Εγώ Μάγκας Φαινόμουνα

Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια. Μεταλλάχτηκαν κάπου τη δεκαετία του ’50, έγιναν κάτι διαφορετικό από αυτό που υπήρξαν πριν. Μας άφησαν κληρονομιά τη λέξη, η οποία επιμένει ως τις μέρες μας να έχει θετικές συνδηλώσεις, κάτι που δε γίνεται εύκολα κατανοητό. Διότι σε μια πρώτη ανάγνωση, οι παλιοί μάγκες (αόριστα γνωστοί και ως αλάνηδες, νταήδες, κουτσαβάκηδες, ρεμπεσκέδες, μόρτηδες κ.λπ.) είχαν να κάνουν με ό,τι πιο κατακριτέο. Πολλοί από αυτούς ήταν υπόκοσμος και θήτευσαν στην κλοπή, το λαθρεμπόριο, τη μαστρωπεία, τον τζόγο κ.λπ. Κατά κανόνα ζούσαν χωρίς ελπίδα για το μέλλον, περιφρονούσαν τη δουλειά, μέρος της ζωής τους ήταν το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, περάσαν από φυλακή (Πορτοκαλιές εφύτεψα στη φυλακή που μπήκα / Και πορτοκάλια έφαγα, μ’ ακόμα δεν εβγήκα) και έκαναν πολύ σκληρή ζωή («κάθε βράδυ ήμασταν μελλοθάνατοι», που έλεγε κι ο Γενίτσαρης)• όπως κι οι παλιοί καουμπόις, τα τραγούδια τους ήταν γεμάτα δυστυχία κι ο κόσμος που τους εξιδανικεύει, δεν συνειδητοποιεί τι βάσανα τραβούσαν και οι μεν και οι δε (Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω, να με σκεπάσει το νερό / Τη δύσκολη ζωή που κάνω να την αντέξω δεν μπορώ). Όποιος όμως βλέπει μόνο αυτά, ας μου εξηγήσει γιατί οι λέξεις μάγκας & μαγκιά επιμένουν ως τις μέρες μας να έχουν τόσο θετικό πρόσημο. Κάτι μας διαφεύγει.

Οι μάγκες ήταν σίγουρα όλα τα παραπάνω κι όχι μόνο, υπήρχε κάτι ακόμα που μένει αόρατο στις ερμηνείες. Θέλω να δώσω τη δική μου ανάγνωση του μάγκικου φαινομένου και να καταδείξω ότι ο μάγκας τελικά υπήρξε ένα πρότυπο χαϊντεγκεριανής ύπαρξης που διαμόρφωσε αριστοτελική αρετή. Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ ήταν ένας απεχθής ναζί που έγραψε κάτι ακατανόητα βιβλία• δυστυχώς άξιζαν. Τι να κάνουμε, η ζωή δεν μπαίνει σε εύκολα καλούπια: 



1) Μαραντονισμός της Αυθεντικότητας

Ο μάγκας έχει να κάνει με την αυθεντικότητα. Είναι ανοιχτός και λειτουργεί χωρίς προκάτ συμπεριφορές. Το αντίθετο του μάγκα είναι αυτός που παριστάνει τον μάγκα: ο φιγουρατζής. Ο γνήσιος μάγκας δεν παριστάνει κάτι, του βγαίνει αβίαστα αυτή η συμπεριφορά χωρίς να την έχει προμελετημένη, καρφωτή και δουλεμένη. Η οπλοφορία μπορεί να είναι ένα από τα συστατικά του μάγκα, όμως η οπλοφορία δεν κάνει τον μάγκα (Βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις / Πρέπει να έχεις την ψυχή, καρδιά για να το βγάλεις). Ο μάγκας μπορεί να φτάσει και στα άκρα («Οι άνδρες των ρεμπέτικων τραγουδιών απεχθάνονται τους μετριοπαθείς» - Ηλίας Πετρόπουλος), όμως η ακρότητα δεν κάνει τον μάγκα. Μπορεί και να πάρει αλκοόλ ή χασίς για να φτάσει στα άκρα, όμως δεν το κάνει βάσει σχεδίου αλλά απλά γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Η αυτοπεποίθησή του μπορεί να γίνει ακόμα κι επικίνδυνη, όμως δεν είναι ντεμέκ αυτοπεποίθηση. Αυτός που έχει αυτοπεποίθηση βάσει σχεδίου, γίνεται αντιληπτός ως ψευτόμαγκας. Το να διατυμπανίζεις την υπεροχή σου τείνει να γίνει αντιληπτό ως εκτροχιασμός από την μαγκιά. Ο πραγματικός μάγκας δεν αγαπά την αυτοδιαφήμιση, αφήνει τους άλλους να μιλάνε γι’ αυτόν (Στην πιάτσα που μεγάλωσα, όλοι μ’ έχουν θαυμάξει / Γιατί είμαι μάγκας έξυπνος και σ’ όλα μου εντάξει).

Σήμερα έχουμε αυτή τη σιχαμένη έκφραση «να είσαι ο εαυτός σου», που αν τη λέγαμε στους παλιούς μάγκες, το άλλο πρωί θα μας έβρισκαν σφαγμένους σε κάποια μάντρα στου Ψυρρή. Η παρομοίωση που θα χρησιμοποιούσα είναι με τους μεγάλους αθλητές• ένας σπουδαίος παίκτης μέσα στο γήπεδο είναι δεκτικός στις δυνατότητες που ξαφνικά θα εμφανιστούν – μια ευκαιρία για σουτ, ένας συμπαίκτης που θα ξεμαρκαριστεί κ.λπ. – αντιδρά άμεσα, άκριτα, άρρητα κι αστραπιαία. Και επιτυχημένα, γι’ αυτό και είναι σπουδαίος παίκτης. Ο μάγκας λοιπόν εκφράζει έναν τέτοιο μαραντονισμό απέναντι στη ζωή και στις περιστάσεις που φέρνει, τις οποίες λύνει με τον τρόπο της ομορφιάς: ο μάγκας είναι πάντα ωραίος.

Μπορούμε να βρούμε αυτόν τον μαραντονισμό της αυθεντικότητας σε πολλές αφηγήσεις, π.χ. ο Γενίτσαρης σπάει στο ξύλο τον μάγκα Χαμόδρακα κι ανοίγει παρτίδες μαζί του, όμως μετά συναπαντιούνται σε μια ταβέρνα και, πάνω στο κέφι του γλεντιού, γίνονται αδερφικοί φίλοι (εδώ, σελ. 26). Αλλά και σε άλλα λιγότερο δραματικά περιστατικά π.χ. στη συζήτηση του Ζαμπέτα με το βατραχάκι. Ακριβώς όπως κι ένας Μαραντόνα ήξερε να αντιμετωπίζει τα προβλήματα των αγωνιστικών περιστάσεων και να τα λύνει με τον τρόπο της ομορφιάς.

Η αυθεντικότητα (Eigentlichkeit) ήταν μείζον θέμα και για τον Χάιντεγκερ, την οποία έβλεπε ως έναν διαφορετικό τρόπο να σχετίζεσαι με τον κόσμο. Όμως για να επέλθει, θα πρέπει να περάσεις από βαθιές υπαρξιακές κρίσεις, να ξενυχτήσεις στη μακριά σκοτεινή νύχτα της ψυχής (Πονώ και μέσ’ στη μοναξιά ο πόνος μου με τρώει / Και στα βαθιά μεσάνυχα, χτυπάει το ρολόι). Μόνο όταν αντιμετωπίσεις τον θάνατο και προβάλλεις τη ζωή σου επάνω στον ορίζοντά του (Sein-zum-Tode) μπορείς να γίνεις αυθεντικός και να έχεις αυτή τη διαφορετική συσχέτιση με τον κόσμο. Δηλαδή, μόνο όταν φτάσεις να αντιλαμβάνεσαι τη ζωή σου ως ζήση, ως την αναφορά μιας πορείας από τη μήτρα στον τάφο, κι εσύ κάπου ανάμεσα να κοιτάς γύρω σου και ν’ αναρωτιέσαι πώς έφτασες ως εδώ. Ο Μάρτιν ονόμαζε Dasein αυτήν την αντίληψη της ζωής/ζήσης κι έλεγε ότι είναι το υπόβαθρο του είναι μας: ένα υπαρξιακό μπαγλαμαδάκι που παίζει μόνιμα στο βάθος, όμως στις στιγμές της μη-αυθεντικότητάς μας δεν το προσέχουμε. Μέχρι που έρχεται μια κρισάρα, σωπαίνουν τα υπόλοιπα όργανα κι απομένει μόνο η αβάσταχτη ελαφρότητα του Dasein.

Ποια όμως είναι αυτή η διαφορετική συσχέτιση με τον κόσμο που χαρακτηρίζει την αυθεντικότητα; Ας μας το πουν οι παλιοί μάγκες:





2) Αντικείμενα, Άνθρωποι, Διάθεση και Περιβάλλον

Ο μάγκας γίνεται το αφεντικό της όλης κατάστασης, την κατέχει, με τον τρόπο που χρησιμοποιούν οι ηθοποιοί αυτήν την έκφραση. «Κατέχω» την όλη κατάσταση, τον χώρο που βρίσκομαι, τους άλλους ανθρώπους, σημαίνει πως τίποτα δεν μπορεί να με κλονίσει• σημαίνει πως έχω τρόπο να ενσωματώσω τα πάντα γύρω μου, ανθρώπους κι αντικείμενα, στην κουβέντα, στο γλέντι, στο σόου που δίνω, στην μαγκιά μου. Ένας έμπειρος ηθοποιός που κατέχει την παράσταση, το κοινό, τη σκηνή, δεν τα χάνει ακόμα κι αν ο κόσμος τον γιουχάρει. Θα βρει τρόπο να το ενσωματώσει, να γυρίσει την κατάσταση – αλλά ακόμα κι αν δεν το κάνει, θα το διασκεδάσει. Ενώ ο άπειρος ηθοποιός που δεν κατέχει την όλη κατάσταση, θα πληγωθεί συναισθηματικά. Είμαι το αφεντικό, κατέχω την κατάσταση, σημαίνει πως τίποτα δεν μπορεί να με τρολάρει.

Μόνο όταν είμαστε αυθεντικοί κι ατρόλιαστοι, τρελοί κι αδέσποτοι, γνωρίζουμε πραγματικά τα αντικείμενα, τους ανθρώπους και το περιβάλλον. Στη μη-αυθεντικότητα, μαθαίνουμε μόνο τη δημόσια παρουσία (vorhanden) των αντικειμένων – κατά κάποιον τρόπο, μας παρουσιάζονται με κουστούμι και γραβάτα. Ένα σφυρί π.χ. στη δημόσιά του παρουσία είναι απλώς ένα αντικείμενο με κάποιο σχήμα, βάρος, φτιαγμένο από κάποιο υλικό κ.λπ. Για να το μάθουμε όμως στις ιδωτικές του στιγμές (zuhanden), θα πρέπει να το πάρουμε και ν’ αρχίσουμε να καρφώνουμε μέχρι να το παίζουμε στα δάχτυλα, να κουμπώνει γλυκά στο χέρι μας. Τότε μόνο το μαθαίνουμε πραγματικά κι αποκτά κάποιο νόημα για μας. Οι παλιοί μάγκες είχαν έναν υπέροχο τρόπο να εκφράζουν την ιδιωτική γνώση των αντικειμένων: τα έκαναν υποκοριστικά. Φτωχό κομπολογάκι μου, θέλει να φουμάρει ένα τσιγαράκι, έλα και άναψε το μαγκαλάκι, έχω στήσει τσαντιράκι κάτω απ’ το κυπαρισσάκι, να μου φέρνει σαντουράκι για να σπάμε νταλκαδάκι, όταν πλύνω τουμπεκάκι θα φουμάρω τσιμπουκάκι, από κάτω απ’ το σακάκι έχω το μπαγλαμαδάκι κ.λπ. Το «μπαγλαμαδάκι», στη μάγκικη διάλεκτο, απέχει έτη φωτός από τον σκέτο «μπαγλαμά». Το όργανο στη βιτρίνα, ασυσχέτιστο με τη ζωή μας, είναι ένας «μπαγλαμάς» στη δημόσιά του παρουσία. Αν όμως τον πάρουμε και του αφιερώσουμε άπειρες εργατοώρες, τον μάθουμε απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, φτάσει να ταιριάζει στο χέρι μας λες και κατασκευάστηκε γι’ αυτό, τότε μας βγαίνει μια τρυφερότητα που την εκφράζουμε με το υποκοριστικό. Το «μαγκάλι» είναι απλώς ένα αντικείμενο με κάποιο βάρος, σχήμα, φτιαγμένο από κάποιο υλικό κ.λπ.• αν όμως παίζει έναν ρόλο στη ζωή μας κι έχει κάποιο νόημα ειδικά για μας, τότε γίνεται «μαγκαλάκι».

Κληρονομήσαμε από τους παλιούς μάγκες αυτήν την σοφία των υποκοριστικών και για τους ανθρώπους που έχουν κάποιο νόημα για μας: το Χαρικλάκι, το Σαμιωτάκι, το Ανεστάκι, το Μαρικάκι κ.λπ. Η «Χαρίκλεια» είναι ένας άνθρωπος όπως τον βλέπει η κυβέρνηση, ο ψυχίατρός του ή οι φίλοι του στο Facebook: έχει ένα ΑΦΜ, μια ηλικία, ένα IQ, ένα επάγγελμα, κάποια ενδιαφέροντα, ένα ψυχολογικό προφίλ, είναι εσωστρεφής ή ευαίσθητη ή ευγενική κ.λπ. Μαθαίνουμε όμως πραγματικά έναν άνθρωπο – τον σακουλευόμαστε – όχι όταν βρούμε τους σωστούς χαρακτηρισμούς, δεν είναι θέμα χαρακτηρισμών και ψυχολογικού προφίλ, αλλά όταν νιώθουμε ποιο αστείο πρέπει να πούμε για να γελάσει, όταν ψυχανεμιζόμαστε τι σκέφτεται, όταν πιάνουμε στον αέρα τι τον πείραξε, όταν με μια του μόνο λέξη καταλαβαίνουμε πολλά, όταν τον ξεσηκώνουμε να χορέψει, όταν τον παρασέρνουμε να τραγουδήσει, όταν τον κάνουμε να νιώθει άνετα μαζί μας κι εμείς άνετα μαζί του. Ξέρουμε πραγματικά έναν άνθρωπο μόνο όταν τον έχουμε όπως ο Χιώτης το μπουζούκι του. Και τότε αυτός ο άνθρωπος από «Χαρίκλεια» γίνεται «Χαρικλάκι». Το ψυχολογικό προφίλ δεν φτάνει, δεν είναι θέμα θεωρητικής γνώσης.

Στην κατάσταση της αυθεντικότητας δεν είμαστε ποτέ ουδέτεροι, έλεγε ο Μάρτιν. Oρίζει πάντα μια διάθεση (Stimmung) τη σχέση μας με τον κόσμο, είτε φωτεινή είτε σκοτεινή. Όχι η συναισθηματική μπογιά που επικαλύπτει έναν, υποτίθεται, ουδέτερο και πρωταρχικότερο νου, αλλά ο προσανατολισμός μας ως προς τον κόσμο: το κούρδισμά μας. Οπότε, αν το Stimmung το πούμε μεράκι, γίνεται αμέσως κατανοητό, οι παλιοί μάγκες εννοούσαν μ’ αυτήν τη λέξη πολλά περισσότερα απ’ ό,τι εννοούμε σήμερα με το «συναίσθημα» ή τη «διάθεση». Και ήταν τεράστια η σοφία τους που καταλάβαιναν ότι το μεράκι τους ήταν και μέρος του χώρου, όπως η θερμοκρασία του δωματίου, όχι μόνο κάτι προσωπικό. Το εξέφραζαν με τις πράξεις και τα λόγια: Βάλε διπλή-τριπλή φωτιά και κάψε μου τη σπλήνα / Κι από τη φλόγα την πλατιά να κάψεις την Αθήνα. Το μεράκι εδώ αντανακλάται σ’ όλη την Αθήνα διότι από αυτήν προέρχεται, ένα μέρος του ανήκει εκεί. Ή το περιστατικό από τη βιογραφία του Γενίτσαρη, όπου με τον Παπαϊωάννου και κάποιους άλλους αφού έπαιξαν στα μαγαζιά της Αίγινας, έκλεψαν μια νεκροφόρα από το νεκροταφείο και γύρναγαν όλο το νησί τραγουδώντας (εδώ, σελ. 25). Δηλαδή, πρέπει να σπαρθεί όλη η Αίγινα με νότες, το μεράκι πρέπει να επιστρέψει σ’ όλο το νησί γιατί σχετίζεται και με όλο το νησί.

Οπότε λοιπόν, ο αυθεντικός άνθρωπος αυτό που κάνει είναι να μαζεύει γύρω του αντικείμενα κι ανθρώπους που έχουν νόημα γι’ αυτόν και να φτιάχνει το περιβάλλον του (Umwelt) – δηλαδή, το στέκι του (ταβέρνα, μαχαλάς κ.λπ.), εκεί όπου όλα έχουν υποκοριστικό. Εκεί όπου μπορεί να εκδηλώσει τον μαραντονισμό του και να είναι ωραίος. Στο απόσπασμα της προηγούμενης παραγράφου, οι Γενίτσαρης & Παπαϊωάννου κάναν στέκι τους όλη την Αίγινα.

Είναι μια πλάνη της μη-αυθεντικότητας ότι είμαστε, υποτίθεται, καταρχήν ουδέτερα υποκείμενα απέναντι από έναν ανεξάρτητο κόσμο και κατόπιν σχετιζόμαστε μαζί του. Στην κατάσταση της μη-αυθεντικότητας, «ψάχνω να βρω τον εαυτό μου» σημαίνει κάνω ψυχανάλυση, διαλογισμό, διαβάζω βιβλία αυτογνωσίας, ψάχνω να εντοπίσω μια ουσία μέσα μου. Όμως στην κατάσταση της αυθεντικότητας, «ψάχνω να βρω τον εαυτό μου» σημαίνει αλλάζω το στέκι μου. Η απάντηση θα βρεθεί έξω από μας, όχι μέσα μας. Αλλάζω περιβάλλον, μεράκια, ανθρώπους, αντικείμενα κι ασχολίες, γιατί το παλιό στέκι με άφηνε ανολοκλήρωτο, ασχημάτιστο. Δεν «είμαστε» κάποια ουσία, ένας νους ή παρατηρητής ξέχωρος από τον κόσμο• δημιουργούμαστε κάθε φορά στις σχέσεις μας, αυτές είναι που μας δίνουν ύπαρξη. Είμαστε έρμαια των ανθρώπων και των αντικειμένων που έχουν νόημα για μας. Χωρίς το στέκι μας, δεν υπάρχουμε.




3) Ηθική Δεξιότητα

Η μαγκιά διδάσκεται και καλλιεργείται, είναι μια ηθική δεξιότητα. Δεν είναι έμφυτη, δεν είναι θέμα ταλέντου, σπουδάζεται συστηματικά μέσα στην ίδια τη ζωή μέχρι να γίνει έξη. Κανένα βιβλίο δεν μπορεί να τη μεταδώσει, δεν μπαίνει σε μεθόδους και κανόνες. Το μόνο που μπορεί να βοηθήσει εδώ είναι ο δάσκαλος – δηλαδή ο φτασμένος μάγκας, που θα τον επιλέξει ο μαθητής για πρότυπο, θα τον παρατηρεί καθημερινά, θα μελετήσει τη συμπεριφορά του, θα αντιγράψει τις κουβέντες και τις πράξεις του, στην αρχή μεν μηχανικά, σε κάποια στιγμή όμως θα πιάσει το νόημα – θα τον σακουλευτεί (Από μικρός εσπούδασα μέσ’ στην Παλιά Στρατώνα, που ήταν ομορφότερη κι από τον Παρθενώνα / Είχα ντερβίσια συντροφιά και δάσκαλο τζιμάνι, που ήταν πρώτος στη μαγκιά και δεν τον φτάναν άλλοι). Ο Γενίτσαρης, για παράδειγμα, άρχισε να εκπαιδεύεται στη μαγκιά από τα δεκατέσσερά του, στο λεβητοποιείο των Αφών Γουζούαση, στον Πειραιά: «Σ’ αυτή τη δουλειά όμως που πήγα μ’ άρεσε, γιατί όλοι οι μαστόροι και παραγιοί ήτανε μάγκες – ήτανε δουλειά μάγκικια» (εδώ, σελ. 17), καθώς και στο καφενείο του Μπάτη («Σ’ αυτό το σχολείο που πάγαινα, τέτοια γράμματα μάθαινα»). Κατόπιν την τελειοποίησε στο Δάσος, το μπουζουξίδικο του Αντώνη Βλάχου («κέντρο της μαγκιάς και της αμαρτίας»), ερχόμενος σε επαφή με ορισμένους από τους σκληρότερους μάγκες του Πειραιά: «Άκουγα τις ιστορίες τους και έβαλα μπρος να τις εφαρμόσω κι εγώ»

Αυτά βέβαια τα ξέρουμε κι από τον παππού Αριστοτέλη: η δ’ ηθική αρετή εξ έθους περιγίνεται. Η αρετή δεν είναι θέμα κανόνων και αρχών αλλά θέμα εμπειρίας, τη μαθαίνουμε στην πράξη μέχρι να μας γίνει τρόπος ζωής, το αγώι κάνει τον αγωγιάτη: οικοδομούντες οικοδόμοι γίνονται και κιθαρίζοντες κιθαρισταί (και μπουζουκίζοντες μπουζουξήδες). Ο Πλάτωνας πίστευε ότι η αρετή είναι γνώση, ότι την κατακτάς άμα τη συλλάβεις θεωρητικά, τη δέσεις με ορισμούς, αρχές και κανόνες• ο Αριστοτέλης του απαντούσε: «Θες να μάθεις τι είναι η αρετή; Μην ψάχνεις ορισμούς, ρώτα έναν σοφό ηλικιωμένο». Δηλαδή, δες τι κάνει ο φτασμένος μάγκας και μάθε δίπλα του στην πράξη. Συμφωνούν τόσο ο Ηλίας Πετρόπουλος («Είναι πολύ δύσκολο να δωθεί ο ορισμός του ρεμπέτη ή μάγκα») όσο κι ο Κώστας Λαδόπουλος («Η παλιά έννοια του μέσου τύπου ενός μάγκα δε μπορεί να εξηγηθεί με λέξεις. Είναι θέμα αίσθησης, εμπειρία ζωής»): ο μάγκας δεν τυποποιείται.

Είδαμε σε προηγούμενη ανάρτηση ότι κάθε ανθρώπινη δεξιότητα περνάει από πέντε τουλάχιστον στάδια μέχρι να κατακτηθεί – άρα και η μαγκιά, η ηθική δεξιότητα της αυθεντικότητας και του μαραντονισμού. Μπορούμε να κάνουμε λοιπόν μια προσπάθεια να σκιαγραφήσουμε αδρά την πορεία ενός μαθητή μέχρι την πλήρη κατάκτηση της αρετής (με λίγο χιούμορ τα παρακάτω):

(Α) Στο στάδιο του Πρωτόπειρου (Novice), νομίζει ότι υπάρχουν κανόνες στη μαγκιά. Πρέπει να ντύνεσαι έτσι, να μιλάς έτσι, να συμπεριφέρεσαι έτσι κ.λπ. Βρίσκεται ακόμα στην επικράτεια του Πλάτωνα, νομίζει πως η μαγκιά μπορεί να συλληφθεί θεωρητικά. Σαν τα αγόρια στην εφηβεία που ψάχνουν να βρουν το δικό τους πρότυπο και νομίζουν πως είναι αποκλειστικά θέμα της μουσικής που ακούνε και της μπλούζας που φοράνε. Οι παλιοί μάγκες μάλλον θα του δίναν τον τίτλο του Νερουλού ή του Τρίχα. Του αξίζει όμως ένας έπαινος, γιατί τουλάχιστον έλκεται από τη μαγκιά, επέλεξε να μαθητεύσει σ’ αυτήν. Όπως έλεγε κι ο παππούς Αριστοτέλης: έκαστος εαυτώ της έξεως εστί ως αίτιος (ο καθένας είναι υπεύθυνος για τις έξεις που θα επιλέξει).

(Β) Στο στάδιο του Αρχάριου (Advanced beginner), αρχίζει να καταλαβαίνει ότι τα πράγματα δεν είναι απλά, τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. Συνεχίζει όμως ακόμα να βρίσκεται στην επικράτεια του Πλάτωνα, δεν ξέρει πώς να αποδεσμευτεί από τους κανόνες, δεν καταλαβαίνει πώς ο έμπειρος μάγκας κάνει τέτοιες ομορφιές απροσχεδίαστα κι αυθόρμητα. Οι παλιοί μάγκες θα του δίναν και πάλι κάποιον χλευαστικό τίτλο, ίσως του Φιγουρατζή, διότι θα συνεχίζαν να τον βλέπουν στημένο και δήθεν.

(Γ) Στο στάδιο του Ικανού δεξιοτέχνη (Competent), περνά από συναισθηματική τρικυμία. Δεν έχει πλέον τίποτα σταθερό να κρατηθεί, δεν ξέρει πώς πρέπει να συμπεριφερθεί και τι να κάνει. Σαν τα αγόρια στη μετεφηβεία τους που ψάχνονται και περνάνε κρίσεις ταυτότητας, losing my religion. Το χαρακτηριστικό σ’ αυτό το στάδιο είναι η συναισθηματική ανισορροπία, οπότε τείνει να το παρακάνει σε όλα. Οι παλιοί μάγκες μάλλον θα τον βλέπανε ως Κουτσαβάκη ή Νταή, κάποιον που νομίζει ότι γίνεται το αφεντικό της κατάστασης μόνο όταν εκδηλώνει υπερβολικό θράσος κι επιθετικότητα. Του λείπει η σοφία του Αριστοτέλη, που δίδασκε ότι η αρετή βρίσκεται στην μεσότητα του πάθους, ούτε στην υπερβολή ούτε στην έλλειψή του.

(Δ) Στο στάδιο του Επιδέξιου δεξιοτέχνη (Proficient), αρχίζει να βρίσκει το δικό του στιλ, τα δικά του γνωμικά και τους δικούς του δρόμους στη μαγκιά. Έχει πλέον αποσυνδεδεθεί από κανόνες και τύπους, καταλαβαίνει πως τίποτα προσδιορίσιμο δεν κάνει τον μάγκα. Μπορεί να είναι ωραίος ως μάγκας όταν οπλοφορεί αλλά κι όταν δεν οπλοφορεί• όταν ντύνεται έτσι αλλά κι όταν ντύνεται αλλιώς• είτε στ’ αλώνια είτε στα σαλόνια, αυτός θα βρίσκει τον τρόπο να εκδηλώνει τον μαραντονισμό του και να βάζει όμορφα γκολ. Επίσης εδώ αρχίζει και να γουστάρει φοβερά τη μαγκιά• αν έφτασε σ’ αυτό το στάδιο, πλέον δεν υπάρχει επιστροφή. Οι παλιοί μάγκες θα του δίναν ίσως τον τίτλο του Βλάμη ή και θα τον αναγνωρίζανε ως Μάγκα, έναν από αυτούς.

(Ε) Στο στάδιο του Βιρτουόζου (Expert) αντιλαμβάνεται τον εαυτό του πρώτα ως μάγκα και μετά ως Homo sapiens. Έχει αλλάξει πια, έχει γίνει άλλο ον. Εδώ θα έπαιρνε την καθολική αναγνώριση και τους υψηλότερους τίτλους της πιάτσας, του Πρωτόμαγκα ή του Ντερβίση. Πλέον το ‘χει στο αίμα του και δεν μπορεί να ζήσει αλλιώς. Διαπιστώνει όμως και κάτι καινούργιο εδώ, ένα ακόμα χαρακτηριστικό της μαγκιάς:




4) Μαγνητικό Πεδίο

Ο μάγκας είναι μαγνήτης. Οι γύρω του τον θαυμάζουν και έλκονται, ο μαραντονισμός της αυθεντικότητας δημιουργεί μαγνητικό πεδίο. Το μυαλό εδώ πηγαίνει στον Χατζιδάκι, που μέσα στην Κατοχή ανακάλυψε όχι μόνο τα ρεμπέτικα αλλά και τα καμπαρέ της εποχής, του άρεσε να πηγαίνει εκεί και να συναναστρέφεται με τον κόσμο τους, κάτι τον τραβούσε έντονα. Αλλά κι ο Μάρκος μιλούσε για τα ανφάν-γκατέ, τον κόσμο της καλής κοινωνίας που πήγαινε στα κακόφημα κέντρα. Ίσως μπορούμε να δούμε και τους μορφωμένους δημοτικιστές μέσα στους πρώιμους θαυμαστές της λαϊκής κουλτούρας/μαγκιάς, όπως ο Γιάννης Ψυχάρης, που από το 1883 έγραφε: «Τραβάτε, παιδιά, στον Πειραιά να μάθετε τη γλώσσα» (Το Ταξίδι Μου).

Ένα άλλο ίχνος αυτής της έλξης μπορούμε να εντοπίσουμε και στη μυθοποίηση του Καζαντζάκη για τον Ζορμπά, τον οποίο ανήγε σε εξωπραγματικό πρότυπο ανθρώπου. Ένιωθε ότι ο Ζορμπάς είχε κάτι που ο ίδιος δεν είχε και, με το συγγραφικό του ταλέντο, τον έκανε Ευγενή Άγριο (με βουδιστικές προεκτάσεις). Αυτό είναι και το πρόβλημα όταν εμείς, οι διανοούμενοι της μεσαίας τάξης, ανακατευόμαστε με τη λαϊκή κουλτούρα: είτε την αποστρεφόμαστε και δεν βλέπουμε τίποτα άλλο σ’ αυτήν παρά χασίσια και υπόκοσμο, είτε την εξιδανικεύουμε (όπως έκανε κι ο Σκαμπαρδώνης στο πρόσφατο μυθιστόρημά του). Θέλει πολλή προσοχή και τιμιότητα εδώ πέρα. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, ο Χατζιδάκις το πέτυχε• ανακατεύτηκε με τον λαϊκό κόσμο και τη λαϊκή μουσική, δεν τους εκτόξευσε σε μυθικές διαστάσεις, δεν ήταν ένας απ’ αυτούς, ποτέ δεν αρνήθηκε ότι ήταν διαφορετικός, όμως με κάποιον τρόπο τους εκτίμησε και τον εκτίμησαν. Βρήκαν τρόπο επικοινωνίας. Ο Ζαμπέτας έλεγε σε μια παλιά συνέντευξή του ότι ο Μίκης πάντα τους κοιτούσε αφ’ υψηλού και γι’ αυτό δεν τον πολυχώνευαν, όμως ο Μάνος «το καταλάβαινε καλά το σινάφι μας».

Προσέξτε ένα λεπτό σημείο: όλα τα παραπάνω γνωρίσματα του μάγκικου φαινομένου μπορεί και να οδηγούσαν σε αξιοθαύμαστες πράξεις γεμάτες θάρρος, ειλικρίνεια, συντροφικότητα, δικαιοσύνη, προστασία των αδυνάτων και διάφορες τέτοιες ποιότητες που χαίρουν εκτίμησης. Μπορεί όμως και να μην οδηγούσαν. Μπορεί και να οδηγούσαν στα αντίθετά τους. Αν πάμε να αναλύσουμε έτσι τον μάγκα, κάνουμε το σφάλμα του Καζαντζάκη, τον προσεγγίζουμε με την ηθική των διανοούμενων της μεσαίας τάξης που δουλεύει με αρχές. Η ηθική του μάγκα όμως δεν δουλεύει με αρχές, δουλεύει με τον μαραντονισμό της αυθεντικότητας και με κατοχή της κατάστασης, να γίνεσαι το αφεντικό.

Επίσης, όλα τα παραπάνω μπορεί και να οδηγούσαν σε ριζοσπαστικότητα, σε ταξική συνειδητοποίηση ότι υπάρχει φάμπρικα, σύστημα, που διαχωρίζει την «κάτω κοινωνία» (Γενίτσαρης) από την επάνω και διατηρεί την ιεραρχία. Μπορεί όμως και να μην οδηγούσαν. Μπορεί και να οδηγούσαν σε στάσεις που θα ονομάζαμε συντηρητικές ή λούμπεν. Αν πάμε να αναλύσουμε έτσι τον μάγκα, τον προσεγγίζουμε με την ηθική της Αριστεράς που έχει να κάνει με αγωνιστικότητα και πολιτική συνειδητοποίηση. Και θα το κάνουμε τελικά το σφάλμα, θα πέσουμε στην παγίδα της εξιδανίκευσης – ή θα δούμε πράγματα που δεν υπάρχουν, π.χ. θα διαχωρίσουμε τα ρεμπέτικα σε «καλά» και «κακά» τραγούδια, προκειμένου να διατηρήσουμε την ανάγνωσή μας.

Επίσης, όλα τα παραπάνω μπορεί και να οδηγούσαν σε αντικονφορμισμό και παραβίαση των κανόνων κοινωνικού ευπρεπισμού. Μπορεί όμως και να μην οδηγούσαν. Μπορεί και να οδηγούσαν σε αυτό που γίνεται αντιληπτό ως συστημικότητα ή ομοιόσταση. Αν πάμε να αναλύσουμε έτσι τον μάγκα, τον προσεγγίζουμε με την ηθική του Άσιμου, τις αξίες του περιθωρίου, που έχουν να κάνουν με ορκισμένη αντισυστημικότητα.

Στο φινάλε, η αυθεντικότητα είναι σαν το ποδήλατο, δεν έχει εγχειρίδιο οδηγιών, το μαθαίνεις στην πράξη τρώγοντας τα μούτρα σου. Και δεν μπαίνει στα καλούπια κανενός αξιακού μοντέλου, είτε των διανοούμενων είτε της Αριστεράς είτε του περιθωρίου. Είναι σαν να προσπαθείς να προσδιορίσεις πλήρως με παραμέτρους την ποδοσφαιρική πράξη ενός Μαραντόνα. Όχι μόνο θα βρίσκεις εξαιρέσεις σε κάθε κανόνα, αλλά τον συλλαμβάνεις λάθος από την αρχή-αρχή (δηλαδή, δεν τον σακουλεύεσαι): ο ποδοσφαιριστής δεν είναι σπουδαίος επειδή έχει τους σωστούς κανόνες, αλλά επειδή γίνεται κανόνας ο ίδιος.




Στο Δια Ταύτα...

Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους παλιούς μάγκες με τη συγκατάβαση του ανώτερου προς τον κατώτερο. Δεν λέω να περάσουμε στην ειδωλολατρεία του Καζαντζάκη προς τον Ζορμπά όμως μπορούμε να τους δούμε με μια υγιή περιέργεια, ως ανθρώπους που κάτι έχουν να πουν και για τη δική μας ζωή. Έζησαν πολύ δύσκολα – μην τους ζηλεύετε, δεν θα θέλατε να ήσασταν στη θέση τους – σε μια εποχή που η ανθρώπινη ζωή ήταν φτηνή όμως κατέκτησαν την Ελλάδα με τον θρύλο, τη μουσική και το μαγνητικό τους πεδίο. Θυμίζω ότι ο Ωνάσης ήταν που πήγαινε στον Ζαμπέτα, όχι ο Ζαμπέτας στον Ωνάση. Ο Καζαντζάκης θαύμαζε τον Ζορμπά, όχι ο Ζορμπάς τον Καζαντζάκη. Επίσης δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να κάνουμε τον Χάιντεγκερ εξωτικό σκαθάρι σε μουσείο εντομολογίας• διαβάζει κανείς κάτι κείμενα, λόγια σε βαθμό κακουργήματος, π.χ. «Το Παρ-Είναι είναι συγχρόνως και Συν-Είναι, ο ανθρωπος αντιμετωπίζει τα όντα ως εργαλεία, δηλαδή ως Πρό-Χειρα (Zuhandenes) κ.λπ.». Τι καταλαβαίνετε εσείς από αυτό; Έτσι όμως τα εξήγησα πιο πάνω δεν είναι πολύ καλύτερα; Τέλος, δεν βλέπω τον λόγο να προσεγγίζουμε τον Αριστοτέλη με τόσο λαστιχένια γάντια ώστε να γίνεται ξένος από τη ζωή και τον προβληματισμό μας. Η πρόσφατη Ελλάδα ανέδειξε ένα θαυμάσιο παράδειγμα αριστοτελικής αρετής, που διέφυγε της προσοχής των διανοούμενων και των ερευνητών• δεν πέρασε απαρατήρητο όμως από τον κόσμο, που μέχρι σήμερα έχει τον μάγκα ως τον ανώτατο τίτλο που μπορεί να δωθεί σε κάποιον. Κατά την πλατωνική έννοια, οι παλιοί μάγκες δεν ήξεραν τίποτα από Αριστοτέλη. Κατά την αριστοτελική έννοια όμως, ήξεραν τα Ηθικά Νικομάχεια καλύτερα κι από τους ακαδημαϊκούς.





Τομπουρλίκα, του Παναγιώτη Τούντα (1940) τραγουδούν: Παγιουμτζής, Κερομύτης, Γεωργακοπούλου και αηδονάκι

ΥΓ: Αν δεν είχα και τον κ. Δύτη, τι θα ήμουν στη γη; μπορεί αλήτης να 'μουνα, να 'χα καταστραφεί)



Το Πρώτο Τρολ;

Βρισκόμαστε στον Ιανουάριο του 1949, μια άγρια εποχή σε μια διχασμένη Ελλάδα. Τόσο οι αριστεροί όσο και οι δεξιοί παραξενεύονταν από μια μουσική που άρχισε να κατακτά τον κόσμο και οι μεν τη χρέωναν στους δε. Για τους αριστερούς, ήταν τραγούδια μη επαρκώς πολιτικοποιημένα που δεν καλλιεργούσαν ταξική συνείδηση• για τους δεξιούς, ήταν λούμπεν τραγούδια όλο αναφορές σε χασίσια, μαχαίρια και υπόκοσμο (προς τιμήν τους πάντως, υπήρχαν μεμονωμένες φωνές κι από τα δύο στρατόπεδα που εκφράζονταν θετικά). Για τον πολύ κόσμο, ήταν απλά τα τραγούδια που γούσταρε, τραγουδούσε συνέχεια κι ονόμαζε «λαϊκά» ή «ρεμπέτικα». Εκείνον λοιπόν τον Γενάρη, ένας νέος συνθέτης ονόματι Μάνος Χατζιδάκις έδωσε μια διάλεξη στο Θέατρο Τέχνης γι’ αυτά τα τραγούδια και τα σύγκρινε με την μουσική ποιότητα του Μπαχ, τη στιχουργική ομορφιά της αρχαίας τραγωδίας και του Κορνάρου, ενώ ένας μπουζουξής (Μάρκος) και μια τραγουδίστρια (Σωτηρία Μπέλλου) ανέλαβαν να δείξουν ζωντανά στο κατάπληκτο κοινό του λόγου το αληθές.

Φυσικά έγινε μέγα σκάνδαλο, αν και τα ρεμπέτικα ήταν ήδη γνωστά και δημοφιλή. Δεν υπήρχε περίπτωση πάντως να μεταδοθούν από το κρατικό ραδιόφωνο. Οι αμανέδες, τα χασικλίδικα ήταν ακόμα απαγορευμένα και τα Μουσικά Σωματεία πίεζαν για την πλήρη απαγόρευση της λαϊκής μουσικής, με το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατόν να παραχθεί κάτι ποιοτικό από αγράμματους δημιουργούς (πάντως ούτε κι η Αριστερά ήξερε τι ακριβώς να κάνει μ’ αυτά τα τραγούδια). Οπότε, όταν ήρθε η διάλεξη και μπήκε το μπουζούκι στο Θέατρο Τέχνης, όταν συγκρίθηκαν τα ρεμπέτικα με τη μουσική του Μπαχ και τους στίχους του Κορνάρου, όλοι οι διανοούμενοι έπαθαν σοκ. Τόσο οργισμένες ήταν οι αντιδράσεις, ώστε η αστυνομία συμβούλεψε διακριτικά την μάνα του Χατζιδάκι να μην πολυκυκλοφορεί ο γιος της για λίγο καιρό (εδώ). 

Μια τρολιά ήταν ουσιαστικά εκείνη η διάλεξη, ο Γέρων Παστίτσιος της εποχής. Λίγα χρόνια αργότερα, οι θιγμένοι ακδημαϊκοί θα κατάπιναν τη γλώσσα τους με την πάνδημη επικράτηση του λαϊκού τραγουδιού. Μπορούμε άραγε να δώσουμε στον Χατζιδάκι τον τίτλο του πρώτου ελληνικού τρολ;

Η Μη-Σκέψη

Περίληψη προηγουμένων (εδώ κι εδώ): Το κίνημα της Τεχνητής Νοημοσύνης που ξεκίνησε το 1956 στο Dartmouth, με τη διακηρυγμένη του αμετροέπεια («θα φτιάξουμε ανθρώπους»), οδήγησε σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη φύση της νοημοσύνης και της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η αρχική ΑΙ θεώρηση υπονοούσε τον άνθρωπο καρτεσιανό-αλγεβρικό ον• η κριτική του Dreyfus τόνιζε ότι ο άνθρωπος είναι πλάσμα δεξιοτήτων. Όμως μια τέτοια θεωρητική διαμάχη μπορεί να σημαίνει κάτι και για μας;

Αξίζει να αναλύσουμε λίγο περισσότερο αυτό που λέμε δεξιότητα (skill) – σωματική, γλωσσική, κοινωνική, διανοητική, συναισθηματική κ.λπ. – τι ακριβώς είναι και πώς το μαθαίνουμε. Πιστεύω ότι ο προσφορότερος τρόπος είναι με το Φαινομενολογικό Μοντέλο των Hubert & Stuart Dreyfus, που περιγράφει την τροχιά από την απόλυτη αδημοσύνη (πλήρης απουσία της δεξιότητας) ως την ειδημοσύνη (κατάκτηση της δεξιότητας). Υπάρχουν κι άλλες προσεγγίσεις που ασχολούνται με διαφορετικές πλευρές του θέματος, όμως το Φαινομενολογικό Μοντέλο είναι αυτό που χαρτογραφεί τα θέματα τα οποία θέλω να συζητήσω. Δημοσιεύτηκε το 1980 μετά από έρευνες σε πιλότους και σκακιστές, κι έκτοτε έχει βρει υποστήριξη από άλλες ανεξάρτητες έρευνες σε αθλητές, μουσικούς, στρατιώτες, μηχανικούς, γιατρούς, νοσοκόμες, προγραμματιστές κ.α. Το ρεζουμέ είναι ότι ένας ειδήμονας δεν είναι απλώς ένας πολύ πιο γρήγορος ή πιο καταρτισμένος αρχάριος• είναι ένα διαφορετικό ον από τον αρχάριο, που λειτουργεί θεμελιωδώς διαφορετικά και κατοικεί σ' έναν διαφορετικό κόσμο από τον αρχάριο. Στο 2ο Μέρος θα συζητήσω κάποια συμπεράσματα για τη θεώρηση του ανθρώπου, την Αριστερά, τις Κοινωνικές Επιστήμες, την πολιτική, την ηθική σκέψη κι άλλα. Δε διεκδικώ κανένα αλάνθαστο ούτε πιστεύω ότι τα λέω όλα• σίγουρα υπάρχουν πολλά ακόμη να επισημανθούν και θα χαρώ να γίνει ζωηρή κουβέντα. Το αφήνω σε σας να κρίνετε κατά πόσον το Μοντέλο ανταποκρίνεται στη ζωή και στην εμπειρία σας. Αν όντως είμαστε πλάσματα δεξιοτήτων, τότε μπορεί ο καθένας μας να σκεφτεί προσωπικά παραδείγματα από μια δεξιότητα, οποιαδήποτε, που κάποτε μας ήταν ξένη και σταδιακά την κατακτήσαμε: ίσως η δουλειά μας, η οδήγηση, η ποδηλασία, μια ξένη γλώσσα που μάθαμε άπταιστα, η αφήγηση ανεκδότων στην παρέα, το παζάρεμα, το φλερτ, η ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες μας και στις ανάγκες των ανθρώπων μας, η δακτυλογράφηση, το να συστηνόμαστε σε κάποιον ξένο, η ικανότητα σ’ ένα μουσικό όργανο, το κοίταγμα κατευθείαν στα μάτια κ.α. Το Μοντέλο λέει ότι περάσαμε από πέντε τουλάχιστον στάδια καθώς γινόμασταν διαφορετικά όντα μέσα στην επικράτεια της δεξιότητας:



1. Πρωτόπειρος (novice) 
Οι Πρωτόπειροι χρειάζονται συνταγές. «Αν Α, τότε κάνε Β». Συνήθως ο εκπαιδευτής ξεκινά αναλύοντας το περιβάλλον της δεξιότητας σε αντικειμενικώς προσδιορίσιμα στοιχεία, σε Α και σε Β που δεν απαιτούν πρότερη εξοικείωση για να αναγνωριστούν, και δίνει αλγοριθμικούς κανόνες («συνταγές») για τον χειρισμό τους. Π.χ. ο οδηγός που πρωτοπιάνει τιμόνι, λειτουργεί με αλγορίθμους: «ξεκίνα με πρώτη, βάλε αμέσως δευτέρα, στα 50 km/h βάλε τρίτη» ή «κατεβαίνουμε την κατηφόρα με την ίδια ταχύτητα που την ανεβήκαμε» κ.λπ. Κάποιος που πρωτομαθαίνει μια ξένη γλώσσα στο φροντιστήριο, λειτουργεί αρχικά με γραμματική και συντακτικό, «στις δευτερεύουσες προτάσεις, το ρήμα πηγαίνει στο τέλος» ή «το mit συντάσσεται με δοτική» κ.λπ. Η νοσοκόμα στις πρώτες της κλινικές εμπειρίες λειτουργεί σαν να εφαρμόζει μια λίστα καθηκόντων, π.χ. «πάρε την πίεση ανά ώρα κι αν η διαστολική είναι πάνω από 100 mmHg, φώναξε τον γιατρό». Οι τηλεφωνητές στα τηλεφωνικά κέντρα συνήθως δεν ξεπερνάνε αυτό το επίπεδο• κάνουν μια κακοπληρωμένη δουλειά, όμως εντελώς μηχανική και χωρίς κρίση: «αν θέλουν το Τεχνικό Τμήμα, μεταβίβασε τη γραμμή σ’ αυτόν τον κωδικό, αν θέλουν το Τμήμα Πωλήσεων, μεταβίβασε στον άλλο κωδικό κ.λπ.». Το κάθε τι στο σύμπαν ενός Πρωτόπειρου είναι αντικειμενικώς προσδιορίσιμο, μηχανικό και άκαμπτο – γι’ αυτό κι άμα γίνει κάτι λάθος, η ευθύνη κατά κανόνα βαραίνει τους εκπαιδευτές τους, οι ίδιοι οι Πρωτόπειροι είναι απλές μηχανές εφαρμογής κανόνων και συνήθως δεν καταλογίζουμε ευθύνη σε μια μηχανή αλλά σ’ αυτόν που την προγραμμάτισε.

Το κάθε τι εδώ μπορεί να παραμετροποιηθεί, να γραφτεί σε βιβλία και να μεταδοθεί με λόγια. Τα χαρακτηριστικά μιας κατάστασης που μπορούν να ανανγνωρίσουν οι Πρωτόπειροι είναι εύκολα προσδιορίσιμα και ίδια για όλους τους παρατηρητές – αυτό που λέμε «αντικειμενικά» – ενώ οι κανόνες μπορούν εύκολα να δωθούν τηλεφωνικά. Όταν δε συναντούν μια κατάσταση για την οποία δεν έχουν προετοιμαστεί, οι Πρωτόπειροι συνήθως τα χάνουν εντελώς.



2. Αρχάριος (advanced beginner) 
O Αρχάριος που έχει πλέον λίγη πείρα αρχίζει να εντοπίζει και τους κακούς ορισμούς. Δηλαδή, αρχίζει να αντιλαμβάνεται αυτά τα στοιχεία τα οποία νοηματοδοτούνται μόνο εντός πλαισίου και δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να οριστούν με μαθηματική σαφήνεια. Π.χ. ο οδηγός που έχει λίγη πείρα, αρχίζει να ακούει το θόρυβο του αυτοκινήτου και να αλλάζει ταχύτητα όταν η μηχανή ζορίζεται• αρχίζει να παρατηρεί τους πεζούς και τους άλλους οδηγούς, και να κόβει ταχύτητα όταν νιώθει ότι κάποιος μπροστά του είναι αφηρημένος. Το «άλλαξε ταχύτητα στα 50 km/h» είναι αλγοριθμικό και παραμετροποιήσιμο, δεν απαιτεί κρίση και είναι όμοια κατανοητό από όλους. Όμως το «άλλαξε ταχύτητα όταν η μηχανή ζορίζεται» είναι, τυπικά, ένας κακός ορισμός• απαιτεί κρίση, κάποια πείρα για να γίνει κατανοητό κι ερμηνεύεται μόνο μέσα στις συγκεκριμένες καταστάσεις – η μηχανή ζορίζεται σε διαφορετικές ταχύτητες ανάλογα με το οδόστρωμα, το φορτίο του αυτοκινήτου, την κλίση του δρόμου κ.λπ. Το «πάτα φρένο αν εμφανιστεί άνθρωπος στη μέση του δρόμου» μπορεί να γίνει οδηγία ενός Η/Υ• όμως το «κόψε ταχύτητα αν το παιδάκι τρέχει ανησυχητικά ανέμελα στο πεζοδρόμιο» δεν μπορεί, είναι κακός ορισμός. Το «φώναξε τον γιατρό αν η διαστολική ξεπεράσει τα 100 mmHg» ανήκει στο σύμπαν της Πρωτόπειρης νοσοκόμας• όμως το «φώναξε τον γιατρό αν η διαστολική φτάσει σε επικίνδυνο σημείο» προσδιορίζεται από την συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση. Η «επικίνδυνη διαστολική πίεση» μπορεί να εξαρτάται από τον συγκεκριμένο ασθενή, από τη συγκεκριμένη πάθησή του, από τους πιεστικούς συγγενείς του ή κι από τα υπόλοιπα καθήκοντα που έχει μπροστά της η νοσοκόμα.

Ο Αρχάριος λοιπόν κατοικεί σ’ ένα μικτό σύμπαν με παραμετροποιήσιμα στοιχεία («50 km/h», «100 mmHg», «πεζός στη μέση του δρόμου») και μη-παραμετροποιήσιμα στοιχεία («ζόρισμα της μηχανής», «επικίνδυνη πίεση», «ανέμελο παιδάκι»)• με καλούς ορισμούς που ισχύουν καθολικά, ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο πλαίσιο, και με κακούς ορισμούς που ερμηνεύονται μόνο εντός συμφραζομένων. Επίσης, λειτουργεί και με ένα μίγμα από άκαμπτες, μηχανικές συνταγές και πιο χαλαρές κατευθυντήριες γραμμές. Όπως κι ο Πρωτόπειρος, συνεχίζει να έχει ακόμα εξωτερική σχέση με τις πράξεις του: μπορεί πάντα να τις δικαιολογήσει και να δώσει μια λογική εξήγηση γι’ αυτές με καθολικά κατανοήσιμους όρους αντικειμενικών στοιχείων• έχει πάντα κάτι να πει σε μια απολογία, σε μια ΕΔΕ, σε ένα δικαστήριο που να γίνει όμοια κατανοητό από όλους, χωρίς να καταφύγει σε εκφράσεις του στιλ: «ένιωσα πως κάτι δεν πήγαινε καλά»• μπορεί πάντα να δώσει μια πειστική αναφορά.



3. Ικανός Εκτελεστής (competent performer) 
Ο Ικανός Εκτελεστής μιας δεξιότητας νιώθει σαν τον Νώε. Τα μη-παραμετροποιήσιμα στοιχεία μιας κατάστασης, οι «κακοί ορισμοί», τώρα γίνονται κατακλυσμικά κι ο Ικανός εκτελεστής καλύπτει πλέον το σύνολο της πράξης του με τέτοια. Η παρομοίωση που θα χρησιμοποιούσα είναι μεταξύ Ρωμαϊκού και Αγγλοσαξωνικού Δικαίου (Civil Law & Common Law) – κι εδώ ας με διορθώσουν οι νομικοί αν κάνω λάθος. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο (που είναι κυρίως η βάση του δικού μας δικαίου στην Ελλάδα) ιδανικά βασίζεται σε καθολικούς νόμους και αντικειμενικούς ορισμούς: τι είναι δόλος, ηθική αυτουργία, εγκληματική αμέλεια κ.λπ. Το Αγγλοσαξωνικό Δίκαιο λειτουργεί εντελώς διαφορετικά. Ιδανικά, δεν υπάρχουν ούτε αντικειμενικοί ορισμοί ούτε καθολικοί νόμοι. Κάθε υπόθεση που παρουσιάζεται στο δικαστήριο συγκρίνεται με παρελθούσες συναφείς υποθέσεις και το μέλημα είναι να υπάρχει παρόμοια μεταχείριση σε παρόμοιες υποθέσεις. Είναι, ας πούμε, μια προσπάθεια να συλλάβει η δικαιοσύνη την πολυπλοκότητα και πολυπαραγοντικότητα των πραγματικών καταστάσεων στον πραγματικό κόσμο, όπου συχνά δεν μπορούνε όλα να προσδιοριστούν ούτε να υπαχθούν σε κάποια νομική κατηγορία, ενώ μπορεί να υπάρχουν κοινωνικώς αναγνωριζόμενα ελαφρυντικά, τεκμήρια, επιβαρυντικά στοιχεία τα οποία ο νόμος δεν μπορεί εύκολα να αρθρώσει.

Λοιπόν, μεταφορικά μιλώντας, ο Ικανός εκτελεστής μιας δεξιότητας αρχίζει να περνά από το Ρωμαϊκό στο Αγγλοσαξωνικό Δίκαιο• δηλαδή, να βασίζεται ελάχιστα στις συνταγές και στους καλούς ορισμούς, και να λειτουργεί σχεδόν αποκλειστικά με στοιχεία τα οποία δεν μπορούν να αρθρωθούν εύκολα. Δεν αποδομεί πλέον «ρωμαϊκά» μια κατάσταση σε κάποιες λίγες διακριτές παραμέτρους, αλλά τη συλλαμβάνει ολιστικά και «αγγλοσαξωνικά» σαν μια χορωδία από μυριάδες λεπτομέρειες, κανονικότητες, patterns κ.α. Είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ έναν που μαθαίνει μια ξένη γλώσσα με βιβλία, γραμματική και συντακτικό (με «καλούς ορισμούς»), και σ’ έναν που τη μαθαίνει μέσα στο γλωσσικό της περιβάλλον αφήνοντας τις γραμματικές και τα λεξικά, και προσπαθώντας να επικοινωνήσει όπως μπορεί. Ο πρώτος διαβάζει στο βιβλίο ότι η πρόθεση mit συντάσσεται με δοτική• ο δεύτερος ακούει πολλές παραδείγματα από φυσικούς ομιλητές με την πρόθεση mit, οπότε όταν θέλει να τη χρησιμοποιήσει, του βγαίνει καλύτερα να τη συντάξει με δοτική.

Είναι έτσι φτιαγμένος ο άνθρωπος ώστε «ρωμαϊκά» μπορεί να δουλέψει μόνο με λίγες παραμέτρους και μόνο πάρα πολύ αργά• «αγγλοσαξωνικά» όμως μπορεί να χειριστεί ένα απροσδιόριστα μεγάλο πλήθος λεπτομερειών και να το κάνει ταχύτατα. Για παράδειγμα, ο Αρχάριος πιλότος όταν μπαίνει στο σκάφος αφιερώνει πρώτα χρόνο για να ελέγξει μια μεγάλη λίστα από υποσυστήματα, διακόπτες, μοχλούς κ.λπ. Καθώς αποκτά εμπειρία, σε κάποια στιγμή γίνεται ένα κλικ μέσα του: πλέον μπαίνει στο σκάφος και με μια ματιά τα βλέπει όλα, νιώθει αν κάτι δεν είναι ΟΚ ή όλα είναι εντάξει. Κατά κανόνα, αυτό αντανακλάται και στον τρόπο που εκφράζεται. Ο ολιγόπειρος πιλότος λέει: tomorrow I’ll fly the plane• o πιλότος με εμπειρία λέει: tomorrow I’ll fly.

Ο Ικανός εκτελεστής επίσης αρχίζει να εμπλέκεται και συναισθηματικά με τη δεξιότητά του. Δεν έχει πλέον εξωτερική σχέση με τις πράξεις του γιατί εδώ δεν υπάρχουν συνταγές και φόρμουλες. Πρέπει μέσα από τη χορωδία των στοιχείων που του παρουσιάζονται να καταστρώσει ένα σχέδιο δράσης, χωρίς να έχει κάτι να πιαστεί πέρα από την κρίση του. Συνήθως περνάει συναισθηματικές εξάρσεις και πτώσεις, ενώ συχνά νιώθει χαμένος στον ωκεανό. Οι νοσοκόμες σ’ αυτό το επίπεδο (συνήθως με εμπειρία 2-3 χρόνων μετά την αποφοίτησή τους) έχουν πάψει μεν να αναλύουν τμηματικά μια περίπτωση, όπως οι Αρχάριες, και αισθάνονται πια ότι κυριαρχούν στην κατάσταση, δεν άγονται και φέρονται από κάθε απρόβλεπτη επιπλοκή• από την άλλη όμως δεν έχουν ακόμη την ικανότητα να διαχειρίζονται το συναισθηματικό μέρος της δουλειάς τους – είτε πανηγυρίζουν όταν μια απόφαση αποδεικνύεται επιτυχής είτε πέφτουν σε κατάθλιψη όταν αποδεικνύεται λάθος.

Το άλλο θέμα που παρουσιάζεται εδώ είναι ότι ένας Ικανός εκτελεστής αρχίζει να μην μπορεί να δικαιολογήσει εύκολα τις πράξεις του. Κάτι παρόμοιο με τον ομιλητή μιας ξένης γλώσσας στο περιβάλλον της, που αρχίζει μεν να μιλάει καλά, χωρίς όμως αναγκαστικά να καταφεύγει στους γραμματικούς κανόνες. Ο γιατρός που αρχίζει να αποκτά εμπειρία, κάνει διάγνωση χωρίς να μπορεί εύκολα να εξηγήσει γιατί αυτό το κλινικό εύρημα είναι σημαντικό και πρέπει να ληφθεί υπόψη, να θεωρηθεί «σύμπτωμα», ενώ το άλλο κλινικό εύρημα μπορεί ν’ αγνοηθεί, δεν θεωρείται «σύμπτωμα». Γι’ αυτό και οι Ικανοί Εκτελεστές είναι συνήθως οι καταλληλότεροι για θέσεις μάνατζμεντ: είναι ψυλλιασμένοι στις ιδιαιτερότητες της δεξιότητας, ξέρουν αρκετά ώστε να μπορούν να κηδεμονέψουν έναν Αρχάριο και να μην τσατίσουν πάρα πολύ έναν Βιρτουόζο.


Ας κάνουμε ένα διάλειμμα εδώ, να πάρουμε μια ανάσα με το τρέιλερ του καταπληκτικού ντοκιμαντέρ Being In The World, στο οποίο μάγειρες, μουσικοί, ξυλουργοί, φιλόσοφοι κ.α. αναρωτιούνται για τον άνθρωπο και τη θέση του μέσα στον τεχνολογικό μας κόσμο:







4. Επιδέξιος Εκτελεστής (proficient performer)
Ένας Επιδέξιος εκτελεστής μιας δεξιότητας λειτουργεί κυρίως με γνωμικά, κοινούς παρονομαστές από ένας εκτεταμένο ρεπερτόριο περιπτώσεων. Τα γνωμικά παράγονται απρογραμμάτιστα, ασυνείδητα, όπως όταν σου κολλάει ένας στίχος και συνειδητοποιείς ότι τον σιγοψιθυρίζεις συνέχεια, και χρησιμοποιούνται μόνο εντός κάποιων συμφραζομένων. Δεν έχουν μεγάλη αξία για τον Αρχάριο• όπως και στην πραγματική ζωή, τα γνωμικά παράγονται από Επιδέξιους εκτελεστές και κατανοούνται από Επιδέξιους εκτελεστές πάντα μέσα σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο, χωρίς αξίωση καθολικότητας. Είναι η γλώσσα με την οποία επικοινωνούν μεταξύ τους οι Επιδέξιοι και ανταλλάσσουν ειδημοσύνη (όχι ακριβώς γνώση), οι «νόμοι της πράξης», ας πούμε. Ένας Επιδέξιος εκτελεστής μπορεί να κατανοήσει το γνωμικό εντός των ιδιαιτεροτήτων μιας συγκεκριμένης κατάστασης και να πληροφορήσει την πράξη του μ’ αυτό• ένας Αρχάριος, απλώς θα καταλάβει ότι δεν έχει φτάσει ακόμα σ’ ένα τέτοιο επίπεδο. Ή θα μεταφράσει το γνωμικό υπεραπλουστευτικά και στεγνά, απογυμνώνοντάς το από τον πλούτο του. Όπως όταν ήμασταν μαθητές στο σχολείο και γράφαμε κουραστικές εκθέσεις για διάφορα βιοτικά γνωμικά – κάνε το καλό και ρίξτο στον γιαλό, μην βγάζεις κρίση αν δεν ακούσεις και τις δύο πλευρές, την αξία της αποταμίευσης κ.λπ. – χωρίς να έχουμε πείρα από τη ζωή και να τα κατανοούμε πραγματικά. Οι εκθέσεις μας μεν μπορεί να ήταν τυπικά σωστές, όμως οι καθηγητές πρέπει να ήταν ήρωες που άντεχαν και τις διάβαζαν• μηχανικό γράψιμο, ανέμπνευστο και γεμάτο κλισέ, το γράψιμο ενός παπαγάλου που απλώς ξέρει ότι πρέπει να πει: η αποταμίευση είναι η θυσία του παρόντος για το μέλλον.

Με γνωμικά είναι που κυρίως καθοδηγεί τη διάγνωσή του ο γιατρός σ’ αυτό το επίπεδο εμπειρίας. Με κοινούς παρονομαστές, δηλαδή, που απόσταξε από ένα τεράστιο πλήθος περιπτώσεων – οι οποίοι μπορεί και να συνυπάρχουν με τους ακριβώς αντίθετους κοινούς παρονομαστές, επιβεβαιωμένοι κι αυτοί από άλλο μεγάλο πλήθος περιπτώσεων. Για παράδειγμα, ο γιατρός ορισμένες φορές εφαρμόζει το ξυράφι του Όκαμ, «επέλεξε την πιο απλή αιτιολόγηση»• από την άλλη όμως και ειδικά σε φτωχούς ή ηλικιωμένους ασθενείς, η συννοσηρότητα (= ταυτόχρονη ύπαρξη κι αλληλεπίδραση πολλών παθήσεων) είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση, κι εκεί τίποτα δεν είναι απλό. Ορισμένες φορές ισχύει: «μάθε ν’ ακούς τον ασθενή, θα σου πει ο ίδιος τη διάγνωση», άλλες φορές όμως επιβάλλεται η δυσπιστία κι ο σκεπτικισμός, ο ασθενής μπορεί να κρύβει κάτι. Ορισμένες φορές αρχίζει να διαγράφεται η διάγνωση, όμως μία λεπτομέρεια την ανατρέπει εντελώς. Ο έμπειρος γιατρός τότε θα συμβουλέψει: «Βρες την ευελιξία να ξαναρχίσεις απ’ την αρχή»• μπορεί όμως και να συμβουλέψει: «Κράτα την αρχική σου διαίσθηση. Μπορεί να ‘κανε λάθος το εργαστήριο. Ζήτα να ξανακάνουν τις αιματολογικές εξετάσεις».

Δεν υπάρχει κανένας καθολικός κανόνας για το πότε ισχύει το ξυράφι του Όκαμ και πότε το «τίποτα δεν είναι απλό». Ο Επιδέξιος γιατρός κρίνει κάθε φορά μέσα στο πλαίσιο της συγκεκριμένης κλινικής περίπτωσης, συνήθως από αδιόρατες λεπτομέρειες. Όπως και στην πραγματική ζωή που το όποιος βιάζεται σκοντάφτει συνυπάρχει με το το γοργόν και χάρην έχει, δεν έχουμε κάποια θεωρία με καθολικές αξιώσεις για να μας καθοδηγήσει. Κρίνουμε κάθε περίσταση ανάλογα με τη βιοτική μας εμπειρία και ψυχανεμιζόμαστε από τα σημάδια αν είμαστε στην επικράτεια του ενός γνωμικού ή του άλλου.

Όλοι οι έμπειροι γιατροί, όλοι οι επαγγελματίες γενικότερα, χρησιμοποιούν γνωμικά για να κατηγοριοποιήσουν τις περιπτώσεις που συναντάνε – και συνήθως δεν τα εκμυστηρεύονται παραέξω, μόνο σε συναδέλφους τους. Θα ήμουν πολύ χαρούμενος αν οι φίλοι γιατροί που τυχόν διαβάζουν, θελήσουν να καταθέσουν κάποια γνωμικά τους (ελάτε, μην ντρέπεστε!)

Τέλος, ένα άλλο φαινόμενο που παρουσιάζεται εδώ είναι ότι ο Επιδέξιος εκτελεστής αρχίζει και να τη βρίσκει με τη δεξιότητά του. Την εξασκεί όχι μόνο για οικονομικές απολαβές αλλά και για την απόλαυση που λαμβάνει. Ξέφυγε πλέον από τις τρικυμίες του Ικανού εκτελεστή, έχει μια άλλη σχέση με τη δεξιότητα.



5. Βιρτουόζος (expert)
O Βιρτουόζος το κάνει να μοιάζει απλό, εύκολο, άκοπο. Έχει ξεπεράσει και τις συνταγές και τους πρακτικούς κανόνες, ακόμα και τα γνωμικά. Η λέξη Expert μεταφράζεται συνήθως Ειδικός στα ελληνικά, προτιμώ όμως το Βιρτουόζος γιατί αποδίδει καλύτερα το νόημα, είναι και ο όρος που χρησιμοποιήσε ο Μπουρντιέ (θα τον βρούμε και στο δεύτερο μέρος) όταν κατέληξε από διαφορετική αφετηρία στις ίδιες σκέψεις. Από το Pragmatic Thinking and Learning: Refactor Your Wetware (Pragmatic Programmers) του Andy Hunt, 2008:


«Χρειάστηκα κάποτε έναν επαγγελματία παίκτη εκκλησιαστικού οργάνου. Όρισα μια οντισιόν και διάλεξα την Τοκάτα του Charles-Marie Widor (από τη Συμφωνία Νο 5 σε φα ελάσσονα), ένα φρενιασμένο κομμάτι που ακουγόταν δύσκολο στα ερασιτεχνικά μου αυτιά. Μια μουσικός που παρουσιάστηκε, το είχε δουλέψει πολύ καλά• τα πόδια της πετούσαν πάνω στα πεντάλ, τα χέρια της έτρεχαν πάνω-κάτω στα κλαβιέ, το μέτωπό της είχε ζαρώσει και σχεδόν ίδρωνε από την έντονη αυτοσυγκέντρωση. Ήταν μία καταπληκτική εκτέλεση που με εντυπωσίασε».

«Δεν την προσέλαβα όμως, γιατί μετά ήρθε ο πραγματικός βιρτουόζος (the true expert). Μια άλλη μουσικός που έπαιξε το ίδιο κομμάτι λίγο καλύτερα, λίγο γρηγορότερα, χαμογελώντας όλη την ώρα και ψιλοκουβεντιάζοντας μαζί μας, ενώ τα χέρια και τα πόδια της σχεδόν δεν μπορούσες να τα διακρίνεις, σαν ένα χταπόδι πάνω στα κλαβιέ και στα πεντάλ».
 


Ο Βιρτουόζος λοιπόν τα κάνει όλα να μοιάζουν απλά. Ναι, αλλά πώς σκέφτεται ένας Βιρτουόζος; Απάντηση: ένας Βιρτουόζος δεν σκέφτεται. Δεν υπάρχει κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στην αντίληψη της κατάστασης και στην απόκρισή του, ούτε συνταγές ούτε γνωμικά ούτε τίποτα. Η πολύ έμπειρη νοσοκόμα μπαίνει στον θάλαμο, βλέπει την κατάσταση κι απλά ξέρει τι πρέπει να κάνει, χωρίς καμία ανάλυση κι επεξεργασία. Ο πολύ έμπειρος μουσικός που παίζει πρίμα βίστα ένα κομμάτι δεν αναγνωρίζει τις συγχορδίες, «αυτό είναι φα μινόρε, αυτό είναι σολ δίεση εβδόμης κ.λπ.»• κατευθείαν από την παρτιτούρα στα δάχτυλα, χωρίς ούτε κι ο ίδιος να ξέρει τι ακριβώς έπαιξε. Κι αν μετά του ζητήσεις ν’ αλλάξει κλίμακα και να παίξει το ίδιο κομμάτι μια αυξημένη τετάρτη παραπάνω, το κάνει στη στιγμή, χωρίς να σκέφτεται ποια είναι η δεσπόζουσα, η υποδεσπόζουσα, ο προσαγωγέας κ.λπ. Κάθε πολύ έμπειρος γιατρός έχει να διηγηθεί ιστορίες του στιλ: «Από την πρώτη στιγμή που τον είδα, ήξερα ότι ήταν περίπτωση ΧΥΖ. Τον εξέτασα βέβαια κανονικά, πήρα το ιστορικό του κ.λπ., όμως γνώριζα εκ των προτέρων τι επρόκειτο να βρω». Ο Βιρτουόζος σκακιστής – διεθνής μετρ ή γκραν μετρ – παίζει μπλιτς στο μεγαλύτερο μέρος της παρτίδας, χωρίς να αναλύει και να σκέφτεται, με ελάχιστα δευτερόλεπτα για κάθε κίνηση. Παίζει με τον ίδιο τρόπο που κι εμείς αναγνωρίζουμε ένα οικείο πρόσωπο μέσ’ στο πλήθος: στη στιγμή και χωρίς σκέψη. Ο γκραν μετρ, κατά κανόνα, μόνο σε 3–4 δύσκολες κινήσεις θα καθίσει να αναλύσει σε βάθος και να καταναλώσει χρόνο – όπως κι εμείς αρχίζουμε να σκεφτόμαστε μόνο όταν δεν βλέπουμε καλά το πρόσωπο στο πλήθος, είναι αυτή η Μαρία;... όχι, η Μαρία έχει μακριά μαλλιά... μπορεί όμως να τα ‘κοψε πρόσφατα κ.λπ. Αν τον βάλεις να κάνει αριθμητικές πράξεις καθώς παίζει ώστε να απασχολείται η σκέψη του, δεν θα πέσει αισθητά η δυναμικότητα του γκραν μετρ, θα συνεχίσει να παίζει περίπου το ίδιο καλά – όπως κι εμείς δεν έχουμε πρόβλημα να εντοπίζουμε οικεία πρόσωπα στο πλήθος κάνοντας παράλληλα αριθμητικές πράξεις, δεν είναι θέμα σκέψης ο εντοπισμός τους. Όταν έχουμε να κάνουμε με Βιρτουόζους, για μας, τους απέξω, η τέχνη τους μπορεί να φανεί σαν ανεξήγητη μαγεία. Από το μυθιστόρημα Fodboldenglen (“Football Angels”), 1979, του δανού συγγραφέα Hans Jørgen Nielsen:


Κερδίζουμε ένα έμμεσο προς τα δεξιά της εστίας και πάω να το χτυπήσω διώχνοντας τους άλλους, με τη χαρακτηριστική χειρονομία ότι εγώ και μόνο εγώ ξέρω τι πρέπει να γίνει. Οι αντίπαλοι κάνουν τείχος ώστε να μη σουτάρω για γκολ, όπως ήταν η αρχική μου σκέψη, όμως ξαφνικά βλέπω τον Φράνκε να στέκεται δίπλα τους, σαν προέκταση του τείχους. Όλα αυτά καθώς τρέχω προς την μπάλα με όλα τα βλέμματα πάνω μου κι επιταχύνω να σουτάρω για γκολ. Αντί γι’ αυτό όμως, την κλωτσάω σκαφτά κι αυτή περνάει ψηλοκρεμαστά πάνω από το τείχος ώστε να πέσει λίγα μόνο εκατοστά πίσω του. Την ίδια στιγμή, ο Φράνκε έχει στραφεί κι έχει ήδη τρέξει στο σημείο που θα ακουμπήσει η μπάλα το έδαφος – ποτέ δεν το ακουμπάει όμως, γιατί αυτός τη βρίσκει στον αέρα με το δεξί και τη σπρώχνει γλυκά στα δίχτυα με το αριστερό. Χρειάζεται να σηκώσει ο Φράνκε τα χέρια του ψηλά για να καταλάβουν όλοι ότι μπήκε γκολ.

Κάνουμε διάφορα στην προπόνηση συνεχώς. Ίσως και να ‘χαμε ξαναπαίξει κάτι παρόμοιο ο Φράνκε κι εγώ, όχι όμως αυτό το συγκεκριμένο τρικ, δεν αλλάξαμε κουβέντα πριν εκτελέσω το έμμεσο, ούτε καν μια ματιά, όλα έγιναν εντελώς φυσικά καθώς έτρεχα προς την μπάλα, αυτός ξαφνικά να βρίσκεται εκεί, εγώ να του τη στρώνω όπως πρέπει, χωρίς καν να το σκεφτώ. Μια κοινή γνώση των κορμιών και των ματιών, έτοιμη να γίνει πραγματικότητα, χωρίς να μπορεί να μπει σε λέξεις. Μια γνώση που δε χωράει σε προτάσεις οι οποίες έχουν υποκείμενο κι αντικείμενο.

Στέκομαι εκεί λοιπόν, πρώτα αποσβολωμένος, κατόπιν έντονα χαρούμενος, ξέροντας ότι αυτή τη στιγμή του φωτεινού μαγιάτικου βραδιού, με τους συμπαίκτες μου ένα κουβάρι γύρω από τον Φράνκε, θα τη θυμάμαι για πάντα. Το φοβερό είναι ότι το γκολ μπήκε μ’ έναν τόσο μπλαζέ τρόπο. Αυτό είναι που κάνει εντύπωση και σ’ εμένα και στον Φράνκε, καθώς βγαίνει από το ανθρώπινο κουβάρι και με πλησιάζει αργά. Ανταλλάσσουμε μια ματιά και μου δίνει ένα φιλικό χτύπημα στο μπράτσο, σαν απόδειξη είσπραξης 


Η τέχνη λοιπόν των Βιρτουόζων μπορεί να φανεί σαν ανεξήγητη μαγεία σε μας, τους απέξω. Το πρόβλημα είναι ότι και οι Βιρτουόζοι κατά κανόνα δεν μπορούν να εξηγήσουν τι κάνουν και πώς το κάνουν! Με τον ίδιο τρόπο που κι ο ποδηλάτης – ένας Βιρτουόζος της δίτροχης ισορροπίας – δεν μπορεί να εξηγήσει τι ακριβώς κάνει πάνω στο ποδήλατο και δεν πέφτει. Με τον ίδιο τρόπο που κι ο φυσικός ομιλητής – ένας Βιρτουόζος της γλώσσας – μπορεί να τη μιλάει άψογα χωρίς να έχει ιδέα από κανόνες γραμματικής. «Το Α μου κάθεται καλά, το Β δεν μου κάθεται καλά», συνήθως με τέτοιες εκφράσεις «εξηγούν» οι Βιρτουόζοι την ειδημοσύνη τους. Ή, εναλλακτικά, καταστρώνουν μια εύλογη αφήγηση εκ των υστέρων για το πώς, υποτίθεται, οδηγήθηκαν στο σωστό συμπέρασμα, στη σωστή απόφαση, στη σωστή διάγνωση κ.α., ποια νοητικά βήματα υποτίθεται ότι έκαναν, ποια στοιχεία υποτίθεται ότι έλαβαν υπόψη κ.λπ. Βρισκόμαστε στην επικράτεια της ενοχλητικής παρατήρησης του M. Polanyi που ανέφερα σε προηγούμενη ανάρτηση: «ξέρεις πολλά πράγματα τα οποία δεν μπορείς να βάλεις σε λέξεις».

Μία άλλη φοβερή ικανότητα που έχουν οι Βιρτουόζοι είναι να καταλαβαίνουν πάρα πολλά από πολύ μικρές λεπτομέρειες. Όλοι οι έμπειροι κλινικοί έχουν αυτήν την ικανότητα, με τον καιρό αναπτύσσουν εξαιρετική παρατηρητικότητα, βλέπουν πολλά πράγματα τα μάτια τους, οπότε ερμηνεύουν κάθε μικρή λεπτομέρεια εντός των συμφραζομένων της τεράστιας εμπειρίας τους. Το μυαλό εδώ πηγαίνει στον Σέρλοκ Χολμς. Δεν ξέρω αν ξέρετε ότι ο σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, γιατρός κι ο ίδιος, έχτισε τον μυθιστορηματικό Σέρλοκ Χολμς επάνω στον τότε διάσημο κλινικό Τζόζεφ Μπελ, τον οποίο γνώριζε γιατί υπήρξε γραμματέας του ένα φεγγάρι. Η Wikipedia γράφει για τον Μπελ: “he would often pick a stranger and, by observing him, deduce [induce, maybe?] his occupation and recent activities”. Πιστεύω ότι δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι μια έξυπνη ανάγνωση των ιστοριών του Σέρλοκ Χολμς λέει κάτι για την παρατηρητική οξυδέρκεια ενός κλινικού ειδήμονα• ότι στο ζευγάρι Σέρλοκ Χολμς – δρ. Ουάτσον θα πρέπει ίσως να δούμε τον Βιρτουόζο κλινικό και τον ειδικευόμενο γιατρό καθώς δουλεύουν στη διάγνωση μιας δύσκολης περίπτωσης.

Το διαγνωστικό-ντετεκτιβιστικό θέμα κλείνει κομψά τον κύκλο του με τη γνωστή τηλεοπτική σειρά House M.D., 2004-2012, της οποίας οι συντελεστές έχουν δηλώσει ότι έχτισαν τον γνωστό αντιήρωα της σειράς, δρ. Γκρέγκορι Χάους, πάνω στον Σέρλοκ Χολμς, ένα είδος ιατρικού ντετέκτιβ που λύνει τα άλυτα. Όπως και ο Σέρλοκ Χολμς (και ο Μπελ), ο Χάους παρουσιάζεται δεινός παρατηρητής, ικανός να καταλάβει πολλά από απειροελάχιστες λεπτομέρειες μέσα στο πλαίσιο της κλινικής του πείρας, και πάντα καταλήγει στη σωστή διάγνωση χωρίς να ακολουθεί κάποια γραμμική, αναλυτική μέθοδο: ένα φλας, ξαφνικά του έρχεται η ιδέα από το πουθενά κι όλα βγάζουν νόημα, όλα ταιριάζουν• ναι, αλλά πρέπει να έχεις τεράστια κλινική πείρα για να γίνει αυτό το φλας! Πιστεύω ότι θα έχετε δει κάποια επεισόδια, καταλαβαίνετε τι εννοώ. Πίσω από τις ικανότητες του τηλεοπτικού Χάους, θα πρέπει μάλλον να δούμε την δρ. Λίζα Σάντερς, τον βασικό ιατρικό σύμβουλο της σειράς, η οποία λέει ότι ο κόσμος δεν κατανοεί τον τρόπο με τον οποίο οι γιατροί συνήθως κάνουν διάγνωση. Πιστεύω ότι ξεσκαρτάρωντας τη δραματοποίηση του Χάους και του Σέρλοκ Χολμς, κάτι απομένει στο φινάλε: η παρατηρητικότητα των Βιρτουόζων κλινικών κι ο τρόπος που (δεν) σκέφτονται όταν κάνουν διάγνωση. Όχι γραμμικά και αναλυτικά, με λογικά βήματα και μεθόδους, αλλά με φλας. Ένας Βιρτουόζος είναι ένα διαφορετικό ον από έναν Αρχάριο.

Είμαστε όλοι Βιρτουόζοι κι Επιδέξιοι εκτελεστές σε ΜΥΡΙΑΔΕΣ καθημερινές μας πράξεις και συμπεριφορές – γλωσσικές, σωματικές, κοινωνικές, συναισθηματικές, διανοητικές κ.λπ. Τις έχουμε κάνει τόσες πολλές φορές στη ζωή μας ώστε ξεφύγαμε από τον αργό, αναλυτικό τρόπο σκέψης (εφαρμογή καθολικών κανόνων κι αναγνώριση αντικειμενικών στοιχείων) και περάσαμε σ’ έναν ταχύτατο κι ολιστικό τρόπο σκέψης, με πρακτικούς κανόνες, γνωμικά κι αναγνώριση αναρίθμητων κανονικοτήτων (patterns)• ή στη μη-σκέψη του Βιρτουόζου. Είμαστε Βιρτουόζοι στο να καθόμαστε σε μια καρέκλα, να διασχίζουμε τον δρόμο, να συμπεριφερόμαστε καταλλήλως μέσα στο εστιατόριο, να αλλάζουμε τρόπο ομιλίας όταν απευθυνόμαστε σε φίλους κι όταν απευθυνόμαστε σε αγνώστους, να εντοπίζουμε οικεία πρόσωπα στο πλήθος, να μαγειρεύουμε το αγαπημένο μας φαγητό, να ισορροπούμε τις επιθυμίες μας με τις συναισθηματικές πιέσεις από το περιβάλλον μας κ.ο.κ. Το όνομά μας είναι λεγεών.

Υπάρχει κι ένα ενδεχόμενο έκτο στάδιο, στο οποίο φτάνουν κάποιοι Βιρτουόζοι, όχι όλοι:


6. Πρακτικά Σοφός (phronetic)
Ο Πρακτικά Σοφός είναι ένας Βιρτουόζος που έχει επιπλέον την ικανότητα και να αποστασιοποιείται από τη δεξιότητά του. Μπορεί να καταφεύγει στην αναλυτική σκέψη όταν θέλει, να ξαναγυρνά στη γνωμική σκέψη του Επιδέξιου εκτελεστή ή στη μη-σκέψη του Βιρτουόζου, να εξετάζει μια κατάσταση υπό διάφορα πρίσματα. Γι’ αυτό και πολλές φορές αποφεύγει τα λάθη που ακόμα και οι Βιρτουόζοι κάνουν: «Όλοι οι ξιφομάχοι έχουν αδυναμίες, κανείς δεν είναι τέλειος. Ο μέτριος ξιφομάχος χάνει από τις αδυναμίες του• ο καλός ξιφομάχος ξέρει να τις καλύπτει• ο κορυφαίος ξιφομάχος ξέρει και να τις χρησιμοποιεί». Γι’ αυτό επίσης και ο Πρακτικά Σοφός μπορεί να γίνει πολύ καλός δάσκαλος• οι απλοί Βιρτουόζοι συνήθως δεν είναι καλοί δάσκαλοι, δεν ξέρουν να εξηγήσουν τι κάνουν και πώς το κάνουν. Ο Πρακτικά Σοφός όμως μπορεί να βάλει τον εαυτό του στη θέση ενός Αρχάριου, να καταλάβει πώς λειτουργεί και να του υποδείξει το κατάλληλο επόμενο βήμα για να προχωρήσει στην ειδημοσύνη του.

Ο Πρακτικά Σοφός επίσης μπορεί να βλέπει και την πολύ μεγάλη εικόνα: τη δεξιότητά του εντός των κοινωνικών και πολιτικών της συμφραζομένων, γι’ αυτό κι ο τρόπος σκέψης του είναι έντονα αξιακός. Καταλαβαίνει πώς τον βλέπουν οι απέξω και ποια είναι η ευρύτερη σημασία της δεξιότητας μέσα στο κοινωνικό της πλαίσιο. Οι άλλοι έμπειροι όμοιοί του συνήθως είναι βυθισμένοι μέσα στην δεξιότητά τους – από το επίπεδο του Ικανού εκτελεστή και πάνω, αρχίζει κανείς και να εμπλέκεται συναισθηματικά με τη δεξιότητά του, να την κάνει όχι μόνο για τον μισθό αλλά και για την ευχαρίστηση που λαμβάνει από αυτήν, εμφανίζεται ένας παράγοντας: η δεξιότητα για τη δεξιότητα. Ο Πρακτικά Σοφός μπορεί να είναι ταυτόχρονα μέσα κι έξω από αυτά.

Στα αγγλικά υπάρχει ο όρος intuition που μεταφράζεται συνήθως διαίσθηση, όμως δεν μου αρέσουν αυτές οι λέξεις. Ο όρος που έβγαλα εγώ είναι μη-σκέψη και τον προτιμώ, πιστεύω ότι εκφράζει καλύτερα αυτό για το οποίο μιλώ• με τα λόγια του Σέρλοκ Χολμς σ’ ένα από τα πρώτα διηγήματά του: “From long habit the train of thoughts ran so swiftly through my mind that I arrived at the conclusion without being conscious of intermediate steps”. Γράφω όλα αυτά όχι για να απαξιώσω την βήμα-προς-βήμα αναλυτική σκέψη, αλλά για να εντοπίσω την επικράτειά της. Σαφώς και υπάρχουν βιοτικά πλαίσια στα οποία επιβάλλεται η καταφυγή στην ασφάλεια της αναλυτικής, λογικής σκέψης, π.χ. όσο καλός και να είμαι στις πράξεις με το μυαλό, θα ήμουν ανόητος αν συντάξω έναν ισολογισμό χωρίς να πάρω χαρτί και μολύβι να κάνω προσεκτικά τις πράξεις. Υπάρχουν όμως κι άλλα αναρίθμητα πλαίσια στα οποία συγκρούεται η αναλυτική με την ολιστική σκέψη ή με τη μη-σκέψη• π.χ. δεν συγκρίνεται αυτός που μαθαίνει μια ξένη γλώσσα αποκλειστικά με κανόνες γραμματικής και λεξικά, μ’ αυτόν που τη μαθαίνει εκθέτοντας τον εαυτό του στο γλωσσικό της περιβάλλον. Οι Ιησουίτες ιεραπόστολοι ήταν φημισμένοι παλιά, που πήγαιναν σ’ έναν ξένο τόπο και μάθαιναν άπταιστα την τοπική γλώσσα σε έξι μήνες. Σε τέτοιες συγκρούσεις λοιπόν, μπορεί να υπάρξει πρόβλημα. Αν πιέσει κάποιος τον εαυτό του να συνεχίσει την εκμάθηση της γλώσσας με εφαρμογή κανόνων, καταλαβαίνοντας κι αναλύοντας τα πάντα, τότε θα καθυστερήσει την πρόοδό του – με τους όρους του Μοντέλου, θα κολλήσει στα 2-3 στάδια. Κάποιες άλλες φορές, ένας συνδυασμός και των δύο τρόπων σκέψης είναι αυτό που προσφέρει τη μεγαλύτερη ασφάλεια, γιατί κι ο Βιρτουόζος δεν είναι αλάνθαστος. Είπαμε π.χ. ότι οι Βιρτουόζοι μπορούν να καταλαβαίνουν πάρα πολλά από πολύ μικρές λεπτομέρειες• μερικές φορές όμως μπορεί να το παρακάνουν και να καταλάβουν περισσότερα απ’ ό,τι πρέπει. Συνήθως ο Πρακτικά Σοφός, κάποιος που εξετάζει μια κατάσταση από πολλές γωνίες, είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να έχουμε.

Όλα τα παραπάνω μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά καθαυτό, όπως κρίνει ο καθένας. Περισσότερο μ’ ενδιαφέρει η ενόραση που προσφέρουν σε μια σειρά ζητημάτων ως προς τον άνθρωπο, τις Κοινωνικές Επιστήμες, την Αριστερά και κάποια ηθικά θέματα που με απασχολούν. Εκεί θέλω να καταλήξω. Θα αναφερθώ σ’ αυτά στην επόμενη ανάρτηση, το κείμενο βγήκε μεγάλο, ας κάνουμε εδώ ένα διάλειμμα. Αν άντεξες, αγαπητέ αναγνώστη, μέχρι το τέλος, να σε αποζημιώσω με μια διάλεξη του Manuel Molina από το Being In The World σε σι ελάσσονα:





ΥΓ: Για όποιον ενδιαφέρεται να διαβάσει περισσότερα:
- H πρώτη παρουσίαση του Μοντέλου (1980) σε πιλότους, σκακιστές και σπουδαστές ξένων γλωσσών εδώ
- Η έρευνα της Patricia Benner σε νοσοκόμες εδώ
- Ένα άρθρο για προγραμματιστές εδώ 
- Ένα λεπτομερές απόσπασμα από άρθρο του Hubert Dreyfus εδώ
- H νευρολογική σκοπιά του Walter J. Freeman για τη φύση της αντίληψης, εδώ ένα άρθρο, θεωρείται ότι είναι αυτή που ταιριάζει με το Φαινομενολογικό Μοντέλο
- Μια δική μου παρατήρηση είναι ότι αυτή η πορεία από την αδημοσύνη ως την ειδημοσύνη ίσως να κουμπώνει ωραία και με τη δουλειά του Elkhonon Goldberg για τη διαφοροποίηση των εγκεφαλικών ημισφαιρίων (cerebral lateralization). Πολύ συνοπτικά, ο Goldberg υποστηρίζει ότι τα δεξιό ημισφαίριο είναι ιδιαίτερα ενεργό κατά την επεξεργασία καινούργιων πληροφοριών σε ανοίκειες καταστάσεις κι ο τρόπος λειτουργίας του είναι κυρίως εξερευνητικός: αποσυναρμολογεί τον κόσμο σε ξεχωριστές αναπαραστάσεις. Όταν όμως η κατάσταση σταδιακά γίνεται οικεία, τότε η επεξεργασία της περνά κυρίως στο αριστερό ημισφαίριο, το οποίο λειτουργεί ολιστικά και άρρητα, εντοπίζοντας άφθονα patterns στις οικείες καταστάσεις. Ίσως λοιπόν, όταν μαθαίνουμε μια δεξιότητα, η πορεία από την αδημοσύνη προς την ειδημοσύνη να αντανακλάται σε μια ανάλογη πορεία στον εγκέφαλο από την κυρίαρχη συμμετοχή του δεξιού ημισφαιρίου σ’ αυτήν του αριστερού. Όποιος θέλει να εμβαθύνει, μπορεί να διαβάσει εδώ (το paper που πρωτοπαρουσιάστηκε) ή το βιβλίο του The New Executive Brain: Frontal Lobes in a Complex World (2009). Δεν θα επιμείνω πολύ όμως, δεν δικαιούμαι να έχω γνώμη για νευρολογία.

 

To Ωραίο, Το Μεγάλο, Το Αληθινό

Ένα μικρό σχόλιο για τους Ολυμπιακούς επ’ αφορμή σχετικής συζήτησης στο Buzz, τώρα που ο Αντώνης ψάχνει κάπου 11,9 δισ. να σώσει την Ελλάδα. Ας μας ξανάρθουν λοιπόν ένα-ένα χρόνια δοξασμένα, να ‘τανε το 2004 να ‘ρθει μια βραδιά: πόσο στοίχισαν οι «καλύτεροι Ολυμπιακοί στην ιστορία»; Το άμεσα αθλητικό μέρος των εξόδων εκτιμήθηκε σε 3 δισ. δολάρια 2009, το συνολικό κόστος όμως φαίνεται να είναι κρατικό μυστικό, κανείς δεν το λέει – ίσως γιατί κανείς δεν το ξέρει κιόλας. Σύμφωνα με το ΠΑΣΟΚ λοιπόν κόστισαν 6 δισ. (ευρώ), σύμφωνα με τον Σπύρο Καπράλο 8 δισ., σύμφωνα με τη ΝΔ 10 δισ., και σύμφωνα με τη Σοφία Σακοράφα 27 δισ. (εδώ). Πετάγονται νούμερα δεξιά κι αριστερά με τόσο μεγάλες διαφορές, ώστε ξεχνάει κανείς ότι μιλάμε για δισεκατομμύρια (αυτά με τα εννιά μηδενικά), αν και η Σακοράφα μάλλον υπολογίζει διαφορετικά από τους άλλους την κοστολόγηση.

Το πώς έγινε αυτό, το θυμόμαστε όλοι. Από τις 05/09/1997 που ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ μάς καταδίκασε με τους Ολυμπιακούς και μετά, οι προβλέψεις ήταν υπεραισιόδοξες. Οι Αγώνες, υποτίθεται, θα έβγαζαν και με το παραπάνω τα λεφτά τους, θα είχαν τζίρο 1 τρισ. (δραχμές), θα δημιουργούσαν εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, θα έφερναν εκατομμύρια τουρίστες, θα αναζωογονούσαν το εμπόριο, τη βιομηχανία, τις κατασκευές, τον κρατικό προϋπολογισμό κ.λπ. κ.λπ. Τελικά, κάπου από τον φθινόπωρο του 2003 και μετά, το κόστος ξέφευγε συνεχώς, σχεδόν καθημερινά, με έργα που αρχικά είχαν προϋπολογιστεί σε 2 ή 3 εκατομμύρια (ευρώ), να καταλήγουν τελικά στα 400 εκατομμύρια (πάλι ευρώ) κ.λπ., τα θυμόμαστε, ας μην τα πούμε και ψυχοπλακωθούμε.

Αν θέλουμε όμως να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και το όφελος που έφεραν οι Ολυμπιακοί. Το μετρό, το αεροδρόμιο, την προβολή της χώρας, το τραμ, τα κάπου 90 km από νέους κι απαραίτητους αυτοκινητόδρομους, τους κόμβους, τα χιλιάδες κτίρια που ανακαινίστηκαν κ.λπ. Ίσως αν συνυπολογιστούν κι αυτά, το τελικό κόστος να είναι πολύ μικρότερο. Ίσως και να μηδενιστεί εντελώς. Ίσως τελικά και να είχαμε οικονομικό όφελος, ποιος ξέρει;... Λοιπόν, πιστεύω ότι δεν είναι έτσι. Υπάρχει μια πονηριά με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, μια διάσταση του θέματος που συνήθως διαφεύγει από τις αναλύσεις – είναι έτσι φτιαγμένοι οι Ολυμπιακοί ώστε να διαφεύγει.

Το θέμα λοιπόν είναι ότι όλοι οι Ολυμπιακοί, χειμερινοί και θερινοί, των τελευταίων 50 ετών ξέφυγαν άγρια από τους αρχικούς τους προϋπολογισμούς. Δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό το φαινόμενο. Στη σχετική έρευνα των Φλάιμπεργκ & Στιούαρτ, η μέση απόκλιση κόστους από τους αρχικούς προϋπολογισμούς ήταν 179%, σε πραγματικούς όρους και η έρευνα εξετάζει μόνο το άμεσα αθλητικό κομμάτι των εξόδων – στάδια, Ολυμπιακό Χωριό, κέντρο Τύπου, αθλητικές προμήθειες κ.λπ. – το συνολικό κόστος είναι αδύνατο να υπολογιστεί. Δηλαδή, οι καθυστερήσεις, οι πανάκριβες προμήθειες της τελευταίας στιγμής, το πέταμα εκατομμυρίων ευρώ/δολαρίων σαν στραγάλια κ.λπ. είναι ο κανόνας – ο ΑΠΟΛΥΤΟΣ κανόνας, χωρίς καμία ιστορική εξαίρεση τα τελευταία 50 χρόνια – στους Ολυμπιακούς. Και μιλάμε μόνο για το άμεσα αθλητικό κομμάτι του κόστους, όχι για αυτοκινητόδρομους, αεροδρόμια κ.λπ.

Πώς όμως γίνεται αυτό; Ο φάκελος που καταθέτει κάθε χώρα όταν αναλαμβάνει τους Ολυμπιακούς, είναι νομικά δεσμευτικός. Οι δημοτικές αρχές και οι εθνικές κυβερνήσεις υποχρεούνται, από τη ΔΟΕ, «να εξασφαλίσουν τη χρηματοδότηση όλων των μεγάλων επενδύσεων υποδομής, απαραίτητων για τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών», καθώς και «να καλύψουν κάθε οικονομικό έλλειμμα της Οργανωτικής Επιτροπής» (εδώ, σελ. 93). Δηλαδή, οι κυβερνήσεις υπογράφουν κάθε φορά λευκή επιταγή. Βέβαια, υποβάλλονται επίσης και υπεραισιόδοξες μελέτες που εκτιμούν ότι το όφελος των Ολυμπιακών θα υπερκεράσει το κόστος τους. Όμως όπως και με τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, στην πορεία τα έξοδα αρχίζουν να ξεφεύγουν πολύ κι η χώρα μπλέκεται σε μια συζήτηση για το αν οι Αγώνες θα βγάλουν ή όχι τα λεφτά τους. Παρουσιάζονται νέες εκτιμήσεις κόστους, σημαντικά υψηλότερες από τις αρχικές, και η συζήτηση γίνεται επί αυτών ώστε να μπορεί κάποιος αρμόδιος να ισχυριστεί: «είμαστε μέσα στο σχέδιο». Παράλληλα, δεν είναι ποτέ ξεκάθαρο τι ακριβώς μετράει κάποιος όταν υπολογίζει κόστος και όφελος. Π.χ. έργα που θα είχανε γίνει και χωρίς τους Αγώνες, όμως επιταχύνθηκαν από αυτούς, θεωρούνται «ολυμπιακά έργα» ή όχι; (αν όχι, τότε το Ελ Βενιζέλ, το μετρό, η Αττική Οδός και το τραμ δεν είναι «ολυμπιακά έργα»). Ποιες νέες θέσεις εργασίας οφείλονται στους Ολυμπιακούς και ποιες όχι; Ο τουριστικός τζίρος ξενοδοχείων και ιδιωτικών επιχειρήσεων περιλαμβάνεται στο «όφελος των Αγώνων»; Αν ναι, τότε τα ιδιωτικά τους έξοδα για ανακαινίσεις περιλαμβάνονται στο «κόστος των Αγώνων»; Στο φινάλε, αυτό που γίνεται σε κάθε ανάδοχο πόλη και χώρα είναι ότι όλοι μπλέκονται σε μια μάταιη συζήτηση κόστους/όφελους, με μεγέθη που δεν μπορούν ποτέ να ξεκαθαριστούν και που ο καθένας εύκολα μπορεί να λέει κάτι διαφορετικό. 

Οπότε λοιπόν δεν είναι παράλογη η σκέψη ότι οι εκτιμήσεις για το υποτιθέμενο όφελος κάθε Ολυμπιακών, θερινών – χειμερινών, είναι από την αρχή εκτός πραγματικότητας. Ότι κάθε ανάδοχος πόλη και χώρα παίρνει τους Ολυμπιακούς βάσει ονείρων θερινής νυκτός. Για την ακρίβεια, ίσως και να είναι σκόπιμα εκτός πραγματικότητας οι εκτιμήσεις• καθότι μέσα στα γραφεία της ΔΟΕ, ξέρουν πολύ καλά ότι το κόστος θα ξεφύγει άγρια, το έχουν δει το έργο σε κάθε έναν από τους Αγώνες τα τελευταία 50 χρόνια, δεν μπορεί να μην το περιμένουν. Οπότε ίσως θα είναι σημαντικό να εμφανίζεται από την αρχή ένα λαμπρό σενάριο οικονομικών οφελημάτων, με άφθονες θέσεις εργασίας, τουρισμό, εισιτήρια, διαφήμιση της χώρας κ.λπ. Εντάξει, δεν ισχυρίζομαι φυσικά ότι πρόκειται για μια διεθνή συμμορία που συνεργάζεται κάθε φορά με τοπικές συμμορίες και στήνουν ένα παραμύθι για να αρμέξουν λεφτά ανίδεων φορολογουμένων με νόμιμο τρόπο...

...όμως στο φινάλε κάτι τέτοιο διαφαίνεται.

Ουμπούντου

A) Πες Μου Μια Λέξη

H Υποσαχάρειος Αφρική έχει προσφέρει μια λέξη στο διεθνές λεξιλόγιο που δύσκολα εξηγείται με δυο γραμμές, πρέπει κανείς να χρησιμοποιήσει πολλά λόγια, μεταφορές και παραδείγματα. Το ουμπούντου λοιπόν δηλώνει μια ηθική στάση ή, ακόμα περισσότερο, μια στάση ζωής: είμαστε όλοι αλληλοσυνδεδεμένοι, η ευτυχία του ενός εξαρτάται από την ευτυχία του άλλου, πορευόμαστε στη ζωή σαν ορειβάτες δεμένοι με το ίδιο σχοινί, οπότε η καθυστέρηση του ενός καθυστερεί όλη την ομάδα ενώ η πρόοδος του ενός είναι και πρόοδος όλων. Ή, όπως λέει η παροιμία των γλωσσών Nguni: umuntu ngumuntu ngabantu, που συνήθως μεταφράζεται: ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος μέσα από άλλους ανθρώπους. Μετά τα γεγονότα στη Νότια Αφρική με την πτώση του απαρτχάιντ, και μέσω κυρίως του Νέλσον Μαντέλα και του Ντέσμοντ Τούτου, η λέξη γοήτευσε πολλούς στη Δύση – από τον Μπιλ Κλίντον και τους Μπόστον Σέλτικς, μέχρι τη Μαντόνα κ.α. Μπορούμε να τη δούμε σαν τη προσφορά της βαθιάς, μαύρης Αφρικής στην υφήλιο, μια αυθεντική ηθική φιλοσοφία από το μακρινό παρελθόν, η οποία δεν πέθανε με τους Ευρωπαίους αποικιστές αλλά έμεινε άσβεστη κυρίως σε μικρές περιφερειακές κοινότητες και χωριά.  

Είναι άραγε έτσι;

Πολύ αμφιβάλλω. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι το ουμπούντου είναι μια κατασκευασμένη λέξη και το νόημα που της αποδίδεται προήρθε, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, από συγγραφείς, διανοούμενους και πολιτικούς – ακόμα και αμφίβολους (να το πω κομψά) πολιτικούς, όπως ο Μουγκάμπε της Ζιμπάμπουε κι ο Μουλούζι του Μαλάουι. Με τον όρο του Χομπσμπάουμ, το ουμπούντου είναι μια επινοημένη παράδοση (invented tradition). O Christian Gade έκανε μια έρευνα με το Google Ngram σε πηγές από το 1849 μέχρι σήμερα για το ουμπούντου, και βρήκε τέσσερις διακριτές περιόδους ως προς τις έννοιες πίσω από τη λέξη (εδώ, σελ. 303-329):
1) Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50, το ουμπούντου αναφερόταν ως η λέξη των γλωσσών Nguni για την «ανθρωπιά». Σ’ αυτήν την περίοδο, η λέξη μπορούσε να μεταφραστεί μονολεκτικά.
2) Από το 1960 και μετά, η λέξη άρχισε να φέρει πλουσιότερο νόημα: μια αρχαία ηθική φιλοσοφία ή ηθικό σύστημα, που σχεδόν κατέστρεψαν οι αποικιστές όμως διασώθηκε σε μικρές κοινότητες κι έχει το δυναμικό να μεταμορφώσει την κοινωνία. Ήταν η εποχή της ανεξαρτησίας• τα νέα αφρικανικά κράτη ήταν βαθιά διαιρεμένα από φυλετικά, θρησκευτικά και οικονομικά χαρακώματα. Η ανάγκη για συμφιλίωση και για μια γηγενή Αφρικανική αξιοπρέπεια ήταν τεράστια. Μοιάζει πιθανό λοιπόν ότι ορισμένοι διανοούμενοι επιτήδευσαν τη λέξη και την φόρτωσαν με τον θρύλο μιας, υποτίθεται, παλιάς χρυσής εποχής, με κοινωνική αρμονία και αλληλεγγύη, που πρέπει να αναστηθεί για να γιατρέψει την κοινωνία.
3) Από το 1980 και μετά, με τις εκλογές στη Ζιμπάμπουε εκείνης της χρονιάς, το ουμπούντου απέκτησε και πολιτική εκτός από ηθική σημασία. Διάφορες προτάσεις και νομοθετικές πράξεις (από κοινοτική ιδιοκτησία γης μέχρι τον χειρισμό του φόβου των ντόπιων για τα πνεύματα ώστε να αποφευχθούν οι φόνοι, μέχρι τη διαμοίραση τροφής & χρημάτων από πολιτικούς στην κομματική τους πελατεία) δανείστηκαν το φωτοστέφανο της λέξης και παρουσιάστηκαν ως εφαρμοσμένο ουμπούντου.
4) Τέλος, ήρθε η εκδημοκρατικοποίηση της Νότιας Αφρικής, 1993 – 1996, όπου εμφανίστηκε η παροιμία Nguni, ενώ πλέον οι γραπτές πηγές περιγράφουν τη λέξη όπως σήμερα, ως μια κοσμοθεώρηση με έμφαση στην αλληλοσύνδεση όλων των ανθρώπων.

Είναι ενδιαφέρον, αλλά και ο Wim van Binsbergen υποστηρίζει κάτι σχετικό κι ονομάζει τη λέξη ουμπούντου «ανακατασκευασμένη», παρόλο που ξεκινά από διαφορετική αφετηρία. Τονίζοντας την κοινωνιολογία πίσω από τη φιλοσοφία (σχεδόν θεολογία) της λέξης, ο van Binsbergen υποστηρίζει ότι η έννοια του ουμπούντου είναι ουτοπική, προφητική κι επικίνδυνη καθότι «καμουφλάρει υπαρκτές συγκρούσεις, διαιωνίζει την πικρία και συσκοτίζει την υπέρμετρη αναζήτηση προσωπικού κέρδους». H λέξη πρέπει να γίνει κατανοητή εντός των κοινωνικών της συμφραζομένων, λέει, δηλαδή των χωριών και των πατριών της σύγχρονης Αφρικής – κι εκεί ακόμα, μοιάζει ότι χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει περισσότερο κάποιες κανονιστικές παρά υπαρκτές αξίες, ένα ιδεώδες παρά μια πραγματικότητα: «Ποτέ δεν παρατήρησα τον όρο ουμπούντου (ή τα μορφολογικά του ισοδύναμα) ... να χρησιμοποιείται ως ένας αποδεκτός τρόπος ομιλίας στις συγκεκριμένες περιστάσεις του χωριού και της οικογένειας. Στην καλύτερη περίπτωση, χρησιμοποιείτο εντός εισαγωγικών, εισάγοντας στην καθημερινότητα του χωριού και της οικογένειας μια ξύλινη (και κάπως ειρωνική) αναφορά στον έξω κόσμο της εκπαίδευσης, της πολιτικής και της ιδεολογίας» (εδώ, σελ. 69).

Όλα αυτά σημαίνουν ουσιαστικά ότι πίσω από την αλληλεγγύη και την ανθρώπινη αλληλοσύνδεση που εκφράζει η λέξη, θα πρέπει να δούμε τις κοινότητες της σύγχρονης Αφρικής: ένα επικίνδυνο περιβάλλον και δύσκολες συνθήκες ζωής που ωθούν τους ντόπιους σε συλλογικές αξίες και τρόπο ζωής. Σ’ ένα διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο και χωρίς αυτήν την απαραίτητη πίεση του περιβάλλοντος, οι στάσεις ζωής του ουμπούντου μπορεί να γίνουν λέξεις κενές περιεχομένου, ουτοπικές επιδιώξεις. Οι ιδέες και οι έννοιες δεν γεννιούνται σε κενό αέρος, αλλά πάντα μέσα σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο. Δεν υπάρχουν πλατωνικές ιδέες, υπεριστορικές και αυτόνομες• οι ιδέες είναι οι φορείς τους. Άνθρωποι, δηλαδή, που χρησιμοποιούν κάποιες από αυτές ανάλογα με τις ανάγκες και το περιβάλλον τους, τις τροποποιούν ενδεχομένως, τις αλλάζουν, κάποιες φορές τους αλλάζουν και τα φώτα: «Δεν έχει νόημα να μελετάμε το περιεχόμενο μιας φιλοσοφίας (όπως το ουμπούντου) σε απομόνωση – in vitro – χωρίς διαρκή αναφορά στη συγκεκριμένη κοινωνιολογία της γνώσης από την οποία διαιωνίζεται», παρατηρεί ο van Binsbergen (σελ. 59). Δηλαδή, οι Ρομαντικοί του 19ου αιώνα εξιδανίκευαν την, υποτιθέμενη, παρθενικότητα της Ευρωπαϊκής εξοχής κι έβλεπαν σ’ αυτήν το γιατρικό για τις ασχήμιες της αστικής ζωής• κατά τον ίδιο τρόπο, το ουμπούντου μοιάζει να είναι προϊόν μιας παρόμοιας εξιδανίκευσης από «ακαδημαϊκά και διοικητικά κονκλάβια, που αφέθηκαν να παρασυρθούν και να εμπνευστούν επιλεκτικά από τη ζωή του χωριού, παραβλέποντας τις πανταχού παρούσες συγκρούσεις κι αντιφάσεις, τον καταπιεστικό τρόπο σκέψης της επαρχίας, τις κατηγορίες για βασκανία, τη διαρκή ταλάντευση ανάμεσα στην εμπιστοσύνη και την καχυποψία, κι απλώς διάλεξαν να παρουσιάσουν τη φωτεινή πλευρά» (van Binsbergen, σελ. 72).





B) H Κοινωνιολογία Πίσω Από Τη Φιλοσοφία 

Στο φινάλε, το όνομα δεν έχει σημασία. Αντί για ουμπούντου θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε μια φράση όπως «προσέγγιση βασισμένη σε συλλογικές αξίες αλληλεγγύης και αλληλοσυσχέτισης» ή κάτι παρόμοιο. Υπάρχουν όμως κίνδυνοι όταν αποτυγχάνει κάποιος να δει την προφητεία πίσω από την ηθική επιταγή, την κοινωνιολογία πίσω από τη φιλοσοφία:

1) Αφήνεις την ηθική κοινότητα στο έλεος των μη-ουμπούντου μελών της. O Wim van Binsbergen επισημαίνει ότι τα χωριά της Νότιας Αφρικής είχαν παραδοσιακές τιμωρίες για τον απάνθρωπο παραβάτη των αξιών που κρίθηκε χαμένη περίπτωση – τιμωρίες που συμπεριελάμβαναν και τη θανάτωση ή το λιντσάρισμα. Δε μιλάω φυσικά για τέτοιες ακρότητες, όμως σ’ ένα σύγχρονο σκηνικό και χωρίς προστατευτικούς μηχανισμούς, η ειδωλοποίηση του ουμπούντου μπορεί να παραπλανήσει την ηθική κοινότητα και να διαιωνίσει την πικρία.

Εδώ το μυαλό πηγαίνει στην Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης της Νότιας Αφρικής (South African Truth and Reconciliation Commission), που είχε κατευθυντήρια αξία το ουμπούντου και σχηματίστηκε μετά την πτώση του απαρτχάιντ με πρόεδρο τον Ντέσμοντ Τούτου προκειμένου να αποδώσει συμφιλιωτική, όχι τιμωρητική, δικαιοσύνη. Το σκεπτικό ήταν ότι για κάποιες κατηγορίες εγκλημάτων και εφόσον ο δράστης εμφανιζόταν οικειοθελώς, ομολογούσε δημόσια και απερίφραστα την ενοχή του, τότε η Επιτροπή συχνά χορηγούσε αμνηστία κι ενθάρρυνε το θύμα να τον συγχωρέσει. Ακόμα και σήμερα παραμένει αμφίβολο αν η Επιτροπή τελικά απέδωσε δικαιοσύνη και καλλιέργησε συμφιλίωση, ή αν έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς θύτες να τη βγάλουν φτηνά για τα εγκλήματά τους. Χρειάζονται δύο για τανγκό και για ουμπούντου, όμως ανησυχητικά πολλά θύματα του απαρτχάιντ ανέφεραν κατόπιν ότι διαψεύστηκαν από την Επιτροπή, ότι προσέφεραν συγχώρεση έναντι μιας υποκριτικής μετάνοιας των εγκληματιών. Η Philipa Rothfield ονομάζει τη συμφιλίωση υπό αυτές τις συνθήκες φάρμακον, με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης, κάτι που σε μικρές ποσότητες είναι γιατρικό και σε μεγάλες δηλητήριο. Είναι πολύ πιθανό ότι η Επιτροπή απέτυχε να βρει τη χρυσή τομή και μάλλον χορήγησε περισσότερο ουμπούντου απ’ ό,τι έπρεπε. Η ερμηνεία που συστηματικά καλλιεργήθηκε ήταν ότι «όλοι πληγωθήκαμε» από το απαρτχάιντ, πρέπει να το αναγνωρίσουμε και να βαδίσουμε μπροστά σαν μια μεγάλη οικογένεια. Όμως «όλοι πληγωθήκαμε»; Εντάξει, ως ένα σημείο είναι σωστό, όμως πληγώθηκε ο θύτης επειδή έχασε την ανθρωπιά του, πληγώθηκε και το θύμα επειδή οι αστυνόμοι του σκοτώσαν το παιδί. Ωραίες είναι οι Επιτροπές Συμφιλίωσης, όμως είναι αμφίβολο αν φέρνουν πραγματική συμφιλίωση ή απλά διαιωνίζουν την πικρία.

Ας μη γίνω περισσότερο κακός. Φοβάμαι ότι είμαι έξω από το χορό και λέω πολλά τραγούδια. Ένας θεός ξέρει τι ισορροπίες και ρίσκα λογάριασε ο Τούτου, τι δυσκολίες πέρασε. Ίσως η εναλλακτική της Επιτροπής ήταν το χάος κι ο διαρκής εμφύλιος. Ίσως. Προς το παρόν, η Νότια Αφρική, μια χώρα με βαθιές ανισότητες και με τα υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας στον κόσμο, παλεύει να επιβιώσει και να ξεπεράσει το παρελθόν της. 

2) Κρύβεις τις αδικίες και την ανισότητα. Το ουμπούντου μπορεί κάλλιστα να γίνει ιδεολογία, όπιο του λαού, οπότε θερμά λόγια π.χ. για «αλληλεγγύη με τον αδύναμο και τον φτωχό» (εδώ) ή «γενναιοδωρία στους φτωχούς και στους άτυχους» (εδώ, σελ. 151) μπορεί, στην πραγματικότητα, να είναι προφάσεις των κυβερνήσεων για να παραιτηθούν από την υποχρέωσή τους να παράσχουν κοινωνική στήριξη και να την αφήσουν «σ’ αυτούς που έχουνε ουμπούντου μέσα τους», δηλαδή στην ελεημοσύνη. Η έννοια του ουμπούντου έχει κατηγορηθεί ότι περιχαρακώνει τις υπαρκτές ανισότητες, ενδυναμώνει τις καταπιεστικές πρακτικές και προστατεύει την εξουσία (εδώ, σελ. 6-7) . «Ουσιαστικά, το ουμπούντου τώρα είναι σαν τη Βίβλο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει όλες τις ιδεολογίες και τις πολιτικές πράξεις» (εδώ, σελ. 64-65).

3) Δεν σταθμίζεις σωστά τις αποτυχίες της νόρμας. Πολλές φορές και σε θετικές κατά τ’ άλλα μελέτες, πρέπει κανείς να διαβάσει πίσω από τις λέξεις για να συνειδητοποιήσει όχι ότι κρύβεται ο Αλέξης, αλλά ότι τα αποτελέσματα του εφαρμοσμένου ουμπούντου δε δικαιολογούν ενθουσιασμό. Ο Tim Murithi καλύπτει το ουμπούντου σε έξι θερμές σελίδες στο βιβλίο του (περιγράφοντάς το ως μια «παράδοση» ή «κληρονομιά» των γηγενών Αφρικανικών «κοινωνιών ουμπούντου», ειδικά των φυλών Xhosa). Μόνο προς το τέλος αναγνωρίζει ότι οι συμφιλιωτικοί θεσμοί των Xhosa δεν υπήρξαν πάντα επιτυχείς, δεν κατέληγαν πάντα στην καθαρκτική συγχώρεση. Έχω δει πολλές φορές αυτό το σχήμα σε άρθρα και μελέτες για το ουμπούντου: ο συγγραφέας περιγράφει την έννοια με ενθουσιώδεις τόνους, αναπτύσσει τη φιλοσοφική θεωρία ή τις ηθικές επιπτώσεις της, και μόνο προς το τέλος εμφανίζονται κάποια μαύρα σύννεφα, λίγες γραμμές που ξεκινούν από «Όμως...» ή από «Δυστυχώς...», που παραδέχονται κάπως απρόθυμα ότι η επιδιωκόμενη αλληλεγγύη δεν επετεύχθη ακόμα. Τείνει κανείς να υποψιαστεί ότι ο συγγραφέας προσπαθεί να περάσει στο ντούκου τα πενιχρά αποτελέσματα των προγραμμάτων ουμπούντου.

4) Ξεχνάς ότι είναι οι συνθήκες, το περιβάλλον αυτό που δένει τους ανθρώπους (και γεννάει τις αξίες του ουμπούντου), όχι κάποια μαγεία που εμπεριέχεται στη λέξη. Η επίκληση του ουμπούντου σε κενό αέρος δεν θα φέρει αποτελέσματα, εκτός αν η πίεση του περιβάλλοντος δημιουργήσει μια ηθική κοινότητα με πνεύμα ένας για όλους κι όλοι για έναν. Αν είμαστε ορειβάτες, τότε είναι το σχοινί που μας δένει σε μια κοινή μοίρα. Αυτό σημαίνει ότι ένας δάσκαλος, ηγέτης, πολιτικός, παιδαγωγός κ.λπ. που θέλει να καλλιεργήσει στάσεις ουμπούντου, θα πρέπει να δημιουργήσει κοινωνική και υλική πίεση στα συγκρουσιακά μέλη της κοινότητας ώστε να γίνουνε αλληλέγγυα, όχι να παρασυρθεί από την πλούσια φιλοσοφία της έννοιας και να πιστέψει ότι εφόσον υπάρχει η λέξη, τότε θα πρέπει να υπάρχουν και οι ποιότητες πίσω από τη λέξη.

Κάτι ακόμα: διαβάζοντας προσεκτικά άρθρα και μελέτες από νοτιοαφρικανούς πολιτικούς, λόγιους και μάνατζερ, μένει κανείς με την εντύπωση ότι επιδιώκουν περισσότερο να υπερασπιστούν τη φήμη της λέξης ως ένα διακεκριμένο πολιτισμικό προϊόν της Αφρικής (πρόεδρος Μπέκι: «Δεν έχει υπάρξει ακόμα μια καμπάνια ώστε το ουμπούντου να γίνει συνώνυμο με τη Νότια Αφρική»), παρά να περιγράψουν περιπτώσεις επιτυχούς εφαρμογής. Οι αποδείξεις που δίνουν είναι πενιχρές, υποκειμενικές και δεν πείθουν• η εμφάνιση του «πραγματικού ουμπούντου» συνήθως παραμένει μια ευχή για το αόριστο μέλλον• περιγραφές που συνδυάζονται με κανονιστικές αφηγήσεις ή με ευχές• προβλήματα από την εφαρμογή προγραμμάτων ουμπούντου που συνήθως αντισταθμίζονται με θεωρητικές αναπτύξεις για μελλοντικούς εξαγνισμούς της έννοιας• θρηνολογίες για φαύλους πολιτικούς που αμαύρωσαν τις ανθρωπιστικές αξίες κ.λπ. Το ουμπούντου γίνεται σαν το μνημόνιο και τον κομμουνισμό: ποτέ δεν εφαρμόστηκε σωστά (αλλά αν είχε εφαρμοστεί σωστά θα ήταν καλά και, τέλος πάντων, σε κάποια στιγμή στο μέλλον θα έρθει το σωστό ουμπούντου/μνημόνιο, ο πραγματικός κομμουνισμός κ.λπ.). Πολλοί πολιτικοί και διανοούμενοι το έχουν αναλάβει εργολαβία και υπερασπίζονται τη φήμη της λέξης για πατριωτικούς σκοπούς, αντί να παρουσιάζουν συγκεκριμένα και πειστικά παραδείγματα. Αυτό είναι κάτι περισσότερο από ειδωλοποίηση, είναι εμπορευματοποίηση.

(μια πρώτη ανάρτηση για ορισμένα ηθικά θέματα που με απασχολούν τον τελευταίο καιρό, θ' ακολουθήσουν κι άλλες)

r = v²/q

Περίληψη προηγουμένων: Η Φιλική Εταιρεία της Τεχνητής Νοημοσύνης ιδρύθηκε με το συνέδριο στο Dartmouth το 1956 και ορκίστηκε να φτιάξει ρομπότ που να κάνουν ό,τι και ο άνθρωπος (και ακόμα καλύτερα). Αυτό ήταν το στοίχημά τους, το διακηρυγμένο μανιφέστο τους κι η αιτία που απέσπασαν χορηγίες πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Όμως ο Hubert Dreyfus επέμενε από την αρχή: δεν θα πάτε πολύ μακριά γιατί έχετε εντελώς λανθασμένη αντίληψη για τη φύση, τη λειτουργία και τη νοημοσύνη του ανθρώπου – και τελικά δικαιώθηκε. Τα ρομπότ δεν μπορούσαν να βγουν από τους τεχνητούς μικρόκοσμους των εργαστηρίων, οι ερευνητές συναντούσαν προβλήματα που δεν τα είχαν φανταστεί, το Πεντάγωνο τούς έκοψε τις χορηγίες καθότι βαρέθηκε να περιμένει τα υποσχεμένα θαύματα, και η νεότερη γενιά των ερευνητών ΑΙ εγκατέλειψε την παλαιού τύπου Τεχνητή Νοημοσύνη (GOFAI: Good Old-Fashioned Artificial Intelligence), στράφηκε στην (ψευδο)χαϊντεγκεριανή Τεχνητή Νοημοσύνη. Προσωπικά, με ενδιαφέρει έντονα το ιστορικό της ΑΙ γιατί υπήρξε κι ένα μεγάλο πείραμα-στοίχημα για τη φύση του ανθρώπου. Είμαστε πλατωνικά-καρτεσιανά όντα ή χαϊντεγκεριανά όντα; Οι GOFAI ερευνητές πίστευαν το πρώτο• οπότε θεωρούσαν ότι ένα ρομπότ που αναπαριστά τον εξωτερικό κόσμο με σύμβολα και τα χειρίζεται με κάποιους κανόνες, θα γίνεται όλο και πιο επιτηδευμένο, όλο και πιο ευφυές, μέχρι που θα φτάσει τον άνθρωπο• ότι όσο οι αλγόριθμοι του ρομπότ θα βελτιώνονται και τα μοντέλα του θα γίνονται συνθετότερα, τόσο και η συμπεριφορά του θα προσεγγίζει την ανθρώπινη. Απέτυχαν εντελώς.

Ας δώσω μερικά παραδείγματα. Να σας συστήσω τον Σάκη (Shakey), ένα παλαιού τύπου GOFAI ρομπότ, που κάποτε είχε θεωρηθεί πολλά υποσχόμενος:





Όπως μπορείτε να δείτε, ο Σάκης ήταν ικανός να κάνει έναν (πολύ περιορισμένο) αριθμό πράξεων και μόνο μέσα σε τεχνητό περιβάλλον. Αναπαριστούσε τον εξωτερικό κόσμο με σύμβολα και μοντέλα, εξέταζε συνεχώς τις διαθέσιμες πράξεις του και χειριζόταν όλα αυτά με κάποιον λογισμό καταστάσεων (situational calculus) – ένα σύνολο αλγορίθμων, ας πούμε. Οι ερευνητές τότε πίστευαν ότι κάπως έτσι είναι η θεμελιώδης υφή της ανθρώπινης σκέψης, ευελπιστούσαν δηλαδή ότι είχαν συλλάβει τον πυρήνα της ανθρώπινης λειτουργικότητας, οπότε ήταν θέμα χρόνου μέχρι τα μοντέλα να εμπλουτιστούν, ο λογισμός καταστάσεών του να βελτιωθεί κι ο Σάκης να βγει στον πραγματικό κόσμο. Μάταιος κόπος όμως, ο Σάκης ποτέ δεν δραπέτευσε από τα εργαστήρια.

Ένας ακόμα GOFAI συνάδελφος του Σάκη ήταν το Stanford Cart (μπορείτε να δείτε ένα βίντεο εδώ). Η αρχική σύλληψη ήταν να κατασκευαστεί ένα ρομπότ για τις αποστολές Apollo στη Σελήνη. Το Stanford Cart, μετά από δεκαετίες ερευνών, έφτασε τελικά να κινείται με τις εκπληκτικές ταχύτητες των 1 και 2 km/h (στο τέλος της ζωής του έπιασε ακόμα και 8 km/h), μπορούσε να λειτουργήσει μόνο μέσα σε ασπρόμαυρο περιβάλλον με πολύ έντονο contrast, χρειαζόταν οπωσδήποτε μια ευδιάκριτη άσπρη γραμμή στο έδαφος να παρακολουθεί, ενώ συχνά σταματούσε για πολλά λεπτά της ώρας προκειμένου να επικαιροποιήσει τα μοντέλα του. Όταν δε κάτι άλλαζε στο περιβάλλον – ερχόταν κάποιος άνθρωπος, θρόιζε μια κουρτίνα από τον αέρα, περνούσε μια γάτα, έπεφτε ένα χαρτί – το ρομπότ σοκαριζόταν και σταματούσε για κάνα δεκάλεπτο μέχρι να ανανεώσει την αντίληψή του για τον κόσμο. Χρειάστηκαν περίπου 30 χρόνια ερευνών για να τα κάνει όλα αυτά. Τελικά, τόσο το Stanford Cart όσο και ο Σάκης κατέληξαν στο μουσείο χωρίς καμία έμπρακτη εφαρμογή. Μέχρι εκεί έφτασαν οι δυνατότητες της GOFAI, ποζιτιβιστικής, σκέπτομαι-άρα-υπάρχω Τεχνητής Νοημοσύνης.

Σε αντίθεση με τα παραπάνω, τα νεότερα ρομπότ που πλέον κάτι μπορούν να κάνουν σε πραγματικό περιβάλλον είναι όλα (ψευδο)χαϊντεγκεριανά. Έχουν ριζικά διαφορετική αρχιτεκτονική, δεν λειτουργούν με λογισμό καταστάσεων, δεν αναπαριστούν τον εξωτερικό κόσμο με σύμβολα, και πολλοί από τους σχεδιαστές τους μελέτησαν σε κάποια στιγμή το Being and Time του Χάιντεγκερ. Ένα παράδειγμα, η γνωστή Roomba της εταιρείας iRobot:







Ή τα διάφορα eyebots που βγήκαν πριν δύο χρόνια. Δείτε αυτό εδώ, παραδείγματος χάριν, που μπορεί να κινείται σε πραγματικό περιβάλλον αποφεύγοντας τα εμπόδια (θυμίζω ότι αυτό ήταν πρακτικά άλυτο πρόβλημα για την παλαιοημερολογίτικη Τεχνητή Νοημοσύνη):








Ή αυτό το σλοβένικο ρομπότ που κάνει σκι τόσο χαριτωμένα (θα το συναντήσουμε και παρακάτω):







Πώς λοιπόν η (ψευδο)χαϊντεγκεριανή Τεχνητή Νοημοσύνη προχώρησε πέρα από την GOFAI; Γιατί ένας ερευνητής ΑΙ χρειάζεται να αφιερώσει χρόνο στον Μερλό-Ποντί (;) και στον Χάιντεγκερ; Την άλλη φορά είδαμε το Γλωσσικό Επιχείρημα του καθηγητή Dreyfus, ας δούμε τώρα ένα ακόμη:




2. Το Γνωστικό Επιχείρημα

Ας αρχίσουμε με έναν σπουδαίο φυσικό, τον Michael Polanyi, o οποίος τη δεκαετία του ’50 στράφηκε στη φιλοσοφία της επιστήμης και, ανάμεσα στα άλλα, έκανε μια ενοχλητική παρατήρηση: ξέρεις πολύ περισσότερα από όσα μπορείς να βάλεις σε λέξεις. Το παράδειγμα που χρησιμοποίησε ήταν το ποδήλατο. Το κόλπο για να ισορροπούμε πάνω στο ποδήλατο είναι να κόβουμε ελαφρά το τιμόνι προς την πλευρά που γέρνουμε, οπότε κατ’ αυτόν τον τρόπο ξαναϊσορροπούμε. Παίζει ρόλο και η ταχύτητα επίσης. Συγκεκριμένα, αν παίρνουμε κλίση προς τη μια πλευρά κατά γωνία (q) και η ταχύτητά μας είναι (v), τότε πρέπει να κόψουμε το τιμόνι ώστε να διαγράψουμε καμπύλη ακτίνας (r) η οποία δίνεται από τον τύπο: r = v2/q. Αυτό είναι το μυστικό της ποδηλασίας.

Όμως όταν κάνουμε ποδήλατο δεν λειτουργούμε με τύπους και φόρμουλες! Μαθαίνουμε να ισορροπούμε στην πράξη, χωρίς να πολυκαταλαβαίνουμε πώς. Αν μας ζητήσουν να το εξηγήσουμε, δεν ξέρουμε τι να πούμε, μπορεί ακόμα και να έχουμε εντελώς λαθεμένη αντίληψη για το τι ακριβώς κάνουμε επάνω στο ποδήλατο. Όμως, από κάθε ουσιαστική άποψη, ξέρουμε πώς να κάνουμε ποδήλατο. Ακόμα και μικρά παιδιά ξέρουν μια χαρά ποδήλατο, χωρίς να έχουν ιδέα από μαθηματικά. Ο τύπος r = v2/q δεν είναι λάθος, όμως δεν βοηθάει καθόλου κάποιον που θέλει να μάθει ποδήλατο• είναι μια αλήθεια που έρχεται σε δεύτερο χρόνο και με πολύ περιορισμένη εφαρμογή.

Είναι πάρα πολλά τα πράγματα που ξέρουμε όμως δεν μπορούμε να τα βάλουμε εύκολα σε λόγια. Δοκιμάστε να περιγράψετε π.χ. πώς δένετε τα παπούτσια σας• πώς κάθεστε σε μια καρέκλα• πώς υποψιάζεστε ότι κάποιος μπορεί να σας λέει ψέματα• πώς δακτυλογραφείτε κ.α. Μπορούμε να δώσουμε μια περιγραφή για όλα τα προηγούμενα, όμως θα έχει με τις συγκεκριμένες πράξεις τη σχέση που έχει και ο τύπος r = v2/q με την οικεία μας ποδηλασία. Ξέρουμε πράγματα για τα οποία δεν μπορούμε να δώσουμε τηλεφωνικές οδηγίες σ’ έναν αρχάριο. Ένα μεγάλο μέρος των πράξεών μας γίνεται με, ας πούμε, ανακλαστικό τρόπο, σαν ένστικτο: πρώτα κινούνται τα δάχτυλά μας στο πληκτρολόγιο και μετά συνειδητοποιούμε τη θέση τους• πρώτα νιώθουμε ότι κάτι δεν πάει καλά με τον άνθρωπο απέναντί μας και μετά έρχεται η συνειδητοποίηση ότι μπορεί να μας λέει ψέματα. Οπότε λοιπόν έχουμε γνώση η οποία είναι άρρητη (tacit knowledge), δεν μπορεί εύκολα να μπει σε λόγια. Πόση είναι αυτή η γνώση; Σύμφωνα με τον M. Polanyi, τον καθηγητή Dreyfus, τον Μερλό-Ποντί (τον ποιον;) και τον Χάιντεγκερ, είναι σχεδόν το σύνολο της γνώσης μας. Και το γεγονός ότι η αρχική, αβασάνιστη, GOFAI Τεχνητή Νοημοσύνη κόλλησε, τα μηχανήματά της δεν μπόρεσαν να βγουν από τους τεχνητούς μικροκόσμους των εργαστηρίων στον πραγματικό κόσμο, προσφέρει μια ένδειξη γι’ αυτό. Πιστεύω ότι ήρθε η στιγμή να απαλλαχθούμε από μια υπερδισχιλιετή πυτιρίδα ως προς τη φύση του ανθρώπου, η οποία ξεκίνησε με τον Πλάτωνα, εξαπλώθηκε με τον Καρτέσιο και μας τυραννάει ακόμα και σήμερα. Λούσου με ούλτρεξ και θα δεις:

Ο άνθρωπος δεν είναι αλγεβρικό ον: δεν λειτουργεί με θεωρίες και νοητικά μοντέλα του εξωτερικού κόσμου, ο ίδιος ο εξωτερικός κόσμος είναι το μοντέλο του. Π.χ. πώς βρίσκουμε τον δρόμο μας μέσα σε μια αρχικά άγνωστη πόλη; Δεν φτιάχνουμε έναν χάρτη στο μυαλό μας, ελάχιστα λειτουργούμε έτσι (και οι περισσότεροι δεν λειτουργούν καθόλου έτσι). Αντίθετα, βιώνουμε σταδιακά περιοχές και διαδρομές, αρχίζουν να μας γίνονται οικείες, μέχρι που όταν θέλουμε να πάμε κάπου, το επόμενο τμήμα της διαδρομής μάς έρχεται στο μυαλό όμορφα κι απλά. Μαθαίνουμε μια άγνωστη πόλη με τον ίδιο τρόπο που το παιδί μαθαίνει να δένει τα παπούτσια του ή να κάνει ποδήλατο, χωρίς κάποια νοητική αναπαράσταση ή φόρμουλα. Είναι μια ανθρώπινη δεξιότητα. Η ζωή μας είναι γεμάτη από τέτοιες δεξιότητες – καθημερινές ρουτίνες, οι οποίες κάποτε ήταν καινούργιες και ανοίκειες, μέχρι που τις κατακτήσαμε.

Ο άνθρωπος δεν είναι καρτεσιανό ον: η (αναλυτική) σκέψη δεν είναι ο πρωταρχικός τρόπος με τον οποίο σχετιζόμαστε με τον κόσμο. Όταν λειτουργούμε, δεν σκεφτόμαστε – όχι αναλυτικά, τουλάχιστον. Όταν μιλάμε, δεν σκεφτόμαστε τη γραμματική των προτάσεών μας. Όταν οδηγούμε, δεν σκεφτόμαστε τον χάρτη της περιοχής ή τις ιδιότητες του αυτοκινήτου μας. Όταν περπατάμε, συνυπάρχουμε με ανθρώπους, πλένουμε τα πιάτα, φοράμε το πουκάμισο, συστηνόμαστε, αντιδρούμε σε μια προσβολή, λέμε «καλημέρα», στρώνουμε τραπέζι, χαϊδεύουμε μια γάτα, ανοίγουμε μια πόρτα, καθόμαστε σε μια καρέκλα κ.λπ., δεν έχουμε τίποτα μέσα μας συναφές με τη λογική, αναλυτική σκέψη. Δεν αναλύουμε την κατάσταση για ν’ ανακαλύψουμε κρυφές δομές, νόμους, μηχανισμούς και r = v2/q. Αντιθέτως, κινούμε το σώμα μας ως προς διάφορες οντότητες του περιβάλλοντος «ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμά τους», όπως λέει ο Μερλό-Ποντί (μα ποιος είν’ αυτός;) με μόνο μια γενική αίσθηση της κατάστασης και χωρίς καμία σκέψη ή αναπαράσταση.

Κάποιες φορές, ναι, καταφεύγουμε στην αναλυτική σκέψη. Όταν υπολογίζουμε τι θα πληρώσουμε σε λογαριασμούς, φαγητό, ενοίκιο και λογαριάζουμε πόσα χρήματα θα περισσέψουν• όταν παίρνουμε το εγχειρίδιο οδηγιών ενός μηχανήματος να δούμε πού μπορεί να εντοπίζεται η βλάβη• όταν μετράμε την ποσότητα του απορρυπαντικού στο πλυντήριο με βάση τον όγκο των ρούχων• όταν ανακαλούμε την τελευταία μας διαδρομή για να εικάσουμε πού μπορεί να έπεσαν τα κλειδιά μας κ.λπ. Επίσης όταν παίζουμε μια συγχορδία λάθος κι αναρωτιόμαστε πού πρέπει να βάλουμε τα δάχτυλά μας για ν’ ακουστεί σωστά – δηλαδή, όταν δεν έχουμε κατακτήσει ακόμα την δεξιότητα και πρέπει να την επισκοπούμε με το συνειδητό κομμάτι του εαυτού μας. Όμως αυτές οι καταφυγές στη λογική σκέψη δεν αποτελούν τις θεμελιώδεις μονάδες της ανθρώπινης λειτουργικότητας και νοημοσύνης. Περισσότερο είναι πραξικοπηματικές επεμβάσεις από r = v2/q πάνω στη συνηθισμένη, καθημερινή μας λειτουργικότητα. Το αντίθετο υποστήριζε η λεγόμενη υπολογιστική θεωρία του νου (computational theory of mind), ότι ο εγκέφαλός μας είναι ένας υπολογιστής κι οι συνηθισμένες λειτουργίες μας είναι γρήγορες εφαρμογές κανόνων και αλγορίθμων. Εκεί ποντάρισε η παλαιοημερολογίτικη Τεχνητή Νοημοσύνη κι έχασε, δηλαδή ότι μαθαίνουμε ποδήλατο επειδή, υποτίθεται, κάποιο βαθύ μέρος του εγκεφάλου μας εφαρμόζει τον τύπο r = v2/q. Η εναλλακτική θεώρηση είναι ότι είμαστε πλάσματα δεξιοτήτων (σωματικών, κοινωνικών, διανοητικών, συναισθηματικών, γλωσσικών κ.λπ.). Ότι στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας λειτουργούμε άρρητα και προσυνειδητά, από κάτω προς τα πάνω (bottom-up), με ομοβροντίες νευρικών ερεθισμών που προετοιμάζουν το σώμα για πράξεις και με αποφάσεις που λαμβάνονται πριν ακόμα τις μάθει το νεοφλοιικό μέρος του εαυτού μας: ο ορισμός της ανθρώπινης δεξιότητας. Η αναλυτική σκέψη, αν έρθει, θα έρθει μόνο σε δεύτερο χρόνο (π.χ. όταν κάτι δεν πάει καλά) ή σε κάποιους περιορισμένους τομείς (π.χ. συμπλήρωση μας φορολογικής δήλωσης) ή όταν δεν έχουμε κατακτήσει ακόμα τη δεξιότητα και πρέπει να ελέγχουμε διαρκώς την επίδοσή μας.

Ο άνθρωπος είναι θηλαστικό, όχι ερπετό ή πτηνό: μαθαίνει συνεχώς, όπως όλα τα θηλαστικά, και αναπτύσσει δεξιότητες. Ο άνθρωπος είναι open source, βγαίνει στη ζωή με λίγα εφόδια και πρέπει να τα μάθει όλα στην πορεία, ως μέλος μιας κοινότητας και χρησιμοποιώντας το σώμα του. Τα ερπετά και τα πτηνά μαθαίνουν ελάχιστα, όπως γεννήθηκαν έτσι και θα πεθάνουν, τα έχουν σχεδόν όλα πακέτο στο ένστικτό τους. Είναι μια πολύ καλή τακτική, δυστυχώς όμως ο άνθρωπος εξελίχθηκε από τα θηλαστικά, οπότε πρέπει να δίνει τα λεφτά του σε ωδεία, σχολές οδήγησης, σεμινάρια Η/Υ κ.λπ. Πρέπει επιπλέον να μάθει από παιδί να διασχίζει τον δρόμο, να εστιάζει το βλέμμα του, να πλένει τα χέρια του, να παίρνει τηλέφωνο, να συνυπάρχει με άλλους ανθρώπους, να μαγειρεύει το φαγητό του, να λέει κατά συνθήκην ψεύδη, να συστήνεται σε αγνώστους, να χαλαρώνει όταν είναι θυμωμένος, να φωνάζει δυνατά για ν’ ακουστεί σε απόσταση, να σκαρφαλώνει δέντρα, να τακτοποιεί τα συρτάρια του, να λέει αυτό που πιστεύει (όταν πρέπει), να μην λέει αυτό που πιστεύει (όταν δεν πρέπει), να κρίνει πότε πρέπει και πότε δεν πρέπει να λέει αυτό που πιστεύει κ.λπ. Συμφωνώ, θα ήταν απλούστερο και οικονομικότερο να είχαμε εξελιχθεί από τις χελώνες, όμως το πράγμα δεν αλλάζει: είμαστε καταδικασμένοι σε δια βίου μάθηση, είμαστε πλάσματα δεξιοτήτων.

Ο άνθρωπος δεν είναι βουλητικό ον: όταν λειτουργούμε φυσιολογικά, δεν υπάρχει αίσθηση του εγώ ούτε δυϊσμός μεταξύ υποκειμένου κι αντικειμένου. Υπάρχει ένας κόσμος οντοτήτων που επιδέχονται κάποιες χρήσεις, π.χ. οντότητες για-γράψιμο («στυλό»), για-οδήγηση («αυτοκίνητο»), για-φόρεμα («πουκάμισο»), για-φωτισμό («λάμπα»), για-είσοδο-και-έξοδο («πόρτα»), για-τα-μπάζα («Βύρων Πολύδωρας») κ.α., υπάρχουν διάφοροι στόχοι («έξοδος από το δωμάτιο», «συγγραφή μιας λίστας υποχρεώσεων», «οδήγηση μέχρι το σπίτι» κ.λπ.), υπάρχει μια γενική αίσθηση της κατάστασης («όλα είναι μια χαρά», «κάτι δεν πάει καλά», «οικείο περιβάλλον», «άγνωστο περιβάλλον», «χαοτικό περιβάλλον» κ.λπ.) και υπάρχει άμεση χρήση των οντοτήτων προς την κατεύθυνση των στόχων με γνώμονα τη γενική αίσθηση, χωρίς να πολυανακατεύεται το βουλητικό μέρος του εαυτού μας. Τα πράγματα περισσότερο γίνονται από μόνα τους (bottom-up), παρά τα κάνουμε εμείς (top-down). Αν προσπαθήσουμε να βάλουμε το βουλητικό, αναλυτικό μέρος του εαυτού μας (τον «νου» μας, τη «σκέψη» μας κ.λπ.) σε πρωταρχική θέση, καήκαμε! Βάζουμε το κάρο μπροστά από το άλογο. Αν προσπαθήσουμε να σκεφτόμαστε όλες τις πράξεις μας καθώς οδηγούμε, «τώρα χαλαρώνω το πόδι μου για ν’ αφήσω το γκάζι», «τώρα τεντώνω το άλλο πόδι μου από τον μηρό μέχρι το πέλμα για να πατήσω τον συμπλέκτη», «τώρα κινώ το χέρι μου για ν’ αλλάξω ταχύτητα» κ.λπ., θα τρακάρουμε! Το αντίστοιχο στην Τεχνητή Νοημοσύνη είναι να γίνουμε GOFAI και να λειτουργούμε με λογισμό καταστάσεων. Καλύτερα ν’ αφήσουμε το βουλητικό μέρος του εαυτού μας να έχει απλώς μια γενική αίσθηση της κατάστασης και την οδήγηση να γίνει από μόνη της, εφόσον είναι μία δεξιότητα την οποία έχουμε κατακτήσει (άλλο θέμα όμως ο αρχάριος οδηγός, αυτός με το Ν, που οδηγεί με πράξεις συνειδητής βούλησης). Καρτέσιος: σκέφτομαι άρα υπάρχω. Χάιντεγκερ: πράττω επιδεξίως άρα παύω να υπάρχω (ενώ όσο έπραττα αδεξίως είχα αίσθηση του εγώ).

Μεταφέροντας αυτό στην Τεχνητή Νοημοσύνη, παίρνουμε τα (ψευδο)χαϊντεγκερινά ρομπότ, τα οποία δεν έχουν εσωτερική αναπαράσταση του εξωτερικού κόσμου (ή αυτή έχει μειωθεί στο ελάχιστο). Δηλαδή, δεν υπάρχει κάποιο ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στο input των αισθητήρων τους και στο output της πράξης τους. Αντίθετα, υπάρχουν πάρα πολλοί βρόγχοι ανατροφοδότησης (feedback loops) ανάμεσα στους αισθητήρες και στους ενεργοποιητές του, χωρίς να περνούν από τη μνήμη του: τα ρεφλέξ του ρομπότ, ας πούμε. Κατά κάποιον τρόπο, το ρομπότ πράττει ανακλαστικά, όχι συνειδητά. Δηλαδή, ο σχεδιαστής έχει πάρει από τη μνήμη του το φορτίο της διαρκούς αναπαράστασης του εξωτερικού κόσμου και της διαρκούς απόφασης για την επόμενη πράξη, το έχει κάνει ρεφλέξ, κι άφησε τη μνήμη του ρομπότ να απασχολείται μόνο με μια γενική και υπολογιστικά εύκολη επισκόπηση της κατάστασης (όλα είναι καλά – κάτι δεν πάει καλά). Το ρομπότ δεν αναπαριστά τον εξωτερικό κόσμο με μοντέλα, ο ίδιος ο κόσμος είναι το μοντέλο του. Για παράδειγμα, ξαναδείτε το σλοβένικο ρομπότ-σκιέρ και προσέξτε στο βίντεο από 0:20 – 0:51 την εξήγηση της λειτουργίας του:






Αντί να εφαρμόζει διαρκώς τις φόρμουλες ισορροπίας, το ρομπότ λειτουργεί ανακλαστικά και ισορροπεί χωρίς να ξέρει ότι ισορροπεί• μόνο όταν τα ανώτερα επίπεδα της μνήμης αντιληφθούν ότι πάει να χαθεί η ισορροπία, τότε μόνο επεμβαίνουν κι εφαρμόζουν τη φόρμουλα για να την επαναφέρουν (όταν δηλαδή το, ας πούμε, συνειδητό μέρος αντιλαμβάνεται πως κάτι δεν πάει καλά). Το ρομπότ ξέρει να πράττει χωρίς να μπορεί να αναλύσει πώς πράττει: έχει άρρητη γνώση

Ο άνθρωπος δεν είναι νιρβανικό ον: για τον Βούδα, όλα είναι ίδια. Η επιτυχία με την αποτυχία, η νίκη με την ήττα, ο σοσιαλισμός με τη βαρβαρότητα κι ο Μαρκήσιος ντε Σαντ μ’ έναν χίππη. Σε μας τους υπόλοιπους όμως, δεν ισχύει αυτό. Κοιτάζουμε γύρω μας και διαρκώς απομονώνουμε το σημαντικό από το ασήμαντο, το ενδιαφέρον από το αδιάφορο, το θέλω από το δεν θέλω, και το μπορώ να το κάνω από το δεν μπορώ να το κάνω. Είναι μια θεμελιώδης αντιληπτική λειτουργία που γίνεται ταχύτατα, άρρητα, και βασίζεται στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Όμως χωρίς αυτήν δε θα μπορούσαμε να λειτουργήσουμε ούτε κατ’ ελάχιστον. Ο κόσμος θα παρουσιαζόταν στα μάτια μας ως ένας ωκεανός καταστάσεων και θα χάναμε τον καιρό μας προσπαθώντας να τον βάλουμε σε μια σειρά. Ίσως γι’ αυτό ο Φωτισμένος πέρασε στη μαχαπαρανιρβάνα (δε χρησιμοποιούμε τον όρο «απεβίωσε» για τον Βούδα) κάπου 45 χρόνια μετά τη φώτισή του: είχε αρχίσει να του γίνεται εξαιρετικά δύσκολη ακόμα και η πιο απλή πράξη.

Αυτή όμως η τόσο κοινή ανθρώπινη & ζωική λειτουργία, η ταχύτατη απομόνωση του σημαντικού από το μη-σημαντικό στο περιβάλλον, απεδείχθη άλυτο πρόβλημα για τα GOFAI ρομπότ! Μια κουρτίνα που θρόιζε από τον αέρα έκανε το ρομπότ να σταματάει για να επικαιροποιήσει την αναπαράσταση του κόσμου. Μετά από κάθε απλή πράξη του, το ρομπότ έπρεπε να ξαναπάρει από την αρχή τον κόσμο για να δει τι άλλαξε και τι έμεινε σταθερό. Όποιος θέλει να εμβαθύνει, μπορεί να διαβάσει εδώ, είναι το λεγόμενο Πρόβλημα του Πλαισίου (Frame Problem) – ο όρος προέρχεται από τα καρτούν, στα οποία ο σχεδιαστής βάζει τους χαρακτήρες να κινούνται και κρατάει όλο το υπόβαθρο (πλαίσιο) της εικόνας σταθερό. 

Κι ένα τελευταίο:

Ο άνθρωπος δεν είναι μονήρες ον: είμαστε αναπόσπαστα δεμένοι με τους άλλους ανθρώπους που σχετιστήκαμε στη ζωή μας. Τους εκπαιδεύσαμε και μας εκπαίδευσαν. Η νοημοσύνη μας δεν είναι άσχετη με την κοινωνική μας φύση, αντιθέτως σφυρηλατείται από στόχους που επιλέγονται μέσα σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη κουλτούρα. Ο άνθρωπος δεν καν είναι νοητικό ον: ο νους του ανθρώπου είναι αναπόσπαστα δεμένος με το σώμα του. Το έχω σώμα είναι θεμελιώδες τμήμα της ανθρώπινης νοημοσύνης – θα πούμε όμως περισσότερα γι’ αυτό σε επόμενη ανάρτηση, ας κάνουμε ένα διάλειμμα και σύντομα μαζί σας με ακόμα περισσότερο Χάιντεγκερ!


to be continued