Το Μετασυμφιλιωτικό Σεξ

Μερικές σκόρπιες σκέψεις γύρω από το θέμα της βίας:

Είναι ο άνθρωπος επιθετικό ον από τη φύση του; «Η απάντηση είναι ναι», υποστηρίζει ο E. O. Wilson στο κεφάλαιο 5 του On Human Nature, ένα γνωστό βιβλίο κοινωνιοβιολογίας / εξελικτικής βιολογίας, που βραβεύτηκε και με Πούλιτζερ. Με τα δικά του λόγια: «Ο άνθρωπος είναι ισχυρά προδιατεθειμένος να ανταποκρίνεται με ασύμμετρο μίσος στις εξωτερικές απειλές και να κλιμακώνει την εχθρότητά του ώστε να καταβάλει την πηγή της απειλής με μεγάλο περιθώριο ασφάλειας». Κατόπιν «εξηγεί» ότι η επιθετικότητα υπήρξε ενδημική σε κάθε κοινωνία της ιστορίας και της προϊστορίας• ότι ακόμα και οι σύγχρονες κοινωνίες που δείχνουν να είναι ειρηνικές, το ποσοστό τους είναι «μικροσκοπικό» (tiny). Αναφέρει φυσικά και τους Yanomamo, μη χάσει, τις διαβόητες «έρευνες» του Napoleon Chagnon. Με λίγα λόγια: ο άνθρωπος είναι κακός «από τη φύση του», καθότι η επιθετικότητα είναι έμφυτη, γενετική και αναπόφευκτη.

Όμως στο φινάλε, καταλήγει ο Wilson, ο άνθρωπος μπορεί να κυριαρχήσει στην επιθετική του φύση με έλλογο τρόπο και να δημιουργήσει ένα ανθεκτικό θεμέλιο για την παγκόσμια ειρήνη• οι διπλωμάτες, πολιτικοί, επιστήμονες, οι μεγάλοι συγγραφείς, οι πετυχημένοι επιχειρηματίες κ.λπ. κάθε χώρας μπορούν να πυκνώσουν τους δεσμούς με άλλες χώρες, να δημιουργήσουν αμοιβαίες αφοσιώσεις, ώστε οι μελλοντικοί πληθυσμοί να μη βλέπουν ο ένας τον άλλον ως ξένο κ.λπ. κ.λπ. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Όλο αυτό ονομάζεται «επιστήμη».

Έχω διαβάσει αρκετές τέτοιες ρεπουμπλικανόψυχες αφηγήσεις σε παρόμοιο μοτίβο, ότι ο άνθρωπος είναι επιθετικός και βίαιος «από τη φύση του», αποδείξεις: χιμπατζήδες, Yanomamo (δηλ. οι «έρευνες» του Chagnon), κάθε κοινωνία επιδίδεται σε βία, δεν υπάρχουν ειρηνικές κοινωνίες, εξελιχθήκαμε περίπου σε συνθήκες Μόρντορ οπότε γίναμε κάτι σαν ορκ κ.λπ.

Είναι όμως έτσι;

Έχω πολλά προβλήματα με τέτοια κείμενα. Πρώτο και καλύτερο ότι, σε πείσμα του Wilson, φαίνεται να υπάρχουν ειρηνικές κοινωνίες, και το ποσοστό τους δεν είμαι σίγουρος ότι είναι «μικροσκοπικό»!

Το δεύτερο πρόβλημα που έχω είναι ένα περίεργο φαινόμενο: οι ειδικοί δεν μπορούν να συμφωνήσουν εύκολα ούτε για το ποιες είναι οι ειρηνικές κοινωνίες ούτε καν για το τι θεωρείται «ειρηνική κοινωνία». Όχι μόνο αυτό, αλλά πεισμώνουν να αποδείξουν την ατζέντα τους με αντιεπιστημονικό τρόπο – παίζοντας με τις λέξεις, κάνοντας greek statistics με τους αριθμούς, κρύβοντας τις λίστες Λαγκάρντ και παραβλέποντας τα στοιχεία που τους χαλάνε την ερμηνεία. Κάτι παίζει εδώ, το ζήτημα δεν είναι καθαρά επιστημονικό, μοιάζει ότι είναι και ιδεολογικό...

Είναι γεγονός: σε κάποιους ανθρώπους δεν αρέσει καθόλου η επίγνωση ότι υπάρχουν κοινωνίες στις οποίες λέξεις όπως «φόνος», «βασανιστήρια», «βιασμός», «ξυλοδαρμός» κ.λπ. είναι, αν όχι εντελώς άγνωστες, τουλάχιστον κάτι σαν μακρινοί θρύλοι, απόηχοι του παρελθόντος, ή εξαιρετικά γεγονότα που συμβαίνουν στη χάση και στη φέξη. Δεν τους αρέσει το γεγονός ότι υπάρχουν κοινωνίες στις οποίες τα παιδιά δεν αναθρέφονται με ξύλο, οι διαφορές δεν τακτοποιούνται με μαχαίρια, και οι συζυγικοί καβγάδες δεν λύνονται με βρισιές και χαστούκια. Ως εκ τούτου, κάνουν ό,τι μπορούν για να εξαφανίσουν ταχυδακτυλουργικά αυτές τις κοινωνίες, να μπορούν μετά να λένε ότι ο άνθρωπος είναι βίαιος «από τη φύση του».

Ας αναφέρω ένα παράδειγμα μιας τέτοιας κοινωνίας, από τις σχετικά άγνωστες: οι Paliyan της νότιας Ινδίας. Κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, που για αιώνες έκαναν ημινομαδική ζωή κι έμαθαν να επιβιώνουν στις ζούγκλες των βουνών. Σήμερα κάποιοι από αυτούς έχουν εγκατασταθεί σε χωριά, ενώ οι περισσότεροι συνεχίζουν την παραδοσιακή ζωή τους. Αναφορές για την ειρηνικότητα των Paliyan υπάρχουν ήδη από τον 19ο αιώνα, ότι πρόκειται για εξαιρετικά μη-βίαιη κοινωνία, τόσο εσωτερικά όσο και προς τους γειτονικούς πληθυσμούς. Το άλλο αξιοσημείωτο σ’ αυτούς είναι η κοινωνική δομή τους, η οποία είναι πολύ χαλαρή, χωρίς ιεραρχίες, χωρίς κάτι το ισοδύναμο της αστυνομίας ή του μεγάλου σοφού ηγέτη να επιδιαιτητεύει στις διενέξεις• ουσιαστικά, πρόκειται για μια κοινωνία εξαιρετικής ισότητας, που δεν κάνει διακρίσεις φύλου, τάξης ή ηλικίας: όλοι είναι ανώτερη τάξη (ακόμα και η κατώτερη τάξη), όλοι είναι ενήλικες (ακόμα και τα παιδιά), όλοι είναι άντρες (ακόμα και οι γυναίκες). Ο Peter M. Gardner από το πανεπιστήμιο του Μισούρι είναι ο ανθρωπολόγος που ασχολήθηκε ειδικά με αυτούς (μπορείτε να διαβάσετε εδώ ένα σχετικό άρθρο του) και αναφέρει διάφορες νόρμες που έχουν αναπτύξει ώστε να μην κλιμακώνονται οι διενέξεις σε βία – π.χ. σεβασμός προς όλους, ακόμα και προς τα μικρά παιδιά (effective anarchy το ονομάζει ο Gardner), ή αποφυγή και απομόνωση του θυμωμένου μέχρι να ηρεμήσει. Ίσως κάποτε να αποφύγατε την αντιπαράθεση με κάποιον εξοργισμένο και να αναρωτηθήκατε κατόπιν αν αυτό που κάνατε ήταν δειλία ή σοφία• λοιπόν, χωρίς να έχω τη σίγουρη απάντηση, μπορώ τουλάχιστον να επισημάνω ότι το ίδιο κάνουν και οι Paliyan.

Κι άλλες τέτοιες κοινωνίες υπάρχουν στις οποίες, με βάση τις συσσωρευμένες εθνογραφίες και τις αξιόπιστες αναφορές, η βία φαίνεται να είναι εξαιρετικά σπάνια ή και ανύπαρκτη – π.χ. οι Mardu/Martu της Αυστραλίας, κάποιες φυλές Hopi στην Αριζόνα, οι Ifaluk στον Ειρηνικό, οι Lepcha στα Ιμαλάια, οι Sami του Αρκτικού κύκλου στη σημερινή Σουηδία, Φινλανδία, Νορβηγία και Ρωσία (“they are a small, non-violent people”) κ.α. Πόσες είναι αυτές οι κοινωνίες; Ποιος ξέρει (μόνο ο E. O. Wilson, φυσικά). Πάντως, ο Douglas Fry (The Human Potential for Peace), μετά από συστηματική και μακροχρόνια μελέτη σε ένα βουνό από εθνογραφίες και μαρτυρίες, μάζεψε τεκμήρια για περίπου 60-70 τέτοιες κοινωνίες όπου διαβάζεις και λες: «εκεί θα πάω να ζήσω». Η κάθε μια έχει βρει τους δικούς της τρόπους να καλλιεργεί συστηματικά την ανθρωπιά και την αποφυγή της βίας – π.χ. κάποιες προάγουν ως κοινωνική αξία το χιούμορ, τον σεβασμό προς τον άλλον, ή απαξιώνουν τον τσαμπουκά και τις προσβολές, ή δίνουν μεγάλη σημασία στην ανατροφή των παιδιών, ή αποφεύγουν το αλκοόλ κ.α. Δεν υπάρχει κάποιος εύκολος οικουμενικός κανόνας.

Θα μπορούσε όμως εδώ κάποιος να παρατηρήσει: όσες κι αν είναι αυτές οι κοινωνίες ανθρωπιάς, ο συνολικός πληθυσμός τους αποκλείεται να αθροίζεται σε κάτι περισσότερο από ένα ελάχιστο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού• όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον οι περισσότερες ζούνε στις παρυφές του πολιτισμού, μακριά από την επιρροή της κυβέρνησης, της αστυνομίας, του στρατού και των μεγάλων συγκεντρώσεων κεφαλαίου. Καμία σχέση η δική τους ζωή με τη δική μας.

Τα παραπάνω όμως μπορούν να διαβαστούν και διαφορετικά, ε;

Ίσως (λέω «ίσως») ότι αν αφήσεις τους ανθρώπους ήσυχους, χωρίς κυβέρνηση, αστυνομία, στρατό και μεγάλες συγκεντρώσεις κεφαλαίου, τότε αυτοί τείνουν να τα βρίσκουν μεταξύ τους. Ίσως ότι ο Θεός έπλασε την κυβέρνηση, την αστυνομία, τον στρατό και το μεγάλο κεφάλαιο προκειμένου να δημιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα λύνουν. Ο Δυτικός μας πολιτισμός ενδεχομένως να είναι μια υποβέλτιστη λύση κοινωνικής συνύπαρξης• πολύ καλύτερη μεν από κάποιες άλλες, αλλά και πολύ χειρότερη από τουλάχιστον 60-70 διαφορετικές λύσεις. Κάτι κερδίζουμε, κάτι χάνουμε. Ίσως η δική μας λύση να δημιουργεί μεν μια αρκετά ικανοποιητική (;) Ρώμη, υποδεέστερη όμως σε σχέση με κάποια μικρά γαλατικά χωριά στις παρυφές της. Ο άνθρωπος είναι επιθετικό ον «από τη φύση του» ή ο Δυτικός πολιτισμός δεν έχει όλες τις απαντήσεις; Ας διαλέξει ο καθένας ανάλογα με την προκατάληψή του.

Δεν θέλω να απαξιώσω τη δική μας λύση. Η αξία του Δυτικού πολιτισμού είναι τεράστια. Μας χαρίζει τόσες ευλογίες που κάνουν τη ζωή μας καλύτερη (π.χ. χαρτόσημα, πρωτόκολλα, σφραγίδες, βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής), οι μεγάλες συγκεντρώσεις κεφαλαίου προσφέρουν σπουδαίες ωφέλειες στο κοινωνικό σύνολο (π.χ. Ολυμπιακούς Αγώνες, διαπλοκή καναλαρχών – επιχειρηματιών – κυβέρνησης), ο στρατός επιτελεί απαραίτητο έργο (π.χ. χούντες, πραξικοπήματα, εθνικιστικούς μύθους, εξόντωση των «τρομοκρατών»), η κυβέρνηση σταθεροποιεί το κοινωνικό χάος (π.χ. βαφτίζοντας «τρομοκράτες» όσους διαφωνούν μαζί της), και η αστυνομία κάνει τη ζωή μας ασφαλέστερη (π.χ. με δακρυγόνα, βασανιστήρια, νταηλίκια). Άλλο αυτό όμως κι άλλο να κλείνουμε τα μάτια μας: αν καταλήξαμε σε μια υποβέλτιστη λύση για την κοινωνική μας συνύπαρξη, είναι ωριμότητα τουλάχιστον να το παραδεχτούμε. Εμείς μεν το κάνουμε καλύτερα από πολλούς άλλους, όμως κάποιοι το κάνουν διαφορετικά και, ενδεχομένως, καλύτερα από μας.

Τελικά όμως τι σημαίνει «ειρηνική κοινωνία» – ή «κοινωνία ανθρωπιάς», όπως μ’ αρέσει να τις λέω – και ποια σχέση έχει η «φύση του ανθρώπου»; Ας εξηγήσω πώς το σκέφτομαι εγώ μ’ έναν παραλληλισμό από δύο χώρες που με έχουν απασχολήσει πολύ, το Βιετνάμ και την Ταϊλάνδη:


Οι Ακορνάριστες Κοινωνίες 
Υπάρχουν κοινωνίες στις οποίες οι οδηγοί δεν κορνάρουν (αναφέρομαι στο νευρικό κορνάρισμα από στρες, στο κορνάρισμα «άντε κουνήσου, ρε βόδι...», όχι στο κορνάρισμα «πρόσεχε!», για να ξυπνήσεις κάποιον που πάει να περάσει αφηρημένος τον δρόμο: εκεί θα είσαι εγκληματίας αν δεν κορνάρεις). Στις ακορνάριστες κοινωνίες λοιπόν, ακόμα και στην πιο πυκνή κυκλφορία δεν ακούγεται μπιπ. Η ελληνική, ως γνωστόν, δεν είναι μία από αυτές. Ούτε η βιετναμέζικη. Αντίθετα, στην Ταϊλάνδη το κουμπί της κόρνας είναι κάτι σαν ξεχασμένο αξεσουάρ για τους οδηγούς, ακόμα και στο πιο απάνθρωπο μποτιλιάρισμα. Για του λόγου το αληθές, δείτε κι ένα βίντεο που βρήκα στο YouTube. Πυκνή κυκλοφορία στην Μπανγκόκ εδώ: ακούτε έστω κι ένα κορνάρισμα; 

Πάνω σ’ αυτό, το 1999 είχα γίνει μάρτυρας μιας κουβέντας ανάμεσα σ’ έναν Αμερικάνο κι έναν Ταϊλανδό, που μου έκανε εντύπωση. «Γιατί δεν κορνάρετε;», ρώτησε με απορία ο Αμερικάνος. Ο Ταϊλανδός δεν κατάλαβε καν την ερώτηση: «εσείς, δηλαδή, γιατί κορνάρετε;». Με άλλα λόγια, γιατί να είμαι εγώ ο περίεργος της υπόθεσης, αυτός που κάνει κάτι ασυνήθιστο, και να μην είσαι εσύ;

Λοιπόν, αν μια οδηγική κοινωνία φτάσει σ’ αυτό το σημείο, όχι μόνο να εξαφανίσει το μπιπ από τους δρόμους αλλά και να της είναι φυσιολογικό αυτό, τότε μπορώ να της δώσω τον τίτλο «ακορνάριστη κοινωνία». Δηλαδή, δεν θέλω απλώς έλλειψη θορύβου αλλά κάτι παραπάνω: να αντιμετωπίζεται ως αυτονόητη αυτή η έλλειψη, ως η νορμάλ κατάσταση των πραγμάτων. Αν εγκαθιδρυθεί ένα τέτοιο αυτονόητο σε μια οδηγική κοινωνία, τότε υπάρχει ένας παραπάνω παράγοντας που συνεισφέρει στο μη-κορνάρισμα, πέρα από την έλλογη επεξεργασία («και τι θα καταφέρω, δηλαδή, αν κορνάρω; Θα φτάσω δύο λεπτά πιο γρήγορα; Αξίζει τον κόπο να στρεσαριστώ, να στρεσάρω και τους άλλους; κ.λπ.»): υπάρχει η τεράστια επιρροή του νορμάλ, η δύναμη του αυτονόητου, όπου η σκέψη και μόνο ενός κορναρίσματος φαντάζει παράφωνη και απρεπής, σαν δυνατό ρέψιμο στη δεξίωση του πρέσβη.

Λοιπόν, κάτι αντίστοιχο εννοώ και με τον όρο «κοινωνία ανθρωπιάς». Όχι απλώς μια κοινωνία με εξαιρετικά χαμηλά ή ανύπαρκτα επίπεδα βίας, αλλά κάτι ακόμα περισσότερο: μια κοινωνία που διαμόρφωσε την κουλτούρα της πάνω σ’ αυτό το ιδεώδες της ανθρωπιάς. Ανέπτυξε, δηλαδή, κατάλληλες αξίες, έθιμα, νοοτροπίες και θεσμούς, ώστε να εγκαθιδρύσουν ως αυτονόητο το κάντε-έρωτα-κι-όχι-πόλεμο. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι τα μέλη της είναι άγιοι ή έχουν καλύτερη «ανθρώπινη φύση» από εμάς ή καλύτερο DNA ή μεγαλύτερη ευφυΐα• δε σημαίνει καν ότι υπάρχει η εξασφάλιση πως αυτό το κοινωνικό αυτονόητο της ανθρωπιάς θα ξεπεράσει κάθε μελλοντική αντιξοότητα και θα διατηρηθεί στο διηνεκές. Σημαίνει απλά και μόνο ότι γίνεται, μπορεί, είναι δυνατόν να χτιστεί ένα τέτοιο κοινωνικό αυτονόητο ως η νορμάλ κατάσταση των πραγμάτων:

– «Γιατί δεν δέρνετε τα παιδιά;»
– «Εσείς, δηλαδή, γιατί τα δέρνετε;»

Αυτό λοιπόν είναι το κριτήριό μου. Ένα ή ελάχιστα περιστατικά βίας στη χάση και στη φέξη δεν αλλάζουν κάτι (όπως κι ένα κορνάρισμα στη χάση και στη φέξη δεν θα αλλάξει το ακορνάριστο μιας οδηγικής κοινωνίας). Αρκεί όμως να είναι τόσο εξαιρετικά αυτά τα περιστατικά ώστε να μη μεταβληθεί η αντίληψη για τη νορμάλ κατάσταση πραγμάτων. Σε κάθε περίπτωση όμως, μια κοινωνία φοβισμένων προβάτων υπό μία pax romana δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτό που έχω στο μυαλό μου: δεν το λέω «ειρήνη» αυτό, το λέω «ησυχία, τάξις κι ασφάλεια» (με τον ίδιο τρόπο που δεν λέω «ακορνάριστη» μια κοινωνία στην οποία αυστηροί τροχονόμοι επιτηρούν την κυκλοφορία και τιμωρούν με βαρύ πρόστιμο κάθε μπιπ).

Είναι προφανές, πιστεύω, ότι το τελευταίο που μ’ απασχολεί είναι τα ερωτήματα για τη «φύση του ανθρώπου». Αυτά τα αφήνω στον E. O. Wilson και στους εξελικτικούς ψυχολόγους. Δεν ξέρω ποια είναι η «φύση του ανθρώπου», δεν πολυχρησιμοποιώ τον όρο, δε μου λέει και πολλά. Ξέρω όμως ποια είναι η φύση του σκύλου! Ως γνωστόν, τα σκυλιά είναι άγρια, μοβόρικα και επιθετικά, ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπου, έτσι δεν είναι; Αυτή πάντως είναι η παραδοσιακή αντίληψη στο Βιετνάμ για τα σκυλιά. Καμία σχέση με τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου που έχουμε εμείς. Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά: τα σκυλιά στο Βιετνάμ είναι φαγητό. Είναι όπως τα κοτόπουλα σε μας. Και τα βιετναμεζόσκυλα δεν είναι χαζά, το καταλαβαίνουν ότι κινδυνεύουν από τον άνθρωπο, οπότε τείνουν να δαγκώνουν πρώτα και να ρωτάνε κατόπιν. Τουλάχιστον όμως τα δικά τους ρεπουμπλικανικά αυτονόητα για τη «φύση του σκύλου» οι Βιετναμέζοι τα κρατάν για τον εαυτό τους, δεν τα παρουσιάζουν ως επιστήμη, ούτε έρχονται να κηρύξουν κάποια ιεραρχική ειρήνη, όπου οι φωτισμένες ελίτ των ανθρώπων και των σκύλων θα δημιουργήσουν αμοιβαίες αφοσιώσεις κ.λπ.

Και τέλος πάντων, η «φύση του ανθρώπου» δεν είναι ο τρόπος που το σκέφτομαι εγώ. Το σημαντικό για μένα είναι ότι μπορεί• γίνεται• είναι δυνατόν να στεριώσει ένα αυτονόητο ανθρωπιάς σε μια κοινωνία, το οποίο, από ένα σημείο και μετά, να γίνει αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία: η νορμάλ κατάσταση των πραγμάτων.



Η Κοινωνική Καψικίνη
Ένα τελευταίο αλλά σημαντικό θέμα. Η Laura Betzig είναι ανθρωπολόγος (από αυτούς με την «ανθρώπινη φύση») που, όπως ο E. O. Wilson, δεν της αρέσει η ιδέα ότι υπάρχουν κοινωνίες που δεν ξέρουν τι σημαίνει «φόνος», «βασανιστήρια», «ξυλοδαρμοί», «βιασμοί» κ.λπ. Οπότε, και προκειμένου να εξαφανίσει αυτές τις κοινωνίες, σε διάφορα κείμενά της κάνει αυτήν την ταχυδακτυλουργία και παίζει με τις λέξεις, συγχέει την επιθετικότητα (aggressiveness), κι ακόμα περισσότερο τη βία (violence), κι ακόμα περισσότερο τον πόλεμο (war), με τη σύγκρουση (conflict) – κάτι που με φέρνει στο θέμα μου. Ως προς τα τρία πρώτα συμφωνώ, όσο λιγότερο τα βιώσουμε στη ζωή μας, τόσο το καλύτερο.

Η σύγκρουση όμως δεν είναι αναγκαστικά κακό!

Εδώ έχω τεράστιο θέμα. Σε κάθε κοινωνία – ακόμα και σε κάθε σχέση – θα υπάρχουν συνεχώς διαφορετικές ανάγκες, ερμηνείες, συμφέροντα, επιθυμίες, αξίες, και φυσικά ο κόσμος θα έρχεται σε σύγκρουση. Αυτό όμως είναι φυσιολογικό! Αλλάζουν εντελώς τα πράγματα αν η σύγκρουση καταλήξει σε αίμα• ακόμα περισσότερο, αν γίνει νόρμα ότι η σύγκρουση θα καταλήγει σε αίμα• ακόμα περισσότερο, αν η βία οργανωθεί και συστηματοποιηθεί. Αυτά είναι εντελώς διαφορετικά.

Όμως η ύπαρξη σύγκρουσης, διαφωνίας, ηθικού αποτροπιασμού σε μια κοινωνία ή σε μια σχέση είναι, για μένα, υγεία! Αλίμονο αν η κοινωνία προβατοποιηθεί κι όλοι φαίνεται να συμφωνούν με την κυβέρνηση, δεν ακούγεται καμία ένσταση και καμία διαφωνία. Αλίμονο αν μια σχέση δεν έχει ιστορικό συγκρούσεων και διαφωνιών• δεν είναι υγιής και εποικοδομητική, το πιθανότερο είναι ότι κάποιος τρέχει με χίλια προς τον νευρικό κλονισμό. Η Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη δεν έζησε συγκρούσεις στις σχέσεις της, αλλά υπηρετούσε μια ζωή πειθήνεια τους γονείς, τον άντρα, τα παιδιά της – μέχρι που «ψήλωσε ο νους της» κι άρχισε να σκοτώνει κοριτσάκια.

Ας το δούμε όμως αυτό και σε επίπεδο κοινωνίας: οι Rotuma του Ειρηνικού (κοντά στα νησιά Φίτζι) ανταποκρίνονται καλά σ’ αυτό που θα λέγαμε «ειρηνική κοινωνία». Διάφοροι ανθρωπολόγοι, ανάμεσά τους κι ο Alan Howard του πανεπιστημίου της Χαβάης, που τους μελετούσε από το 1959 μέχρι το 1987, παρατηρεί εδώ ότι είναι πολύ ευγενικοί στους τρόπους τους, κάτι που ξεκινά από την ανατροφή των παιδιών: η τιμωρία είναι άγνωστο μέσο διαπαιδαγώγησης, ο μόνος τρόπος διόρθωσης των παιδιών είναι το χιούμορ, το γέλιο και o σαρκασμός. Τα βίαια περιστατικά στους Rotuma είναι πολύ σπάνια, κάτι σαν εξαιρετικά γεγονότα• γι’ αυτούς είναι απαράδεκτο όχι μόνο να βγάλεις μαχαίρι, αλλά ακόμα και να το στρέψεις σε κάποιον συμβολικά ή παίζοντας – με άλλα λόγια, αυτή η σκηνή από τη γνωστή ταινία Της Κακομοίρας (1963), με τον Κ. Χατζηχρήστο («Ζήκος»), θα ήταν σοκαριστική για τους Rotuma.

Όμως το ότι η κοινωνία τους είναι τόσο ειρηνική, δε σημαίνει ότι δε βιώνει διαφορές και συγκρούσεις για πολλά θέματα – προσωπικά, πολιτικά, οικονομικά, ακόμα και αθλητικά. Ακριβώς το αντίθετο, πρόκειται για πολύ συγκρουσιακή κοινωνία! “Disputes are endemic in Rotuma”, όπως γράφει ο Alan Howard πιο πάνω. Αυτό όμως που συμβαίνει είναι ότι οι συγκρούσεις τους εξαιρετικά σπάνια καταλήγουν σε βία: “What is remarkable is that they [disputes] so rarely escalate to violence” (διαβάστε το άρθρο του Alan Howard για τους Rotuma, είναι ενδιαφέρον και καλογραμμένο).

Λοιπόν, ο καθένας μας ζει τη ζωή του με τα ιδιαίτερα βιώματά του, το στιλ, τις ανάγκες και αξίες του. Αν είναι φυσιολογικός άνθρωπος, θα τα εκφράσει όλα αυτά, οπότε σε κάποιους θ’ αρέσουν και σε κάποιους δε θ’ αρέσουν. Μοιραία θα κάνει φίλους κι εχθρούς, θα έρθει σε σύγκρουση με κάποιους – αυτά όμως είναι καλά νέα! «Μου καμάρωνε τις προάλλες ο τάδε», έγραφε ο Ψευδοπλούταρχος στο Περί Ωφελιμότητας των Εχθρών, «ότι δεν έχει κανέναν πραγματικό εχθρό. Του απάντησα: μήπως δεν έχεις και κανέναν πραγματικό φίλο;». Η σύγκρουση συνήθως συνοδεύεται από ένα σωρό υγιή μηνύματα: ίσως κανείς δεν έχει όλη την αλήθεια, ο καθένας βλέπει μόνο ένα τμήμα της• ίσως είναι μια καλή ευκαιρία να δούμε τον εαυτό μας από εξωτερική σκοπιά, να συνειδητοποιήσουμε πώς φαινόμαστε στους αντιπάλους μας• ίσως είναι μια πρόκληση για να προωθήσουμε τα αιτήματά μας έτσι ώστε να κερδίσουμε τη συμπάθεια των ουδέτερων που παρακολουθούν. Εξάλλου, όπως ξέρετε καλά και οι παντρεμένοι από εσάς (όχι εσύ, είσαι μικρό ακόμα, δεν τα ξέρεις αυτά!), το καλύτερο σεξ είναι το μετασυμφιλιωτικό σεξ, αυτό που επισφραγίζει την άρση μιας σύγκρουσης: μερικοί το προτιμούν καυτό. Καμιά σχέση με το ντεκαφεϊνέ σεξ που συνοδεύει τη ρουτίνα της έγγαμης νηνεμίας. Οι τρικυμίες είναι σέξι, όχι οι νηνεμίες. Απλά δεν χρειάζεται κι ούτε είναι αναπόφευκτο οι συγκρούσεις να καταλήγουν σε βία. Όπως Rotuma.

Καταλήγω στο φινάλε ότι η κοινωνική ή σχεσιακή υγεία είναι φαγητό που, για να γίνει νόστιμο, χρειάζεται και πιπέρι. Αν όλοι συμφωνούν με όλους, ή όλοι είναι ίδιοι με όλους, τότε αυτό το λες ομοιόσταση, pax romana, αβάσταχτη ελαφρότητα του μικροαστισμού ή κάτι σχετικό, πάντως δεν το λες υγεία. Αν δεν έχεις κανέναν πραγματικό εχθρό, τότε μάλλον δεν έχεις και κανέναν πραγματικό φίλο. Η κοινωνική υγεία θέλει καψικίνη, είναι πιπεράτο φαγητό. Είναι επίσης δυναμική και μονίμως μεταβαλλόμενη• η στατική υγεία εκφυλίζεται γρήγορα σε – όχι ακριβώς σε ασθένεια, αλλά πάντως σε κάτι υποθερμικό και κατατονικό, σαν κεντροαριστερό μανιφέστο. Η πραγματική υγεία όμως είναι πυρετική και ριζοσπαστική, σαν το σεξ: απαιτεί σύγκρουση και άρση της σε ένα καταστασιακό, εχμ, γαμήσι (μεταφορικά πάντα μιλώντας), που χαράζει πορεία και γράφει ιστορία. Μερικοί το προτιμούν συγκρουσιακό.