Μάγκας Από Μικράκι Reloaded

Ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά. Όλοι ευχόμαστε ο ένας στον άλλον χρόνια πολλά, υγεία, ευτυχία κι άλλα τέτοια μικροαστικά. Τις ημέρες αυτές, το μπλογκ έλαβε e-mail από τον απεσταλμένο του στον 19ο αιώνα, κ. Σόρεν Κίρκεγκορ, ο οποίος δεν ευχήθηκε τίποτα από τα παραπάνω. Αντιθέτως, η δική του ευχή ήταν: να ζήσεις μια γεμάτη ζωή. Ή, με τον τρόπο που το έθετε αυτός και στη δική του ορολογία, να γίνεις ένας άνθρωπος που υπάρχει. Θα το εξηγήσουμε καλύτερα στην πορεία, προς το παρόν ας ξαναπιάσουμε μια παλαιότερη ανάρτηση που την αφήσαμε ημιτελή:

Περίληψη προηγουμένων (Μάγκας Από Μικράκι): Εν αρχή ην η Ελλάς του μεσοπολέμου. Και η Ελλάς του μεσοπολέμου ην πληκτική, και πληκτική ην η Ελλάς του μεσοπολέμου. Όλο στρατιωτικούς που σχεδίαζαν πραξικοπήματα, πολιτικούς που μιλούσαν καθαρεύουσα, δασκάλους που έδερναν τους αριστερόχειρες, και μικρές αδελφές που περίμεναν να αποκατασταθεί πρώτα η μεγάλη αδελφή για να πάρουν σειρά. Μέχρι που ξαφνικά – ΜΠΑΜ! – από τους παλιούς μάγκες προκύπτει η λαϊκή μουσική, οπότε η Ελλάς αποκτά ενδιαφέρον. Μήπως τα ταξίμια, το αυτοσχεδιαστικό μέρος της λαϊκής μουσικής, μπορούν να ρίξουν φως στο φαινόμενο αυτό της μαγκιάς;

O μουσικός αυτοσχεδιασμός, η απροσχεδίαστη επινόηση μουσικών λύσεων σε πραγματικό χρόνο και εντός συγκεκριμένου περιβάλλοντος, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Θέλουν πολλή εμπειρία και ωριμότητα. Κάποιος μπορεί να είναι ακόμα και σπουδαίος εκτελεστής, όμως η αυτοσχεδιαστική του παραγωγή να είναι πενιχρή• έχει συνηθίσει μια ζωή το μουσικό του καθήκον να είναι η πιστότητα στην αναπαραγωγή κάποιου προετοιμασμένου υλικού, και τρομάζει όταν δεν έχει από κάτι να κρατηθεί. Για να το καταλάβετε αυτό, δείτε το γνωστό βίντεο με την Maria-João Pires, κορυφαία κλασική πιανίστρια, που με τις πρώτες νότες του κοντσέρτου συνειδητοποιεί ότι είχε προετοιμάσει άλλο έργο του Μότσαρτ. Από το 0:42 ως το 2:50 είναι σοκαρισμένη, μέχρι που ο μαέστρος την πείθει να βάλει τα δάχτυλά της στα πλήκτρα, και τελικά παίζει το σωστό κοντσέρτο από μνήμης. Αυτό που θέλω να παρατηρήσω εδώ είναι ότι σε μια συναυλία τζαζ, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν αναγκαστικά κακό – και σίγουρα ο μουσικός δεν θα έμενε δύο ολόκληρα λεπτά παραιτημένος και αδρανής. Υπό προϋποθέσεις μάλιστα, σε μια συναυλία τζαζ μπορεί να ήταν και πολύ καλό που πήγες έχοντας προετοιμάσει άλλο κομμάτι. Κάτι σαν το αντίθετο της εμπειρίας τις Pires είναι η εμπειρία που που περιγράφει εδώ ο Bill Benzon, τζαζ τρομπετίστας (και ακαδημαϊκός): πέντε μουσικοί σε ένα εργαστήριο ελεύθερης τζαζ (free jazz), συντονίστηκαν μεταξύ τους στην πορεία της εκτέλεσης, και από το μηδέν έφτιαξαν ένα καινούργιο έργο. Κανείς δεν είχε προετοιμάσει τίποτα, απλά ακούγοντας επί τόπου ο ένας τον άλλον και αυτοσχεδιάζοντας διαρκώς, μετέτρεψαν σταδιακά το αρχικό χάος σε κανονικό μουσικό κομμάτι (και το απόλαυσαν). Χωρίς κι οι ίδιοι να καταλάβουν πώς ακριβώς το έκαναν. Με ενθουσίασε η έκφραση improvisational democracy.

Γιατί όμως ο αυτοσχεδιασμός είναι τόσο δύσκολος; Και γιατί, άμα τον κατακτήσεις, μετά δεν κρατιέσαι και δεν σταματάς με τίποτα; Μήπως η νευροεπιστήμη έχει κάτι να μας πει;



Η Νευρολογία της Μαγκιάς 
Η κυριότερη νευρολογική έρευνα για τις αλλαγές στον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια του μουσικού αυτοσχεδιασμού είναι αυτή, Neural Substrates of Spontaneous Musical Performance, των Limb & Braun, με χρήση fMRI σε επαγγελματίες πιανίστες τζαζ. Το βασικό εύρημά της ήταν ότι ο αυτοσχεδιασμός μοιάζει να αφορά τον προμετωπιαίο φλοιό (prefrontal cortex), το εγκεφαλικό τμήμα πίσω από το μέτωπό μας, μια περιοχή που δείχνει να λειτουργεί ως μαέστρος για τις εγκεφαλικές λειτουργίες. Το pattern δείχνει να είναι: πτώση δραστηριότητας πλευρικών τμημάτων του προμετωπιαίου φλοιού (lateral prefrontal cortex) με παράλληλη αύξηση δραστηριότητας εστιών του μέσου προμετωπιαίου φλοιού, medial prefrontal cortex – ας τον λέμε χαϊδευτικά MPFC. Ναι, όμως πώς μεταφράζονται όλα αυτά σε ανθρώπινη γλώσσα; Θα τα εξηγήσω με δυο λόγια, αφού πρώτα συστήσω λίγη επιφύλαξη, όπως και σε κάθε τέτοια νευρολογική έρευνα, είναι παρακινδυνευμένο να τις κάνουμε παντιέρα. Όλα τα παραθέματα ενός εισαγωγικών είναι από το paper των Limb & Braun.

H δραστηριοποίηση του μέσου προμετωπιαίου φλοιού – γνωστού στην πιάτσα ως MPFC – έχει να κάνει με τον βαθύ ύπνο (SWS, slow-wave sleep), δηλαδή με το εγκεφαλικό φορμάτ που ανασυγκροτεί τις αναμνήσεις της ημέρας. Οι ηλικιωμένοι, στους οποίους ο βαθύς ύπνος είναι προβληματικός, δυσκολεύονται να θυμηθούν πρόσφατα περιστατικά. Οπότε από αυτήν την άποψη, τα ταξίμια είναι και ελιξίριο νεότητας. Αυτό το στοιχείο του βαθέως ύπνου εξηγεί ίσως γιατί οι μουσικοί αυτοσχεδιασμοί χαρακτηρίζονται συχνά σαν ένα είδος έκστασης (“frequently described as occurring in an altered state of mind beyond conscious awareness or control”): είναι ένας βαθύς ύπνος εν ώρα ξύπνιου, νιρβάνα σε δρόμο χιτζάζ.

Ο MPFC είναι και έδρα της προσωποσύνης, της ιδιότητας του να είναι κάποιος πρόσωπο, όχι αντικείμενο. Σκεφτείτε τον διαχωρισμό που κάνουμε ανάμεσα σε πρόσωπα και αντικείμενα• π.χ. τα πρώτα τείνουμε να τα χαρακτηρίζουμε καλοπροαίρετα, αγχωμένα, κεντροαριστερά, δόλια, μέλη της πρωτοβουλίας των 58 κ.λπ., εκφράσεις που δεν προσδίδουμε σε αντικείμενα. Λοιπόν, όταν επεξεργαζόμαστε και σκεφτόμαστε τα χαρακτηριστικά προσώπων, όταν αποδίδουμε ιδιότητες, προθέσεις, κίνητρα, διαθέσεις σε πρόσωπα, ή όταν εικάζουμε γι’ αυτά με βάση τη συμπεριφορά τους, τότε ο MPFC δραστηριοποιείται. Όχι όμως όταν έχουμε να κάνουμε με αντικείμενα. Γι’ αυτό και σε μια σειρά παθήσεων του MPFC ο ασθενής αγγίζει την ψυχοπάθεια, τείνει να βλέπει τα πρόσωπα ως αντικείμενα (όπως ο Στουρνάρας τον πληθυσμό της Ελλάδας, δηλαδή).

Ποια είναι η διαφορά της αντίληψης ενός κόσμου προσώπων από έναν κόσμο αντικειμένων; Το βασικό εδώ είναι η ευαισθησία και ανοιχτοσύνη που πρέπει να έχουμε για να ανταποκριθούμε στους ερεθισμούς ενός πολύπλοκου κοινωνικού περιβάλλοντος, κάτι που δεν απαιτείται όταν είμαστε σε περιβάλλον αντικειμένων: “Τhe application of person knowledge demands a flexibility that is typically unnecessary for most classes of object knowledge (e.g. people must frequently track interactions among independent agents acting in complex social settings)”.

Επίσης, ο MPFC είναι και έδρα αυτοβιογραφίας, έχει να κάνει με την ανάκληση σημαντικών προσωπικών αναμνήσεων: “It is a brain part that activates during recollection of personally meaningful events, or when attention is directed introspectively, or when the individual is involved in self-referential action”. Δραστηριοποιείται, δηλαδή, όταν καλούμαστε να πούμε την ιστορία μας – όχι την ιστορία κάποιου άλλου, όχι ουδέτερες και απρόσωπες ιστορίες. Οπότε λοιπόν, ο αυτοσχεδιασμός είναι ένα είδος απομνημονευμάτων, το να λες την ιστορία σου με μουσική. Γενικότερα μιλώντας, ο MPFC δείχνει να λειτουργεί σαν δείκτης της συμπεριφοράς με εσωτερικό έρεισμα (internally motivation behavior) – όταν δηλαδή πράττουμε κατόπιν προσωπικών επιθυμιών και στόχων – σε αντιπαραβολή με τη συμπεριφορά με εξωτερικό έρεισμα (externally motivated behavior), όταν επηρεαζόμαστε από εξωτερικές πηγές και πράττουμε πάνω στις προσδοκίες και τα παραδείγματά τους. Είναι το εγκεφαλικό αντίστοιχο της Ρίτας Σακελλαρίου: μια ζωή πληρώνω αμαρτίες αλλονών, τέρμα ως εδώ, άλλο δεν μπορώ.

Ο MPFC λοιπόν σημαίνει όλα τα παραπάνω. Για την ακρίβεια, η περιοχή του MPFC που έδειξε να δραστηριοποιείται κατά τη διάρκεια του αυτοσχεδιασμού είναι η περιοχή 10 κατά Brodmann (Brodmann area 10), περίπου τα 14 cm3 εγκεφαλικής ουσίας στο πλέον εμπρόσθιο άκρο του εγκεφάλου. Απλώς το παραθέτω ως πληροφορία, είναι μια ελάχιστα κατανοητή περιοχή και δεν θέλω να γράψω γι’ αυτήν. Εξάλλου, όταν αναφέρεται κανείς σε τόσο εντοπισμένο εγκεφαλικό επίπεδο, είναι πολύ δύσκολο να πει οτιδήποτε σαφές.


Η περιοχή 10 κατά Brodmann (το ήμισύ της): Mήπως είναι η εγκεφαλική έδρα της μαγκιάς; 


Είπαμε όμως ότι για να βγει ένα καλό ταξίμι θα πρέπει, παράλληλα με την ενεργοποίηση του MPFC, να σωπάσουν και κάποιες πλευρικές περιοχές του προμετωπιαίου φλοιού, συγκεκριμένα ο πλευρικός κογχομετωπιαίος φλοιός (lateral orbitofrontal cortex ή LOFC), καθώς και περιοχές του ραχιαίου έξω προμετωπιαίου φλοιού (dorsolateral prefrontal cortex ή DLPFC) – θα χρησιμοποιώ τα ακρωνύμια καθότι οι λέξεις είναι απρόφερτες. Οι περιοχές αυτές είναι ένα είδος υπερεγώ, η πρεσβεία της κοινωνίας στον εγκέφαλό μας. Έχουν να κάνουν με τη στοχευμένη συμπεριφορά (goal-directed behavior) και το γνωστικό πλαίσιο εντός του οποίου αυτή διαρκώς αποτιμάται, ελέγχεται και διορθώνεται. Ο LOFC είναι μια τρόικα στον εγκέφαλό μας: φαίνεται ότι εκτιμά διαρκώς τη στοχευμένη συμπεριφορά, αν ανταποκρίνεται στις κοινωνικές απαιτήσεις, και της ασκεί ανασταλτικό έλεγχο όταν αυτή είναι ακατάλληλη. Ο DLPFC είναι ένας τεχνοκράτης στον εγκέφαλό μας: είναι υπεύθυνος για την κατάστρωση σχεδίων, για τη βαθμιαία εφαρμογή τους, και για τη συνεχόμενη προσαρμογή τους με βάση τον στόχο• ενεργοποιείται όταν επικεντρώνουμε την προσοχή μας κάπου, όταν καταβάλουμε προσπάθεια να λύσουμε προβλήματα και όταν έχουμε συνειδητή επίγνωση του εαυτού μας.

Όλα αυτά όμως είναι εμπόδια για να ξεδιπλώσεις ένα καλό ταξίμι. Ο αυτοσχεδιασμός δεν είναι μια προμελετημένη, καρφωτή και δουλεμένη πράξη, πρέπει να χάσεις τον συνειδητό έλεγχο για να το κάνεις καλά: “outside of conscious awareness and beyond volitional control”. Να μην έχεις από κάπου να κρατηθείς. Πρέπει να σωπάσει το εγκεφαλικό μνημόνιο, ο LOFC και ο DLPFC, και να ενεργοποιηθούν οι αντιμνημονιακές δυνάμεις (εγκεφαλικά πάντα μιλώντας), ο MPFC.

Disclaimer: Η ανάρτηση δεν είναι πολιτική.

Αφού ξανασυστήσω λίγη επιφύλαξη (όπως και με κάθε νευρολογική έρευνα), ας κάνω μια σύνοψη: θέλει βαθειά ανάσα να πεις τον αμανέ. Θέλει επίσης και χαλαρή, αφεστιασμένη προσοχή για να βγάλεις το ταξίμι – όχι συγκέντρωση της προσοχής σε κάποιον στόχο, όχι προσπάθεια, όχι εφαρμογή σχεδίων. Δεν είναι δουλειά, είναι ονειροπόλημα. Δεν είναι καθήκον, είναι απόλαυση. Σίγουρα, υπάρχουν και κάτι μπλοφαδόροι που παινεύουν τη δουλειά, μπράβοι και κοντυλοφόροι καθενού μαχαραγιά, αλλά όλοι αυτοί είναι της κατεστημένης μουσικής εκτέλεσης: πιστή αναπαραγωγή κάποιου προετοιμασμένου υλικού. Ο αυτοσχεδιασμός όμως, τα ταξίμια, η μουσική του περιθωρίου, των λούμπεν, των μειονοτήτων και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, δεν είναι κάτι που το κάνεις, είναι κάτι που αφήνεις να γίνει. Όπως το ονειροπόλημα (αυτό υποδεικνύει πόσο διορατικός ήταν ο Διδάσκαλος όταν κήρυττε: μη νομίζεις πως χαζεύω σαν με βλέπεις να γυρνώ, την αγάπη μου μαζεύω μέσα απ’ το σκουπιδαριό). Κάτω οι διαλεκτικές των τεχνικών της εξουσίας! Πρέπει να σωπάσει οτιδήποτε συγγενικό στον εγκέφαλό σου με τον Όλι Ρεν και την Άνγκελα Μέρκελ προκειμένου να πεις την ιστορία σου με μουσική – όμως τη δική σου ιστορία, όχι την ιστορία κάποιου άλλου. Όχι ουδέτερες και απρόσωπες ιστορίες.



Το Ταξίμι για την Ιθάκη
Δεν χρειαζόμαστε όμως τη νευρολογία να μας τα πει αυτά! Μπορούμε να τα δούμε και στη ζωή, παντού γύρω μας. Π.χ. όλα τα αγόρια στην εφηβεία ψάχνουν τρόπο να είναι κουλ και να αρέσουν στα κορίτσια. Και όλα περνάνε από τη φάση που θεωρούν ότι υπάρχουν φόρμουλες για να είσαι κουλ, ότι πρέπει να φοράς το Α ή να ακούς τη Β μουσική ή να έχεις τα μαλλιά σου κατά τον Γ τρόπο ή να κάνεις ό,τι κάνει κι ο Δ ή να αντιγράφεις τον τρόπο που μιλάει ο Ε. Είναι μια απαραίτητη εφηβεία που όλα τα αγόρια περνάνε, θέλουν από κάπου να κρατηθούν. Δηλαδή, παίζουν μουσική με τον κατεστημένο τρόπο κι αναπαράγουν κάποιο προετοιμασμένο υλικό, όλα αυτά τα διάφορα Α, Β, Γ που αντιγράφουν: λένε την ιστορία κάποιου άλλου. Αν υπήρξατε ποτέ νέοι άντρες, καταλαβαίνετε τι εννοώ• κι αν υπήρξατε ποτέ νέες γυναίκες, που αναγκάστηκαν να υποστούν νέους άντρες, καταλαβαίνετε κι εσείς τι εννοώ.

Σε κάποια στιγμή κι αφού έχουν εισπράξει πολλές απογοητεύσεις, κάποιοι άντρες – σχετικά λίγοι, φοβάμαι – αρχίζουν να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Ότι, στο φινάλε, δεν έχουν μεγάλη σημασία οι φόρμουλες και τα Α, Β, Γ. Ότι δεν είναι ανάγκη να έχεις από κάπου να κρατηθείς. Σιγά-σιγά αλλάζουν προοπτική, από τον πλευρικό κογχομετωπιαίο φλοιό (LOFC) περνάνε στον μέσο προμετωπιαίο φλοιό (MPFC), και αρχίζουν να είναι κουλ δια της απροσχεδίαστης και δημιουργικής ανταπόκρισης στις εξελισσόμενες απαιτήσεις του περιβάλλοντος – όχι με συνταγές και πιστή αναπαραγωγή προτύπων, όχι με στοχοθεσία και μέθοδο. Φεύγουν από την κατεστημένη μουσική εκτέλεση και περνάνε στην αυτοσχεδιαστική, καταλαβαίνουν ότι δεν είναι η Ιθάκη που μετράει, είναι το ταξίμι για την Ιθάκη. Βιώνουν κάτι αντίστοιχο μ’ αυτό που λένε στην ξιφασκία: όλοι οι ξιφομάχοι έχουν μειονεκτήματα, κανείς δεν είναι τέλειος• ο μέτριος ξιφομάχος χάνει από τα μειονεκτήματά του• ο καλός ξιφομάχος ξέρει και τα καλύπτει• ο βιρτουόζος ξιφομάχος ξέρει και τα χρησιμοποιεί, τα κάνει πλεονεκτήματα. Με άλλα λόγια: αρχίζουν να λένε τη δική τους ιστορία – όχι την ιστορία κάποιου άλλου, όχι ουδέτερες κι απρόσωπες ιστορίες!

Ας πιάσουμε όμως και τις γυναίκες. Πάνω εδώ και ξαναγυρνώντας στους παλιούς μάγκες, μπορούμε να δούμε τη Ρόζα (Εσκενάζυ). Όπως ίσως ξέρετε, το 1949 η Ρόζα, με πατημένα τα πενήντα (μήπως εξήντα;), έκανε δεσμό μ’ έναν άντρα 30 χρόνια νεότερό της. Για τα ήθη της εποχής εκείνης, κάτι τέτοιο πρέπει να ήταν το ισοδύναμο του «γεια σου, κυρ εισαγγελέα, με την Τζένη την ωραία». Και έμειναν μαζί 35 χρόνια, ως το τέλος της ζωής της. Μπορώ όμως να το καταλάβω από τη σκοπιά ενός νέου άντρα: διαβάζοντας για τη Ρόζα, σχηματίζω την αίσθηση μιας φοβερής γυναίκας, που έγινε καλλιτέχνις όταν κάτι τέτοιο περίπου σήμαινε «πόρνη», ερωτεύτηκε και την ερωτεύτηκαν, ηχογράφησε πολλά τραγούδια, είχε πολλούς εραστές, γύρισε τη μισή Ελλάδα κι αργότερα τη μισή υφήλιο, έπαιξε τη ζωή της κορώνα-γράμματα στην Κατοχή, φυλακίστηκε, κρύφτηκε, έκανε ένα παιδί, έγινε συνδικαλίστρια, επιχειρηματίας, δούλεψε με τον Τούντα και τον Τσιτσάνη, είδε άντρες να πέφτουν στα πόδια της, έμεινε κοκέτα ως τα γεράματα... τη γλέντησε τη ζωή της. Η Ρόζα στα πενήντα της (μήπως εξήντα της;) και με μια εγκυμοσύνη στο ενεργητικό της, σίγουρα δεν είχε την ομορφιά και τη φρεσκάδα των νιάτων της, όμως μπορώ να το καταλάβω από τη σκοπιά ενός πολύ νεότερού της άντρα: «σίγουρα θα βρω και ομορφότερες και νεότερες γυναίκες, όμως τέτοια γυναίκα δεν θα ξαναβρώ, δεν επαναλαμβάνεται τέτοια ευκαιρία». Νέες και όμορφες κοπέλες υπήρχαν και υπάρχουν πολλές (δόξα τω Θεώ, το εργοστάσιο που βγάζει κουκλιά δουλεύει ακόμα). Που όλες τους είναι φωτοτυπίες η μία της άλλης, όλες λένε την ιστορία κάποιου άλλου. Η Ρόζα όμως, που ήξερε καλά κι από τη δουλειά της τι σημαίνει ταξίμι, έλεγε τη δική της ιστορία! Όχι την ιστορία κάποιου άλλου! Όχι ουδέτερες και απρόσωπες ιστορίες! Οπότε, παρέμεινε ερωτική πρωταθλήτρια ακόμα και στα πενήντα της (μήπως εξήντα της;).




Vixi
Μπορούμε τώρα να ξαναδούμε την ευχή του Κίρκεγκορ, να γίνεις ένας άνθρωπος που υπάρχει. Ένα από τα πιο ανατριχιαστικά πράγματα που διάβασα ποτέ στο ίντερνετ ήταν εδώ, τα τελευταία λόγια ενός παππού στο νεκροκρέβατό του:

A few decades ago, a friend told me the story of his dying grandfather, a man who never chased down the dreams he dreamed as a youth. Didn't even really try, for a whole lot of reasons. On his deathbed, one of his final sentences to his grandson was this: 
“What? So that was it?”  

Ετοιμάζεσαι να πεθάνεις, αναλογίζεσαι τη ζωή που (δεν) έζησες και λες, «τι, δηλαδή, αυτό ήταν;»... Σαν πολυδιαφημισμένη ταινία, που πηγαίνεις να τη δεις όλος προσδοκία, όμως τελικά βγαίνεις από το σινεμά απογοητευμένος, έχασες δυο ώρες από τη ζωή σου. Ή και την ίδια τη ζωή σου.

Σε αντιπαράθεση μ’ αυτό, μπορούμε να δούμε τον φοβερό κύριο Τζιάκομο Καζανόβα, έναν τυχοδιώκτη του 18ου αιώνα που ταξίδεψε όλη την Ευρώπη από περιπέτεια σε περιπέτεια, από γυναίκα σε γυναίκα, από σκάνδαλο σε σκάνδαλο, κι από πάτρωνα σε πάτρωνα. Γνώρισε τον Γκαίτε, τον Ρουσσώ και τον Μότσαρτ, φυλακίστηκε, δραπέτευσε, ερωτεύτηκε (αμέτρητες φορές), πόνεσε, έμαθε να χειρίζεται τους ανθρώπους, έγινε γιατρός, μουσικός, στρατιωτικός, νομικός, ελευθεροτέκτονας, χαρτοπαίκτης, μοναχός, κυβερνητικός αξιωματούχος, θαυματοποιός, κατάσκοπος, αλχημιστής, ρισκάρισε τη ζωή του, μονομάχισε με μαρκήσιους και αξιωματικούς, έκανε απίθανες φάρσες, άνοιξε ένα εργοστάσιο, του το φάγαν τα χρέη και οι γυναίκες, έγραψε ένα θεατρικό έργο... έκανε πολλά. Δεν ήταν όλα χαρούμενα. Πέρασε από βάσανα και μεγάλες αγωνίες. Πολλές φορές έχασε τα πάντα και ξεκίνησε εκ νέου από το μηδέν. Πολλές φορές πίστεψε ότι έφτασε το τέλος του. Όμως, όπως το έθετε ο ίδιος, όταν σε μεγάλη ηλικία πλέον κάθισε να γράψει τα απομνημονεύματά του: «Δεν μπορώ να το αρνηθώ, vixi», (δηλαδή έζησα, στα λατινικά).

Disclaimer: Διαβάστε τα απομνημονεύματα του Τζιάκομο Καζανόβα, αξίζουν. Όχι μόνο ως πικάντικο ανάγνωσμα. Έχουν πολύ υλικό κι ενδιαφέρον, ο τύπος δεν ήταν βλάκας (αλλά και ως πικάντικο ανάγνωσμα να τα διαβάσετε, πάλι έχουν υλικό κι ενδιαφέρον).

Λοιπόν, το vixi του Καζανόβα ήταν αυτό που ο Κίρκεγκορ έλεγε: να γίνεις ένας άνθρωπος που υπάρχει. Δηλαδή, να ζήσεις με τέτοιον τρόπο ώστε όταν κοιτάζεις προς τα πίσω να μην λες, «τι, δηλαδή, αυτό ήταν;». Να μην λες, «πού πήγε η ζωή μου, ποιος την πήρε; Χθες προχθές ήμουν πιτσιρικάς με όνειρα και προσδοκίες, τι γίναν τα χρόνια;». Να μην λες, «μοιάζει σαν να ‘πεσα για ύπνο χθες βράδυ είκοσι χρονών και σήμερα να ξύπνησα τριάντα (σαράντα, πενήντα κ.λπ.), πώς έγινε αυτό;». Σ’ αυτήν την περίπτωση, ο Κίρκεγκορ θα σου έλεγε: δεν υπάρχεις. Έγινες πλευρικός κογχομετωπιαίος φλοιός (LOFC). Έζησες στοχευμένα, μεθοδικά, με την κάθε βιοτική σου πράξη μέρος ενός σχεδίου, ήξερες διαρκώς τι έκανες και γιατί το έκανες, είχες πάντα τον έλεγχο, αναπαρήγες πιστά τα παραδείγματα, ανταποκρίθηκες στις προσδοκίες: είπες την ιστορία κάποιου άλλου.

Το να υπάρχεις ή να ζήσεις τη ζωή σου γεμάτη ή να λες τη δική σου ιστορία (το ίδιο σημαίνουν όλα) δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με το να ζήσεις ευτυχισμένα. Όχι αναγκαστικά. Πρέπει να ρισκάρεις για να το επιτύχεις – μιλάω για πραγματικά ρίσκα, να ρίξεις στο τραπέζι ακόμα και την ίδια σου τη ζωή. Θα έρθουν και οι δύσκολες στιγμές, όπου θα μάθεις τι πα να πει βρωμιά και τρόμος, κατήφορος και προσβολές. Έχεις να φας φρίκες – όπως και ο Τζιάκομο και η Ρόζα έφαγαν φρίκες. Θα δαγκώσεις σίδερα. Ο κροκόδειλος θα σε φιλήσει με καρκινώδη φιλιά. Θα σε κλωτσάνε και θα σ’ αρέσει, δικέ μου, σαν το σκυλί τους θα σ’ έχουν, δικέ μου, έχει τους νόμους της αυτή η ιστορία. Θα έρθει η στιγμή που θα νομίσεις ότι είσαι τρελός. Κατόπιν, θα έρθει η στιγμή που θα διαπιστώσεις ότι πράγματι είσαι τρελός. Κατόπιν, θα έρθει η στιγμή που θα διαπιστώσεις ότι το να είσαι τρελός δεν είναι αναγκαστικά κακό νέο. Κατόπιν, θα έρθει η στιγμή που θα διαπιστώσεις ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: όλοι οι άλλοι είναι τρελοί εκτός από σένα, εσύ είσαι ο μόνος λογικός. Μπορεί και να χρειαστεί να πεθάνεις – το λέω κυριολεκτικά. Όμως ψυχραιμία, τι να γίνει, στο φινάλε υπάρχουν και χειρότερα από τον θάνατο. Θα τα δεις όλα αυτά στην πορεία.

Όμως μην κολλήσεις, συνέχισε! Μόνο αυτό αξίζει να ονομάζεται γνώση, τίποτα άλλο. Συνέχισε, ακόμα κι αν δεν ξέρεις γιατί το κάνεις. Παγωμένος από τον τρόμο, σκοτάδι παντού γύρω σου, όλα γκρεμισμένα, χωρίς τίποτα στον κόσμο να πιαστείς, σου πήραν τα πάντα: εσύ συνέχισε, μην κολλήσεις. Και δεν χρειάζεται να ξέρεις γιατί το κάνεις. Συνέχισε διότι... παραδόξως όλα θα πάνε καλά. Διότι μόνο οι χαμένοι αγώνες έχουν αξία. Όταν ξέρεις ότι το παιχνίδι είναι στημένο κι ο διαιτητής πληρωμένος, το ξέρεις ότι θα χάσεις ό,τι κι αν γίνει – εκεί μόνο έχει αξία να αγωνίζεσαι. Αυτό μόνο αξίζει να ονομάζεται γνώση. Αν ξέρεις ότι υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις, ο αγώνας δεν έχει αξία. Μόνο οι χαμένοι αγώνες έχουν αξία! Συνέχισε, όχι για να κερδίσεις, όχι για να δικαιωθείς στη μετά θάνατον ζωή ή στην επόμενη ενσάρκωση – ωχ, δεν τα ‘χεις ξεπεράσει ακόμα αυτά τα μετεφηβικά; Θέλεις να το κάνεις έτσι ώστε να κερδίσεις κάπου, κάπως; Ακόμα και μετά θάνατον; Θες κάτι να πιαστείς; Παράτα πια τα μετεφηβικά! Όπως έλεγε κι ο Κίρκεγκορ, το θέμα είναι εδώ, να ζήσεις την αιωνιότητα εδώ, σ’ αυτήν τη ζωή.

Κι αυτό μπορείς να το καταφέρεις μόνο άμα συνεχίσεις, άμα δεν κολλήσεις. Όταν δεν έχεις τίποτα να πιαστείς, ο πόνος που θα έρθει (και θα έρθει, είναι σίγουρο, έχει τους νόμους της αυτή η ιστορία) θα είναι όλος δικός σου, δεν θα μπορείς να τον φορτώσεις πουθενά. Και κανείς δεν σου εγγυάται ότι θα υπάρχει happy end, ότι τελικά θα κερδίσεις. Αν όμως κερδίσεις έχοντας προηγουμένος ρισκάρει πραγματικά, έχοντας υποστηρίξει τις πράξεις σου ακόμα και με τη ζωή σου, τίποτα στον κόσμο δε θα συγκρίνεται με την οργασμική ευδαιμονία της επιτυχίας. Θα είναι κι αυτή όλη δική σου, κανείς δεν θα μπορεί να σου την πάρει.

Στο κάτω-κάτω... δε βαρέθηκες πια όλες αυτές τις ευχές, «χρόνια πολλά, με υγεία, ευτυχία κ.λπ.»; Εξάλλου, αυτό που ο άλλος ονομάζει «ευτυχία», εσύ μπορεί να το λες «ασφάλεια» ή «προβλεψιμότητα» ή «κονφορμισμό» ή κάτι άλλο παρόμοιο και μικροαστικό. Δεν θέλεις «ευτυχία», δεν είναι αρκετή, δε σου φτάνει! Θέλεις οργασμική ευδαιμονία, τίποτα λιγότερο, να ζήσεις την αιωνιότητα εδώ, σ’ αυτή τη ζωή! Κι όταν όλοι οι άλλοι θα λένε, «μα πού πήγαν τα χρόνια, πώς πέρασαν έτσι;...», εσύ θα είσαι ο μόνος που θα λες: vixi! Τίποτα στον κόσμο δεν συγκρίνεται μ’ αυτό.

Λοιπόν... πες μου την ιστορία σου. Όμως, τη δική σου ιστορία, όχι την ιστορία κάποιου άλλου! Όχι ουδέτερες κι απρόσωπες ιστορίες!



Επίλογος
Στράτος - Τσιτσάνης: Στου Αλευρά τη Μάντρα