“Science works… bitches” λέει (κάνοντας χιούμορ) ο Ρίτσαρντ Ντόκινς σ’ αυτό το απόσπασμα, από ομιλία του στην Οξφόρδη τον περασμένο Φεβρουάριο. «Η επιστήμη δουλεύει. Απόδειξη: τα αεροπλάνα πετούν». Θέλω να δείξω, στην παρούσα ανάρτηση, πόσο λανθασμένη είναι αυτή η δήλωση και πόσο ψέμα κρύβεται πίσω της. Όχι, αντίθετα από αυτό που λέει ο Ντόκινς, η επιστήμη δε δουλεύει! (ή τουλάχιστον πολύ λιγότερο από ό,τι της αποδίδεται συνήθως). Με τον όρο «επιστήμη» εδώ θα εννοώ τις φυσικές επιστήμες. Ας αρχίσουμε λοιπόν:
Έχει αλλάξει τη ζωή μας! Την έχει κάνει πολύ πιο ασφαλή και άνετη σε σχέση με τη ζωή των περασμένων αιώνων! Χάρη σ’ αυτήν τα αεροπλάνα πετούν! Είναι η...
Όχι, όχι, δεν είναι η επιστήμη, όχι! Είναι η τεχνολογία.
Τα Αεροπλάνα δεν Σχεδιάζονται από την Επιστήμη
Έχω τρεις σημαντικούς λόγους που κάνω αυτήν τη διάκριση. Ο πρώτος και καλύτερος είναι ότι... τον κάνουν οι ίδιοι οι μηχανικοί όπου, σε πείσμα του Ντόκινς, δεν το δίνουν το αεροπλάνο στους επιστήμονες! Όπως δήλωνε ένας Βρετανός μηχανικός στη Βασιλική Αεροναυτική Εταιρεία το 1922 (από το What Engineers Know and How They Know It του Walter Vincenti, σελ. 7, υπογράμμιση δική μου):
Μα η τεχνολογία δεν είναι εφαρμογή της επιστήμης; Κάτι που συμβαίνει σε δεύτερο χρόνο, μετά από την αγνή, θεωρητική μελέτη, με σκοπό να κάνει απλώς τη βαρετή δουλειά, να βιδώσει τις βίδες; Οι μηχανικοί δεν είναι οι παραδουλεύτρες των επιστημόνων και το Συνεργείο δεν είναι ο φτωχός συγγενής του (πανεπιστημιακού) Εργαστηρίου;... Πράγματι, κάπως έτσι είναι η εικόνα που υπονοείται σε ένα τυπικό επιστημονικό βιβλίο: συνήθως ο συγγραφέας παρουσιάζει τις επιστημονικές θεωρίες και στο τέλος κάθε κεφαλαίου σημειώνει ορισμένες τεχνολογικές τους χρήσεις, οδηγώντας τον αναγνώστη στο συμπέρασμα, «τεχνολογία = εφαρμοσμένη επιστήμη». Αν του πεις ότι, ιστορικά, η μεταφορά της γνώσης ήταν πολύ περισσότερο από το Συνεργείο στο Εργαστήριο παρά αντιστρόφως, θα πάθει σοκ. Ας δούμε όμως το αεροπλάνο, μια που το έθιξε ο Ντόκινς ως «απόδειξη ότι η επιστήμη δουλεύει», έχει ενδιαφέρον:
Όταν ρωτάμε «πώς πετάει το αεροπλάνο;», συνήθως η απάντηση είναι ορισμένες στοιχειώδεις αρχές αεροδυναμικής (χάρη στο σχήμα των φτερών και στη γωνία τους, ο αέρας περνά από το κάτω μέρος με υψηλότερη πίεση απ’ ό,τι στο πάνω μέρος, οπότε δημιουργείται άνωση κ.λπ.), οι οποίες ήταν γνωστές τουλάχιστον 100 χρόνια πριν από τους αδερφούς Ράιτ. Ακόμα και η λεπτομερέστερη τέτοια απάντηση δεν φτάνει ούτε κατά διάνοια για τον σχεδιασμό ενός αεροπλάνου και για τα μεγάλα προβλήματα που πρέπει να λύσει: μια πτητική μηχανή βαρύτερη του αέρα, αυτοκινούμενη, ικανή να διανύσει μεγάλες αποστάσεις και, το πιο σημαντικό, ελεγχόμενη και σταθερή (πτητικές μηχανές–σκοτώστρες είχαν κατασκευαστεί ακόμα και τον 19ο αιώνα). Αυτά ήταν τα θέματα που αντιμετώπισαν οι αφοί Ράιτ, οι οποίοι ήταν ποδηλατάδες, δηλαδή μηχανικοί. Δεν ήταν επιστήμονες – και καλά έκαναν που δεν ήταν, καθότι τότε ο διακεκριμένος αστρονόμος και μαθηματικός Simon Newcomb, επιχειρηματολογούσε ότι είναι αδύνατη η κατασκευή (ασφαλούς) πτητικής μηχανής κι ότι η πτήση δεν θα γίνει ποτέ πραγματικότητα (για διάφορους θεωρητικούς λόγους). Οι αφοί Ράιτ πάλεψαν με εμπειρικούς κανόνες, με μηδαμινή βοήθεια από πανεπιστημιακές θεωρίες, με αμέτρητες δοκιμές, πατέντες και μαστοριές, με «βλέποντας και κάνοντας», και με το κριτήριο αλήθειας του Συνεργείου: τι δουλεύει, τι δίνει αποτελέσματα. Αυτό δεν μοιάζει να δουλεύει, το πετάμε• το άλλο μοιάζει να δουλεύει, το κρατάμε. Ακόμα κι ας μην πολυκαταλαβαίνουμε γιατί ακριβώς δουλεύει. Η επιστήμη είχε περιφερειακό ρόλο στο επίτευγμα της πτήσης. Αντιθέτως, το αεροπλάνο κατασκευάστηκε και πετούσε επιτυχημένα για χρόνια, χωρίς να είναι και πολύ κατανοητό πώς ακριβώς το κάνει.
Ας είναι όμως. Το αεροπλάνο μπορεί να μην κατασκευάστηκε από την επιστήμη, όμως μετά από τους αφούς Ράιτ ήρθαν πολλές δεκαετίες διαρκούς βελτίωσης, οι οποίες κατέληξαν στα airbus, στα Α320 και στα υπόλοιπα σύγχρονα αεροσκάφη, τα οποία απέχουν έτη φωτός από τα πρώτα αεροπλάνα. Αυτή η ιστορική πορεία δεν μπορεί παρά να οφείλεται στην ανάπτυξη της αεροδυναμικής επιστήμης, που προσέφερε συστηματική και σίγουρη γνώση στους μηχανικούς, σωστά;
Λάθος!
Η επιστήμη είχε τόσο περιφερειακό ρόλο στην τελειοποίηση του αεροπλάνου όσο και στην κατασκευή του. Η ιστορική πορεία από τους αφούς Ράιτ ως τα σύγχρονα airbus ήταν κι αυτή επίτευγμα των μηχανικών, η επιστήμη ήρθε δεύτερη και καταϊδρωμένη. Ο Walter Vincenti (μηχανικός), που υπήρξε μέρος αυτής της ιστορικής πορείας, τονίζει αυτό ακριβώς το θέμα στο βιβλίο του, What Engineers Know and How They Know It: η δουλειά δεν έγινε με εφαρμογή οικουμενικών θεωριών και νόμων της φύσης αλλά κυρίως με την παλιά, καλή τέχνη του Συνεργείου. Με πρακτικούς κανόνες, πατέντες, αμέτρητες δοκιμές, με εμπειρική γνώση που δεν μπορεί να εκφραστεί σε λόγια και να γίνει ακαδημαϊκό paper κ.λπ.
Για του λόγου το αληθές, αναφέρω λίγες περιπτώσεις που τις πολλές που παρουσιάζει ο Vincenti: τα φτερά Davis (τα χαρακτηριστικά παχιά φτερά στα αμερικάνικα αεροσκάφη του Β’ ΠΠ), τα οποία είχαν καλύτερες επιδόσεις από άλλους τύπους φτερών της εποχής, σχεδιάστηκαν από τον κ. David Davis (μηχανικός – και μάλιστα χωρίς τυπική εκπαίδευση, εντελώς πρακτικός) και πετούσαν για χρόνια, χωρίς να είναι κατανοητό πώς έχουν τέτοιες υψηλές επιδόσεις. Ένα άλλο παράδειγμα ήταν οι έλικες των ελικοφόρων από το 1916 ως το 1926: οι W. F. Durand και E. P. Lesley (μηχανικοί) δοκίμαζαν και σχεδίαζαν επιτυχημένες έλικες, ενώ δεν υπήρχε καμία σχετική επιστημονική θεωρία να τους βοηθήσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι δούλευαν στα τυφλά, είχαν αναπτύξει εμπειρικές μεθόδους, τίποτα όμως που να μπορούσε να ονομαστεί «ελικολογία». Οι Durand & Lesley έκαναν αλλεπάλληλα τεστ μεταβάλλοντας τις παραμέτρους της έλικας (μήκος, γωνίες, κυρτότητα, ταχύτητα περιστροφής κ.λπ.), μέχρι να βρουν έναν συνδυασμό ο οποίος φαινόταν να δουλεύει, έτσι σχεδιάζονταν οι έλικες (θυμίζω εδώ ότι κι οι αφοί Ράιτ εκτιμούσαν συντελεστές άνωσης και οπισθέλκουσας όχι με μαθηματικές συναρτήσεις και θεωρίες, αλλά σημειώνοντας τα αποτελέσματα των πειραμάτων τους σε πίνακες).
Δείτε κι εδώ, στην ιστοσελίδα της NASA, το ιστορικό της κατάκτησης της υπερηχητικής πτήσης από τον Richard Whitcomb (μηχανικό, όχι επιστήμονα), τη δεκαετία του ’50. Τα προβλήματα της υπερηχητικής πτήσης λύθηκαν με εμπειρικούς κανόνες, αλλεπάλληλα τεστ, πατέντες και χωρίς κάποια μεγάλη επιστήμη (big science) από πίσω. Η εφευρετικότητα (το «να είσαι άνθρωπος που κατεβάζει ιδέες», όπως λέγαν για τον Whitcomb) και η ανάμιξη με το πρόβλημα υπήρξε σημαντικότερη από τη μαθηματική κατάρτιση ή την αποστασιοποιημένη γνώση οικουμενικών νόμων της φύσης. Αντιγράφω από το άρθρο, υπογράμμιση δική μου:
Λοιπόν, κάτι πολύ στραβό υπάρχει στην αντίληψή μας για το αεροπλάνο (υποψιάζομαι και για όλα τα τεχνολογικά επιτεύγματα). Η επιστήμη ήρθε κυρίως σε δεύτερο χρόνο, όταν ήδη το μηχάνημα δούλευε μια χαρά, προκειμένου να ερμηνεύσει και να συστηματοποιήσει, να αναγάγει σε οικουμενικούς νόμους της φύσης. Και αυτή η επιστημονική ερμηνεία προσέφερε, σε τρίτο χρόνο, πολύ μικρότερο feedback στους μηχανικούς απ’ ό,τι συνήθως νομίζουμε! Ο Vincenti τονίζει ότι το Συνεργείο κυρίως ήταν που δίδαξε το Εργαστήριο, όχι αντιστρόφως. Αυτό όμως δεν το λες «απόδειξη ότι η επιστήμη δουλεύει», όπως θέλει ο Ντόκινς! Εξαφανίζεις έτσι τους μηχανικούς, κάνεις ταχυδακτυλουργία, κλέβεις τη δουλειά τους.
Κι όχι τίποτα άλλο, αυτή η ταχυδακτυλουργία δεν είναι αθώα, προέρχεται από συνειδητή προπαγάνδα. Αυτός είναι ο δεύτερος σημαντικός λόγος που κάνω τη διάκριση επιστήμης και τεχνολογίας:
Ο Επιστημονικός Μύθος
Όλοι διαδαχθήκαμε κάποιους μύθους στο σχολείο και μάθαμε να τους θεωρούμε «αυτονόητους». Ένας τέτοιος είναι η απευθείας καταγωγή μας από τους αρχαίους Έλληνες (έστω, με κάτι ψιλά ενδιάμεσα)• ένας άλλος είναι πως η τεχνολογία αποτελεί απευθείας εφαρμογή της επιστήμης (έστω, με κάτι ψιλά ενδιάμεσα). Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για μύθους, οι οποίοι καλλιεργήθηκαν εσκεμμένα, για εντελώς εξω-επιστημονικούς λόγους, και διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα. Η τεχνολογία είναι τόσο απευθείας εφαρμογή της επιστήμης, όσο κι εμείς απευθείας απόγονοι του Περικλή και του Θουκυδίδη: οι δύο μύθοι έχουν μεν κάποια δόση αλήθειας, δεν είναι εντελώς ψέματα, όμως και στις δύο περιπτώσεις τα ενδιάμεσα ψιλά είναι πιο σημαντικά από την καταγωγή/εφαρμογή.
Βέβαια, η ιστορία της επιστήμης είναι γεμάτη από μύθους, όμως ειδικά γι' αυτόν που μας ενδιαφέρει εδώ, «η επιστήμη δουλεύει, απόδειξη: τα αεροπλάνα πετούν», είναι σήμερα καλά τεκμηριωμένες οι απαρχές του στον αγγλοσαξωνικό κόσμο. Στην Αγγλία, ο μύθος ισχυροποιήθηκε τέλη 19ου αιώνα από το λόμπι του διακεκριμένου, τότε, βιολόγου T. H. Huxley (παππού του Aldous Huxley, Brave New World), με σκοπό να πιέσει την κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει περισσότερο τα πανεπιστημιακά τμήματα καθαρών επιστημών. Από αυτούς ξεκίνησε η εξύψωση της καθαρής, θεωρητικής επιστήμης ως ανώτερης από τη ταπεινή τεχνική/τεχνολογία. Ότι η μια, υποτίθεται, παράγει όλη τη γνώση και η άλλη δεν παράγει τίποτα, είναι ένας φτωχός συγγενής που κάνει απλώς τη βαρετή δουλειά:
Προκειμένου να δείξει ότι η τεχνολογία δεν είναι τίποτα άλλο από εφαρμογή, σε δεύτερο χρόνο, της καθαρής, θεωρητικής γνώσης, το λόμπι του Huxley κατασκεύασε πραγματικότητα: “In doing so, they had to rewrite histories as if key developments in technology had only ever emerged from the application of some prior form of pure science” (Graeme Gooday, ‘Vague and Artificial’: The Historically Elusive Distinction between Pure and Applied Science, σελ. 547). Την εποχή εκείνη, είχαν κάνει μεγάλη αίσθηση οι πολυάριθμες εφευρέσεις του Τόμας Έντισον (μηχανικός, και μάλιστα πρακτικός, σχεδόν αυτοδίδακτος), οπότε το λόμπι ανησυχούσε με την κυβέρνηση, που μοίραζε την πίτα της χρηματοδότησης όλο και περισσότερο στις τεχνικές σχολές: όπως συμβαίνει σε πολλούς μύθους, από πίσω τους κρύβονται γήινα, οικονομικά κίνητρα. Για τα λεφτά τα κάνεις όλα.
Τις τελευταίες δεκαετίες πάντως, οι μηχανικοί έχουν αρχίσει να αντιδρούν έντονα στο παραμύθι: τεχνολογία = εφαρμοσμένη επιστήμη. Π.χ. ο Rodger W. Bybee (2000), από σκοπιά εκπαιδευτικού, λέει εδώ για την ανάγκη τεχνικής εκπαίδευσης στα σχολεία, στα οποία κυριαρχεί: “the archaic, and mostly erroneous, idea that technology is applied science” (σελ. 23).
Ακόμα όμως και με το κριτήριο του Popper, τη διαψευσιμότητα, το Συνεργείο είναι πολύ πιο επιστημονικό από το Πανεπιστήμιο! Το κριτήριο εφαρμόζεται συνεχώς μέσα στο Συνεργείο, καθημερινά, αυτή είναι και η δουλειά του μηχανικού: να μην κολλάει σε οποιαδήποτε θεωρητικοποίηση του προβλήματός του, να είναι πάντα έτοιμος να την πετάξει, αρκεί αυτό που θα φτιάξει να δουλεύει, να δίνει αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα των πανεπιστημίων όμως, το κριτήριο του Popper δεν εφαρμόζεται ποτέ. Είναι περισσότερο μια ουτοπία, ένα ιδεώδες, που περιγράφει μια ιδανική επιστήμη σ’ έναν ιδανικό κόσμο, παρά την πραγματική επιστήμη στον κόσμο μας. Είχα συζητήσει αναλυτικότερα εδώ, «Κλαψούρισμα, Όχι Έκρηξη», για την (μη-)εφαρμογή του κριτηρίου στην επιστήμη (ενώ – τι ειρωνεία! – ακόμα και το παράδειγμα που χρησιμοποίησε ο Popper ήταν τρύπιο). Με δυο λόγια: αυτό που γίνεται στην πράξη είναι ότι οι επιστημονικές θεωρίες βρίσκουν πάντα τρόπο να βολεύουν και τις πιο άβολες εμπειρικές παρατηρήσεις, προστατεύοντας τον πυρήνα τους και παραδίδοντας στη διάψευση μόνο κάτι δευτερεύον (θέση των Duhem-Quine). Αυτοί που αφιέρωσαν τη ζωή και την καριέρα τους σε μια θεωρία δεν πείθονται σχεδόν ποτέ για την ανεπάρκειά της όσες εμπειρικές παρατηρήσεις και να μαζευτούν. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι επιστημονικές θεωρίες δεν πεθαίνουν γρήγορα και παστρικά, κατά το ιδεώδες του Popper, αλλά τραβάνε σε βάθος χρόνου και, με τον καιρό, παύουν να γοητεύουν. Παύουν να προσελκύουν νέους επιστήμονες, να εγκρίνεται η χρηματοδότηση των ερευνητικών τους προγραμμάτων, να δημοσιεύονται τα άρθρα τους στο Wired. Θυμίζω ότι και ο ίδιος ο Popper στα ώριμα χρόνια της καριέρας του, μετά το 1970, άρχισε να παραδέχεται κι αυτός τον δογματισμό των επιστημόνων, μετά από την κριτική που δέχτηκε, ότι η πραγματική επιστήμη δεν δουλεύει έτσι.
Μπορεί να ακούγομαι σαν ρεβιζιονιστής, όμως κατά βάθος αγαπώ την επιστήμη. Και στεναχωριέμαι με τον άσχημο δρόμο που έχει πάρει. Ξέρετε για ποιο πράγμα μιλώ: Πειραματικά αποτελέσματα που δεν αναπαράγονται (αυτό το βρίσκω συνέχεια: μονίμως τα αποτελέσματα των ερευνών δεν αναπαράγονται...), άπειρες δημοσιεύσεις και paper που δεν αλλάζουν τίποτα στον κόσμο, γίνονται μόνο και μόνο για να συνοδεύσουν κάποια αίτηση χρηματοδότησης, απομάκρυνση των πανεπιστιμίων από τον πραγματικό κόσμο κι από τα θέματα που ενδιαφέρουν τους ανθρώπους κ.λπ. Άμα αγαπάτε την επιστήμη, δείρτε την. Είναι πολλές οι παθογένειές της, χρειάζεται ταρακούνημα μήπως και συνέλθει, όχι χαϊδέματα και παινέματα. Άμα αγαπάτε το κριτήριο του Popper, έχετε κάθε λόγο να είστε θορυβημένοι με την επιστήμη – αλλά και να είστε ικανοποιημένοι με το Συνεργείο: εκεί το κριτήριο εφαρμόζεται. Θα συζητήσω κατόπιν γιατί η επιστήμη είναι κάτι ριζικά διαφορετικό από την τεχνολογία.
Χρήσιμη και Αξιόπιστη Γνώση
Ο Ronald Giere επισημαίνει κάτι που, σε πρώτη φάση, ακούγεται σοκαριστικό: “If one were simply to apply an enlightenment rationalist picture of science to the study of technology, one would miss most of what are now regarded as essential features of modern technology” (εδώ, The Epistemological Roots of Scientific Knowledge, σελ. 104). Για κάποιον λόγο, η επιστημονική, ορθολογική (με την κλασική έννοια) γνώση από μόνη της δεν φτάνει. Δεν είναι ικανή να φτιάξει πράγματα που να δουλεύουν, που να δίνουν αποτελέσματα. Αυτό το τεράστιο κενό γεφυρώνεται από κάτι άλλο, το οποίο όμως τυπικά δεν είναι «επιστήμη» ούτε «ορθολογισμός». Προτιμώ να τα συζητήσω αυτά με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα:
Αν δεν υπήρχε ο Νεύτωνας και το Principia Mathematica, θα είχε συμβεί η Βιομηχανική Επανάσταση – στην Αγγλία τουλάχιστον; Στο σχολείο μαθαίναμε να το θεωρούμε «αυτονόητο» ότι η Επιστημονική Επανάσταση οδήγησε στη Βιομηχανική. Κι επειδή δεν είναι άμεσα ορατό ποιες βιομηχανικές εφαρμογές σχεδιάστηκαν από εφαρμογή π.χ. των νόμων της μηχανικής, συνήθως μας λέγαν στο σχολείο ότι ο λόγος ήταν πολιτισμικός, όχι άμεσα υλικός – ότι η επιστήμη, που διαδόθηκε μαζικά τον 18ο αιώνα, εκπαίδευσε τους εφευρέτες σε έναν ορθολογικό τρόπο σκέψης, ο οποίος ήταν αναπόσπαστο μέρος της δουλειάς τους κ.λπ., κάπως έτσι - όπως παρατηρεί κι ο Ian Inkster: «μας δίνουν ιστορίες επιστημονικής γνώσης και ιστορίες τεχνολογικών αποτελεσμάτων, στις οποίες η πίστη μάλλον παρά η ιστορία γεμίζει το κενό» (Potentially Global, σελ. 241). Όμως τίποτα δεν είναι «αυτονόητο» όταν έχει να κάνει με την ιστορία της επιστήμης, καθότι αυτή η τελευταία υπήρξε τόσο ιδεολογική όσο και η σχολική ιστορία.
Η ερώτηση καταρχήν δεν είναι εύκολη και δεν απαντιέται με ναι ή όχι. Ένας τρόπος να τη συγκεκριμενοποιήσουμε είναι να ρωτήσουμε τι είδους γνώση συνετέλεσε στη ΒΕ, και να ψάξουμε για ιστορικές ενδείξεις:
- Ήταν (Α) οικουμενική γνώση, δηλαδή γνώση νόμων της φύσης που ισχύουν πάντα και παντού; Ή μήπως ήταν (Β) τοπική γνώση, δηλαδή εμπειρικοί κανόνες, μικροθεωρίες και μικρονόμοι που ισχύουν μόνο σε μια συγκεκριμένη ατμομηχανή, σε ένα συγκεκριμένο αρδευτικό κανάλι κ.λπ.;
- Ήταν (Α) γνώση που μπορεί να μπει σε λόγια, να καταγραφεί στο χαρτί, οπότε και να μεταδοθεί σε άλλους; Ή μήπως ήταν (Β) άρρητη γνώση, σαν το ποδήλατο, κάτι που το κάνεις χωρίς να μπορείς να εξηγήσεις πώς το κάνεις;
- Ήταν (Α) γνώση που μπορούσε να ανεξαρτητοποιηθεί από τον ανθρώπινο φορέα της; Ή μήπως ήταν (Β) θεμελιωδώς γνώση του Γιώργου, οπότε άμα έχανες τον Γιώργο, έχανες και το κομμάτι αυτό της γνώσης;
- Ήταν (Α) γνώση που μεταχειριζόταν στοιχεία ανεξάρτητα συμφραζομένων (context-independent); Ή μήπως ήταν γνώση θεμελιωδώς εντός κάποιων συγκεκριμένων συμφραζομένων;
- Ήταν (Α) γνώση που αποκτάτο με διανοητική σπουδή και επίδοση σε ένα καθολικά διαθέσιμο πρόγραμμα; Ή μήπως ήταν (Β) γνώση που αποκτάτο με μαθητεία σε έναν έμπειρο λειτουργό της;
- Ήταν (Α) συστηματική γνώση, δηλαδή συνιστούσε ένα ολοκληρωμένο σώμα, που κάλυπτε όλο το περιβάλλον των ζητημάτων με τα οποία καταπιανόταν; Ή μήπως ήταν (Β) νησίδες αποσπασματικής γνώσης μέσα στο υπερπολύπλοκο και χαώδες περιβάλλον των προβλημάτων της;
- Ήταν (Α) γνώση που μπορούσε να αποκτηθεί με διανοητική επεξεργασία των ζητημάτων της από απόσταση; Ή μήπως ήταν (Β) γνώση που αποκτάτο μόνο με την ανάμιξη στα ζητήματά της;
Όλα τα (Α) πιο πάνω συνιστούν την ιδανική επιστημονική θεωρία και έχουν επισημανθεί ήδη από τον Πλάτωνα, τον Καρτέσιο, τον Καντ κ.α. Το διάφορα (Β) πιο πάνω είναι... κάτι διαφορετικό από επιστήμη («τέχνη», που έλεγε κι ο Βρετανός μηχανικός). Βέβαια, είναι αλήθεια ότι κι η ίδια η επιστήμη πολλές φορές υπολείπεται του ιδανικού της και κάνει παραχωρήσεις σε κάποια (Β) παραπάνω, δεν είναι απόλυτος ο διαχωρισμός, από ένα σημείο και μετά όμως, αν τα διάφορα (Β) αρχίζουν να κυριαρχούν, τότε μιλάμε για κάτι θεμελιωδώς διαφορετικό. Ο Ian Inkster, ιστορικός της τεχνολογίας που ασχολήθηκε ειδικά με τη ΒΕ, χρησιμοποιεί τον όρο Χρήσιμη & Αξιόπιστη Γνώση (useful and reliable knowledge) για τα διάφορα (Α) και (Β) πιο πάνω, και λέει ότι η ΒΕ είχε να κάνει με αυτήν. Η επιστημονική είναι ένα υποσύνολο της χρήσιμης & αξιόπιστης γνώσης, δεν ταυτίζεται όμως μαζί της. Και, φοβάμαι, ότι είναι πολύ μικρότερο υποσύνολο από ό,τι μας δίδαξαν στο σχολείο. Υπάρχουν πολλές ιστορικές ενδείξεις ότι η γνώση που συνετέλεσε στη ΒΕ ήταν, σε μεγάλο βαθμό, τύπου (Β) πιο πάνω, όχι τύπου (Α). Αναφέρω ένα παράδειγμα (από σύνοψη του βιβλίου του Peter M. Jones, Industrial Enlightenment: Science, Technology and Culture in Birmingham and the West Midlands 1760-1820, εδώ)
O M. Polanyi εκτιμούσε ότι το μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος της Βιομηχανικής Επανάστασης έγινε χωρίς επιστημονική βοήθεια: “Up to [1846] natural science had made no major contribution to technology. The Industrial Revolution had been achieved without scientific aid” (από το Personal Knowledge). Άλλοι ιστορικοί αμφιβάλλουν ακόμα περισσότερο για τον ρόλο της επιστήμης. Κάτι που, πρακτικά, σημαίνει ότι η γνώση της Βιομηχανικής Επανάστασης ήταν πολύ περισσότερο π.χ. παρατήρηση, ταξινόμηση, μέτρηση και καταλογοποίηση κάποιων φαινομένων – μέχρι εκεί – παρά θεμελίωση φυσικών νόμων που κυβερνούν αυτά τα φαινόμενα και μας επιτρέπουν να τα ερμηνεύσουμε. Ήταν πολύ περισσότερο εξοικείωση και πρακτική κατανόηση βασικών μηχανισμών (μοχλοί, τροχαλίες, μανιβέλες, γρανάζια κ.λπ.), παρά βασικής μηχανικής. Ήταν πολύ περισσότερο εμπειρικοί ποσοτικοί κανόνες μεταξύ μεταβλητών εκφρασμένοι σε πίνακες (όπως έκαναν κι οι αφοί Ράιτ), παρά σε μαθηματικές συναρτήσεις – ή, ακόμα περισσότερο, σε νόμους της φύσης. Ήταν πολύ περισσότερο πρακτική, αποσπασματική γνώση ενός πολύπλοκου φαινομένου μέσα σ’ ένα πολύπλοκο περιβάλλον, παρά συστηματική ανάλυσή του σε context-independent στοιχεία κ.λπ.
Αυτό όμως δεν είναι κακό! Έχουμε μάθει όλοι από την εκπαίδευσή μας να υποτιμούμε τη γνώση τύπου (Β), να τη θεωρούμε φτωχό συγγενή της γνώσης τύπου (Α). Κακώς. Διότι, απλά, η γνώση τύπου (Β) είναι αυτή που δουλεύει, που δίνει αποτελέσματα. Θα δείξω κατόπιν για ποιο λόγο ισχύει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που είπε ο Ντόκινς: η επιστήμη ΔΕΝ δουλεύει!
Ο Φαύλος Κύκλος των Εξιδανικεύσεων
Ζούμε σ’ έναν χαώδη, πολυσύνθετο κόσμο, όμως η επιστήμη είναι απλή (πάντα σε σχέση με την πολυπλοκότητα του κόσμου). Όλοι σχεδόν οι νόμοι της επιστήμης είναι εξιδανικεύσεις – με την έννοια ότι συνήθως δεν μπορούν να εφαρμοστούν απευθείας σε συγκεκριμένες περιστάσεις και να δώσουν αξιόπιστες προβλέψεις. Αν το κριτήριό μας είναι ο πραγματισμός, δηλαδή να φτάσουμε σε αξιόπιστες εκτιμήσεις ώστε να πάρουμε πραγματικές αποφάσεις για πραγματικά έργα στον πραγματικό κόσμο, τότε οι νόμοι της επιστήμης δεν φτάνουν. Διότι όλοι τους προϋποθέτουν ιδανικές συνθήκες (ομοιόμορφες πυκνότητες, σταθερές θερμοκρασίες, άπειρες χωρητικότητες, πυκνωτές με μηδενική αντίσταση, κανονικές κατανομές, τέλειες γεωμετρίες κ.λπ.), τις οποίες προσεγγίζουμε μεν στα πανεπιστημιακά εργαστήρια, όμως δεν μπορούμε να παραγγείλουμε στην πραγματική ζωή.
Αυτό δεν είναι αναγκαστικά κακό. Ένας εξιδανικευμένος νόμος μπορεί μεν να μην είναι απευθείας χρήσιμος, όμως μπορεί να γίνει χρήσιμος αν υπάρχει κάποια μέθοδος να διορθωθούν οι προβλέψεις του λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης περίστασης. Από αυτήν την άποψη, τότε η τεχνολογία, ναι, θα ήταν εφαρμογή της επιστήμης.
Μπορεί να γίνει αυτό άραγε; Να διορθωθούν μεθοδολογικά οι ιδανικές προϋποθέσεις ενός επιστημονικού νόμου πάνω στις πραγματικές συνθήκες της περίστασης; Σίγουρα κάποιες φορές ναι, εξαρτάται και από το συγκεκριμένο ζήτημα, όμως στη γενική περίπτωση, όπως επισημαίνει ο van Fraassen (The Scientific Image, 1980), η Cartwright (How the Laws of Physics Lie, 1983) και πολλοί άλλοι, η απάντηση είναι ένα συντριπτικότατο «δεν μπορεί». Όχι με μια θεωρητικά προβλεπόμενη μεθοδολογία, τουλάχιστον, αλλά... με την παλιά καλή τέχνη του Συνεργείου (πατέντες, εμπειρικοί κανόνες, αλλεπάλληλα τεστ, «βλέποντας και κάνοντας», μικροθεωρίες και μικροεπιστήμες που ισχύουν μόνο για ένα συγκεκριμένο μηχάνημα, για μια συγκεκριμένη τοποθεσία κ.λπ.) – με τα (Β) που ανέφερα παραπάνω, όχι με τα (Α). Οι νόμοι της επιστήμης είναι θεμελιωδώς εξιδανικεύσεις, η πραγματικότητα συνήθως δεν μας κάνει το χατίρι να τακτοποιείται τόσο κομψά, όπως στα εργαστήρια – αν, πάντα, το κριτήριό μας είναι ο πραγματισμός: να κατασκευάσουμε πραγματικά αντικείμενα, εργαλεία, έργα, συστήματα κ.λπ. που θα χρησιμοποιηθούν από πραγματικούς ανθρώπους στον πραγματικό κόσμο (όχι για να λύσουμε πανεπιστημιακές ασκήσεις ή για να κάνουμε πειράματα στις τεχνητές συνθήκες ενός εργαστηρίου, εκεί η επιστήμη, ναι, δουλεύει). Ας τα δείξω όμως αυτά με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα:
Ο βασικότερους νόμος στην υδρογεωλογία είναι ο νόμος του Darcy, μια φόρμουλα η οποία δίνει τη ροή ενός υγρού (συνήθως νερού) εντός ενός πορώδους μέσου. Όπως ξέρετε, το υπόγειο ύδωρ κινείται διαφορετικά από το επιφανειακό• αν πάρετε ένα στεγνό σφουγγάρι και βυθίσετε την άκρη του στο νερό, θα δείτε ότι αυτό αρχίζει να διαχέεται μέσα στον όγκο του σφουγγαριού: κάπως έτσι κινείται και το υπόγειο ύδωρ. Μέσα στο έδαφος υπάρχουν τεράστια τέτοια «σφουγγάρια» που ονομάζονται υδροκρίτες, δηλαδή πορώδεις γεωλογικοί σχηματισμοί που έχουν την ικανότητα να αποθηκεύουν νερό και να επιτρέπουν τη μετακίνησή του εντός τους. Ο νόμος του Darcy είναι μια εξίσωση που συσχετίζει τη ροή του νερού με τη διαπερατότητα του μέσου και τη διαφορά υδραυλικού δυναμικού (μέγεθος που έχει να κάνει με τη διαφορά στάθμης): άμα έχουμε πληροφορίες για τις δύο τελευταίες μεταβλητές, μπορούμε, με τον νόμο, να συναγάγουμε συμπεράσματα για τη ροή του νερού, κάτι εξαιρετικά χρήσιμο σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με απόθεση αποβλήτων (πόσο κινδυνεύει το υπόγειο υδραυλικό δίκτυο της περιοχής;), με γεωτρήσεις, πηγάδια κ.α. Ο νόμος διατυπώθηκε από τον κ. Henry Darcy μετά από εργαστηριακά πειράματα και όποιος θέλει να διαβάσει περισσότερα μπορεί να δει εδώ (Wikipedia).
Φυσικά, όπως όλοι οι νόμοι της επιστήμης, είναι κι αυτός μια εξιδανίκευση: το 1962 στο Maxey Flats του Kentucky δημιουργήθηκε ο μεγαλύτερος χώρος του κόσμου για απόθεση ραδιενεργών αποβλήτων (σε κιουρί). Οι γεωλόγοι υπολόγισαν την ροή των υπογείων υδάτων, με μοντέλα που βασίζονταν στον νόμο του Darcy, και κατέληξαν ότι το πλουτώνιο θα μετακινείτο κατά μισή ίντσα σε 24.000 χρόνια. Μετά από 10 χρόνια που εξετάστηκαν οι εγκαταστάσεις, εντοπίστηκε πλουτώνιο σε απόσταση δύο μιλίων. Ο Ernan McMullin (Galilean Idealization, 1985) αναφέρει την περίπτωση του Maxey Flats ως παράδειγμα για το τι παθαίνει κανείς αν πάει να εφαρμόσει απευθείας έναν νόμο της επιστήμης πάνω στην πραγματικότητα.
Είπαμε όμως ότι αυτό δεν είναι αναγκαστικά κακό – όχι πολύ, τουλάχιστον. Ακόμα κι ένας εξιδανικευμένος νόμος θα μπορούσε να γίνει χρήσιμος και να δώσει αξιόπιστες εκτιμήσεις, αν γινόταν μεθοδολογικά να διορθωθεί ως προς τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης κάθε φορά περίστασης. Γίνεται αυτό;
Ο νόμος του Darcy προϋποθέτει ομοιόμορφους υδροκρίτες, κάτι που δε συμβαίνει ποτέ. Οι πραγματικοί υδροκρίτες είναι γεμάτοι από ανομοιομορφίες, οπότε το υπόγειο ύδωρ υφίσταται αμέτρητες τοπικές επιταχύνσεις, επιβραδύνσεις και αλλαγές κατεύθυνσης. Μπορεί επίσης να δημιουργηθούν τοπικά φαινόμενα περιδίνησης και δινορεύματα (eddies), ειδικά όταν υπάρχουν ασβεστολιθικοί σχηματισμοί. Επίσης, αν υπάρχουν αργιλώδεις σχηματισμοί τότε τα πράγματα αλλάζουν, εμφανίζονται και ηλεκτρικά φαινόμενα τα οποία επηρεάζουν τη ροή του νερού. Επίσης, μπορεί να υπεισέρχονται τοπικοί γεωθερμικοί παράγοντες και τοπικοί επιφανειακοί παράγοντες (π.χ. ρεύματα) που κι αυτοί επηρεάζουν την υπόγεια ροή. Αποτέλεσμα: είναι εξαιρετικά αφελές να πάει να δουλέψει κανείς με μια απλή εφαρμογή του νόμου του Darcy.
Αυτό όμως δεν είναι (πολύ) κακό. Μπορούμε να εκτιμήσουμε τις ανομοιομορφίες του πραγματικού μας υδροκρίτη λαμβάνοντας αντιπροσωπευτικά δείγματά του, παρατηρώντας σ’ αυτά τις διάφορες υδραυλικές μεταβλητές, και διορθώνοντας τον νόμο στατιστικά σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία. Θα είναι πολύ περισσότερη η δουλειά που θα κάνουμε, τουλάχιστον όμως θα δουλέψουμε επιστημονικά. Μπορούμε, άραγε;
Εδώ συναντάμε καινούργια προβλήματα: για να κάνουμε στατιστική εκτίμηση του υδροκρίτη, θα πρέπει να εξαγάγουμε αντιπροσωπευτικά δείγματα εδάφους («καρότα») και να τα μελετήσουμε στο εργαστήριο. Όμως το ίδιο καρότο θα συμπεριφερθεί διαφορετικά στην τεχνητή συμπίεση του εργαστηρίου και διαφορετικά στη φυσική συμπίεση του εδάφους. Τα εργαστηριακά αποτελέσματα δεν θα είναι άμεσα εφαρμόσιμα, θα είναι κι αυτά εξιδανικεύσεις που πρέπει να διορθωθούν. Επίσης, οι υδραυλικές μεταβλητές στο καρότο εντός του εδάφους θα επηρεάζονται από τοπικές μικροανωμαλίες (υπόγειες ρωγμές, ριζικό σύστημα των δέντρων, υπόγεια λαγούμια ζώων, μυρμηγκοφωλιές κ.α.), τις οποίες χάνουμε στο εργαστήριο. Και, τέλος, δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε αν το δείγμα που πήραμε είναι αντιπροσωπευτικό ή όχι του υδροκρίτη! Μπορεί να υπεραντιπροσωπεύουμε το ασβεστολιθικό ή το αργιλώδες τμήμα του με τη δειγματοληψία που κάναμε, δεν είναι εύκολο να το ξέρουμε, οπότε ίσως να πέφτουμε πολύ έξω. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουμε εξιδανικεύσεις που διορθώνονται από εξιδανικεύσεις που διορθώνονται από εξιδανικεύσεις κ.λπ.
Ευτυχώς όμως η υδρογεωλογία προβλέπει κι άλλον τρόπο να εκτιμήσουμε τις υδραυλικές μεταβλητές στις ανομοιομορφίες ενός πραγματικού υδροκρίτη: Σκάβουμε ένα κεντρικό πηγάδι, καθώς και διάφορα περιφερειακά πηγάδια παρατήρησης. Αντλούμε εντατικά από το κεντρικό, οπότε ο υδροφόρος ορίζοντας, που αρχικά ήταν οριζόντιος, θα πάρει το σχήμα κώνου γύρω του – δείτε το στην παρακάτω εικόνα, στο πάνω τμήμα της, με το πηγάδι Α:
Αντλώντας από το κεντρικό πηγάδι (το Α στο πάνω τμήμα της εικόνας), παρατηρούμε ότι σταδιακά η στάθμη του νερού χαμηλώνει στο πηγάδι παρατήρησης (το Β στο πάνω τμήμα της εικόνας). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να μετρήσουμε την υδραυλική ροή από το Β στο Α και, επαγωγικά, να συμπεράνουμε τις υδραυλικές μεταβλητές του υδροκρίτη στο τμήμα Α – Β. Και μάλιστα in vivo (στην τοποθεσία), όχι in vitro (στις τεχνητές συνθήκες του εργαστηρίου). Οπότε μπορούμε να καταλήξουμε τελικά σε μια επιστημονική εκτίμηση των πραγματικών ιδιοτήτων του πραγματικού υδροκρίτη, αρκεί να τον τρυπήσουμε καλά. Μπορούμε, άραγε;
Μπορούμε, αρκεί (1) η υδραυλική ροή από τα περιφερειακά στο κεντρικό πηγάδι να είναι σε ισορροπία (ομαλή και σταθερή), (2) ο υδροφόρος ορίζοντας να υπήρξε αρχικά οριζόντιος και (3) ο υδροκρίτης να είναι άπειρος. Όμως οι πραγματικοί υδροκρίτες δεν είναι ποτέ άπειροι, περιορίζονται από αρνητικά όρια (π.χ. όγκους αδιαπέραστου υλικού) ή θετικά όρια (π.χ. ρεύματα). Ούτε οι πραγματικοί υδροφόροι ορίζοντες είναι ποτέ τέλεια οριζόντιοι. Και το πιο σημαντικό, ούτε οι πραγματικές υδραυλικές ροές στα υπόγεια ύδατα είναι ποτέ σε τέλεια ισορροπία (υπόγειες ρωγμές και κοιλότητες, λαγούμια ζώων, ριζικό σύστημα, μυρμηγκοφωλιές κ.α., που δημιουργούν φαινόμενα περιδίνησης και περιπλέκουν τα πράγματα), θεωρούμε απλώς ότι αυτή προσεγγίζεται όταν περάσει πολύς χρόνος εντατικής και σταθερής άντλησης από το κεντρικό πηγάδι.
Εκτός αυτών, υπάρχει ένα ακόμα απροσπέλαστο εμπόδιο σ’ αυτή τη μέθοδο με τα πηγάδια. Υπάρχει κάτι σαν την αρχή της αβεβαιότητας στην κβαντική φυσική, όπου όσο ακριβέστερες μετρήσεις έχεις για μια παράμετρο, τόσο προβληματικότερες θα είναι οι μετρήσεις σου για μια άλλη παράμετρο: σε τι απόσταση μεταξύ τους πρέπει να είναι αυτά τα κεντρικά πηγάδια συν περιφερειακά πηγάδια παρατήρησης; Δεν θα πρέπει να είναι σε μεγάλη απόσταση, γιατί τότε κινδυνεύεις να χάσεις πολλές τοπικές ανομοιομορφίες του υδροκρίτη, πρέπει να τον τρυπήσεις καλά. Από την άλλη όμως, αν αυτά είναι σε μικρή απόσταση, τότε θα αρχίσουν να αλληλοεπιδρούν σημαντικά οι κώνοι των κεντρικών πηγαδιών (όπως με τα πηγάδια Α και Β, στο κάτω τμήμα της παραπάνω εικόνας), οπότε το ένα θα αλλοιώνει τα αποτελέσματα των μετρήσεων για το άλλο. Πάλι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο των εξιδανικεύσεων που διορθώνονται από εξιδανικεύσεις που διορθώνονται από εξιδανικεύσεις...
(Η συζήτηση για τον νόμο του Darcy στην υδρογεωλογία από το Idealized Laws, Antirealism and Applied Science: A Case in Hydrogeology του Κ. S. Shradder–Frechette)
Κι όμως, υπάρχει τρόπος να σπάσουμε αυτόν τον φαύλο κύκλο των εξιδανικεύσεων και να πάρουμε αξιόπιστες εκτιμήσεις! Το ξέρω διότι βλέπω ότι η τεχνολογία δουλεύει: γίνονται στο κόσμο αποθέσεις απορριμάτων, γεωτρήσεις κ.λπ., οι οποίες πρέπει να βασίζονται σε σωστές μελέτες (ελπίζω, τουλάχιστον, ή έστω πολλές από αυτές). Ξέρω ότι υπάρχει τρόπος να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο διότι τα αεροπλάνα πετάνε, τα αυτοκίνητα τρέχουν, τα τηλέφωνα δουλεύουν κ.λπ. Φοβάμαι όμως ότι αυτή η απόσταση ανάμεσα από την εξιδανίκευση και την πραγματικότητα δεν γεφυρώνεται από κάποια θεωρία αλλά... από την παλιά, καλή τέχνη του Συνεργείου! Τα διάφορα (Β) που ανέφερα πιο πάνω. Αν παραμείνουμε στα (Α), τότε φοβάμαι ότι δεν μπορούμε να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο των εξιδανικεύσεων. Όπως αναφέρει τη μαρτυρία ενός μηχανικού η Cartwright: “90% of all engineering systems cannot be treated by the currently available methods of statistical mechanics. We analyze them by whatever means seem appropriate for the problem at hand” (How the Laws of Physics Lie, σελ. 63).
Επίλογος: Ο Ταξικός Πόλεμος
Ως γνωστόν, «η επιστήμη πήγε τον άνθρωπο στο φεγγάρι» – η επιστήμη, έτσι; Τα διάφορα (Α) πιο πάνω, όχι τα διάφορα (Β); Η Sylvia Doughty Fries, διευθύντρια της NASA, δε μοιάζει να συμφωνεί, και στο βιβλίο της, NASA Engineers and the Age of Apollo, περισσότερο παρουσιάζει τις επιτυχημένες αποστολές στη Σελήνη ως έργο των μηχανικών, παρά των επιστημόνων! Μιλά όμως και για κάτι ακόμα, για την “ideological prejudice that venerates science while exploiting the works of engineers” (Κεφ. 5). Πραγματικά, εδώ έχουμε ταξικό πόλεμο: οι μηχανικοί είναι αυτοί που αλλάζουν τη ζωή μας, μας πηγαίνουν στο φεγγάρι, εφαρμόζουν το κριτήριο του Popper, τροφοδοτούν με νέα γνώση το πανεπιστήμιο, κατασκευάζουν το αεροπλάνο και τόσα άλλα πράγματα τα οποία δουλεύουν, δίνουν αποτελέσματα• η επιστήμη δεν δουλεύει (τουλάχιστον σ' ό,τι έχει να κάνει με τον άνθρωπο), συνεισφέρει περιφερειακά σ’ αυτά τα επιτεύγματα, δεν εφαρμόζει το κριτήριο του Popper, λαμβάνει την παραγόμενη γνώση από το Συνεργείο, όμως καρπώνεται όλη τη δόξα (και τις κρατικές χρηματοδοτήσεις). Και καλύπτει ιδεολογικά αυτήν την εκμετάλλευση με το παραμύθι ότι η τεχνολογία είναι εφαρμοσμένη επιστήμη, «η επιστήμη δουλεύει, απόδειξη: τα αεροπλάνα πετούν». Όμως η πραγματικότητα είναι θεμελιωδώς σεξουαλική, οπότε αυτό που δουλεύει είναι σεξουαλικό: το Συνεργείο. Με τα σεξουαλικά του καλαμπούρια, τη σεξουαλική του ορολογία (οι μηχανικοί των αεροσκαφών τη δεκαετία του '50 είχαν σχεδιάσει τα φτερά τύπου Marilyn Monroe), τις σεξουαλικές του μεταφορές. Η αλήθεια είναι σέξι, κι όποιος αντέξει. Η επιστήμη, η κάθε -λογία, είναι πουριτανιστική, δε χρησιμοποιεί σεξουαλικούς όρους. Ακόμα και η σεξολογία είναι ανέραστη (Θάνος Ασκητής, μπρρρ...). Ευτυχώς πάντως που τις τελευταίες δεκαετίες οι μηχανικοί έχουν αρχίσει να πατάνε πόδι.
Γενικότερα μιλώντας, οι θεωρίες – όλες οι θεωρίες – πρέπει να πριτσινωθούν καλά για να εφαρμοστούν πάνω στην πραγματικότητα. Πρέπει να μαστορευτούν, να μερεμετιστούν και να καλαφατιστούν, με κριτήριο πάντα: τι δουλεύει, τι δίνει αποτελέσματα. Η πράξη αυτή όμως, το πριτσίνωμα μιας θεωρίας πάνω στην πραγματικότητα, είναι κάτι θεμελιωδώς εξωθεωρητικό, εξωεπιστημονικό, εξωδογματικό, που δε συμμορφώνεται με πολλά από τα κριτήρια της ιδανικής θεωρίας, τα διάφορα (Α) πιο πάνω. «Τέχνη» ή «επιστήμη του μηχανικού» ή «χρήσιμη και αξιόπιστη γνώση» – όπως θέλετε πείτε το, αρκεί να μην το ξεχνάτε.
Η αντίθετη περίπτωση, το να νομίζεις ότι οι θεωρίες εφαρμόζονται απευθείας στην πραγματικότητα, είναι ο πλατωνισμός. Ο οποίος απέχει ένα μόνο βήμα από τον δογματισμό, αυτός είναι ο πυρήνας του. Ο δογματικός αποδίδει τόσο μεγάλη αξία στη θεωρία (οποιαδήποτε θεωρία, θρησκευτική, πολιτική, επιστημονική, οικονομική, κοινωνική κ.λπ.) επειδή νομίζει ότι η πραγματικότητα λειτουργεί με θεωρίες. Και το αντίθετο του δογματισμού είναι ο αριστοτελισμός: το να αντιλαμβάνεσαι ότι η πραγματικότητα είναι τόσο πολύπλοκη και σύνθετη, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τον άνθρωπο, ώστε δεν υπάρχουν θεωρίες-ΙΚΕΑ, έτοιμες προς χρήση. Πρέπει όλες να πριτσινωθούν καλά προκειμένου να δουλέψουν.
Το κείμενο βγήκε μεγάλο, κάπου εδώ θα σταματήσω. Θα χαρώ να κάνουμε παθιασμένες συζητήσεις, με επιχειρήματα, αντεπιχειρήματα, τεκμήρια και εμπνευσμένες βρισιές. Έθιξα πολλά θέματα, όμως πάρτε τον χρόνο σας, δεν υπάρχει θέμα. Ψάξτε τα κι εσείς, διαβάστε, σκεφτείτε, απαντήστε και μετά από βδομάδες ή μήνες, κανένα πρόβλημα.
Έχει αλλάξει τη ζωή μας! Την έχει κάνει πολύ πιο ασφαλή και άνετη σε σχέση με τη ζωή των περασμένων αιώνων! Χάρη σ’ αυτήν τα αεροπλάνα πετούν! Είναι η...
Όχι, όχι, δεν είναι η επιστήμη, όχι! Είναι η τεχνολογία.
Τα Αεροπλάνα δεν Σχεδιάζονται από την Επιστήμη
Έχω τρεις σημαντικούς λόγους που κάνω αυτήν τη διάκριση. Ο πρώτος και καλύτερος είναι ότι... τον κάνουν οι ίδιοι οι μηχανικοί όπου, σε πείσμα του Ντόκινς, δεν το δίνουν το αεροπλάνο στους επιστήμονες! Όπως δήλωνε ένας Βρετανός μηχανικός στη Βασιλική Αεροναυτική Εταιρεία το 1922 (από το What Engineers Know and How They Know It του Walter Vincenti, σελ. 7, υπογράμμιση δική μου):
Aeroplanes are not designed by science, but by art in spite of some pretence and humbug to the contrary. I do not mean to suggest for one moment that engineering can do without science, on the contrary, it stands on scientific foundations, but there is a big gap between scientific research and the engineering product which has to be bridged by the art of the engineer
Μα η τεχνολογία δεν είναι εφαρμογή της επιστήμης; Κάτι που συμβαίνει σε δεύτερο χρόνο, μετά από την αγνή, θεωρητική μελέτη, με σκοπό να κάνει απλώς τη βαρετή δουλειά, να βιδώσει τις βίδες; Οι μηχανικοί δεν είναι οι παραδουλεύτρες των επιστημόνων και το Συνεργείο δεν είναι ο φτωχός συγγενής του (πανεπιστημιακού) Εργαστηρίου;... Πράγματι, κάπως έτσι είναι η εικόνα που υπονοείται σε ένα τυπικό επιστημονικό βιβλίο: συνήθως ο συγγραφέας παρουσιάζει τις επιστημονικές θεωρίες και στο τέλος κάθε κεφαλαίου σημειώνει ορισμένες τεχνολογικές τους χρήσεις, οδηγώντας τον αναγνώστη στο συμπέρασμα, «τεχνολογία = εφαρμοσμένη επιστήμη». Αν του πεις ότι, ιστορικά, η μεταφορά της γνώσης ήταν πολύ περισσότερο από το Συνεργείο στο Εργαστήριο παρά αντιστρόφως, θα πάθει σοκ. Ας δούμε όμως το αεροπλάνο, μια που το έθιξε ο Ντόκινς ως «απόδειξη ότι η επιστήμη δουλεύει», έχει ενδιαφέρον:
Όταν ρωτάμε «πώς πετάει το αεροπλάνο;», συνήθως η απάντηση είναι ορισμένες στοιχειώδεις αρχές αεροδυναμικής (χάρη στο σχήμα των φτερών και στη γωνία τους, ο αέρας περνά από το κάτω μέρος με υψηλότερη πίεση απ’ ό,τι στο πάνω μέρος, οπότε δημιουργείται άνωση κ.λπ.), οι οποίες ήταν γνωστές τουλάχιστον 100 χρόνια πριν από τους αδερφούς Ράιτ. Ακόμα και η λεπτομερέστερη τέτοια απάντηση δεν φτάνει ούτε κατά διάνοια για τον σχεδιασμό ενός αεροπλάνου και για τα μεγάλα προβλήματα που πρέπει να λύσει: μια πτητική μηχανή βαρύτερη του αέρα, αυτοκινούμενη, ικανή να διανύσει μεγάλες αποστάσεις και, το πιο σημαντικό, ελεγχόμενη και σταθερή (πτητικές μηχανές–σκοτώστρες είχαν κατασκευαστεί ακόμα και τον 19ο αιώνα). Αυτά ήταν τα θέματα που αντιμετώπισαν οι αφοί Ράιτ, οι οποίοι ήταν ποδηλατάδες, δηλαδή μηχανικοί. Δεν ήταν επιστήμονες – και καλά έκαναν που δεν ήταν, καθότι τότε ο διακεκριμένος αστρονόμος και μαθηματικός Simon Newcomb, επιχειρηματολογούσε ότι είναι αδύνατη η κατασκευή (ασφαλούς) πτητικής μηχανής κι ότι η πτήση δεν θα γίνει ποτέ πραγματικότητα (για διάφορους θεωρητικούς λόγους). Οι αφοί Ράιτ πάλεψαν με εμπειρικούς κανόνες, με μηδαμινή βοήθεια από πανεπιστημιακές θεωρίες, με αμέτρητες δοκιμές, πατέντες και μαστοριές, με «βλέποντας και κάνοντας», και με το κριτήριο αλήθειας του Συνεργείου: τι δουλεύει, τι δίνει αποτελέσματα. Αυτό δεν μοιάζει να δουλεύει, το πετάμε• το άλλο μοιάζει να δουλεύει, το κρατάμε. Ακόμα κι ας μην πολυκαταλαβαίνουμε γιατί ακριβώς δουλεύει. Η επιστήμη είχε περιφερειακό ρόλο στο επίτευγμα της πτήσης. Αντιθέτως, το αεροπλάνο κατασκευάστηκε και πετούσε επιτυχημένα για χρόνια, χωρίς να είναι και πολύ κατανοητό πώς ακριβώς το κάνει.
Ας είναι όμως. Το αεροπλάνο μπορεί να μην κατασκευάστηκε από την επιστήμη, όμως μετά από τους αφούς Ράιτ ήρθαν πολλές δεκαετίες διαρκούς βελτίωσης, οι οποίες κατέληξαν στα airbus, στα Α320 και στα υπόλοιπα σύγχρονα αεροσκάφη, τα οποία απέχουν έτη φωτός από τα πρώτα αεροπλάνα. Αυτή η ιστορική πορεία δεν μπορεί παρά να οφείλεται στην ανάπτυξη της αεροδυναμικής επιστήμης, που προσέφερε συστηματική και σίγουρη γνώση στους μηχανικούς, σωστά;
Λάθος!
Η επιστήμη είχε τόσο περιφερειακό ρόλο στην τελειοποίηση του αεροπλάνου όσο και στην κατασκευή του. Η ιστορική πορεία από τους αφούς Ράιτ ως τα σύγχρονα airbus ήταν κι αυτή επίτευγμα των μηχανικών, η επιστήμη ήρθε δεύτερη και καταϊδρωμένη. Ο Walter Vincenti (μηχανικός), που υπήρξε μέρος αυτής της ιστορικής πορείας, τονίζει αυτό ακριβώς το θέμα στο βιβλίο του, What Engineers Know and How They Know It: η δουλειά δεν έγινε με εφαρμογή οικουμενικών θεωριών και νόμων της φύσης αλλά κυρίως με την παλιά, καλή τέχνη του Συνεργείου. Με πρακτικούς κανόνες, πατέντες, αμέτρητες δοκιμές, με εμπειρική γνώση που δεν μπορεί να εκφραστεί σε λόγια και να γίνει ακαδημαϊκό paper κ.λπ.
Για του λόγου το αληθές, αναφέρω λίγες περιπτώσεις που τις πολλές που παρουσιάζει ο Vincenti: τα φτερά Davis (τα χαρακτηριστικά παχιά φτερά στα αμερικάνικα αεροσκάφη του Β’ ΠΠ), τα οποία είχαν καλύτερες επιδόσεις από άλλους τύπους φτερών της εποχής, σχεδιάστηκαν από τον κ. David Davis (μηχανικός – και μάλιστα χωρίς τυπική εκπαίδευση, εντελώς πρακτικός) και πετούσαν για χρόνια, χωρίς να είναι κατανοητό πώς έχουν τέτοιες υψηλές επιδόσεις. Ένα άλλο παράδειγμα ήταν οι έλικες των ελικοφόρων από το 1916 ως το 1926: οι W. F. Durand και E. P. Lesley (μηχανικοί) δοκίμαζαν και σχεδίαζαν επιτυχημένες έλικες, ενώ δεν υπήρχε καμία σχετική επιστημονική θεωρία να τους βοηθήσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι δούλευαν στα τυφλά, είχαν αναπτύξει εμπειρικές μεθόδους, τίποτα όμως που να μπορούσε να ονομαστεί «ελικολογία». Οι Durand & Lesley έκαναν αλλεπάλληλα τεστ μεταβάλλοντας τις παραμέτρους της έλικας (μήκος, γωνίες, κυρτότητα, ταχύτητα περιστροφής κ.λπ.), μέχρι να βρουν έναν συνδυασμό ο οποίος φαινόταν να δουλεύει, έτσι σχεδιάζονταν οι έλικες (θυμίζω εδώ ότι κι οι αφοί Ράιτ εκτιμούσαν συντελεστές άνωσης και οπισθέλκουσας όχι με μαθηματικές συναρτήσεις και θεωρίες, αλλά σημειώνοντας τα αποτελέσματα των πειραμάτων τους σε πίνακες).
Δείτε κι εδώ, στην ιστοσελίδα της NASA, το ιστορικό της κατάκτησης της υπερηχητικής πτήσης από τον Richard Whitcomb (μηχανικό, όχι επιστήμονα), τη δεκαετία του ’50. Τα προβλήματα της υπερηχητικής πτήσης λύθηκαν με εμπειρικούς κανόνες, αλλεπάλληλα τεστ, πατέντες και χωρίς κάποια μεγάλη επιστήμη (big science) από πίσω. Η εφευρετικότητα (το «να είσαι άνθρωπος που κατεβάζει ιδέες», όπως λέγαν για τον Whitcomb) και η ανάμιξη με το πρόβλημα υπήρξε σημαντικότερη από τη μαθηματική κατάρτιση ή την αποστασιοποιημένη γνώση οικουμενικών νόμων της φύσης. Αντιγράφω από το άρθρο, υπογράμμιση δική μου:
This curiosity-driven, experimental approach was especially significant in discovering the area rule, because there was no available theory to explain the unusual drag encountered at transonic speeds. Researchers had to come up with a creative way of reaching beyond the known, and the exploratory experiments conducted by Whitcomb and others yielded the data that allowed him to understand the cause of the transonic drag and shockwave phenomena. Conducting hands-on experiments with an aircraft model in a wind tunnel also helped Whitcomb "see" the airflow behavior in a way mathematical formulas would not have
Λοιπόν, κάτι πολύ στραβό υπάρχει στην αντίληψή μας για το αεροπλάνο (υποψιάζομαι και για όλα τα τεχνολογικά επιτεύγματα). Η επιστήμη ήρθε κυρίως σε δεύτερο χρόνο, όταν ήδη το μηχάνημα δούλευε μια χαρά, προκειμένου να ερμηνεύσει και να συστηματοποιήσει, να αναγάγει σε οικουμενικούς νόμους της φύσης. Και αυτή η επιστημονική ερμηνεία προσέφερε, σε τρίτο χρόνο, πολύ μικρότερο feedback στους μηχανικούς απ’ ό,τι συνήθως νομίζουμε! Ο Vincenti τονίζει ότι το Συνεργείο κυρίως ήταν που δίδαξε το Εργαστήριο, όχι αντιστρόφως. Αυτό όμως δεν το λες «απόδειξη ότι η επιστήμη δουλεύει», όπως θέλει ο Ντόκινς! Εξαφανίζεις έτσι τους μηχανικούς, κάνεις ταχυδακτυλουργία, κλέβεις τη δουλειά τους.
Κι όχι τίποτα άλλο, αυτή η ταχυδακτυλουργία δεν είναι αθώα, προέρχεται από συνειδητή προπαγάνδα. Αυτός είναι ο δεύτερος σημαντικός λόγος που κάνω τη διάκριση επιστήμης και τεχνολογίας:
Ο Επιστημονικός Μύθος
Όλοι διαδαχθήκαμε κάποιους μύθους στο σχολείο και μάθαμε να τους θεωρούμε «αυτονόητους». Ένας τέτοιος είναι η απευθείας καταγωγή μας από τους αρχαίους Έλληνες (έστω, με κάτι ψιλά ενδιάμεσα)• ένας άλλος είναι πως η τεχνολογία αποτελεί απευθείας εφαρμογή της επιστήμης (έστω, με κάτι ψιλά ενδιάμεσα). Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για μύθους, οι οποίοι καλλιεργήθηκαν εσκεμμένα, για εντελώς εξω-επιστημονικούς λόγους, και διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα. Η τεχνολογία είναι τόσο απευθείας εφαρμογή της επιστήμης, όσο κι εμείς απευθείας απόγονοι του Περικλή και του Θουκυδίδη: οι δύο μύθοι έχουν μεν κάποια δόση αλήθειας, δεν είναι εντελώς ψέματα, όμως και στις δύο περιπτώσεις τα ενδιάμεσα ψιλά είναι πιο σημαντικά από την καταγωγή/εφαρμογή.
Βέβαια, η ιστορία της επιστήμης είναι γεμάτη από μύθους, όμως ειδικά γι' αυτόν που μας ενδιαφέρει εδώ, «η επιστήμη δουλεύει, απόδειξη: τα αεροπλάνα πετούν», είναι σήμερα καλά τεκμηριωμένες οι απαρχές του στον αγγλοσαξωνικό κόσμο. Στην Αγγλία, ο μύθος ισχυροποιήθηκε τέλη 19ου αιώνα από το λόμπι του διακεκριμένου, τότε, βιολόγου T. H. Huxley (παππού του Aldous Huxley, Brave New World), με σκοπό να πιέσει την κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει περισσότερο τα πανεπιστημιακά τμήματα καθαρών επιστημών. Από αυτούς ξεκίνησε η εξύψωση της καθαρής, θεωρητικής επιστήμης ως ανώτερης από τη ταπεινή τεχνική/τεχνολογία. Ότι η μια, υποτίθεται, παράγει όλη τη γνώση και η άλλη δεν παράγει τίποτα, είναι ένας φτωχός συγγενής που κάνει απλώς τη βαρετή δουλειά:
I often wish this phrase, "applied science," had never been invented. For it suggests that there is a sort of scientific knowledge of direct practical use, which can be studied apart from another sort of scientific knowledge, which is of no practical utility, and which is termed "pure science." But there is no more complete fallacy than this. What people call applied science is nothing but the application of pure science to particular classes of problems
- Thomas H. Huxley, Science and Culture (1880)
Προκειμένου να δείξει ότι η τεχνολογία δεν είναι τίποτα άλλο από εφαρμογή, σε δεύτερο χρόνο, της καθαρής, θεωρητικής γνώσης, το λόμπι του Huxley κατασκεύασε πραγματικότητα: “In doing so, they had to rewrite histories as if key developments in technology had only ever emerged from the application of some prior form of pure science” (Graeme Gooday, ‘Vague and Artificial’: The Historically Elusive Distinction between Pure and Applied Science, σελ. 547). Την εποχή εκείνη, είχαν κάνει μεγάλη αίσθηση οι πολυάριθμες εφευρέσεις του Τόμας Έντισον (μηχανικός, και μάλιστα πρακτικός, σχεδόν αυτοδίδακτος), οπότε το λόμπι ανησυχούσε με την κυβέρνηση, που μοίραζε την πίτα της χρηματοδότησης όλο και περισσότερο στις τεχνικές σχολές: όπως συμβαίνει σε πολλούς μύθους, από πίσω τους κρύβονται γήινα, οικονομικά κίνητρα. Για τα λεφτά τα κάνεις όλα.
Τις τελευταίες δεκαετίες πάντως, οι μηχανικοί έχουν αρχίσει να αντιδρούν έντονα στο παραμύθι: τεχνολογία = εφαρμοσμένη επιστήμη. Π.χ. ο Rodger W. Bybee (2000), από σκοπιά εκπαιδευτικού, λέει εδώ για την ανάγκη τεχνικής εκπαίδευσης στα σχολεία, στα οποία κυριαρχεί: “the archaic, and mostly erroneous, idea that technology is applied science” (σελ. 23).
Ακόμα όμως και με το κριτήριο του Popper, τη διαψευσιμότητα, το Συνεργείο είναι πολύ πιο επιστημονικό από το Πανεπιστήμιο! Το κριτήριο εφαρμόζεται συνεχώς μέσα στο Συνεργείο, καθημερινά, αυτή είναι και η δουλειά του μηχανικού: να μην κολλάει σε οποιαδήποτε θεωρητικοποίηση του προβλήματός του, να είναι πάντα έτοιμος να την πετάξει, αρκεί αυτό που θα φτιάξει να δουλεύει, να δίνει αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα των πανεπιστημίων όμως, το κριτήριο του Popper δεν εφαρμόζεται ποτέ. Είναι περισσότερο μια ουτοπία, ένα ιδεώδες, που περιγράφει μια ιδανική επιστήμη σ’ έναν ιδανικό κόσμο, παρά την πραγματική επιστήμη στον κόσμο μας. Είχα συζητήσει αναλυτικότερα εδώ, «Κλαψούρισμα, Όχι Έκρηξη», για την (μη-)εφαρμογή του κριτηρίου στην επιστήμη (ενώ – τι ειρωνεία! – ακόμα και το παράδειγμα που χρησιμοποίησε ο Popper ήταν τρύπιο). Με δυο λόγια: αυτό που γίνεται στην πράξη είναι ότι οι επιστημονικές θεωρίες βρίσκουν πάντα τρόπο να βολεύουν και τις πιο άβολες εμπειρικές παρατηρήσεις, προστατεύοντας τον πυρήνα τους και παραδίδοντας στη διάψευση μόνο κάτι δευτερεύον (θέση των Duhem-Quine). Αυτοί που αφιέρωσαν τη ζωή και την καριέρα τους σε μια θεωρία δεν πείθονται σχεδόν ποτέ για την ανεπάρκειά της όσες εμπειρικές παρατηρήσεις και να μαζευτούν. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι επιστημονικές θεωρίες δεν πεθαίνουν γρήγορα και παστρικά, κατά το ιδεώδες του Popper, αλλά τραβάνε σε βάθος χρόνου και, με τον καιρό, παύουν να γοητεύουν. Παύουν να προσελκύουν νέους επιστήμονες, να εγκρίνεται η χρηματοδότηση των ερευνητικών τους προγραμμάτων, να δημοσιεύονται τα άρθρα τους στο Wired. Θυμίζω ότι και ο ίδιος ο Popper στα ώριμα χρόνια της καριέρας του, μετά το 1970, άρχισε να παραδέχεται κι αυτός τον δογματισμό των επιστημόνων, μετά από την κριτική που δέχτηκε, ότι η πραγματική επιστήμη δεν δουλεύει έτσι.
Μπορεί να ακούγομαι σαν ρεβιζιονιστής, όμως κατά βάθος αγαπώ την επιστήμη. Και στεναχωριέμαι με τον άσχημο δρόμο που έχει πάρει. Ξέρετε για ποιο πράγμα μιλώ: Πειραματικά αποτελέσματα που δεν αναπαράγονται (αυτό το βρίσκω συνέχεια: μονίμως τα αποτελέσματα των ερευνών δεν αναπαράγονται...), άπειρες δημοσιεύσεις και paper που δεν αλλάζουν τίποτα στον κόσμο, γίνονται μόνο και μόνο για να συνοδεύσουν κάποια αίτηση χρηματοδότησης, απομάκρυνση των πανεπιστιμίων από τον πραγματικό κόσμο κι από τα θέματα που ενδιαφέρουν τους ανθρώπους κ.λπ. Άμα αγαπάτε την επιστήμη, δείρτε την. Είναι πολλές οι παθογένειές της, χρειάζεται ταρακούνημα μήπως και συνέλθει, όχι χαϊδέματα και παινέματα. Άμα αγαπάτε το κριτήριο του Popper, έχετε κάθε λόγο να είστε θορυβημένοι με την επιστήμη – αλλά και να είστε ικανοποιημένοι με το Συνεργείο: εκεί το κριτήριο εφαρμόζεται. Θα συζητήσω κατόπιν γιατί η επιστήμη είναι κάτι ριζικά διαφορετικό από την τεχνολογία.
Χρήσιμη και Αξιόπιστη Γνώση
Ο Ronald Giere επισημαίνει κάτι που, σε πρώτη φάση, ακούγεται σοκαριστικό: “If one were simply to apply an enlightenment rationalist picture of science to the study of technology, one would miss most of what are now regarded as essential features of modern technology” (εδώ, The Epistemological Roots of Scientific Knowledge, σελ. 104). Για κάποιον λόγο, η επιστημονική, ορθολογική (με την κλασική έννοια) γνώση από μόνη της δεν φτάνει. Δεν είναι ικανή να φτιάξει πράγματα που να δουλεύουν, που να δίνουν αποτελέσματα. Αυτό το τεράστιο κενό γεφυρώνεται από κάτι άλλο, το οποίο όμως τυπικά δεν είναι «επιστήμη» ούτε «ορθολογισμός». Προτιμώ να τα συζητήσω αυτά με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα:
Αν δεν υπήρχε ο Νεύτωνας και το Principia Mathematica, θα είχε συμβεί η Βιομηχανική Επανάσταση – στην Αγγλία τουλάχιστον; Στο σχολείο μαθαίναμε να το θεωρούμε «αυτονόητο» ότι η Επιστημονική Επανάσταση οδήγησε στη Βιομηχανική. Κι επειδή δεν είναι άμεσα ορατό ποιες βιομηχανικές εφαρμογές σχεδιάστηκαν από εφαρμογή π.χ. των νόμων της μηχανικής, συνήθως μας λέγαν στο σχολείο ότι ο λόγος ήταν πολιτισμικός, όχι άμεσα υλικός – ότι η επιστήμη, που διαδόθηκε μαζικά τον 18ο αιώνα, εκπαίδευσε τους εφευρέτες σε έναν ορθολογικό τρόπο σκέψης, ο οποίος ήταν αναπόσπαστο μέρος της δουλειάς τους κ.λπ., κάπως έτσι - όπως παρατηρεί κι ο Ian Inkster: «μας δίνουν ιστορίες επιστημονικής γνώσης και ιστορίες τεχνολογικών αποτελεσμάτων, στις οποίες η πίστη μάλλον παρά η ιστορία γεμίζει το κενό» (Potentially Global, σελ. 241). Όμως τίποτα δεν είναι «αυτονόητο» όταν έχει να κάνει με την ιστορία της επιστήμης, καθότι αυτή η τελευταία υπήρξε τόσο ιδεολογική όσο και η σχολική ιστορία.
Η ερώτηση καταρχήν δεν είναι εύκολη και δεν απαντιέται με ναι ή όχι. Ένας τρόπος να τη συγκεκριμενοποιήσουμε είναι να ρωτήσουμε τι είδους γνώση συνετέλεσε στη ΒΕ, και να ψάξουμε για ιστορικές ενδείξεις:
- Ήταν (Α) οικουμενική γνώση, δηλαδή γνώση νόμων της φύσης που ισχύουν πάντα και παντού; Ή μήπως ήταν (Β) τοπική γνώση, δηλαδή εμπειρικοί κανόνες, μικροθεωρίες και μικρονόμοι που ισχύουν μόνο σε μια συγκεκριμένη ατμομηχανή, σε ένα συγκεκριμένο αρδευτικό κανάλι κ.λπ.;
- Ήταν (Α) γνώση που μπορεί να μπει σε λόγια, να καταγραφεί στο χαρτί, οπότε και να μεταδοθεί σε άλλους; Ή μήπως ήταν (Β) άρρητη γνώση, σαν το ποδήλατο, κάτι που το κάνεις χωρίς να μπορείς να εξηγήσεις πώς το κάνεις;
- Ήταν (Α) γνώση που μπορούσε να ανεξαρτητοποιηθεί από τον ανθρώπινο φορέα της; Ή μήπως ήταν (Β) θεμελιωδώς γνώση του Γιώργου, οπότε άμα έχανες τον Γιώργο, έχανες και το κομμάτι αυτό της γνώσης;
- Ήταν (Α) γνώση που μεταχειριζόταν στοιχεία ανεξάρτητα συμφραζομένων (context-independent); Ή μήπως ήταν γνώση θεμελιωδώς εντός κάποιων συγκεκριμένων συμφραζομένων;
- Ήταν (Α) γνώση που αποκτάτο με διανοητική σπουδή και επίδοση σε ένα καθολικά διαθέσιμο πρόγραμμα; Ή μήπως ήταν (Β) γνώση που αποκτάτο με μαθητεία σε έναν έμπειρο λειτουργό της;
- Ήταν (Α) συστηματική γνώση, δηλαδή συνιστούσε ένα ολοκληρωμένο σώμα, που κάλυπτε όλο το περιβάλλον των ζητημάτων με τα οποία καταπιανόταν; Ή μήπως ήταν (Β) νησίδες αποσπασματικής γνώσης μέσα στο υπερπολύπλοκο και χαώδες περιβάλλον των προβλημάτων της;
- Ήταν (Α) γνώση που μπορούσε να αποκτηθεί με διανοητική επεξεργασία των ζητημάτων της από απόσταση; Ή μήπως ήταν (Β) γνώση που αποκτάτο μόνο με την ανάμιξη στα ζητήματά της;
Όλα τα (Α) πιο πάνω συνιστούν την ιδανική επιστημονική θεωρία και έχουν επισημανθεί ήδη από τον Πλάτωνα, τον Καρτέσιο, τον Καντ κ.α. Το διάφορα (Β) πιο πάνω είναι... κάτι διαφορετικό από επιστήμη («τέχνη», που έλεγε κι ο Βρετανός μηχανικός). Βέβαια, είναι αλήθεια ότι κι η ίδια η επιστήμη πολλές φορές υπολείπεται του ιδανικού της και κάνει παραχωρήσεις σε κάποια (Β) παραπάνω, δεν είναι απόλυτος ο διαχωρισμός, από ένα σημείο και μετά όμως, αν τα διάφορα (Β) αρχίζουν να κυριαρχούν, τότε μιλάμε για κάτι θεμελιωδώς διαφορετικό. Ο Ian Inkster, ιστορικός της τεχνολογίας που ασχολήθηκε ειδικά με τη ΒΕ, χρησιμοποιεί τον όρο Χρήσιμη & Αξιόπιστη Γνώση (useful and reliable knowledge) για τα διάφορα (Α) και (Β) πιο πάνω, και λέει ότι η ΒΕ είχε να κάνει με αυτήν. Η επιστημονική είναι ένα υποσύνολο της χρήσιμης & αξιόπιστης γνώσης, δεν ταυτίζεται όμως μαζί της. Και, φοβάμαι, ότι είναι πολύ μικρότερο υποσύνολο από ό,τι μας δίδαξαν στο σχολείο. Υπάρχουν πολλές ιστορικές ενδείξεις ότι η γνώση που συνετέλεσε στη ΒΕ ήταν, σε μεγάλο βαθμό, τύπου (Β) πιο πάνω, όχι τύπου (Α). Αναφέρω ένα παράδειγμα (από σύνοψη του βιβλίου του Peter M. Jones, Industrial Enlightenment: Science, Technology and Culture in Birmingham and the West Midlands 1760-1820, εδώ)
A good deal of the knowledge pertinent to industrial processes was never codified at all – and certainly not in scientific texts – but was preserved in the tacit skills of artisans. Incidents in which Boulton’s Soho factory was subject to espionage and skilled workers lured away show that knowledge was not communicated as propositional information, but was often embodied in the persons of those who possessed it
O M. Polanyi εκτιμούσε ότι το μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος της Βιομηχανικής Επανάστασης έγινε χωρίς επιστημονική βοήθεια: “Up to [1846] natural science had made no major contribution to technology. The Industrial Revolution had been achieved without scientific aid” (από το Personal Knowledge). Άλλοι ιστορικοί αμφιβάλλουν ακόμα περισσότερο για τον ρόλο της επιστήμης. Κάτι που, πρακτικά, σημαίνει ότι η γνώση της Βιομηχανικής Επανάστασης ήταν πολύ περισσότερο π.χ. παρατήρηση, ταξινόμηση, μέτρηση και καταλογοποίηση κάποιων φαινομένων – μέχρι εκεί – παρά θεμελίωση φυσικών νόμων που κυβερνούν αυτά τα φαινόμενα και μας επιτρέπουν να τα ερμηνεύσουμε. Ήταν πολύ περισσότερο εξοικείωση και πρακτική κατανόηση βασικών μηχανισμών (μοχλοί, τροχαλίες, μανιβέλες, γρανάζια κ.λπ.), παρά βασικής μηχανικής. Ήταν πολύ περισσότερο εμπειρικοί ποσοτικοί κανόνες μεταξύ μεταβλητών εκφρασμένοι σε πίνακες (όπως έκαναν κι οι αφοί Ράιτ), παρά σε μαθηματικές συναρτήσεις – ή, ακόμα περισσότερο, σε νόμους της φύσης. Ήταν πολύ περισσότερο πρακτική, αποσπασματική γνώση ενός πολύπλοκου φαινομένου μέσα σ’ ένα πολύπλοκο περιβάλλον, παρά συστηματική ανάλυσή του σε context-independent στοιχεία κ.λπ.
Αυτό όμως δεν είναι κακό! Έχουμε μάθει όλοι από την εκπαίδευσή μας να υποτιμούμε τη γνώση τύπου (Β), να τη θεωρούμε φτωχό συγγενή της γνώσης τύπου (Α). Κακώς. Διότι, απλά, η γνώση τύπου (Β) είναι αυτή που δουλεύει, που δίνει αποτελέσματα. Θα δείξω κατόπιν για ποιο λόγο ισχύει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που είπε ο Ντόκινς: η επιστήμη ΔΕΝ δουλεύει!
Ο Φαύλος Κύκλος των Εξιδανικεύσεων
Ζούμε σ’ έναν χαώδη, πολυσύνθετο κόσμο, όμως η επιστήμη είναι απλή (πάντα σε σχέση με την πολυπλοκότητα του κόσμου). Όλοι σχεδόν οι νόμοι της επιστήμης είναι εξιδανικεύσεις – με την έννοια ότι συνήθως δεν μπορούν να εφαρμοστούν απευθείας σε συγκεκριμένες περιστάσεις και να δώσουν αξιόπιστες προβλέψεις. Αν το κριτήριό μας είναι ο πραγματισμός, δηλαδή να φτάσουμε σε αξιόπιστες εκτιμήσεις ώστε να πάρουμε πραγματικές αποφάσεις για πραγματικά έργα στον πραγματικό κόσμο, τότε οι νόμοι της επιστήμης δεν φτάνουν. Διότι όλοι τους προϋποθέτουν ιδανικές συνθήκες (ομοιόμορφες πυκνότητες, σταθερές θερμοκρασίες, άπειρες χωρητικότητες, πυκνωτές με μηδενική αντίσταση, κανονικές κατανομές, τέλειες γεωμετρίες κ.λπ.), τις οποίες προσεγγίζουμε μεν στα πανεπιστημιακά εργαστήρια, όμως δεν μπορούμε να παραγγείλουμε στην πραγματική ζωή.
Αυτό δεν είναι αναγκαστικά κακό. Ένας εξιδανικευμένος νόμος μπορεί μεν να μην είναι απευθείας χρήσιμος, όμως μπορεί να γίνει χρήσιμος αν υπάρχει κάποια μέθοδος να διορθωθούν οι προβλέψεις του λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης περίστασης. Από αυτήν την άποψη, τότε η τεχνολογία, ναι, θα ήταν εφαρμογή της επιστήμης.
Μπορεί να γίνει αυτό άραγε; Να διορθωθούν μεθοδολογικά οι ιδανικές προϋποθέσεις ενός επιστημονικού νόμου πάνω στις πραγματικές συνθήκες της περίστασης; Σίγουρα κάποιες φορές ναι, εξαρτάται και από το συγκεκριμένο ζήτημα, όμως στη γενική περίπτωση, όπως επισημαίνει ο van Fraassen (The Scientific Image, 1980), η Cartwright (How the Laws of Physics Lie, 1983) και πολλοί άλλοι, η απάντηση είναι ένα συντριπτικότατο «δεν μπορεί». Όχι με μια θεωρητικά προβλεπόμενη μεθοδολογία, τουλάχιστον, αλλά... με την παλιά καλή τέχνη του Συνεργείου (πατέντες, εμπειρικοί κανόνες, αλλεπάλληλα τεστ, «βλέποντας και κάνοντας», μικροθεωρίες και μικροεπιστήμες που ισχύουν μόνο για ένα συγκεκριμένο μηχάνημα, για μια συγκεκριμένη τοποθεσία κ.λπ.) – με τα (Β) που ανέφερα παραπάνω, όχι με τα (Α). Οι νόμοι της επιστήμης είναι θεμελιωδώς εξιδανικεύσεις, η πραγματικότητα συνήθως δεν μας κάνει το χατίρι να τακτοποιείται τόσο κομψά, όπως στα εργαστήρια – αν, πάντα, το κριτήριό μας είναι ο πραγματισμός: να κατασκευάσουμε πραγματικά αντικείμενα, εργαλεία, έργα, συστήματα κ.λπ. που θα χρησιμοποιηθούν από πραγματικούς ανθρώπους στον πραγματικό κόσμο (όχι για να λύσουμε πανεπιστημιακές ασκήσεις ή για να κάνουμε πειράματα στις τεχνητές συνθήκες ενός εργαστηρίου, εκεί η επιστήμη, ναι, δουλεύει). Ας τα δείξω όμως αυτά με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα:
Ο βασικότερους νόμος στην υδρογεωλογία είναι ο νόμος του Darcy, μια φόρμουλα η οποία δίνει τη ροή ενός υγρού (συνήθως νερού) εντός ενός πορώδους μέσου. Όπως ξέρετε, το υπόγειο ύδωρ κινείται διαφορετικά από το επιφανειακό• αν πάρετε ένα στεγνό σφουγγάρι και βυθίσετε την άκρη του στο νερό, θα δείτε ότι αυτό αρχίζει να διαχέεται μέσα στον όγκο του σφουγγαριού: κάπως έτσι κινείται και το υπόγειο ύδωρ. Μέσα στο έδαφος υπάρχουν τεράστια τέτοια «σφουγγάρια» που ονομάζονται υδροκρίτες, δηλαδή πορώδεις γεωλογικοί σχηματισμοί που έχουν την ικανότητα να αποθηκεύουν νερό και να επιτρέπουν τη μετακίνησή του εντός τους. Ο νόμος του Darcy είναι μια εξίσωση που συσχετίζει τη ροή του νερού με τη διαπερατότητα του μέσου και τη διαφορά υδραυλικού δυναμικού (μέγεθος που έχει να κάνει με τη διαφορά στάθμης): άμα έχουμε πληροφορίες για τις δύο τελευταίες μεταβλητές, μπορούμε, με τον νόμο, να συναγάγουμε συμπεράσματα για τη ροή του νερού, κάτι εξαιρετικά χρήσιμο σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με απόθεση αποβλήτων (πόσο κινδυνεύει το υπόγειο υδραυλικό δίκτυο της περιοχής;), με γεωτρήσεις, πηγάδια κ.α. Ο νόμος διατυπώθηκε από τον κ. Henry Darcy μετά από εργαστηριακά πειράματα και όποιος θέλει να διαβάσει περισσότερα μπορεί να δει εδώ (Wikipedia).
Φυσικά, όπως όλοι οι νόμοι της επιστήμης, είναι κι αυτός μια εξιδανίκευση: το 1962 στο Maxey Flats του Kentucky δημιουργήθηκε ο μεγαλύτερος χώρος του κόσμου για απόθεση ραδιενεργών αποβλήτων (σε κιουρί). Οι γεωλόγοι υπολόγισαν την ροή των υπογείων υδάτων, με μοντέλα που βασίζονταν στον νόμο του Darcy, και κατέληξαν ότι το πλουτώνιο θα μετακινείτο κατά μισή ίντσα σε 24.000 χρόνια. Μετά από 10 χρόνια που εξετάστηκαν οι εγκαταστάσεις, εντοπίστηκε πλουτώνιο σε απόσταση δύο μιλίων. Ο Ernan McMullin (Galilean Idealization, 1985) αναφέρει την περίπτωση του Maxey Flats ως παράδειγμα για το τι παθαίνει κανείς αν πάει να εφαρμόσει απευθείας έναν νόμο της επιστήμης πάνω στην πραγματικότητα.
Είπαμε όμως ότι αυτό δεν είναι αναγκαστικά κακό – όχι πολύ, τουλάχιστον. Ακόμα κι ένας εξιδανικευμένος νόμος θα μπορούσε να γίνει χρήσιμος και να δώσει αξιόπιστες εκτιμήσεις, αν γινόταν μεθοδολογικά να διορθωθεί ως προς τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης κάθε φορά περίστασης. Γίνεται αυτό;
Ο νόμος του Darcy προϋποθέτει ομοιόμορφους υδροκρίτες, κάτι που δε συμβαίνει ποτέ. Οι πραγματικοί υδροκρίτες είναι γεμάτοι από ανομοιομορφίες, οπότε το υπόγειο ύδωρ υφίσταται αμέτρητες τοπικές επιταχύνσεις, επιβραδύνσεις και αλλαγές κατεύθυνσης. Μπορεί επίσης να δημιουργηθούν τοπικά φαινόμενα περιδίνησης και δινορεύματα (eddies), ειδικά όταν υπάρχουν ασβεστολιθικοί σχηματισμοί. Επίσης, αν υπάρχουν αργιλώδεις σχηματισμοί τότε τα πράγματα αλλάζουν, εμφανίζονται και ηλεκτρικά φαινόμενα τα οποία επηρεάζουν τη ροή του νερού. Επίσης, μπορεί να υπεισέρχονται τοπικοί γεωθερμικοί παράγοντες και τοπικοί επιφανειακοί παράγοντες (π.χ. ρεύματα) που κι αυτοί επηρεάζουν την υπόγεια ροή. Αποτέλεσμα: είναι εξαιρετικά αφελές να πάει να δουλέψει κανείς με μια απλή εφαρμογή του νόμου του Darcy.
Αυτό όμως δεν είναι (πολύ) κακό. Μπορούμε να εκτιμήσουμε τις ανομοιομορφίες του πραγματικού μας υδροκρίτη λαμβάνοντας αντιπροσωπευτικά δείγματά του, παρατηρώντας σ’ αυτά τις διάφορες υδραυλικές μεταβλητές, και διορθώνοντας τον νόμο στατιστικά σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία. Θα είναι πολύ περισσότερη η δουλειά που θα κάνουμε, τουλάχιστον όμως θα δουλέψουμε επιστημονικά. Μπορούμε, άραγε;
Εδώ συναντάμε καινούργια προβλήματα: για να κάνουμε στατιστική εκτίμηση του υδροκρίτη, θα πρέπει να εξαγάγουμε αντιπροσωπευτικά δείγματα εδάφους («καρότα») και να τα μελετήσουμε στο εργαστήριο. Όμως το ίδιο καρότο θα συμπεριφερθεί διαφορετικά στην τεχνητή συμπίεση του εργαστηρίου και διαφορετικά στη φυσική συμπίεση του εδάφους. Τα εργαστηριακά αποτελέσματα δεν θα είναι άμεσα εφαρμόσιμα, θα είναι κι αυτά εξιδανικεύσεις που πρέπει να διορθωθούν. Επίσης, οι υδραυλικές μεταβλητές στο καρότο εντός του εδάφους θα επηρεάζονται από τοπικές μικροανωμαλίες (υπόγειες ρωγμές, ριζικό σύστημα των δέντρων, υπόγεια λαγούμια ζώων, μυρμηγκοφωλιές κ.α.), τις οποίες χάνουμε στο εργαστήριο. Και, τέλος, δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε αν το δείγμα που πήραμε είναι αντιπροσωπευτικό ή όχι του υδροκρίτη! Μπορεί να υπεραντιπροσωπεύουμε το ασβεστολιθικό ή το αργιλώδες τμήμα του με τη δειγματοληψία που κάναμε, δεν είναι εύκολο να το ξέρουμε, οπότε ίσως να πέφτουμε πολύ έξω. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουμε εξιδανικεύσεις που διορθώνονται από εξιδανικεύσεις που διορθώνονται από εξιδανικεύσεις κ.λπ.
Ευτυχώς όμως η υδρογεωλογία προβλέπει κι άλλον τρόπο να εκτιμήσουμε τις υδραυλικές μεταβλητές στις ανομοιομορφίες ενός πραγματικού υδροκρίτη: Σκάβουμε ένα κεντρικό πηγάδι, καθώς και διάφορα περιφερειακά πηγάδια παρατήρησης. Αντλούμε εντατικά από το κεντρικό, οπότε ο υδροφόρος ορίζοντας, που αρχικά ήταν οριζόντιος, θα πάρει το σχήμα κώνου γύρω του – δείτε το στην παρακάτω εικόνα, στο πάνω τμήμα της, με το πηγάδι Α:
(πήρα την εικόνα από το Kansas Geological Survey εδώ)
Αντλώντας από το κεντρικό πηγάδι (το Α στο πάνω τμήμα της εικόνας), παρατηρούμε ότι σταδιακά η στάθμη του νερού χαμηλώνει στο πηγάδι παρατήρησης (το Β στο πάνω τμήμα της εικόνας). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να μετρήσουμε την υδραυλική ροή από το Β στο Α και, επαγωγικά, να συμπεράνουμε τις υδραυλικές μεταβλητές του υδροκρίτη στο τμήμα Α – Β. Και μάλιστα in vivo (στην τοποθεσία), όχι in vitro (στις τεχνητές συνθήκες του εργαστηρίου). Οπότε μπορούμε να καταλήξουμε τελικά σε μια επιστημονική εκτίμηση των πραγματικών ιδιοτήτων του πραγματικού υδροκρίτη, αρκεί να τον τρυπήσουμε καλά. Μπορούμε, άραγε;
Μπορούμε, αρκεί (1) η υδραυλική ροή από τα περιφερειακά στο κεντρικό πηγάδι να είναι σε ισορροπία (ομαλή και σταθερή), (2) ο υδροφόρος ορίζοντας να υπήρξε αρχικά οριζόντιος και (3) ο υδροκρίτης να είναι άπειρος. Όμως οι πραγματικοί υδροκρίτες δεν είναι ποτέ άπειροι, περιορίζονται από αρνητικά όρια (π.χ. όγκους αδιαπέραστου υλικού) ή θετικά όρια (π.χ. ρεύματα). Ούτε οι πραγματικοί υδροφόροι ορίζοντες είναι ποτέ τέλεια οριζόντιοι. Και το πιο σημαντικό, ούτε οι πραγματικές υδραυλικές ροές στα υπόγεια ύδατα είναι ποτέ σε τέλεια ισορροπία (υπόγειες ρωγμές και κοιλότητες, λαγούμια ζώων, ριζικό σύστημα, μυρμηγκοφωλιές κ.α., που δημιουργούν φαινόμενα περιδίνησης και περιπλέκουν τα πράγματα), θεωρούμε απλώς ότι αυτή προσεγγίζεται όταν περάσει πολύς χρόνος εντατικής και σταθερής άντλησης από το κεντρικό πηγάδι.
Εκτός αυτών, υπάρχει ένα ακόμα απροσπέλαστο εμπόδιο σ’ αυτή τη μέθοδο με τα πηγάδια. Υπάρχει κάτι σαν την αρχή της αβεβαιότητας στην κβαντική φυσική, όπου όσο ακριβέστερες μετρήσεις έχεις για μια παράμετρο, τόσο προβληματικότερες θα είναι οι μετρήσεις σου για μια άλλη παράμετρο: σε τι απόσταση μεταξύ τους πρέπει να είναι αυτά τα κεντρικά πηγάδια συν περιφερειακά πηγάδια παρατήρησης; Δεν θα πρέπει να είναι σε μεγάλη απόσταση, γιατί τότε κινδυνεύεις να χάσεις πολλές τοπικές ανομοιομορφίες του υδροκρίτη, πρέπει να τον τρυπήσεις καλά. Από την άλλη όμως, αν αυτά είναι σε μικρή απόσταση, τότε θα αρχίσουν να αλληλοεπιδρούν σημαντικά οι κώνοι των κεντρικών πηγαδιών (όπως με τα πηγάδια Α και Β, στο κάτω τμήμα της παραπάνω εικόνας), οπότε το ένα θα αλλοιώνει τα αποτελέσματα των μετρήσεων για το άλλο. Πάλι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο των εξιδανικεύσεων που διορθώνονται από εξιδανικεύσεις που διορθώνονται από εξιδανικεύσεις...
(Η συζήτηση για τον νόμο του Darcy στην υδρογεωλογία από το Idealized Laws, Antirealism and Applied Science: A Case in Hydrogeology του Κ. S. Shradder–Frechette)
Κι όμως, υπάρχει τρόπος να σπάσουμε αυτόν τον φαύλο κύκλο των εξιδανικεύσεων και να πάρουμε αξιόπιστες εκτιμήσεις! Το ξέρω διότι βλέπω ότι η τεχνολογία δουλεύει: γίνονται στο κόσμο αποθέσεις απορριμάτων, γεωτρήσεις κ.λπ., οι οποίες πρέπει να βασίζονται σε σωστές μελέτες (ελπίζω, τουλάχιστον, ή έστω πολλές από αυτές). Ξέρω ότι υπάρχει τρόπος να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο διότι τα αεροπλάνα πετάνε, τα αυτοκίνητα τρέχουν, τα τηλέφωνα δουλεύουν κ.λπ. Φοβάμαι όμως ότι αυτή η απόσταση ανάμεσα από την εξιδανίκευση και την πραγματικότητα δεν γεφυρώνεται από κάποια θεωρία αλλά... από την παλιά, καλή τέχνη του Συνεργείου! Τα διάφορα (Β) που ανέφερα πιο πάνω. Αν παραμείνουμε στα (Α), τότε φοβάμαι ότι δεν μπορούμε να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο των εξιδανικεύσεων. Όπως αναφέρει τη μαρτυρία ενός μηχανικού η Cartwright: “90% of all engineering systems cannot be treated by the currently available methods of statistical mechanics. We analyze them by whatever means seem appropriate for the problem at hand” (How the Laws of Physics Lie, σελ. 63).
Επίλογος: Ο Ταξικός Πόλεμος
Ως γνωστόν, «η επιστήμη πήγε τον άνθρωπο στο φεγγάρι» – η επιστήμη, έτσι; Τα διάφορα (Α) πιο πάνω, όχι τα διάφορα (Β); Η Sylvia Doughty Fries, διευθύντρια της NASA, δε μοιάζει να συμφωνεί, και στο βιβλίο της, NASA Engineers and the Age of Apollo, περισσότερο παρουσιάζει τις επιτυχημένες αποστολές στη Σελήνη ως έργο των μηχανικών, παρά των επιστημόνων! Μιλά όμως και για κάτι ακόμα, για την “ideological prejudice that venerates science while exploiting the works of engineers” (Κεφ. 5). Πραγματικά, εδώ έχουμε ταξικό πόλεμο: οι μηχανικοί είναι αυτοί που αλλάζουν τη ζωή μας, μας πηγαίνουν στο φεγγάρι, εφαρμόζουν το κριτήριο του Popper, τροφοδοτούν με νέα γνώση το πανεπιστήμιο, κατασκευάζουν το αεροπλάνο και τόσα άλλα πράγματα τα οποία δουλεύουν, δίνουν αποτελέσματα• η επιστήμη δεν δουλεύει (τουλάχιστον σ' ό,τι έχει να κάνει με τον άνθρωπο), συνεισφέρει περιφερειακά σ’ αυτά τα επιτεύγματα, δεν εφαρμόζει το κριτήριο του Popper, λαμβάνει την παραγόμενη γνώση από το Συνεργείο, όμως καρπώνεται όλη τη δόξα (και τις κρατικές χρηματοδοτήσεις). Και καλύπτει ιδεολογικά αυτήν την εκμετάλλευση με το παραμύθι ότι η τεχνολογία είναι εφαρμοσμένη επιστήμη, «η επιστήμη δουλεύει, απόδειξη: τα αεροπλάνα πετούν». Όμως η πραγματικότητα είναι θεμελιωδώς σεξουαλική, οπότε αυτό που δουλεύει είναι σεξουαλικό: το Συνεργείο. Με τα σεξουαλικά του καλαμπούρια, τη σεξουαλική του ορολογία (οι μηχανικοί των αεροσκαφών τη δεκαετία του '50 είχαν σχεδιάσει τα φτερά τύπου Marilyn Monroe), τις σεξουαλικές του μεταφορές. Η αλήθεια είναι σέξι, κι όποιος αντέξει. Η επιστήμη, η κάθε -λογία, είναι πουριτανιστική, δε χρησιμοποιεί σεξουαλικούς όρους. Ακόμα και η σεξολογία είναι ανέραστη (Θάνος Ασκητής, μπρρρ...). Ευτυχώς πάντως που τις τελευταίες δεκαετίες οι μηχανικοί έχουν αρχίσει να πατάνε πόδι.
Γενικότερα μιλώντας, οι θεωρίες – όλες οι θεωρίες – πρέπει να πριτσινωθούν καλά για να εφαρμοστούν πάνω στην πραγματικότητα. Πρέπει να μαστορευτούν, να μερεμετιστούν και να καλαφατιστούν, με κριτήριο πάντα: τι δουλεύει, τι δίνει αποτελέσματα. Η πράξη αυτή όμως, το πριτσίνωμα μιας θεωρίας πάνω στην πραγματικότητα, είναι κάτι θεμελιωδώς εξωθεωρητικό, εξωεπιστημονικό, εξωδογματικό, που δε συμμορφώνεται με πολλά από τα κριτήρια της ιδανικής θεωρίας, τα διάφορα (Α) πιο πάνω. «Τέχνη» ή «επιστήμη του μηχανικού» ή «χρήσιμη και αξιόπιστη γνώση» – όπως θέλετε πείτε το, αρκεί να μην το ξεχνάτε.
Η αντίθετη περίπτωση, το να νομίζεις ότι οι θεωρίες εφαρμόζονται απευθείας στην πραγματικότητα, είναι ο πλατωνισμός. Ο οποίος απέχει ένα μόνο βήμα από τον δογματισμό, αυτός είναι ο πυρήνας του. Ο δογματικός αποδίδει τόσο μεγάλη αξία στη θεωρία (οποιαδήποτε θεωρία, θρησκευτική, πολιτική, επιστημονική, οικονομική, κοινωνική κ.λπ.) επειδή νομίζει ότι η πραγματικότητα λειτουργεί με θεωρίες. Και το αντίθετο του δογματισμού είναι ο αριστοτελισμός: το να αντιλαμβάνεσαι ότι η πραγματικότητα είναι τόσο πολύπλοκη και σύνθετη, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τον άνθρωπο, ώστε δεν υπάρχουν θεωρίες-ΙΚΕΑ, έτοιμες προς χρήση. Πρέπει όλες να πριτσινωθούν καλά προκειμένου να δουλέψουν.
Το κείμενο βγήκε μεγάλο, κάπου εδώ θα σταματήσω. Θα χαρώ να κάνουμε παθιασμένες συζητήσεις, με επιχειρήματα, αντεπιχειρήματα, τεκμήρια και εμπνευσμένες βρισιές. Έθιξα πολλά θέματα, όμως πάρτε τον χρόνο σας, δεν υπάρχει θέμα. Ψάξτε τα κι εσείς, διαβάστε, σκεφτείτε, απαντήστε και μετά από βδομάδες ή μήνες, κανένα πρόβλημα.
Καρλ Μαρξ, η επιγραφή στον τάφο του (από τις Θέσεις για τον Φόιερμπαχ): The philosophers have only interpreted the world, in various ways; the point is to change it
Tim Berners-Lee (μηχανικός), από e-mail στον Pat Hayes, 2003: Pat, we are not analyzing a world, we are building it. We are not experimental philosophers, we are philosophical engineers
Theodore von Karman (μαθηματικός και φυσικός αλλά πρωτίστως μηχανικός): Scientists study the world as it is; engineers create the world that has never been
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (φιλόσοφος που σπούδασε μηχανικός): Αν μου πουν κάτι το οποίο είναι θεωρία, τους λέω – όχι, όχι, αυτό δε μ’ ενδιαφέρει