4510

Όπως όλοι ξέρουμε, δεν υπάρχει δυνατότερη σχέση στον κόσμο απ’ αυτή που μπορεί ν’ αναπτυχθεί ανάμεσα στον αγρότη και στο τρακτέρ του. Ούτε η αδερφική ούτε η ερωτική ούτε η σχέση πιστού προς το Θεό ή ψηφοφόρου προς το βουλευτή μπορεί να συγκριθεί με το πάθος που γεννάει το μουρμουρητό ενός 4κύλινδρου diesel κινητήρα, η ελαφράδα του υδραυλικού τιμονιού, η αίσθηση παντοδυναμίας της τετρακίνησης – όλα όσα συνιστούν τη φιλοσοφική κατηγορία που ονομάζεται τρακτέρ. Και όπως επίσης όλοι ξέρουμε, τρακτέρ σημαίνει John Deere.

Αυτό όμως που δεν ξέρουμε όλοι είναι ότι τα τρακτέρ της John Deere αποτελούν σύμβολο του ανθρώπινου όντος. Αυτού του δίποδου πλάσματος με το υποτυπώδες τρίχωμα και το σχετικά αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα, που εμφανίστηκε στην ανατολική Αφρική πριν περίπου 200.000 χρόνια. Τι αρχίσαμε όμως να λέμε για τα τρακτέρ;

Λοιπόν, τα ημερολόγια έδειχναν 2002 όταν έγινε κάτι πρωτοφανές: η John Deere έβγαλε τρακτέρ με ηλεκτρονικό υπολογιστή. Πρόκειται για την περίφημη σειρά 4000 ΤΕΝ, εννέα μοντέλα που ο κόσμος τα αγόραζε νομίζοντας ότι παίρνει τρακτέρ και στην πορεία ανακάλυπτε ότι είχε πάρει κομπιούτερ.

Η σειρά σημείωσε μεγάλη επιτυχία – αρχικά. Τα καινούργια eΤρακτέρ ήταν εφοδιασμένα με αισθητήρες που ανίχνευαν την κίνηση, τα προσαρτημένα εξαρτήματα, το συνολικό φορτίο στο στρόφαλο, μεταβίβαζαν τις πληροφορίες στον υπολογιστή, κι αυτός προσάρμοζε τη διαθέσιμη ισχύ του κινητήρα και την απόκριση του σασμάν στις απαιτήσεις εργασίας. Μετάφραση: το μηχάνημα έκανε περισσότερη και καλύτερη εργασία σε λιγότερο χρόνο και με λιγότερο καύσιμο. Τι δεν πήγε καλά λοιπόν;

Αυτό που δεν πήγε καλά ήταν ότι τα eΤρακτέρ άρχισαν να βγάζουν πολλές ζημιές ηλεκτρονικής φύσης. Οι καινούργιες δυνατότητες που έδιναν ακυρώνονταν από τα πολλά προβλήματα που τις συνόδευαν. Η John Deere μάζεψε εμπειρία, έκανε διορθώσεις και δύο χρόνια αργότερα, το 2004, έβγαλε τη βελτιωμένη σειρά 4000 TWENTY• το μοντέλο 4310 έγινε 4320, το 4710 έγινε 4720 κ.λπ. και τελικά η παλιά σειρά 4000 ΤΕΝ απεδείχθη πιλοτική. Φυσικά, έχετε καταλάβει ότι τόση ώρα μιλάω για τον άνθρωπο.


Τα Ηλεκτρονικά Συστήματα Της Φύσης
Πριν από την John Deere, προσπάθησε και η Φύση να εφοδιάσει τα δικά της προϊόντα με ηλεκτρονικά συστήματα που βελτιστοποιούν την απόδοση. Η τεχνολογία της ήταν διαφορετική, δε στηρίχτηκε στα μικροτσίπ αλλά στα νευρικά κύτταρα. Παρήγαγε εκατομμύρια μοντέλα, τα δοκίμασε στην πράξη, έβγαλε συμπεράσματα, και το εργαστήριο της εξέλιξης ανέλαβε να διορθώσει τις ατέλειες. Ποιος μπορεί να ξεχάσει π.χ. τη μεγάλη εμπορική επιτυχία των ασπόνδυλων (καβούρια, αράχνες, σκορπιοί, γαρίδες, βουλευτές της ΝΔ κ.λπ.), που παραμένουν δημοφιλή ακόμα και σήμερα; Καταπληκτικά μηχανήματα – το πρόβλημα όμως ήταν ότι ο «εγκέφαλός» τους αναπτύχθηκε γύρω από τον οισοφάγο τους, με αποτέλεσμα αυτός ο τελευταίος να γίνει τόσο στενός, ώστε δεν μπορούσε να περάσει κάτι άλλο εκτός από υγρή τροφή.

Τα ασπόνδυλα τελικά παγιδεύτηκαν σε ένα εξελικτικό αδιέξοδο: η περαιτέρω ανάπτυξη του «εγκεφάλου» τους θα στένευε ακόμα περισσότερο τη διατομή του τροφικού αγωγού• η αύξηση της διατομής του οισοφάγου θα αφαιρούσε πολύτιμο χώρο από τα νευρικά τους γάγγλια. Ή θα γίνονταν αρκετά έξυπνα ώστε να βρίσκουν τροφή αλλά ανίκανα να την καταπιούνε ή θα γίνονταν ικανά να αφομοιώσουν ποικιλία τροφής αλλά ανίκανα να τη βρίσκουν. Και τελικά κατέληξαν υγροπότες – αιμοπότες.

Η εξέλιξη δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια και πριν από περίπου 525.000.000 χρόνια βρήκε την τεχνική λύση: με την καινοτομία της σπονδυλικής στήλης, θα μπορούσε να έχει και τη νευρική–εγκεφαλική πίτα σωστή και τον διατροφικό σκύλο χορτάτο. Τα ασπόνδυλα κόλλησαν στην παρωχημένη τους τεχνολογία και παρέμειναν εντελώς πρωτόγονα από πλευράς ικανοτήτων – θα μπορούσαμε να τα παρομοιάσουμε με τα ατμάροτρα, τους προγόνους των σύγχρονων τρακτέρ, κάτι βαριές, δυσκίνητες και μικρής ισχύος μηχανές του 19ου αιώνα.


Ένας Γάιδαρος Με Μεγάλα Αυτιά
Γνώρισα παλιά έναν σιίτη μουσουλμάνο από το Κασμίρ. Ήταν ένας συγκρατημένος άντρας, που ανοίχτηκε όμως απρόσμενα όταν μιλήσαμε για τον Προφήτη, τους διαδόχους του και τον Ιμάμη Αλί. Σύντομα η συζήτηση πέρασε σε λεπτά ζητήματα («Πώς αισθάνεσαι, Ινδός ή Πακιστανός;» – «Αισθάνομαι Κασμιριανός!»), τόλμησα ακόμα και να του αναφέρω την προσωπική μου θεωρία (την οποία φυσικά απέρριψε απερίφραστα), ότι ο Μωάμεθ ίσως να σκοτώθηκε κατά την Εγίρα, ενώ αυτός που έφτασε στη Μεδίνα και παρουσιάστηκε ως Μωάμεθ ήταν κάποιος σύντροφός του, μάλλον ο Αμπού Μπακρ. Από ένα σημείο και μετά πάντως, αρχίσαμε να αλληλοπειραζόμαστε και να κοντραριζόμαστε για τις θρησκείες μας. Κουβέντα στην κουβέντα κι ενώ τον είχα κουρδίσει, έκανε σε κάποια στιγμή: «Ε, θα σου πω τώρα μια ιστορία για να δεις το μεγαλείο του Ισλάμ!» Με διαβεβαίωσε ότι θα έμενα άφωνος κι ότι μπορεί ακόμα και να γινόμουν μουσουλμάνος, όπως λέει συνέβη με κάποιους δυτικούς καθηγητές πανεπιστημίου που άκουσαν τη συγκεκριμένη ιστορία (από τις σιιτικές Χαντίθ, τις παραδόσεις εκτός Κορανίου).


ΠΡΟΣΟΧΗ: Κίνδυνος να γίνετε μουσουλμάνοι! Συνεχίζετε το διάβασμα αποκλειστικά με δική σας ευθύνη!


Ο Ιμάμης Αλί, ο γαμπρός του Προφήτη (ας είναι πάνω σ’ αυτόν η ευλογία και η ειρήνη του Αλλάχ), ήτανε ονομαστός για την αφοσίωσή του στο Θεό. Μέρα και νύχτα, από το πρωί ως το βράδυ σκεφτόταν συνέχεια τον Θεό, ούτε μία στιγμή δεν τον ξεχνούσε. Ένας άπιστος που τον μισούσε, προσπάθησε να βρει τρόπο για να τον κάνει να πάρει το νου του από τον Θεό και νόμισε ότι ανακάλυψε το κόλπο. Μία μέρα λοιπόν πήγε στο σπίτι του και, όλο αθωότητα, τον ρώτησε αν μπορεί να του απαντήσει σε ένα βασανιστικό ζήτημα. Ο Αλί ήταν ευγενικός και πάντα καταδεχόταν όσους τον επισκέπτονταν. «Θέλω να μου πεις», ζήτησε ο άπιστος, «από όλα τα ζώα της γης – πουλιά, ψάρια, ερπετά, μαλάκια κ.λπ. – ποια είναι αυτά που κάνουν αυγά και ποια κάνουν νεογνά». Ο άπιστος έγειρε πίσω αυτάρεσκα• περίμενε ότι ο Αλί θα άρχιζε να απαριθμεί ένα ένα τα ζώα της γης, να απαντά σε κάθε περίπτωση, οπότε στις ώρες που θα χρειαζόταν μέχρι να ολοκληρωθεί η απάντησή του, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα έπαιρνε το νου του από τον Θεό.

Η απάντηση του Αλί ήταν λίγες λέξεις όλο κι όλο: «Αν κάποιο ζώο – πουλί, ψάρι, ερπετό, μαλάκιο κ.λπ. – έχει τα αυτιά του έξω από το κρανίο, τότε κάνει νεογνά. Αν έχει τα αυτιά του μέσα στο κρανίο, κάνει αυγά». Αυτό ήταν. Ο άπιστος πήρε την απάντησή του, το σχέδιό του απέτυχε κι ο Αλί συνέχισε να σκέφτεται ακατάπαυστα τον Θεό. Ο Κασμιριανός φίλος μου εξήγησε ότι ήταν η θεία χάρη που έκανε τον Αλί να μιλήσει με τόση σοφία και να διακρίνει αυτόν τον βιολογικό συσχετισμό ανάμεσα στην αναπαραγωγή και στην ακοή. Κάντε ένα διάλειμμα, σκεφτείτε διάφορα παραδείγματα ζώων και πάμε να δούμε αυτό το θαυμαστό προϊόν της φύσης, τα θηλαστικά.

Πριν από 250 εκατομμύρια χρόνια, δεν υπήρχαν στην ξηρά τα ζώα που ξέρουμε σήμερα, παρά μόνο κάτι πρωτόγονα ερπετά, τα θηραψίδια. Από αυτά εξελίχτηκαν τα πρώτα θηλαστικά, που ήταν τάξεις μεγέθους πιο μικρά από τα άλλα διακεκριμένα τέκνα των θηραψιδίων, τους δεινόσαυρους. Αδύναμα μέσα σ’ έναν κόσμο δυνατών και προκειμένου να επιβιώσουν, τα πρώτα θηλαστικά αναγκάστηκαν να αναπτύξουν τεχνολογικές καινοτομίες: αναπαραγωγή με νεογνά, εξαιρετικές αισθήσεις, μάθηση.

- Η εναπόθεση αυγών είναι ξεπερασμένη τεχνολογία σε σχέση με τη γέννηση νεογνών. Το αυγό είναι πολύ πιο ευάλωτο, μπορεί να παρασυρθεί, να καταστραφεί, να γίνει στόχος κυνηγών. Περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης υπάρχουν αν εκκολαφτεί το έμβρυο μέσα στο μητρικό σώμα, αν η ίδια η μητέρα γίνει το αυγό του απογόνου.

- Οι αισθήσεις των θηλαστικών είναι πολύ ανώτερες από αυτές των ερπετών. Η ακοή εν προκειμένω είναι υποτυπώδης στα ερπετά, ενώ στα θηλαστικά είναι ένα ακριβές κανάλι πληροφοριών για το περιβάλλον. Τα τρία οστάρια του μέσου αυτιού – σφύρα, άκμων και αναβολέας – είναι ένα φυσικό μικρόφωνο που συναντάται σε όλα τα θηλαστικά ενώ απουσιάζει στα ερπετά (υπάρχει μόνο ένα οστάριο). Το εξωτερικό ους με το πτερύγιό του ενισχύει τον εισερχόμενο ήχο κατά 5 ντεσιμπέλ, προσφέρει επίσης στο θηλαστικό και την ικανότητα εντοπισμού της ηχητικής πηγής. Παρόλο που και στις δύο ζωικές οικογένειες το καθαυτό όργανο της ακοής είναι το ίδιο (ο ακουστικός κοχλίας στο εσωτερικό ους, μ’ αυτόν ακούμε, όλο το υπόλοιπο αυτί είναι η δίοδος που μεταβιβάζει τα ηχητικά κύματα στον κοχλία), το αυτί των θηλαστικών έχει επιπλέον μικρόφωνο, ενισχυτή και GPS.

- Και ερχόμαστε τώρα στη ριζική διαφορά. Τα θηλαστικά μπορούν να μαθαίνουν από την εμπειρία τους, μπορούν να μαθαίνουν το ένα από το άλλο, μπορούν και να μεταβιβάζουν την αποκτημένη εμπειρία στους απογόνους. Καμία σχέση με τα ερπετά, στα οποία όλα σχεδόν είναι ένστικτο και αντανακλαστικά – έτσι όπως προγραμματίστηκαν αρχικά, έτσι θα λειτουργήσουν σε όλη τους τη ζωή.

Η καινούργια αυτή τεχνολογία και τα αξεσουάρ που απαιτούσε (κοινωνικότητα, μιμητισμός, σχηματισμός οικογένειας κ.λπ.) συνοδεύτηκαν από σπουδαίες ηλεκτρονικές βελτιώσεις. Ο εγκέφαλος των θηλαστικών έγινε κατάλληλος για να υποστηρίξει την πολύ πιο ενεργητική ζωή τους σε σχέση με τα ερπετά, που απλώς χρειάζονται έναν εγκέφαλο για τα βασικά (αναπνοή, ύπνο, καρδιακό ρυθμό, πείνα, οίστρο, φυγή, επίθεση κ.λπ.), εφοδιάστηκε επίσης και με μία δομή παραγωγής συναισθημάτων, απαραίτητα προκειμένου να γίνει λειτουργική η κοινωνικότητά τους. Θα μπορούσαμε να παρομοιάζαμε τα θηλαστικά με τα τρακτέρ της δεκαετίας του ‘30: τότε ήταν που τα μηχανήματα αυτά εξοπλίστηκαν με υδραυλικά συστήματα, κατάλληλους τροχούς για κίνηση στην άσφαλτο και ηλεκτρική μίζα. Δείτε εδώ ένα βιντεάκι για την εξέλιξη των θηλαστικών: σιδεράδες μετατρέπουν τους ατσάλινους τροχούς των τρακτέρ σε τροχούς με καουτσούκ, δεκαετία του ‘30.

Όσο για την απάντηση του Ιμάμη Αλί στον άπιστο; Υπάρχει άραγε ζώο που π.χ. να κάνει αυγά αλλά να έχει εξωτερικό αυτί; Ή ζώο που να κάνει νεογνά και να μην έχει; Λοιπόν, είναι αναμενόμενο ένας άνθρωπος της ερήμου να μην είχε ακούσει ποτέ για τα μεγάλα κητοειδή των ωκεανών. Δελφίνι, δελφινάκι, πάμε πιο γρήγορα. Αυτά τα θηλαστικά της θάλασσας ακούνε με την κάτω σιαγόνα τους, δε διαθέτουν εξωτερικά αυτιά και φυσικά κάνουν φαλαινάκια και δελφινάκια. Αλλά και τα διάφορα μέλη της οικογένειας των φωκιδών – θαλάσσιοι ελέφαντες, θαλάσσιοι λέοντες, φώκιες – κάνουν νεογνά, ενώ έχουν μεγάλη διαφοροποίηση ως προς τα όργανα της ακοής τους. Εδώ μπορεί να τελειώσει η μουσουλμανική μας καριέρα.


Θαλάσσιος λέοντας με (εξωτερικά) αυτιά


Θαλάσσια ελεφαντόπουλα άνευ (εξωτερικών) αυτιών


I am the eggman, they are the eggmen, I am the walrus


Ο Διχασμός
Ήρθε κάποτε η μεγάλη στιγμή που η Φύση, όπως και η John Deere, αποφάσισε να βγάλει τα πιο τελειοποιημένα της μηχανήματα, εφοδιασμένα με τις πλέον εξελιγμένες ηλεκτρονικές δομές. Πριν από 200.000 χρόνια λοιπόν, όταν πρωτοεμφανίστηκε το ανθρώπινο πλάσμα στην ανατολική Αφρική, ΔΕΝ ήταν αυτή η στιγμή• ήταν πριν από περίπου 15.000.000 χρόνια, όταν πρωτοεμφανίστηκε η οικογένεια των ανθρωπιδών (άνθρωποι, γορίλες, χιμπατζήδες, ουραγκοτάγκοι). Ας περιοριστούμε για τη συνέχεια στο πιο βαρετό μέλος αυτής της οικογένειας, τον άνθρωπο.

Είπαμε στην αρχή για τις άφθονες καινούργιες δυνατότητες που προσέφερε ο εφοδιασμός του τρακτέρ με ένα εντελώς καινούργιο σύστημα, ένα σύνολο από αισθητήρες, μικροτσίπ, διακόπτες και καλώδια γύρω από τον κεντρικό ηλεκτρονικό υπολογιστή. Το αντίστοιχο αυτού του συστήματος στην τεχνολογία της Φύσης είναι ο εγκεφαλικός νεοφλοιός. Αν και υφίσταται στοιχειωδώς σε όλα τα θηλαστικά (πλην του Γεράσιμου Γιακουμάτου, φυσικά), μόνο στον άνθρωπο είναι τόσο ανεπτυγμένος ώστε να παίζει καθοριστικό ρόλο στη συμπεριφορά του. Πρόκειται για επαναστατική τεχνολογία, που δίνει πρωτοφανείς ικανότητες ανάλυσης, σύνθεσης και μετατροπής των αισθητηριακών δεδομένων σε κατάλληλες κινητικές αντιδράσεις. Bonus: η ικανότητα σχεδιασμού, η αφαιρετική σκέψη, η (έναρθρη) γλώσσα, καθώς και όλες οι λειτουργίες που συνήθως ονομάζουμε «πνευματικές». Πού είναι το πρόβλημα λοιπόν;

Το πρόβλημα είναι ότι ειδικά ο ανθρώπινος νεοφλοιός δεν είναι καθόλου καλά εναρμονισμένος με τα παλαιότερα μέρη του εγκεφάλου. Πριν από 500.000 χρόνια, ο νεοφλοιός των ανθρωπίδων άρχισε να αναπτύσσεται με εξωφρενική ταχύτητα, μοναδική στην ιστορία της εξέλιξης. Τόσο εκρηκτική ήταν η αυτή η εγκεφαλική διόγκωση, ώστε ο Morley Roberts πρότεινε ότι το αποτέλεσμα τελικά είναι παθολογικό, ότι θα πρέπει να θεωρήσουμε τον ανθρώπινο νεοφλοιό ως ένα είδος κακοήθους νεοπλασίας που μεταβιβάζεται κληρονομικά στους απογόνους (υπερβολή, εντάξει, όμως δείχνει το μέγεθος αυτής της έκρηξης). Αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα οι νοητικές μας λειτουργίες εκτελούνται από ένα νέο και υψηλά ανεπτυγμένο μέρος του εγκεφάλου, ενώ η συγκινησιακή μας συμπεριφορά εξακολουθεί να ρυθμίζεται από ένα σχετικά πρωτόγονο σύστημα. Ο Καραμανλής μπορεί να έκανε επανίδρυση του κράτους, η εξέλιξη όμως δεν έκανε επανίδρυση του εγκεφάλου, δεν τον αναδιάρθρωσε ριζικά προκειμένου να ενσωματώσει αρμονικά τα κέντρα των καινούργιων λειτουργιών. Αντί γι’ αυτό, διατήρησε τις αρχαίες δομές και υπέρθεσε την τελευταία λέξη της εγκεφαλικής τεχνολογίας επάνω τους, ώστε να γίνει τελικά ο ανθρώπινος εγκέφαλος σαν το ΠΑΣΟΚ: απ’ έξω ο πολιτισμός κι ο εκσυγχρονισμός, από μέσα οι βαθιές δομές του συστήματος που χρησιμοποιούν μια υποτυπώδη γλώσσα απλών όρων και αντιδρούν εντελώς μανιχαϊστικά στα εξωτερικά ερεθίσματα.


Το Βαθύ ΠΑΣΟΚ Του Εγκεφάλου
Ας δούμε αυτές τις αρχαϊκές εγκεφαλικές δομές σε μια όσο το δυνατόν πιο απλοποιημένη παρουσίαση. Κατ’ αρχήν είναι ο Ερπετοειδής Εγκέφαλος: το στέλεχος, η παρεγκεφαλίδα και ο θάλαμος (συν κάτι ψιλά). Εδώ μιλάμε για τα εντελώς βασικά, τη συμπεριφορά που συνήθως αποκαλούμε ενστικτώδη ή ανακλαστική. Πείνα, ύπνος, οργή, αντιδράσεις πάλης, φυγής κ.λπ. Σε κάθε ερέθισμα, ο ΕΕ αναρωτιέται: «είναι επικίνδυνο;» – «είναι αδιάφορο;» – «τρώγεται;». Μοιραζόμαστε αυτόν τον εγκέφαλο με τα πουλιά και τα ερπετά.

Κατόπιν είναι το Λιμβικό Σύστημα (κατά βάση, η αμυγδαλή κι ο ιππόκαμπος), ο χαρακτηριστικός εγκέφαλος των θηλαστικών. Πρόκειται για την πηγή των συναισθημάτων και των ενστίκτων μας. Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη; Ό,τι και να είναι πάντως, φαίνεται ότι εδράζεται εδώ. Για το ΛΣ, το κάθε τι είναι είτε ευχάριστο είτε δυσάρεστο. Αυτό το κόλπο βρήκε η εξέλιξη για την επιβίωση των θηλαστικών, το δίπολο πόνου – ευχαρίστησης. Προκειμένου το ζώο να επιβιώσει, έπρεπε πάση θυσία να αποφεύγει τον πόνο και να επιδιώκει την ευχαρίστηση.

Επάνω σ’ αυτούς υπερτίθεται ο νεοφλοιός, το μέρος του εγκεφάλου με το οποίο μιλάμε, διαβάζουμε, παίζουμε σκάκι, συντάσσουμε ισολογισμούς, βγάζουμε φορολογικές ενημερότητες και καταθέτουμε πλαστές εγγυητικές επιστολές 550 εκατομμυρίων ευρώ. Κάθε ένας απ’ αυτούς τους εγκεφάλους έχει τις δικές του προτεραιότητες, τη δική του μνήμη, γλώσσα και αντίδραση στα ερεθίσματα των αισθήσεων. Ας πάρουμε δύο παραδείγματα:

1) Η WWF ανακοινώνει ότι με τους σημερινούς ρυθμούς ψαρέματος, η παγκόσμια αλιεία θα καταρρεύσει ως το 2050. Το ΛΣ θα αντιδράσει κάπως έτσι: «Καταστροφή! Σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας;». Ο νεοφλοιός θα αναρωτηθεί: «Θέλω να εξετάσω την έρευνα, να ακούσω κι άλλες γνώμες ειδικών». Ο ΕΕ θα σκεφτεί: «Κινδυνεύω από τη WWF;».

2) Ο Γιώργος Παπανδρέου μάς ζητάει να τον ψηφίσουμε. Το ΛΣ θα κραυγάσει: «Γιώργο, προχώρα, άλλαξέ τα όλα!» (ή εναλλακτικά: «Κάτω η χούντα του ΠΑΣΟΚ!»). Ο νεοφλοιός παίζει το ρόλο του δρ. Σποκ στο Εντερπράιζ: «Μισό λεπτό, και το 2004 ψήφισα Καραμανλή, μετά όμως το μετάνιωσα. Μήπως την ξαναπατήσω;». Ο ΕΕ θα αναρωτηθεί: «Τρώγεται ο Γιώργος Παπανδρέου;»


Ο Ηθικός Θεός
Όταν καθίσης να φάγης μετά άρχοντος, παρατήρει επιμελώς τα παρατιθέμενα έμπροσθέν σου, και βάλε μάχαιραν εις τον λαιμόν σου, εάν ήσαι αδηφάγος• μη επιθύμει τα εδέσματα αυτού, διότι ταύτα είναι τροφή δολιότητας [Παροιμίαι 23: 1 – 3]. Τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα που συνήθως αναφέρονται είναι: λαγνεία, φθόνος, οργή, φιλαργυρία, περηφάνια, οκνηρία και λαιμαργία. Αυτό το τελευταίο θα ακουγόταν περίεργο σε έναν κυνηγό – τροφοσυλλέκτη της Παλαιολιθικής εποχής, που έτρωγε για να επιβιώσει, όχι για να καλοπεράσει. Και να ήθελε να υποκύψει στην αμαρτία, δε θα το μπορούσε.

Ο εγκέφαλός μας σχεδιάστηκε πριν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια – τότε που η επιβίωση ήταν σπουδαία υπόθεση, η τροφή λιγοστή και η υπερενεργειακή τροφή θησαυρός. Όπως επίσης και τα πολύ χρήσιμα για τον οργανισμό πακέτα ιόντων που ονομάζουμε «αλάτι». Η εξέλιξη φρόντισε να το προγραμματίσει αυτό στο ηλεκτρονικό μας σύστημα: τα σάκχαρα και το αλάτι ενεργοποιούν εγκεφαλικά κυκλώματα οπιοειδών μέσα στο ΛΣ, τα οποία δίνουν το αίσθημα της ευχαρίστησης κατά την κατανάλωσή τους. Ίδια ακριβώς με τη σιελόρροια των σκυλιών του Παβλώφ, έτσι είναι κι η δική μας «οπιόρροια» στην κατανάλωση υπερενεργειακών τροφών – μόνο που δε χρειάζεται να μας εκπαιδεύσει κανένας Παβλώφ, είμαστε εγκεφαλικά κατασκευασμένοι για να επιδιώκουμε τους υδατάνθρακες και τα πακέτα ιόντων, από τότε που πασχίζαμε να επιβιώσουμε.

Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Σ’ ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, η τροφή δεν είναι μέρος του ζην αλλά του ευ ζην. Στις αρχές του 20ου αιώνα εμφανίστηκε, σε Ευρώπη και ΗΠΑ, κάτι αδιανόητο στη μέχρι τότε ανθρώπινη ιστορία: η φτηνή ζάχαρη. Το αλάτι έγινε εξίσου φτηνό και κοινό. Τα ανταποδοτικά κυκλώματα όμως στον λιμβικό εγκέφαλό μας παραμένουν, με αποτέλεσμα να καταναλώνουμε υπερβολικά πολύ αλάτι και ζάχαρη, δεν μπορούμε ν’ αντισταθούμε εύκολα στη γοητεία τους. Δεν μπορούμε να πούμε στο βαθύ ΠΑΣΟΚ του εγκεφάλου μας: «πάψε να συνδέεις τα ιόντα και τους υδατάνθρακες με την επιβίωση και να ανταποδίδεις έτσι ευχάριστα την κατανάλωσή τους», είναι τόσο αρτηριοσκληρωτικό, δυσλεκτικό και κολλημένο στην προγονική του κληρονομιά, όσο και μία συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ.

Πολλές φορές λοιπόν διχαζόμαστε σαν τον ΣΥΡΙΖΑ λόγω αυτής της ασυνεργασίας των εγκεφαλικών μας δομών. Ο ανανεωτικός νεοφλοιός αντιλαμβάνεται ότι κάτι είναι λάθος, την ίδια ώρα που οι ριζοσπαστικές αρχαϊκές δομές δίνουν σήμα για απελευθέρωση ορμονών και νευροδιαβιβαστών – στην καθομιλουμένη λέμε ότι άλλο θέλει «το μυαλό» κι άλλο «η καρδιά» μας. Ο βασικός τρόπος που έχει βρει η ανθρωπότητα για να αντιμετωπίσει σε μαζικό επίπεδο αυτόν τον διχασμό είναι η ηθική• η πιεστική επιβολή, δηλαδή, του έλλογου νεοφλοιού στο λιμβικό και ερπετοειδές σύστημα. Από τον 18ο αιώνα όμως και τον Ι. Καντ ξέρουμε πως όπου εγκαθιδρύεται μαζικά ένα σύστημα ηθικών εντολών & αρχών, ο θεϊκός εντολοδόχος απέχει μόνο ένα βήμα. Λοιπόν, ας τραβήξουμε λίγο ακόμα αυτήν την παρομοίωση του ανθρώπου με τα τρακτέρ της John Deere…

Η εταιρεία θέλει να παινεύεται για την ιστορία και τον ιδρυτή της, τον ομώνυμο κ. John Deere. Στην επίσημη φιλολογία της, προβάλλει έντονα τον άνθρωπο και τις αξίες του – τις εφευρέσεις, την εργατικότητά του, την υψηλή ποιότητα της δουλειάς του – και βεβαιώνει ότι όλα αυτά πέρασαν στην εταιρεία, γι’ αυτό και η Deere & Co. γιγαντώθηκε τόσο πολύ και σήμερα είναι ο παγκόσμιος ηγέτης στον τομέα της. Όλα ωραία και ρομαντικά, όμως υπάρχει ένα σημείο που αποσιωπάται μόνιμα. Το μεγάλο άλμα για την εταιρεία έγινε το 1918, όταν έβγαλε ένα πολύ επιτυχημένο βενζινοκίνητο τρακτέρ στην αγορά, κλάσεις ανώτερο από τα ατμοκίνητα τρακτέρ της εποχής (κάτι ογκώδη θηρία σαν βαγόνια τραίνου). Σχεδιαστής αυτού του τρακτέρ ήταν ο John Froelich, ένας ανεξάρτητος μηχανικός που από το 1892 είχε τη διορατικότητα να καταλάβει ότι το μέλλον είναι η βενζίνη, όχι ο ατμός. Στα χρόνια που ακολούθησαν, προσπαθούσε χωρίς επιτυχία να πείσει τον κόσμο για την εφεύρεσή του, μέχρι που το 1918 αναγκάστηκε να πουλήσει την εταιρεία του στην John Deere για ένα κομμάτι ψωμί. Η συνέχεια ήταν εκρηκτική. Ο Froelich έμελλε να ζήσει στην αφάνεια, ενώ η John Deere έδωσε ψίχουλα και πήρε χρυσάφι.

Είναι ελκυστικό να παρουσιάζεις τη μεγάλυνσή σου ως αποτέλεσμα της δουλειάς ενός χαρισματικού επιχειρηματία του 1837, ενώ είναι εντελώς διαφορετικό να λες ότι ωφελήθηκες σχεδόν τυχαία από τη δουλειά κάποιου άλλου. Όλοι μας όμως, όχι μόνο η John Deere, αρεσκόμαστε σε μύθους και ψαλιδίζουμε τις ενοχλητικές λεπτομέρειες που χαλάνε την εικόνα. Πολύ περισσότερο όταν αυτοί οι μύθοι περιλαμβάνουν μεταφυσικές αρχές που επιβάλλουν ηθικές νόρμες: ο κ. John Deere ως πηγή εργασιακής ποιότητας, η εταιρεία Deere & Co. ως κιβωτός αυτής της ποιότητας• ο Θεός ως πηγή της ηθικής, η Εκκλησία ως φορέας της.


Τελικά, Πού Θες Να Καταλήξεις;
Ο ορίζοντας ενός πολιτικού φτάνει μέχρι τις επόμενες εκλογές. Ο ορίζοντας των αγροτών φτάνει μέχρι το 2013, που θα κοπούν οι επιδοτήσεις. Ο ορίζοντας των φαν του Έλβις φτάνει μέχρι το 2047, που θα λήξει το copyright των τραγουδιών του. Ο ορίζοντας των Κινέζων φτάνει μέχρι το 2080, που εκτιμούν ότι η Κίνα τότε θα γίνει η πιο αναπτυγμένη χώρα του πλανήτη. Ο δικός σας ορίζοντας μέχρι πού φτάνει; Μπορείτε να σκεφτείτε με όρους δεκαετιών; Αιώνων; Χιλιετιών; Ίσως να σας φαίνεται Επιστημονική Φαντασία αυτό, μην ξεχνάτε όμως ότι υπάρχουν βάσιμες ανησυχίες πως το ανθρώπινο πλάσμα θα καταφέρει να επιβιώσει. Δεν είναι 100% σίγουρο ότι θα αφανιστούμε μέσα στους επόμενους αιώνες, ίσως και να καταφέρουμε τελικά να τη βγάλουμε καθαρή. Οι εξωγήινοι τουλάχιστον που μας παρακολουθούν από τα προϊστορικά χρόνια, στοιχηματίζουν 3 προς 1 ότι θα αφανιστούμε μέχρι τον 24ο αιώνα – παραμένει ο κίνδυνος να βρούμε λύσεις για τα κοινωνικά, εξοπλιστικά, περιβαλλοντικά κ.λπ. προβλήματά μας.

Αφήνοντας κατά μέρος την πλάκα, είναι γεγονός πως εμείς, τα τέκνα του Αδάμ, η κορωνίδα της δημιουργίας, οι φορείς της θεϊκής σπίθας κ.λπ. κινδυνεύουμε πλέον να αυτοκαταστραφούμε. Όχι σε ένα απροσδιόριστο μέλλον, αλλά μπορεί και αρκετά σύντομα ώστε να αφορά τα παιδιά των παιδιών μας ή τα εγγόνια των παιδιών μας. Υπάρχουμε εδώ και 200.000 χρόνια, γίναμε γεωργοί εδώ και 10.000 χρόνια, έχουμε γραπτή ιστορία εδώ και 5.000 χρόνια, λύσαμε το πρόβλημα της επιβίωσης στον δυτικό κόσμο εδώ και 100 χρόνια• όλα αυτά για να δημιουργήσαμε προβλήματα που ίσως και να μην μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε. Λες και είμαστε τρακτέρ 4510…

Εκτός από τον εφιάλτη του αφανισμού, υπάρχει και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό. Ο άνθρωπος είναι ένα δυστυχισμένο ον – ευτυχισμένο, πάντως, δεν το λες. Εκμετάλλευση, κατάθλιψη, εγκληματικότητα, καταπίεση, ψυχασθένεια, αδικία, πόλεμοι και τόσα άλλα, τέρατα που βγήκαν από το κουτί της δικής μας Πανδώρας. Από την αρχαιότητα συζητάμε για τα προβλήματα του ανθρώπου, εξετάζουμε το ζήτημα κοινωνιολογικά, πολιτικά, θρησκευτικά, ηθικά, ψυχαναλυτικά κ.λπ. όμως όλες αυτές οι προσεγγίσεις έχουν έναν κοινό παρονομαστή: θεωρούν τον άνθρωπο στατικό και ολοκληρωμένο ον. Λύσεις για τα προβλήματα του ανθρώπου προσέφεραν ο Πλάτωνας, ο Φρόιντ, ο Πάπας, ο Λένιν, ο Γκάντι, ο Μπακούνιν, ο Σάι Μπάμπα και τόσοι άλλοι, όμως κανείς δεν εξέτασε το ενδεχόμενο ότι μπορεί να μιλάμε για ένα μεταβατικό, πειραματικό προϊόν. Για τρακτέρ 4510.

Προτείνω λοιπόν ότι πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε με όρους αιώνων και χιλιετιών, αν θέλουμε να μη γίνουμε παρελθόν ή να μη συνεχίσουμε να ζούμε μέσ’ στη δυστυχία. Έχουμε να επιλέξουμε από δύο λύσεις – αν καταφέρουμε να τις συνδυάσουμε, ακόμα καλύτερα. Τη μία την είχα αναφέρει παλιότερα, είναι το Άλμα. Η άλλη λύση είναι η Αλλαγή του ανθρώπινου όντος σε εγκεφαλικό επίπεδο, με τρόπο ώστε οι φυλογενετικά νεότερες δομές να γίνουν πιο συνεργάσιμες με τις φυλογενετικά παλαιότερες. Να βγάλουμε επιτέλους τη νέα, βελτιωμένη σειρά 4000 TWENTY, έναν homo sapiens 2.0. Τολμηρό; Μπορεί, πάντως δεν είναι ανέφικτο.

Είδαμε ότι ο ηθικός Θεός είναι η βασική συλλογική λύση που βρήκε η ανθρωπότητα για να αντιμετωπίσει τις ενδοκομματικές προστριβές του εγκεφαλικού ΣΥΡΙΖΑ. Κάπως μεσοβέζικη λύση δεν είναι; Αντί να μπλεκόμαστε σε έναν εσωτερικό εμφύλιο πόλεμο όταν π.χ. εξοργιζόμαστε και θέλουμε να σκοτώσουμε κάποιον, δε θα ήταν καλύτερα να ήμασταν φτιαγμένοι έτσι ώστε να τηρούσαμε απαρέγκλιτα το Συμβόλαιο της Βίας; Να χάναμε ακαριαία την οργή μας στη θέα κάποιων τελετουργικών υποταγής, όπως οι λύκοι και τα τσακάλια; Ή αντί να φορτωνόμαστε με τύψεις κι ενοχές όταν λέμε ψέματα, δε θα ήταν καλύτερα να ήμασταν κατασκευασμένοι έτσι ώστε να λέμε πάντα την αλήθεια;

You may say I’m a dreamer, but I’m not the only one.

Η σκέψη του Arthur Koester στο Φάντασμα στη Μηχανή κινείται σε παρόμοιες γραμμές. Η Αλλαγή όμως που προτείνει ο συγγραφέας έχει να κάνει με την ιεραρχική κυριαρχία του έλλογου νεοφλοιού επί του λιμβικού και ερπετοειδούς εγκεφάλου – ουσιαστικά, μιλάει για φίμωμα. Ο δρ. Σποκ να γίνει κυβερνήτης του Εντερπράιζ. Εγώ προτείνω ότι δεν θα πρέπει να υποτάξουμε το αρχαϊκό μέρος του εγκεφάλου μας στο νεοφλοιό αλλά, όπως λένε οι πολιτικοί, να κινηθούμε προς μια κατεύθυνση αμοιβαίας συνεργασίας και αλληλοκατανόησης. Χρειαζόμαστε το βαθύ ΠΑΣΟΚ του εγκεφάλου μας για δύο λόγους: πρώτον, διότι είναι πανίσχυρο. Θέλουμε 12 χιλιοστά του δευτερολέπτου για να αντιδράσουμε συναισθηματικά σε κάποιο ερέθισμα, και περίπου τον διπλάσιο χρόνο για να αντιδράσουμε με τον θυμικά αφόρτιστο τρόπο του έλλογου νεοφλοιού. Καλός είναι ο πολιτισμός κι η πνευματικότητα κι η αφαιρετική σκέψη, όταν όμως τα πράγματα σοβαρέψουν και γίνουν επικίνδυνα, πρέπει να αναλάβουν οι επαγγελματίες, αυτοί που επί εκατομμύρια χρόνια μάθανε στη δράση κι όχι στα λόγια. Δεύτερον, διότι η ευτυχία είναι κάτι συνδεδεμένο με το λιμβικό σύστημα. Μεταξύ μας, τώρα… δεν είναι και πολύ sexy να ‘σαι άνθρωπος, έτσι δεν είναι; Εμένα πάντως μερικοί από τους καλύτερούς μου φίλους είναι σκύλοι και γάτες, και στις συζητήσεις που έχουμε κάνει, μου έχουν εξηγήσει ότι είναι, σε γενικές γραμμές, ευτυχισμένα ζώα – δυστυχισμένα, πάντως, δεν τα λες. Πίσω απ’ την πλάνη του ορθού μου λόγου / Υπάρχει το χλιμίντρισμα ενός αλόγου / Όλες μου οι χαρές κι οι όμορφες στιγμές / Εκφράζονται μόνο με άναρθρες κραυγές.

Ίσως η Αλλαγή να γίνει φυσιολογικά. Ίσως ακόμα και τώρα να ξεπηδά από τις μεγαλουπόλεις του δυτικού κόσμου ένας updated άνθρωπος• κάποια τυχαία μετάλλαξη να δίνει καινούργιους εγκεφάλους, στους οποίους π.χ. η κατανάλωση ζάχαρης και αλατιού δεν προκαλεί αισθήματα ευτυχίας. Το θέμα όμως με την εξέλιξη είναι ότι δουλεύει με διαφορετικούς ρυθμούς από αυτούς που μπορούμε ν’ αντέξουμε, ούτε ο Ανδρέας Παπανδρέου δε χρειαζόταν τόση πίστωση χρόνου για να ολοκληρώσει την Αλλαγή του. Όχι, η εξέλιξη δε φτάνει, πρέπει να βάλουμε κι εμείς ένα χεράκι.

Δε θέλω να μιλήσω αναλυτικότερα προς το παρόν για την ενδεχόμενη μηχάνευση του ανθρώπινου όντος, αυτό είναι θέμα κάποιου μελλοντικού κειμένου (πρώτα ο Θεός) – όπως επίσης και το άλλο καυτό θέμα, ποιος είναι αυτός που θα σχεδιάσει την Αλλαγή. Θα ήμουν όμως ικανοποιημένος αν ο αναγνώστης έπαιζε λίγο με την ιδέα ότι ο άνθρωπος, όπως τον ξέρουμε, ίσως και να είναι ένα ατελές πλάσμα. Τρακτέρ 4510, όχι 4520, ένα πιλοτικό μοντέλο που χρήζει βελτίωσης.


Ίδε ο άνθρωπος: 4510 της John Deere



- Το έναυσμα ήταν κάποιες σκέψεις του Arthur Koestler στο Φάντασμα στη Μηχανή. Το κείμενο γεννήθηκε από το ψάξιμο που έκανα για να δω αν και τι ισχύει σήμερα από αυτά που έλεγε τότε ο συγγραφέας.
- Το κομμάτι για τη ζάχαρη και το αλάτι via
Buzz και Ροδιάς.
- Αναφορά στον John Froelich είδα πρώτη φορά στο βιβλίο Γεωργικοί Ελκυστήρες του Κωνσταντίνου Τσατσαρέλη (ΑΠΘ), εκδόσεις ΓΙΑΧΟΥΔΗ.

Μονομαχία Στο Αλφάβητο

(Παιδικό παραμυθάκι που είχα γράψει παλιά, προ ΟΝΕ και ευρωζώνης! Το είχα διαβάσει τότε σε διάφορους πιτσιρικάδες που με βοήθησαν να το σουλουπώσω, ένας μάλιστα κάθισε και μου ζωγράφισε τους δύο στρατηγούς της ιστορίας. Νόμιζα ότι το είχα χάσει, όμως το ξαναβρήκα σήμερα εντελώς απροσδόκητα)


Μια φορά κι έναν καιρό, τσακώθηκαν δύο γράμματα του αλφαβήτου, το Μι και το Πι. Το καθένα ισχυριζόταν πως ήταν πιο χρήσιμο από το άλλο, σε προφορικό και γραπτό λόγο.

«Χωρίς εμένα», έλεγε το Μι, «δε θα είχαμε Μήλα, Μακαρόνια, Μονοπώλια, Μετρονόμους και Μαύρα Μεσάνυχτα

«Ναι, αλλά και χωρίς εμένα», απαντούσε το Πι, «δε θα είχαμε Παπούτσια, Πυραύλους, Παντρολογήματα, Περιστερώνες και Παιδικά Παραμύθια

Ο καυγάς όλο και φούντωνε. Τελικά αποφάσισαν να καταφύγουν στα όπλα. «Θα γίνει Μεγάλη Μάχη!» είπε το Μι. «Όχι!» διαφώνησε το Πι. «Θα γίνει Παγκόσμιος Πόλεμος

Το καθένα λοιπόν έφτιαξε και το στρατό του. Οι λέξεις που αρχίζουν από Μι σχημάτισαν το Μπλε στρατόπεδο (που ένα Μεγάλο Μήνυμα στη Μέση του έγραφε: Απαγορεύεται Η Είσοδος Στο Δέκατο Έκτο Γράμμα). Οι λέξεις που αρχίζουν από Πι έφτιαξαν το Πράσινο στρατόπεδο (κι ένα Πελώριο Πανό στην Πύλη του, έγραφε: Απαγορεύεται Η Είσοδος Στο Δωδέκατο Γράμμα).

Για αρχηγό του στρατού, το Μι διάλεξε το φοβερό Μεξικάνο στρατηγό Μ’ αρέσει και το Πι διάλεξε τον τρομερό Πρώσο στρατηγό Πρέπει. Ο καθένας κουβάλησε και τους δικούς του αξιωματικούς για να φτιάξει επιτελείο: τα πράγματα που κάνουμε επειδή μας αρέσουν, ενάντια στα πράγματα που κάνουμε επειδή έτσι πρέπει. Ο στρατηγός Μ’ αρέσει έφερε τους κλόουν, τις σοκολάτες και τις μπάλες, ενώ ο στρατηγός Πρέπει έφερε τους οδοντογιατρούς, τις μπάμιες και τα εμβόλια.

Έφτασε λοιπόν η στιγμή της σύγκρουσης. Ήτανε Πέμπτη (σύμφωνα με τα σχέδια του στρατηγού Πρέπει), μέσα στο Μάρτιο (σύμφωνα με τα σχέδια του στρατηγού Μ’ αρέσει). Ο Μπλε στρατός όρμησε με Μυδραλιοβόλα και Μαστίγια. Τον περίμενε ο Πράσινος στρατός με Πολυβόλα και Πιστόλια. Απ’ το χαλασμό ταρακουνήθηκε το αλφάβητο, κρύφτηκε η περισπωμένη και χάθηκε η υπογεγραμμένη!

Σηκώθηκε μεγάλη σκόνη κι όταν κατακάθισε... οι δυο στρατηγοί είδαν ότι δε νίκησε κανείς! Όσες λέξεις άρχιζαν από Μι, άλλες τόσες άρχιζαν κι από Πι!

«Κατάρα!» είπε ο στρατηγός Πρέπει που καθόταν πάνω σ’ ένα Περίπτερο. «Θα εξαγοράσω τους στρατιώτες του εχθρού!»

Πλήρωσε λοιπόν πολλές ισπανικές Πεσέτες κι εξαγόρασε τη Μέση στο Πράσινο στρατόπεδο. Αυτή κουβάλησε όλη την οικογένειά της: τα Μεσοφόρια, τη Μεσοτοιχία, τη Μεσοποταμία, το Μεσημέρι, τις Μεσοκαθέτους και το Μεσαίωνα! «Ωραία!», έτριψε τα χέρια του ο στρατηγός Πρέπει. «Τώρα είμαστε ισχυρότεροι!»

«Μα τις Μύριες Μαρμίτες!» είπε ο στρατηγός Μ’ αρέσει. «Οι εχθροί ολοένα και αυξάνονται... Θ’ αγοράσω Μισθοφόρους

Έδωσε λοιπόν πολλά γερμανικά Μάρκα κι αγόρασε την Πέτρα στο Μπλε στρατόπεδο. Αυτή κουβάλησε όλη την οικογένειά της: τον Πετροπόλεμο, τα Πετροκέρασα, τα Πετροχελίδονα, τα Πετρέλαια και τον Πέτρο! «Φίνα!» έσκασε ένα χαμόγελο ο στρατηγός Μ’ αρέσει. «Τώρα θα νικήσουμε!»

Ήρθε λοιπόν η στιγμή της δεύτερης σύγκρουσης... Αυτή τη φορά, ήτανε Παρασκευή (σύμφωνα με τα σχέδια του στρατηγού Πρέπει), μέσα στο Μάιο (σύμφωνα με τα σχέδια του στρατηγού Μ’ αρέσει).

Από το σεισμό τραντάχτηκε το αλφάβητο, ψήλωσε η ψιλή και βάρυνε η βαρεία. Σηκώθηκε σκόνη και μόλις κατακάθισε... οι δύο στρατηγοί είδαν πάλι τα στρατεύματά τους ισοδύναμα!

«Τώρα, τι κάνουμε;» είπε ο ένας στρατηγός. «Τι κάνουμε τώρα;» είπε κι ο άλλος. Τους είχαν τελειώσει οι σφαίρες, οι βόμβες, οι Πεσέτες και τα Μάρκα. Κάθισαν ντροπιασμένοι κι αναγκάστηκαν να δεχτούν τη μεγαλύτερη ατίμωση που υπάρχει για έναν στρατιωτικό: το σύμφωνο ειρήνης.

Αποφάσισαν να συναντηθούν στην ουδέτερη χώρα της Γραμματικής. Αντιπρόσωπος των Ηνωμένων Σταυρολέξων ανάλαβε να συντάξει τη συνθήκη και με μία συγκινητική ομιλία να διαβεβαιώσει τις δύο πλευρές ότι όσο σημαντικό είναι το Μι, άλλο τόσο είναι και το Πι – και αντιστρόφως.

Οι δύο στρατηγοί έθαψαν το τσεκούρι του πολέμου, έδωσαν τα χέρια και αποκάλεσαν ο ένας τον άλλο: ‘Αδερφέ μου!’ και ‘Φίλε μου!’. Όλα θα τέλειωναν κατ’ ευχήν, ώσπου ξαφνικά...
...ο στρατηγός Πρέπει είδε τα Μαθήματα να σεργιανίζουν ανέμελα!

«Φέρτε τα εδώ!» διέταξε. «Είναι από τους εχθρούς! Φαίνονται και λίγο Παγαπόντηδες

Πήγαν οι υπασπιστές του, πιάσανε τα Μαθήματα και τα έβαλαν να υποκλιθούν μπροστά στον αρχηγό τους.

«Θέλετε να Προσχωρήσετε στις δικές μας τάξεις;» βροντοφώναξε ο στρατηγός.

«Εξαρτάται. Τι δίνεις;» είπαν τα Μαθήματα.

Εδώ ο στρατηγός κόμπιασε, γιατί είχε μείνει Πανί με Πανί! Όμως ένας Πολυδιαβασμένος Πιλότος Πετάχτηκε με μια ιδέα:

«Παναγιότατε!» του είπε. «Υπάρχει λύση!»

«Ποια;» ρώτησε ο στρατηγός Πρέπει.

«Να Πληρώσουμε σε Πέσος, Πανιερότατε

«Περίφημα!» είπε ο στρατηγός. Γυρνώντας προς τα Μαθήματα, Πρόσθεσε:

«Λοιπόν, σας Προσφέρουμε... Πενήντα χιλιάδες Πέσος

«Πες Πως έγινε!» είπαν αυτά και συμφώνησαν.

Εδώ χρειάζεται να διευκρινήσουμε ότι μέχρι εκείνη την αποφράδα μέρα, τα Μαθήματα ήταν η χαρά των παιδιών! Διασκέδαζαν με τη Φυσική, έπαιζαν με τη Γεωγραφία! Δώσ’ τους Γεωμετρία και παρ’ τους την ψυχή! Όμως, από τη στιγμή που δωροδοκήθηκαν και πήγαν στο Πράσινο στρατόπεδο, τα παιδιά δε θέλουν να τα δουν ούτε ζωγραφιστά (εκτός αν πρόκειται για Ζωγραφική).

Σταμάτησαν λοιπόν οι συνομιλίες. Διακόπηκαν οι διπλωματικές σχέσεις και ξεθάφτηκε το τσεκούρι του πολέμου. Οι δύο στρατηγοί αποκάλεσαν ο ένας τον άλλον: ‘Ψεύτη!’ και ‘Απατεώνα!’ Έγινε η τρίτη σύγκρουση κι αυτή τη φορά νίκησε ο στρατηγός Πρέπει! Κι από τότε στη ζωή κάνουμε αυτό που πρέπει κι όχι αυτό που μας αρέσει...

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Εύγε!» είπε ο νικητής στρατηγός στα Μαθήματα. «Χάρη σε σας νικήσαμε!»

«Ευχαριστούμε, στρατηγέ! Το καθήκον μας κάναμε!» είπαν τα Μαθήματα.

«Σας απονέμω το υψηλότερο Παράσημο! Το Πράσινο Πι!» είπε ο στρατηγός και τα Παρασημοφόρησε.

Άλλαξαν λοιπόν τα Μαθήματα κι έγιναν Παθήματα!

Από τότε, σαν επιτύμβιο αυτής της μάχης, σε κάθε σπίτι με μικρά παιδιά ακούγεται η φράση:

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΟΥ!

Παραγωγή Προφητών

Δραματικές εκκλήσεις αμέτρητων αναγνωστών με ικετεύουν να ξαναπαίξω λίγο Ρουσσώ, κάποιο καινούργιο κομμάτι από αυτόν τον καλλιτέχνη που αγαπήθηκε τόσο παθιασμένα. Ο λαός θέλει, ο Ηλίας μπορεί. Το σημερινό κείμενο είναι μία παλιότερη σειρά σκέψεων που έμεινε ημιτελής• αν κάποιος την κρίνει ενδιαφέρουσα και θέλει να την ερευνήσει περισσότερο, πολύ ευχαρίστως.

Είχαμε πει εδώ ότι αναπόσπαστο στοιχείο στην πολιτική θεωρία του Ρουσσώ, όπως περιγράφεται στο Κοινωνικό Συμβόλαιο (αλλά και στο ημιτελές Στοχασμοί για την Κυβέρνηση της Πολωνίας, 1771), είναι η δράση ενός χαρισματικού νομοθέτη:

«Στα σύγχρονα έθνη δεν υπάρχουν νομοθέτες [legislators], μόνο νομοπαρασκευαστές [law-makers]. Πόσο μεγάλη η διαφορά από την περίπτωση του Μωυσή, για παράδειγμα, που έδωσε στον εβραϊκό λαό πολιτικό χαρακτήρα, έθιμα και ελευθερία η οποία κράτησε 5.000 χρόνια, συμπεριλαμβανομένης και της διασποράς. Ο Λυκούργος δίδαξε στους Σπαρτιάτες την αγάπη για την πατρίδα τονίζοντας τους νόμους, τα αθλήματα, τις γιορτές και τις ερωτικές τους πρακτικές. Εν ολίγοις, όλοι οι αρχαίοι νομοθέτες προσπάθησαν να σφυρηλατήσουν δεσμούς που θα έδεναν τους πολίτες με την πατρίδα και μεταξύ τους».

Ο Ρουσσώ, δηλαδή, θαύμαζε τους αρχαίους νομοθέτες που άφησαν ένα εντονότερο ίχνος στις κοινωνίες τους, πέρα από την απλή θέσπιση κάποιων νόμων. Ο Μωυσής όμως κι ο «μέγας Λυκούργος» (έκφραση του Ρουσσώ) υπήρξαν νομοθέτες που το έργο τους συνδέθηκε με κάποια θεϊκή αυθεντία• έναν παρόμοιο ρόλο έπαιξαν και ο Μωάμεθ με τον Ζωροάστρη, οι οποίοι πάντως είναι λογικό να μην υπήρξαν αντικείμενα θαυμασμού για τον Ρουσσώ.

Το επόμενο βήμα είναι να αναρωτηθούμε ποιοι νομοθέτες αποκτούν χροιά ιερότητας και ποιοι απομένουν απλοί «νομοπαρασκευαστές».

Ο Max Weber αντιμετώπισε το ίδιο θέμα, κάνοντας μία παρόμοια διάκριση ανάμεσα σε «νομοθέτες» (με τη χαρισματική έννοια) και σε «επιδικαστές διαφορών» (arbitrators, δίνει παράδειγμα το ρόλο του podesta στα μεσαιωνικά ιταλικά κράτη). Απ’ ό,τι φαίνεται, και οι δύο στοχαστές πρόσεξαν τους θρυλικούς νομοθέτες, ο Weber όμως έφτασε εκεί που ο Ρουσσώ δεν είχε φανταστεί: «Γενικώς, οι [χαρισματικοί] νομοθέτες κλήθηκαν στο αξίωμά τους όταν παρουσιάστηκαν κοινωνικές εντάσεις ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις» (έμφαση του συγγραφέα). Ισχύει και ο αντίστροφος κανόνας, ότι οι επιδικαστές διαφορών διαιτήτευσαν, κατά κανόνα, σε ανταγωνισμούς εντός του ίδιου κοινωνικού στρώματος. Ο Weber καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «το καθήκον των νομοθετών ήταν να επιλύσουν τις διαφορές ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα και να δημιουργήσουν ένα νέο ιερό νόμο αιώνιας αυθεντικότητας». Όταν, δηλαδή, επικρατούσε κοινωνική αναταραχή από κάποιο στρώμα που αποκτούσε δύναμη και διεκδικούσε μία ανώτερη βαθμίδα στην κοινωνική κλίμακα, τότε η αναδιάταξη γινόταν μέσω ενός θεϊκού/ιεροποιημένου απεσταλμένου που παρουσίαζε τις προδιαγραφές της καινούργιας κοινωνικής διευθέτησης ως ιερές απαιτήσεις.

Λοιπόν, η δική μου σκέψη είναι: μήπως ισχύει και το αντίστροφο; Μήπως, δηλαδή, όπου βρίσκουμε κάποιον θρυλικό προφήτη, Μεσσία, θεϊκή ενσάρκωση, άβαταρ του Βισνού κ.λπ., θα πρέπει να ψάχνουμε ιστορικά για την κοινωνική ανακατάταξη που συντελέστη παράλληλα με την εμφάνισή του; Ας δούμε μερικούς από αυτούς:

- Λυκούργος. Τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο γι’ αυτό το αμφισβητούμενο πρόσωπο και το γεγονός ότι σε κάποια μέρη της Πελοποννήσου λατρευόταν θεός με το ίδιο όνομα, περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Πάντως γύρω στο 800 π.Χ. έγινε μία μεγάλη κοινωνική ανακατάταξη στη σπαρτιατική κοινωνία. Η πόλη, που μέχρι τότε φαίνεται να είχε εμπορικό χαρακτήρα, στρατιωτικοποιήθηκε καθώς κάποια κατώτερα στρατιωτικά στρώματα ήρθαν στην εξουσία και επικράτησαν επί της προηγούμενης άρχουσας τάξης. Οι μεταρρυθμίσεις που επεβλήθησαν φέρουν τη σφραγίδα του Λυκούργου, ο οποίος φυσικά έλαβε και σχετική θεϊκή συγκατάθεση από το Μαντείο των Δελφών.

- Μωάμεθ. Οι Άραβες ήταν έμποροι της ερήμου πριν εμφανιστεί ο Προφήτης. Το Ισλάμ όμως με τις μεταρρυθμίσεις του άλλαξε το χαρακτήρα των αραβικών πληθυσμών· έκανε τη ζωή δύσκολη στους επιχειρηματίες και τους κερδοσκόπους (απαγόρευση του τόκου) και δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε ο μόνος δρόμος πλουτισμού για κάποιον να γίνει ο στρατός: πολέμα και πάρε γη στις κατακτημένες περιοχές.

- Ζωροάστρης. Μπορεί και να μην υπήρξε ποτέ, πάντως η θρυλική μορφή του έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την ιερατική καθιέρωση της κάστας των Μάγων στην αρχαία Περσία, κατά τη δυναστεία των Αχαμενιδών.

- Σαμουήλ. Όχι μόνο βοήθησε το λαό του Ισραήλ να επιστρέψει στο Θεό, όχι μόνο ήταν ο ηγέτης του στη νίκη επί των Φιλισταίων, αλλά δημιούργησε και ένα καινούργιο πολίτευμα: ο προφήτης Σαμουήλ υπήρξε ο φορέας της θεϊκής συγκατάθεσης για τη βασιλεία του Σαούλ και του Δαβίδ. Μετά από αυτόν, ο λαός του Ισραήλ είχε πλέον βασιλιά.

- Μωυσής. Δε χρειάζεται να πούμε πολλά. Ο ηγέτης της Εξόδου, ο πιο πράος άνθρωπος επάνω στη γη, ήταν αυτός που προσέφερε ανεξάρτητη πολιτική υπόσταση στους Εβραίους. Πήρε τους υπαλλήλους των Αιγυπτίων και τους έκανε κράτος.

- Σίβυλλες. Υπήρξαν πολλές και έπαιξαν διάφορους ρόλους, όμως αρκετές από αυτές (όπως η Κυμαία Σίβυλλα) έδωσαν πολύ βολικούς χρησμούς για την έλευση του μελλοντικού Σωτήρα, για τις μελλοντικές κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου κ.α. Κάθε φορά που ερχόταν μία νέα τάξη πραγμάτων, όλο και κάποιος σχετικός σιβυλλικός χρησμός θα ανακαλυπτόταν.

Η ιεροποίηση κάποιων ξεχωριστών ανθρώπων και η σύνδεσή τους με το θείο μοιάζει να είναι διαχρονικό χαρακτηριστικό των προνεοτερικών κοινωνιών (κατά τη νεότερη εποχή, ο «θεός» έχει αντικατασταθεί με το «έθνος» στο πολιτικό επίπεδο). Υπάρχουν όμως συγκεκριμένοι πολιτικοί μηχανισμοί που τακτικά δημιουργούν προφήτες: για να παραχθεί ηλεκτρικό ρεύμα, πρέπει να υπάρχει διαφορά δυναμικού• για να παραχθούν ιεροί απεσταλμένοι, πρέπει να υπάρχει κοινωνική διαφορά δυναμικού.

Ήρως Με Παντόφλες

(Αναθεωρημένος)



Ο νεαρός βασιλιάς ήταν αγουροξυπνημένος και ντυμένος βιαστικά με ένα απλό κουστούμι. Κοιτούσε ανήσυχος από το παράθυρο, σαν να μην αναγνώριζε τα ανάκτορα στα οποία είχε μεγαλώσει, σαν να μην πίστευε ότι ήταν αληθινά όλα αυτά τα τεθωρακισμένα που είχαν περικυκλώσει το Τατόι. Ο γδούπος μιας μπότας τον επανέφερε στη δυσάρεστη πραγματικότητα του γραφείου του: απέναντί του οι συνταγματάρχες στα χακί, ένας φρουρός με ημιαυτόματο έξω από την πόρτα να εμποδίζει την είσοδο, και ένας άλλος με αυτόματο μέσα από την πόρτα να εμποδίζει την έξοδο. «Μεγαλειότατε», του είπε ευγενικά ο φαλακρός συνταγματάρχης με μία φαρμακερή απειλή στη φωνή του, «έχετε μισή ώρα για να αναγνωρίσετε την επανάσταση». Ο φρουρός όπλισε και ο φαλακρός συνταγματάρχης έγειρε πίσω με αυταρέσκεια. Ήταν όμως φανερή η έκπληξή του όταν άκουσε το μονάρχη να απαντάει: «Κύριοι, είστε επίορκοι. Ποτέ δε θα το κάνω». Έπεσε μία τεταμένη σιωπή, σαν την ησυχία πριν την έκρηξη ενός ηφαιστείου.

«ΣΤΟΠ!» φώναξα.

«Τι διάολο έγινε;» διαμαρτυρήθηκε ο βασιλιάς και με κοίταξε έτοιμος να αρπαχτεί.

«Πουλάκι μου», του είπα, «ήταν πολύ καλό. Αλήθεια, ήταν τέλειο. Είσαι ο ήρωάς μου, δεν το συζητάμε. Όμως, αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Το είπες πολύ αποφασιστικά, πολύ ηρωικά, τον σκότωσες με το ηθικό σου μεγαλείο και μόνο». Έδειξα δίπλα το φαλακρό συνταγματάρχη που όλη αυτήν την ώρα είχε βρει ευκαιρία να λύσει τις μπότες και να βγάλει έξω τα πόδια του.

«Εμένα μου άρεσε», έχωσε τη μύτη του ο άλλος συνταγματάρχης με το μουστάκι, «αν θέλετε τη γνώμη μου».

«Δεν τη θέλω», του πέταξα κοφτά και πλεύρισα διπλωματικά το βασιλιά που είχε θιχτεί. «Κοίτα», του είπα μαλακά, «σκέψου λίγο την κατάσταση: είσαι ένας νεαρός βασιλιάς – πα να πει, ένας καλομαθημένος μπάσταρδος – που εργάζεται σκληρά κόβοντας κορδέλες και βγάζοντας λόγους. Τα νομίσματα έχουν τη φάτσα σου. Οι πολιτικοί δε σ’ αγγίζουν γιατί ο λαός σε λατρεύει. Αχόρταγος και πλεονέκτης, θες ακόμα περισσότερη εξουσία, θες να ελέγξεις τη Βουλή και την Εθνική Άμυνα. Οι συνταγματάρχες όμως σου τη φέρνουν και κάνουν πραξικόπημα. Λοιπόν, μη μου δίνεις τέτοια ηρωική ερμηνεία, δεν είσαι κι εσύ καλύτερος απ’ αυτούς τους γαλονάδες. Δε ζητάω από σένα το Λεωνίδα να λέει ‘μολών λαβέ’, ζητάω έναν υπερτιμημένο ανθρωπάκο που τον ξυπνήσαν χαράματα και του αρπάξαν το γλυκό απ’ το στόμα. Όμως αυτός αντιστέκεται. Φοβάται, αλλά αντιστέκεται. Κάτι αγανακτεί μέσα του, δε θέλει να δεχτεί αυτό το αίσχος, ξέρει ότι θα τον εκτελέσουν αν δεν αναγνωρίσει το πραξικόπημα, τα χάνει, λέει όχι χωρίς να το καταλάβει... Μπήκες; Αυτό θέλω να δω, έναν ανθρωπάκο που αντιστέκεται τρέμοντας».

Ο μονάρχης, που το όνομά του ήταν Δημήτρης, έμεινε για λίγο σιωπηλός και με κοίταξε με ένταση. Χωρίς να σηκώσει τα μάτια, άρπαξε με μία χορευτική κίνηση το μικρόφωνο πάνω από το κεφάλι του και δήλωσε: «Κύριε, είστε επίορκος. Ποτέ δε θα το κάνω».

«Μάλιστα» κούνησα το κεφάλι μου, «κατάλαβα... Δέκα λεπτά διάλειμμα», φώναξα τριγύρω, «άντε, έχουμε όλοι κουραστεί. Πάμε να κάνουμε ένα τσιγάρο».

Το βουητό από τις κάμερες σταμάτησε και οι μακιγιέρ βγήκαν να φρεσκάρουν τους ηθοποιούς. Περπάτησα έξω από το βεληνεκές των δυνατών προβολέων, ως το διάδρομο του στούντιο που τον είχαμε κάνει άτυπο καπνιστήριο. Διάφοροι τεχνικοί και κομπάρσοι ήταν ήδη μαζεμένοι εκεί. Στο σακάκι είχα πάντα ένα πακέτο SANTE, το έβγαλα και τράβηξα ένα τσιγάρο. Πριν προλάβω να το φέρω στο στόμα μου, ένα σπίρτο εμφανίστηκε από το πουθενά κι άναψε την άκρη του. «Σήμερα το μεσημέρι», είπε ο Γιώργος και μου έκλεισε το μάτι συνωμοτικά.

«Κανονίστηκε;»

«Κανονίστηκε. Στις τρεις και μισή ακριβώς. Θα έχουμε μία ολόκληρη ώρα μαζί του». Φύσηξε το σπίρτο και το έβαλε πάλι πίσω στο κουτί του. «Α, τηλεφώνησε κι η Αλίκη. Δε θ’ αργήσει, λέει, είναι στο Πεδίο του Άρεως και θα πάρει ταξί για να ‘ρθει».

Ξεφύσηξα θυμωμένος. «Μήπως θέλει να πάμε εμείς σ’ αυτήν; Να κουβαλήσουμε και το στούντιο μαζί, ε; Γιατί όχι; Μήπως η κυρία νομίζει πως είναι το κέντρο του κόσμου;». Τράβηξα μερικές ρουφηξιές και είπα κάποια σχόλια για την Αλίκη, απ’ αυτά που λέμε όλοι πίσω από την πλάτη της. Ο κόσμος γύρω χειροκρότησε εκτός από τον Γιώργο που ποτέ δε συμμετείχε στις κακίες μας. Έμοιαζε να τον απασχολεί κάτι άλλο.

«Αναρωτιέμαι αν βρήκα το σωστό φινάλε», είπε μετά από λίγο. «Στην ταινία, εννοώ. Θα άφηνε άραγε η βασιλική φρουρά να μπουν οπλισμένοι στρατιώτες στο Τατόι;»

«Δεν ξέρω, εσύ το πρότεινες».

«Ναι… Κι η στάση του βασιλιά, ούτε αυτή με ικανοποιεί, τόσο αδέκαστος και γενναίος. Σα να βγήκε από ουέστερν. Θα μπορούσαμε να τον βάζαμε, ας πούμε, να παίζει το παιχνίδι των συνταγματαρχών και να σχεδιάζει κάποιο αντιπραξικόπημα αργότερα με τους δικούς του αξιωματικούς».

«Θα μπορούσαμε».

«Μικρός άνθρωπος για μία τόσο μεγάλη πράξη...» κατέληξε ο Γιώργος σκεφτικός.

Είχε ένα μεγάλο κεφάλι με ελάχιστα μαλλιά, σαν αυγό, και βουλιαγμένα μάτια μέσα σε μόνιμους μαύρους κύκλους – ό,τι θα περίμενε κανείς από έναν επίτιμο διδάκτορα του Καίμπριτζ. Το υπόλοιπο σώμα του ήταν μάλλον κοντό και παχουλό αλλά δεν είχε σημασία• ο μόνος λόγος ύπαρξης αυτού του σώματος ήταν να στηρίζει το κεφάλι, όπως η αυγοθήκη το αυγό. Δεν εμφανιζόταν ποτέ χωρίς σκούρο κουστούμι, λουστραρισμένα παπούτσια και σφιχτό πουκάμισο, ενώ όταν ήθελε να διαβάσει, έβαζε κάτι γυαλιά σαν κιάλια – ό,τι θα περίμενε κανείς από μία παλιά καραβάνα του διπλωματικού σώματος. Δεν τον γνώριζα προσωπικά μέχρι πέρυσι που ήρθε ξαφνικά να με βρει, εμένα, έναν σκηνοθέτη ελαφρών κωμωδιών, με το σενάριο που έγραψε ξέχωρα από τα ‘σοβαρά’ του έργα και «έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει ταινία» - κάτι που δε θα περίμενε ποτέ κανείς από έναν υποψήφιο για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

«Απαγορεύεται, δηλαδή, και τα ανθρωπάκια να κάνουν κάτι ηρωικό; Έστω για μία φορά στη ζωή τους;» διαμαρτυρήθηκα. «Εξάλλου, δε γίνεται ν’ αλλάξουμε πάλι το φινάλε – ρε, μην καπνίζετε πάνω στα σκηνικά! – αν θες, κάν’ το, δηλαδή, όμως να δω πότε θα τελειώσουν τα γυρίσματα».

«Αφεντικό!» φώναξε κάποιος από τα γραφεία, «η Αλίκη στο τηλέφωνο!»

Έτρεξα και του άρπαξα το ακουστικό από το χέρι πετώντας το τσιγάρο σ’ ένα τασάκι που βρέθηκε στο δρόμο. «Αλίκη, πού είσαι;»

«Πού είμαι, Αλέκο μου;» νιαούρισε από την άλλη άκρη η φωνή της μέσα σε ήχους από αυτοκίνητα, γυναικείες ομιλίες και γέλια. «Έχω χαθεί, πού βρίσκομαι; Είπα να κάνω μια βόλτα απ’ το Πεδίο του Άρεως – δεν το ‘χω ξαναπερπατήσει ποτέ, λέω: Αλίκη, ντροπή είναι να μην ξέρεις την Αθήνα – και χάθηκα... Καλά, ε, ατέλειωτο είναι! Βγήκα από μια έξοδο, είμαι τώρα κάπου, δεν έχω ιδέα πού, ευτυχώς βρήκα αυτή την καλή κυρία με τα ψιλικά και με άφησε να τηλεφωνήσω – αχ, σας ευχαριστώ πάααααρα πολύ! Με καταϋποχρεώσατε!»

«Μην ανησυχείς» είπα σ’ αυτήν και στον εαυτό μου. «Πώς λέγεται ο δρόμος που είσαι;»

«Ξέρω κι εγώ; Δεν έχει όνομα, μπορεί και να ‘ναι η Αδριατική Οδός – με συγχωρείτε, πώς λέγεται αυτός ο δρόμος;... α, ούτε κι εσείς;... καλά, δεν πειράζει – ούτε η κυρία ξέρει, Αλέκο μου. Σου λέω, χάθηκα! Είμαι κάπου πίσω απ’ το Πεδίο του Άρεως, στα Σούρμενα, στο Σούνιο, τι είναι εδώ τέλος πάντων...»

«Ποια διαδρομή έκανες, βρε Αλίκη; Τι έχει εκεί κοντά;»

«Μπήκα από Πατησίων. Μετά περπάτησα, πέρασα μπροστά απ’ το άγαλμα με το λιοντάρι – ο Θεός να το κάνει λιοντάρι, δηλαδή, τον Καραμανλή μου θυμίζει – μετά είχε κάτι λεύκες, βγήκα σε μια παιδική χαρά, περάσαν δυο φορτηγά, πού είμαι;...»

Έπαιξα λίγο ακόμα το παιχνίδι της, μέχρι που αποφάσισε να δώσει τέλος στην παράσταση και να θυμηθεί το όνομα του δρόμου θριαμβευτικά. Η ανακάλυψή της πνίγηκε μέσα σε γέλια και χειροκροτήματα. Έκλεισα το τηλέφωνο λέγοντάς της να περιμένει εκεί κι έψαξα έναν βοηθό να πάει στου Γκύζη να την πάρει – όχι πολύ βιαστικά όμως, για να προλάβει να μοιράσει αυτόγραφα και να δώσει την παράστασή της. Με εκνεύριζε η Αλίκη, ώρες-ώρες με εκνεύριζε πολύ, όμως δεν μπορούσα να τη μεταχειριστώ διαφορετικά• ήταν το κέντρο του κόσμου.

Το ρολόι έδειχνε δύο και μισή όταν ο Γιώργος κι εγώ φύγαμε από τις εγκαταστάσεις της Αγίας Παρασκευής και βγήκαμε με το παλιό μου αυτοκίνητο στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Η λιακάδα και η ζέστη μαρτυρούσαν πως ο μήνας ήταν Ιούνιος, τα γεμάτα κόσμο λεωφορεία που κατέβαιναν για τη Γλυφάδα μαρτυρούσαν πως η μέρα ήταν Σάββατο, τα Παιδιά του Πειραιά που ακούγονταν συνεχώς από το ραδιόφωνο μαρτυρούσαν πως το ημερολόγιο έδειχνε 1960. Η μέρα ήταν για μπάνιο, όμως εμείς πηγαίναμε σε ένα γραφείο της Βουλής όπου είχαμε συνάντηση με τον πρωθυπουργό για μία ολόκληρη ώρα.



..................................................................


«Μόνο δέκα λεπτά μπορώ να σας δώσω», είπε ο Τάκης, «με το ρολόι», συμπλήρωσε απειλητικά. Τον διαβεβαιώσαμε να μην ανησυχεί καθόλου κι ότι θα ήμασταν σύντομοι. Δε φάνηκε να μας πιστεύει αλλά μας οδήγησε ως τη βαριά ξύλινη πόρτα τονίζοντας πάλι τα «δέκα λεπτά» πριν μας αφήσει να περάσουμε. Του το υποσχεθήκαμε και μπήκαμε στο γραφείο.

Ήταν πραγματικά ένας όμορφος άντρας, καμία έκπληξη που όλες μου οι φίλες τον είχαν ερωτευτεί. Δε χρειαζόταν αυτό το μεταξωτό σακάκι να τονίζει τους ώμους του ούτε αυτό το ρολόι στο τσεπάκι να τονίζει την κομψότητά του• δε χρειαζόταν ούτε αυτά τα πυκνά φρύδια να τονίζουν το βλέμμα του, ένα βλέμμα που ήταν δυνατό ακόμα και στις φωτογραφίες. Το κάθε τι μέσα στο γραφείο έμοιαζε προσανατολισμένο σ’ αυτόν. Το κόκκινο χαλί στο πάτωμα μάς οδήγησε κατευθείαν μπροστά του, το κρυστάλλινο φωτιστικό στο ταβάνι άστραψε μόλις αυτός σηκώθηκε από την πολυθρόνα, ακόμα κι ο Ελευθέριος Βενιζέλος από το κάδρο φάνηκε να υποκλίνεται.

«Κύριε Σακελλάριε» είπε και μου έσφιξε το χέρι με μία δυνατή χειραψία. «Γιώργο μου», έκανε κατόπιν και αγκαλιάστηκε με το φίλο μου. Με μία αεράτη κίνηση μάς έγνεψε να καθίσουμε. «Κύριοι, σας ακούω».

«Πρόκειται για την ταινία, κύριε πρόεδρε».

«Α ναι, μάλιστα. Αλήθεια, τι ακριβώς γυρίζετε;»

«Λοιπόν», του είπα, «είναι μία πρωτότυπη ταινία. Περιγράφει την ιστορία της Ελλάδας, μία διαφορετική ιστορία όμως, καμία σχέση με την πραγματικότητα».

«Με δυο λόγια;»

«Με δυο λόγια: βάζουμε το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να τελειώνει διαφορετικά. Η Σοβιετική Ένωση υποτίθεται ότι βγαίνει ενισχυμένη και κατακτά πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης – από την Πολωνία και τη Ρουμανία, μέχρι τη μισή Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία και τη Βουλγαρία».

«Πώς αυτό;»

«Να, υποτίθεται ότι στο Στάλινγκραντ τελικά κερδίζουν οι Σοβιετικοί. Έτσι το σκεφτήκαμε. Την κρίσιμη στιγμή, οι Ναζί δεν έχουν εφεδρείες να ρίξουν στη μάχη, οι Σοβιετικοί κρατάνε την πόλη και νικάνε. Μετά, καταλαβαίνετε, καταρρέει το Ανατολικό Μέτωπο, ο Κόκκινος Στρατός παίρνει στο κυνήγι τον Γερμανικό, φτάνει μέχρι το Βερολίνο. Όπως είχε γίνει παλιά και με τον Ναπολέοντα. Όμως δε σας βλέπω εντυπωσιασμένο».

«Μμμ… έχει τη λογική του, πάντως. Κι η Ελλάδα;»

«Βγαίνει εντελώς ρημαγμένη. Σαν να μην έφτανε αυτό, η επιρροή της – ισχυρής, μην το ξεχνάτε – Σοβιετικής Ένωσης οδηγεί σ’ έναν καταστροφικό εμφύλιο κι η χώρα καταντά αστυνομικό κράτος. Και με το ένα δέκατο του πληθυσμού της αφανισμένο, τα Διυλιστήρια των Επτανήσων όχι μόνο δεν αναπτύσσονται αλλά κλείνουν εντελώς μετά τον πόλεμο, η Βιομηχανική Ζώνη της Θήβας δεν υπάρχει ούτε στα χαρτιά, η Αδριατική Οδός δεν υπάρχει ούτε στα όνειρα, η χώρα παλεύει να σταθεί στα πόδια της. Α, ξέχασα να σας πω ότι η Ελλάδα είναι βασίλειο».

«Μάλιστα».

«Η ταινία στρέφεται γύρω από το νεαρό βασιλιά – έναν υποθετικό ανιψιό του Γεωργίου του Β’ – μόνο και μόνο σαν αφορμή για να δείξει παράλληλα την κατάσταση της χώρας».

«Και τι γίνεται τελικά;»

«Τελικά η χώρα πέφτει σε μόνιμη πολιτική αστάθεια από το ’65 και μετά, με αλλεπάλληλες αλλαγές κυβερνήσεων, παρακρατικές δολοφονίες και άλλα, μέχρι που κάποιοι συνταγματάρχες κάνουν πραξικόπημα και σκοτώνουν το βασιλιά (εδώ ο Γιώργος συμφώνησε γνέφοντας). THE END».

Ο πρωθυπουργός σούφρωσε τα φρύδια του δίνοντας άλλα πενήντα βατ δύναμης στο βλέμμα του και τελικά χαμογέλασε: «Μήπως παίζω κι εγώ στην ταινία;»

«Εσάς σας έχουμε κάνει υπουργό Δημοσίων Έργων, κύριε πρόεδρε», του απάντησα. «Όμως όταν τα πράγματα αγριεύουν, δραπετεύετε στο Παρίσι με ψεύτικο όνομα».

«Είναι απλά ένα διαφορετικό έργο», επενέβη ο Γιώργος. «Χωρίς ηθικά μηνύματα ή πολιτικές προεκτάσεις, μόνο να κεντρίσει τη φαντασία του θεατή. Να του πει: για σκέψου πώς θα ήταν σήμερα αν... Τίποτα περισσότερο».

«Μάλιστα. Ωραία. Κι εγώ τι μπορώ να κάνω για σας;»

«Κοιτάξτε, πρόκειται για τις σκηνές του πραξικοπήματος» του εξήγησα. «Προσπαθούσαμε να σκεφτούμε πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο στο μέλλον – σε εφτά ή οκτώ χρόνια από σήμερα, ας πούμε. Καταλήξαμε ότι τα άρματα μάχης θα καταλάβουν τα Ανάκτορα, το κτίριο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, το Πεντάγωνο και τη Βουλή. Απευθυνθήκαμε στον Υπουργό Εθνικής Αμύνης, όμως είπε ότι χρειάζεται να πάρουμε την άδειά σας γι’ αυτό• για τις σκηνές στη Λεωφόρο Αμαλίας, εννοώ».

«Με τεθωρακισμένα;»

«Μία ώρα φτάνει, κύριε πρόεδρε. Ίσως ούτε μία ώρα. Κάποιο πρωινό Κυριακής... Δε θα κόψουμε για πολύ την κυκλοφορία». Περίμενα ότι θα γκρίνιαζε και θα έκανε χιλιάδες ερωτήσεις, όμως έπεσα έξω. Απάντησε αμέσως:

«Με τίποτα. Βγάλτε το απ’ το μυαλό σας».

«Θα μεταφέρουμε τα άρματα ως τον Άγνωστο Στρατιώτη. Οι περαστικοί θα ενημερώνονται, κανείς δε θα τρομάξει, η κίνηση θα ρυθμίζεται από–» ξεκίνησα να λέω τις χιλιάδες απαντήσεις που είχα προετοιμάσει.

«Μην επιμένετε. Με τίποτα» είπε και σήκωσε το χέρι του. Σκέφτηκε λίγο και πρόσθεσε διστακτικά: «Κοιτάξτε, υπάρχει ένα πλαίσιο που θέλω να τηρήσω, πολύ αυστηρό πλαίσιο. Δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη, αν ήσασταν δημοσιογράφοι τώρα θα βγάζατε είδηση, όμως διεξάγονται διαβουλεύσεις για να προσχωρήσει και η Ελλάδα. Στη Συνθήκη. Της Ρώμης». Παύση.

Καταφέραμε αρχικά να μη δείξουμε ξαφνιασμένοι, όμως προσωπικά δεν αντέχω τις παρατεταμένες σιωπές, με διαλύουν, θέλω οπωσδήποτε να τις γεμίζω με ήχο: «Στη Συνθήκη της Ρώμης;» επανέλαβα χαζά. Ο Γιώργος με κοίταξε επιτιμητικά.

«Ναι. Προς τι η έκπληξη; Με τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη και τη βιομηχανική παραγωγή της Θήβας, προκαλούμε εδώ και χρόνια το ενδιαφέρον του Στρασβούργου, είναι γνωστό αυτό. Το Μιλάνο έχει ήδη ενωθεί με το Παρίσι και το Βερολίνο• τώρα, με την Αδριατική Οδό, ενώθηκε και με την Αθήνα. Ε, δεν είναι εύλογο το επόμενο βήμα; Άρση των δασμολογικών φραγμών;»

Είπαμε ορισμένα λόγια θαυμασμού, απ’ αυτά που πάντα πρέπει να λες σ’ έναν πολιτικό ή στην Αλίκη, κι ο πρωθυπουργός συνέχισε: «Ως εκ τούτου, αρνούμαι να επιτρέψω καταστάσεις που θυμίζουν τα χρόνια του Μεσοπολέμου, τότε που η χώρα ήταν ένα απέραντο φρενοκομείο και η πολιτική γινόταν στους δρόμους – θυμάσαι, έτσι;» ρώτησε τον Γιώργο που αναγκάστηκε να κουνήσει το κεφάλι καταφατικά. «Χρειάζεται προσοχή τώρα που θα επιχειρήσουμε να καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι με τη Γαλλία και τη Γερμανία. Να δώσουμε την καλύτερη εικόνα μας. Δεν πρέπει να φαίνεται ότι είναι απλό κάποιος να κόβει την κυκλοφορία στο κέντρο της Αθήνας, έστω και για μία κινηματογραφική ταινία – και θα σας θεωρήσω προσωπικά υπεύθυνους, κύριοι, αν διαρρεύσει η είδηση πριν τις επίσημες ανακοινώσεις».

Η πόρτα του γραφείου άνοιξε εκείνη τη στιγμή και μπήκε μέσα ο Τάκης, λες και ήταν συνεννοημένος. Στάθηκε και έδειξε με νόημα το ρολόι του.

«Λοιπόν...» είπαμε ο Γιώργος κι εγώ, εννοώντας ότι φεύγουμε αμέσως.

«Λοιπόν...» έκανε κι ο πρωθυπουργός καθώς σηκωνόταν από την πολυθρόνα του. Μας συνόδεψε μέχρι την πόρτα όπου ο Τάκης παραμέρισε ευχαρίστως για να περάσουμε. Καθώς αποχαιρετιζόμασταν, θυμήθηκε κάτι τελευταίο: «Υπουργός Δημοσίων Έργων... Πώς το σκεφτήκατε αυτό; Και τι είναι ο Υπουργός Δημοσίων Έργων, δηλαδή;»

«Α, κύριε πρόεδρε», είπε ο Γιώργος, «τυχαία έρχονται αυτές οι εμπνεύσεις• ίσως από τις φωτογραφίες σας στα εγκαίνια της Αδριατικής Οδού, ίσως από κάτι άλλο, μην του δίνετε πολλή σημασία. Το όλο νόημα είναι πως η Ελλάδα, υποτίθεται, έχει τέτοια καθυστέρηση ώστε ακόμα και για να κατασκευαστεί ένας εθνικός δρόμος χρειάζεται κάποιος σχετικός Υπουργός».

«Μάλιστα. Λοιπόν, κύριοι, η ταινία ακούγεται ενδιαφέρουσα. Μακάρι να βρω χρόνο να τη δω. Σας χαιρετώ και εύχομαι–». Δε μάθαμε ποτέ την ευχή του γιατί ο Τάκης βιάστηκε να μας κλείσει έξω.

Κοιτάξαμε τη βαριά ξύλινη πόρτα που έμοιαζε να μας κοιτάζει κι αυτή ειρωνικά. «Μήπως έπρεπε να είχαμε στείλει την Αλίκη;» ρώτησε ο Γιώργος.

Λίγη ώρα αργότερα ήμασταν καθισμένοι στο Ζάππειο και πίναμε τον καφέ μας. Είχαμε ήδη φιλοσοφήσει την κατάσταση και αποφασίσαμε ότι αν γυρίζαμε τις εξωτερικές σκηνές με τα τεθωρακισμένα, η ταινία θα γινόταν πολύ μεγάλη, καλύτερα έτσι, άσε που θα μας βγει και πιο φτηνά. Κατόπιν, μείναμε να κοιτάζουμε τους τουρίστες.

«Πολλοί Ιταλοί».

«Ναι, πολλοί Ιταλοί».

«Τώρα, με την Αδριατική Οδό, έρχονται γρήγορα, ακόμα και για σαββατοκύριακο», σχολίασα. «Ξεκινούν με το αυτοκίνητό τους το πρωί από τη Βενετία, κάνουν τη βόλτα τους, το βράδυ είναι στην Αθήνα. Γέμισε ο τόπος Ιταλούς, λες κι είμαστε στον πόλεμο», έκανα και μισοχαμογέλασα.

«Για πες».

«Ποιο;»

«Αυτό που θυμήθηκες. Κάτι έχεις στο μυαλό σου».

«Να… Είχαμε μετακομίσει τότε σ’ ένα σπιτάκι κοντά στην Πλατεία Καραθεοδωρή – λεγόταν ακόμα ‘Πλατεία Συντάγματος’ – και μόλις νύχτωνε, έβγαινε η ιταλική περίπολος. Πού πάνε; με ρωτούσε ο πιτσιρικάς του γείτονα. Στην Πλατεία Κάνιγγος, του έλεγα εγώ, να μετρήσουνε τις αρτίστες. Μερικές φορές έβγαινε και δεύτερη περίπολος λίγο αργότερα. Αυτοί πάνε να μαζέψουν τους πρώτους απ’ τις αρτίστες, του έλεγα. Ήταν μικρός, δεν καταλάβαινε». Γελάσαμε και οι δύο, ήμασταν μεγάλοι και καταλαβαίναμε.

Τέλειωσα τον καφέ μου και έμεινα για λίγο με διάφορες αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια του πολέμου, τότε που ήμουν νέος κι έβγαινα στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Η ζωή ήταν πιο ανέμελη τότε, όλα ήταν πιο όμορφα, το φαγητό πιο νόστιμο κι οι γυναίκες πιο αγνές – ή αντίστροφα. «Δεν μπορώ να τη συνηθίσω την Πλατεία έτσι όπως έγινε», γκρίνιαξα στο τέλος. «Θόρυβος, αυτοκίνητα, ψηλά κτίρια… Ο Καραθεοδωρής μού πήρε τις παλιές γειτονιές μου. Έχω κάνει καντάδες εκεί, ξέρεις, σ’ εκείνα τα σοκάκια».

Δύο Ιταλίδες πέρασαν φλυαρώντας από μπροστά μας. Η μία ήταν μελαχρινή και είχε σκουρόχρωμο δέρμα – σαν καφές με γάλα. Η άλλη έδειχνε πιο βόρεια, με αυτά τα μαλλιά που δεν ξέρεις αν πρέπει να τα πεις ‘καστανά’ ή ‘ξανθά’, και με ελαφρώς ηλιοκαμένη επιδερμίδα – σαν γάλα με καφέ. Πάντως και οι δύο είχαν ζάχαρη. «Έχει και τα καλά του ο Καραθεοδωρής», παρατήρησα.

«Ο Καραθεοδωρή», με διόρθωσε ο Γιώργος. «Έτσι πάει: ο Καραθεοδωρή, του Καραθεοδωρή, τον Καραθεοδωρή. Δεν κλίνεται».

«Α, ναι; Κι εσύ πού το ξέρεις;»

«Τον γνώριζα προσωπικά. Το ’36 που ξαναήρθε στην Ελλάδα, είχαμε δουλέψει πολύ οι δυο μας».

«Και ήταν τόσο σπουδαίος όσο λένε;»

Ο Γιώργος με κοίταξε για μια στιγμή. Κατόπιν άνοιξε τη βαριά δερμάτινη τσάντα που κουβαλούσε πάντα μαζί, έψαξε λίγο και ανέσυρε από το υπέδαφός της ένα κιτρινισμένο χαρτί. «Κράτα το με ευλάβεια. Μη ρωτάς πού το βρήκα».

Ήταν ένα γράμμα σε πολυτελές επιστολόχαρτο. Έριξα μια ματιά στο κείμενο, όμως εκτός από τη χρονολογία πάνω δεξιά, 1916, δεν κατάλαβα τίποτα άλλο. «Τι μου το δίνεις; Δεν ξέρω Γερμανικά».

Μου έδειξε την υπογραφή στο τέλος και προσπάθησα, με πολλή δυσκολία, να αποκρυπτογραφήσω τους καλλιγραφικούς χαρακτήρες. «Έιν… και κάτι άλλο. Στέιν, μήπως;… Α, τώρα κατάλαβα».

«Κάτσε, δώσ’ το μου να σου διαβάσω». Ήταν φανερό ότι ο Γιώργος δεν ήθελε να μένει το γράμμα του Αϊνστάιν σε ξένα χέρια για πολλή ώρα. «Κοίτα εδώ», είπε και μου έδειξε μία παράγραφο γεμάτη απ’ αυτές τις γερμανικές λέξεις που είναι πιο μακριές κι από την Αδριατική Οδό. Αγαπητέ συνάδελφε, κύριε Καραθεοδωρή, βρίσκω θαυμάσιο τον υπολογισμό σας. Αν θέλετε να μπείτε στον κόπο να μου εκθέσετε επιπλέον και τους ισομορφικούς μετασχηματισμούς, θα βρείτε σε μένα έναν ευγνώμονα και ευσυνείδητο ακροατή. Αν επιπλέον λύσετε και το πρόβλημα των κλειστών γραμμών του χρόνου, θα γονατίσω μπροστά σας με σταυρωμένα χέρια. Πίσω από αυτή την εργασία κρύβεται κάτι αντάξιο του ιδρώτα των αρίστων.

«Μάλιστα», είπα. «Άκου να δεις. Καλό. Τελικά, το έλυσε το πρόβλημα των κλειστών γραμμών του χρόνου;»

Το γράμμα θάφτηκε γρήγορα στα έγκατα της δερμάτινης τσάντας. Όχι τόσο γρήγορα όμως ώστε να μην προλάβω να δω ένα άλλο γράμμα μέσα. Ήταν στα Ελληνικά, άρχιζε: Αγαπητέ Γιώργο, και τέλειωνε: Δικός σου, Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή.

«Πάντως», είπα τελικά για ν’ αρχίσουμε καινούργια κουβέντα, «πιστεύω ότι η ταινία θα πάει καλά. Ίσως να μη γίνει μεγάλη επιτυχία, όμως θα κάνει εντύπωση».

«Δε χρειάζεται», σχολίασε ο Γιώργος. «Να γίνει μεγάλη επιτυχία, εννοώ. Και τελικά, ναι, το έλυσε – το πρόβλημα των κλειστών γραμμών του χρόνου, εννοώ».


...............................................................

Μέσα στον ήχο των αιγαιοπελαγίτικων κυμάτων άκουγε και κάποιες μακρινές κραυγές από γλάρους ή άλλα θαλασσοπούλια. Κοίταξε πέρα προς τον ορίζοντα ψάχνοντας να βρει τις μαύρες τελείες τους, όμως γύρω της υπήρχε μόνο το αψεγάδιαστο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας. Τράβηξε τα χέρια της από τη στιλπνή μπάρα της κουπαστής κι έστρωσε τα μαλλιά της άλλη μία φορά. Μάταιος κόπος. Ο αέρας ήταν πιο δυνατός και είχε αποφασίσει να της χαλάσει το χτένισμα και την αξιοπρέπεια. Στραβομουτσούνιασε• η μυτούλα της σούφρωσε καθώς πάσχιζε να μαζέψει τις ξανθιές τούφες που έπεφταν στο πρόσωπό της, έμπαιναν στα μάτια της, μαστίγωναν τα μάγουλά της. Ένα θάμπωμα είχε μείνει στο μέταλλο της μπάρας, εκεί που γράπωναν πιο πριν τα δάχτυλά της, το οποίο έσβηνε σιγά-σιγά όπως οι αναστολές της. Αν την έβλεπε κάποιος και ήταν άντρας, θα χαιρόταν με το γοητευτικό τρόπο που η κοπέλα έγερνε πάνω στην κουπαστή, σαν θηλυκό κλειδί του σολ, θα απολάμβανε ένοχα το περίγραμμα του κορμιού της κάτω από το λεπτό φόρεμα, και θα χαμογελούσε με τις άκαρπες προσπάθειές της να στρώσει τα μαλλιά της. «Άστα, άστα ανακατωμένα» ακούστηκε ξαφνικά πίσω της• την έβλεπε κάποιος. Και ήταν άντρας.

«Α! Μεγαλειότατε... δε σας είχα καταλάβει». Το ξάφνιασμά της ήταν τόσο ειλικρινές και το επιφώνημά της τόσο γνήσιο, ώστε ήταν φανερό ότι τον είχε καταλάβει και προετοίμαζε από ώρα αυτή την εκδήλωση αυθεντικής έκπληξης.

«Μην τα μαζεύεις. Όσο είσαι νέα, άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα. Ατίθασα».

Μία μανιασμένη ριπή φύσηξε εκείνη τη στιγμή και την ξεχτένισε για τα καλά, σαν να ήθελε να τονίσει τα λόγια της βασιλικής αυθεντίας. Η κοπέλα σκίρτησε και παραδόθηκε στις ορέξεις του ανέμου, παίρνοντας απόφαση ότι δεν μπορεί να νικήσει τις αρσενικές δυνάμεις της ζωής. «Βοριάς;» ρώτησε.

«Νοτιάς» απάντησε ο βασιλιάς και ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της, «κοίτα». Έπιασε ανάλαφρα μερικές ξανθές τούφες που έπαιζαν μπροστά στο πρόσωπό της και γλίστρησε τα δάχτυλά του επάνω τους. «Ο βορράς είναι εκεί». Το χέρι του τεντώθηκε σιγά-σιγά, μόλις λίγα εκατοστά από το χορταστικό της στόμα, δείχνοντας προς τον ορίζοντα. «Εκεί είναι ο Πειραιάς».

«Η γειτονιά μου».

Ο βασιλιάς ήρθε και στάθηκε δίπλα της με όλο τον εξοπλισμό του. Ρολόι που κόστιζε όσο και το σπίτι της, χρυσή καρφίτσα που είχε τόσα καράτια όσα και τα χρόνια της, κουστούμι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του, όπως και η σχέση τους. Την κοίταξε κατάματα και τράβηξε πιστόλι: «Πολύ μίζερη περιοχή για μία τόσο όμορφη γυναίκα».

Ένα κύμα έσκασε πάνω στην κουπαστή τρομάζοντάς την. Ο άνεμος έβαλε στόχο το φόρεμά της και προσπάθησε να το αρπάξει, να το ρίξει στα νερά του Αιγαίου. Η μία τιράντα γλίστρησε, το κάθε τι επάνω της κυμάτιζε, όμως η κοπέλα δεν έδειχνε να το καταλαβαίνει και προσηλώθηκε σε κάποιο σημείο του ορίζοντα κοιτάζοντας κάτι πίσω απ’ αυτόν. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα.

«Μπορείς να σβήσεις το παρελθόν», της είπε ο βασιλιάς. «Μπορείς να γεννηθείς απ’ την αρχή. Τώρα. Και για πάντα». Δάχτυλα μπλέχτηκαν μέσα σε δάχτυλα.

Η κοπέλα στράφηκε και ήταν ολόκληρη ένα μεγάλο ερωτηματικό. Είδε τα μάτια του να μπαίνουν στα δικά της και να διαβάζουν το μυαλό της: έβλεπαν τα παιδικά χρόνια ενός κοριτσιού σε μία φτωχική συνοικία, έναν αδερφό ξενιτεμένο στην Αυστραλία, ένα κρεβάτι με την εικόνα του Χριστού στο προσκεφάλι, μαθήματα στενογραφίας σε μία σχολή κάπου στην Κυψέλη... «Όμως, πώς; Αυτό δε γίνεται», του είπε δακρύζοντας. «Ο καλός πρίγκιπας που σώζει τη Σταχτοπούτα... μόνο στα παραμύθια! Εδώ είναι η αληθινή ζωή. Τι δουλειά έχουν τα πλούτη με τη φτώχεια; Τι δουλειά έχει το Τατόι με τα Χαμίνια; – ουπς! Με τα Καμίνια! Να, μωρέ, με τα Καμίνια ήθελα να πω... Καμίνια, Καμίνια, Καμίνια! Τι δουλειά έχει το Τατόι με τα Καμίνια; Το κατώι με τα λουστρίνια; Το ρολόι με τα λυθρίνια;»

«Το σκυλολόι με τα μπουρίνια!» φώναξε ενθουσιασμένος ένας κάμεραμαν.

«Εμ, με τέτοια τρικυμία θα πνιγεί κι ο καραβόσκυλος!» είπε η κοπέλα και τράνταξε τα σκηνικά της κουπαστής, κάτι που ήξερε καλά ότι δεν έπρεπε να κάνει.

«Το σόι με τα πατίνια, ίσως;» πρότεινε ο βασιλιάς.

«Αν τα ‘χε αυτά η γιαγιά μου...!» έκανε η κοπέλα μ’ ένα σοβαρό ύφος και όλοι έβαλαν τα γέλια. Ακόμα κι εγώ.

«Πολύ ωραίο, παιδιά» είπα, «υπέροχο. Φτου κι απ’ την αρχή πάλι, μου φαίνεται πως δε θα την τελειώσουμε ποτέ τη σκηνή. Και σχεδόν είχαμε ολοκληρώσει – το Τατόι με τα Καμίνια, σ’ αγαπώ, φιλί, αγκαλιά, τέλος».

«Φιλί, αγκαλιά, τέλος!». Η Αλίκη κατέβηκε, χώθηκε ανάμεσα στους τεχνικούς και ξεκίνησε μία καινούργια παράσταση. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω της χειροκροτώντας και σιγοντάροντας, στέλνοντάς μου ένα ξεκάθαρο μήνυμα: διάλειμμα για φαγητό. Έκανα μία απόπειρα ακόμα, είπα στο βασιλιά να συμμαζέψει την Αλίκη και να ανεβούν επάνω στα σκηνικά, όμως μου απάντησε ότι είμαι επίορκος και ότι ποτέ δε θα το κάνει. Οι ανεμιστήρες σταμάτησαν, οι ηχογραφημένοι γλάροι σώπασαν, και σιγά σιγά το καστ αναχώρησε για μπύρες και σάντουιτς. Κάποιος ήταν στημένος στην πόρτα και με περίμενε.

«Το ‘κανε πάλι το θαύμα της η Αλίκη;» ρώτησε ο Γιώργος.

«Τη μισώ αυτήν τη γυναίκα! Πού θα μου πάει όμως, θα την εκδικηθώ. Σκέφτομαι μία καινούργια ταινία μ’ αυτήν. Στη σκηνή της κορύφωσης δε θα ‘χει ούτε φιλί ούτε αγκαλιά. Θα τη βάζω να τρώει ένα ξεγυρισμένο χαστούκι. Μάλιστα! Και θα τους αναγκάσω να γυρίσουν ξανά και ξανά τη σκηνή: Αχ, δεν πέτυχε, βρε παιδιά, πολύ ψεύτικο μοιάζει, πάμε πάλι... Θα είναι το άλφα και το ωμέγα της σφαλιάρας, θα κοκκινίσει το–»

«Για έλα λίγο εδώ». Βγήκαμε στο διάδρομο, περπατήσαμε και βρήκαμε μία αποθηκούλα. «Θέλω να σου πω κάτι». Μπήκαμε, ανοίξαμε δρόμο μέσα από χαρτόκουτα, βαμμένες σανίδες και καλώδια, φτάσαμε σε δύο ψάθινες καρέκλες και καθίσαμε, αφού πρώτα κατεβάσαμε τις περούκες, τα φορέματα, τις στρατιωτικές στολές και το κομμένο κεφάλι Άρη Βελουχιώτη που είχαν επάνω. «Ξέρεις γιατί έγραψα αυτό το σενάριο;»

Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχα την παραμικρότερη ιδέα και του το είπα με το ύφος μου.

«Είναι ένας φόρος τιμής, αν και σκόπιμα τραβάω την προσοχή αλλού, δεν εμφανίζω τον πραγματικό πρωταγωνιστή. Όχι τίποτ’ άλλο, όμως με κατηγόρησες ότι δεν πιστεύω στο μικρό άνθρωπο. Δεν είναι έτσι. Έχω γνωρίσει κάποτε έναν μικρό άνθρωπο που ξεπέρασε τον εαυτό του. Έκανε τη μεγαλύτερη θυσία που μπορεί να κάνει ένας ήρωας».

«Σκοτώθηκε για την πατρίδα; Για την οικογένειά του; Για–»

Ο Γιώργος με έκοψε με ένα χαμόγελο. «Όχι, εννοώ μία ακόμα μεγαλύτερη θυσία». Πήγα να μιλήσω όμως με σταμάτησε πάλι: «Άκου, θέλω να σου διηγηθώ μία ιστορία που τυχαίνει να ξέρω μόνο εγώ. Ήμουν Διευθυντής Ξένου Τύπου τότε, μέσ’ στα πράγματα, είδα κι έμαθα πολλά».

«Πότε;»

«Τότε που η Ελλάδα παίχτηκε σε μια ζαριά».

Έγειρα πίσω, σταύρωσα τα πόδια και έπλεξα τα χέρια μου επάνω στην κοιλιά, όπως κάνω πάντα όταν μου λένε κάτι ενδιαφέρον.


...............................................................................

Μόνο τα τριζόνια, σαν άρρυθμα ρολόγια, ακούγονταν στην ερημιά της Κηφισιάς εκείνη τη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1940. Αν κάποιος ερχόταν από τη λεωφόρο, όπως αυτή η γυαλιστερή Μερσεντές για παράδειγμα, δε θα έβλεπε ούτε ψυχή στις άδειες αυλές, στα χωμάτινα πεζοδρόμια, στα παράθυρα των κοιμισμένων σπιτιών. Κι αν κατόπιν έστριβε σε κάποια πάροδο, όπως έκανε η Μερσεντές, τότε θα βυθιζόταν στην απόλυτη ησυχία, στην απόλυτη ακινησία. Θα χάνονταν και τα λίγα ηλεκτρικά φώτα της περιοχής, γκρίζα φαντάσματα θα γίνονταν οι μαντρότοιχοι, τα κυπαρίσσια, οι συρμάτινοι φράχτες, και θα έπρεπε να είχε κάποιος τα μάτια μιας γάτας για να βρει το δρόμο του στο σκοτάδι. Ή τους δυνατούς προβολείς της Μερσεντές. Το σπιτάκι με την απλή καγκελόπορτα δεν ξεχώριζε σε τίποτα από τα άλλα, μόνο ο φρουρός που πετάχτηκε στη θέα του αυτοκινήτου φανέρωνε ότι ο ένοικος μέσα δεν ήταν άλλος από τον Κυβερνήτη του Βασιλείου της Ελλάδος, δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Ένας σκύλος άρχισε να γαβγίζει κάπου μακριά όταν οι τρεις άντρες κατέβηκαν από το αυτοκίνητο, λες και ήξερε ότι απόψε θα άλλαζε ο κόσμος.

Ο ένας άντρας ήταν μεταφραστής και αγχωμένος. Φαινόταν ότι δεν του άρεσε καθόλου που βγήκε μπροστά και παρακάλεσε επίμονα το φρουρό να ξυπνήσει την Αυτού Εξοχότητα, κανονικά θα παρέμενε στη φυσική του θέση, ένα βήμα πίσω από όλους. Ο δεύτερος άντρας έπαιζε το ρόλο του σκιάχτρου• σκούρα στρατιωτική στολή, βλέμμα ακόμα πιο σκούρο και ακόμα πιο στρατιωτικό, ξίφος περασμένο στη ζώνη και ύφος που δε σήκωνε αστεία. Ο φρουρός ανησύχησε, όμως τελικά χτύπησε και ξαναχτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας, μην τολμώντας να σταματήσει τον Ιταλό Πρέσβη. Τον τρίτο άντρα.

«Ας περάσουν, είναι εντάξει» είπε το αγουροξυπνημένο κεφάλι του Μεταξά που ξεπρόβαλλε σε λίγο από μία πλαϊνή πόρτα υπηρεσίας. Οι άντρες πέρασαν από το χωμάτινο δρομάκι της αυλής, μπήκαν στο σπίτι και κάθισαν στο σαλόνι, όμως τίποτα δεν ήταν εντάξει. Ούτε η τσαλακωμένη ρόμπα που είχε ρίξει βιαστικά επάνω του ο Μεταξάς για να καλύψει ένα μάλλον φτηνό βαμβακερό νυχτικό, ούτε το πρόχειρο τσάι που σερβιρίστηκε εσπευσμένα για να κρατηθούν τα προσχήματα, ούτε η ώρα που ήταν 03:10 ενώ το κείμενο έπρεπε να είχε παραδοθεί δέκα λεπτά πιο πριν• ο Ντούτσε είχε διατάξει να δώσουν στους Έλληνες τρεις γεμάτες ώρες για να αποφασίσουν, προτού τα ιταλικά στρατεύματα κινηθούν στα σύνορα: Όθεν η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν το δικαίωμα να καταλάβη δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους, διάβασε ο Μεταξάς. Έβγαλε τα γυαλιά του, έτριψε τα μάτια του και τα ξαναφόρεσε, όμως το κείμενο παρέμεινε το ίδιο. «Οπότε, λοιπόν, έχομεν πόλεμον» είπε τελικά. Ο μεταφραστής εξήγησε τα λόγια του.

Ο Πρέσβης έσκυψε λίγο προς το μέρος του και είπε κάτι στα ιταλικά. «Όχι απαραιτήτως» ήρθε αμέσως η μετάφραση.

«Non, c'est necessaire». Αυτό το κατάλαβαν όλοι. «Vous etes le plus forts...». Το τσάι κρύωνε σιγά-σιγά ανέγγιχτο στις κούπες• ο μόνος από τους τέσσερις άντρες που φαινόταν να απολαμβάνει την όλη κατάσταση ήταν ο στρατιωτικός.

Ο Πρέσβης έκανε μία ακόμα προσπάθεια και μίλησε στη γλώσσα του, αυτήν τη γλώσσα που έμοιαζε φτιαγμένη για καλαμπούρια και καντάδες, όχι για τελεσίγραφα. «Σας ζητώ, με όλον τον σεβασμόν, να το σκεφθείτε πάλι. Μην πάρετε την απόφασιν τόσο–», εδώ ο μεταφραστής κόμπιασε και σχημάτισε μία-μία τις συλλαβές, «–παρορμητικώς».

Είδαν τον Κυβερνήτη της Ελλάδος να σηκώνεται κουρασμένα και να πηγαίνει προς την πόρτα του σαλονιού. Είπε κάτι χωρίς να τους κοιτάξει, την άνοιξε και βγήκε έξω. «Επιτρέψετέ μου», εξήγησε ο μεταφραστής.

Ο Μεταξάς έκλεισε πίσω του την πόρτα και περπάτησε σ’ ένα μικρό χωλ, το οποίο ίσα-ίσα χωρούσε μία εταζέρα με καθρέφτη, ένα σκαμνάκι, ένα σκαλιστό εκκρεμές με κούκο και μία τηλεφωνική συσκευή στερεωμένη στον τοίχο. Άναψε τη λάμπα πετρελαίου επάνω στην εταζέρα, έβαλε το ακουστικό στο αυτί του και σχημάτισε έναν αριθμό. Το τηλέφωνο χτύπησε και ξαναχτύπησε κάπου στο άπειρο. Μετά από πολλή ώρα, το σήκωσε κάποια κουρασμένη φωνή: «Ναι;... Ποιος είναι;»

«Εγώ. Ήρθεν η στιγμή. Όπως ακριβώς εφοβούμεθα», είπε ο Μεταξάς.

Ο άλλος ξεφύσησε και μετά έμεινε σιωπηλός. «Πότε;» ρώτησε τελικά.

«Σε τρεις ώρες – ούτε καν σε τρεις. Τους έχω εδώ, μόλις μου επαρέδωσαν το τελεσίγραφον».

Παύση. Μέσα στην ησυχία, το τικ-τακ του εκκρεμούς ακουγόταν τραγικό σαν την εισαγωγή από την Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν. «Ο Θεός βοηθός...»

«Θα αντισταθώμεν!» απάντησε αποφασιστικά ο Μεταξάς. «Έχουμε οχυρώσει την Βόρειον Ελλάδα, ο λαός θα σπεύσει να ενισχύσει το στράτευμα, η αθλιότης των Ιταλών θα αποκρουσθεί και ο Ντούτσε των θα λάβει μίαν δυσάρεστον έκπληξιν!»

«Μάλιστα, Εξοχώτατε».

«Το πολύ-πολύ να επιτύχουν μερικές αρχικές νίκες. Κατόπιν ο ρους του ποταμού θα αντιστραφεί και θα τους πετάξομεν εις τα βουνά της Αλβανίας».

«Συμφωνώ απολύτως, Εξοχώτατε. Και πόσο λέτε ότι θα περιμένει η 12η Στρατιά του φον Λιστ μέχρι να επέμβει; Ένα μήνα; Δύο μήνες; Τρεις;»

Έγινε η σιωπή του σκακιστή που δε βλέπει καμία διέξοδο για να αποφύγει το ματ. «ΟΧΙ!» φώναξε τελικά ο Μεταξάς, θέλοντας σκόπιμα να ακουστεί και στο διπλανό δωμάτιο, «ακόμα κι έτσι. Διότι υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει να πολεμήσει. Έστω και χωρίς ελπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει. Και όλοι θα λένε μετά: ήρως ως Έλλην!»

«...εσείς ξέρετε...»

«Δηλαδή, κύριε Σεφεριάδη, πιστεύετε ότι πρέπει να προδώσομεν ιδεώδη αιώνων;»

Ο συνομιλητής του Μεταξά αναστέναξε. «Τι να πω, Εξοχώτατε... Πάντως, η χώρα θα περάσει μαύρα χρόνια υπό γερμανική κατοχή».

«Προσωρινώς. Ο Άξων θα νικηθεί, κατά πάσα πιθανότητα».

«Κατά πάσα πιθανότητα. Αλλά ποιος ξέρει με τι κόστος... Θέλω να πω, υπάρχει ο κίνδυνος να νικηθεί η Σβάστικα και να θεριέψει το Σφυροδρέπανο. Και συντόμως ο Φύρερ θα επιτεθεί ανατολικώς. Ίσως οι μεραρχίες που θα κρατήσει απησχολημένες στα Βαλκάνια να είναι αυτές που θα του στερήσουν τη Μόσχα. Δεν αποκλείεται καθόλου. Όταν ο Ερυθρός Στρατός αντεπιτεθεί, οι συνέπειες θα είναι...;»

«Φοβερές», ψιθύρισε ο Μεταξάς.

«Απ’ όπου περάσει, δεν πρόκειται να φύγει. Και ποιος ξέρει τι θα γίνει στη δική μας χώρα, ακόμα κι αν γλιτώσουμε τον ερυθρό ζυγό...»

«Όμως ο ηγέτης έχει καθήκον να πράττει το σωστό με οποιοδήποτε κόστος, έτσι δεν είναι;» ρώτησε περισσότερο τον εαυτό του παρά το συνομιλητή του ο Μεταξάς, πασχίζοντας να ξεδιαλύνει το νόημα των λέξεων. Καθήκον! Αυτό το ήξερε καλά από τα χρόνια της φοίτησής του στη Γερμανική Στρατιωτική Ακαδημία, τότε που ‘Ουδέν Πρόβλημα Άλυτον Δια Τον Ιωάννην Μεταξάν’ υπήρχε. Κόστος! Κι αυτό το είχε μάθει στη ζωή του, περισσότερο απ’ όσο θα ήθελε. Οι αριθμοί πέρασαν μπροστά από τα μάτια του, 1897, 1915, 1922... Ήξερε τι κόστος έχει το κόστος. Ηγέτης! (Σιγά τον ηγέτη! σάρκασε ενδόμυχα). Πού χαράζει τώρα τη χρυσή τομή ο Ηγέτης ανάμεσα στο Καθήκον και το Κόστος;

«Ακούστε, κύριε Σεφεριάδη, εσείς τον εγνωρίζατε καλά», είπε χαμηλόφωνα ο Ηγέτης των εκατόν πενήντα οκτώ εκατοστών ύψους. «Με είχατε διαβεβαιώσει ότι είναι αλήθεια, ότι αυτή η συσκευή όπου εκατασκεύασε μπορεί να ταξιδεύσει εις τον χρόνον, έτσι δεν είναι;»

«Για τον Καραθεοδωρή μιλάτε, Εξοχώτατε; Την έχω ακόμα τη συσκευή του, εδώ στην αποθήκη. Όμως δεν ξέρω αν λειτουργεί».

«Μπορεί κάποιος να λάβει γνώσιν του μέλλοντος μ’ αυτήν;»

«Θεωρητικώς, ναι. Θα μπορούσε να δει σκόρπιες εικόνες από κάποιο πιθανό μέλλον - έτσι μου ‘χε πει αυτός. Οι κλειστές γραμμές του χρόνου διακλαδίζονται σε κάποια κομβικά σημεία και δημιουργούν πολλά πιθανά μέλλοντα».

«Σας ζητώ να το κάμετε τώρα. Να την βάλετε εις λειτουργίαν και να μου αναφέρετε ό,τι δείτε για τη χώρα μας μετά το πέρας του καταραμένου πολέμου που θα προκύψει εάν απορρίψομεν το άθλιον τελεσίγραφον».

Το τηλέφωνο δίστασε για μία στιγμή. «Αν το θέλετε…». Δίστασε ακόμα μια φορά. «Όμως συγκρατήστε τις ελπίδες σας, δεν τόλμησα να το κάμνω αυτό ως τώρα. Ίσως και να μη γίνει τίποτα».

«Σας περιμένω. Όσο χρειασθεί».

Ένας ελαφρύς γδούπος ακούστηκε, η άλλη άκρη του τηλεφώνου ακούμπησε σε κάτι μαλακό. Μετά ησυχία• οι χτύποι του εκκρεμούς κρατούσαν το ρυθμό της, έναν ρυθμό που έμοιαζε να γίνεται όλο και πιο αργός. Υπήρχαν τόσα πολλά τικ και τακ μέσα σ’ εκείνο το ρολόι!… Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε είχε αρχή, μέση και τέλος, κάθε λεπτό διαρκούσε ώρες. Το μόνο που σκεφτόταν ο Μεταξάς ήταν ότι, αν κάπνιζε, τώρα θα έκανε οπωσδήποτε τσιγάρο.

Μετά από αιώνες αναμονής που κράτησαν λίγα λεπτά, ο Κυβερνήτης της Ελλάδος άκουσε βήματα από την άλλη άκρη του τηλεφώνου, και αμέσως μετά μία λαχανιασμένη ανάσα. «Λοιπόν; Εντάξει; Πείτε μου, πείτε μου!».

«Ε… εντάξει», είπε η ανάσα. «Νομίζω, τουλάχιστον. Αν και η συσκευή σταμάτησε ξαφνικά, μάλλον δε θα ξαναλειτουργήσει. Πάντως πρόλαβα και–»

«Τι είδατε; Πείτε μου».

Η ανάσα πήρε μια ανάσα και άρχισε να ψιθυρίζει: «Είδα φτώχεια, μεγάλη φτώχεια… Οι άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους από την πείνα, τους μαζεύαν με τα κάρα και τους έριχναν σε πρόχειρα σκαμμένους λάκκους… Είδα έναν φριχτό εμφύλιο… Αδερφό να σκοτώνει αδερφό, τους κομμουνιστές επάνω στα βουνά της Πίνδου με το στρατό τους… Οπλοφόρους μέσα στην Αθήνα… Μετά είδα χωροφύλακες, παντού… Ήταν περισσότεροι απ’ τους πολίτες… Οι κομμουνιστές είχαν νικηθεί και δρούσαν υπόγεια… Είδα πορείες και επεισόδια μέσα στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη… Συνέχεια πορείες, ατέλειωτες… Και το Παλάτι να προσπαθεί συνεχώς να κατευθύνει τα πάντα… Είδα τραμπούκους και αποβράσματα του Παλατιού να κατασκοπεύουν βουλευτές… Ξυλοδαρμούς, ακόμα και δολοφονίες… Έναν νεαρό βασιλιά, με πολύ λίγο μυαλό στο κεφάλι, να συνωμοτεί εναντίον της Κυβέρνησης… Είδα τις πλεκτάνες μέσα στις Ένοπλες Δυνάμεις… Κομμουνιστές αξιωματικοί, βασιλικοί αξιωματικοί, ο καθένας να σκάβει το λάκκο του άλλου… Μετά είδα τις Κυβερνήσεις να πέφτουν συνεχώς, τον κόσμο να είναι μόνιμα στους δρόμους… Κάποιοι συνταγματάρχες έκαναν πραξικόπημα… Είδα τα τεθωρακισμένα στην Πλατεία Συντάγματος… Στα Ανάκτορα… Τους συνταγματάρχες να ζητάνε από το νεαρό βασιλιά να αναγνωρίσει το πραξικόπημα…»

«Και μετά;» ρώτησε ο Μεταξάς.

«Μετά δεν ξέρω, εκεί ακριβώς έπαυσε η συσκευή. Αυτά είχα να σας πω».

Ο ένας από τους δύο συνομιλητές αναστέναξε, όμως κανείς δεν κατάλαβε ποιος. Το τικ με το τακ ξαναενώθηκαν στο εκκρεμές, εκμηδένισαν το διάστημα ανάμεσά τους και άρχισαν να τρέχουν γοργά. Λες και πάσχιζαν να φτάσουν στη στιγμή της μεγάλης απόφασης. «Θα αναφέρεστε σε όλα τα βιβλία Ιστορίας του μέλλοντος, Εξοχώτατε» είπε ο αόρατος συνομιλητής ανησυχώντας για τη σιωπή. «Όχι ως ο θεμελιωτής του Αστικού Κώδικος, αλλά ως ο ήρως Μεταξάς».

«Ο ήρως Μεταξάς», επανέλαβε ο ίδιος. «Ενώ άλλως...» συνέχισε, θέλοντας να αποφύγει το συμπέρασμα.

«Άλλως θα είστε ένας κατάπτυστος προδότης. Ένας δειλός. Που το μόνο όπου προσέφερε στο έθνος ήτο ο Αστικός του Κώδιξ».

Ο καμπανιστός ήχος πορσελάνης ακούστηκε πίσω από την κλειστή πόρτα. Κάποιος είχε ρίξει ζάχαρη στο τσάι και ανακάτευε με το κουταλάκι. Κάποιος καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα και δεν άντεχε να περιμένει. «Και θα πρέπει για ένα ίσως, για ένα πουκάμισο αδειανό, να θυσιάσω το όνομά μου; Ο Αστικός Κώδιξ θα σώσει τη βουλιαγμένη μου υπόληψη;»

«Σίγουρα όχι. Βουλιάζει κανείς όταν σηκώνει τις μεγάλες πέτρες... Δεν ξέρω, ίσως υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες κάποιος οφείλει να θυσιαστεί. Έστω και χωρίς την παρηγοριά της μελλοντικής δόξας. Μόνον διότι πρέπει. Αλλά και πάλι, τι να σας πω...». Μία γυναικεία φωνή μουρμούρισε νυσταγμένα από την άλλη άκρη της γραμμής, «έλα κοιμήσου, κοιμήσου, δεν είναι τίποτα» είπε ψέματα ο συνομιλητής του Μεταξά και ξαναγύρισε στο τηλέφωνο: «Βρίσκεστε στο κομβικό σημείο του χρόνου, Εξοχώτατε. Με μία σας λέξη αλλάζει ο κόσμος. Και δεν ξέρω αν θα γίνει καλύτερος ή χειρότερος, δεν ξέρω... Ό,τι σας φωτίσει ο Θεός».

Ο Μεταξάς έκλεισε το τηλέφωνο νιώθοντας ακόμα μεγαλύτερη απόγνωση απ’ ό,τι προηγουμένως. Μία ήπια ιταλική επικυριαρχία, επαίσχυντη όμως και επονείδιστη. Μία εκδικητική γερμανική κατοχή που θα ισοπεδώσει τη χώρα, αφήνοντάς την όμως με την ικανοποίηση της ηθικής νίκης – δηλαδή, της ήττας. Και ο ίδιος; Που μετρούσε ο ίδιος σε όλα αυτά; Προχώρησε και στάθηκε λίγο μπροστά στον καθρέφτη της εταζέρας. Τόσο μα τόσο κοντός!... Και άχαρος, ακοινώνητος, ασήμαντος. Ανύπαρκτος στις κοινωνικές συνευρέσεις, σαν το μηδέν στον κόσμο των αριθμών, καταραμένος εκ γενετής να είναι μόνιμα ένα άλφα στερητικό. Αν ήξερε τουλάχιστον ότι η Ιστορία θα τον επισκεπτόταν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, θα φορούσε το καλό του κουστούμι και θα χτένιζε τα μαλλιά του. Θα παρουσιαζόταν ξυρισμένος και ευπρεπής, κατά πώς πρέπει. Και τώρα που τα λεπτά περνούσαν, τώρα που πλησίαζε η έκτη πρωινή, τώρα που οι ιταλικές μεραρχίες ήταν συγκεντρωμένες λίγα μίλια έξω από την Καστοριά, τώρα πώς να ανταποκριθεί στο πεπρωμένο με μόνα εφόδια την άθλια ρόμπα και τις παντόφλες του; Ήρως με παντόφλες, πού ακούστηκε; Προχώρησε στην πόρτα του σαλονιού, την άνοιξε και κοίταξε τους τρεις άντρες που τον κοίταξαν κι αυτοί.

«Κύριοι», ανακοίνωσε στα γαλλικά για να μη χρειαστεί μετάφραση, «έλαβα την απόφασίν μου».


Διάγγελμα Ιωάννου Μεταξά

Αθήνα, 28 Οκτωβρίου 1940

Η στιγμή επέστη που θα επιλέξομεν στρατόπεδον δια την ακεραιότητα της Ελλάδος. Η Ιταλία πάραυτα μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν την άδειαν προς ελευθέρα διέλευση τμημάτων του στρατού της. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ το αίτημα αυτό δίκαιον και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται αξιοπρεπή και πολιτισμένον. Όλον το Έθνος ας διευκολύνει σύσσωμον τις κινήσεις των ιταλών συμμάχων ημών. Αναλογιστείτε την Πατρίδα, τας γυναίκας και τα παιδιά σας.


Νυν υπέρ πάντων ο ιταλικός αγών.

Παραπονεμένα Λόγια

Στης μιζέριας τα θρανία
Και στη μικροπρέπεια
Μάθαμε να ξεπουλάμε
Την αξιοπρέπεια.

Παραπονεμένα λόγια
Έχουν τα τραγούδια μας

Γιατί είμαστε ραγιάδες
Μέσα από την κούνια μας.

Πάντα φταίνε κάποιοι άλλοι
Τύραννοι δικτάτορες
Εμείς είμαστε αθώοι
Καρπαζοεισπράκτορες

Παραπονεμένα λόγια κ.λπ.


Το σεργιάνι μας στον κόσμο
Ήταν πέντε μέτρα γης
Έτσι ήμασταν φτιαγμένοι:
Θύματα εκ γενετής.

Σιχαίνομαι την κλάψα σε κάθε της έκφραση. Τα θύματα, τους επαγγελματίες μάρτυρες, την αυτολύπηση, τα τραγούδια του Καζαντζίδη, τις γυναίκες που κλαίνε.