Το Άνισο Ζύγισμα

Μια φορά κι έναν καιρό, ένας βασιλιάς περιόδευε στη χώρα με τη συνοδεία του. Σε κάποια στιγμή, βλέπει έναν ψαρά να τραβάει τα δίχτυα του όμως να βγάζει ελάχιστα μόνο ψάρια. Ο βασιλιάς τον ρώτησε αν είναι ευχαριστημένος από τη δουλειά του κι αν τα βγάζει πέρα. 
-- «Δύσκολα...» απάντησε ο ψαράς. «Έχω οικογένεια με τέσσερα παιδιά. Δεν μπορούμε να χορτάσουμε ψωμί». Ο βασιλιάς τον συμπόνεσε και του είπε:
-- «Ρίξε πάλι τα δίχτυα σου στη θάλασσα. Κι όσα ψάρια βγάλεις, το βάρος τους θα σου το δώσω σε χρυσό». 
Συνοψίζω ένα παραμυθάκι από τη συλλογή Παλιές Πηλιορείτικες Ιστορίες του Παπαντώνη, έκδοση της Κοινότητας Πορταριάς, 2008. Ο Παπαντώνης ήταν ο Αντώνιος Μούχτης, 1855 – 1943, παπάς στην προπολεμική Πορταριά και ονομαστός παραμυθάς. Πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, τα εγγόνια του Παπαντώνη κάθισαν μαζί και προσπάθησαν να θυμηθούν όσα περισσότερα παραμύθια του παππού μπορούσαν. Έτσι προέκυψε η συλλογή.
Χάρηκε ο ψαράς κι έριξε πάλι τα δίχτυα του στη θάλασσα. Όταν όμως μετά άρχισε να τα τραβάει, η χαρά του έσβησε καθώς τα έβλεπε να βγαίνουν άδεια. Τελικά δεν υπήρχε τίποτα μέσα στα δίχτυα, παρά μόνο ένα μάτι ψαριού, μεγάλο και στρογγυλό σαν χάντρα. 
Ο βασιλιάς διέταξε να βάλουν το μάτι στον ένα ζυγό της ζυγαριάς, κι αυτή αμέσως έγειρε προς τη μεριά του. Στον άλλο ζυγό ο βασιλιάς έριξε μια χρυσή λίρα, όμως το μάτι συνέχισε να βαραίνει περισσότερο. Έριξε κι άλλη λίρα, κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη, όμως η ζυγαριά έγερνε μόνιμα προς τη μεριά του ματιού. Όλοι απόρησαν και φοβήθηκαν. Οι σοφοί του παλατιού δεν μπορούσαν να δώσουν καμία εξήγηση. Κάποιος τότε πρότεινε να φέρουν έναν γέρο καλόγερο, ονομαστό για τις γνώσεις και τη σοφία του, που έμενε σ’ ένα κελί εκεί κοντά. Ο βασιλιάς διέταξε τους ανθρώπους του, αυτοί πήγαν στο κελί και μετά από λίγο έφεραν τον ηλικιωμένο καλόγερο. 
Τα περισσότερα παραμύθια του ο Παπαντώνης τα άκουσε από έναν περιπλανώμενο μοναχό ονόματι Γεδεών, που πέρασε από την Πορταριά κι εγκαταστάθηκε σ’ ένα κελί της εκκλησίας. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ο μοναχός αυτός, από πού κατάγετο και πού άκουσε τα παραμύθια (ή μήπως τα έφτιαξε ο ίδιος;)
Ο καλόγερος είδε την κατάσταση, χαμογέλασε και πήρε μια φούχτα χώμα από κάτω. Την έριξε στο μάτι του ψαριού, το σκέπασε με χώμα, κι αμέσως η ζυγαριά έγειρε προς τον ζυγό με τις λίρες. Όλοι έμειναν κατάπληκτοι. Ο καλόγερος εξήγησε: 
-- Αυτό το μάτι του ψαριού είναι σαν το μάτι του ανθρώπου. Όσο είναι ανοιχτό, είναι αχόρταγο. Θέλει κι άλλα, κι άλλα, θέλει να συσσωρεύσει πλούτη, που όταν όμως έρθει η στιγμή και κλείσει τα μάτια του, δεν θα τα πάρει μαζί του. Τότε δεν θα ‘χουν καμία αξία γι’ αυτόν.
Ο βασιλιάς τ’ άκουσε κι έμεινε σκεπτικός. Ο ίδιος ήταν πολύ πλούσιος... Στο τέλος φώναξε τον ψαρά και του έδωσε όλες τις λίρες που ήταν πάνω στη ζυγαριά. 
Ωραίο παραμυθάκι, χριστιανικό, όμως όταν το διάβασα ένιωσα ότι κάτι μου θύμιζε. Κάπου είχα ξανακούσει κάτι παρόμοιο. Το βρήκα μετά από λίγο: ήταν μια ιστορία από τη Μαχαμπαράτα (την αποδίδω όπως ο Peter Brook στο ομώνυμο φιλμ, η καθαυτό ιστορία από το ινδικό έπος είναι μάλλον κουραστική, εγκεφαλική και μεγάλη):
Ο βασιλιάς Σίβι είχε τη φήμη του καλού και του δίκαιου. Μια μέρα, εκεί που καθόταν στην αυλή του, πέφτει ένα εξαντλημένο και κατατρομαγμένο περιστέρι στην αγκαλιά του. Ο βασιλιάς το συμπόνεσε και ορκίστηκε να το φροντίσει. Όμως ξαφνικά ακούει ένα άγριο κρώξιμο. Κοιτάζει και βλέπει πιο πέρα ένα γεράκι αποστεωμένο από την πείνα. 
-- «Δώσε μου αυτό το περιστέρι», είπε το γεράκι. «Είναι η λεία μου». 
Ο βασιλιάς Σίβι αρνήθηκε. Είπε ότι το περιστέρι πλέον βρισκόταν υπό την προστασία του κι ότι δεν θα το άφηνε να θανατωθεί. 
-- «Όμως», είπε το γεράκι, «αυτό σημαίνει ότι θα θανατωθώ εγώ από την πείνα. Καλώς ή κακώς η φύση μου είναι να κυνηγώ περιστέρια. Κι η ζωή του περιστεριού δεν είναι καλύτερη ή χειρότερη από τη δική μου». 
Ο βασιλιάς αναγνώρισε ότι το γεράκι είχε τα δίκια του, όμως αυτό ειδικά το περιστέρι δεν μπορούσε να του το δώσει.
-- «Ζήτα μου ό,τι άλλο θέλεις», είπε στο γεράκι. Το αρπαχτικό σκέφτηκε λίγο και στο τέλος απάντησε: 
-- «Μόνο ένα πράγμα μπορώ να δεχτώ αντί για το περιστέρι, μια που το πήρες υπό την προστασία σου. Θέλω ένα κομμάτι κρέας από το σώμα σου ίσο σε βάρος με το περιστέρι». 
Ο βασιλιάς Σίβι διέταξε να του φέρουν μια ζυγαριά κι ένα μαχαίρι. Έβαλε το περιστέρι (που έτρεμε ακόμα από τον φόβο) στον ένα ζυγό κι η ζυγαριά έγειρε προς το μέρος του πουλιού. Ο βασιλιάς υπολόγισε λίγο, και με μια αποφασιστική κίνηση έκοψε ένα κομμάτι κρέας από τον μηρό του. Το έβαλε στον άλλον ζυγό, όμως η ζυγαριά έγερνε ακόμα προς τη μεριά του περιστεριού. Ο βασιλιάς έκοψε κι άλλο κομμάτι κρέας, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, τα έβαλε στη ζυγαριά όμως το περιστέρι συνέχισε να είναι βαρύτερο. Στο τέλος ο καταματωμένος και ακρωτηριασμένος βασιλιάς ανέβηκε ο ίδιος στη ζυγαριά, όμως αυτή έγερνε πάντα προς τη μεριά του περιστεριού. 
Ο βασιλιάς σήκωσε τα μάτια του και είδε τα δυο πουλιά να στέκονται μπροστά του τυλιγμένα σε μια εξώκοσμη αύρα: ήταν θεϊκά όντα. 
-- «Το περιστέρι κι εγώ ήρθαμε να σε δοκιμάσουμε», είπε το γεράκι. «Ήρθαμε να δούμε τον πιο δίκαιο βασιλιά του κόσμου». 
Οι δύο ιστορίες έχουν αυτό το κοινό στοιχείο, το άνισο ζύγισμα. Κάτι που φαίνεται μικρό και ελαφρύ, παραδόξως αποδεικνύεται βαρύτατο στο φινάλε. Κάποια πράγματα στη ζωή έχουν τεράστιο ειδικό βάρος, πολύ περισσότερο από αυτό που νομίζουμε αρχικά.

Φυσικά, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι οι άγνωστοι συγγραφείς της Μαχαμπαράτα κι ο αγνώστων λοιπών στοιχείων καλόγερος Γεδεών (ή ο Παπαντώνης ή αυτός που είπε την ιστορία στον Γεδεών ή στον Παπαντώνη) έτυχε να έχουν παρόμοια έμπνευση. Εμένα πάντως η ομοιότητα των δύο ιστοριών μού φαίνεται μεγάλη για να είναι τυχαία. Από την άλλη, απίθανο να ήταν γνωστή η Μαχαμπαράτα στην προπολεμική Ελλάδα, αν και δεν έχω ιδέα πότε αποδόθηκε στα ελληνικά πρώτη φορά. Τι συμπέρασμα να βγάλω;

Σίγουρα ότι πολλά πράγματα στη ζωή δεν μπαίνουν εύκολα στο ζύγι και στο μέτρημα.

ΥΓ: Όποιος θέλει να διαβάσει την ιστορία του βασιλιά Σίβι όπως ακριβώς περιέχεται στη Μαχαμπαράτα, μπορεί να δοκιμάσει τις αντοχές του εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.