Η Μάχη Των Θερμοπυλών Με Άλλα Λόγια

Μια φορά κι έναν καιρό, το νησί της Ιρλανδίας ήταν διαιρεμένο σε μικροβασίλεια που τρώγονταν μεταξύ τους. Όμως την ίδια στιγμή οι Σάξωνες ετοίμαζαν στρατό και στόλο να κατακτήσουν το Νησί. Μιλάμε για εποχές που δεν υπήρχε Άγιος Πατρίκιος, μόνο Βάρδος Ταλιέσιν, ο ημι–μυθικός Βάρδος της αρχαίας Ιρλανδίας. 

Ιρλανδικό παραμύθι, το μεταφέρω από μνήμης. Δεν μπορώ πια να θυμηθώ ονόματα, περάσαν πολλές δεκαετίες... Δεν ξέρω αν είναι παραδοσιακό ή νεωτερικό που χτίζει πάνω στο μύθο του Ταλιέσιν, έφαγα το ίντερνετ να το ψάχνω και δεν το βρήκα. Οπότε, τείνω να πιστεύω ότι είναι νεωτερικό. Το αποδίδω λίγο ελεύθερα ώστε να γίνει ζουμερό. 

Κάποια στιγμή ο Οπλαρχηγός Χ αγανάκτησε με τους συν–Ιρλανδούς του: «Μα δεν το βλέπετε ότι τρωγόμαστε μεταξύ μας και παίζουμε το παιχνίδι των Σαξώνων; Αυτό θέλουν! Θα μας καταπιούν έναν–έναν! Νισάφι πια! Πάω έστω και μόνος μου να πολεμήσω τους Σάξωνες για όλη την Ιρλανδία, για όλο το Νησί! Όποιος θέλει ας έρθει μαζί μου!» 

Τα λόγια του συγκίνησαν πολλούς, συγκεκριμένα 300 παλικάρια που ήρθαν και στάθηκαν δίπλα του, ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Βάρδος Ταλιέσιν. Πήγαν όλοι μαζί στην Κοιλάδα Ψ, εκεί που θα γινόταν η αποβίβαση των Σαξώνων, ν’ αντισταθούν μέχρι θανάτου για όλη την Ιρλανδία, για όλο το Νησί, αψηφώντας τις μεταξύ διαφορές τους. 

- Σα να ‘ναι πολλές οι ομοιότητες! Οι 300 του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες = οι 300 του Οπλαρχηγού Χ στην Κοιλάδα Ψ... Μου φαίνεται ότι ακούω την ιρλανδική μεταφορά της μάχης των Θερμοπυλών. 
- Μη βιάζεσαι, υπόσχομαι ότι θα γίνει ωραίο. Στο υπόσχομαι αυτό. 

Τα 300 παλικάρια έφαγαν μαζί, ήπιαν μαζί, τραγούδησαν μαζί, αγκαλιάστηκαν μαζί, αδερφοποιήθηκαν μεταξύ τους, ένωσαν το αίμα τους, κι ορκίστηκαν να πολεμήσουν μέχρι θανάτου αύριο που θ’ αποβιβαστούν οι Σάξωνες στο Νησί. Ανάμεσα σ’αυτούς κι ο Ταλιέσιν. Ο μόνος που δεν ήταν πολεμιστής. Βάρδος ήταν, όμως δέχτηκε να κάνει το χρέος του για όλο το Νησί της Ιρλανδίας. 

- Εντάξει, είναι η μάχη των Θερμοπυλών με άλλα λόγια! Ή ταν ή επί τας κ.λπ. κ.λπ. Τα ‘χουμε ακούσει και τα ‘χουμε ξανακούσει! 
- Μη βιάζεσαι, θα γίνει ωραίο. Θα το δεις. 

Την άλλη μέρα, τα 300 παλικάρια ξύπνησαν κι είδαν στην παραλία αποβιβασμένο 30.000 στρατό Σαξώνων! Μεταλλοντυμένων, ξιφοκρατούτων, χαλκένιοι τακτικοί για να σκοτώσουν τα παιδιά κ.λπ. Πολλοί λιποψύχησαν: «Δε γίνεται 300 να τα βάλουμε με 30.000! Είμαστε χαμένοι από χέρι! Φεύγω, πάω να σωθώ!» 

Τότε ήταν που έβγαλε δυνατή κραυγή ο Οπλαρχηγός Χ: «Εγώ θα κάτσω να πολεμήσω. Ακόμα κι αν είναι χαμένος ο αγώνας. Όποιος θέλει, ας μείνει μαζί μου. Κι όποιος θέλει να φύγει, δεν τον κρατώ με το ζόρι. Θα σώσει το τομάρι του. Φυσικά, θα ζήσει σκλαβάκι των Σαξώνων. Θα σας κατακτήσουν, το ξέρετε, υπηρέτες των Σαξώνων θα γίνετε. Όμως τουλάχιστον θα φτάσετε ως τα βαθιά γεράματα. 

Όμως εκεί, στο νεκροκρέβατό σας... τι δε θα δώσετε τότε για να ‘ρθετε εδώ, τώρα μαζί μου, να πολεμήσετε τους Σάξωνες. Όλον τον κόσμο θα δώσετε! Όμως τότε θα ‘ναι αργά πια... Είχατε μια ευκαιρία και τη χάσατε, δεύτερη δεν έχει. Ποιος θέλει να μείνει, ποιος θέλει να φύγει; Εγώ θα μείνω». 

Τα λόγια του εμψύχωσαν τους αποκαρδιωμένους. Και στάθηκαν όλοι οι 300 δίπλα του, απέναντι στους 30.000 Σάξωνες. Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Ταλιέσιν. 

- Τη μάχη των Θερμοπυλών ακούω τόση ώρα! Δεν ακούω κάτι άλλο! 
- Μη βιάζεσαι, ρε συ. Πίστεψέ με, θα γίνει ωραίο. 

Οι Ιρλανδοί πέσαν πάνω στους Σάξωνες σα λιοντάρια. Τέτοια γενναιότητα δεν έχει ξαναδεί ο κόσμος, τέτοια αυταπάρνηση κι αυτοθυσία. Όμως η ασυμμετρία ήταν αγεφύρωτη, 300 δεν μπορούν να τα βάλουν με 30.000... Ο Ταλιέσιν έκανε ό,τι μπορούσε, Βάρδος ήταν, δεν ήξερε από σπαθιά και μάχες, ήξερε μόνο από λύρες και τραγούδια. Ξαφνικά όλα μαύρισαν, καθώς έβλεπε τ’ αδέρφια του γύρω να πέφτουν ένας–ένας... Και τελευταίο πράγμα που είδε πριν βυθιστεί στο σκοτάδι ήταν ένα φριχτό φάντασμα: μια γριά με σκουληκοφαγωμένο πρόσωπο, σάπιο στόμα γεμάτο πύον, κουρελιασμένο σάβανο, σαν όρνιο να κατασπαράζει τις ψυχές των αδικοχαμένων πολεμιστών, να τους συνθλίβει στα σιχαμένα της δόντια... Και μετά σκοτάδι. 

- Τουλάχιστον έπαψε να είναι η μάχη των Θερμοπυλών με άλλα λόγια. Όμως πες κι άλλα.

Την άλλη μέρα, ο Ταλιέσιν συνήρθε κι ανακάλυψε ότι ήταν ο μόνος που επέζησε, αιχμάλωτος των Σαξώνων. Τα χέρια και τα πόδια του δεμένα. Πάντως ο μόνος που τη γλίτωσε. Ο μόνος που παρέβη τον όρκο του. Ο μόνος προδότης στ’ αδέρφια του. Κι ο μόνος που δεν κατασπαράχθηκε απ’ το βρωμερό φάντασμα. 

Ο αρχηγός των Σαξώνων του είπε: «Θα σ’ αφήσουμε να ζήσεις. Βάρδος είσαι, δε μας απειλείς σε κάτι, για πλάκα σ’ έχουμε. Μας συμφέρει περισσότερο να μείνεις και να θρηνείς παρά να σε σκοτώσουμε. Διότι είσαι δεμένος με τους ηλίθιους όρκους αλήθειας των Βάρδων, υποχρεωμένος να τραγουδάς αυτό που έγινε εδώ, στην Κοιλάδα Ψ χθες. Ένας Βάρδος δεν μπορεί να πει ψέματα, οπότε ας μαθαίνει ο κόσμος ότι κανείς δεν τα βάζει με τους Σάξωνες. Εξυπηρέτηση μάς κάνεις ζωντανός παρά νεκρός» 

Κι ο Ταλιέσιν έμεινε αθέλητα ζωντανός, μόνιμα να τραγουδά με τη λύρα του τον χαμό των 300 παλικαριών, που έδωσαν χαμένο αγώνα απέναντι σε 30.000 Σάξωνες... Οι οποίοι, φυσικά, υπέταξαν εύκολα το Νησί της Ιρλανδίας. Και δίδασκαν στους ντόπιους για τους 300 αφελείς υπό τον Οπλαρχηγό Χ, που νόμισαν ότι μπορούν να πάνε κόντρα στον πολιτισμό και την ανάπτυξη, παράδειγμα προς αποφυγή, ορίστε τι παθαίνει όποιος αρνείται να εκσυγχρονιστεί. 

- Πολύ άχαρα αυτά τα «Οπλαρχηγός Χ», «Κοιλάδα Ψ»! 
- Σύμφωνοι, αλλά δεν μπορώ πια να θυμηθώ ονόματα! 
- Τέλος πάντων, πες περισσότερα. 

Πέρασαν τα χρόνια, οι δεκαετίες, ο Ταλιέσιν γέρασε θρηνώντας ακατάπαυστα. Τραγουδώντας από πόλη σε πόλη κι από χωριό σε χωριό το χαμένο αγώνα των 300 παλικαριών. Γέρος ασπρομάλλης πια, του λεν μια μέρα σ’ ένα χωριό: «Ρε συ, χθες ήταν κι ένας άλλος Βάρδος που μας τραγουδούσε για τη θρυλική μάχη!» 

«Αποκλείεται!» λέει ο Ταλιέσιν. «Είμαι ο μόνος που επέζησε και μπορεί να μιλήσει γι’ αυτήν!» 

«Όχι! Χθες μας τα ‘λεγε κι ένας άλλος Βάρδος!» 

«Προς τα πού πήγε;» 

«Προς τα ΄κει». Του δείξαν την κατεύθυνση κι ο Ταλιέσιν κίνησε να τον συναντήσει. 

Μετά από μέρες, φτάνει σ’ ένα γειτονικό χωριό. «Ναι!», λένε οι ντόπιοι, «το πρωί ήταν ένας Βάρδος που μας τραγουδούσε για τη θρυλική μάχη! Έφυγε προς τα ‘κει!» 

Ο Ταλιέσιν κίνησε να βρει τον Βάρδο, φτάνει σ’ άλλο χωριό: «Ναι, ήταν εδώ το μεσημέρι! Όμως έφυγε τώρα...» 

Φτάνει σ’ άλλο χωριό: «Ήταν εδώ το απόγευμα!» 

Φτάνει σ’ άλλο χωριό: «Ήταν εδώ πριν μερικές ώρες!» 

Σ’ άλλο χωριό: «Ήταν εδώ πριν μισή ώρα! Μα πού πήγε; Έφυγε;» 

Μην τα πολυλογώ, ο γέρος Ταλιέσιν καταδίωκε τον Βάρδο από χωριό σε χωριό κλείνοντας συνεχώς την απόσταση ανάμεσά τους. Μέχρι που στο τελευταίο χωριό του λένε: «Μόλις τώρα ήταν εδώ, πήγε προς τα κει». 

Ο Ταλιέσιν κίνησε στην κατεύθυνση που του έδειξαν. Φτάνει σε κάποιο μέρος και βρίσκει τον άλλο Βάρδο, μια κουκουλοφορεμένη μορφή στη ρίζα ενός δέντρου να τραγουδά με τη λύρα του στο μαζεμένο κόσμο γύρω που άκουγε. Ο Ταλιέσιν, κουκουλοφορεμένος κι αυτός, πήγε και χώθηκε ανάμεσα στους συγκεντρωμένους. Τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στην Κοιλάδα Ψ, εκεί που κάποτε έγινε η θρυλική μάχη. 

Κι ακούει τον άλλο Βάρδο να λέει για τα 300 παλικάρια υπό τον Οπλαρχηγό Χ, που κατάφεραν και νίκησαν 30.000 Σάξωνες, έσωσαν το Νησί της Ιρλανδίας, δεν ξανάγινε ποτέ στον κόσμο κάτι τέτοιο. Αλλά κι αυτοί που σκοτώθηκαν στη μάχη δεν πήγαν χαμένοι: μια πανέμορφη παρθένα, μια Βαλκυρία, τους μάζευε πολύτιμους έναν–έναν, σαν κόρη που κρατά στα χέρια τον εραστή της. 

Κάπου εκεί ο Ταλιέσιν δεν άντεξε: «Πώς τολμάς και λες τέτοια ψέματα! Ήμουν εκεί και ξέρω!». Πετάχθηκε όρθιος και τράβηξε το ξίφος του. 

«Κι εγώ ήμουν εκεί και ξέρω!» φώναξε ο άλλος Βάρδος, πετάχθηκε κι αυτός όρθιος με το χέρι στο σπαθί του. 

«Ποιος είσαι, ρε;» ούρλιαξε, «εγώ είμαι ο Βάρδος Ταλιέσιν!» 

Απάντησε ο άλλος τραβώντας την κουκούλα του: «Κι εγώ είμαι ο Βάρδος Ταλιέσιν» 

Λες κι είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Τα ξίφη διασταυρώθηκαν στον αέρα. 

Ο συγκεντρωμένος κόσμος δεν κατάλαβε τι έγινε. Μετά ειπώθηκε ότι μάλλον έπεσε κεραυνός, μόνο αυτό εξηγεί την εξαφάνιση των Βάρδων πάνω που ξεκινούσαν τη μονομαχία τους. Για ώρα οι άνθρωποι κοιτούσαν γύρω σα χαζοί, «μα τι έγινε;» ρωτούσε ο ένας τον άλλον, «πού πήγαν οι δύο Βάρδοι;» Όμως όσο κι αν έψαξαν, δεν τους βρήκαν. Στο χώμα μόνο είχε απομείνει ένας μανδύας με κουκούλα (ο μανδύας των Βάρδων). Και μία λύρα. Κι ένα ξίφος. 

Ένα, όχι δύο. 

- Μα δε στο υποσχέθηκα ότι θα γίνει ωραίο; 

*   *   * 

Παλιά έγραψα ένα διηγηματάκι, Αρβανίτικο Αίμα, αντιγράφοντας το παραμύθι, προσπαθώντας να το μεταφέρω στη σύγχρονη εποχή. Το παραμύθι αυτό είχα κατά νου καθώς έγραφα. 

    *   *   *

Κλείνω με το γνωστό ποιήμα του Καβάφη: 

Tιμή σ' εκείνους όπου στη ζωή των 
Όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. 
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες· 
Δίκαιοι κι ίσοι σ' όλες των τες πράξεις, 
Αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία· 
Γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν 
Είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι, 
Πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε· 
Πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες, 
Πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους. 
 
Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει 
Όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) 
Πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, 
Κι οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

 

Ο Κεραυνός

Ένα πολύ δύσκολο θέμα, δεν ξέρω αν έχω το ανάστημα να το πιάσω. Οπότε, θ’ αφήσω άλλους να μιλήσουν. Θ’ αναφερθώ σε ακραίες περιπτώσεις - δε μ' ενδιαφέρουν οι στοχαστές αλλά οι άνθρωποι που ένιωσαν στο πετσί τους τι πα να πει βρωμιά και τρόμος, κατήφορος και προσβολές

 

1. Η Ανηθικότητα της Συγχώρεσης

Ο Jean Amery (1912 – 1978) ήταν αυστριακός εβραϊκής καταγωγής. Στη ναζιστική κατοχή έφτιαξε μια αντιστασιακή οργάνωση στο Βέλγιο μαζί μ’ άλλους πιτσιρικάδες, η Γκεστάπο τους εντόπισε γρήγορα, πέρασε από στρατόπεδα βασανισμών, τελικά κατέληξε στο Άουσβιτς (και Μπούχενβαλντ, Μπέργκεν–Μπέλσεν). Κατάφερε να επιζήσει και περιγράφει τα βιώματά του στο βιβλίο At the Mind’s Limits, που θεωρείται από τα σημαντικότερα ντοκουμέντα του Ολοκαυτώματος, μπορείτε να το κατεβάσετε σε pdf εδώ (προσοχή: θέλει γερό στομάχι, εγώ δεν κατάφερα να το φτάσω ως το τέλος). Δυο δεκαετίες μετά την απελευθέρωσή του, ο Amery δημοσίευσε ακόμα ένα κείμενο να εξηγήσει τη άσβεστη πίκρα του για τους Γερμανούς:  

Στα χρόνια μετά το 1945, οι επιζώντες σαν κι αυτόν ένιωσαν μια πρωτόγνωρη έξαρση. Όχι μόνο η ανακούφιση της απελευθέρωσης αλλά κι η αίσθηση ότι είναι ενωμένοι, μαζί με τον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο, στην καταδίκη του Ναζισμού. Ο ίδιος ο Amery (Εβραίος, αντιστασιακός, πρώην φυλακισμένος του Άουσβιτς) πρώτη φορά στη ζωή του έπαψε να νιώθει μειονότητα. Θυμηθείτε ότι τότε ήταν που ξεκίνησε κι η περίφημη συλλογική ενοχή των Γερμανών, ο Amery το παραδέχεται: «ομολογώ ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα αν σύσσωμο το γερμανικό έθνος αισθάνεται ενοχές». 

Όμως πολύ γρήγορα άρχισε να καταλαγιάζει η συζήτηση περί συλλογικής ενοχής. Οι επιζώντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης άρχισαν ν’ ακούν όλο και περισσότερο ότι κολλάνε στο παρελθόν, είναι εκδικητικοί, πεισμωμένοι κ.λπ. O Amery ανακάλυψε ότι ξανάρχισε να νιώθει μειονότητα. Με δικά του λόγια: 

Συνεχίζουν να παραμένουν τα σκληρά συναισθήματά μου για τη Γερμανία. Αυτά τα 12 χρόνια του Χίτλερ συνεχίζω να τα καταλογίζω στον βιομηχανικό παράδεισο της νέας Ευρώπης, αλλά και στο μεγαλείο της Δύσης όλης

Ο Amery τελικά αυτοκτόνησε το 1978 κρατώντας την πίκρα του ως το τέλος, αρνούμενος να συγχωρέσει τη Γερμανία. Μ’ ενδιαφέρουν οι σκέψεις του. Δεν ήταν τυφλωμένος απ’ το μίσος, αντίθετα, βρίσκω το σκεπτικό του καθαρό και διεισδυτικό. 

Ο κρατούμενος στα χέρια του βασανιστή μετατρέπεται σε απλό αντικείμενο (έμφαση δική μου): 

Τότε ξαφνικά ένιωσα το πρώτο χτύπημα. Το οποίο περιείχε στον πυρήνα του όλα όσα ακολούθησαν. Λένε για ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό. Λένε ότι στα βασανιστήρια κάποιος χάνει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του. Δεν ξέρω αν χάνει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του, αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι χάνει οριστικά την εμπιστοσύνη του στο κόσμο που ζούμε

Τα βασανιστήρια, η λέξη από το Λατινικό torquere, "συστρέφω". Μια μικρή πίεση με το εργαλείο που κρατά ο βασανιστής είναι αρκετή για να κάνει τον άλλον –ο οποίος μπορεί να ξέρει όλον τον Χέγκελ και τον Καντ, τις εννιά συμφωνίες του Μπετόβεν– να γίνει ένα ζώο που ουρλιάζει καθώς το σφάζουν

Όποιος έχει κατακλυστεί από τον πόνο των βασανιστηρίων βιώνει το σώμα του όπως ποτέ άλλοτε. Μόνο στα βασανιστήρια γίνεται ολοκληρωτική η μεταμόρφωση ενός προσώπου σε σάρκα: εύθραυστος μπροστά στη βία, ουρλιάζοντας από τον πόνο, μην ελπίζοντας σε καμία βοήθεια, ανίκανος για οποιαδήποτε αντίσταση, ο βασανιζόμενος γίνεται απλώς ένα σώμα και τίποτα άλλο. Στο τέλος απομένει με την εξίσωση: Σώμα = Πόνος = Θάνατος

Ας το σκεφτούμε αυτό όσοι απολαύσαμε ανέσεις, χορτάσεις, ερωτοπραξίες, διακοπές, πολυτέλειες, εκτεταμένη υγεία & ευεξία, εκτεταμένη ασφάλεια κ.λπ., καταστάσεις στις οποίες ισχύει Σώμα = Απόλαυση. Την ίδια στιγμή, για κάποιον άλλον ισχύει: Σώμα = Πόνος = Θάνατος. 

Το τσάκισμα των βασανιστηρίων δεν επανορθώνεται ποτέ, το θύμα μένει για πάντα ψυχικά παραπληγικό (έμφαση δική μου): 

Όποιος έχει υποστεί βασανιστήρια δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος άνθρωπος. Η ντροπή της ζημιάς που έπαθε δε διαγράφεται. Η εμπιστοσύνη του στον κόσμο που ζούμε κατάρρευσε ήδη με το πρώτο χτύπημα που δέχθηκε, μέχρι που στο τέλος χάθηκε οριστικά, μετά από όλη τη σειρά των βασανιστηρίων του. Σταματάει να βλέπει έναν κόσμο στον οποίο υπάρχει ελπίδα

Ποιο το νόημα της ποινής (συνοψίζω τις σκέψεις του): 

Η ποινή, με κάποιον τρόπο, ενοποιεί τον εγκληματία με το θύμα, κλείνει το χάσμα ανάμεσά τους, την ανισότητα των εμπειριών τους, επιτρέποντας στον εγκληματία να δει την αλήθεια των πράξεών του. Αφυπνίζει τον εγκληματία σε μια πραγματικότητα χωρίς δικαιοσύνη, την πραγματικότητα που βίωσε το θύμα, εκεί που προηγουμένως ο εγκληματίας υπήρξε βολεμένος σ’ έναν εύτακτο κόσμο. 

 


 

Ότι η συγχώρεση μπορεί να είναι ανήθικη: 

Πέρασα δυο δεκαετίες να σκέφτομαι αυτά που τράβηξα. Πιστεύω ότι η συγχώρεση που προκύπτει από την κοινωνική πίεση είναι ανήθικη, να συγχωρείς φτηνά και νωθρά. Έχω δικαίωμα να διαφωνώ με τη φυσική ροή των πραγμάτων, ακόμα και με τη γιατρειά που φέρνει ο χρόνος. «Περασμένα ξεχασμένα»: αυτή η φράση είναι εχθρός προς την ηθική και τη διάνοια. 

Η δύναμη να αντισταθείς στο «περασμένα ξεχασμένα» περιλαμβάνει τη διαμαρτυρία, την επανάσταση απέναντι στην πραγματικότητα. Θες ν’ ακυρωθεί ο χρόνος, να μείνει καρφωμένος ο εγκληματίας σ’ αυτό που έκανε: μόνο έτσι υπάρχει περίπτωση εγκληματίας και θύμα να συναντηθούν μαζί, άνθρωπος προς άνθρωπο. 

Ο Amery δείχνει να τα έχει περισσότερο με τον κόσμο (φιλικά διακείμενο κατά τ’ άλλα) παρά με τους πρώην Ναζί βασανιστές του. Με τον πραγματιστικό κόσμο που σχολίαζε: «ας τα ξεχάσουμε αυτά, τώρα κοιτάμε μπροστά, εξάλλου η μεταπολεμική Γερμανία δεν είναι το ίδιο με τη Ναζιστική Γερμανία». Με τον ανίδεο, έως ξενέρωτο κόσμο που του έλεγε: «είσαι κολλημένος, εκδικητικός, η πίκρα σου είναι λαχτάρα για εκδίκηση». 

Η διατήρηση της πίκρας δεν είναι λαχτάρα για εκδίκηση. Είναι λαχτάρα για έναν σύντροφο μέσ' στη μοναξιά: 

Έψαξα καλά τον εαυτό μου, δεν είναι ακριβώς ότι θέλω εκδίκηση ή εξιλέωση ή αποζημίωση. Η εμπειρία που πέρασα ήταν μια τεράστια μοναξιά που δε μ’ έχει αφήσει μέχρι σήμερα. Όταν ο Wajs, ο άνθρωπος των SS, στάθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, εκείνη τη στιγμή ένιωσε την αλήθεια των εγκλημάτων του. Εκείνη τη στιγμή ήταν μαζί μου, δίπλα μου –κι εγώ δεν ήμουν ολομόναχος με το φτυάρι της καταναγκαστικής εργασίας. Θέλω να πιστεύω ότι τη στιγμή της εκτέλεσής του βρήκα έναν σύντροφο μέσ’ στη μοναξιά μου: κάποιον που ήθελε όσο κι εγώ να γυρίσει πίσω ο χρόνος, να ξεγίνουν αυτά που γίναν τότε. 

Το μόνο σχόλιό μου, πολύ αμφιβάλω ότι ο άνθρωπος των SS ένιωσε την αλήθεια των εγκλημάτων του τη στιγμή της εκτέλεσής του. Μακάρι αλλά αμφιβάλω. Ποιο πιθανό ότι θα ένιωθε απόλυτα δικαιολογημένος, κατάφωρα αδικημένος, ή θα ‘χε παραλύσει απ’ το φόβο, ή θα έβγαλε μια τελευταία κραυγή αφοσίωσης στον Φύρερ.  

 

2. Ο Παραλογισμός της Συγχώρεσης 

Ο Vladimir Jankelevitch (1903 – 1985) ήταν Γάλλος, εβραϊκής καταγωγής, που έδρασε στην αντίσταση. Μπορεί να μην πέρασε την κόλαση του Amery, όμως κάτι έμαθε από τη διαρκή αγωνία, το κυνήγημα, τον καθημερινό φόβο Εβραίων κι αντιστασιακών στην κατεχόμενη Γαλλία. Τουλάχιστον είναι κάποιος που μπορεί να σταθεί κοντά στον Amery. Συνοψίζω μερικά λόγια του από το βιβλίο του Forgiveness που, όπως λέει κι ο τίτλος, μιλά για συγχώρεση:   

Ο Jankelevitch συμφωνεί, η διατήρηση της πίκρας είναι 100% ορθολογική και δικαιολογημένη. Νόμος της φύσης. Οπότε, κάτι που πάει κόντρα σ’ αυτό, δεν μπορεί παρά να είναι αφύσικο. Παράλογο έως εκτρωματικό, ήλιος που ανατέλλει απ' τη Δύση, πέτρα που πέφτει στον ουρανό αντί να πέσει στη γη. Ας ονομάσουμε «συγχώρεση» το παράλογο που πάει κόντρα στους νόμους της φύσης. 

Αυτό το παράλογο έχει κάτι να κάνει με το θαυμαστό ή το μυστηριώδες. Δεν έχει τίποτα να κάνει με κατανόηση κι ορθολογική σκέψη. Ας πούμε, είναι σαν η κα. Μέρκελ να ξυπνά ένα πρωί και να λέει στην Ελλάδα της κρίσης: «Όλο το χρέος σας διαγραμμένο, δε χρωστάτε τίποτα, ούτε ευρώ». Γιατί; Έτσι, χωρίς γιατί. Γιατί έχει η γάτα ένα αυτί. Τόσο ανορθόλογη είναι η συγχώρεση. 

Η συγχώρεση πάει κόντρα σε Δαρβίνους, Άνταμ Σμιθ, Μαρξ, Χομπς, κόντρα σε «μεγιστοποιητές χρησιμότητας» (Δαρβίνος και διάφοροι εξελικτικοί), σε «φυσικές πλεονεξίες του ανθρώπου» (Άνταμ Σμιθ), σε «φυσικές τάσεις του ανθρώπου για ισχύ» (Χομπς), σε «ανθρώπους = σύνολα των κοινωνικών τους σχέσεων» (Μαρξ). Ο ευρωπαϊκός στοχασμός του 18ου–21ου αιώνα δεν έχει καμία πειστική ανάγνωση για τη συγχώρεση. Ο τέλειος παραλογισμός. 

Η συγχώρεση δεν ψάχνει για αιτιολογήσεις. Δεν αιτολογείται από τίποτα στον κόσμο. 

Δεν είναι «σε συγχωρώ για το κακό που μου ‘κανες, γιατί... (οτιδήποτε)». Αυτό δεν είναι συγχώρεση. 

Δεν είναι «σε συγχωρώ για το κακό που μου ‘κανες, παρόλο που... (οτιδήποτε)». Αν περιλαμβάνει «παρόλο που» τότε δεν είναι συγχώρεση. 

Δεν είναι «σε συγχωρώ για το κακό που ‘μου κανες, πέρασε καιρός, περασμένα–ξεχασμένα». Αν στηρίζεται στο πέρασμα του χρόνου τότε δεν είναι συγχώρεση.

Δεν είναι καν «σε συγχωρώ για το κακό που μου ‘κανες». Ούτε αυτό είναι συγχώρεση. Εφόσον συνεχίζει να υπάρχει το «εγώ, με την ελεύθερη βούλησή μου, σε συγχωρώ». Δεν είναι στο χέρι μας να συγχωρέσουμε. Δεν εξαρτάται από μας. Είναι Κεραυνός παραλογισμού που χτυπάει κάποια στιγμή και μετά τρελαίνεσαι. Αν, μάλιστα, ρίξεις μια ματιά σ’ ένα ρολόι, μπορείς ακόμα και να σημειώσεις τη στιγμή του Κεραυνού. 

Η συγχώρεση είναι: «Μου 'κανες μεγάλο κακό... (ΜΠΑΜ! χτυπά κεραυνός)... ποιο κακό; Για ποιο πράμα μιλάς; Δεν καταλαβαίνω». Κάτι τέτοιο είναι η συγχώρεση. Γιατί να συγχωρέσω; Χωρίς γιατί. Γιατί έτσι. Γιατί έχει η γάτα ένα αυτί. Ξυπνά η κα. Μέρκελ ένα πρωί και λέει: «δε χρωστάτε τίποτα». 

Δεν είναι «ο ένοχος έχει ελαφρυντικά, γι’ αυτό τον συγχωρώ». Αυτό δεν είναι συγχώρεση. Είναι: «με χτυπά ένας Κεραυνός, οπότε ο ένοχος παύει να ‘ναι ένοχος». 

Είναι αισχρό να βαφτίζεται «συγχώρεση» κάτι που στηρίζεται στο περασμένα–ξεχασμένα, ασέβεια προς τον πόνο του αθώου, ο οποίος ΠΟΤΕ δε διαγράφεται. Το αίμα του Άβελ φωνάζει στα ουράνια και ζητά δικαίωση. Η συγχώρεση είναι πιο συγγενική με το «δεν ξεχνώ» παρά με το «περασμένα–ξεχασμένα». Διότι πάντα το αίμα του αθώου θα κραυγάζει, πάντα το έγκλημα θα παραμένει, και (ΜΠΑΜ! κεραυνός)... ποιο έγκλημα; Για ποιο πράμα μιλάς; Τα λες περίεργα και δε σε καταλαβαίνω. 

Αν δε σου είναι σκάνδαλο, αν δε σε ξεπερνά, τότε δεν είναι συγχώρεση. 

Η κατανόηση κι η συγχώρεση είναι αμοιβαίως αποκλειόμενες. Είναι σα να λέμε π.χ. «μονοκύτταρος ελέφαντας»: αν είναι ελέφαντας δεν μπορεί να είναι μονοκύτταρος, αν είναι μονοκύτταρος δεν μπορεί να είναι ελέφαντας. Αν περιλαμβάνει κατανόηση τότε δεν είναι συγχώρεση• αν είναι συγχώρεση τότε έχει στον πυρήνα της μια στάλα τέλειου παραλογισμού. 

Σταματώ εδώ, ο Jankelevitch δεν πέρασε τα βάσανα του Amery. Παρατηρήστε ότι οι δύο άντρες δε διαφωνούν καθόλου. Συμφωνούν 100%. Κι όμως αν συναντιόντουσαν, δε θα μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. 

 

3. Η Πραγματικότητα της Συγχώρεσης 

Ο Viktor Frankl (1905 – 1997) ήταν αυστριακός Εβραίος που πέρασε κι αυτός απ’ το Άουσβιτς. Δυστυχώς (ή ευτυχώς) δεν ήταν στοχαστής, οπότε στο βιβλίο του Man’s Search for Meaning (1946) περιγράφει τις εμπειρίες του χωρίς φιλοσοφίες ή συμπεράσματα. Η μαρτυρία του έχει βάρος επειδή υπήρξε συγκρατούμενος του Jean Amery που είδαμε πιο πάνω, οι δυο άντρες γνωρίστηκαν στο Άουσβιτς. Ο ένας έμεινε με την πίκρα σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του (Amery), ο άλλος φανερώνει κάτι διαφορετικό (Frankl). Όμως ας τα πει με τα δικά του λόγια. Ο Viktor Frankl περιγράφει την κορυφαία του στιγμή στο Άουσβιτς:   

Νωρίς το πρωί έπρεπε να βαδίσουμε ως το χώρο εργασίας. Φωνάζαν: «Απόσπασμα, εμπρός μαρς! Αριστερό–2–3–4! Αριστερό–2–3–4! Αριστερό–2–3–4! Βγάλτε τα πηλίκια!» Ακόμα αντηχούν στ’ αυτιά μου αυτές οι λέξεις. Με τη διαταγή «βγάλτε τα πηλίκια!» περνούσαμε απ’ την πύλη του στρατοπέδου και μας εξετάζαν με φακούς. Όποιος δεν περπατούσε ζωηρά, έτρωγε κλωτσιά. Ακόμα χειρότερα πάθαινε όποιος δεν άντεχε το κρύο και κατέβαζε το πηλίκιο στ’ αυτιά πριν δοθεί η άδεια. 

Βαδίζαμε στο σκοτάδι, πάνω από βράχους και λακούβες. Οι φρουροί φωνάζαν όλη ώρα και μας οδηγούσαν με τους υποκόπανους. Κάποιοι, πολύ κουρασμένοι, στηρίζονταν στο μπράτσο του διπλανού τους. Δε μιλούσαμε σχεδόν καθόλου, μας τρυπούσε ο παγωμένος αέρας. Ξαφνικά ο διπλανός μου, με το στόμα χωμένο στο γιακά, ψιθύρισε: «Ε ρε και να μας βλέπαν τώρα οι γυναίκες μας! Ελπίζω αυτές να ‘ναι καλύτερα στο δικό τους στρατόπεδο και να μην ξέρουν τι τραβάμε». Μου ήρθε στο μυαλό η γυναίκα μου. Σερνόμασταν για μίλια, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον, τραβώντας ο ένας τον άλλον, παραπατώντας πάνω σε παγωμένα σημεία, δε λέγαμε κουβέντα όμως ξέραμε κι οι δυο: ο καθένας σκεφτόταν τη γυναίκα του. Πού και πού κοιτούσα τον ουρανό καθώς έσβηναν τ’ αστέρια, το πρώτο φως της αυγής έβγαινε πίσω απ’ τα σύννεφα. 

Όμως η εικόνα της γυναίκας μου είχε καρφωθεί ξεκάθαρη στο μυαλό μου. Την άκουσα να μου μιλά, είδα το χαμόγελό της, το τίμιο κι ενθαρρυντικό βλέμμα της. Είτε πραγματική είτε όχι, αυτή η εικόνα ήταν πιο φωτεινή κι απ’ τον ήλιο που ανέτειλε. 

Τότε ξαφνικά μια σκέψη με καθήλωσε: πρώτη φορά στη ζωή μου είδα την αλήθεια σ’ αυτό που τραγούδησαν τόσοι ποιητές, κήρυξαν τόσοι στοχαστές. Ότι η αγάπη είναι ο τελικός κι υψηλότερος στόχος του ανθρώπου. Τότε κατάλαβα το νόημα του μεγαλύτερου μυστικού της ανθρώπινης ποίησης, σκέψης, πίστης. Ότι η σωτηρία του ανθρώπου γίνεται μέσα στην αγάπη και δια της αγάπης. Το κατάλαβα πώς γίνεται, ένας άνθρωπος που τα ‘χει χάσει όλα, παρόλα αυτά μπορεί να είναι ευτυχισμένος έστω και για μια μικρή στιγμή, με τη σκέψη της αγαπημένης του. Ακόμα και στην απόλυτη ένδεια και στην απόλυτη ανημπόρια, όταν το μόνο που μπορεί να κάνει είναι ν’ αντέξει τα βάσανά του με σωστό τρόπο –με τιμητικό τρόπο– ακόμα και τότε ένας άνθρωπος μπορεί να βρει πλήρωση στη λατρεμένη ανάμνηση της αγαπημένης του. 

Πρώτη φορά στη ζωή μου μπόρεσα να καταλάβω το νόημα των λέξεων: «οι άγγελοι είναι χαμένοι μέσ' στη διαρκή ενατένιση μιας άπειρης δόξας». Μπροστά μου ένας άντρας σκόνταψε κι όσοι ακολουθούσαμε πέσαμε πάνω του. Ο φρουρός έτρεξε και μας ξανάβαλε σε σειρά με το μαστίγιο. Για λίγα λεπτά οι σκέψεις μου διακόπηκαν. Όμως γρήγορα η ψυχή μου ξαναβρήκε τον δρόμο σ’ έναν άλλο κόσμο, άφησε πίσω την πραγματικότητα του φυλακισμένου, συνέχισα τη συνομιλία με την αγαπημένη μου. Τη ρώτησα διάφορα και μου απάντησε• μετά με ρώτησε αυτή και της απάντησα εγώ. 

«Στοπ!». Φτάσαμε στο χώρο εργασίας. Όλοι τρέξαμε στο μισοσκόταδο να βρούμε κάποιο σκεπάρνι ή φτυάρι της προκοπής. «Δε μπορείτε να βιαστείτε, ρε γουρούνια;». Γρήγορα πήραμε τις θέσεις της προηγούμενης μέρας στο χαντάκι που σκάβαμε. Το παγωμένο χώμα ράγιζε κάτω απ’ τα χτυπήματα των σκεπαρνιών κι έβγαζε σπίθες. Όλοι δουλεύαμε σιωπηλοί, το μυαλό μας παγωμένο. 

Το δικό μου μυαλό είχε κολλήσει στην εικόνα της γυναίκας μου. Σκέφτηκα ότι δεν ήξερα καν αν ήταν ζωντανή. Το μόνο που ήξερα καλά, ότι η αγάπη φτάνει πιο πέρα από τη φυσική ύπαρξη της αγαπημένης. Βρίσκει το νόημά της στο πνεύμα, στον εσωτερικό άνθρωπο. Είτε υπάρχει είτε όχι, είτε είναι ζωντανή είτε όχι, με κάποιον τρόπο αυτά χάνουν τη σημασία τους. Δεν ήξερα αν η γυναίκα μου ζούσε και δεν είχα τρόπο να το μάθω, κατά τη διάρκεια της φυλάκισής μας δεν είχαμε αλληλογραφία ή ειδήσεις, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν αδιάφορο. Δε μ’ ένοιαζε καν να μάθω, τίποτα δεν μπορούσε ν’ αγγίξει τη δύναμη της αγάπης μου, τις σκέψεις μου, την εικόνα της αγαπημένης μου. Ακόμα και να ‘ξερα τότε τον θάνατό της [μετά την απελευθέρωσή του, ο Viktor Frankl έμαθε ότι η γυναίκα του είχε ήδη πεθάνει], πιστεύω ότι θα συνέχιζα να θαυμάζω την εικόνα της στο μυαλό μου, αδιάφορος γι’ αυτήν την πληροφορία, πιστεύω ότι η μεταξύ μας κουβέντα θα συνέχιζε να είναι το ίδιο καθαρή και να με γεμίζει με την ίδια ικανοποίηση. 

«Βάλε με σφραγίδα πάνω στην καρδιά σου, αγάπη δυνατή σαν τον θάνατο». 

Ό,τι κι αν σημαίνουν τα παραπάνω. Μεταφέρω τα λόγια του Frankl. Να είστε 100% σίγουροι ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα που δε μας τα λέει, τα κρατά για τον εαυτό του (και τη γυναίκα του). Δημοσιευμένο βιβλίο, γράφει μόνο αυτά που μπορούν να ειπωθούν στους τουρίστες (εμείς είμαστε οι τουρίστες), όχι τα σημαντικότερα.

Είναι δυο πολύ διαφορετικά βιβλία αυτό του Amery κι αυτό του Frankl. Όμως ως προς το ύφος, όχι ως προς τα βιώματα και τα ιστορικά ντοκουμέντα. Η κόλαση του Άουσβιτς ήταν κοινή και για τους δυο. Στο βιβλίο του Frankl απουσιάζει η πίκρα. Διαφαίνεται κάτι αντίθετο (όμως πριν βιαστούμε να μέμψουμε τον Amery, μην ξεχνάμε ότι πάντα μπορεί να μας πει: «έλα πρώτα να τραβήξεις αυτά που τράβηξα εγώ και τα λέμε μετά»). 

Ας πούμε, φαίνεται στη συμπάθεια με την οποία ο Frankl μιλά για τους λίγους δεσμοφύλακες που προσπαθούσαν να διευκολύνουν τους κρατούμενους. Ήταν λίγοι. Όμως είναι φανερό στο γράψιμό του ότι τους θυμάται με ωραίο τρόπο. 

Μπορώ να το βεβαιώσω και προσωπικά. Όλοι εσείς που διαβάζετε χρόνια το μπλογκ, πιστεύω πια γνωριζόμαστε μεταξύ μας, ξέρετε ποιος είμαι, ποιος ήταν ο θείος μου. Τον έχετε δει ένα σωρό φορές στην TV, σε αφιερώματα κατά την επέτειο της χούντας. Μου έχει περιγράψει την εμπειρία της φυλακής. Ανάμεσα στ’ άλλα, και τους λίγους δεσμοφύλακες που κοιτούσαν να διευκολύνουν τους κρατούμενους. Να κάνουν τα στραβά μάτια, πως δε βλέπουν, πως δεν καταλαβαίνουν – όσο τους έπαιρνε φυσικά, είχαν ν’ αναφερθούν σε ανωτέρους. Τεσπά, τους λίγους που προσπαθούσαν να μην τυραννήσουν τους κρατούμενους παραπάνω απ’ όσο ήδη τυραννιούνται. Λοιπόν, αυτούς τους λίγους δεσμοφύλακες ο θείος μου τους θυμόταν με συμπάθεια. Μιλούσε γι’ αυτούς σχεδόν σα να ‘ταν φίλοι του. 

Αυτό ακριβώς και στο βιβλίο του Frankl. Με πόση συμπάθεια θυμάται τους λίγους δεσμοφύλακες, μάγειρες, εργοδηγούς κ.α. που προσπαθούσαν να διευκολύνουν τους κρατούμενους. Φαίνεται στο γράψιμό του. Όπως επίσης κι η απουσία πίκρας. Περιγράφει τους τυράννους και τους βασανιστές του ουδέτερα, σα να ήταν υπνοβάτες, μεθυσμένοι, μικρά παιδιά, άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν. 

Παρατηρήστε ότι κι ο Amery με τον Frankl δε μοιάζει να διαφωνούν σε κάτι. Όμως σίγουρα δε θα μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Καταλαβαίνω ότι ο Frankl χτυπήθηκε από Κεραυνό εκείνο το χάραμα, στο χαντάκι της καταναγκαστικής εργασίας. Και μετά τίποτα δεν ήταν ίδιο. Καλύτερα να τον αφήσω να το πει με τις δικές του λέξεις: 

Δεν κρατώ κακία σε κανέναν που μου ‘κανε κακό. Και δεν ξεχνώ κανέναν που μου έκανε έστω και το παραμικρότερο καλό. 

Θα το ‘θελα αυτό επιγραφή στην κορφή του βουνού της Σαμοθράκης, εκεί που ο Ποσειδώνας παρακολουθούσε τον Τρωικό πόλεμο (ίσως μου τη βιδώσει και το κάνω μια μέρα, δεν είναι κακή ιδέα) 

*   *   * ΄

Κλείνω μ’ ένα ποίημα του Τίτου Πατρίκιου: 

Είμαστε φάτσα με φάτσα 
Με τον εχθρό μου. 
Ένα γραφείο μονάχα μας χωρίζει 
Σα χαράκωμα ή σαν τάφος. 
Πίσω απ' τις αξιοπρεπείς μας μάσκες 
Από πολύ βαθιά ανεβαίνει και μας καίει το μίσος. 
 
Και να που τούτη τη στιγμή, 
Τώρα που παίζεται η ζωή μου, 
Ανακαλύπτω στη μορφή του πως 
Θα μπορούσα να τον είχα αγαπήσει. 
Να που τούτη τη στιγμή ανακαλύπτει στη μορφή μου 
Πως θα μπορούσε να με είχε αγαπήσει.

Ζόμια

Μια μικρή παρουσίαση για τη δουλειά του James C. Scott. Δε λέω ότι ο άνθρωπος και το έργο του είναι σε όλα τέλεια, όμως κατά την ασιατική μου εμπειρία σκόνταψα πάνω σε κάποιες ιδέες του, και πραγματικά τις βρήκα χρήσιμες για την κατανόηση του ασιατικού (κι όχι μόνο) φαινομένου. 

Ας ξεκινήσουμε μ’ ένα παράδειγμα: 

 


 

Αυτός είναι ένας τυπικός χάρτης, συγκεκριμένα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο της ακμής της (16ος – 17ος αιώνας). Έχουμε δει μπόλικους τέτοιους χάρτες κρατών, αυτοκρατοριών, πολιτισμών κ.λπ. σε βιβλία σχολικά και πανεπιστημιακά, και μάθαμε να τους πιστεύουμε (πήρα τον εν λόγω χάρτη από τη Wikipedia, τυχαίο παράδειγμα είναι, θα μπορούσε οποιοσδήποτε άλλος). 

Κι όμως, όλοι αυτοί οι χάρτες παραπλανούν. 

Δε μας δείχνουν πόσοι πολλοί άνθρωποι ζούσαν τότε, ουσιαστικά, εκτός του οργανωμένου κράτους, όποιο και να ‘ταν αυτό, παρόλο που τυπικά εντάσσονταν στην επικράτειά του, στη γραμμοσκιασμένη περιοχή του χάρτη. Έρημοι, αγριότοποι, δάση, βουνά, ζούγκλες: όλα αυτά ήταν φυσικά καταφύγια για διάφορους εξωκρατικούς, που συνήθως βαφτίζονταν «άγριοι», «βάρβαροι», «πρωτόγονοι», «ανυπότακτοι», «φυλές των βουνών», «απολίτιστοι», κι άλλα τέτοια που δε συνάδουν με προγράμματα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. 

Επίσης, οι χάρτες αυτοί δε μας λένε πόσοι πολλοί άνθρωποι... έφευγαν! Απλά έφευγαν από τις πόλεις του οργανωμένου κράτους, με τις ιεραρχίες, τις φορολογίες, τις γραφειοκρατίες, τις υποχρεωτικές στρατεύσεις, τους θεσμούς και τις αστυνομίες τους, πήγαιναν στα φυσικά καταφύγια κι έχτιζαν μια διαφορετική ζωή εκεί: «Τουλάχιστον αυτοί σώθηκαν από τις ευλογίες του πολιτισμού!» 

Κανονικά, όλοι αυτοί οι χάρτες θα έπρεπε να είχαν ξεθωριασμένα μπαλώματα μέσα στις επικράτειές τους για τα φυσικά καταφύγια που προσέφεραν άσυλο σε εξωκρατικούς. Επίσης, θα έπρεπε να είχαν βελάκια από τις πόλεις προς τα μπαλώματα: ροές ανθρώπων που, σε βάθος αιώνων, αρνιόντουσαν τις ευλογίες του πολιτισμού. Μόνο έτσι οι χάρτες δε θα παραπλανούσαν. 

Ορόσημο στην αναγνώριση αυτής της παραπλάνησης ήταν το έτος 2009, τότε που βγήκε το βιβλίο του James C. Scott: The Art of Not Being Governed. Σ’ αυτό, ο συγγραφέας ασχολείται με τους ορεσίβιους της ΝΑ Ασίας, τους «Ινδιάνους» του τόπου, που ακόμα και σήμερα ζούνε στις ζούγκλες των ατέλειωτων οροσειρών που σχηματίζουν τα Ιμαλάια. Δεν είναι πρωτόγονοι που έχασαν το τρένο του πολιτισμού• αντίθετα, πρέπει να τους δούμε ως απογόνους φυγάδων, που δέχτηκαν τη σκληρή ζωή της ζούγκλας προκειμένου να ξεφύγουν από τις πόλεις των πεδιάδων και τις κυβερνήσεις τους. Μέσα σε πολλούς αιώνες, οι Ινδιάνοι αυτοί ανέπτυξαν γλώσσες, οικονομίες, καλλιέργειες, ανιμισμούς και τρόπους ζωής κατάλληλους ώστε να κρατήσουν μακριά το οργανωμένο κράτος από τα χωριά τους. Μ’ άλλα λόγια... 

Καλωσήρθατε στη Ζόμια! Στην αναρχική χώρα για την οποία δε μάθατε ποτέ!  

Κι ο λόγος που δε μάθατε ποτέ για τη Ζόμια είναι ότι κι οι ίδιοι οι Ζόμιοι δε θέλουν να μάθετε για τη χώρα τους...

 

Η Ζόμια, το πιο όμορφο μέρος του κόσμου

 

Η Ζόμια σήμερα μοιράζεται σε 9 επίσημα κράτη (Βιρμανία, Ταϊλάνδη, Λάος, Νότια Κίνα, Βιετνάμ, περιοχές του Μπαγκλαντές, Καμπότζη, περιοχές του Νεπάλ και του Μπουτάν), έχει περίπου το μέγεθος της Ευρώπης κι ενδεχομένως πάνω από 100.000.000 πληθυσμό (ο ακριβής πληθυσμός της Ζόμιας είναι κρατικό μυστικό που δεν αποκαλύπτεται σε μας τους ξένους), ενώ είναι έντονα ορεινή: Εδώ επάνω στα βουνά δε δίνω διάρα τσακιστή για ό,τι έχει κερδηθεί, για ό,τι έχει πια χαθεί.  

Κατά τον James C. Scott, οι Ζόμιοι απέφυγαν το οργανωμένο κράτος επί 2.000 χρόνια (μήπως και περισσότερα;). Η Ζόμια είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που δεν είναι χώρα: δεν έχει πρωτεύουσα, σημαία, εθνικό ύμνο, επίσημο νόμισμα (αντί γι’ αυτό έχει δώρα: Gift Economy), δεν έχει σαφώς οριοθετημένα σύνορα, δεν εκπροσωπείται στον ΟΗΕ, δεν αναγνωρίζεται καν απ’ αυτόν. Το διαβατήριο στη Ζόμια είναι η εμπιστοσύνη: ο τρόπος για να πάρεις βίζα, άδεια μετακίνησης κι άδεια παραμονής είναι να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των τοπικών Ζόμιων. Οι οποίοι έχουν «όση ιστορία χρειάζονται» για ν’ αποφεύγουν το οργανωμένο κράτος, και την υπόλοιπη τη συμπληρώνουν με έναν ΑΣΤΕΙΡΕΥΤΟ πλούτο προφορικών παραδόσεων.  

Κάτι ξέρω απ’ αυτόν τον πλούτο. Ήμουν την Άνοιξη του 2014 σε μια μάζωξη ηλικιωμένων αρχηγών Καρέν από πολλά μέρη της Ταϊλάνδης, με σκοπό να συγκεντρώσουν τη διασπαρμένη τους προφορική παράδοση – στη γλώσσα Καρέν ονομάζεται Μπο Τα. Είχα αναφέρει σχετικά εδώ. Ήταν γοητευτικό να βλέπεις να σχηματίζεται σιγά–σιγά μια μεγάλη εικόνα μέσα από μύθους, θρύλους, παραμύθια κι ιστορίες διαφόρων περιοχών. Κάτι συναρπαστικό γεννιόταν. Όμως πριν προλάβει να μεταφραστεί αυτή η εικόνα στα επίσημα Ταϊλανδικά και στα Αγγλικά, την έπνιξε το πραξικόπημα του 2014. Μπορεί και να χάθηκε για πάντα. Τα γνωμικά κι οι παροιμίες που αναφέρω στο παραπάνω λινκ είναι ό,τι πρόλαβα να σώσω.    

Περίπτωση Ζόμιας ήταν κι η εμπειρία του Κροπότκιν κατά τις γεωγραφικές του αποστολές στη Σιβηρία το 1864: «Οι χωρικοί στα χωριά που πήγε βοηθούσαν συνεχώς ο ένας τον άλλον κατά την πάλη τους με το αδυσώπητο περιβάλλον της Σιβηρίας. Πολύ περισσότερο, ο Κροπότκιν παρατήρησε μια συσχέτιση αυτής της αλληλοβοήθειας με την απόσταση του χωριού από εκεί που έφταναν τα χέρια της κυβέρνησης. Στη Σιβηρία έχασα όποια πίστη είχα προηγουμένως στην κρατική πειθαρχία» (από εδώ).    

*   *   *

Στα καθ’ ημάς, θα πρέπει να δούμε την ελληνική Ζόμια στους παλιούς Βλάχους και στους Σαρακατσαναίους: 

Στου γύρ’ζμα ιμένα μ’ έπιασαν αυτοίνοι (οι αντάρτες). Ήταν μπλούκι μιγάλου. 

- Πού πας; Μου ‘παν. 

- Α! Ιδώ. Έχου κι κάτι πράματα. 

- Σι θέλουμε. Θα σι πάρουμι κουντά μας. Θα μας πας ικεί. Απ’ τ’ Κούστια πίσου, σια κει στου Μακρίνου. 

Μιτά ιγώ τ’ς είπα να φύγου, να πάου στα πρόβατα. 

- Όχι. Θα κάτσεις ιδώ. 

Έκατσα πόση ώρα. Τι να κάμου τώρα, σκέφτουμαν. Δε μπόρ’γα να φύγου. Μι φύλαγαν τέσσερις. 

- Τώρα, λέου ιγώ. Διψάου. Θέλου νιρό. Να πάου να πιού λίγου νιρό ικεί πέρα. 

- Σύρι, μ’ λέει. 

Πήγα μοναχός μ’, ικεί είχι λόγγου. Ουξιές. Πήγα κει να πιού νιρό. Έσκυψα κι έκανα ότι έπ’να νιρό. Σ’κώθ’κα κουντά. Έκαμα λίγου λουξά κι έφ’κα. 

- Τι να κάμου τώρα; Πού να πάου; Κι πού θα πέσου; Κάνου σια παν’. Ξέφ’κα απ’ του δρόμου κι πάου σ’ ένα γκριμό. Διάφ’κι νύχτα πουλλή. Έκατσα να πλαϊάσου. Του προυί έφιξι. Ικεί ήβρα ένα πεύκου πισμένου. 

- Τώρα τι να κάμου; Θα κάτσου. Έκατσα. Μες του κάτσ’μου πο ‘κανα, έφτασι κι μια αρκούδα ικεί σι μένα. Μόλις μ’ είδι, λάκ’σι, έφ’κι. Σ’κώθ’κι κι έφ’κι. Πάει κατά διαόλ’. Φοβήθ’κα. Τι να ‘κανα; Δε μπόρ’γα να κάμου κι τίπουτα. Έφ’κα κι ‘γω, κουντά απού κει. Παραπέρα βρίσκου έναν βλάχου μι τα πρόβατα, τουν Ξένου. Ήμασταν κι συγγινείς. 

(από εδώ, σελ. 4, διηγείται ο Παντελής Θανασούλας, Σαρακατσαναίος. Ο τόπος είναι τα βουνά των Ιωαννίνων κι ο χρόνος είναι 1946 ή 1947)  

Απ’ όσο ξέρω, οι Σαρακατσαναίοι ενσωματώθηκαν τελειωτικά στο ελληνικό κράτος τη δεκαετία του ’60, ενώ ακόμα και σήμερα στην Αλβανία οι Βλάχοι θεωρούνται ξεχωριστή φυλή («στη χώρα μου έχουμε τόσο τοις εκατό Αλβανούς, τόσο τοις εκατό Έλληνες και τόσο τοις εκατό Βλάχους») 

Θα πρέπει να δούμε την ελληνική Ζόμια στους Κλέφτες και Λήσταρχους. Ο πατέρας μου, μικρό παιδί, θυμόταν τον παππού μου να ετοιμάζεται για ταξίδι με το φορτηγό στο Πήλιο ν’ αγοράσει ξυλεία σε κάποιο χωριό (τέλη δεκαετίας του ’40), κι έκανε τους λογαριασμούς του: «θα δώσω τόσα στον παραγωγό, τόσα για μεροκάματα στους εργάτες, τόσα για διανυκτέρευση στα Χάνια, τόσα για βενζίνη και τόσα στα παιδιά». Τα ταξίδια τότε στο Πήλιο ήταν περιπέτεια, ενώ τα εν λόγω «παιδιά» ήταν οι λήσταρχοι της εποχής. Οι οποίοι, με τον καιρό, είχαν γίνει φίλοι με τον παππού, πίναν κρασί μαζί, ο παππούς τους έδινε κάποιο «δώρο», αυτοί τον ξεπροβοδούσαν και του εύχονταν «καλή συνέχεια!». Οι δρόμοι του Πηλίου πρέπει να είχαν λήσταρχους κάπου μέχρι και τη δεκαετία του ’50 (πάντως στα 1923, ο επικηρυγμένος Θωμάς Γκαντάρας, ο ληστής, αποφασίζει να φωτογραφηθεί).  

Θα πρέπει επίσης να δούμε την ελληνική Ζόμια στους Ορεινούς της Κρήτης, στους Ορεινούς της Ζακύνθου – που ζούσαν σκληρή αλλά ανυπότακτη ζωή και περιφρονούσαν τους σέμπρους, τους κολίγους του νησιού, οι οποίοι ήταν υποτακτικοί σε κάποιον αφέντη (η Ζάκυνθος είχε κατάλοιπα αριστοκρατίας μέχρι κι αρχές δεκαετίας ’80, οι παλιοί σέμπροι υποκλίνονταν στον γιο του αφέντη μέχρι και τα πρώτα χρόνια της Αλλαγής. Κατόπιν ήρθε το ΠΑΣΟΚ κι ο τουρισμός) 

*   *   *

Κατά τον James C. Scott, η Ζόμια δεν υπάρχει πια, την πάτησε το τρένο. Σήμερα υπάρχουν μόνο μισοσβησμένα κάρβουνα από κάτι που κάποτε ήταν φωτιά. Θα πρέπει ν' αντισταθούμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε ότι η Ζόμια υπάρχει ακόμα, και να χρησιμοποιήσουμε την ιδέα μόνο για ανάλυση και κατανόηση άλλων εποχών και καταστάσεων. Πάντα κατά τον James C. Scott. 

Θα ήθελα να μην είναι έτσι. Mε θλίβει, όμως έχω μάθει να περιμένω πάντα το χειρότερο, ποτέ το καλύτερο. Στοιχημάτιζε πάντα στο χειρότερο και δε θα χάσεις. Με τα λόγια του Carl Jung: «Είναι απατηλό το αίσθημα της έξαρσης, ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι είμαστε το αποκορύφωμα της ιστορίας, η εκπλήρωση και το τελικό προϊόν αμέτρητων γενεών. Είμαστε η απογοήτευση πανάρχαιων ελπίδων και προσδοκιών» (από εδώ)

 


 

Οι κυβερνήσεις με τα ελικόπτερα, τους δορυφόρους και την τεχνολογία τους μπορούν πλέον να φτάσουν παντού και να ξεχυθούν στον εσωτερικό αποικισμό τους. Να εκπολιτίσουν τους πρωτόγονους, να γράψουν την ιστορία όπως θέλουν, να μετατρέψουν τους αγριότοπους σε κήπους (αν όχι σε γήπεδα γκολφ): «Κοίτα αυτό το μέρος! Κάποτε ήταν αγριότοπος, τώρα έγινε κήπος. Δεν αισθάνεσαι περήφανος;»  

*   *   *

Όποιος ενδιαφέρεται για το The Art of Not Being Governed του James C. Scott, μπορώ να του το στείλω ηλεκτρονικά.

Ο εθνικός ύμνος της αντιγνωμίας (στίχοι: Splitting the Sky, απαγγελία: aConcernedHuman, μουσική: Ron Bankley)