Το Κρυμμένο Τάλαντο

Τα πάντα ξεκίνησαν τυχαία, όπως όλες οι μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις. Υπάρχει μια θεωρία πάνω σ’ αυτό, που ξεκινάει από έναν Αρχιμήδη λουόμενο, παρακολουθεί τον βαριεστημένο Γαλιλαίο να χαζεύει πολυελαίους και καταλήγει πάνω από μια σκάφη στο Βόρειο Μεξικό, το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου 2032:

Θυμάμαι εκείνη τη νύχτα σαν να ήταν χθες. Η Ρόζα κι εγώ προσπαθούσαμε να κλέψουμε λίγο ύπνο μετά από μια σκληρή μέρα στο συνεργείο αυτοκινήτων, εγώ, και στο εργοστάσιο κατσαβιδιών, αυτή. Το σπίτι που μέναμε με τα τρία παιδιά μας – «ένα για κάθε πρόσωπο της Αγίας Οικογένειας», σύμφωνα με τα λόγια της γυναίκας μου – ήταν μια παλιά αποθήκη ανταλλακτικών, δίπλα στο αργοκίνητο ρυάκι που γέμιζε λάσπες όλη την περιοχή. Το μοναδικό του δωμάτιο ίσα-ίσα έφτανε να χωρέσει μια γκαζιέρα για το μαγείρεμα, ένα παλιό σασί για διάφορες χρήσεις, την e-τηλεόρασή μας που έμενε ανοιχτή όλο το 24ωρο κι επέλεγε εκπομπές αυτόματα ανιχνεύοντας τις συναισθηματικές μας διαθέσεις. Το δωμάτιο επίσης έφτανε να χωρέσει κι ένα μεγάλο στρώμα, πάνω στο οποίο έζησα τη σταδιακή μεταμόρφωση της φιλενάδας μου σε σύζυγο, κατόπιν σε νοικοκυρά και τέλος σε μητέρα.

Έβλεπα όνειρο πως ήμουν πιόνι σε μια παρτίδα σκάκι. Κάποια στιγμή, πηγαίνω σε τετράγωνο που κόβεται από την αντίπαλη Βασίλισσα. Τρέμω κι ελπίζω να μη με προσέξει. Την κοιτάζω καλά στο πρόσωπο και διαπιστώνω ότι μοιάζει με τον Άγιο Σεβαστιανό, τον προστάτη της Ρόζας. Η Βασίλισσα-Άγιος Σεβαστιανός ανοίγει το στόμα και ουρλιάζει...

«Ραμόν, ξύπνα, ο μπέμπης!»

«Ναι... τώρα...»

«Σήκω, τεμπέλαρε! Πανεπιστήμιο δεν ήθελες; Αχ, αν είχες δουλέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες σαν τον ξάδερφο Μανουέλ, που πέρασε νύχτα τα σύνορα με δυο δολάρια στην τσέπη και γύρισε με e-Σεβρολέτ, τώρα θα ‘χαμε κανονικό σπίτι. Όμως ο κύριος Ραμόν ήθελε σπουδές, άι καράμπα! (Μάντρε ντε Ντίος, συγχώρα με). Αν μάθαινες να φτιάχνεις, δίπλα στον ξάδερφο Χουάν, αυθεντικά αρχαία μεξικάνικα αγγεία για τους πλούσιους γκρίνγκος απ’ την Καλιφόρνια, τώρα θα ‘χαμε και υπηρέτρια. Όμως ο κύριος Ραμόν...» κλπ.

Δεν άντεξα άλλο και σηκώθηκα. Το νιόφερτο μέλος της οικογένειας ήταν μέσα σε μια μεταλλική σκάφη που οι περιστάσεις κι εγώ την είχαμε τροποποιήσει σε κούνια μωρού, προσαρμοσμένη με δυο ρουλεμάν στο παλιό σασί για να λικνίζεται – η Λόλα κι ο Πέπε, τα μεγαλύτερά του αδέρφια, κοιμόντουσαν μαζί μας στο κρεβάτι. Ο μπέμπης σπάραζε στο κλάμα σαν να είχε συνειδητοποιήσει τι σημαίνει ‘Αναπτυσσόμενη Μεξικάνικη Οικονομία’ (την οποία απολάμβανε), σε σχέση με την ‘Αναπτυγμένη Αμερικάνικη Αγορά’ (η οποία τέλειωνε μόλις τριάντα πέντε μίλια βορειότερα).

Του είχα φτιάξει ένα στρώμα από τον υαλοβάμβακα των καθισμάτων μιας e-Κάντιλακ. Οι αισθητήρες που ακόμα βρίσκονταν μέσα του κάποτε διάβαζαν τη μυϊκή τάση της πλάτης και των γλουτών ενός κτηματομεσίτη στη Νεβάδα κι έδιναν εντολή για απαλό μασάζ. Τώρα δεν ήταν σε θέση να διαβάσουν ούτε την υγρασία ενός μωρού στο Βόρειο Μεξικό.

«Πες του ένα νανούρισμα», μούγκρισε η Ρόζα αλλάζοντας πλευρό. Το μόνο αργό τραγούδι που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ένα ταγκό του 20ου αιώνα:

«Μπέσα με, μπέσα με μούτσο...»

«Δεν είναι τραγούδι αυτό για το παιδί!»

«Μα είναι μωρό, δεν καταλαβαίνει...»

«Όταν μεγαλώσει, θα καταλάβει. Το υποσυνείδητό του τα σημειώνει και κάποτε θα γίνει ανώμαλος επειδή ο πατέρας του τον νανούριζε με ακατάλληλα τραγούδια».

Κούνησα απαλά τη σκάφη και το μωρό ηρέμησε. Μετά από λίγο άκουσα και το ελαφρύ ροχαλητό της Ρόζας – ηρέμησε κι αυτή. Μόλις όμως η ‘κούνια’ σταματούσε, ο μπέμπης έδειχνε σημάδια ανησυχίας. Κάπου εκεί το πήρα απόφαση: δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμόμουν, είχα νικηθεί κατά κράτος.

Όταν έρχεται ο θάνατος, λένε, βλέπεις όλη σου τη ζωή σαν κινηματογραφική ταινία. Όπως και όταν νυστάζεις του θανατά, λέω εγώ. Ειδικά αν πρέπει να κρατηθείς με το ζόρι ξύπνιος προκειμένου να κρατήσεις με το ζόρι ένα μωρό κοιμισμένο. Κομμάτια του παρελθόντος περνούσαν πίσω από τα νυσταγμένα μου μάτια, σαρκάζοντας το μίζερο παρόν. Πώς κατάντησα έτσι; Είχα ζήσει μικρός τις μεγάλες τεχνολογικές ανακαλύψεις του εικοστού πρώτου αιώνα. Σπούδασα με το όνειρο να δουλέψω κάποτε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όχι βοηθός σε λαντζέρικο αλλά επιστήμονας σε ερευνητικό εργαστήριο. Πώς την πάτησα και κατέληξα να επισκευάζω αυτοκίνητα και να κοιμίζω μωρά; Παντρεμένος με μια γυναίκα δυο φορές πιο βαριά απ’ όταν τη γνώρισα, που γεννοβολούσε σαν κουνέλα κι ήθελε άλλα δυο παιδιά ακόμα – «για τον Άγιο Σεβαστιανό και τη Μικρή Παρθένο της Γουαδελούπης».

Κάθε φορά που το μυαλό μου χανόταν σε υπαρξιακές πτήσεις, το κλαψούρισμα του μωρού με προσγείωνε στην πραγματικότητα. Κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι αν υπήρχαν δύο μαγνήτες μέσα στο σασί, σε μικρή απόσταση από τα μεταλλικά πλευρά της σκάφης, θα κατάφερναν ίσως να την κρατάνε σε διαρκή κίνηση. Έφτιαξα λοιπόν δύο πηνία από υλικά που πάντα βρίσκονταν πεταμένα στο σπίτι και τα τοποθέτησα. Έβαλα κι ένα τρίτο ακριβώς από κάτω. Μια παλιά μπαταρία αυτοκινήτου μού έδωσε το ρεύμα που χρειαζόμουν και ρύθμισα την ένταση των πηνίων να μην είναι ούτε πολύ δυνατή αλλά ούτε κι αμελητέα.

Πράγματι, η ‘κούνια’ τώρα άρχισε να λικνίζεται χωρίς να σταματάει, πηγαινοερχόμενη από το ένα πηνίο στο άλλο, αλλάζοντας ζευγάρι σύμφωνα με τα κέφια της. Πάλι έπρεπε να έχω το νου μου γιατί συχνά-πυκνά έκανε να κολλήσει κάπου και στα πλευρικά πηνία το μωρό κινδύνευε να πέσει. Πού και πού την έσπρωχνα να ξεκολλήσει, όμως είχα βρει ενδιαφέρον σ’ αυτήν την ασχολία κι η νύστα έφυγε.

Παρατήρησα ότι το πηνίο στο οποίο έτεινε να σταματήσει η ‘κούνια’ τελικά εξαρτιόταν από το σημείο που την άφηνα αρχικά. Ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση με τις εξισώσεις της κλασικής μηχανικής να προβλεφτεί το τελικό πηνίο, γιατί αυτό το απλό, φαινομενικά, σύστημα ήταν χαοτικό. Σκέφτηκα να κάνω έναν χάρτη τριών χρωμάτων, ένα για κάθε πηνίο, με όλα τα αρχικά σημεία. Πήρα λοιπόν ένα κομμάτι χαρτόνι, το στερέωσα πίσω από την κεφαλή της ‘κούνιας’ και, με απανωτές δοκιμές, άρχισα να το συμπληρώνω.

Η ώρα περνούσε κι ο μπέμπης κοιμόταν του καλού καιρού χωρίς να ξέρει ότι αποτελούσε αντικείμενο πειραμάτων. Καθώς ο χάρτης γέμιζε, παρατήρησα μια μικρή περιοχή στην οποία κυριαρχούσε το χρώμα ενός και μόνο πηνίου. Αυτό ήταν περίεργο... Άφησα ξανά και ξανά την ‘κούνια’ από οποιοδήποτε σημείο εκείνης της περιοχής και πάντα έβρισκα ότι ακινητοποιούταν στο ίδιο τελικό πηνίο.

Άλλο πάλι κι ετούτο! Είχα κάνει πολλά τέτοια πειράματα στο Πανεπιστήμιο, στο μάθημα της Χαοτικής Μηχανικής, και ήξερα καλά ότι σε κάθε χρωματική περιοχή θα έπρεπε να υπήρχαν υποπεριοχές με όλα τα υπόλοιπα χρώματα. Όμως εδώ γινόταν κάτι που δεν είχα συναντήσει στις σπουδές μου. Ανακατάταξα προσεκτικά τα πηνία ώστε να σχηματίζουν τέλειο ισόπλευρο τρίγωνο, τους πρόσθεσα σπείρες, μείωσα την παρεχόμενη τάση και στο τέλος πάντα υπήρχε μια ενιαία χρωματική περιοχή στο χάρτη, σαν ειρωνικός λεκές που σπίλωνε την επιστημονική μου κατάρτιση. Τελικά μόνο ένα πράγμα μού έμενε να συμπεράνω: αλλοίωση του g. Αντιβαρυτικά φαινόμενα...

Ξαφνικά θυμήθηκα ότι μέσα στο ‘στρωματάκι’ του μπέμπη υπήρχαν καλώδια με υπεραγώγιμα υλικά σε θερμοκρασία δωματίου. Από παλιά είχαν παρατηρηθεί ενδείξεις περίεργης συμπεριφοράς των υπεραγωγών μέσα σε μαγνητικό πεδίο, όμως ποτέ δεν είχε σχηματοποιηθεί κάποια συγκεκριμένη εφαρμογή τους. Πήρα αμέσως χαρτί και μολύβι, κατέγραψα τα πειράματά μου και βάλθηκα να υπολογίσω την καινούργια επιτάχυνση της βαρύτητας. Χρειάστηκε να ξεθαφτούν κάποια παλιά βιβλία διαφορικών εξισώσεων, που τώρα βούλωναν τις χαραμάδες πίσω από το ντουλάπι να μην μπαίνουν οι σκορπιοί, ενώ ένας ηλεκτρονικός ζυγός για ζυγοσταθμίσεις με βοήθησε να μετρήσω το βάρος του συστήματος Σκάφη-Μπέμπης. Ξηλώνοντας προσεκτικά ένα τμήμα από το ‘στρωματάκι’ του μωρού, μέτρησα το μήκος των καλωδίων ανά τετραγωνική ίντσα και υπολόγισα τη συνολική μάζα των υπεραγωγών. Μετά από αρκετή ώρα πυρετώδους δουλειάς κάτω από το φως μιας λάμπας λαδιού, είχα το τελικό αποτέλεσμα: 125 γραμμάρια υπεραγώγιμων ανθρακικών νανοσωλήνων, εντός μαγνητικού πεδίου που προκαλείται από τρία πηνία εντάσεως 40 mT, τριγωνικά διατεταγμένων, μειώνουν κατά 57% το g σε ακτίνα 0,2 μέτρων. Πολύ καλύτερη περιγραφή της κατάστασης απ’ ό,τι: ένα μωρό που κοιμάται μέσα σε μια σκάφη, μέσα σ’ ένα σαραβαλιασμένο σασί, μέσα σε μια αποθήκη, μέσα στη μεξικάνικη μιζέρια.

Συνειδητοποίησα τι είχα στα χέρια μου. Με ακόμα καταλληλότερα υλικά και πολύ ισχυρότερα πηνία, η επιτάχυνση της βαρύτητας θα μπορούσε να μειωθεί ακόμα περισσότερο - ίσως και να μηδενιστεί εντελώς; Θα έπρεπε να έδειχνα την ανακάλυψή μου σε κάποιον ειδικό και να ξεκινούσαμε εργαστηριακές μελέτες. Όμως, μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσα να το κάνω κι ήξερα πολύ καλά τι θα έλεγε η γυναίκα μου όταν το άκουγε...

Ο μπέμπης δε χρειαζόταν πια τη βοήθεια των πηνίων για να ηρεμήσει, τον άφησα και βγήκα έξω. Περπάτησα λίγο στη λασπωμένη περιοχή προσπαθώντας να βάλω σε τάξη τις αναστατωμένες μου σκέψεις. Στο βορρά, πίσω από τους λόφους, βρίσκονταν τα μεγάλα εργοστάσια e-προϊόντων και πέρα απ’ αυτά η Αριζόνα. Με λίγη καλή τύχη και πολύ ωτοστόπ θα μπορούσα να είμαι στο Τούσον μέσα σε δυο-τρεις μέρες. Η Ρόζα θα τα κατάφερνε και χωρίς εμένα, είχε καλοστεκούμενα ξαδέρφια που θα τη συντηρούσαν. Να έφευγα όμως έτσι, σαν κλέφτης μέσ’ στη νύχτα, αφήνοντας την οικογένειά μου; Αλλά και πάλι...

Επέστρεψα αναποφάσιστος. Στο μπροστινό μέρος του σπιτιού ήταν καρφωμένη μια εικόνα του Αγίου Σεβαστιανού. Ποτέ δεν ήμουν θρήσκος, πάντα μαλώναμε με τη γυναίκα μου όταν ο ερχόταν ο πάντρε για τους εράνους, όμως εκείνη την στιγμή θέλησα καθοδήγηση. Έκανα το σταυρό μου και γονάτισα μπροστά στην εικόνα: «Άγιε του Θεού, άκου την αγωνία μου».

Οι νότες του Άβε Μαρία αντήχησαν απαλά μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά. «Άνοιξε την καρδιά σου, τέκνο» είπε μια γλυκιά φωνή.

«Κάνω μια δουλειά που με στεγνώνει, δίπλα σε μια γυναίκα που με ξεζουμίζει, μέσα σε μια χώρα που με ξεραίνει», είπα.

«Δέξου το λαχνό που σου έτυχε και σήκωσε το σταυρό σου, όπως ο Κύριος τον δικό Του». Η φωνή ήταν στοργική, παρ' όλα αυτά δεν μπορούσε να με κατευνάσει.

«Αν όμως είμαι προορισμένος για την επιστήμη, είναι κρίμα να σταυρωθώ στο Γολγοθά της οικογένειας και της φτώχειας», διαμαρτυρήθηκα. «Όταν ήμουν μικρό παιδί είχα όνειρο να σπουδάσω Μηχανική. Τώρα έχω μικρά παιδιά κι η Μηχανική που σπούδασα μου φαίνεται όνειρο... Και να σκεφτείς ότι είχα και διακρίσεις στο Πανεπιστήμιο, Άγιε!» Έσκυψα το κεφάλι και ξεφύσηξα με τέτοια δύναμη, σαν να μην ήθελα να ξαναβάλω ποτέ αέρα στα πνευμόνια μου.

«Μην παραδίδεσαι στην απελπισία. Εκεί που δεν το περιμένεις μπορεί να κρύβεται η ελπίδα», είπε ο Άγιος κι ο τόνος του μου θύμιζε τον πατέρα μου.

Κοίταξα την εικόνα. Τα καρφωμένα βέλη αναβόσβηναν στο σώμα του Αγίου και δάκρυα έτρεχαν από το βασανισμένο του πρόσωπο. Μου φάνηκε ότι έβλεπα τον εαυτό μου, γυμνό και δεμένο, στη θέση του. Τα δικά μου τα βέλη έγραφαν τα ονόματα της Ρόζας και των παιδιών, ενώ από πάνω, πλήθος αγγέλων σε οχήματα αντιβαρύτητας περίμενε να με στεφανώσει μάρτυρα – μετά θάνατον. «Ποια δύναμη έχω για να ελπίζω; Ποιες προοπτικές για να κάνω υπομονή;» φώναξα.

Τα λόγια μου πνίγηκαν μέσα σε μια ξαφνική σιωπή. «Ιώβ, 6:11», άκουσα τον Άγιο να απαντάει. «Παρόλα αυτά, υπάρχει ελπίδα για το δέντρο. Ακόμα κι αν κοπεί θα ξαναβλαστήσει και οι νέες φύτρες δε θα μαραθούν – όπως λέει ο ίδιος Προφήτης, λίγο πιο κάτω». Συνειδητοποίησα ότι ο τόνος της φωνής του ήταν διαφορετικός. «Ξέρεις, τέκνο, ο Κύριος είχε πει επίσης: Και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού – Ματθαίος, 10:36».

Τα ‘χασα. Δεν ήξερα ότι η εικόνα διέθετε κι άλλο πρόγραμμα, πέρα από το καθιερωμένο Confession Ultra Simulator... Φαίνεται ότι, μέσα στην απόγνωσή μου, πέτυχα τη φράση-κλειδί που ενεργοποιούσε κάποιο update. «Δηλαδή, Άγιε, τι με συμβουλεύεις;» ρώτησα, ενώ αναρωτιόμουν γιατί χρησιμοποιούμε ενικό στο Θεό και στους Αγίους, ενώ στον αστυνομικό της γειτονιάς λέμε: πάρτε αυτό το δωράκι και πείτε στον κ. Διοικητή ότι δε βρήκατε τίποτα παράτυπο.

«Εγώ δε συμβουλεύω τίποτα, εσύ παίρνεις αποφάσεις, τέκνο. Η εταιρεία έχει δηλώσει ότι δεν είμαι παρά μια τράπεζα ηχομηνυμάτων θρησκευτικού περιεχομένου. Πάντως», συνέχισε ο Άγιος ενώ έκανε σκοποβολή με τα βέλη του, «όταν ο Κύριος σού δίνει κάποιο χάρισμα, απαιτεί να το αναπτύξεις. Ο πονηρός δούλος τιμωρήθηκε σκληρά επειδή έκρυψε το τάλαντό του στη γη – Ματθαίος, 25:14-30. Πράξε όπως σε προστάζει η συνείδησή σου και θυμήσου την αποποίηση ευθυνών της εταιρείας, αν θελήσεις να τη σύρεις στα δικαστήρια».

Ο ανατολικός ουρανός είχε ήδη αρχίσει ν’ αλλάζει χρώμα. Από κάπου μακριά ένας κόκορας δήλωνε την παρουσία του στη μεξικάνικη πραγματικότητα – σύντομα θα ξυπνούσε η Ρόζα και θα έκανε τις πρωινές της προσευχές. Αν ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει αμέσως, προτού αλέκτωρ λαλήσει τρις...

Μπήκα στο σπίτι αλαφροπατώντας, έγραψα ένα μικρό σημείωμα και το άφησα πάνω στην e-τηλεόραση. Ντύθηκα βιαστικά, έριξα στο σάκο μου δυο κονσέρβες φασόλια, ένα σουγιά, ένα δεύτερο πουκάμισο και φυσικά τα διαγράμματα του νυχτερινού μου πειράματος. Στην τσέπη είχα λίγα πέσος. Μια τελευταία ματιά στην κοιμισμένη μου οικογένεια... η Ρόζα είχε αλλάξει πλευρό κι ο Πέπε κουνήθηκε στον ύπνο του. Τώρα. Έπρεπε να γίνει τώρα.

Βγήκα έξω και πήρα το μονοπάτι για τη Γη της Επαγγελίας. Περνώντας δίπλα από την εικόνα, ευχαρίστησα τον e-Άγιο Σεβαστιανό και του ζήτησα να προσέχει τους ανθρώπους μου. Τους αγαπούσα κατά βάθος, αλλά έπρεπε να αξιοποιήσω το τάλαντο που μου έδωσε ο Κύριος.

Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν όλα. Τα υπόλοιπα τα διαβάζετε στις e-εφημερίδες και τα μαθαίνετε στο σχολείο, Ιστορία της Επιστήμης & Τεχνολογίας.

6 σχόλια:

  1. Μερσί. Καλούτσικο δεν είναι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Βγάζει σε πιο κλασσική, "καθαρή" SF - το δεύτερο μισό θα περίμενα να ονομάζονταν ο ήρωας Σέλντον για να καταλάβεις. :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος11/4/14

    Ε Ξ Α Ι Ρ Ε Τ Ι Κ Ο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μερσί, να 'σαι καλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ανώνυμος12/4/14

    Γενικα η πλειοψηφια των διηγηματων σου, ειναι εξαιρετικοτατη.
    Και τα ποστ σου, σχετικα με τον Philip K. Dick. (Κοινη μας εμμονη) ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.