Άνω Τάξη, Κάτω Τάξη

Συζητούσαμε κάποτε με τον φίλο μου, τον Σωτήρη, όταν δούλευε αρχαιολόγος στους Δελφούς. Μου έλεγε για τους αρχαιόπληκτους, που πηγαίνουν το θερινό ηλιοστάσιο στην Κασταλία πηγή και στον αρχαιολογικό χώρο, και κάνουν διάφορες τελετές για να ανοίξουν τις αστρικές πύλες, να έρθουν σε επαφή με την ενέργεια του Απόλλωνα κ.λπ. Αφού γελάσαμε, ο Σωτήρης παρατήρησε: «Αυτοί οι τύποι έχουν πολύ στρεβλή εικόνα για την αρχαιοελληνική θρησκεία. Την σκέφτονται με τρόπο νεοπλατωνικό, με ενέργειες, αστρικές πύλες, κρυφούς συμβολισμούς κ.λπ. Δεν ήταν όμως έτσι! Η θρησκεία των αρχαίων ήταν εμπορική συναλλαγή: σου δίνω, μου δίνεις• εγώ θα στολίσω τον ναό για τη γιορτή σου, εσύ θα φροντίσεις να πάνε καλά οι δουλειές μου• εγώ θα σου θυσιάσω έναν κόκορα, εσύ θα γιατρέψεις τον αδερφό μου κ.λπ.»

Περιστατικά σαν το παραπάνω με κάνουν να σκέφτομαι ότι ίσως έχει νόημα να δούμε διαφορετικά τις ευρασιατικές θρησκείες, όχι με τους γνωστούς όρους – «Χριστιανισμός», «Βουδισμός» κ.λπ. Η κατ’ όνομα θρησκεία ίσως να μη δίνει πολλές πληροφορίες για τη θρησκευτικότητα κάποιου, έχουμε πολλούς Χριστιανισμούς, Βουδισμούς, αθεϊσμούς κ.λπ., οι οποίοι παρουσιάζουν διαπαραταξιακές ομοιότητες και ενδοπαραταξιακές διαφορές.

Πάνω εδώ λοιπόν, υπάρχει ένα ενδιαφέρον βιβλίο, η Κοινωνιολογία της Θρησκείας, του Max Weber. Πίσω από τις γραμμές του βιβλίου διαφαίνεται μια άλλη ανάγνωση των θρησκειών με βάση τη βιοτική κοσμοθεώρηση των κοινωνικών φορέων τους. Έκανα τον κόπο να μαζέψω αυτές τις διάσπαρτες παρατηρήσεις του Weber, να δω τι εικόνα βγαίνει τελικά, την παρουσιάζω και σε σας να μου πείτε τη γνώμη σας: αντί για Χριστιανισμός, Βουδισμός κ.λπ., οκτώ διαφορετικές θρησκείες, (1) η Θρησκεία των Χωρικών, (2) η Θρησκεία των Μικροαστών, (3) η Θρησκεία της Μεσαίας Τάξης, (4) η Θρησκεία της Κρατικής Γραφειοκρατίας, (5) η Θρησκεία της Ιντελιγκέντσιας, (6) η Θρησκεία της Ανώτερης Τάξης, (7) η Θρησκεία της Πολεμικής Αριστοκρατίας, (8) η Θρησκεία των Παριών. Τα νούμερα σε παρένθεση είναι τα αντίστοιχα κεφάλαια από την Κοινωνιολογία της Θρησκείας και οι παραθέσεις στα Αγγλικά είναι όλες του Max Weber.

Μια απαραίτητη προειδοποίηση: μη διαβάσετε τις παρακάτω παρατηρήσεις με αυστηρά ντετερμινιστικό τρόπο. Δείτε τις σαν απλές τάσεις, με πολλές εξαιρέσεις όμως. Η ιστορία του θρησκευτικού φαινομένου έχει υπάρξει εξαιρετικά πολύπλοκη και δαιδαλώδης, με άφθονες εκπλήξεις και απροσδόκητες εξελίξεις, ώστε δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί σε λίγες γραμμές. Δείτε τα παρακάτω σαν default θέσεις που δεν προσφέρουν προβλεπτική δυνατότητα, ίσως όμως να έχουν κάποια ερμηνευτική αξία:


1. Η Θρησκεία των Χωρικών
Ανέκαθεν οι χωρικοί ήταν το πολυπληθέστερο κοινωνικό στρώμα και συνεχίζουν να είναι, ο πλανήτης Γη μπορεί να περιγραφεί ως ένας πλανήτης χωρικών, αγροτών, επαρχιωτών και μικρών κοινοτήτων. Οπότε λοιπόν εδώ ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με τη βασική ανθρώπινη θρησκεία.

Μαγεία: Οι κατεστημένες θρησκείες τείνουν να αλλάζουν όταν εξαπλωθούν σε στρώματα χωρικών, γίνονται κάτι που θα ονομάζαμε μαγεία ή δεισιδαιμονία: “Only rarely does the peasantry serve as the carrier of any other sort of religion than magic” (Ε.1.b). H Θρησκεία των Χωρικών είναι προσανατολισμένη σ’ αυτόν τον κόσμο, όχι σε κάποιο υπερπέραν, και οι προσδοκίες της είναι σχεδόν αποκλειστικά οικονομικές: ευμάρεια, υγεία, απόγονοι, καλή τύχη, γάμος, μακροζωία, προστασία από φυσικές καταστροφές κ.λπ. Απουσιάζει εντελώς από αυτήν η ευσέβεια. Πολλές φορές έχει να κάνει με εξαναγκασμό και όχι λατρεία του θείου. Οι χωρικοί τείνουν να μη συμπαθούν παντοδύναμους θεούς, οι οποίοι δεν μπορούν να εξαναγκαστούν, οπότε μετατρέπουν τη θρησκεία στην πράξη σε κάτι διαφορετικό (π.χ. εστιάζουν σε κατώτερα πνεύματα, δαίμονες και αγίους). Άλλες φορές η σχέση των χωρικών με το θείο είναι σαν εμπορική συναλλαγή: σου δίνω και μου δίνεις. Μαγεία των καιρικών φαινομένων, ανιμισμός, μαντεία, σαμανισμός, ειδωλολατρεία κ.λπ., τέτοιες είναι οι συνηθισμένες μορφές της Θρησκείας των Χωρικών.

Μαγική Ηθική: Η ζωή του χωρικού και του αγρότη είναι στενά συνυφασμένη με τη φύση, επηρεαζόμενη από απρόβλεπτα φυσικά φαινόμενα και, στο παρελθόν τουλάχιστον, ελάχιστα συστηματοποιημένη. Οι μικρές κοινότητες, όπως τα χωριά, λειτουργούν ριζικά διαφορετικά από τις μεγάλες κοινωνίες, όπως οι πόλεις• συνήθως είναι ομάδες, όχι συναθροίσεις, και οι σχέσεις των ανθρώπων είναι πολύ περισσότερο προσωπικές παρά θεσμικές. Οπότε λοιπόν οι αυστηροί και απρόσωποι νόμοι – όπως αυτοί που εντέλλονται από μια θεότητα ή ένα κοινοβούλιο – δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ένα τυπικό χωριό. Το ου κλέψεις δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ένα τυπικό χωριό, στο οποίο συχνά δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο δικό σου μποστάνι και στο δικό μου. Η ηθική αίσθηση των μικρών κοινοτήτων δεν βασίζεται σε απρόσωπες αρχές και οικουμενικούς κανόνες, συνήθως είναι διαπροσωπική: οι χωρικοί ευθυγραμμίζονται στο αμοιβαίο νόημα, όχι σε εξωτερικώς επιβαλλόμενα νοήματα. Όπως με τις καταναλωτικές συναλλαγές: οι πόλεις τείνουν να λειτουργούν με σταθερές τιμές (απρόσωπο οικονομικό νόημα που ισχύει για όλους), οι μικρές κοινότητες όμως συμπεριλαμβάνουν πολύ περισσότερο και καθημερινό παζάρεμα (αμοιβαίo οικονομικό νόημα που ισχύει μόνο για τον πωλητή και τον αγοραστή). Η Θρησκεία των Χωρικών εκπαιδεύει σ’ αυτό που ο Weber ονομάζει “magical ethic”: σε βοηθώ, με βοηθάς• εγώ έκανα τις απαραίτητες τελετουργίες, θυσίες, μαγικές πράξεις, εσύ χορήγησέ μου το υπεσχεμένο όφελος. Σαν εμπορική συναλλαγή.

Όλες οι κατεστημένες θρησκείες της ανθρωπότητας υπήρξαν εχθρικές στον χωρικό. Οι μεγάλες θρησκείες της Ανατολικής Ασίας δεν του καταλόγιζαν κανένα θρησκευτικό στάτους ή σεβασμό• ο πρώιμος Χριστιανισμός, ο οποίος ήταν ουσιαστικά Θρησκεία Μικροαστών (E.1.e), έβλεπε τους χωρικούς ως παγανιστές (paganus)• από την εξορία και μετά, ο Ιουδαϊσμός – κι ακόμα περισσότερο ο ραββινικός Ιουδαϊσμός – τους χωρικούς ουσιαστικά τους θεωρούσε άθεους, “for it was virtually impossible for a peasant to live a pious life according to the Jewish ritual law, just as in Buddhism and Hinduism” (E.1.d).

Εδώ μπορούμε να δούμε το ακόλουθο απόσπασμα από τις Μέρες του Σεφέρη: «Καθαρή Δευτέρα, 15 Μάρτη 1926. Εκδρομή σήμερα στον Υμηττό. Καισαριανή• το πλήθος πλημμυρίζοντας το μοναστήρι, σκεπάζοντας την εξοχή με ψώρα. Καμιά πραγματική κατάνυξη στο λαό που γέμιζε τη μικρή εκκλησιά. Κάτι γυναίκες προσπαθούσαν να κολλήσουν δεκάρες στα πρόσωπα των αγίων• κάποτε το κόλπο πετύχαινε• οι άλλες κοίταζαν με απογοήτευση τις δεκάρες τους που γλιστρούσαν κι έπεφταν, μολονότι δεν έπαυαν να σταυροκοπιούνται. Παρατήρησα πως οι γυναίκες που έπαιζαν αυτό το παιχνίδι κουβέντιαζαν με τις συντρόφισσές τους όπως σε μια οικογενειακή διασκέδαση». Το 1926 η Καισαριανή ήταν μια ημιαγροτική θάλασσα από φτωχόσπιτα, μία προσφυγική παραγκούπολη 15.000 κατοίκων, εκεί που τελείωνε η Αθήνα και άρχιζε το χάος. Η εκδρομή στη Μονή Καισαριανής τότε ήταν κανονική εκδρομή στην ύπαιθρο. Ήταν επίσης και μία ευκαιρία να έρθει σε επαφή ο καλλιεργημένος κύριος Σεφεριάδης με το θρησκευτικό αίσθημα των πάμφτωχων τσαγκάρηδων, εργατών, βυρσοδεψών, αγροτών, σαπωνοποιών, μεροκαματιάρηδων, ξυλουργών κ.λπ. της αθηναϊκής φαβέλας. Ποιο θρησκευτικό αίσθημα; "Καμία πραγματική κατάνυξη", διαπιστώνει ο σπουδαγμένος αστός και δεν μπορεί να κρύψει την περιφρόνησή του.


2. H Θρησκεία των Μικροαστών
Οι πόλεις άρχισαν να εμφανίζονται στην Αξιακή Εποχή, από το 700 π.Χ. και μετά – αυτό που οι αρχαιότεροι πολιτισμοί ονόμαζαν «πόλη», με τα σημερινά κριτήρια θα ήταν «κεφαλοχώρι» ή «κωμόπολη». Η θεμελιώδης διαφορά είναι ότι ο αστός συναναστρέφεται καθημερινά με ξένους ανθρώπους, τους οποίους δεν γνωρίζει προσωπικά. Στην Αξιακή Εποχή ήταν επίσης που άρχισαν να αλλάζουν και οι θρησκείες, να διαμορφώνονται όπως τις ξέρουμε σήμερα.

Αστικές Θρησκείες. Η πόλη, προκειμένου να λειτουργήσει, έχει ανάγκη να εξορίσει το τυχαίο και το απρόβλεπτο: απαιτεί απονομή δικαιοσύνης με αιτιολογημένες αποφάσεις (δηλ. την έννοια του νομικού δικαίου), τήρηση των συμβολαίων και των υποσχέσεων, προβλέψιμες συμπεριφορές, και ανθρώπινες σχέσεις που να ρυθμίζονται από εξωτερικούς, θεσμικούς κανόνες (όχι από το αμοιβαίο νόημα, όπως στις κοινότητες). Η σπουδαία παρατήρηση εδώ του Weber είναι ότι η αστική εμπειρία γεννά την ιδέα της υποχρέωσης, της συμμόρφωσης σε κάποια εξωτερική αρχή ακόμα κι όταν δεν διαφαίνεται κάποιος χειροπιαστός, εμπράγματος λόγος• είναι το τέχνασμα που βρήκαν όλες οι (μεγάλες) πόλεις για να δημιουργήσουν ένα εύτακτο και προβλέψιμο περιβάλλον: “The increased importance of an ethical binding of indi-viduals to a cosmos of obligation, making it possible to calculate what the behavior of a given person may be” (B.3.f).

Με την εμφάνιση των πόλεων, έχουμε και την πρώιμη μορφή καπιταλισμού, το σχήμα κεφάλαιο – προϊόντα – κεφάλαιο. Στις μικρές κοινότητες, το οικονομικό όφελος προέρχεται από το σχήμα προϊόντα – (χρήμα) – προϊόντα, δηλαδή ξεκινάς κάποια αγαθά που δεν χρειάζεσαι και τα ανταλλάσσεις με άλλα χρήσιμα αγαθά, ή έστω τα πουλάς και με τα χρήματα που θα εισπράξεις, αγοράζεις αυτό που χρειάζεσαι. Όμως με την εμφάνιση των πόλεων, δημιουργήθηκε ένα καινούργιο σχήμα: ξεκινάς με κεφάλαιο, το επενδύεις σε προϊόντα, και στο μέλλον αποκτάς ακόμα περισσότερο κεφάλαιο. Πολύ πριν από τον Μαρξ, τόσο ο Μωάμεθ όσο κι ο Αριστοτέλης υπήρξαν καχύποπτοι στο σχήμα κεφάλαιο – προϊόντα – κεφάλαιο, τους φαινόταν περίεργο και κάπως αφύσικο να προσπορίζεται κανείς όφελος μόνο και μόνο επειδή διαθέτει κάποιο μεγάλο χρηματικό ποσό, χωρίς να κάνει κάτι παραγωγικό, χωρίς να δημιουργεί ο ίδιος χρήσιμα προϊόντα και υπηρεσίες.

Το χρήμα γίνεται κεφάλαιο με την προσανατολισμένη στο μέλλον λιτότητα, δηλαδή τη θυσία της άμεσης κατανάλωσης υπέρ ενός μελλοντικού όφελους, μέσα σ’ ένα περιβάλλον τάξης και προβλεψιμότητας (συμβόλαια που να τηρούνται, θεσμικές δικαστικές αποφάσεις, κατανοητούς ανθρώπους με οικείες συμπεριφορές), όπως αυτό που γεννά η πόλη. Σε θρησκευτικό επίπεδο, η αστική υποχρέωση (obligation) αντανακλάται σε ένα πνευματικό χρέος (debt) προς κάποιο πολύ υψηλό ηθικό ιδεώδες, απρόσιτο για τον πολύ κόσμο, ο οποίος πάντα θα βρίσκει τον εαυτό του ελλειμματικό ως προς αυτό. Και ο προσανατολισμός στο μέλλον έχει να κάνει με την ιδέα της σωτηρίας.

Πνευματικό Ταμείο. Οι μικροτεχνίτες, μικροκαταστηματάρχες, μικρέμποροι, όλοι οι μικροκάτι των πόλεων, κάνουν μια επαγγελματική ζωή που τους ωθεί να υιοθετήσουν τη στάση πως η τιμιότητα ανταμοίβεται, η καθημερινή ρουτίνα και η εκτέλεση των καθηκόντων θα φέρει εν καιρώ την ανταμοιβή και πως αξίζουν αυτήν την ανταμοιβή. Αναπτύσσουν αυτό που ο Weber ονομάζει ανταποδοτική ηθική (ethic of compensation), την έννοια ενός πνευματικού ταμείου, στο οποίο κατατίθενται οι ηθικά καλές πράξεις. Δηλαδή, όλες οι τηρήσεις υποσχέσεων, οι αλληλοβοήθειες κ.λπ. δεν γίνονται επί ματαίω, αλλά σημειώνονται σε κάποιο λογιστικό βιβλίο και την κατάλληλη στιγμή θα επιστρέψουν τοκισμένες: τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή. Αυτό το στοιχείο απουσιάζει εντελώς από τη μαγεία, ο ακόλουθος της οποίας κατανοεί την ανταμοιβή μόνο όταν είναι ορατή, χειροπιαστή. O καπιταλισμός δηλαδή υπάρχει και στο ηθικό επίπεδο παράλληλα με το οικονομικό, η Θρησκεία του Μικροαστού περιέχει το στοιχείο της πνευματικής αποταμίευσης. Είχα περιγράψει αυτόν τον Πνευματικό Καπιταλισμό στην προηγούμενη ανάρτηση, με βάση κυρίως τους ορισμούς του Weber από την Κοινωνιολογία της Θρησκείας• όμως με λίγο χιούμορ, ε; Μην το πάρετε υπερβολικά στα σοβαρά, κάνω και λίγη πλάκα.

Μικροαστική Σωτηρία. Στη Θρησκεία των Μικροαστών εμφανίζεται η έννοια της μελλοντικής σωτηρίας, η οποία είναι εντελώς ξένη στη μαγεία, ο χωρικός δεν κατανοεί από τι πρέπει να σωθεί. Η παρατήρηση που κάνει ο Weber για τα μικροαστικά στρώματα είναι ότι ζητάνε από τη θρησκεία να παίξει το ρόλο του πνευματικού ΠΑΣΟΚ: να τιμήσει το μη-προνομιούχο στάτους τους, να το εξυψώσει συμβολικά, και να τους υποσχεθεί κάποια μελλοντική αποκατάσταση. Η Θρησκεία των Μη-Προνομιούχων ονομάζεται Αξιοπρέπεια: The sense of dignity of the disprivileged city strata rests on some proclaimed ‘promise’ for the future which is connected with their assigned ‘function’, ‘mission’ or ‘vocation’. Κάτι σχετικό έγινε στην Ελλάδα, όταν άλλαξε το περιεχόμενο της λέξης «λαϊκός» με τον Ανδρέα. Προηγουμένως είχε κυρίως αρνητικό νόημα, λαϊκός = ευτελής, κιτς, χοντροκομμένος• όμως με τον Ανδρέα, τον προφήτη των μη-προνομιούχων, άρχισε να παίρνει και θετικές σημασίες, λαϊκός = γνήσιος, ανεπιτήδευτος, αγνός.

Προσωπικός Λυτρωτής. Οι σωτηριολογικές θρησκείες αλλάζουν χαρακτήρα όταν εξαπλωθούν σε εκτεταμένα λαϊκά στρώματα, για τα οποία η διανόηση είναι οικονομικώς και κοινωνικώς απροσπέλαστη. Ένα χαρακτηριστικό αυτής της αναπόφευκτης προσαρμογής στις ανάγκες των μαζών είναι η εμφάνιση της έννοιας του προσωπικού λυτρωτή, ο οποίος χορηγεί ευλογίες μέσω λατρείας (σωτηρία δι’ αντιπροσώπου είναι ο καθιερωμένος όρος εδώ, salvation-by-proxy, κάτι σαν πνευματικά ρουσφέτια). Η έννοια μιας ηθικής και απρόσωπης κοσμικής τάξης που υπερβαίνει τη θεότητα (σαν το Ντάρμα του Βουδισμού), η ιδέα του εντελώς υπερβατικού θεού, καθώς και η ιδέα της παραδειγματικής σωτηρίας (το αντίθετο της σωτηρίας δι’ αντιπροσώπου: ακολούθησε το παράδειγμα του λυτρωτή), είναι διανοητικές κατασκευές ξένες προς τη νοοτροπία των μεγάλων αστικών στρωμάτων. Με την εξαίρεση του Προτεσταντισμού και του Ιουδαϊσμού, όλες οι άλλες θρησκείες αναγκάστηκαν να εισαγάγουν λατρείες αγίων, ηρώων ή κατώτερων θεοτήτων, για να προσαρμοστούν στις ανάγκες των μαζών. Ο Κομφουκιανισμός επέτρεψε τέτοιες λατρείες, καθώς και ο λαϊκός Βουδισμός, ακόμα και ο Καθολικισμός και το Ισλάμ αναγκάστηκαν να αποδεχτούν τοπικούς, λειτουργικούς ή συντεχνιακούς θεούς ως αγίους. 


3. H Θρησκεία της Μεσαίας Τάξης
Πολύ λίγα λέει ο Weber για τη Θρησκεία της Μεσαίας Τάξης, έτσι γενικά. Ουσιαστικά, το μόνο που παρατηρεί είναι ότι η θρησκεία μεταμορφώνεται όταν, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, η κοινωνική ισχύς περάσει σε εκτεταμένα στρώματα πολιτών, επέρχεται ένα είδος εξημέρωσης και ειρήνευσης, καθότι η ειρηνική οικογενειακή ζωή είναι βασικός παράγοντας στις ανάγκες των μεσαίων αλλά και μικροαστικών κοινωνικών στρωμάτων.

Ίσως αυτό να σημαίνει ότι την έχουμε ανάγκη τη μεσαία τάξη, είναι παράγοντας ειρήνευσης.


4. H Θρησκεία της Ανώτερης Τάξης 
Η θρησκεία αυτού που ανησυχεί για τις επενδύσεις του είναι διαφορετική από τη θρησκεία αυτού που ανησυχεί για τον μισθό του, η οποία είναι διαφορετική από τη θρησκεία αυτού που ανησυχεί για το μεροκάματο ή για την υγεία του (ή για την επιβίωσή του). Όπως οι αγρότες, έτσι και οι πλούσιοι πολίτες είναι προσανατολισμένοι σ’ αυτόν τον κόσμο, όχι στο επέκεινα. Ούτε η σωτηρία ούτε το υπερπέραν απασχολούν ιδιαίτερα το ανωταξικό μυαλό: “the more privileged the position of the commercial status, the less it has evinced any inclination to develop an other-worldly religion” (E.4.f). Επίσης και η πίστη σε ηθική ανταπόδοση, που εμφανίζεται στα κατώτερα αστικά στρώματα, είναι ξένη στους πλούσιους αστούς. H ανώτερη τάξη, που οικονομικώς είναι κάθε άλλο παρά χρεωμένη, δεν αισθάνεται ούτε υποχρεωμένη να ακολουθήσει την ανταποδοτική ηθική των κατώτερων αστικών τάξεων, η θρησκείας της μπορεί να εμφανίζεται ως κανονική μαγεία χωρίς κανένα ηθικό στοιχείο: “The god of wealth in Chinese Taoism … shows no ethical traits; he is of a purely magical character – the same as in the ancient Eleusinian cult of Pluto [ως θεός του πλούτου και βασιλιάς του Άδη]. Everywhere, skepticism or indifference to religion [εννοεί τη θεσμική θρησκεία και το ηθικό της σύστημα] are and have been the widely diffused attitudes of large-scale traders and financiers” (E.4.f).

Εδώ μπορώ να βάλω ένα de profundis που νομίζω ότι κολλάει: η οικογένειά μου έχασε τρεις φορές την ευκαιρία να γίνει πλούσια, σε διαφορετικούς χρόνους και περιστάσεις, όμως και τις τρεις για τον ίδιο λόγο. Διότι μια φορά ο παππούς και δυο φορές ο πατέρας μου δεν συνειδητοποίησαν ότι αν πας να παίξεις με τα μεγάλα ψάρια και τα μεγάλα κεφάλαια, εκεί δεν υπάρχουν κανόνες. Εκεί όλα επιτρέπονται. Μαθημένοι όμως μια ζωή κι οι δυο από αυτό που ονομάζουμε μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, ήξεραν ότι παίζουμε το παιχνίδι με κάποιους κανόνες: βοηθάμε αυτούς που μας βοηθούν, δεν συκοφαντούμε τον ανταγωνιστή, τιμούμε την εμπιστοσύνη που μας δείχνουν, νοιαζόμαστε για το καλό μας όνομα, και ορισμένα πράγματα απλά δεν τα κάνουμε ποτέ, υπάρχουν όρια. Αν πας όμως να παίξεις με τα μεγάλα κεφάλαια και ψάρια, εκεί δεν υπάρχουν ούτε όρια ούτε κανόνες. Εκεί ο μόνος κανόνας είναι: ο θάνατός σου, η ζωή μου.

Νομιμοποίηση: Αυτό που ζητά η ανώτερη τάξη από τη θρησκεία δεν είναι ούτε η σωτηρία ούτε το υπερπέραν ούτε κάποιο ηθικό σύστημα, αλλά η νομιμοποίηση. Εδώ ο Weber κάνει μια από τις πολύ εύστοχες παρατηρήσεις του: τα κοινωνικώς και οικονομικώς προνομιούχα στρώματα δεν νοιάζονται για κάποιο είδος σωτηρίας, αλλά απαιτούν από τη θρησκεία να αιτιολογήσει το στάτους και τη ζωή τους. O Weber λέει ότι αυτό είναι παγκόσμιο φαινόμενο, ο κοινωνικά τυχερός δεν είναι ποτέ ικανοποιημένος με τη σκέψη ότι απλά στάθηκε τυχερός, θέλει επιπλέον να έχει και το δικαίωμα στην καλή τύχη, την επίγνωση ότι «του άξιζε» αυτή η καλή τύχη, σε αντίθεση με τον κοινωνικά άτυχο, του οποίου «του άξιζε» η κακοτυχία του.

Εδώ μπορούμε να δούμε την Επί του Στάνφορντ Ομιλία – δηλαδή, το δημοφιλές κήρυγμα του Steve Jobs στο Στάνφορντ, στο οποίο παρουσιάζει το μυστικό της επιτυχίας του, ότι υπήρξε αντισυμβατικός, ακολούθησε την καρδιά του μέχρι που τα κομμάτια του παζλ ενώθηκαν στη ζωή του κ.λπ. Είναι μια από αυτές τις εκ των υστέρων ερμηνείες που λέει ο Taleb, τις οποίες δίνουν οι πλούσιοι για τη μεγάλη τους τύχη, να την παρουσιάσουν ως κάτι διαφορετικό από τύχη. Πολλοί κατοπινοί CEO, μεγαλοδικηγόροι, διευθυντές κ.λπ. θα θυμηθούν την Ομιλία και θα «καταλάβουν» ότι γι’ αυτό έφτασαν ψηλά, επειδή υπήρξαν αντισυμβατικοί, ακολούθησαν την καρδιά τους κ.λπ.

Ό,τι νομιμοποιεί την ανώτερη τάξη, αυτό είναι και η θρησκεία της. Οπότε δεν είναι απολύτως ακριβές αυτό που είπα πιο πάνω, ότι η συγκεκριμένη θρησκεία δεν έχει ηθικά στοιχεία. Έχει, μόνο που το ηθικό περιεχόμενο της Θρησκείας της Ανώτερης Τάξης είναι... η ίδια η ανώτερη τάξη. «Είστε τυχεροί που μας έχετε, μας αξίζετε». Όπως έγραφε κάποτε ειρωνικά ο Έρμιππος για τον Αβραμόπουλο (από μνήμης, δεν βρίσκω το άρθρο και την ακριβή διατύπωση): «Το μήνυμα του κ. πρέσβη είναι ο ίδιος ο κ. πρέσβης αυτοπροσώπως». Θα το έθετα λοιπόν αυτό ως κριτήριο ανωταξικότητας, πέρα από τις επενδυτικές πηγές εισοδήματος ή την κοινωνική ισχύ: κάποιος έγινε ανώτερη τάξη όταν αρχίζει να νιώθει ότι είμαστε τυχεροί που τον έχουμε. Όταν το μήνυμά του είναι αυτός ο ίδιος, απλά και μόνο η ύπαρξή του. Του αξίζουμε.


5. H Θρησκεία της (Πολεμικής) Αριστοκρατίας
Ο τρόπος ζωής του πολεμιστή και του ιππότη ιστορικά είχε ελάχιστη σχέση με την ιδέα της θείας πρόνοιας, της αμαρτίας, της σωτηρίας και της ταπείνωσης. Όλα αυτά υπήρξαν ξένα προς τη νοοτροπία τους και απωθητικά για την αξιοπρέπειά τους. Η πολεμική αριστοκρατία ζούσε καθημερινά με την προοπτική της περιπέτειας και του θανάτου• στη Θρησκεία της αυτό εκφράστηκε με απρόβλεπτους, ιδιοσυγκρασιακούς θεούς, και πολύ συχνά επίσης με την έννοια μιας απρόσωπης και ηθικά κενής τάξης πίσω και πέρα από τους θεούς – Μοίρες, Ρτα, Νόρνες, Μαατ κ.α. Το μόνο άλλο που ζήτησαν ιστορικά όλοι αυτοί από τη θρησκεία ήταν ίσως προστασία από τη μαύρη μαγεία ή ιερατικές προσευχές και τελετουργικά υπέρ πολεμικής νίκης ή υπέρ ηρωικού θανάτου, υποδοχής στον παράδεισο των ηρώων κ.λπ.

Δε νομίζω ότι έχουν μεγάλη συνάφεια αυτά για την εποχή μας, ίσως μόνο ιστορική σημασία.


6. H Θρησκεία της Γραφειοκρατίας
Λίγες παρατηρήσεις κάνει ο Weber εδώ. Λέει ότι η (κρατική) γραφειοκρατία αποτελεί πάντα φορέα της ιδέας ενός ψύχραιμου ορθολογισμού και, παράλληλα, μιας πειθαρχημένης τάξης και ασφάλειας, αυτά είναι οι ύψιστές της αξίες: δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι δημόσιος υπάλληλος. Είναι εντελώς αδιάφορη για κάθε είδος σωτηρίας ή ηθικής αγκύρωσης σε κάποιο υπερπέραν (E.3.a). Επίσης η γραφειοκρατία χαρακτηρίζεται από την περιφρόνηση για κάθε «ανορθολογική» θρησκεία (π.χ. πίστη σε πνεύματα, λατρεία των προγόνων, μαγεία), αν και την ίδια στιγμή αναγνωρίζει τη χρησιμότητά τους, ως μέσα εξημέρωσης των κυβερνωμένων. Η Θρησκεία της Γραφειοκρατίας ονομάζεται Τάξη, και πάντα συνοδεύεται από την περιφρόνηση για τη «θρησκεία της μάζας». Τυπικό παράδειγμα ο Κομφουκιανισμός.


7. Η Θρησκεία της Ιντελιγκέντσιας
Αδιαφορία για τα Εγκόσμια: Οι διανοούμενοι της μεσαίας τάξης τείνουν να είναι αδιάφοροι για εγκόσμιες έγνοιες και να χρωματίζουν τη θρησκεία με την ιδέα μιας υπερ-θεϊκής αρχής ή όντος, κρυμμένου πίσω από τον κόσμο των φαινομένων. O αρχικός Βουδισμός είναι το παράδειγμα που δίνει ο Weber: “It clearly arose as the salvation teaching of an intellectual stratum, originally recruited almost entirely from the privileged castes … which proudly and aristocratically rejected the illusions of life, both here and hereafter” (B.3.g). 

Διανοητική Σωτηρία: Η ιντελιγκέντσια έχει κι αυτή μια ιδέα σωτηρίας, όμως εντελώς διαφορετική από αυτήν που έχουν τα άλλα αστικά στρώματα: παράγοντάς της είναι η διανόηση. Η μορφωμένη μεσαία τάξη, που δεν αγωνιά για το νοίκι και τους λογαριασμούς, συνήθως εκδηλώνει τη σφοδρή εσωτερική ανάγκη να κατανοήσει τον κόσμο ως Όλον, να συλλάβει τα κρυφά του νοήματα και να πάρει θέση απέναντί του. Μπορεί να είναι ισχνή πληθυσμιακά, όμως η σημασία της στην διανοητική θεμελίωση της θρησκείας είναι σπουδαία. Όλες οι μεγάλες θρησκευτικές διδασκαλίες της Ασίας, λέει ο Weber, δημιουργήθηκαν από διανοούμενους. Οι διδασκαλίες του Βουδισμού και του Τζαϊνισμού, τα Ουπανισαδικά δόγματα, ο Κομφουκιανισμός και ο Ταοϊσμός, καθώς κι ο Μανιχαϊσμός, ο Γνωστικισμός, η αναμόρφωση του ισλαμικού δόγματος από τον Αλ Γκαζαλί κ.α.

Εδώ ίσως μπορούμε να δούμε τον αθεϊσμό της μεσαίας τάξης, δηλαδή την απόρριψη της προνοιακής θρησκείας πάνω στη διανοητική σύλληψη ενός κόσμου αδιάφορου προς τις ανθρώπινες επιδιώξεις• ο οποίος είναι διαφορετικός από τον αθεϊσμό των κατώτερων τάξεων, δηλαδή την απόρριψη της κατεστημένης θρησκείας πάνω στο βίωμα ενός κόσμου άδικου. Ο μεσοταξικός αθεϊσμός δεν είναι κάτι καινούργιο, εμφανίζεται περιστασιακά από τα αρχαία χρόνια, π.χ. η διδασκαλία του Επίκουρου και του Λουκρήτιου ανήκει εδώ: οι θεοί ούτε δημιούργησαν ούτε επεμβαίνουν στον κόσμο με κάποιον τρόπο, δεν δίνουν την παραμικρότερη σημασία για τα εγκλήματα ή τις αγαθοεργίες των ανθρώπων, ο κόσμος είναι μια μίξη δημοκρήτιων ατόμων τα οποία κυβερνώνται από φυσικούς νόμους κι από την τύχη, όχι από παρεμβάσεις θεών. Αυτό που κυρίως απορρίπτει ο μεσοταξικός αθεϊσμός είναι όχι τόσο η θρησκεία, αλλά η θεία πρόνοια.

Ο αθεϊσμός των κατώτερων τάξεων πρέπει να υπήρξε πολύ πιο συνηθισμένος ιστορικά (είπεν άφρων εν καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός κ.λπ.). Δεν έχει μεγάλη έγνοια να κατανοήσει τον κόσμο ως Όλον ούτε να εντοπίσει κρυμμένες αρχές πίσω από τα φαινόμενα: προέρχεται κυρίως από την απογοήτευση για το πνευματικό ταμείο που περιγράφει η κατεστημένη θρησκεία. Οπότε δεν απορρίπτει αναγκαστικά την ιδέα της πρόνοιας ούτε της δικαιοσύνης ή της ηθικής τάξης.


8. H Θρησκεία των Παριών
Ο Weber ορίζει τους παρίες ως μια κληρονομικά κλειστή κοινωνική ομάδα (με εσωτερικούς γάμους, καθώς και με διάφορα ταμπού ή τελετουργικά που αποκλείουν τους απέξω) χαμηλού κοινωνικού στάτους και χωρίς πολιτική αυτονομία: κάποιοι άλλοι αποφασίζουν γι’ αυτούς χωρίς αυτούς.

Η μόνη παρατήρηση που κάνει ο Weber για τη Θρησκεία των Παριών είναι ότι όσο περισσότερο καταπιέζονταν αυτοί και σε όσο δεινότερη θέση περιέρχονταν, τόσο ισχυρότερους δεσμούς σφυρηλατούσε η θρησκεία μεταξύ τους, μέχρι που γίνονταν μια κλειστή και σφιχτοδεμένη ομάδα• επίσης, τόσο πεισματικότερα τους έκανε να προσκολληθούν στο στάτους τους, ως παρίες, και εντατικοποιούσε τις ελπίδες τους για μια μελλοντική σωτηρία, η οποία ήταν πάντα συνυφασμένη με την εκπλήρωση ορισμένων θεϊκά εντεταλμένων θρησκευτικών καθηκόντων (Ε.9.a). Μια «εξέγερση σκλάβων στο ηθικό επίπεδο». Η Θρησκεία των Παριών, δηλαδή, είναι μια Θρησκεία Μικροαστών που ξέφυγε. Τα τελετουργικά και τα ταμπού που διαχωρίζουν τους απέξω έχουν ως αποτελέσμα τη συρρίκνωση της ηθικής κοινότητας: ο παρίας δεν είναι «ανήθικος», αντίθετα είναι ικανός για πράξεις γενναιοδωρίας και μεγαλοσύνης, φέρει την ανταποδωτική ηθική των μικροαστών, όμως μόνο σε μέλη της δικής του κοινότητας. Νιώθει ότι ισχύουν άλλοι ηθικοί κανόνες για τους απέξω.

Το παράδειγμα που δίνει ο Weber είναι με τις ινδικές κάστες των νταλίτ, όμως η ανάγνωσή του για τον Ινδουϊσμό δεν είναι από τα δυνατά του σημεία. Αναρωτιέμαι αν εδώ μπορούμε να δούμε τον φασισμό και τα συναφή του φαινόμενα, τον ναζισμό, τον χρυσαυγιτισμό και τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Τόσο ο Χίτλερ όσο κι ο Μουσολίνι (κι ο Μιχαλολιάκος) στηρίχτηκαν σε εξαθλιωμένα μικροαστικά στρώματα, που ένιωθαν ότι δεν είχαν λόγο στα θέματα της ζωής τους, και τους έδωσαν αυτό που ζητούσαν, μια «εξέγερση σκλάβων στο ηθικό επίπεδο». Η οποία σύντομα έγινε και εξέγερση στο υλικό επίπεδο. Δημιούργησαν από το πουθενά τα εξωτερικά γνωρίσματα μιας τάξης παριών – κλειστή, σφιχτοδεμένη, και με τελετουργικά να διαχωρίζουν τους απέξω – ενώ σύντομα ακολούθησε η θεϊκή υπόσχεση και οι θεϊκές εντολές για κάποιο είδος σωτηρίας. Δεν ξέρω, πείτε μου κι εσείς τη γνώμη σας. Ίσως αυτό να σημαίνει πως όταν εξαθλιώνεις ένα κοινωνικό στρώμα και του στερείς την πολιτική αυτονομία, θα το δεις σταδιακά να κλείνεται στον εαυτό του, να εξυψώνει συμβολικά το στάτους της ομάδας του, να αναπτύσσει την ιδέα μιας «εξέγερσης στο ηθικό επίπεδο» – δηλαδή να ακολουθεί ένα υπερβατικό κάλεσμα, καθώς και να τηρεί με προσήλωση κάποιες εντολές συνδεδεμένες με αυτό το κάλεσμα. Ένα διαχρονικό φαινόμενο, που στην εποχή μας εκδηλώθηκε ως φασισμός και ναζισμός. Σε άλλες εποχές και συμφραζόμενα, το κάλεσμα αυτό πήρε διαφορετικές κατευθύνσεις. Εσείς τι λέτε; Ίσως πάλι να σημαίνει ότι κάτι είχε πιάσει ο Πετεφρής όταν τόνιζε (εδώ) την ομαδικότητα της Χρυσής Αυγής. Τέτοιες ομάδες δεν φτιάχνει ούτε η Αριστερά. Αν η ανάγνωση που προτείνω είναι σωστή, τότε παράγοντας του χρυσαυγιτισμού, πέρα από την τεράστια ανεργία στους νέους, τη φτωχοποίηση κ.λπ., είναι και η αίσθηση της έλλειψης πολιτικής αυτονομίας, το σκύλιασμα πως ό,τι κι αν κάνω, δεν αλλάζει τίποτα, η ζωή μου είναι προκαθορισμένη από άλλους. Οπότε ίσως ένας τρόπος για να τραβήξεις κόσμο από τη Χρυσή Αυγή (όχι τους εντελώς καμένους φυσικά) είναι να τους κάνεις να νιώσουν πως μπορούν να έχουν λόγο για τη ζωή τους. Αν ο άλλος φτάσει στο σκύλιασμα, στο «φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα», τότε εφόσον δεν μπορεί να επηρεάσει τη ζωή του με πολιτικό τρόπο, θα αρχίσει να την επηρεάζει με μαγικοθρησκευτικό. Και σε κάποια στιγμή θ’ ακούσει το κάλεσμα. 

Όταν Κοιτάς Από Ψηλά

Ένα μύθο θα σας πω: μια φορά κι έναν καιρό, ο Βαρουφάκης έγραψε ένα άρθρο στη Lifo, στο οποίο έλεγε ότι δεν έχει μεγάλη σημασία αν ο Χορός του Ζαλόγγου ήταν ή όχι μύθος. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, συναντά στο twitter τον Μανδραβέλη, ο οποίος τον κατηγορεί γι’ αυτή του τη συμπάθεια προς τους μύθους. Πώς όμως τον κατηγορεί; Αναπαράγοντας κι ο ίδιος έναν άλλον μύθο:


Κάποτε λοιπόν, πριν τον Κοπέρνικο, η αυτάρεσκη ανθρωπότητα «ένιωθε υπέροχα στο κέντρο του σύμπαντος»... ναι, αλλά πότε ακριβώς; Διότι τόσο η αρχαία όσο και η μεσαιωνική γραμματεία είναι γεμάτες από την εντελώς αντίθετη στάση. Τρία παραδείγματα:

- Ο Κικέρωνας, στο Somnium Scipionis, στέλνει τον Σκιπίωνα ταξίδι στις ουράνιες σφαίρες. Όταν αυτός κοιτάζει κάτω τη Γη, εκπλήσσεται από την ασημαντότητά της και απορεί που ο κόσμος παίρνει στα σοβαρά τέτοιες γελοιότητες όπως η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Δηλαδή, με άλλα λόγια, ό,τι λέει και το τραγούδι του Κώστα Χατζή, Το Αεροπλάνο, όμως στο πιο ρωμαϊκό.

- Ένα παρόμοιο ταξίδι με παρόμοιες διαπιστώσεις περιγράφει κι ο Λουκανός στα Pharsalia.

- Ο Δάντης, στη Θεία Κωμωδία, κάνει κι αυτός το ταξίδι στις ουράνιες σφαίρες. Όταν φτάνει στη σφαίρα του Κρόνου, η Βεατρίκη («αγαπημένη μου, μην κλαις, πάμε μαζί ψηλά, αν θες») τον προτρέπει να κοιτάξει κάτω χαμηλά τη Γη (Παράδεισος, Canto 22):

I straight obey'd; and with mine eye return'd
Through all the seven spheres, and saw this globe
So pitiful of semblance, that perforce
It moved my smiles: and him in truth I hold
For wisest, who esteems it least

… μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά, κι εσύ τα πήρες σοβαρά, κι εσύ τα πήρες σοβαρά. Το υποτιθέμενο PSI της ανθρώπινης αυταρέσκειας που, τάχα, έγινε με τον Κοπέρνικο, ήταν ακριβώς αυτό: υποτιθέμενο. Ένας μύθος. Από ό,τι φαίνεται, πολύ πριν τον Κοπέρνικο, τα μορφωμένα τουλάχιστον στρώματα εκδήλωναν μια, ας πούμε, βουδιστική περιφρόνηση για τη Γη και τους ανθρώπους (ως προς τα αμόρφωτα στρώματα, τη μεγάλη πλειοψηφία, πολύ αμφιβάλλω αν έχουμε τη φωνή τους). Και μάλιστα – τι ενδιαφέρον – εκτός αν αντέγραφαν όλοι τον Κικέρωνα, η περιφρόνηση αυτή χρησιμοποιούσε συχνά την ίδια αφηγηματική ιδέα, όπως Κώστας Χατζής: όταν κοιτάς από ψηλά, μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά, κι εσύ τα πήρες σοβαρά. Το tweet του Μανδραβέλη που, υποτίθεται, ότι κάποτε «νιώθαμε υπέροχα στο κέντρο του Σύμπαντος»... δεν είναι ό,τι πιο σωστό μπορεί να ειπωθεί.

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.