Η Μάχη Των Θερμοπυλών Με Άλλα Λόγια

Μια φορά κι έναν καιρό, το νησί της Ιρλανδίας ήταν διαιρεμένο σε μικροβασίλεια που τρώγονταν μεταξύ τους. Όμως την ίδια στιγμή οι Σάξωνες ετοίμαζαν στρατό και στόλο να κατακτήσουν το Νησί. Μιλάμε για εποχές που δεν υπήρχε Άγιος Πατρίκιος, μόνο Βάρδος Ταλιέσιν, ο ημι–μυθικός Βάρδος της αρχαίας Ιρλανδίας. 

Ιρλανδικό παραμύθι, το μεταφέρω από μνήμης. Δεν μπορώ πια να θυμηθώ ονόματα, περάσαν πολλές δεκαετίες... Δεν ξέρω αν είναι παραδοσιακό ή νεωτερικό που χτίζει πάνω στο μύθο του Ταλιέσιν, έφαγα το ίντερνετ να το ψάχνω και δεν το βρήκα. Οπότε, τείνω να πιστεύω ότι είναι νεωτερικό. Το αποδίδω λίγο ελεύθερα ώστε να γίνει ζουμερό. 

Κάποια στιγμή ο Οπλαρχηγός Χ αγανάκτησε με τους συν–Ιρλανδούς του: «Μα δεν το βλέπετε ότι τρωγόμαστε μεταξύ μας και παίζουμε το παιχνίδι των Σαξώνων; Αυτό θέλουν! Θα μας καταπιούν έναν–έναν! Νισάφι πια! Πάω έστω και μόνος μου να πολεμήσω τους Σάξωνες για όλη την Ιρλανδία, για όλο το Νησί! Όποιος θέλει ας έρθει μαζί μου!» 

Τα λόγια του συγκίνησαν πολλούς, συγκεκριμένα 300 παλικάρια που ήρθαν και στάθηκαν δίπλα του, ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Βάρδος Ταλιέσιν. Πήγαν όλοι μαζί στην Κοιλάδα Ψ, εκεί που θα γινόταν η αποβίβαση των Σαξώνων, ν’ αντισταθούν μέχρι θανάτου για όλη την Ιρλανδία, για όλο το Νησί, αψηφώντας τις μεταξύ διαφορές τους. 

- Σα να ‘ναι πολλές οι ομοιότητες! Οι 300 του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες = οι 300 του Οπλαρχηγού Χ στην Κοιλάδα Ψ... Μου φαίνεται ότι ακούω την ιρλανδική μεταφορά της μάχης των Θερμοπυλών. 
- Μη βιάζεσαι, υπόσχομαι ότι θα γίνει ωραίο. Στο υπόσχομαι αυτό. 

Τα 300 παλικάρια έφαγαν μαζί, ήπιαν μαζί, τραγούδησαν μαζί, αγκαλιάστηκαν μαζί, αδερφοποιήθηκαν μεταξύ τους, ένωσαν το αίμα τους, κι ορκίστηκαν να πολεμήσουν μέχρι θανάτου αύριο που θ’ αποβιβαστούν οι Σάξωνες στο Νησί. Ανάμεσα σ’αυτούς κι ο Ταλιέσιν. Ο μόνος που δεν ήταν πολεμιστής. Βάρδος ήταν, όμως δέχτηκε να κάνει το χρέος του για όλο το Νησί της Ιρλανδίας. 

- Εντάξει, είναι η μάχη των Θερμοπυλών με άλλα λόγια! Ή ταν ή επί τας κ.λπ. κ.λπ. Τα ‘χουμε ακούσει και τα ‘χουμε ξανακούσει! 
- Μη βιάζεσαι, θα γίνει ωραίο. Θα το δεις. 

Την άλλη μέρα, τα 300 παλικάρια ξύπνησαν κι είδαν στην παραλία αποβιβασμένο 30.000 στρατό Σαξώνων! Μεταλλοντυμένων, ξιφοκρατούτων, χαλκένιοι τακτικοί για να σκοτώσουν τα παιδιά κ.λπ. Πολλοί λιποψύχησαν: «Δε γίνεται 300 να τα βάλουμε με 30.000! Είμαστε χαμένοι από χέρι! Φεύγω, πάω να σωθώ!» 

Τότε ήταν που έβγαλε δυνατή κραυγή ο Οπλαρχηγός Χ: «Εγώ θα κάτσω να πολεμήσω. Ακόμα κι αν είναι χαμένος ο αγώνας. Όποιος θέλει, ας μείνει μαζί μου. Κι όποιος θέλει να φύγει, δεν τον κρατώ με το ζόρι. Θα σώσει το τομάρι του. Φυσικά, θα ζήσει σκλαβάκι των Σαξώνων. Θα σας κατακτήσουν, το ξέρετε, υπηρέτες των Σαξώνων θα γίνετε. Όμως τουλάχιστον θα φτάσετε ως τα βαθιά γεράματα. 

Όμως εκεί, στο νεκροκρέβατό σας... τι δε θα δώσετε τότε για να ‘ρθετε εδώ, τώρα μαζί μου, να πολεμήσετε τους Σάξωνες. Όλον τον κόσμο θα δώσετε! Όμως τότε θα ‘ναι αργά πια... Είχατε μια ευκαιρία και τη χάσατε, δεύτερη δεν έχει. Ποιος θέλει να μείνει, ποιος θέλει να φύγει; Εγώ θα μείνω». 

Τα λόγια του εμψύχωσαν τους αποκαρδιωμένους. Και στάθηκαν όλοι οι 300 δίπλα του, απέναντι στους 30.000 Σάξωνες. Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Ταλιέσιν. 

- Τη μάχη των Θερμοπυλών ακούω τόση ώρα! Δεν ακούω κάτι άλλο! 
- Μη βιάζεσαι, ρε συ. Πίστεψέ με, θα γίνει ωραίο. 

Οι Ιρλανδοί πέσαν πάνω στους Σάξωνες σα λιοντάρια. Τέτοια γενναιότητα δεν έχει ξαναδεί ο κόσμος, τέτοια αυταπάρνηση κι αυτοθυσία. Όμως η ασυμμετρία ήταν αγεφύρωτη, 300 δεν μπορούν να τα βάλουν με 30.000... Ο Ταλιέσιν έκανε ό,τι μπορούσε, Βάρδος ήταν, δεν ήξερε από σπαθιά και μάχες, ήξερε μόνο από λύρες και τραγούδια. Ξαφνικά όλα μαύρισαν, καθώς έβλεπε τ’ αδέρφια του γύρω να πέφτουν ένας–ένας... Και τελευταίο πράγμα που είδε πριν βυθιστεί στο σκοτάδι ήταν ένα φριχτό φάντασμα: μια γριά με σκουληκοφαγωμένο πρόσωπο, σάπιο στόμα γεμάτο πύον, κουρελιασμένο σάβανο, σαν όρνιο να κατασπαράζει τις ψυχές των αδικοχαμένων πολεμιστών, να τους συνθλίβει στα σιχαμένα της δόντια... Και μετά σκοτάδι. 

- Τουλάχιστον έπαψε να είναι η μάχη των Θερμοπυλών με άλλα λόγια. Όμως πες κι άλλα.

Την άλλη μέρα, ο Ταλιέσιν συνήρθε κι ανακάλυψε ότι ήταν ο μόνος που επέζησε, αιχμάλωτος των Σαξώνων. Τα χέρια και τα πόδια του δεμένα. Πάντως ο μόνος που τη γλίτωσε. Ο μόνος που παρέβη τον όρκο του. Ο μόνος προδότης στ’ αδέρφια του. Κι ο μόνος που δεν κατασπαράχθηκε απ’ το βρωμερό φάντασμα. 

Ο αρχηγός των Σαξώνων του είπε: «Θα σ’ αφήσουμε να ζήσεις. Βάρδος είσαι, δε μας απειλείς σε κάτι, για πλάκα σ’ έχουμε. Μας συμφέρει περισσότερο να μείνεις και να θρηνείς παρά να σε σκοτώσουμε. Διότι είσαι δεμένος με τους ηλίθιους όρκους αλήθειας των Βάρδων, υποχρεωμένος να τραγουδάς αυτό που έγινε εδώ, στην Κοιλάδα Ψ χθες. Ένας Βάρδος δεν μπορεί να πει ψέματα, οπότε ας μαθαίνει ο κόσμος ότι κανείς δεν τα βάζει με τους Σάξωνες. Εξυπηρέτηση μάς κάνεις ζωντανός παρά νεκρός» 

Κι ο Ταλιέσιν έμεινε αθέλητα ζωντανός, μόνιμα να τραγουδά με τη λύρα του τον χαμό των 300 παλικαριών, που έδωσαν χαμένο αγώνα απέναντι σε 30.000 Σάξωνες... Οι οποίοι, φυσικά, υπέταξαν εύκολα το Νησί της Ιρλανδίας. Και δίδασκαν στους ντόπιους για τους 300 αφελείς υπό τον Οπλαρχηγό Χ, που νόμισαν ότι μπορούν να πάνε κόντρα στον πολιτισμό και την ανάπτυξη, παράδειγμα προς αποφυγή, ορίστε τι παθαίνει όποιος αρνείται να εκσυγχρονιστεί. 

- Πολύ άχαρα αυτά τα «Οπλαρχηγός Χ», «Κοιλάδα Ψ»! 
- Σύμφωνοι, αλλά δεν μπορώ πια να θυμηθώ ονόματα! 
- Τέλος πάντων, πες περισσότερα. 

Πέρασαν τα χρόνια, οι δεκαετίες, ο Ταλιέσιν γέρασε θρηνώντας ακατάπαυστα. Τραγουδώντας από πόλη σε πόλη κι από χωριό σε χωριό το χαμένο αγώνα των 300 παλικαριών. Γέρος ασπρομάλλης πια, του λεν μια μέρα σ’ ένα χωριό: «Ρε συ, χθες ήταν κι ένας άλλος Βάρδος που μας τραγουδούσε για τη θρυλική μάχη!» 

«Αποκλείεται!» λέει ο Ταλιέσιν. «Είμαι ο μόνος που επέζησε και μπορεί να μιλήσει γι’ αυτήν!» 

«Όχι! Χθες μας τα ‘λεγε κι ένας άλλος Βάρδος!» 

«Προς τα πού πήγε;» 

«Προς τα ΄κει». Του δείξαν την κατεύθυνση κι ο Ταλιέσιν κίνησε να τον συναντήσει. 

Μετά από μέρες, φτάνει σ’ ένα γειτονικό χωριό. «Ναι!», λένε οι ντόπιοι, «το πρωί ήταν ένας Βάρδος που μας τραγουδούσε για τη θρυλική μάχη! Έφυγε προς τα ‘κει!» 

Ο Ταλιέσιν κίνησε να βρει τον Βάρδο, φτάνει σ’ άλλο χωριό: «Ναι, ήταν εδώ το μεσημέρι! Όμως έφυγε τώρα...» 

Φτάνει σ’ άλλο χωριό: «Ήταν εδώ το απόγευμα!» 

Φτάνει σ’ άλλο χωριό: «Ήταν εδώ πριν μερικές ώρες!» 

Σ’ άλλο χωριό: «Ήταν εδώ πριν μισή ώρα! Μα πού πήγε; Έφυγε;» 

Μην τα πολυλογώ, ο γέρος Ταλιέσιν καταδίωκε τον Βάρδο από χωριό σε χωριό κλείνοντας συνεχώς την απόσταση ανάμεσά τους. Μέχρι που στο τελευταίο χωριό του λένε: «Μόλις τώρα ήταν εδώ, πήγε προς τα κει». 

Ο Ταλιέσιν κίνησε στην κατεύθυνση που του έδειξαν. Φτάνει σε κάποιο μέρος και βρίσκει τον άλλο Βάρδο, μια κουκουλοφορεμένη μορφή στη ρίζα ενός δέντρου να τραγουδά με τη λύρα του στο μαζεμένο κόσμο γύρω που άκουγε. Ο Ταλιέσιν, κουκουλοφορεμένος κι αυτός, πήγε και χώθηκε ανάμεσα στους συγκεντρωμένους. Τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στην Κοιλάδα Ψ, εκεί που κάποτε έγινε η θρυλική μάχη. 

Κι ακούει τον άλλο Βάρδο να λέει για τα 300 παλικάρια υπό τον Οπλαρχηγό Χ, που κατάφεραν και νίκησαν 30.000 Σάξωνες, έσωσαν το Νησί της Ιρλανδίας, δεν ξανάγινε ποτέ στον κόσμο κάτι τέτοιο. Αλλά κι αυτοί που σκοτώθηκαν στη μάχη δεν πήγαν χαμένοι: μια πανέμορφη παρθένα, μια Βαλκυρία, τους μάζευε πολύτιμους έναν–έναν, σαν κόρη που κρατά στα χέρια τον εραστή της. 

Κάπου εκεί ο Ταλιέσιν δεν άντεξε: «Πώς τολμάς και λες τέτοια ψέματα! Ήμουν εκεί και ξέρω!». Πετάχθηκε όρθιος και τράβηξε το ξίφος του. 

«Κι εγώ ήμουν εκεί και ξέρω!» φώναξε ο άλλος Βάρδος, πετάχθηκε κι αυτός όρθιος με το χέρι στο σπαθί του. 

«Ποιος είσαι, ρε;» ούρλιαξε, «εγώ είμαι ο Βάρδος Ταλιέσιν!» 

Απάντησε ο άλλος τραβώντας την κουκούλα του: «Κι εγώ είμαι ο Βάρδος Ταλιέσιν» 

Λες κι είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Τα ξίφη διασταυρώθηκαν στον αέρα. 

Ο συγκεντρωμένος κόσμος δεν κατάλαβε τι έγινε. Μετά ειπώθηκε ότι μάλλον έπεσε κεραυνός, μόνο αυτό εξηγεί την εξαφάνιση των Βάρδων πάνω που ξεκινούσαν τη μονομαχία τους. Για ώρα οι άνθρωποι κοιτούσαν γύρω σα χαζοί, «μα τι έγινε;» ρωτούσε ο ένας τον άλλον, «πού πήγαν οι δύο Βάρδοι;» Όμως όσο κι αν έψαξαν, δεν τους βρήκαν. Στο χώμα μόνο είχε απομείνει ένας μανδύας με κουκούλα (ο μανδύας των Βάρδων). Και μία λύρα. Κι ένα ξίφος. 

Ένα, όχι δύο. 

- Μα δε στο υποσχέθηκα ότι θα γίνει ωραίο; 

*   *   * 

Παλιά έγραψα ένα διηγηματάκι, Αρβανίτικο Αίμα, αντιγράφοντας το παραμύθι, προσπαθώντας να το μεταφέρω στη σύγχρονη εποχή. Το παραμύθι αυτό είχα κατά νου καθώς έγραφα. 

    *   *   *

Κλείνω με το γνωστό ποιήμα του Καβάφη: 

Tιμή σ' εκείνους όπου στη ζωή των 
Όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. 
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες· 
Δίκαιοι κι ίσοι σ' όλες των τες πράξεις, 
Αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία· 
Γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν 
Είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι, 
Πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε· 
Πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες, 
Πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους. 
 
Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει 
Όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) 
Πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, 
Κι οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.