Η Επιλογή Του Θανάτου

Μου το είχε επισημάνει παλιά μια φίλη νοσοκόμα: κάποιοι άνθρωποι επιλέγουν τη στιγμή του θανάτου τους. Δε μιλάμε για αυτοκτονία ή ευθανασία, αλλά για ηλικιωμένους ή βαριά ασθενείς που αποφασίζουν οι ίδιοι πότε ακριβώς θα πεθάνουν. Ή έτσι δείχνουν, τουλάχιστον. Πάντως, πείθουν αυτούς που έρχονται σε επαφή μαζί τους: όπως μου εξομολογήθηκε η φίλη, αυτό είναι ένα καλά κρυμμένο μυστικό που το μοιράζονται μεταξύ τους πολλοί γιατροί και νοσοκόμες που δουλεύουν εντατική και ασχολούνται με βαριά περιστατικά. Δεν το λένε όμως εύκολα προς τα έξω γιατί ακούγεται... κάπως.

Συγκεκριμένα, όπως το συζητήσαμε με τη φίλη, κάποιος κόσμος ανακοινώνει τη μέρα του θανάτου του και πράγματι πεθαίνει τότε. Ή λέει κάτι σαν: «δεν θέλω να ταλαιπωρηθώ, θα φύγω σύντομα» και όντως φεύγει σύντομα. Ή δείχνει να περιμένει κάποιο γεγονός μεγάλης προσωπικής σημασίας – να δει για τελευταία φορά ένα αγαπημένο πρόσωπο ή να μάθει κάποια είδηση – και πεθαίνει αμέσως μετά. Όμως, πέρα από γιατρούς και νοσοκόμες, υπάρχει και πολύς απλός κόσμος, ορμώμενος κυρίως από οικογενειακές εμπειρίες, που πιστεύει ότι κάποιοι επιλέγουν τη στιγμή του θανάτου τους. Αρκετές φορές έχω ακούσει κάτι σαν: «η μάνα μου / ο πατέρας μου / ο παππούς μου δε φοβήθηκε να πεθάνει, όταν ήρθε η στιγμή έφυγε γρήγορα και με αξιοπρέπεια». Η φίλη μου η νοσοκόμα το παραλλήλιζε με τον ύπνο: όπως μπορούμε να επιλέξουμε (εντός κάποιων ορίων) τη στιγμή που θα αποκοιμηθούμε, αν θα μείνουμε κι άλλο ξύπνιοι ή αν θα αφεθούμε να μας πάρει ο ύπνος, έτσι ακριβώς πίστευε ότι πολύς κόσμος μπορεί να επιλέξει και τη στιγμή του θανάτου του – εντός κάποιων ορίων, πάντα.

Ψάχνοντας περισσότερο το θέμα, βρήκα εδώ έναν αμερικάνο γιατρό ονόματι Mark Crislip που κάνει ακριβώς την ίδια εξομολόγηση: το έχει ζήσει, έχει πειστεί από την εμπειρία του ότι για κάποιους ασθενείς, η στιγμή του θανάτου είναι θέμα επιλογής. Λέει μάλιστα το ίδιο που μου είπε και η φίλη, ότι έχει δει από την προσωπική του επικοινωνία πως είναι πολλοί οι γιατροί που μοιράζονται αυτό το μυστικό. Ο ίδιος ο Mark Crislip είναι πολύ της επιστήμης και του ορθολογισμού, μάλιστα το σάιτ στο οποίο γράφει τιτλοφορείται Science-Based Medicine και αποδομεί τον βελονισμό, τις πνευματικές θεραπείες, την ομοιοπαθητική κ.λπ. Αν ήταν Ελλάδα, μπορεί να ψήφιζε και Ποτάμι. Όμως ομολογεί κι ο ίδιος το σάστισμά του, από τη μια θέλει εμπειρικά στοιχεία και υποστήριξη για να δεχθεί οτιδήποτε, από την άλλη είναι πεπεισμένος για το θέμα από την εμπειρία του, χωρίς όμως να μπορεί να το αποδείξει τυπικά. Το κρατάει σαν ένοχο μυστικό. 

Μου αρέσει η σκέψη της φίλης μου, ο παραλληλισμός της επιλογής του θανάτου με την επιλογή του ύπνου. Όσο υπέροχη και να ήταν η μέρα σου, όσο κι αν θες να παρατείνεις μια νύχτα διασκέδασης, δημιουργικότητας, έρωτα, εμπειριών, σε κάποια στιγμή πρέπει να κοιμηθείς. Το ιδανικό δεν είναι η όσο το δυνατόν μακρύτερη παράταση της αγρύπνιας, το ιδανικό είναι η επιλογή της σωστής στιγμής για να αφεθείς να κοιμηθείς. Και αντιστρόφως, όσο κουραστική, τυραννική να ήταν η μέρα σου, σε κάποια στιγμή θα έρθει το πλήρωμα του ύπνου, η μεγάλη βιολογική δημοκρατία του Μορφέα. Το ιδανικό δεν είναι η τεχνητή συντόμευση της κούρασης με χάπια και υπνωτικά, το ιδανικό είναι κι εδώ η επιλογή της σωστής στιγμής.

Όλα τα παραπάνω, φυσικά, δεν ισχύουν για τον Μητσοτάκη. Αυτός δεν πεθαίνει με τίποτα, οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα ο Μητσοτάκης μένει. Έχει κάνει τις επιλογές του: Μητσοτάκης ο Άγρυπνος.

Οι Παρέες Φτιάχνουν Πολιτική

«...φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα και ιστορία οι παρέες», τραγουδούσε κάποτε ο Σαββόπουλος. Είχε δίκιο όμως εκτός από ιστορία, οι παρέες φτιάχνουν και πολιτική.

Να ξεκινήσω από ένα ντε προφούντις, κάποτε είχα ρωτήσει τον πατέρα μου για την ΕΔΑ του ’50 και του ’60. Αυτό που μου είπε με λίγα λόγια ήταν περίπου το εξής: «Δεν υπήρχε τίποτα άλλο τότε. Μόνο στην ΕΔΑ μπορούσες να βρεις ανθρώπους. Δεν ξέρω αν είμασταν ακριβώς ‘αριστεροί’ ή ‘κομμουνιστές’, σίγουρα όλοι είχαμε ένα όραμα δημοκρατίας και κοινωνικής ευαισθησίας για την Ελλάδα, όμως μη νομίζεις ότι ήμασταν καταρτισμένοι στον μαρξισμό ή κάτι τέτοιο. Τι ήμασταν; Νέοι που τους έπνιγε η εγκληματικότητα, η βλακεία και η συντηρητικότητα του καθεστώτος, και μόνο στην ΕΔΑ μπορούσαμε να αναπνεύσουμε, να βρούμε ανθρώπους με ενδιαφέρον, με αρχές, με στάση ζωής, εκεί κάναμε τις πιο ωραίες φιλίες, τις πιο ζωηρές συζητήσεις, μοιραία μας τραβούσε αυτός ο χώρος».

Όπως το έθεσε, η ένταξη τότε στην ΕΔΑ για πολύ κόσμο δεν ήταν ακριβώς θέμα ιδεολογίας – όχι ακριβώς, τουλάχιστον. Ήταν θέμα παρέας. Νέοι που τους απωθούσε η καθεστωτικά προβαλλόμενη εικόνα για την πολιτική, τη χώρα αλλά και την κοινωνία γενικότερα, εύρισκαν στην ΕΔΑ άλλους ανθρώπους με τους οποίους ταίριαζαν. Η ιδεολογία ήταν κάτι που περισσότερο ερχόταν σε δεύτερο χρόνο, ένας κοινός παρονομαστής που προέκυπτε από τις ήδη δημιουργημένες σχέσεις, παρέες, φιλίες. Όμως πρώτα προέκυπτε η κοινωνική σχέση, πρώτα κάποιοι άνθρωποι αποφάσιζαν ότι θέλουν να είναι μαζί, και μετά έψαχναν να βρουν τι ακριβώς είναι αυτό το προγραμματικό που τους ενώνει.

Ας πάμε και στην άλλη πλευρά. Όταν ήμουν φοιτητής ένιωθα ότι πολλοί που εντάσσονταν στη ΔΑΠ ουσιαστικά δεν είχαν ιδεολογία. Τουλάχιστον τίποτα συγκροτημένο. Περισσότερο τους τραβούσε το όλο κλίμα της ΔΑΠ: περιποιημένο ντύσιμο, επαγγελματικές αφίσες, εκδρομή στη Μύκονο, πάρτι στο τάδε κέντρο, μουσικές μόδες, συναντήσεις σε καλά καφέ κ.λπ. Η ένταξη στη ΔΑΠ ήταν περισσότερο θέμα αισθητικό και πολιτισμικό παρά πολιτικό, για αρκετό κόσμο τουλάχιστον. Αλλά και πέρα από τη ΔΑΠ, νομίζω πως η καθεστωτική («δεξιά») πλευρά όλες τις τελευταίες 5-6 δεκαετίες τραβούσε αρκετό κόσμο με έναν, φαινομενικά, απολίτικο τρόπο. Περισσότερο θέμα αισθητικής και κουλτούρας παρά πολιτικής. Σύμφωνοι, το περιεχόμενο της καθεστωτικής («δεξιάς») νοοτροπίας από τον πόλεμο και μετά είχε μεν πολιτικά σημεία – π.χ. παραμέληση της επαρχίας προς όφελος της Αθήνας, ή ευθυγράμμιση με την πολιτική του Λευκού Οίκου – μπορώ όμως να σκεφτώ κι άλλα σημεία:

1) Να μην αμφισβητείς την εξουσία. Όχι μόνο την κυβέρνηση, αλλά και τον δάσκαλο στο σχολείο, τον ιερέα στην ενορία, το αφεντικό στη δουλειά, ακόμα και τον αρχηγό στους προσκόπους. Για κάποιον άγνωστο λόγο, η εξουσία θεωρείτο πάντα σοφή. Το να την αμφισβητείς γινόταν αντιληπτό σαν τα μικρά παιδιά να αμφισβητούν τους γονείς, οι οποίοι είναι ωριμότεροι και ξέρουν καλύτερα το συμφέρον της οικογένειας. Μέρος του να είσαι «δεξιός» (τουλάχιστον τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70) ήταν όχι μόνο να ψηφίζεις Καραμανλή, αλλά και να ακούς τον δάσκαλο, τον καθηγητή, σαν την απόλυτη αυθεντία.

2) Να διατηρείς μια εικόνα ευμάρειας και ευταξίας. Κάποτε το λέγανε «αρχοντιά», σήμερα το λέμε «κυριλέ». Δεν έχει αλλάξει αυτό από το ’50 μέχρι τώρα, έχουν μεταβληθεί μόνο κάποια σύμβολα και πρότυπα ευμάρειας, όμως εδώ και εξήντα χρόνια, μέρος του να είσαι «δεξιός» είναι και να καλλιεργείς την εικόνα αρχοντιάς/κυριλέ. Ο Ιός έκανε αυτή την εύστοχη παρατήρηση σε τούτο το άρθρο, Πατρίδα – Θρησκεία – Γραβάτα, για την εικόνα αυτή μέσα από τη ρητορική της ΝΔ και της ΧΑ: κοστούμια και γραβάτες, κομψή περιβολή, να στολίσεις το σπίτι στις γιορτές, σεμφότυφη στάση, κυριακάτικο ψητό στο φούρνο, τακτοποιημένη και νοικοκυρεμένη διαβίωση κ.α. Η ελληνική αντίληψη της «δεξιάς».

Στα ουέστερν του ’50, ο καλός φορούσε πάντα άσπρο καπέλο, ήταν κι ωραίο παιδί (ο κακός φορούσε μαύρο καπέλο, ήταν και ασχημομούρης). Πετυχαίνεις το έργο στη μέση και καταλαβαίνεις σε δευτερόλεπτα ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός, από την εμφάνισή τους και μόνο. Πάρα πολλοί άνθρωποι υπήρξαν (και συνεχίζουν να είναι) «δεξιοί» επειδή δεν μπόρεσαν να ξεπαράσουν την Ουεστερνική Πλάνη: αν φοράει άσπρο καπέλο, αν είναι κι ομορφόπαιδο, τότε δεν μπορεί παρά να είναι και καλός.

Οπότε τώρα δεν ακούγεται τόσο περίεργη η απολιτική ένταξη τόσων φοιτητών στη ΔΑΠ. Δεν έψαχναν μια ιδεολογία αλλά ένα περιβάλλον στο οποίο να αισθάνονται οικεία και προβλέψιμα. Καουμπόις με άσπρα καπέλα έψαχναν άλλους καουμπόις με άσπρα καπέλα, ώστε να φτιάξουν μαζί ασπρόπιλες παρέες, φιλίες και σχέσεις. Αυτό που πρωτογενώς υπάρχει είναι η παρέα, όχι η ιδεολογία.

Κάτι που με φέρνει στο θέμα μου: ο άνθρωπος δεν γοητεύεται από ιδεολογίες, γοητεύεται από άλλους ανθρώπους. Σκεφτείτε τις δικές σας φιλικές παρέες, ερωτικές σχέσεις. Τι είναι αυτό που σας τράβηξε στους συγκεκριμένους ανθρώπους; Όχι ακριβώς η εκφρασμένη ιδεολογία τους σε θέματα πολιτικά, κοινωνικά, φιλοσοφικά κ.λπ. Όχι ακριβώς. Σας τράβηξε ο ίδιος ο άνθρωπος: η συμπεριφορά του, το στιλ του, το χιούμορ του, η εικόνα του, οι στάσεις του, οι πράξεις του, καθώς και όλα όσα μαρτυρούσαν οι στάσεις και οι πράξεις γι’ αυτό που υπήρχε πίσω τους. Οι κοινές φιλικές παρέες, ακόμα και οι ερωτικές σχέσεις, παράγουν όλες σε δεύτερο χρόνο ένα καταστατικό, ένα πολιτικό μανιφέστο: ανακαλύπτουμε στην πράξη ότι έχουμε παρόμοιες οπτικές σε διάφορα θέματα. Ανακαλύπτουμε ότι όλοι βλέπουμε με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο π.χ. την κυβέρνηση, τους μετανάστες, την Εκκλησία, το Δημόσιο, οτιδήποτε. Αυτά συνιστούν το μανιφέστο που παράγεται σε δεύτερο χρόνο από κάθε παρέα. Εξάλλου αν δεν υπήρχαν διάφοροι τέτοιοι κοινοί παρονομαστές, πώς θα καταφέρναμε να συνυπάρξουμε; (ίσως αυτό να μην ισχύει πάντα για τις ερωτικές σχέσεις, στον μαγνητισμό και στον έρωτα συχνά παίζονται περίεργα παιχνίδια με τους αντίθετους πόλους, το ‘χω παρατηρήσει, «πολιτικώς αντίθετοι μα η αγάπη αγάπη κ.λπ.»). Κάπως έτσι λοιπόν είναι και η ένταξη σε έναν πολιτικό χώρο για πάρα πολλούς ανθρώπους. Η ιδεολογία υπάρχει και παίζει ρόλο, όμως δεν παύει να είναι προϊόν, παράγωγο. Το πρωταρχικό είναι η παρέα.

Είναι κάπως υπερεκτιμημένος ο ρόλος της ιδεολογίας για το ανήκειν και την ένταξη σε έναν πολιτικό χώρο. Για πάρα πολλούς ανθρώπους τουλάχιστον, δεν ισχύει ακριβώς ότι είναι «δεξιοί» οπότε εντάσσονται στη ΝΔ, ή «αριστεροί» οπότε εντάσσονται στον ΣΥΡΙΖΑ, ή «ρεπουμπλικανόψυχοι» οπότε εντάσσονται στο Ποτάμι κ.λπ. Καλύτερη περιγραφή είναι: βρίσκουν κύκλους ανθρώπων με τους οποίους συνηχούν, ταιριάζουν, αλληλοέλκονται. Βρίσκουν ένα ολόκληρο περιβάλλον στο οποίο αισθάνονται σαν στο σπίτι τους.

Τι Είν' Αυτό Που Το Λένε Επιστήμη;

Τα έγραφα σ' ένα πρόσφατο e-mail όμως τελικά πρόκειται για μια εκ βαθέων εξομολόγηση μιας προσωπικής πορείας δεκαετιών σ' αυτό που ονομάζεται «επιστήμη». Γνώρισα κι έναν ακόμα που έκανε ακριβώς την ίδια πορεία με μένα. Σε περίπτωση που υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εμάς εκεί έξω, τα βάζω ώστε να βγουν από την ντουλάπα. Τι είν' αυτό που το λένε επιστήμη; Υπογραμμίζω τα σημαντικά σημεία:

Α) Κάποτε ενδιαφερόμουν να μάθω π.χ. για τις αιτίες των τροχαίων ατυχημάτων, την ιστορία της Βιρμανίας, τις ιδιότητες των υγρών κρυστάλων, τον θεσμό του σωφρονισμού, οτιδήποτε. Θα έπαιρνα βιβλία και άρθρα και θα διάβαζα για τα παραπάνω. Τώρα δεν το βλέπω έτσι. Τώρα η πρώτη-πρώτη ερώτηση που κάνω είναι: «ποιο είναι το πρόβλημα που θες να λύσεις;»

Β) Κάποτε νόμιζα ότι μπορεί να υπάρχει γνώση ουδέτερη, απρόσωπη και ανεξάρτητη, κάτι που πέφτει από τον ουρανό, papers που στιβάζονται σε κάποιο ράφι. Τώρα ό,τι είναι έτσι, ουδέτερο και απρόσωπο, το ονομάζω πληροφορία, κάτι κατώτερο από τη γνώση. Διότι γνώση είναι αυτό που σε βοηθά να λύσεις προβλήματα (πραγματικά προβλήματα στον πραγματικό κόσμο, όχι σε εργαστήρια και προσομοιώσεις). Λοιπόν, θες να λύσεις ένα πρόβλημα που έχει να κάνει με τροχαία ατυχήματα, με την ιστορία της Βιρμανίας κ.λπ. Θα σου χρειαστούν πληροφορίες, σύμφωνοι, τα papers που στιβάζονται στα ράφια έχουν τον ρόλο τους. Όμως δεν έχει νόημα να μιλάμε για γνώση αν δεν έχουμε και κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα που θέλουμε να λύσουμε.

Γ) Πλέον όλο και περισσότερο αρνούμαι να μπω σε μια κουβέντα για οποιοδήποτε θέμα, αν δεν έχει πρώτα ανακύψει το πρόβλημα που θέλουμε να λύσουμε. Μπορούμε να συζητάμε ατέλειωτα έτσι γενικά κι αόριστα για τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα, εσύ να λες ότι η απάντηση είναι 42, εγώ να λέω 46, ο άλλος να λέει 51 κ.ο.κ. Αυτό έχει μικρή αξία πλέον για μένα. Κουβέντα να γίνεται.

Δ) Ως προς θεωρητικές προτάσεις και ερμηνείες, κάποτε η πρώτη ερώτηση που θα έκανα ήταν: «πώς υποστηρίζονται από εμπειρικά δεδομένα;». Τώρα, η πρώτη ερώτηση που κάνω είναι: «ποια τα αποτελέσματά τους;» (πραγματικά αποτελέσματα στον πραγματικό κόσμο, όχι σε εργαστήρια και προσομοιώσεις).

Ε) Κάποτε με γοήτευαν τα άρτια μοντέλα. Τώρα με απωθούν σφοδρά. Τώρα, όταν δω άρτια μοντέλα οπουδήποτε, λέω: «κάποιος έκανε πολλές αυθαιρεσίες και γέμισε μόνος του πολλά κενά».

ΣΤ) Κάποτε ρωτούσα: «πώς υποστηρίζεις τις ιδέες σου;». Τώρα ρωτάω: «πώς ρισκάρεις για τις ιδέες σου;»

Ζ) Κάποτε έλεγα: «αλήθεια είναι αυτό που υπάρχει εκεί έξω, αντικειμενικά». Τώρα λέω: «αλήθεια είναι αυτό που δουλεύει, αυτό που δίνει αποτελέσματα».

Η) Πλέον με απωθούν όλα τα επιστημονικά, φιλοσοφικά και θρησκευτικά μέινστριμ. Όλα. Τα καταδικάζω απ’ όπου κι αν προέρχονται. Τώρα ψάχνω τα περιθωριακά, όχι τα μέινστριμ. Όπως ξέρουν πολύ καλά οι πόρνες, οι ομοφυλόφυλοι και οι αλκοολικοί, το μέινστριμ είναι υπερτιμημένο.

Θ) Έχει αλλάξει κι η αντίληψή μου πλέον για την αιτιότητα. «Πού οφείλεται η άνοδος της ΧΑ;» πλέον το καταλαβαίνω να σημαίνει: «τι θα πρέπει να αλλάξουμε ώστε να αναχαιτιστεί η άνοδος της ΧΑ;». Δεν έχει νόημα να μιλάμε για τις αιτίες ενός φαινομένου χωρίς να συνοδεύουμε την κουβέντα κι από μια πρακτική πρόταση παρέμβασης, αλλιώς γίνεται θεολογική συζήτηση.

Ι) Ήρθε η μέρα όπου είπα: «τελικά, τα σημαντικότερα ερωτήματα δεν απαντιούνται με μαθηματικά...»

Κ) Κάποτε εκτιμούσα τις στατιστικές έρευνες. Τώρα εκτιμώ όλο και περισσότερο τα λεπτομερή case studies, ακόμα κι αν το δείγμα τους είναι Ν=1.

Λ) Με ενθουσιάζουν οι έρευνες στις οποίες ο ερευνητής άλλα περίμενε να βρει και άλλα βρήκε, στο τέλος δεν ήξερε τι να κάνει με τα αποτελέσματά του. Αντίθετα, το έχω για κακό σημάδι όταν ο ερευνητής βρίσκει αυτά που περίμενε να βρει.

Μ) Καλό σημάδι είναι επίσης όταν ο ερευνητής δηλώνει: «στην πορεία της έρευνά μου, άρχισα να βλέπω το θέμα διαφορετικά»

Ν) Κάποτε νόμιζα ότι το διάβασμα και τα βιβλία είναι το παν. Τώρα λέω ότι δεν βγαίνει τίποτα με το διάβασμα. Ένα γραμμάριο πράξης αξίζει περισσότερο από έναν τόνο θεωρίας.

Οι Απόγονοι Του Κίτρινου Αυτοκράτορα

Με προβληματίζει ένα φαινόμενο που ανησυχώ ότι θα το βρούμε όλοι μπροστά μας σε κάποια στιγμή στο μέλλον. Κι όταν λέω «όλοι» εννοώ την ανθρωπότητα, σε πλανητικό επίπεδο.

Σε ευρείες περιοχές της Αφρικής, Νότιας Αμερικής, ΝΑ Ασίας γίνεται χαμός από κρατικές κινέζικες επιχειρήσεις που χτίζουν γέφυρες, αυτοκινητόδρομους, βιομηχανίες, φράγματα, νοσοκομεία κ.α., ακόμα και ολόκληρες πόλεις-καζίνο (δείτε εδώ, για παράδειγμα, την κινεζοχτισμένη πόλη Bokeo στο Λάος, ένα Λας Βέγκας μέσ’ στη ζούγκλα). Όλες αυτές είναι τεράστιες επενδύσεις, έξω από το σύστημα της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι οποίες φέρουν διαφορετικό νόημα και ρητορική. Στην κινέζικη αντίληψη της ανάπτυξης δεν υπάρχει καθόλου χώρος για προστασία μειονοτήτων, αποζημίωση εκτοπισμένων, δημοκρατία, διατήρηση πολιτισμικού κεφαλαίου, ανθρώπινα δικαιώματα, προστασία του περιβάλλοντος. Τουλάχιστον η Παγκόσμια Τράπεζα, με όλο το αίμα που έχει στα χέρια της και τον τεράστιο πόνο που έχει προκαλέσει, πιέστηκε ώστε να βάλει κάποιο φρένο στην οικονομολογική της μισανθρωπία. Τηρεί κάποια προσχήματα και τουλάχιστον (παριστάνει ότι) νοιάζεται για τις μειονότητες, τους εκτοπισμένους, το περιβάλλον κ.λπ. Οι Κινέζοι δεν τηρούν κανένα πρόσχημα.

Να βάλω κι ένα ντε προφούντις ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, πολλά ή τίποτα: έχω μιλήσει με εκατοντάδες ανθρώπους στη ΝΑ Ασία (φοιτητές, επιχειρηματίες, γκαρσόνια, πανεπιστημιακούς, τουριστικούς επαγγελματίες, πόρνες, ιεραπόστολους, σωφέρ κ.α.) που έρχονται σε επαφή με ξένους, κυρίως με επιχειρηματίες, φοιτητές και τουρίστες. Κανείς δεν συμπαθεί τους Κινέζους. Κανείς μα κανείς. Αν τους πεις για Ιάπωνες, Ευρωπαίους, Αμερικάνους, Κορεάτες, θα σου πουν «υπάρχουν καλοί και κακοί, άνθρωποι για πέταμα και άνθρωποι διαμάντια». Όμως για τους Κινέζους, αυτό που μου λέγαν όλοι είναι: «επηρμένοι, φωνακλάδες, ασεβείς, άνθρωποι χωρίς καρδιά».

Πίσω από όλα αυτά βρίσκεται η κινέζικη κυβέρνηση και ο ιδιότυπος ιμπεριαλισμός της. Από τη μια, οι τεράστιες επενδύσεις που γίνονται από ανθρώπους της κυβέρνησης (όπως Cosco στον Πειραιά), από την άλλη η κινέζικη μεσαία τάξη, ενταγμένη στο σύστημα της κυβέρνησης, που εισβάλει σε άλλες χώρες με τη μορφή φοιτητών, μικρότερων επιχειρηματιών και τουριστών. Λέω «εισβάλει» γιατί υπάρχει μια απωθητική ρητορική και νοηματοδότηση πίσω από την ενοχλητική παρουσία της σε όλο και μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Η μόνη σχετική έρευνα γι' αυτή τη ρητορική που βρήκα είναι το Yellow Man’s Burden, του Pal Nyiri (διαβάστε την, αξίζει):

Οι Κινέζοι αντιλαμβάνονται την επεμβατική παρουσία τους ως μια αλτρουιστική συνεισφορά στον εκσυγχρονισμό των «καθυστερημένων» ντόπιων, μια εκπολιτισμική αποστολή που ανέλαβε η Κίνα απέναντι στα «κατώτερα», λιγότερο ανεπτυγμένα έθνη. Τα κινέζικα ΜΜΕ συνεχώς παρουσιάζουν τους κινέζους μετανάστες ως φάρους προόδου, δουλευταράδες και ευφυείς απογόνους του Κίτρινου Αυτοκράτορα, που ευδοκιμούν σε ξένες χώρες χάρη στο επιχειρηματικό τους πνεύμα, ενώ οι ντόπιοι τους ζηλεύουν και τους έχουν ως παράδειγμα. Ακόμα και σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Αυστραλία και η Ολλανδία, το κυβερνητικό παραμύθι θέλει τους κινέζους μετανάστες να ξεκινούν από χαμηλά και να καταλήγουν ψηλά προκαλώντας τον θαυμασμό των ντόπιων.

Τώρα ξέρετε για την επένδυση της Cosco στον Πειραιά, πώς παρουσιάζεται στα κινέζικα ΜΜΕ: πήγαμε να δώσουμε το φωτεινό παράδειγμα στους «καθυστερημένους» Έλληνες.

Αυτή η ρητορική συνδέεται με το εσωτερικό πρόγραμμα της κινέζικης κυβέρνησης περί «βελτίωσης της ποιότητας» του πληθυσμού – κάτι που δεν έχει συγκεκριμένο νόημα, πάντως περιλαμβάνει αστικό τρόπο ζωής, αυτοπειθαρχία, κατανάλωση και προβλεψιμότητα συμπεριφοράς. Αυτό που μένει στο φινάλε είναι μια ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ενοχλητική εικόνα κινέζικης φυλετικής ανωτερότητας έναντι των «απολίτιστων» λαών, καθώς και μια μονολιθική αντίληψη της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού ως κάτι 100% οφέλιμο, χωρίς μειονεκτήματα και παρενέργειες. Η κινέζικη κυβέρνηση, οι άνθρωποί της, τα ΜΜΕ που ελέγχει, η πρόσχαρη μεσαία τάξη της χώρας υιοθετούν παρόμοιες αντιλήψεις με αυτές που νομιμοποίησαν κάποτε τη δυτική αποικιοκρατία: the yellow man’s burden.

Έρχονται οι απόγονοι του Κίτρινου Αυτοκράτορα... Επηρμένοι, φωνακλάδες και ασεβείς, οπλισμένοι με τους Η/Υ και τα κινητά τους, τους άριστους βαθμούς τους, τα ατέλειωτα κεφάλαιά τους, τον κομφουκιανισμό τους, τις πλάτες της σιχαμένης κινέζικης κυβέρνησης. Έρχονται να αγοράσουν και να χτίσουν διυλιστήρια, αυτοκινητόδρομους, φράγματα, ουρανοξύστες, λιμάνια, εργοστάσια, νοσοκομεία, να εκπολιτήσουν τον καθυστερημένο κόσμο, να «βελτιώσουν την ποιότητά του».

Το Τέρας Με Τις Δύο Πλάτες

«Άλλα δεκαπέντε χρόνια θέλω να ζήσω», είπε η μεγάλη Ι. Ήταν γύρω στα σαράντα πέντε και όμορφη, εμένα πάντως μου άρεσε. Έντονο πρόσωπο, μακριά μαλλιά, δυνατή φωνή και γερές παλάμες, μεγαλύτερες από τις δικές μου. Το ξέρω γιατί μια φορά την έβαλα να συγκρίνουμε τα χέρια μας, τάχα ποιος έχει μακρύτερα δάχτυλα. Είδα τότε ότι οι παλάμες της ήταν γεμάτες κάλους και κοψίματα. Τα σαββατοκύριακα έφευγε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη να δει τον φίλο της, όμως μεσοβδόμαδα ερχόταν κάθε βράδυ στο στέκι μας και τα τρωγοπίναμε μαζί, έτσι τη γνωρίσαμε.

Έσκυψα διακριτικά στον Σ. δίπλα μου: «φοβάμαι πως η μεγάλη Ι. θέλει να πεθάνει...» του ψιθύρισα. Δεν είπε τίποτα.

Το στέκι ήταν ένα οικογενειακό φαγάδικο του δρόμου, μια τρύπα που ίσα-ίσα χωρούσε τα απολύτως απαραίτητα: τρία τραπέζια, έναν πάγκο, μια τηλεόραση κι ένα μπιλιάρδο. Συγκέντρωνε περίεργες μορφές ζωής, κυρίως μεθυσμένους ταξιτζήδες, μαστόρια από τα κοντινά συνεργεία, κάτι τύπους αγνώστων στοιχείων και μικρολαθρέμπορους, όπως αυτός καλή ώρα που προσπαθούσε να μας πουλήσει μια ξιφολόγχη: «Από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο», είπε.

Την περιεργάστηκα λίγο. Ήταν σαν μικρό σπαθί, γκρίζα, στο χρώμα της διαψευσμένης ελπίδας, και κρύα. Όχι παγωμένη, όχι όπως η απόλυτη μοναξιά του τελευταίου ανθρώπου στον κόσμο, αλλά απλώς ψυχρή, όπως αυτή η ιδιαίτερη μοναξιά που διατηρείται στη συνύπαρξη με άλλους ανθρώπους, κάνει την αναπνοή ρηχή και πικραίνει το πιο νόστιμο φαγητό. Αναρωτήθηκα πόσες καρδιές είχε κλέψει η ξιφολόγχη, πόσο ηπαρξυσμό είχε στο ιστορικό της (ηπαρξυσμός = ήπαρ + ξύνω, κάνω χαρακίρι ή υφίσταμαι διείσδυση αιχμηρού αντικειμένου που καταστρέφει το συκώτι μου• μεταφορικά, πίνω πολύ και παθαίνω κίρρωση του ήπατος). Φαντάστηκα έναν στρατιώτη να σκουπίζει τις κόκκινες κηλίδες από πάνω της. «Αυθεντική, κειμήλιο», συμπλήρωσε ο τύπος.

«Έλα, άιντε, πα να παίξουμε μπιλιάρδο» είπε η μικρή Ι. στον τύπο με την ξιφολόγχη για να τον ξεκολλήσει από το τραπέζι μας. Ό,τι ήταν η Μελίνα στο παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, αυτό ήταν και η μικρή Ι. στον μικρόκοσμο του φαγάδικου: κερασένια μάτια, φραουλένια χείλη, ροδακινένιο δέρμα, ξεχώριζε σαν το γάλα μέσ’ στις μύγες. Και μόνο που τη σκέφτομαι, μου ‘ρχεται να φάω φρουτοσαλάτα. Η κόρη της οικογένειας που είχε το μαγαζί, μονάκριβη και παινεμένη, αρνάκι γάλακτος, αλλά και τιγράκι ταυτόχρονα, κάποτε έριξε μια ιστορική μπουνιά σε έναν τύπο που της μίλησε άσχημα, τον ξάπλωσε στο έδαφος. Τα πρωινά σπούδαζε υπολογιστές και ονειρευόταν μια μέρα να ξεφύγει από το φαγάδικο. Πάντα ένιωθα ότι ανέδυε μια μυρωδιά καθώς περνούσε δίπλα μας, ένα άρωμα, όχι όμως από κολώνια αλλά από τα ίδια της τα είκοσι χρόνια. Μυρίζουν τα εικοσάχρονα, μυρίζουν και δεν το ξέρουν, είναι αρωματικά χώρου. Την είχαμε λίγο σαν κόρη, λίγο σαν μικρή αδερφή, λίγο σαν φυλαχτό. Κρίμα για μας τους άντρες που ήταν λεσβία – ή τουλάχιστον έτσι δήλωνε. Όλοι κατά καιρούς είχαμε αναρωτηθεί τι κρύβεται κάτω από τις γαλάζιες μπλούζες που συνήθως φορούσε, όλοι περιμέναμε την ώρα και τη στιγμή που επιτέλους θα άφηνε το παλιοτζίν και θα έβαζε κάποιο σορτσάκι, κάποιο μίνι, να δούμε τα μυστικά της. «Φοβάμαι τους άντρες...» μου εξομολογήθηκε ένα βράδυ, «λέω ότι είμαι λεσβία να τους κρατάω σε απόσταση...». Πού να το φανταστείς ότι φοβόταν τους άντρες η Θηριοδαμάστρια των Ταξιτζήδων και η Ταυρομάχος των Μαστόρων! Δε νομίζω ακριβώς ότι την ποθούσα ερωτικά (δηλαδή, σαφώς και την ποθούσα), πολλές φορές προσευχήθηκα γι’ αυτήν να ζήσει μια χαρούμενη και ζευγαρωμένη ζωή, να βρει τον τύπο που θα της δείξει ότι οι άντρες έχουν και τα καλά τους εκτός από τα στραβά τους. Πάντως θα ήθελα να ήμουν από μια γωνιά, να έβλεπα την πρώτη φορά που η μικρή Ι. κι ένας άντρας (ή μια γυναίκα) θα έφτιαχναν το τέρας με τις δύο πλάτες, όπως έγραφε ο Σαίξπηρ. Πρέπει να ξεκολλήσω, έ;

«Να μην αγγαρέψω κανέναν να με γηροκομήσει», συνέχισε η μεγάλη Ι. Δίπλα μου ο Σ. της γέμισε το ποτήρι. «Παιδιά ούτε έκανα κι ούτε σκοπεύω πια να κάνω».

Ένα βράδυ την είχα δει να κάθεται μόνη της, έπινε κι έτρωγε χωρίς να νιώθει καμιά γεύση, δε μιλούσε σε κανέναν και κοιτούσε απλανώς το ποδόσφαιρο στην τηλεόραση (της άρεσε το ποδόσφαιρο, ήταν Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, θαύμαζε και τον Μέσι). Το πρόσωπό της ήταν σαν κουτάκι αναψυκτικού μέσα στην πρέσα συμπίεσης για την ανακύκλωση. Είπα στην Γ. (τη μαμά της μικρής Ι.) να της κεράσει το φαγητό, δεν ήξερα τι άλλο να κάνω γι’ αυτήν, και μόνο που την έβλεπα ένιωθα κι εγώ την πρέσα συμπίεσης. Ένα άλλο βράδυ την πήρα και πήγαμε να χορέψουμε σ’ ένα μαγαζί με ζωντανή μουσική. Καταχάρηκε, το απόλαυσε με την καρδιά της. Εκείνο το βράδυ τη φίλησα κιόλας. Όσες φορές προσπάθησα να εκμαιεύσω πληροφορίες για τον φίλο της – ποιός είναι αυτός που κάνει τη μεγάλη Ι. να τρέχει σαββατοκύριακα στην επαρχία; – αυτή άλλαζε κουβέντα, «ας πούμε κάτι άλλο». Το μόνο που κατάφερα να μάθω, ότι ήταν ψηλός και φαρδύς σαν μποξέρ ο άντρας με το προνόμιο να βλέπει γυμνή τη μεγάλη Ι. κάθε βδομάδα. Έχω μια φωτογραφία της και την κοιτάζω τώρα καθώς γράφω. Αχ βρε μεγάλη Ι., τι πόνος...

Εκείνη τη στιγμή ήρθαν ο Α. και η Ο., ένα ζευγάρι φίλων: «Τα μάθατε; Πέθανε ο Μ.»

«Πέθανε ο Μ....»

Δεν τον ξέραμε πολύ όμως τον συμπαθούσαμε, ήταν μια από τις μορφές που σύχναζαν στο στέκι μας, ψηλός και πλακατζής, τα χέρια γεμάτα δαχτυλίδια. Ώστε δεν θα τον ξαναδούμε πια... Ένα στέκι δεν είναι μόνο το κτίριο και τα τραπέζια, δεν είναι μόνο το φαγητό και το ποτό. Είναι και τα παιδάκια που κοιμούνται καθώς οι γονείς παίζουν μπιλιάρδο, οι μεθυσμένοι που περιφέρονται από παρέα σε παρέα, τα πειράγματα, τα αλληλοκεράσματα και οι καβγάδες, οι καινούργιες φάτσες που δημιουργούν περιέργεια, οι γνωστές φάτσες που δημιουργούν οικειότητα. Κάτι από όλα αυτά να λείψει, το στέκι αλλάζει όνομα, είναι πλέον ένα καινούργιο μέρος. Ώστε πέθανε ο Μ... Ένα ρίγος διέτρεξε το φαγάδικο, τον δρόμο με τις καμμένες λάμπες, τις αποθήκες και τα συνεργεία, την πόλη ολόκληρη που δεν θα είναι πλέον η ίδια. Εικόνες πλημμύρισαν το μυαλό μου. Ένας στρατιώτης σκουπίζει το αίμα από μια ξιφολόγχη• η μεγάλη Ι. ξεπαρθενεύεται πλακωμένη κάτω από έναν μποξέρ, το τέρας με τις δύο πλάτες, αίμα στα σεντόνια• η μεγάλη Ι. στο κρεβάτι της κλινικής, σπρώχνει να βγάλει το μωρό από μέσα της• ξεπροβάλει ένα πλασματάκι σαν σποράκι, όλο αίμα και γλύκα, το κοιτάζω και είναι η μικρή Ι. Η καρδιά μου γίνεται παγωτό και λιώνει.

Με συνέφερε ο ήχος από καρέκλες που σέρνονταν, ο Α. κι η Ο. κάθισαν στο τραπέζι. Η Γ. ακούμπησε δυο ακόμα ποτήρια κι ένα μπουκάλι ουΐσκι. Ο Σ., όπως πάντα, ανέλαβε τον ρόλο του υδροχόου και γέμισε ό,τι άδειο ποτήρι βρήκε, τσουγκρίσαμε και ήπιαμε. Ξαφνικά οι καμένες λάμπες του δρόμου ζωντάνεψαν: ήρθε η μικρή Ι. να φέρει δυο πιάτα ακόμα φαγητό. Συνειδητοποίησα έναν πόνο στο χέρι μου. Κάπου το έκοψα και τα δάχτυλά μου είχαν γεμίσει αίμα, ίσως εκεί που περιεργαζόμουν την ξιφολόγχη. Το σκούπισα και σηκώθηκα διακριτά καθώς οι άλλοι κουβέντιαζαν. Πλεύρισα με τρόπο τη μεγάλη Ι.

«Εσύ είσαι η μαμά της μικρής Ι.;» της ψιθύρισα. «Γι’ αυτό και έχετε το ίδιο όνομα;»

Με κοίταξε χαμογελώντας πονηρά. Σσσσσς.... έκανε βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη, χωρίς να σπάσει καθόλου το κατεργάρικο χαμόγελό της. Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφη γυναίκα. Θυμήθηκα κάποια βράδια που ερχόταν με τον αδερφό της και την κορούλα του, ένα πλασματάκι έξι χρονών που όλη την ώρα έπαιζε και φλυαρούσε. Πάντα περιεργαζόμουν τη μεγάλη Ι. μαζί με την ανηψιά της, πώς της έβγαινε όλο το μητρικό φίλτρο συμπυκνωμένο σαν ζαχαρούχο γάλα, πώς έχανε τη μισή της ηλικία. Σαράντα πέντε χρονώ η μια, έξι η άλλη, όμως η μεγάλη Ι. μαζί με το κοριτσάκι ήταν περίπτωση 45 + 6 = 20. Παιδιά ούτε έκανα κι ούτε σκοπεύω πια να κάνω... Τι πόνος.

«Θέλω να σε παντρευτώ» της ψιθύρισα στ’ αυτί. Συνέχισε να χαμογελάει πονηρά. Σημείωσα μέσα μου, κάποια στιγμή που θα βρεθούμε μόνοι μας να τη φιλήσω στα πεταχτά.

Η πληγή ξανάνοιξε και το αίμα έσταζε από τα ακροδάχτυλά μου, πήγα στην τουαλέτα να το πλύνω. Έκανα κατακόκκινο τον μικρό νιπτήρα. Σκέφτηκα αίμα γέννας, παρθενίας και θανάτου, όλα μαζί αναμεμιγμένα. Όλα αυτά μαζί στο μυαλό μου ήταν η μεγάλη Ι., η μαμά της μικρής Ι. (;) η οποία ήταν λεσβία (;). Αναρωτήθηκα αν θα γίνω πατέρας της μικρής Ι. έτσι και παντρευτώ τη μεγάλη Ι. Με συγκινούσε η σκέψη.

Βγήκα από την τουαλέτα και γύρισα στο τραπέζι μας. Πρόσεξα ότι η μικρή Ι. είχε σταματήσει να παίζει μπιλιάρδο με τον λαθρέμπορο, ο τύπος καθόταν μόνος σε μια γωνιά με την ξιφολόγχη περασμένη στη ζώνη. Η παρέα μου συζητούσε ακόμα για τον Μ. που έφυγε οριστικά. «Τον έχω δει μια φορά τον θάνατο», δήλωσε ο Α.

Τεντωθήκαμε όλοι προς το μέρος του. «Πες μας».

«Να σας πω, αν και ο πιο κατάλληλος να μιλήσει γι’ αυτό είναι ο Σ. ... τι λες;... (ο Σ. έκανε μια αρνητική χειρονομία) ... άντε καλά, ας πω εγώ».

Η κοπέλα του, η Ο., ξεφύσηξε θυμωμένα, ψυχανεμιζόταν τι θα ακολουθούσε και δεν της άρεσε καθόλου. Ζήλευε.

«Είδα τον θάνατο πριν οκτώ χρόνια, τότε που κοιμόμουν στους δρόμους» έκανε ο Α. «Τότε που ακόμη ήμουν διαλυμένος από το διαζύγιο, μου έλειπαν τα παιδιά μου και δε μ’ ένοιαζε αν ζω ή αν πεθαίνω. Τότε λοιπόν, ένα βράδυ, είδα τον θάνατο».

Η Ο. συγκεντρώθηκε στο πιάτο της κι έκανε πως τρώει με όρεξη.

«Αυτός που είδα εγώ ήταν άντρας, κοντόχοντρος και με μεγάλα χέρια, σαν αγρότης».

«Πού έγινε αυτό, εδώ πέρα;».

«Όχι, πιο μακριά, κάπου προς το κέντρο της πόλης. Ήμουν καθισμένος σ’ ένα παγκάκι κι έβγαλα να δω τι λεφτά έχω στην τσέπη. Ήθελα ακόμα μια μπύρα κι ένα πακέτο τσιγάρα. Θυμάμαι, είχα ένα μόνο χαρτονόμισμα. Μόλις το τράβηξα, τα κέρματα στην τσέπη πέσαν όλα χάμω».

Η Ο. δεν άντεξε άλλο: «Όμως, κανόνισε! Αργότερα το βράδυ... δύο φορές!». Έκανε μια χειρονομία τάχα ότι τον δέρνει.

«Και τρεις φορές!» φωνάξαμε.

«Το τέρας με τις δύο πλάτες!» είπα και βάλαν όλοι τα γέλια. Ήταν παράξενο ζευγάρι ο Α. κι η Ο. Αυτός με πατημένα τα σαράντα, ήδη διαζευγμένος και πατέρας, αυτή πιτσιρίκα, ψηλή και πανέμορφη. Έχει δουλέψει μοντέλο, έχει περάσει οντισιόν για ρόλους στην τηλεόραση, στο κινητό της έχει τα τηλέφωνα μερικών γνωστών τραγουδιστών και ηθοποιών, κάποτε έπαιξε σοβαρά με την ιδέα να μπει για τα καλά στο star system και να γίνει διάσημη. Τελικά όμως τα παράτησε όλα αυτά, έγινε ένα ακόμα πρόσωπο στο στέκι μας. Ευτυχώς για τον Α., ευτυχώς και για όλους εμάς.

«Τα κέρματα πέσαν όλα χάμω», συνέχισε ο Α. «Και τότε είδα τον θάνατο. Περπατούσε στο πεζοδρόμιο κι ερχόταν προς το μέρος μου, μάζευε τα πεταμένα κέρματα στο δρόμο. Τον κατάλαβα γιατί μπορούσα να τον δω μόνο απευθείας, στο προφίλ ήταν λεπτός σαν σπαθί, σαν ξιφολόγχη, αόρατος. Όταν μου γύρναγε το πλευρό, εξαφανιζόταν. Όταν με κοιτούσε απευθείας, τον έβλεπα κανονικά. Ερχόταν σιγά-σιγά, σκυμμένος, εξετάζοντας το έδαφος, ήξερα ότι αν μάζευε και τα δικά μου κέρματα θα πέθαινα».

«Και τι έγινε, τα μάζεψε;» ρώτησε άγρια η Ο.

«Έφτασε δίπλα μου, γύρισε κατά πρόσωπο και με ρώτησε τι ώρα είναι. Μου θύμιζε κάποιον από το χωριό μου. Είδα το ρολόι μου, έντεκα και τέταρτο, του απάντησα. Του είπα επίσης, δε μου φτάνουν τα λεφτά για μπύρα και τσιγάρα. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και μου έδωσε από τα δικά του – όλα κέρματα. Γέμισε το χέρι μου. Τον ευχαρίστησα, με χαιρέτισε και τράβηξε τον δρόμο του. Δεν ακούμπησε καθόλου τα δικά μου κέρματα χάμω. Μου έδωσε κι απ’ τα δικά του. Όταν γύρισε προφίλ, εξαφανίστηκε εντελώς».

Η Γ. είχε έρθε στο τραπέζι μας και άκουγε την ιστορία.

«Όμως, δεν ξέρω, καλύτερα να μιλήσει για τον θάνατο ο Σ. που έχει ήδη πεθάνει μια φορά...», κατέληξε ο Α. «Εμείς δεν έχουμε πεθάνει ακόμα».

«Ίσως ο θάνατος να είναι εδώ, μαζί μας», είπε η Γ. «Όμως δεν μπορούμε να τον δούμε γιατί μας έχει γυρισμένο το πλευρό. Είναι λεπτός σαν ξιφολόγχη».

Κοίταξα τη μεγάλη Ι. στο προφίλ όμως δεν εξαφανίστηκε. Αντίθετα, είδα έναν καταρράχτη μαλλιών και μια υπέροχη μισή μύτη, ένα υπέροχο μισό στόμα και ένα υπέροχο μάτι. Ξαφνικά ένιωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι έλειπε. «Πού είναι η μικρή Ι.;» ρώτησα.

«Η μικρή Ι. δεν υπάρχει», μου εξήγησε ο Α. «Είναι ένα όνειρο που φτιάξαμε όλοι μαζί».

«Είναι οι ελπίδες, οι χαρές μας, η ζωή που θα θέλαμε να ζούσαμε αντί γι’ αυτήν που ζήσαμε», συμπλήρωσε η Ο, η οποία είχε ξεθυμώσει από τη ζήλια της για τον προηγούμενο γάμο του Α.

«Δεν έχω παιδιά», είπε και η Γ. «Η μικρή Ι. είναι τα αγέννητα παιδιά μου και τα αγέννητα παιδιά της μεγάλης Ι.»

«Όμως την αγαπάω...».

«Όλοι την αγαπάμε».

Έπεσε σιωπή. Όπως γίνεται κάθε φορά που κάποιος μιλάει για θάνατο. Νιώθαμε την απουσία του Μ., μας έλειπε και η μικρή Ι., το όνειρο που φτιάξαμε όλοι μαζί. Με τη μεγάλη Ι. ειδικά θα ήθελα να φτιάξω και το τέρας με τις δύο πλάτες. Να πάρω την πρέσα συμπίεσης από το πρόσωπό της. Να βγάλω τη ζωή της από την ανακύκλωση. Απόψε το βράδυ αργά, ένας λαθρέμπορος θα κοιμηθεί με μόνη παρέα μια παλιά ξιφολόγχη, που θέρισε ποιος ξέρει πόσες ζωές• ο Α. και η Ο. θα κοιμηθούνε μαζί και θα φτιάξουν το τέρας με τις δύο πλάτες ποιος ξέρει πόσες φορές• η Γ. θα κοιμηθεί με τον άντρα της και θα σκέφτεται τα αγέννητα παιδιά της• εγώ θα σκέφτομαι τη μεγάλη Ι.• ο θάνατος θα είναι δίπλα μας όμως δεν θα τον βλέπουμε γιατί θα τον κοιτάζουμε από τη λάθος μεριά• όλοι πάντως θα σκεφτόμαστε το φρουτένιο όνειρο που φτιάξαμε, το ροδακινένιο κορίτσι που μας έσωσε τη ζωή και μας κράτησε στα δύσκολα, λεσβία (;) και εικοσάχρονη, κούκλα με τα τζιν και τις γαλάζιες μπλούζες της, η Μελίνα στο ΠΑΣΟΚ της ζωής μας. Έτσι είναι πάντα, σκέφτηκα, αίμα γέννας, παρθενίας και θανάτου μαζί αναμεμιγμένα. Το τέρας με τις δύο πλάτες, μια ξιφολόγχη κι ένα εικοσάχρονο κορίτσι αγέννητο ακόμα... Ασυναίσθητα στραφήκαμε όλοι προς τον Σ., μόνο αυτός μπορούσε πια να μας σώσει:

«Λοιπόν, ο θάνατος είναι πολύ διαφορετικός από όλα όσα έχεις ζήσει», είπε ο Σ. «Δεν υπάρχουν λέξεις. Έρχεται σταδικά, σε κύματα – μπορεί οι γύρω να βλέπουν ότι ξεψυχάς ακαριαία, εσύ όμως θα το βιώσεις αλλιώς. Ας πούμε, θα βλέπεις τον κόσμο σταδιακά να αλλάζει. Θα το δεις όταν έρθει η ώρα. Όλα όσα ξέρεις θα αλλάξουν, θα γίνουν κάτι άλλο. Ας πούμε – αλλά μην το πάρεις κυριολεκτικά, προσπαθώ να πω με λέξεις κάτι που δε σηκώνει λέξεις – ότι ξυπνάς στο κρεβάτι σου και είσαι μόνος στον κόσμο. Σηκώνεσαι, πλένεσαι, ετοιμάζεσαι, το πρωινό ραδιόφωνο βγάζει παράσιτα, η κυκλοφορία στον δρόμο έχει σβήσει, η πόλη είναι όπως την ξέρεις μόνο που δεν υπάρχει κανένας άλλος. Θα σου πάρει καιρό να το συνηθίσεις αυτό. Διότι σκέψου, έχεις μάθει κάθε μέρα να πηγαίνεις στη δουλειά, να πλένεις τα ρούχα σου, να βλέπεις την οικογένεια, να βρίσκεις τους φίλους σου, θα σου πάρει καιρό να συνηθίσεις ότι όλα αυτά τέλειωσαν, πέρασαν. Είσαι μόνος στον κόσμο. Όμως δε φοβάσαι ούτε στεναχωριέσαι. Δώσε πολύ χρόνο εδώ, να συνηθίσεις την καινούργια κατάσταση. Θα έχεις όλη την πόλη δική σου. Κάνε βόλτες, εξερευνήσεις, μπες σε μαγαζιά, σε σπίτια, δες φωτογραφίες, παίξε πιάνο, μάθε μυστικά, ανέβα στο βουνό, όλη η πόλη δική σου. Θα έχεις ηλεκτρισμό, ο ηλεκτρισμός περνάει από τις πύλες του θανάτου. Θα έχεις επίσης πουλιά, σκιουράκια κι άλλα μικρά ζώα. Κι αυτά περνάνε από τις πύλες του θανάτου. Όχι όμως μεγάλα ζώα, όχι τέτοια. Αυτά δεν θα τα ‘χεις. Υπάρχουν και διάφορα άλλα που περνάνε από τις πύλες του θανάτου, θα τα δεις όταν έρθει η ώρα».

«Όταν λοιπόν περάσει καιρός και συνηθίσεις να είσαι ο μοναδικός κάτοικος της πόλης, θα έρθει η στιγμή να πας κάπου αλλού. Στο πιο σημαντικό μέρος. Ποιο είναι το πιο σημαντικό μέρος του κόσμου για σένα; Στην Αμερική, στην Ευρώπη, οπουδήποτε. Ποιο είναι αυτό το μέρος; Πού ανήκει η καρδιά σου; Όπου είναι, εκεί θα πρέπει να πας. Ακόμα και στην άλλη άκρη του κόσμου. Θα έχεις ποδήλατα, αυτοκίνητα, μηχανάκια, πάρε όποιο θες. Όλη η πόλη γεμάτη από αυτά. Ακόμα και αεροπλάνα, αν ξέρεις να πιλοτάρεις. Τα βενζινάδικα θα λειτουργούν στη διαδρομή, θα μπορείς να ανεφοδιάζεις, μόνο που θα πρέπει να το κάνεις μόνος σου. Θα πρέπει να πας στο πιο σημαντικό μέρος. Κι εκεί θα βρεις να σε περιμένει... Κάτι. Δε σου λέω τι. Μην πάει το μυαλό σου στα εύκολα, όχι κάποιος άνθρωπος ή κάποιο μήνυμα, όχι τέτοια. Δεν μπορείς καν να φανταστείς τι είναι. Θα το δεις αυτό το Κάτι όταν έρθει η ώρα του. Θα το συναντήσεις. Και τότε είναι που θ’ αρχίσει πραγματικά ο θάνατος, όλα τα προηγούμενα ήταν μόνο η εισαγωγή».

«Υπάρχουν κι άλλα που δεν σου είπα, π.χ. για τη σεξουαλικότητα του θανάτου. Ναι, ο θάνατος είναι και σεξουαλικός, φαλλικός. Θα χύνεις από παντού. Όταν έρθει η στιγμή, θα το δεις. Ή δεν σου είπα για τον ήχο του θανάτου. Θα έχει και κάποιους ήχους, θορύβους, ίσως τους ακούσεις σαν ντουφεκιά, ίσως αλλιώς. Ποιος ξέρει. Θα τα δεις όλα αυτά, και πολλά άλλα, όταν έρθει η στιγμή».

«Όλα αυτά βρίσκονται στο προφίλ του θανάτου, εκεί που δεν μπορούμε να δούμε. Έτσι είναι η ζωή ενός αγέννητου, η ζωή ενός ασύλληπτου, πριν από το τέρας με τις δύο πλάτες. Όμως μην ξεχνάς, τίποτα από αυτά που είπα δεν είναι κυριολεκτικό. Δεν υπάρχουν λέξεις για τον θάνατο, για το εντελώς διαφορετικό από όλα όσα ξέρουμε. Έκανα το καλύτερο που μπορούσα να κάνω με τις λέξεις».

Ηθική Ευφυΐα: Η Τακτική Του ΣΥΡΙΖΑ

[Πέντε χρόνια μετά: πολύ άστοχο κείμενο! Είμαι αποτυχία ως πολιτικός αναλυτής!]
 
Ένα μικρό σχόλιο, τι νομίζω ότι κάνει μέχρι τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, ποια η διαπραγματευτική τακτική του. Το κόμμα του Τσίπρα κατηγορείται ότι πράττει χωρίς σχέδιο, ότι ρίχνει μπαταριές στον αέρα. Δε νομίζω όμως ότι είναι έτσι. Αντίθετα, νομίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συγκεκριμένο σχέδιο και τακτική, και μέχρι στιγμής δείχνει να του βγαίνει. Να ξεκαθαρίσω ότι λέω με επιφυλάξεις τα παρακάτω, ακόμα είναι λίγα τα δείγματα γραφής που έχουμε δει. Επίσης, δεν ξέρω κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ το κάνει συνειδητά ή ασύνειδα. Υποθέτω πάντως ότι ειδικά ο Βαρουφάκης ίσως να είναι λίγο πιο συνειδητός για το παιχνίδι που παίζει.

Με δυο λόγια: νομίζω ότι η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι να βάλει κι έναν τρίτο παίκτη στο παιχνίδι, και να καταδείξει στα μάτια αυτού του τρίτου παίκτη ότι η γερμανική κυβέρνηση διαθέτει συνεργατικές εναλλακτικές. Ο ΣΥΡΙΖΑ πιέζει τον «αντίπαλο» να γίνει (ως ένα βαθμό) «συμπαίκτης» καταδεικνύοντας στα μάτια του τρίτου παίκτη ότι οι σκληρές στάσεις, οι κόκκινες γραμμές και η κάθετη αντιπαράθεση είναι επιλογή, όχι μονόδρομος, καθότι ο «αντίπαλος/συμπαίκτης» διαθέτει συνεργατικές εναλλακτικές.
- Ο «αντίπαλος/συμπαίκτης» είναι κυρίως η γερμανική κυβέρνηση αλλά και όσοι αναπαράγουν τη συλλογιστική της.
- O «τρίτος παίκτης» είναι το ακροατήριο του δράματος: οι άλλες κυβερνήσεις, ο κόσμος που παρακολουθεί σε Ελλάδα, Ευρώπη και παγκοσμίως, διάφορα διεθνή ΜΜΕ, ευρωπαϊκά κόμματα, ο Στίγκλιτς, ο Ομπάμα κ.α. (περιμένω σε κάποια στιγμή και φιλική δήλωση από τον Πάπα). Με περισσότερα λόγια:

Αυτό που κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το πρόσφατο επιχείρημα του Fransisco Guala ως προς την ανεπάρκεια της μέινστριμ Θεωρίας Παιγνίων να ερμηνεύσει κάποια πολλαπλά παρατηρημένα πειραματικά αποτελέσματα. Το επιχείρημα του Guala πρωτοπαρουσιάστηκε σ’ αυτό το paper, Has Game Theory been Refuted?, 2005, το παρουσιάζει συνοπτικά και η Internet Encyclopedia of Philosophy στο λήμμα για τη Θεωρία Παιγνίων• ακόμα πιο πρόσφατα, ασχολήθηκε με το επιχείρημα του Guala κι ένα μεγάλο όνομα στη Φιλοσοφία της Επιστήμης, ο Jim Woodward, συμμαζεύοντας λίγο το θέμα και συζητώντας τις προεκτάσεις του (το συμμάζεμα του Woodward είναι εδώ, Why Do People Cooperate as much as They Do?, 2008). Να επισημάνω ότι ο Woodward είναι μεγάλο όνομα. Αν αποφασίσει ν’ ασχοληθεί με κάτι, το ψάχνει πρώτα και το συζητάει επιμελώς, δε γράφει αβασάνιστα. Επίσης, παλιότερα που κοιτούσα το επιχείρημα των Guala-Woodward, έπεσα κάποια στιγμή πάνω στο όνομα του Βαρουφάκη, πριν ακόμα γίνει υπουργός οικονομικών (μην ξεχνάτε ότι είναι καταρτισμένος παιγνιοθεωρητικά), έχει πάρει μέρος κι αυτός στη σχετική συζήτηση για την ανεπάρκεια της μέινστριμ Θεωρίας Παιγνίων να συμμορφωθεί με κάποια πειραματικά αποτελέσματα. Αυτό είναι που με κάνει να υποψιάζομαι ότι ειδικά ο Βαρουφάκης ίσως να κάνει συνειδητά ό,τι κάνει.

Το επιχείρημα των Guala-Woodward λέει συνοπτικά ότι στις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις η πρόθεση μετράει, τα συμφραζόμενα μετρούν. Οι άνθρωποι – ή έστω πολλοί άνθρωποι – δεν είναι συνεπειοκράτες. Δεν αντιδρούν μόνο στο αποτέλεσμα της πράξης κάποιου άλλου (πόσο ζημιώνομαι ή ωφελούμαι, τι κερδίζω τι χάνω κ.λπ.), αντιδρούν επίσης και στη διαφαινόμενη πρόθεση πίσω από την πράξη. Πόσο φιλική ή εχθρική δείχνει να είναι. Επισημαίνουν, τιμούν και εκτιμούν, επιβραβεύουν και τιμωρούν όχι μόνο το ωμό αποτέλεσμα αλλά και την καλή ή κακή πρόθεση που διακρίνουν στον άλλον.

Αυτό είναι κάτι που δεν μπορούν να συλλάβουν τα μεθοδολογικά εργαλεία στα οικονομικά των δογματικών, τα οποία μοντελοποιούν τον άνθρωπο με μια συνάρτηση προσδοκώμενης χρησιμότητας – σαν μια μηχανή που αντιδρά απέναντι σε άλλους μόνο ανάλογα με τα καρότα ή μαστίγια που δέχεται από αυτούς. Όμως οι πραγματικοί άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο (όχι οι καρικατούρες των Οικονομικών) δε μοιάζει να λειτουργούν έτσι.

Η διαφαινόμενη φιλικότητα ή εχθρικότητα κάποιου άλλου, μέσα από τις πράξεις του, εξαρτάται έντονα από τα συμφραζόμενα της όλης κατάστασης (είναι context-dependent). Οι πράξεις καθαυτές σπάνια είναι από μόνες τους «φιλικές» ή «εχθρικές», αυτό που συνήθως κάνουμε είναι να τις μεταφράζουμε εντός συμφραζομένων για να διακρίνουμε το πρόσημό τους. Και συγκεκριμένα μετράνε πολύ οι εναλλακτικές που φαίνεται να έχει ο άλλος. Κρίνουμε, δηλαδή, ότι ο άλλος έχει φιλική πρόθεση (και την επιβραβεύουμε έμπρακτα) διότι διέθετε σκληρότερες εναλλακτικές όμως επέλεξε να τις αφήσει. Και αντιστοίχως κρίνουμε ότι ο άλλος έχει εχθρική πρόθεση (και την τιμωρούμε έμπρακτα) επειδή διέθετε συνεργατικές εναλλακτικές όμως τις αγνόησε. Η ίδια ακριβώς πράξη με το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα θα χάσει το πρόσημο της φιλικότητας (και την έμπρακτη επιβράβευση που το συνοδεύει), αν αυτό που βλέπουμε είναι ότι ο άλλος δεν είχε επιλογή, δεν είχε εναλλακτική, τα πράγματα ήταν μονόδρομος. Αντίστοιχα, η ίδια ακριβώς πράξη με το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα θα αποκτήσει εχθρικό πρόσημο (και θα τιμωρηθεί έμπρακτα), αν αυτό που βλέπουμε είναι ότι ο άλλος είχε συνεργατικότερες εναλλακτικές. Αυτό το τελευταίο είναι που μας φέρνει στο θέμα της τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ:

(1) Είναι ξεκάθαρο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βάζει τρίτο παίκτη στο παιχνίδι. Δε νομίζω να χρειάζονται πολλά επ’ αυτού. Σ’ αυτές τις λίγες μέρες που μεσολάβησαν από τις εκλογές, Τσίπρας και Βαρουφάκης έχουν τρελαθεί στις επισκέψεις, συναντήσεις και συνεντεύξεις (συνέντευξη Βαρουφάκη στο BBC, στο Channel 4, στους Financial Times, συνάντηση με Σαπέν, Σουλτς, Ντάισελμπλουμ, Ρέντσι, Πιερ Κάρλο Παντουάν, Όζμπορν, Αναστασιάδη, συνομιλία με Ομπάμα, την Τετάρτη συνάντηση με Ολάντ, με Γιούνκερ, αποστολή αμερικανών εμπειρογνωμόνων στην Αθήνα, τι άλλο παρέλειψα;). Τόσο ώστε, απ’ ό,τι βλέπω εδώ και σύμφωνα με τη Welt του Βερολίνου, η γερμανική κυβέρνηση τα έχει χαμένα: «Ο Τσίπρας είναι τη Δευτέρα στην Κύπρο, την Τρίτη στην Ιταλία … έχουν προγραμματιστεί επισκέψεις για Βρυξέλλες, Λονδίνο και Παρίσι. Μόνο μια χώρα παρακάμπτει η ελληνική κυβέρνηση: τη Γερμανία. Φαίνεται σαν όλοι στην Ευρώπη να μιλάνε με τη νέα ελληνική κυβέρνηση – μόνο οι Γερμανοί είναι εκτός και μοιάζουν απομονωμένοι». Χθες (1/2/2015) μεταδιδόταν και η είδηση ότι η Μέρκελ εξέφρασε την ανάγκη να κατανοηθεί καλύτερα η νέα ελληνική κυβέρνηση. Πάνω εδώ και η παρατήρηση του Techie Chan, ότι η γερμανική διπλωματία συνίστατο εδώ και χρόνια σε κλειστές πόρτες και μυστικότητα. Όμως απ’ ό,τι βλέπουμε η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι το βούκινο, κάθε άλλο παρά κλειστές πόρτες. Η γερμανική κυβέρνηση θέλει να διαπραγματευθεί απευθυνόμενη μόνο στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ει δυνατόν με παρασκήνιο και μυστικότητα, αντίθετα ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται κυρίως στο ακροατήριο της υπόθεσης, στον τρίτο παίκτη.

(2) Ως προς τις σκληρές γραμμές της γερμανικής κυβέρνησης («τα συμφωνηθέντα πρέπει να τηρηθούν, το πρόγραμμα να συνεχιστεί κ.λπ.»), η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι επίσης σαφής: να καταδείξει στον τρίτο παίκτη ότι η Μέρκελ έχει συνεργατικές εναλλακτικές, ότι η σκληρή στάση είναι επιλογή, όχι μονόδρομος. Μόνο μέχρι εκεί, αυτό βλέπω να είναι το τακτικό όπλο του ΣΥΡΙΖΑ (προς στιγμήν τουλάχιστον). Όπως είδαμε πριν στο επιχείρημα των Guala-Woodward, το να φαίνεσαι ότι έχεις συνεργατικές εναλλακτικές και παρόλα αυτά εσύ να πράττεις σκληρά, σε κάνει να δείχνεις «κακός», «εχθρικός». Και ο κόσμος αντιδρά έμπρακτα σ’ αυτό. Προς το παρόν τουλάχιστον (2/2/2015), βλέπω ότι η γερμανική κυβέρνηση και τα φερέφωνά της έχουν κολλήσει στο: «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι γελασμένος αν νομίζει ότι θα πληρώσουμε για να χρηματοδοτήσουμε το πρόγραμμά του», κάτι που όχι μόνο ακούγεται άστοχο όταν συγκρίνεται με τις οικονομικές προτάσεις του Βαρουφάκη αλλά κάτι ακόμα περισσότερο: παίζει το παιχνίδι του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό ακριβώς θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ από τους Γερμανούς, σκληρές και «ατομιστικές» απαντήσεις τη στιγμή που φαίνονται ότι έχουν συνεργατικότερες εναλλακτικές, ώστε να δείχνουν «κακοί» στα μάτια του τρίτου παίκτη.

Εδώ πέρα είναι ολοφάνερο το πόσο συστηματικά επιμένει ο ΣΥΡΙΖΑ να μην παρουσιάζει την κατάσταση ως αντιπαράθεση, π.χ. Δραγασάκης: «Αυτό που θέλουμε να δείξουμε είναι ότι δεν έχουμε μια ελληνογερμανική σύγκρουση, ο αντίπαλός μας δεν είναι η Γερμανία, ο αντίπαλός μας είναι μια πολιτική που εφαρμόστηκε στην Ευρώπη» ή Βαρουφάκης: «Μαζί με τον γάλλο ομόλογό του κάθισαν στην ίδια πλευρά του τραπεζιού και έβαλαν απέναντί τους το πρόβλημα, με στόχο να δοθεί λύση που να είναι επωφελής για όλη την Ευρώπη». Το νόημα εδώ πέρα είναι να απομονωθεί ηθικά η γερμανική κυβέρνηση. Δηλαδή, να καταδειχθεί στον τρίτο παίκτη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να κρατήσει σκληρή στάση όμως παρόλα αυτά πράττει συνεργατικά – κάτι που, όπως είδαμε, κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ να φαίνεται «καλός», «φιλικός». Και σε αντίθεση μ’ αυτό, η γερμανική κυβέρνηση επιλέγει να δει μια πρόσκληση ως πρόκληση, φαίνεται «κακή», «εχθρική». Όλα ανάγονται στο πώς διαβάζει ο άλλος τις προθέσεις πίσω από τις πράξεις σου, μέσα από τις διαφαινόμενες εναλλακτικές που έχεις στην παρούσα κατάσταση.

Το άλλο ενδιαφέρον σημείο εδώ είναι ο τρόπος που παρουσιάζουν την κατάσταση οι δογματικοί (Ποτάμι, ΝΔ, γερμανική κυβέρνηση, οικονομολόγοι, διάφοροι κατεστημένοι αρθρογράφοι, ειδικοί πάσης φύσεως κ.α.). Όλοι το βλέπουν ως αντιπαράθεση, ως σύγκρουση. Δείτε τη ρητορική τους, τα κείμενα που γράφουν, τα άρθρα που επιλέγουν να προβάλουν. Το αρχετυπικό παράδειγμα εδώ είναι οι μαλακίες του Άδωνι με το μικρό τρενάκι και το μεγάλο τρενάκι, ή εκείνος ο Λιαρόπουλος του Ποταμιού («ο Βαρουφάκης με όπλο του τη φουστανέλα κάνει τον έξυπνο σε λαούς που έχουν περάσει Διαφωτισμό» κ.λπ.), όμως πέρα από αυτούς, τα σχήματα των δογματικών είναι όλα σχήματα αντιπαράθεσης. Η κατάσταση παραλληλίζεται με πόκερ και μπλόφες, με παζάρεμα, με παιχνίδι Chicken κ.α., πάντως μόνιμα είναι δύο αντίπαλοι που κοντράρονται, εκτίμηση για το πόσο δυναμικό έχει ο κάθε αντίπαλος και επ’ αυτού εικασία για την πιθανή κατάληξη. Είναι εντελώς τυφλοί ότι δεν μετράει μόνο το αποτέλεσμα μιας πράξης, μετράει επίσης και η διαφαινόμενη πρόθεση πίσω της εντός των συμφραζομένων που γίνεται αυτή η πράξη: ένα είδος ηθικής ευφυΐας.

Λοιπόν, αυτή νομίζω ότι είναι η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι στιγμής, αυτό που ονόμασα «ηθική ευφυΐα». Τονίζω ότι ειδικά ο Βαρουφάκης ίσως να το κάνει και συνειδητά, πάντως ψυχανεμίζομαι ότι η παρούσα κατάσταση θα δώσει υλικό για πολλές μελλοντικές μελέτες και άρθρα. Ας δούμε λοιπόν τη συνέχεια του έργου, έχει ενδιαφέρον.

Όλα τα παραπάνω με μια κάποια επιφύλαξη, είμαστε ακόμα στην αρχή.