρευτούν αράπη. Το σίγουρο πάντως είναι ότι οι γραφειοκρατικές φόρμες δεν ξέρουν από παιδικά παιχνίδια, σου δίνουν απλώς κάποια κουτάκια να συμπληρώσεις τα στοιχεία σου και στριμώχνεις τα γράμματα να χωρέσουν. Αν όμως τυχαίνει να έχεις π.χ. όνομα του στιλ "Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου", τότε δεν υπάρχει περίπτωση, σε κάποια στιγμή θα ξεφύγεις από την προκρούστεια κλίνη της γραφειοκρατικής φόρμας και θα παντρευτείς αράπη. Ή θα γίνεις υπουργός υγείας.

-Ενοχοποίηση. Κοίτα ξανά την υπεύθυνη δήλωση. Σε αντιμετωπίζει εξαρχής ως ύποπτο και σου το υπενθυμίζει συνεχώς: "Όποιος εν γνώσει του δηλώνει ψευδή γεγονότα κ.λπ." ή "Η ακρίβεια των στοιχείων που υποβάλλονται μπορεί να ελεγθεί κ.λπ." ή "Με ατομική μου ευθύνη και γνωρίζοντας τις κυρώσεις κ.λπ.". Κανένα τεκμήριο αθωότητας, η Γραφειοκρατία διακατέχεται από τη μόνιμη νεύρωση ότι θα την εξαπατήσεις. Η θεολογία της περιλαμβάνει ένα απροσδιόριστο προπατορικό αμάρτημα για τους εξωγραφειοκρατικούς, ότι όλοι είναι ένοχοι – ακόμα και μετά της αποδείξεως του αντιθέτου, καμιά φορά.

-Ετερότητα. Τελικά, τι συμπέρασμα βγάζεις για τον άγνωστο συντάκτη της υπεύθυνης δήλωσης; Πώς σε ένιωθε, τι ήσουν εσύ γι’ αυτόν; Κάποιος Γιώργος του Υπ. Εσωτερικών κάθισε στον Η/Υ του μια μέρα του 2002 (τότε βγήκε το νέο έντυπο της υπεύθυνης δήλωσης), άνοιξε το Word και σχεδίασε τη νέα φόρμα. Σε σκεφτόταν καθώς το έκανε. Σου έβαλε πάνω-πάνω το εθνόσημο να σοβαρευτείς, κατόπιν σε περιχαράκωσε με έναν πίνακα 9 γραμμών και 8 στηλών να συμπληρώσεις τα στοιχεία σου (ποιος ξέρει πόση ώρα μεγαλομίκραινε τα κελιά του για να σε φυλακίσει καταλλήλως), σου άφησε χώρο να δηλώσεις ό,τι έχεις να δηλώσεις, σε καθοδήγησε με την κατάλληλη εισαγωγή να ξέρεις πού θα γράψεις, σου έδωσε αρκετές γραμμές μήπως κι έχεις πολλά να πεις, σου έσπειρε τρομοκρατικές υπενθυμίσεις μήπως κι είσαι ψεύτης (με τις γραμματοσειρές μόνο δεν τα πήγαινε καλά ο Γιώργος, το έντυπο ξεκινά με Times New Roman αλλά συνεχίζει με Arial, υπάρχουν κι άλλα πταισματάκια, ας μην έχουμε όμως πολλές απαιτήσεις). Τελικά κοίταξε ικανοποιημένος την αρχιτεκτονική του εγγράφου, πάτησε Save As, C:\Users\Γιώργος\Desktop\Έγγραφα\Υπ Δηλ.doc, "έτοιμη, κ. Διευθυντά!"

Ακριβώς: ο Γιώργος σε ένιωθε ως κάτι ξένο προς αυτόν. Κλήθηκε να σχεδιάσει μια προτροπή – γιατί αυτό είναι η υπεύθυνη δήλωση, ένα "πες μου" από τη μεριά της διοίκησης – και το έκανε σαν να μην απευθυνόταν σε άνθρωπο αλλά σε νευρωνικό δίκτυο. Έτσι λέμε "πες μου" στην προσωπική, επαγγελματική, κοινωνική ζωή μας; Έτσι στεκόμαστε απέναντι σε κάποιον, δεκτικοί αλλά και σοβαροί, ν’ ακούσουμε αυτά που έχει να πει; Πες μου μια λέξη, αυτή τη μόνη λέξη, λέει το τραγούδι και τα τραγούδια λένε πάντα την αλήθεια. Όμως ο Γιώργος είναι ικανός να πει ακόμα και Σ’ ΑΓΑΠΩ με ατομική του ευθύνη και γνωρίζοντας τις κυρώσεις.






Στον "Δράκο" του Σβαρτς, ο περιπλανώμενος ιππότης Λάνσελοτ ετοιμάζεται να σκοτώσει τον δράκο που τρομοκρατεί μια μικρή πόλη. Δεν έχει όμως όπλα, οπότε ζητά από την πόλη να τον βοηθήσει:

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: "Έκτακτη γενική συνέλευση επί του θέματος: παροχή όπλων στον κ. Λάνσελοτ. Απόφαση: θετική. Ψιτ, παιδιά! Φέρτε δω αυτά τα όπλα".

(Ακούγονται σάλπιγγες και μπαίνουν υπηρέτες. Ο πρώτος δίνει στον Λάνσελοτ μια μικρή λεκάνη με προσαρμοσμένα λουριά)

ΛΑΝΣΕΛΟΤ: "Μα αυτή είναι λεκάνη από κουρείο!"

ΔΗΜΑΡΧΟΣ: "Α ναι, όμως την προβιβάσαμε σε κράνος. Κι αυτή η πιατέλα χρίζεται ασπίδα. Μην ανησυχείς. Τα πράγματα στην πόλη μας είναι υπάκουα και πειθαρχημένα. Θα διεκπεραιώσουν το καθήκον τους στο ακέραιο. Δυστυχώς, δεν έχουμε πανοπλίες στην αποθήκη... Έχουμε όμως ένα δόρυ". (Δίνει στον Λάνσελοτ ένα κομμάτι χαρτί). "Διά της παρούσης βεβαιούται ότι το δόρυ υπόκειται προσωρινώς σε διαδικασία προληπτικής συντήρησης – σφραγίδες, υπογραφές κ.λπ. Το μόνο που χρειάζεται είναι να παρουσιάσεις αυτή την έγγραφη βεβαίωση στον κ. δράκο κατά τη διάρκεια της μάχης, κι όλα θα πάνε μια χαρά".

Από την κυβέρνηση των ΗΠΑ μέχρι το ΚΚΕ κι από τον ΟΗΕ μέχρι τον Δήμο Ξηροβουνίου, οι απανταχού Γραφειοκρατίες ζούνε στη δική τους πραγματικότητα – η οποία είναι πολύ διαφορετική από την πραγματικότητα των εξωγραφειοκρατικών. Σκέψου, για παράδειγμα, την εμπειρία ενός κατηγορουμένου όταν αντιμετωπίζει μιαν άλλη Γραφειοκρατία, την αίθουσα του δικαστηρίου. Όλοι οι κατηγορούμενοι, από τους πιο αθώους μέχρι τους πιο ένοχους, με το που θα πατήσουν στην Ευελπίδων διαπιστώνουν κάτι κοινό: ότι δεν έχει σημασία τι ακριβώς έκαναν και πόσο δίκιο έχουν (αν έχουν)• σημασία πλέον έχει το πώς θα μεταφράσει την περίπτωσή τους ο συνήγορος στη δικαστικά αποδεκτή γλώσσα. Ξαφνικά χάνεται ο έξω κόσμος, η σκηνή του εγκλήματος (αν έγινε), τα γεγονότα που έγιναν ή δεν έγιναν• υπάρχει μόνο μια μεταφραστική πάλη ανάμεσα στον συνήγορό τους και στον δημόσιο κατήγορο, με μέτρο τον ποινικό κώδικα.

Ο Ουμπέρτο Έκο, νομίζω, ήταν που αναρωτιόταν σε ποια γλώσσα έγινε ο διάλογος του Ιησού με τον εκπρόσωπο της ρωμαϊκής Γραφειοκρατίας, τον Πόντιο Πιλάτο. Ο πρώτος αποκλείεται να μιλούσε Λατινικά, ενώ ο δεύτερος θα ήξερε στα Αραμαϊκά μόνο να λέει "καλημέρα", "ευχαριστώ" και "είμαστε τρελοί εμείς οι Ρωμαίοι". Ίσως να μιλούσαν κι οι δυο λίγα στοιχειώδη Ελληνικά, ίσως να υπήρχε κάποιος μεταφραστής, πάντως τελικά ποιος ξέρει τι είπε ο ένας και τι κατάλαβε ο άλλος. Πόσοι αθώοι φυλακίστηκαν χαμένοι στη δικαστική μετάφραση της Ευελπίδων; Και πόσοι ένοχοι τη γλίτωσαν μόνο και μόνο επειδή είχαν καλό μεταφραστή; Αλλά και πόσοι κατηγορούμενοι έζησαν την εμπειρία να τους πνίγει το δίκιο και να μην μπορούν να το βρουν, όχι επειδή δεν έχουν τους μάρτυρες ή τα τεκμήρια, αλλά επειδή δε βρίσκουν τις κατάλληλες γραφειοκρατικές λέξεις.




-Συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων;

-Αφ’ εαυτού συ τούτο λέγεις ή άλλοι σοι είπον περί εμού;

-Μήτι εγώ Ιουδαίος είμαι; Το έθνος το σον και οι αρχιερείς παρέδωκάν σε εμοί. Τι εποίησας;

-Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου. Ει εκ του κόσμου τούτου ήν η βασιλεία η εμή, οι υπηρέται αν οι εμοί ηγωνίζοντο, ίνα μη παραδοθώ τοις Ιουδαίοις. Νυν δε η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εντεύθεν.

-Ουκούν βασιλεύς ει συ;

-Συ λέγεις ότι βασιλεύς ειμί εγώ. Εγώ εις τούτο γεγέννημαι και εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία. Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής.

-Τι εστίν αλήθεια;

(ποιος ξέρει τι ειπώθηκε πραγματικά σ’ αυτόν τον διάλογο)


Τι εστίν αλήθεια; Μα αυτό που προσδιορίζει η Γραφειοκρατία. Για παράδειγμα, αλήθεια είναι ότι μπορείς να σκοτώσεις τον δράκο με όπλο μια έγγραφη βεβαίωση. Αλήθεια επίσης είναι ένα βρέφος να πεθαίνει παραμελημένο στο πάτωμα ενός ιατρικού κέντρου, με τους εργαζόμενους να το προσπερνάνε επί μέρες και να προσέχουν μην το πατήσουν, ενώ ο διευθυντής να δηλώνει για την υπόθεση: "Όλοι οι εμπλεκόμενοι έκαναν τη δουλειά τους ευσυνείδητα" (σ’ αυτό το άρθρο των New York Times, 1985). Ό,τι λένε τα έγγραφα είναι η αλήθεια – εφόσον, φυσικά, έχουν τις κατάλληλες σφραγίδες και υπογραφές.

Περνάμε ένα τεράστιο μέρος της ζωής μας συναλλασσόμενοι με την αλήθεια των Γραφειοκρατιών. Ισοδύναμη διατύπωση: περνάμε ένα τεράστιο μέρος της ζωής μας παίζοντας ρόλους, φορώντας μάσκα, λειτουργώντας δίχως τις αρχές και τις ανθρώπινες ποιότητες που μας προσδιορίζουν στην υπόλοιπη ζωή μας. Υποτίθεται ότι οι Γραφειοκρατίες στήθηκαν για μας, να μας παρέχουν κάποιου είδους υπηρεσίες. Υποτίθεται ότι όλες είναι εργαλεία. Στην πραγματικότητα όμως, από την κυβέρνηση των ΗΠΑ μέχρι το ΚΚΕ κι από τον ΟΗΕ μέχρι τον Δήμο Ξηροβουνίου, οι Γραφειοκρατίες σκοποποιούνται ("σκοποποιούμαι" = από μέσον γίνομαι σκοπός, ελπίζω να καθιερώσω τον όρο). Γραφειοκρατικός φετιχισμός. Υπάρχουν προκειμένου να διαιωνίζουν τον εαυτό τους κι εμείς λειτουργούμε ως τροφή γι’ αυτές. Μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η Γραφειοκρατία για σένα, ρώτα τι μπορείς να κάνεις εσύ για τη Γραφειοκρατία.