Όλοι Γότθοι (Το Μπιμπερό Του Ντιντερό)

Όλοι Γότθοι (Το Μπιμπερό του Ντιντερό) τώρα και στο YouTube!

Από εκεί που σταμάτησε ο Ρουσσώ ως εκεί που τελειώνει ο δυτικός πολιτισμός. Κοινωνικό Συμβόλαιο Reloaded, κατάθεση ψυχής σε σκληρό νόμισμα, μια γροθιά σε όλα τα πολιτικά κατεστημένα, ένα καρκίνωμα στο σώμα του καπιταλισμού.



Ιδιοποιηθείτε το και μεταλαμπαδεύστε το, η ιδιοκτησία είναι κλοπή. Τα παιδιά θα το λατρέψουν, οι φίλοι θα σας αγαπήσουν, οι γείτονες θα ζηλέψουν. Από ανθρώπους με μεράκι για ανθρώπους με γούστο

Βρέθηκε 4χρονο Αγγελούδι Σε Δήμο Μπαλαμών

(Αθήνα – Newsroom ΔΟΛ) 
Μία περίεργη υπόθεση απασχολεί την Αστυνομία Αλεξανδρούπολης καθώς, σε έλεγχο ρουτίνας που έγινε σε δήμο Μπαλαμών, όχι μόνο βρέθηκαν όπλα και ναρκωτικά, αλλά εντοπίστηκε κι ένα μελαψό κοριτσάκι, το οποίο κίνησε τις υποψίες των αστυνομικών ότι ήταν Ρομά, καθώς και ότι οι δύο Μπαλαμοί που είχαν την επιμέλειά του δεν ήταν οι φυσικοί του γονείς.

Συγκεκριμένα, το κορίτσι το οποίο οι δύο Μπαλαμοί φώναζαν «Βαλεντίνα», είχε σκούρα μαλλιά και πλάνα μάτια, χαρακτηριστικά που διαφοροποιούνταν πλήρως από αυτά των φερόμενων ως γονιών του, οι οποίοι ήταν γκαγκαούζοι από την Ορεστιάδα και κατάξανθοι.


Αυτό είναι το αγγελούδι που απήγαγαν Μπαλαμοί και βρέθηκε στον δήμο τους 


Σύμφωνα με ανακοίνωση της αστυνομίας, οι δύο ημεδαποί Μπαλαμοί προέβαλλαν συνεχώς μεταβαλλόμενους ισχυρισμούς σχετικά με την απόκτηση του παιδιού, ενώ στις εξετάσεις DNA που διενεργήθηκαν δεν προέκυψε κληρονομική συμβατότητα. Η έρευνα που ακολούθησε αποκάλυψε ότι οι δύο Μπαλαμοί το έτος 2009 αφαίρεσαν την «Βαλεντίνα» από τους Ρομά γονείς του, κάτω από άγνωστες συνθήκες. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι διατηρούσαν ταυτόχρονα τρεις οικογενειακές μερίδες, ήταν κάτοχοι πολλαπλών δελτίων αστυνομικής ταυτότητας, καθώς και προεκλογικού υλικού του ΠΑΣΟΚ.

Σε βάρος των ανωτέρω σχηματίσθηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα για τα αδικήματα της αρπαγής ανηλίκου, της ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση, και της εκλογικής βίας, ενώ με εντολή εισαγγελέα τούς αφαιρέθηκε προσωρινά η επιμέλεια της ανήλικης. Στη «Βαλεντίνα» παρασχέθηκε ψυχολογική υποστήριξη, ενώ ειδικευμένοι παιδοψυχολόγοι συνεχίζουν τις εντατικές τους προσπάθειες να επικοινωνήσουν μαζί της καθότι μιλά μια δυσνόητη γλώσσα, αποκλειστικά με απανθίσματα λόγων του Γιώργου Παπανδρέου.

Σε συνεργασία με την Interpol, εξετάζονται ξανά υποθέσεις εξαφανισμένων παιδιών και καταγγελίες γονέων, ενώ έχουν σταλεί ντελάληδες σε όλους τους τσιγγάνικους μαχαλάδες και καταυλισμούς της Ευρώπης. Ύστερα από εντολή του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, δίνεται στη δημοσιότητα φωτογραφία του κοριτσιού και μεταγεγραμμένο στα Ελληνικά δείγμα της ομιλίας της. Παρακαλείται όποιος πολίτης αναγνωρίζει την ίδια ή την γλώσσα της, να επικοινωνήσει με την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Αλεξανδρούπολης:

«Προσηλωμένοι στο έργο συνέχισης των μεγάλων αλλαγών και αξιοποιώντας τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, δίνουμε προοπτική και ελπίδα ώστε να σταθεί η χώρα στα πόδια της, δημιουργούμε τις βάσεις για μια κοινωνία δικαίου, για μια Ελλάδα της αξιοπρέπειας και της αυτοπεποίθησης, για ένα καλύτερο αύριο, για την πράσινη και αειφόρο ανάπτυξη, για ανάπτυξη που εγγυάται ελπίδα, δουλειές για την νέα γενιά και δικαιοσύνη για όλους»



(ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 19:42) -- Εντοπίστηκε τελικά η μητέρα της «Βαλεντίνας» σε τσιγγάνικο καραβάνι στη Μολδαβία. Η ίδια, εμφανώς χαρούμενη και ανακουφισμένη, δήλωσε σε συνέντευξή της στα διεθνή ΜΜΕ:


Μάγκας Από Μικράκι

Με απασχολεί το θέμα με τους παλιούς μάγκες, στη μεσοπολεμική και μετακατοχική Ελλάδα. Συνήθως οι περιγραφές που διαβάζουμε για τη ζωή τους ζωγραφίζουν μια εντελώς λούμπεν εικόνα και εξαντλούνται σε μαχαίρια, χασίσια, μπαρμπούτι, παρανομία, πόρνες κ.λπ. Μόνο αυτό όμως ήταν οι παλιοί μάγκες; Πάνω εδώ έχω τρεις προκλήσεις. Αν πιστεύετε ότι οι παλιοί μάγκες ήταν μόνο μαχαίρια, χασίσια κ.λπ., τότε:

(1) Γιατί μέχρι σήμερα οι λέξεις μάγκας και μαγκιά έχουν τόσο θετικό πρόσημο; Θα το έχετε διαπιστώσει κι εσείς ότι σε πολλές περιστάσεις, το «είσαι μάγκας!» είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να πούμε σε κάποιον.

(2) Πώς κατάφεραν κι έφτιαξαν την πιο καταπληκτική μουσική παράδοση του σύμπαντος; (ίσως και των εναλλακτικών συμπάντων). Ούτε κι οι ίδιοι καλά-καλά δεν κατάλαβαν τι δημιούργησαν.

(3) Γιατί είχαν τόσο μεγάλη έλξη, ακόμα και σε μορφωμένους της εποχής, ακόμα και σε στρώματα της καλής κοινωνίας; Θυμηθείτε τον Ζορμπά του Καζαντζάκη, τα ανφάν γκατέ που πήγαιναν ν’ ακούσουν τον Μάρκο, θυμηθείτε τον Χατζιδάκι που, από την Κατοχή ακόμα, σύχναζε στα μπουζουξίδικα και παρατηρούσε την μουσική και τους ανθρώπους της κ.α. Ο Ωνάσης ήταν που πήγαινε στον Ζαμπέτα, όχι ο Ζαμπέτας στον Ωνάση.

Δεν μπορεί, υπήρχε και κάτι παραπάνω σ’ αυτούς! Κάτι που χάσαμε, οι μάγκες δεν υπάρχουν πια. Αναζητώντας λοιπόν αυτό το χαμένο κάτι, θέλω να κάνω μια εικασία τονίζοντας δύο στοιχεία της παλιάς μάγκικης εμπειρίας που, νομίζω, δεν προσέχτηκαν όσο τους άξιζε: τα γλέντια και τα ταξίμια.


Συ Μου Χάραξες Πορεία
Για τους παλιούς μάγκες, τα γλέντια ήταν απαραίτητα σαν το νερό και τον αέρα, κομμάτι της ζωής τους. Από την αυτοβιογραφική διήγηση του Μιχάλη Γενίτσαρη, τότε που ήταν εξόριστος στη Νιο:

Άλλη μια φορά, θυμάμαι, ήτανε παραμονή Λαμπρή. Εγώ, ο Δελιάς και καμιά δεκαργιά άλλοι αποφασίσαμε να κάνουμε Λαμπρή μαζί όλοι. Αλλά πώς όμως, που απαγορευότανε; Μετά από τις εφτά το βράδυ έπρεπε να πάει ο καθένας να κοιμηθεί εκεί που είχε δηλώσει. Γιατί γινότανε και καμιά φορά έφοδο τη νύχτα από τέσσεροι –πέντε χωροφύλακες, και εάν δε σε έβρισκαν εκεί που είχες δηλώσει τη νύχτα, αλίμονό σου! ... Εμείς όμως δεν λογαριάσαμε τίποτα και είπαμε: Λαμπρή θα είναι, δεν θα μας κάνουνε τίποτα.
Και αποφασίζουμε εγώ, ο Δελιάς και καμιά δεκαργιά, ό,τι μας είχανε στείλει από τα σπίτια μας τα μαζέψαμε: αβγά, κουλούργια. Άλλοι χρεώσανε τα βιβλιάρια, άλλοι είχανε λεφτά. Και πάμε και σ’ ένα παράλυτο μπακάλη που τον λέγανε Χρήστο, και τον ψήνουμε – γιατί ήτανε κι αυτός παραδόπιστος, για τη δραχμή έκανε τούμπα – και μας γεμίζει μια νταμιτζάνα τσικουδιά, σκέτο οινόπνευμα. Και την παραμονή το βράδυ, μετά το παρών, ένας-ένας φεύγουμε.
Μισό χιλιόμετρο πιο πάνω, σ’ ένα νεκροταφείο μέσα ανταμωθήκαμε όλοι, για να κάνουμε εκεί Λαμπρή. Εγώ είχα πάρει του Αντώνα το μπουζούκι. Και αρχινάμε το φαγοπότι και πίνουμε, τραγουδάμε και χορεύουμε, και αρχινάμε τις πλάκες με τις νεκροκεφαλές που ήντουσαν σε ένα χωνευτήρι. Έχει κόψει ένας Γιάννης Μαρτσέλος καμιά δεκαριά καλάμια, κάνα μέτρο, τα ‘χει μπήξει στη γης και τους έχει βάλει από μια νεκροκεφαλή απάνω και τους κάνει πειράματα. Έλεγε:
Αυτός εδώ είχε καράφλα. Αυτός εδώ το κρανίο του είναι στενό – θα ‘τανε μπινές.
Εμείς πίναμε και γελάγαμε στο «σαλόνι» μας – το νεκροτομείο. Άξαφνα βλέπουμε απόξω φακούς αναμμένους και ακούμε φωνές να μας λένε: Εβγάτε όξω!
Ω μανούλα μου! Είχε μαζευτεί όλου του χωργιού οι άντρες και βαστάγανε από ένα ραβδί στο χέρι, και μαζί και η χωροφυλακή. Και μας βγάζουνε έξω σαν τα πρόβατα, μας κύκλωσαν και μας βαράγανε (σελ. 53-54). 

Γλέντια κοσμοϊστορικά, εντάσεως 7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Θέλω να ελπίζω ότι όλοι γνωρίζουμε από πρώτο χέρι το αντικείμενο, τι εστί γλέντι. Σκεφτείτε πόσο δύσκολο είναι να μεταφράσεις τη λέξη στα αγγλικά: party ή και feast είναι οι πλησιέστεροι όροι που μου έρχονται στο μυαλό, όμως δε νομίζω ότι αποδίδουν πλήρως το νόημα. Ούτε και ο Michael Herzfeld του Χάρβαρντ το νομίζει• γι’ αυτό και στην εθνογραφία που έκανε τη δεκαετία του ’80 σ’ ένα ορεινό χωριό του Ρεθύμνου, αφήνει τη λέξη αμετάφραστη. Ίσως οι παρατηρήσεις του για τα γλέντια των ορεινών Ρεθυμνιωτών έχουν κάτι να πουν και για τα παλιά μάγκικα γλέντια:

Few excuses are needed by the villagers for a social gathering with all the merriment, music, dancing, food, and drink that constitute a true ghlendiGhlendia are major contexts for the structuring of social experience … Their collective experience has proved so bitter and so full of danger and contradiction that their only salvation lies in defiant laughter … It is in joking with the terrible that they draw meaning from their tension-ridden lives (σελ. 8 της εισαγωγής).

Πιστεύω πως ο Herzfeld χτυπάει φλέβα σ’ αυτά που λέει. Όπως οι ορεινοί Ρεθυμνιώτες του ‘80, έτσι κι οι παλιοί μάγκες ζούσαν σκληρή ζωή και πολλοί από αυτούς πέθαιναν νέοι. Έτρωγαν φρίκες, κι όμως κατάφερναν να γελάνε με τη φρίκη. Αυτό ήταν τα γλέντια που έστηναν συνεχώς: “joking with the terrible”. Όχι απλή ψυχαγωγία, αλλά σωτηρία της ψυχής.

Τώρα... υπάρχει κάτι περίεργο με τα γλέντια: δεν παραγγέλνονται ούτε προγραμματίζονται εύκολα! Μπορεί να έχεις όλα τα στοιχεία – τους κατάλληλους ανθρώπους, τη μουσική, το κρασί, τη σωστή διάθεση κ.λπ. – όμως αυτό που θα βγει τελικά να μην είναι πραγματικό γλέντι, αλλά κάτι πιο προβλέψιμο και ακίνδυνο, ας πούμε πάρτι. Αντιθέτως, κάποιες άλλες φορές, χωρίς καμία εμφανή αιτία, μια τυχαία συνάντηση ή ένα ντεκαφεϊνέ πάρτι μπορεί να ξεφύγει και να μεταλλαχθεί σε γλέντι. Διότι το πραγματικό γλέντι, όπως όλοι ξέρουμε, γράφεται με κεφαλαίο γάμα, χαράζει πορεία• η ζωή κατόπιν διακρίνεται σε π.Γ. και μ.Γ. (= προ Γλεντιού και μετά Γλεντιού). Μετά από ένα πραγματικό γλέντι δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος, έχεις γίνει ένα διαφορετικό ον. Το πάρτι, δηλαδή αυτό που μπορεί να παραγγελθεί, ίσως είναι πολύ ευχάριστη εμπειρία, όμως δεν χαράζει πορεία (τα ξέρουμε αυτά από πρώτο χέρι, έτσι;). Συνεχίζεις να είσαι ο ίδιος άνθρωπος πριν και μετά. Όμως αυτό που νοηματοδοτεί τον βίο εκ νέου και σε κάνει να γελάς ακόμα και με τη φρίκη, είναι αυτό που δεν μπορεί να προγραμματιστεί εύκολα.

Οπότε λοιπόν το γλέντι δεν είναι αναλυτικό φαινόμενο, δεν ανάγεται σε ατομικά στοιχεία που συνδυάζονται με νομολογικό τρόπο για να δώσουν ντετερμινιστικά το αποτέλεσμα. Δεν ισχύει, δηλαδή, κάποια φόρμουλα: Γιάννης + Μαρία + Γιώργος + Ελένη + κρασί + μουσική = γλέντι. Το θέμα δεν τόσο ο Γιάννης ή η Μαρία, το θέμα είναι να συντρέξουν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε ο Γιάννης κι η Μαρία να βγάλουν έναν άλλον εαυτό από μέσα τους, που ούτε κι οι ίδιοι δεν ήξεραν ότι υπήρχε. Να δημιουργηθεί μια αλυσιδωτή αντίδραση κεφιού, όπου ο ένας να σπρώχνει τον άλλον, ο ένας να κάνει πάσες στον άλλον, ώστε η κατάσταση σταδιακά να ξεφύγει από τον έλεγχο και να γεννηθεί κάτι καινούργιο, το άθροισμα των μερών να ξεπεράσει το σύνολο. Επιπλέον, το γλέντι εξαρτάται έντονα από τα ευρύτερα συμφραζόμενα. Μια λάθος κουβέντα εκεί που το πράγμα αρχίζει να ζεσταίνεται, ένας απρόσκλητος επισκέπτης, μια τηλεόραση που έπρεπε να είχε κλείσει, ένα κινητό που θα χτυπήσει τη λάθος στιγμή, κι η κατάσταση θα ξενερώσει• το σύνολο θα ξαναγίνει ίσο με το άθροισμα των μερών του. Το γλέντι λοιπόν είναι θεμελιωδώς αναδυόμενο (emergent) φαινόμενο και έντονα context-dependent, εξαρτάται από τα συμφραζόμενα.

Κάτι παρόμοιο και με τα ταξίμια στη μουσική:


Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε
Τα ταξίμια – γενικότερα, οι μουσικοί αυτοσχεδιασμοί – δεν είναι εύκολη υπόθεση! Χρειάζεται εμπειρία και ωριμότητα να τα αποτολμήσει κάποιος, κι όποιοι από σας είστε του μουσικού χώρου, νομίζω, θα συμφωνήσετε αμέσως. Είναι αυθόρμητη επινόηση μουσικών λύσεων σε πραγματικό χρόνο και μπροστά σε κοινό. Από την άλλη, δεν είναι και μουσική αναρχία, ο μουσικός δεν παίζει στην τύχη. Έχουν, ας πούμε, «ημι-δομή»: ο εκτελεστής ξεκινά από μια μελωδία, έναν μουσικό δρόμο ή έναν ρυθμό, και πάνω εκεί αρχίζει να εξερευνεί δοκιμαστικά, να κάνει μικρότερες και μεγαλύτερες αλλαγές. Προσέχει αδιάληπτα αυτές τις δοκιμές, κι αν κάτι του κάνει κλικ, το κρατά και συνεχίζει να χτίζει πάνω του. Τα πετυχημένα ταξίμια – οι πετυχημένοι μουσικοί αυτοσχεδιασμοί – γίνονται αντιληπτά από τον μουσικό ακριβώς έτσι: συνεχείς δοκιμές και αυθόρμητες εμπνεύσεις της στιγμής, μια ακολουθία από μικρά κλικ που οδηγούν σε μεγαλύτερα κλικ και καταλήγουν στο μεθυστικό σοκ, Θεέ μου, εγώ το παίζω αυτό;! Ο Jumanee Smith, τζαζ τρομπετίστας, περιγράφει εδώ (από 32:21 ως 32:56) την εμπειρία αυτού του σοκ: “Sometimes I’m surprised myself, sometimes I listen back to something I played and be like, oh man, did I play that?!

(Παρένθεση: Νομίζω πως όπου έτυχε, για κοινωνικούς, πολιτικούς ή άλλους λόγους, να εμφανιστεί αυτή η διάκριση μεταξύ κατεστημένης και λαϊκής μουσικής - «υψηλής» και «ευτελούς», αντίστοιχα - τότε η πρώτη έτεινε να λειτουργεί με πιστές αναπαραγωγές κάποιου μουσικού υλικού, ενώ η δεύτερη έτεινε να περιλαμβάνει αυτοσχεδιασμούς. Αυτή είναι η εντύπωση που έχω, ας το επιβεβαιώσει όμως κάποιος που έχει καλύτερη εικόνα για την ιστορία της μουσικής)

Είναι λοιπόν και τα ταξίμια ένα αναδυόμενο (emergent), μη-ντετερμινιστικό φαινόμενο. Κάτι εντελώς διαφορετικό από την κλασική σύλληψη της μουσικής δεξιοτεχνίας, η οποία έχει να κάνει με πιστές αναπαραγωγές μουσικού υλικού! Για να γίνεις μάστορας του αυτοσχεδιασμού πρέπει να αφήσεις πίσω την κλασική σύλληψη και να πάρεις ρίσκα: δεν θα έχεις από κάτι να κρατηθείς, κάτι προμελετημένο, καρφωτό και δουλεμένο να αναπαραγάγεις. Οι ποιότητες που απαιτεί ο αυτοσχεδιασμός είναι η συνεχής δημιουργία και η αυθόρμητη απόκριση στις ιδιαιτερότητες της στιγμής. Δεν ελέγχεις αυτό που παίζεις, δεν ξέρεις ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Ο Austin Peralta, τζαζ πιανίστας, μιλά εδώ (από 37:38 ως 38:38) για τους κλασικούς σπουδαστές της μουσικής, που έρχονται σε επαφή με το αυτοσχεδιαστικό παίξιμο της τζαζ και τα χάνουν. Μπορεί να είναι περίφημοι εκτελεστές, όμως έχουν μάθει να κρατιούνται από κάπου, να αισθάνονται το μουσικό τους καθήκον ως αναπαραγωγική πιστότητα του προετοιμασμένου υλικού, οπότε τα χάνουν μπροστά σ’ αυτό το καινούργιο μουσικό καθήκον, την αυθόρμητη δημιουργική απόκριση στις ιδιαιτερότητες της στιγμής. Έσω ανοιχτός, τολμηρός, αφουγκραστικός, πάψε να ελέγχεις αυτό που παίζεις, μη θες να έχεις κάτι να κρατηθείς: αυτές είναι οι ποιότητες του αυτοσχεδιασμού. Μόνο έτσι όμως μπορεί να γίνει αυτό το κλικ και να φτάσεις στο μεθυστικό σοκ: Θεέ μου, εγώ το παίζω αυτό;! Ή στα ύψη ενός μάστορα του είδους, όπως π.χ. ο John Coltrane, που αυτοσχεδίαζε με τις ώρες, χωρίς σταματημό, ξεδιπλώνοντας το ένα αριστούργημα μετά το άλλο.


Η Στιγμή, το Μέρος, οι Άνθρωποι και η Μαστοριά
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που άκουσε να συζητιέται ότι ο Νταούντ του Σαχίλ ήταν ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του κόσμου. Μεγάλη επιθυμία τον κατέλαβε να τον ακούσει. «Φέρτε τον εδώ», διέταξε.

Ο τελετάρχης του βασιλιά πήγε στο σπίτι του Νταούντ, όμως ο βασιλιάς των τραγουδιστών απάντησε: «Αυτός ο βασιλιάς σας δεν ξέρει από τραγούδι. Αν θέλει απλώς να δει τον Νταούντ, τότε θα έρθω. Αν θέλει όμως να μ’ ακούσει να τραγουδώ, τότε θα πρέπει να περιμένει, όπως όλος ο κόσμος, μέχρι να έρθω στα μεράκια. Ο Νταούντ έγινε σπουδαίος τραγουδιστής επειδή ξέρει πότε είναι η στιγμή για τραγούδι και πότε όχι. Αν γνώριζε αυτό το μυστικό, τότε κι ένας γάιδαρος θα γινόταν σπουδαίος τραγουδιστής».

Ο βασιλιάς θύμωσε όταν έλαβε το μήνυμα: «Υπάρχει κάποιος που να τον αναγκάσει να τραγουδίσει για μένα; Αυτός μεν τραγουδάει μόνο όταν έρθει στα μεράκια, εγώ όμως θέλω να τον ακούσω τώρα».

Τότε ένας δερβίσης βγήκε μπροστά και είπε στον βασιλιά: «Έλα να επισκεφτούμε μαζί τον τραγουδιστή».

Ο βασιλιάς σηκώθηκε αμέσως, έβαλε ένα απλό ρούχο κι ακολούθησε τον δερβίση ως το σπίτι του τραγουδιστή. Χτύπησαν την πόρτα κι ο Νταούντ από μέσα φώναξε: «Δεν τραγουδάω σήμερα, φύγετε κι αφήστε με ήσυχο».

Ο δερβίσης τότε κάθισε κάτω κι άρχισε να τραγουδάει το αγαπημένο τραγούδι του Νταούντ. Ο βασιλιάς θαύμασε τη γλυκιά φωνή του, δεν ήταν όμως και κανένας μάστορας της μουσικής: δεν κατάλαβε ότι ο δερβίσης το τραγούδισε επίτηδες παράφωνα, ώστε να τσιμπήσει ο Νταούντ. «Ω, τι γλυκιά μελωδία», είπε ο βασιλιάς, «τραγούδισέ το πάλι, σε παρακαλώ».

Τη στιγμή εκείνη όμως ο Νταούντ τσίμπησε κι άρχισε να τραγουδάει, να τους δείξει πώς το κάνουν. Κι από τις πρώτες νότες ακόμα, ο δερβίσης κι ο βασιλιάς τα έχασαν, έμειναν άφωνοι με το αηδόνι του Σαχίλ και την τελειότητα της μουσικής του.

Όταν το τραγούδι τέλειωσε, ο βασιλιάς κανόνισε να σταλεί ένα γενναίο δώρο στον Νταούντ, και είπε στον δερβίση: «Μα τι σοφός που είσαι! Σε παραδέχομαι, που κατάφερες κι έκανες το Αηδόνι να τραγουδίσει. Θέλω να γίνεις σύμβουλός μου».

Ο δερβίσης όμως απάντησε απλά: «Μεγαλειότατε, για ν’ ακούσεις το τραγούδι πρέπει να υπάρχει κάπου ο τραγουδιστής, πρέπει εσύ να είσαι παρών, πρέπει να υπάρχει επίσης και κάποιος ή κάτι που να εμπνεύσει, να προκαλέσει το τραγούδι. Έτσι είναι με όλα στη ζωή: η στιγμή, το μέρος, οι άνθρωποι και η μαστοριά».


Σε Ώμους Γιγάντων 
Τα πολλά λόγια όμως είναι φτώχια. Ας πάμε να το δούμε πώς γίνεται στην πράξη πατώντας σε ώμους γιγάντων:



Ακούστε έξυπνα το παραπάνω απόσπασμα Ζαμπέτα – Χατζιδάκι, από ζωντανή ραδιοφωνική εκπομπή του παλιού Τρίτου Προγράμματος. Προσπαθείστε να καταλάβετε τι παίζει, τι είναι αυτό που γίνεται μέσα στο στούντιο. Να σας πω εγώ τι καταλαβαίνω:

00:00 – 00:41. Ο Ζαμπέτας ξεκινά υποτονικός. Ο Χατζιδάκις προσπαθεί να παίξει τον ρόλο του δερβίση και να τον ξυπνήσει, του ζητά να αυτοσχεδιάσει. Στο 00:08 του θυμίζει τον παλιό αυτοσχεδιασμό του από την Οδό Ονείρων, μήπως και τον εμπνεύσει. Ο Ζαμπέτας το δοκιμάζει λίγο αλλά το αφήνει και στο 00:31 αντιπροτείνει το Πάμε Μια Βόλτα στο Φεγγάρι, αβρότητα προς τον οικοδεσπότη.

00:41 – 04:04. Παίζουν μαζί το τραγούδι του Χατζιδάκι και το αποτέλεσμα είναι ωραίο – δηλαδή παραείναι ωραίο και τακτοποιημένο για να είναι αυθόρμητο, καταλαβαίνω ότι ο Ζαμπέτας το είχε προετοιμάσει. Δεν είμαστε ακόμα στην επικράτεια του ταξιμιού. Μόνο από το 02:52 ως το 03:19 πάει να γίνει κάτι, οι πενιές ακούγονται κάπως αμφίβολες και πειραματικές, όμως στο 03:19 ο Ζαμπέτας ξαναγυρνά σε καλοδουλεμένες φόρμες, μουσικά κλισέ τα οποία ένας έμπειρος μουσικός έχει πάντα στο τσεπάκι του.

04:04 – 07:06. Ο Ζαμπέτας αρχίζει να παίζει το Αητός Χωρίς Φτερά, δεύτερη προετοιμασμένη αβρότητα προς τον οικοδεσπότη. Ο Χατζιδάκις τον κόβει, καταλαβαίνει ότι η κατάσταση είναι στημένη. Του ζητά «να πάμε στις παλιές, τις αρχικές πηγές του μπουζουκιού», κι ο Ζαμπέτας αυθόρμητα θυμάται το Σάχτονε Σταύρο Σάχτονε.

07:06 – 13:39. O Ζαμπέτας παίζει και τραγουδάει με κέφι το τραγούδι του Βαμβακάρη (επιτέλους, φύγαμε από τα φεγγάρια και τους άφτερους αετούς). Τώρα πια δεν ακούγεται υποτονικός. Στο 08:27 ο Χατζιδάκις προτείνει το Απ’ Της Ζέας το Λιμάνι, ο Ζαμπέτας το δοκιμάζει αλλά δεν του βγαίνει, ο Χατζιδάκις ξαναγυρνά στο Σάχτονε Σταύρο Σάχτονε και ζητά ένα ταξίμι πάνω σ’ αυτό. Κατάλαβε ότι το τραγούδι δούλεψε για τον Ζαμπέτα. Αυτός ξεκινά το ταξίμι, αρχίζει να απογειώνεται, στην πορεία παίζει τη Γάτα του Μάθεση (αυτήν που ‘ρχεται με ποντικάκια και μου κάνει κορδελάκια), του έρχεται κατόπιν το Καταραμένη Φτώχεια του Απόστολου Χατζηχρήστου. Τώρα είναι ασταμάτητος.

13:39 – τέλος. Ο Χατζιδάκις κατάλαβε ότι το πράγμα ζεστάθηκε και του ζητά να αυτοσχεδιάσουν μαζί. Από το 13:54 και μετά ακούμε ταξίμι υψηλού επιπέδου. Στα υπόλοιπα οκτώ λεπτά, ο Ζαμπέτας παίζει συνεχώς, δεν αφήνει τα δάχτυλά του από το μπουζούκι, δοκιμάζοντας κατά καιρούς περίεργους ήχους, εξερευνώντας διάφορους δρόμους, και κλείνοντας τελικά με το Ραδίκι (κάθονται δυο πιτσιρίκοι, άιντε, το ‘να πόδι απάνω στ’ άλλο κ.λπ.).

Γι’ αυτά τα οκτώ λεπτά ασταμάτητου και υπέροχου ταξιμιού έγινε λοιπόν όλη η ιστορία. Μην παραλείψετε όμως να σημειώσετε και την ευφυΐα του Χατζιδάκι: έπαιξε σωστά τον ρόλο του δερβίση. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε μείνει στα δικά του τραγούδια (σίγουρα ο Ζαμπέτας θα είχε προετοιμάσει κι άλλα), όμως ήθελε να προσφέρει στους ακροατές κάτι με αξία, κάτι που δεν βρίσκεις εύκολα. Οπότε, πολύ σωστά έστρεψε την κατάσταση προς τις «αρχικές πηγές του μπουζουκιού». Ίσως αυτό να προσφέρει και μια νύξη για την επικοινωνία του Χατζιδάκι με τους παλιούς μάγκες, ήδη από τον καιρό της Κατοχής ακόμα. Δεν ήταν ένας από αυτούς και, προς τιμήν του, δεν καμώθηκε ποτέ ότι ήταν ένας από αυτούς. Όμως (επίσης προς τιμήν του) ούτε τους κοιτούσε αφ’ υψηλού ούτε τους εξιδανίκευσε: απλά καταλάβαινε ότι αυτό που κάνουν, τόσο στο μπουζούκι όσο και στη ζωή τους, έχει αξία. «Εσείς παίζατε, εγώ άκουγα προσεκτικά», όπως λέει κάποια στιγμή στο απόσπασμα.


Επίλογος 
Ας προσπαθήσουμε να συμπυκνώσουμε λίγο τις παραπάνω σκέψεις: Οι παλιοί μάγκες δημιούργησαν μια καταπληκτική μουσική παράδοση, χωρίς να το καταλάβουν κι οι ίδιοι πώς το έκαναν. Όπως ακριβώς κι ο μουσικός αυτοσχεδιαστής παθαίνει σοκ στις υψηλές σφαίρες του ταξιμιού, Θεέ μου, εγώ το παίζω αυτό;! Δημιουργείς κάτι που σε ξεπερνάει, βγάζεις από μέσα σου κάτι που ούτε εσύ ο ίδιος δεν ήξερες ότι υπήρχε. Το βιοτικό αντίστοιχο του ταξιμού είναι το γλέντι, δηλαδή αλυσιδωτή αντίδραση κεφιού, στα πλαίσια μιας παρέας, που κορυφώνεται σε ένα Όλον μεγαλύτερο από το άθροισμα των Μερών του. Αν η παρέα γεννήσει κάτι που την ξεπερνάει, τότε η κατάσταση καλείται γλέντι. Και ειδικά όταν ο βίος είναι ζοφερός και τυραννικός, όπως συνέβαινε με τους παλιούς μάγκες, μόνο το γλέντι μπορεί να προσφέρει αυτό το κάτι παραπάνω που να σε κάνει να γελάσεις ακόμα και με τη φρίκη, όχι το ελέγξιμο, ντεκαφεϊνέ, ακίνδυνο πάρτι. Όμως και τα δύο φαινόμενα, το ταξίμι και το γλέντι, ούτε προγραμματίζονται ούτε παραγγέλνονται εύκολα• είναι θεμελιωδώς μη-αναλυτικά, μη-ντετερμινιστικά και context-dependent (εξαρτώνται από τα ευρύτερα συμφραζόμενα). Οπότε, ίσως μπορούμε να δοκιμάσουμε κάποιους ορισμούς εδώ:

Ταξίμι = Χρήση του εξωτερικού κόσμου, υπό μορφή μπουζουκιού, ως τηλέφωνο για να επικοινωνήσεις με τον εαυτό σου.

Γλέντι = Βιοτικό ταξίμι, η συνέχιση του ταξιμιού με άλλα μέσα.

Μαγκιά = Αλλαγή κοσμοθεώρησης απέναντι στη ζωή: παύεις να έχεις τον έλεγχο, να ξέρεις ποιο θα είναι το αποτέλεσμα και να κρατιέσαι πάντα από κάτι, έναντι αυθόρμητης δημιουργικής απόκρισης στις ιδιαιτερότητες της στιγμής.


Επίλογος του Επιλόγου
Ο Κάρολος Μιλάνος κεντά στο μπουζούκι (σόλο που κέρδισε το Βραβείο ΕΨΑ, 1958):



to be continued

Κάδρο Στην Εικόνα


Ως γνωστόν, καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, έτσι δεν είναι; Έτσι είναι φυσικά, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, π.χ. αυτοάμυνα σε επίθεση, μόνο ο Γκάντι θα την καταδίκαζε αυτήν. Ποιες είναι όμως, στην πράξη, αυτές οι λίγες περιπτώσεις μη-καταδικαστέας βίας; Εδώ τα πράγματα αρχίζουν να μην είναι απλά... Στην πράξη, το θέμα καταλήγει όχι τόσο στο ίδιο το περιστατικό της βίας, αλλά σ’ αυτόν που το περιγράφει και το μεταδίδει: πόσα συμφραζόμενα επιλέγει να αναφέρει, πόσο κάδρο βάζει ο φωτογράφος στην εικόνα. Διότι ανάλογα με το κάδρο, αλλάζει και η κατηγορία της βίας – αν είναι από τις λίγες δικαιολογημένες περιπτώσεις ή αν είναι καταδικαστέα απ’ όπου κι αν προέρχεται. Μια τεχνική να λες ψέματα χρησιμοποιώντας αλήθειες.

Με βλέπετε σε μια φωτογραφία να σηκώνω τα μανίκια μου για καβγά, οπότε φυσικά με καταδικάζετε απ’ όπου κι αν προέρχομαι. Αν όμως ο φωτογράφος έβαζε και κάδρο στην εικόνα, θα φαίνονταν οι δυο νταήδες που ετοιμάζονταν να μου την πέσουν, οπότε τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Εδώ ποιον καταδικάζουμε; 

Ας το δείξω όμως πώς γίνεται στην πράξη με ένα πραγματικό παράδειγμα – επιλέγω μακρινές περιπτώσεις, για να μη ρίξω λάδι στη φωτιά. Κάντε μόνοι σας τους παραλληλισμούς με την ελληνική πραγματικότητα:

Στις 14 Φεβρουαρίου 2005, τρεις βόμβες εξεράγησαν σε ισάριθμες πόλεις των Φιλιππινών, τραυματίζοντας και σκοτώνοντας αθώους περαστικούς. Την ευθύνη ανέλαβε ισλαμική οργάνωση σχετιζόμενη με την Αλ Κάιντα. Δείτε δύο διαφορετικές εκδοχές αυτής της είδησης (από το Peace Journalism του Jake Lynch, 2007). Η πρώτη είναι περίπου έτσι όπως μεταθόδηκε σε μεγάλα αμερικάνικα ΜΜΕ – και, υπόψη, δεν υπάρχει κανένα ψέμα, κανένα χαλκευμένο στοιχείο στα παρακάτω:



Φωνή ρεπόρτερ: Η μέρα της αγάπης κατέληξε σε βράδυ μίσους στις Φιλιππίνες. Μια βόμβα εξεράγη σε πολυσύχναστη στάση λεωφορείων, σε μια από τις κεντρικότερες περιοχές της Μανίλα, σκοτώνοντας 3 περαστικούς και τραυματίζοντας δεκάδες άλλους.


Φωνή ηθοποιού μεταφράζει τα λόγια αυτόπτη μάρτυρα: Άκουσα μια δυνατή έκρηξη, είδα σπίθες, και μετά καπνό. Γύρω-γύρω πετούσαν διάφορα πράγματα κι επικρατούσε τέτοιος πανικός ώστε έφυγα τρέχοντας.


Φωνή ρεπόρτερ: Η έκρηξη αυτή ήρθε μετά από δύο άλλες εκρήξεις στις πόλεις Νταβάο και Χενεράλ Σάντος, στο νησί Μιντανάο, έδρα της οργάνωσης Αμπού Σαγιάφ, η οποία ανέλαβε την ευθύνη. Ο κορυφαίος Αμερικανός διπλωμάτης στις Φιλιππίνες τονίζει ότι χρειάζεται αποφασιστική δράση ώστε το νησί Μιντανάο να μην κυλίσει στην αναρχία.


Τζόζεφ Μουσομελί, Αμερικανός πρέσβης στις Φιλιππίνες: Συγκεκριμένες περιοχές του Μιντανάο βρίσκονται εκτός ελέγχου, τα σύνορά τους είναι τόσο διάτρητα, ώστε το νησί κινδυνεύει να γίνει ένα νέο Αφγανιστάν. Συγνώμη για το φτηνό λογοπαίγνιο, όμως το Μιντανάο είναι σχεδόν η Μέκκα της τρομοκρατίας.


Ρεπόρτερ: Η οργάνωση Αμπού Σαγιάφ είπε ότι αυτές οι εκρήξεις είναι μήνυμα προς την πρόεδρο Αρόγιο, εκδίκηση για στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον Ισλαμιστών αυτονομιστών στις Νότιες Φιλιππίνες, ένα από τα κυριότερα πεδία παγκοσμίως του Πολέμου Ενάντια στην Τρομοκρατία. Ανώτατοι αξιωματούχοι είπαν ότι τα χρήματα και η τεχνογνωσία προήρθαν από την οργάνωση Τζεμάα Ισλαμίγια, τοπικό πλοκάμι της Αλ Κάιντα.


Ρεπόρτερ: Το γραφείο της προέδρου Αρόγιο δήλωσε ότι οι βόμβες δεν πρόκειται να κάμψουν την αποφασιστική τους στάση. Ο αριθμός των νεκρών εντωμεταξύ έχει φτάσει τους έντεκα, ενώ οι τραυματίες, και στις τρεις πόλεις, περιθάλπτονται.


Φωνή ηθοποιού μεταφράζει τα λόγια αυτόπτη μάρτυρα: Ήμουν σ’ ένα άλλο λεωφορείο, κοντά στην τρίτη πόρτα, όταν ξαφνικά το λεωφορείο πίσω μας εξεράγη.


Φωνή ηθοποιού μεταφράζει τα λόγια άλλου αυτόπτη μάρτυρα: Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη, πράγματα άρχισαν να πετάνε. Αυτά είναι όσα θυμάμαι, μετά έχασα τις αισθήσεις μου.


Φωνή ρεπόρτερ: Ο αγώνας των Φιλιππινών ενάντια στην τρομοκρατία και η πρόοδός τους στην εξάλειψη θυλάκων αντίστασης στο Μιντανάο θα παρακολουθείται στενά από την Ουάσινγκτον, η οποία συντονίζει την παγκόσμια μάχη εναντίον της Αλ Κάιντα.


Φριχτό, πραγματικά. Μαζί με την κυβέρνηση Μπους, το καταδικάζουμε απ’ όπου κι αν προέρχεται. Ας δούμε όμως και μια εναλλακτική μετάδοση των ίδιων συμβάντων, η οποία δεν έπαιξε τόσο πολύ σε μεγάλα αμερικάνικα ΜΜΕ – και πάλι δεν υπάρχει ούτε ένα ψέμα, ούτε ένα χαλκευμένο στοιχείο στα παρακάτω:


Φωνή ρεπόρτερ: Πικρή η μέρα του Αγίου Βαλεντίνου στις Φιλιππίνες: βόμβες τραυμάτισαν και σκότωσαν περαστικούς στην πρωτεύουσα Μανίλα, καθώς και σε δύο νότιες πόλεις, Νταβάο και Χενεράλ Σάντος. Ιατρικές ομάδες περιθάλπτουν τους τραυματίες καθώς ο αριθμός των νεκρών έχει φτάσει τους έντεκα.


Φωνή ηθοποιού μεταφράζει τα λόγια αυτόπτη μάρτυρα: Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη, πράγματα άρχισαν να πετάνε. Αυτά είναι όσα θυμάμαι, μετά έχασα τις αισθήσεις μου.


Φωνή ρεπόρτερ: Την ευθύνη των επιθέσεων ανέλαβε η οργάνωση Αμπού Σαγιάφ, ως εκδίκηση, όπως είπαν, για θανάτους πολιτών κατά τη διάρκεια πρόσφατων στρατιωτικών επιχειρήσεων στις Νότιες Φιλιππίνες. Οι στρατιωτικές αυτές επιχειρήσεις ξεσήκωσαν μια σειρά αντιδράσεων τόσο από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και από ομάδες της αντιπολίτευσης, με το αίτημα να απομακρυνθούν οι στρατιώτες και να διερευνηθούν διάφορες κατηγορίες κακοποίησης.



Φωνή ρεπόρτερ: Ο Ρίτσαρντ Μπουλάνι βρίσκεται στο νοσοκομείο, όπου οι γιατροί αγωνίζονται να σώσουν το δεξί του χέρι. Τρία μέλη της οικογένειάς του σκοτώθηκαν σε μια, όπως λέει ο ίδιος, σκόπιμη στρατιωτική επίθεση στο νησί Μιντανάο.


Ο ρεπόρτερ συνοψίζει τα σχόλια του Μπουλάνι: Μας πυροβόλησαν χωρίς καμία αφορμή. Είδα κάποια από τα πρόσωπά τους και ορκίστηκα ότι μια μέρα θα τα δω στην αίθουσα του δικαστηρίου.


Φωνή ρεπόρτερ: Οι στρατιώτες που τον πυροβόλησαν αρνήθηκαν να μιλήσουν στην κάμερα. Ο στρατός, με ανακοίνωσή του, ισχυρίζεται ότι η οικογένεια Μπουλάνι ήταν «κομμουνιστές τρομοκράτες», κάτι που οι ίδιοι αρνούνται.



Ρεπόρτερ στην κάμερα: Η αστυνομία προειδοποιεί για περισσότερες επιθέσεις σε πολιτικούς στόχους, όπως στάσεις λεωφορείων και πάρκα. Εκπρόσωπος της προέδρου Αρόγιο δήλωσε ότι δεν πρόκειται να κάνουν πίσω από τον Πόλεμο Ενάντια στην Τρομοκρατία. Όμως οι κάτοικοι των Φιλιππινών, τόσο στη Μανίλα όσο και στο Μιντανάο, κινδυνεύουν να παγιδευτούν σε έναν κύκλο βίας, όπου κάθε καινούργια θηριωδία θα ανεβάζει απλώς το επίπεδο του μίσους σε όλες τις πλευρές.


Φωνή ρεπόρτερ: Η πρόεδρος Αρόγιο ετοιμάζεται να ξεκινήσει συνομιλίες με τους μουσουλμάνους αυτονομιστές στο Μιντανάο. Όμως κάποιοι αναλυτές εδώ προειδοποιούν ότι η στρατιωτική καταστολή και τα σκληρά λόγια δεν αποτελούν το καλύτερο δυνατό υπόβαθρο για ειρήνευση.


Τώρα δεν είναι το ίδιο... Τώρα η καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται πιάνει τόσο την Αμπού Σαγιάφ όσο και την κυβέρνηση Αρόγιο. Πόσες τέτοιες «ειδήσεις» της πρώτης κατηγορίας έχουμε καταπιεί αμάσητες; Ψέματα μέσω αληθειών, όπου ο φωτογράφος απλά επέλεξε να μη βάλει κάδρο στην εικόνα; Κάντε μόνοι σας τους παραλληλισμούς με την Ελλάδα, ή με οτιδήποτε άλλο, αν κρίνετε ότι υπάρχουν. Ο Richard Perle πάντως, ένα από τα γεράκια του Μπους και του Ρήγκαν, το είχε πιάσει αυτό το σημείο και έλεγε: «Πρέπει να θεωρήσουμε την τρομοκρατία εκτός συμφραζομένων. Κάθε απόπειρα να συζητήσουμε τις ρίζες της, είναι και μια απόπειρα να την δικαιολογήσουμε ... Πρέπει απλά να την πολεμήσουμε και να την εξαφανίσουμε». Δηλαδή, μη βάζεις κάδρο στην εικόνα, απλά είν’ τα πράματα, υπάρχουν Καλοί και Κακοί άνθρωποι στον κόσμο, σαν ουέστερν του ’50.

Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα για εικόνες και κάδρα, από τον ίδιο τον μετρ του κάδρου:

Όλοι συμφωνούμε ότι η παραπλάνηση της δικαιοσύνης, η ψευδομαρτυρία και η υπόθαλψη επικίνδυνου εγκληματία οφείλει να καταδικάζεται απ’ όπου κι αν προέρχεται. Έτσι δεν είναι; Αναφέρομαι, φυσικά, στους Άθλιους του Ουγκώ. Και, συγκεκριμένα, στη σκηνή που ο επίσκοπος Μυριήλ ψεύδεται στους αστυνόμους να γλιτώσει τον πρώην κατάδικο 24601, γνωστό και ως Γιάννη Αγιάννη:



Υπόθαλψη επικίνδυνου εγκληματία, παραπλάνηση της δικαιοσύνης και ψευδομαρτυρία: τις καταδικάζουμε απ’ όπου κι αν προέρχονται 


Μόνο που ο Ουγκώ βάζει ΠΟΛΥ κάδρο στην εικόνα! Αφιερώνει όλες τις 58 πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος να μας πει την ιστορία του Γιάννη Αγιάννη, που πέρασε 19 χρόνια στη φυλακή επειδή έκλεψε μια φρατζόλα ψωμί να ταΐσει τα παιδιά της αδερφής του, ενώ ακόμα κι όταν αποφυλακίστηκε, όλοι του κλείναν τις πόρτες και τον πετούσαν στον δρόμο• να μας πει την ιστορία του επίσκοπου Μυριήλ, που έδινε τον μισθό του στους φτωχούς, αρνήθηκε το επισκοπικό μέγαρο και ζούσε λιτά σε ένα φτωχοκομείο, το οποίο ήταν πάντα ανοιχτό για όλους και η πόρτα του δεν κλείδωνε ποτέ. Και που «δεν καταδίκαζε κανέναν βιαστικά, χωρίς να λάβει υπόψη του τις περιστάσεις», όπως έγραφε ο Ουγκώ, «δεν είχε καμία σχέση με την απολυτότητα του άκαμπτου ηθικολόγου» (περισσότερο για μας, τους αναγνώστες, τα λέει αυτά, να μας δείξει ότι πρέπει να βάζουμε κάδρο στην εικόνα). Οπότε, εντελώς φυσιολογικά, όταν φτάνει η στιγμή που ο επίσκοπος ψεύδεται στους αστυνόμους, κανείς μας δεν βλέπει «υπόθαλψη εγκληματία», «ψευδομαρτυρία» και «παραπλάνηση της δικαιοσύνης» – εκτός αν είναι πολύ διεστραμμένος ή ο επιθεωρητής Ιαβέρης.

(διορθώστε με αν έκανα λάθος στους νομικούς όρους)

Ρεζουμέ: το να καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, είναι το μόνο εύκολο. Όλοι το κάνουμε, εκτός φυσικά από τις λίγες περιπτώσεις δικαιολογημένης βίας, δεν είμαστε δα κι ο Γκάντι. Στην πράξη όμως, είναι τα συμφραζόμενα αυτά που διαχωρίζουν την καταδικαστέα από τη μη-καταδικαστέα βία, καθώς κι αυτός που κρατά το κλειδί των συμφραζομένων, ο φωτογράφος: πόσο κάδρο επιλέγει να βάλει στην εικόνα. Και αν η εικόνα που σου παρουσιάζουν δεν έχει κάδρο, τότε το να καταδικάζεις τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται μπορεί να μην είναι μια κρίση ειρήνης, όπως θα ήθελες, αλλά αθέλητης μεροληψίας και συστράτευσης, νερό στον μύλο του φωτογράφου. 

Πολύ φοβάμαι ότι, στην πράξη, εδώ είναι το θέμα!

Άνω Τάξη, Κάτω Τάξη

Συζητούσαμε κάποτε με τον φίλο μου, τον Σωτήρη, όταν δούλευε αρχαιολόγος στους Δελφούς. Μου έλεγε για τους αρχαιόπληκτους, που πηγαίνουν το θερινό ηλιοστάσιο στην Κασταλία πηγή και στον αρχαιολογικό χώρο, και κάνουν διάφορες τελετές για να ανοίξουν τις αστρικές πύλες, να έρθουν σε επαφή με την ενέργεια του Απόλλωνα κ.λπ. Αφού γελάσαμε, ο Σωτήρης παρατήρησε: «Αυτοί οι τύποι έχουν πολύ στρεβλή εικόνα για την αρχαιοελληνική θρησκεία. Την σκέφτονται με τρόπο νεοπλατωνικό, με ενέργειες, αστρικές πύλες, κρυφούς συμβολισμούς κ.λπ. Δεν ήταν όμως έτσι! Η θρησκεία των αρχαίων ήταν εμπορική συναλλαγή: σου δίνω, μου δίνεις• εγώ θα στολίσω τον ναό για τη γιορτή σου, εσύ θα φροντίσεις να πάνε καλά οι δουλειές μου• εγώ θα σου θυσιάσω έναν κόκορα, εσύ θα γιατρέψεις τον αδερφό μου κ.λπ.»

Περιστατικά σαν το παραπάνω με κάνουν να σκέφτομαι ότι ίσως έχει νόημα να δούμε διαφορετικά τις ευρασιατικές θρησκείες, όχι με τους γνωστούς όρους – «Χριστιανισμός», «Βουδισμός» κ.λπ. Η κατ’ όνομα θρησκεία ίσως να μη δίνει πολλές πληροφορίες για τη θρησκευτικότητα κάποιου, έχουμε πολλούς Χριστιανισμούς, Βουδισμούς, αθεϊσμούς κ.λπ., οι οποίοι παρουσιάζουν διαπαραταξιακές ομοιότητες και ενδοπαραταξιακές διαφορές.

Πάνω εδώ λοιπόν, υπάρχει ένα ενδιαφέρον βιβλίο, η Κοινωνιολογία της Θρησκείας, του Max Weber. Πίσω από τις γραμμές του βιβλίου διαφαίνεται μια άλλη ανάγνωση των θρησκειών με βάση τη βιοτική κοσμοθεώρηση των κοινωνικών φορέων τους. Έκανα τον κόπο να μαζέψω αυτές τις διάσπαρτες παρατηρήσεις του Weber, να δω τι εικόνα βγαίνει τελικά, την παρουσιάζω και σε σας να μου πείτε τη γνώμη σας: αντί για Χριστιανισμός, Βουδισμός κ.λπ., οκτώ διαφορετικές θρησκείες, (1) η Θρησκεία των Χωρικών, (2) η Θρησκεία των Μικροαστών, (3) η Θρησκεία της Μεσαίας Τάξης, (4) η Θρησκεία της Κρατικής Γραφειοκρατίας, (5) η Θρησκεία της Ιντελιγκέντσιας, (6) η Θρησκεία της Ανώτερης Τάξης, (7) η Θρησκεία της Πολεμικής Αριστοκρατίας, (8) η Θρησκεία των Παριών. Τα νούμερα σε παρένθεση είναι τα αντίστοιχα κεφάλαια από την Κοινωνιολογία της Θρησκείας και οι παραθέσεις στα Αγγλικά είναι όλες του Max Weber.

Μια απαραίτητη προειδοποίηση: μη διαβάσετε τις παρακάτω παρατηρήσεις με αυστηρά ντετερμινιστικό τρόπο. Δείτε τις σαν απλές τάσεις, με πολλές εξαιρέσεις όμως. Η ιστορία του θρησκευτικού φαινομένου έχει υπάρξει εξαιρετικά πολύπλοκη και δαιδαλώδης, με άφθονες εκπλήξεις και απροσδόκητες εξελίξεις, ώστε δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί σε λίγες γραμμές. Δείτε τα παρακάτω σαν default θέσεις που δεν προσφέρουν προβλεπτική δυνατότητα, ίσως όμως να έχουν κάποια ερμηνευτική αξία:


1. Η Θρησκεία των Χωρικών
Ανέκαθεν οι χωρικοί ήταν το πολυπληθέστερο κοινωνικό στρώμα και συνεχίζουν να είναι, ο πλανήτης Γη μπορεί να περιγραφεί ως ένας πλανήτης χωρικών, αγροτών, επαρχιωτών και μικρών κοινοτήτων. Οπότε λοιπόν εδώ ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με τη βασική ανθρώπινη θρησκεία.

Μαγεία: Οι κατεστημένες θρησκείες τείνουν να αλλάζουν όταν εξαπλωθούν σε στρώματα χωρικών, γίνονται κάτι που θα ονομάζαμε μαγεία ή δεισιδαιμονία: “Only rarely does the peasantry serve as the carrier of any other sort of religion than magic” (Ε.1.b). H Θρησκεία των Χωρικών είναι προσανατολισμένη σ’ αυτόν τον κόσμο, όχι σε κάποιο υπερπέραν, και οι προσδοκίες της είναι σχεδόν αποκλειστικά οικονομικές: ευμάρεια, υγεία, απόγονοι, καλή τύχη, γάμος, μακροζωία, προστασία από φυσικές καταστροφές κ.λπ. Απουσιάζει εντελώς από αυτήν η ευσέβεια. Πολλές φορές έχει να κάνει με εξαναγκασμό και όχι λατρεία του θείου. Οι χωρικοί τείνουν να μη συμπαθούν παντοδύναμους θεούς, οι οποίοι δεν μπορούν να εξαναγκαστούν, οπότε μετατρέπουν τη θρησκεία στην πράξη σε κάτι διαφορετικό (π.χ. εστιάζουν σε κατώτερα πνεύματα, δαίμονες και αγίους). Άλλες φορές η σχέση των χωρικών με το θείο είναι σαν εμπορική συναλλαγή: σου δίνω και μου δίνεις. Μαγεία των καιρικών φαινομένων, ανιμισμός, μαντεία, σαμανισμός, ειδωλολατρεία κ.λπ., τέτοιες είναι οι συνηθισμένες μορφές της Θρησκείας των Χωρικών.

Μαγική Ηθική: Η ζωή του χωρικού και του αγρότη είναι στενά συνυφασμένη με τη φύση, επηρεαζόμενη από απρόβλεπτα φυσικά φαινόμενα και, στο παρελθόν τουλάχιστον, ελάχιστα συστηματοποιημένη. Οι μικρές κοινότητες, όπως τα χωριά, λειτουργούν ριζικά διαφορετικά από τις μεγάλες κοινωνίες, όπως οι πόλεις• συνήθως είναι ομάδες, όχι συναθροίσεις, και οι σχέσεις των ανθρώπων είναι πολύ περισσότερο προσωπικές παρά θεσμικές. Οπότε λοιπόν οι αυστηροί και απρόσωποι νόμοι – όπως αυτοί που εντέλλονται από μια θεότητα ή ένα κοινοβούλιο – δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ένα τυπικό χωριό. Το ου κλέψεις δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ένα τυπικό χωριό, στο οποίο συχνά δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο δικό σου μποστάνι και στο δικό μου. Η ηθική αίσθηση των μικρών κοινοτήτων δεν βασίζεται σε απρόσωπες αρχές και οικουμενικούς κανόνες, συνήθως είναι διαπροσωπική: οι χωρικοί ευθυγραμμίζονται στο αμοιβαίο νόημα, όχι σε εξωτερικώς επιβαλλόμενα νοήματα. Όπως με τις καταναλωτικές συναλλαγές: οι πόλεις τείνουν να λειτουργούν με σταθερές τιμές (απρόσωπο οικονομικό νόημα που ισχύει για όλους), οι μικρές κοινότητες όμως συμπεριλαμβάνουν πολύ περισσότερο και καθημερινό παζάρεμα (αμοιβαίo οικονομικό νόημα που ισχύει μόνο για τον πωλητή και τον αγοραστή). Η Θρησκεία των Χωρικών εκπαιδεύει σ’ αυτό που ο Weber ονομάζει “magical ethic”: σε βοηθώ, με βοηθάς• εγώ έκανα τις απαραίτητες τελετουργίες, θυσίες, μαγικές πράξεις, εσύ χορήγησέ μου το υπεσχεμένο όφελος. Σαν εμπορική συναλλαγή.

Όλες οι κατεστημένες θρησκείες της ανθρωπότητας υπήρξαν εχθρικές στον χωρικό. Οι μεγάλες θρησκείες της Ανατολικής Ασίας δεν του καταλόγιζαν κανένα θρησκευτικό στάτους ή σεβασμό• ο πρώιμος Χριστιανισμός, ο οποίος ήταν ουσιαστικά Θρησκεία Μικροαστών (E.1.e), έβλεπε τους χωρικούς ως παγανιστές (paganus)• από την εξορία και μετά, ο Ιουδαϊσμός – κι ακόμα περισσότερο ο ραββινικός Ιουδαϊσμός – τους χωρικούς ουσιαστικά τους θεωρούσε άθεους, “for it was virtually impossible for a peasant to live a pious life according to the Jewish ritual law, just as in Buddhism and Hinduism” (E.1.d).

Εδώ μπορούμε να δούμε το ακόλουθο απόσπασμα από τις Μέρες του Σεφέρη: «Καθαρή Δευτέρα, 15 Μάρτη 1926. Εκδρομή σήμερα στον Υμηττό. Καισαριανή• το πλήθος πλημμυρίζοντας το μοναστήρι, σκεπάζοντας την εξοχή με ψώρα. Καμιά πραγματική κατάνυξη στο λαό που γέμιζε τη μικρή εκκλησιά. Κάτι γυναίκες προσπαθούσαν να κολλήσουν δεκάρες στα πρόσωπα των αγίων• κάποτε το κόλπο πετύχαινε• οι άλλες κοίταζαν με απογοήτευση τις δεκάρες τους που γλιστρούσαν κι έπεφταν, μολονότι δεν έπαυαν να σταυροκοπιούνται. Παρατήρησα πως οι γυναίκες που έπαιζαν αυτό το παιχνίδι κουβέντιαζαν με τις συντρόφισσές τους όπως σε μια οικογενειακή διασκέδαση». Το 1926 η Καισαριανή ήταν μια ημιαγροτική θάλασσα από φτωχόσπιτα, μία προσφυγική παραγκούπολη 15.000 κατοίκων, εκεί που τελείωνε η Αθήνα και άρχιζε το χάος. Η εκδρομή στη Μονή Καισαριανής τότε ήταν κανονική εκδρομή στην ύπαιθρο. Ήταν επίσης και μία ευκαιρία να έρθει σε επαφή ο καλλιεργημένος κύριος Σεφεριάδης με το θρησκευτικό αίσθημα των πάμφτωχων τσαγκάρηδων, εργατών, βυρσοδεψών, αγροτών, σαπωνοποιών, μεροκαματιάρηδων, ξυλουργών κ.λπ. της αθηναϊκής φαβέλας. Ποιο θρησκευτικό αίσθημα; "Καμία πραγματική κατάνυξη", διαπιστώνει ο σπουδαγμένος αστός και δεν μπορεί να κρύψει την περιφρόνησή του.


2. H Θρησκεία των Μικροαστών
Οι πόλεις άρχισαν να εμφανίζονται στην Αξιακή Εποχή, από το 700 π.Χ. και μετά – αυτό που οι αρχαιότεροι πολιτισμοί ονόμαζαν «πόλη», με τα σημερινά κριτήρια θα ήταν «κεφαλοχώρι» ή «κωμόπολη». Η θεμελιώδης διαφορά είναι ότι ο αστός συναναστρέφεται καθημερινά με ξένους ανθρώπους, τους οποίους δεν γνωρίζει προσωπικά. Στην Αξιακή Εποχή ήταν επίσης που άρχισαν να αλλάζουν και οι θρησκείες, να διαμορφώνονται όπως τις ξέρουμε σήμερα.

Αστικές Θρησκείες. Η πόλη, προκειμένου να λειτουργήσει, έχει ανάγκη να εξορίσει το τυχαίο και το απρόβλεπτο: απαιτεί απονομή δικαιοσύνης με αιτιολογημένες αποφάσεις (δηλ. την έννοια του νομικού δικαίου), τήρηση των συμβολαίων και των υποσχέσεων, προβλέψιμες συμπεριφορές, και ανθρώπινες σχέσεις που να ρυθμίζονται από εξωτερικούς, θεσμικούς κανόνες (όχι από το αμοιβαίο νόημα, όπως στις κοινότητες). Η σπουδαία παρατήρηση εδώ του Weber είναι ότι η αστική εμπειρία γεννά την ιδέα της υποχρέωσης, της συμμόρφωσης σε κάποια εξωτερική αρχή ακόμα κι όταν δεν διαφαίνεται κάποιος χειροπιαστός, εμπράγματος λόγος• είναι το τέχνασμα που βρήκαν όλες οι (μεγάλες) πόλεις για να δημιουργήσουν ένα εύτακτο και προβλέψιμο περιβάλλον: “The increased importance of an ethical binding of indi-viduals to a cosmos of obligation, making it possible to calculate what the behavior of a given person may be” (B.3.f).

Με την εμφάνιση των πόλεων, έχουμε και την πρώιμη μορφή καπιταλισμού, το σχήμα κεφάλαιο – προϊόντα – κεφάλαιο. Στις μικρές κοινότητες, το οικονομικό όφελος προέρχεται από το σχήμα προϊόντα – (χρήμα) – προϊόντα, δηλαδή ξεκινάς κάποια αγαθά που δεν χρειάζεσαι και τα ανταλλάσσεις με άλλα χρήσιμα αγαθά, ή έστω τα πουλάς και με τα χρήματα που θα εισπράξεις, αγοράζεις αυτό που χρειάζεσαι. Όμως με την εμφάνιση των πόλεων, δημιουργήθηκε ένα καινούργιο σχήμα: ξεκινάς με κεφάλαιο, το επενδύεις σε προϊόντα, και στο μέλλον αποκτάς ακόμα περισσότερο κεφάλαιο. Πολύ πριν από τον Μαρξ, τόσο ο Μωάμεθ όσο κι ο Αριστοτέλης υπήρξαν καχύποπτοι στο σχήμα κεφάλαιο – προϊόντα – κεφάλαιο, τους φαινόταν περίεργο και κάπως αφύσικο να προσπορίζεται κανείς όφελος μόνο και μόνο επειδή διαθέτει κάποιο μεγάλο χρηματικό ποσό, χωρίς να κάνει κάτι παραγωγικό, χωρίς να δημιουργεί ο ίδιος χρήσιμα προϊόντα και υπηρεσίες.

Το χρήμα γίνεται κεφάλαιο με την προσανατολισμένη στο μέλλον λιτότητα, δηλαδή τη θυσία της άμεσης κατανάλωσης υπέρ ενός μελλοντικού όφελους, μέσα σ’ ένα περιβάλλον τάξης και προβλεψιμότητας (συμβόλαια που να τηρούνται, θεσμικές δικαστικές αποφάσεις, κατανοητούς ανθρώπους με οικείες συμπεριφορές), όπως αυτό που γεννά η πόλη. Σε θρησκευτικό επίπεδο, η αστική υποχρέωση (obligation) αντανακλάται σε ένα πνευματικό χρέος (debt) προς κάποιο πολύ υψηλό ηθικό ιδεώδες, απρόσιτο για τον πολύ κόσμο, ο οποίος πάντα θα βρίσκει τον εαυτό του ελλειμματικό ως προς αυτό. Και ο προσανατολισμός στο μέλλον έχει να κάνει με την ιδέα της σωτηρίας.

Πνευματικό Ταμείο. Οι μικροτεχνίτες, μικροκαταστηματάρχες, μικρέμποροι, όλοι οι μικροκάτι των πόλεων, κάνουν μια επαγγελματική ζωή που τους ωθεί να υιοθετήσουν τη στάση πως η τιμιότητα ανταμοίβεται, η καθημερινή ρουτίνα και η εκτέλεση των καθηκόντων θα φέρει εν καιρώ την ανταμοιβή και πως αξίζουν αυτήν την ανταμοιβή. Αναπτύσσουν αυτό που ο Weber ονομάζει ανταποδοτική ηθική (ethic of compensation), την έννοια ενός πνευματικού ταμείου, στο οποίο κατατίθενται οι ηθικά καλές πράξεις. Δηλαδή, όλες οι τηρήσεις υποσχέσεων, οι αλληλοβοήθειες κ.λπ. δεν γίνονται επί ματαίω, αλλά σημειώνονται σε κάποιο λογιστικό βιβλίο και την κατάλληλη στιγμή θα επιστρέψουν τοκισμένες: τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή. Αυτό το στοιχείο απουσιάζει εντελώς από τη μαγεία, ο ακόλουθος της οποίας κατανοεί την ανταμοιβή μόνο όταν είναι ορατή, χειροπιαστή. O καπιταλισμός δηλαδή υπάρχει και στο ηθικό επίπεδο παράλληλα με το οικονομικό, η Θρησκεία του Μικροαστού περιέχει το στοιχείο της πνευματικής αποταμίευσης. Είχα περιγράψει αυτόν τον Πνευματικό Καπιταλισμό στην προηγούμενη ανάρτηση, με βάση κυρίως τους ορισμούς του Weber από την Κοινωνιολογία της Θρησκείας• όμως με λίγο χιούμορ, ε; Μην το πάρετε υπερβολικά στα σοβαρά, κάνω και λίγη πλάκα.

Μικροαστική Σωτηρία. Στη Θρησκεία των Μικροαστών εμφανίζεται η έννοια της μελλοντικής σωτηρίας, η οποία είναι εντελώς ξένη στη μαγεία, ο χωρικός δεν κατανοεί από τι πρέπει να σωθεί. Η παρατήρηση που κάνει ο Weber για τα μικροαστικά στρώματα είναι ότι ζητάνε από τη θρησκεία να παίξει το ρόλο του πνευματικού ΠΑΣΟΚ: να τιμήσει το μη-προνομιούχο στάτους τους, να το εξυψώσει συμβολικά, και να τους υποσχεθεί κάποια μελλοντική αποκατάσταση. Η Θρησκεία των Μη-Προνομιούχων ονομάζεται Αξιοπρέπεια: The sense of dignity of the disprivileged city strata rests on some proclaimed ‘promise’ for the future which is connected with their assigned ‘function’, ‘mission’ or ‘vocation’. Κάτι σχετικό έγινε στην Ελλάδα, όταν άλλαξε το περιεχόμενο της λέξης «λαϊκός» με τον Ανδρέα. Προηγουμένως είχε κυρίως αρνητικό νόημα, λαϊκός = ευτελής, κιτς, χοντροκομμένος• όμως με τον Ανδρέα, τον προφήτη των μη-προνομιούχων, άρχισε να παίρνει και θετικές σημασίες, λαϊκός = γνήσιος, ανεπιτήδευτος, αγνός.

Προσωπικός Λυτρωτής. Οι σωτηριολογικές θρησκείες αλλάζουν χαρακτήρα όταν εξαπλωθούν σε εκτεταμένα λαϊκά στρώματα, για τα οποία η διανόηση είναι οικονομικώς και κοινωνικώς απροσπέλαστη. Ένα χαρακτηριστικό αυτής της αναπόφευκτης προσαρμογής στις ανάγκες των μαζών είναι η εμφάνιση της έννοιας του προσωπικού λυτρωτή, ο οποίος χορηγεί ευλογίες μέσω λατρείας (σωτηρία δι’ αντιπροσώπου είναι ο καθιερωμένος όρος εδώ, salvation-by-proxy, κάτι σαν πνευματικά ρουσφέτια). Η έννοια μιας ηθικής και απρόσωπης κοσμικής τάξης που υπερβαίνει τη θεότητα (σαν το Ντάρμα του Βουδισμού), η ιδέα του εντελώς υπερβατικού θεού, καθώς και η ιδέα της παραδειγματικής σωτηρίας (το αντίθετο της σωτηρίας δι’ αντιπροσώπου: ακολούθησε το παράδειγμα του λυτρωτή), είναι διανοητικές κατασκευές ξένες προς τη νοοτροπία των μεγάλων αστικών στρωμάτων. Με την εξαίρεση του Προτεσταντισμού και του Ιουδαϊσμού, όλες οι άλλες θρησκείες αναγκάστηκαν να εισαγάγουν λατρείες αγίων, ηρώων ή κατώτερων θεοτήτων, για να προσαρμοστούν στις ανάγκες των μαζών. Ο Κομφουκιανισμός επέτρεψε τέτοιες λατρείες, καθώς και ο λαϊκός Βουδισμός, ακόμα και ο Καθολικισμός και το Ισλάμ αναγκάστηκαν να αποδεχτούν τοπικούς, λειτουργικούς ή συντεχνιακούς θεούς ως αγίους. 


3. H Θρησκεία της Μεσαίας Τάξης
Πολύ λίγα λέει ο Weber για τη Θρησκεία της Μεσαίας Τάξης, έτσι γενικά. Ουσιαστικά, το μόνο που παρατηρεί είναι ότι η θρησκεία μεταμορφώνεται όταν, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, η κοινωνική ισχύς περάσει σε εκτεταμένα στρώματα πολιτών, επέρχεται ένα είδος εξημέρωσης και ειρήνευσης, καθότι η ειρηνική οικογενειακή ζωή είναι βασικός παράγοντας στις ανάγκες των μεσαίων αλλά και μικροαστικών κοινωνικών στρωμάτων.

Ίσως αυτό να σημαίνει ότι την έχουμε ανάγκη τη μεσαία τάξη, είναι παράγοντας ειρήνευσης.


4. H Θρησκεία της Ανώτερης Τάξης 
Η θρησκεία αυτού που ανησυχεί για τις επενδύσεις του είναι διαφορετική από τη θρησκεία αυτού που ανησυχεί για τον μισθό του, η οποία είναι διαφορετική από τη θρησκεία αυτού που ανησυχεί για το μεροκάματο ή για την υγεία του (ή για την επιβίωσή του). Όπως οι αγρότες, έτσι και οι πλούσιοι πολίτες είναι προσανατολισμένοι σ’ αυτόν τον κόσμο, όχι στο επέκεινα. Ούτε η σωτηρία ούτε το υπερπέραν απασχολούν ιδιαίτερα το ανωταξικό μυαλό: “the more privileged the position of the commercial status, the less it has evinced any inclination to develop an other-worldly religion” (E.4.f). Επίσης και η πίστη σε ηθική ανταπόδοση, που εμφανίζεται στα κατώτερα αστικά στρώματα, είναι ξένη στους πλούσιους αστούς. H ανώτερη τάξη, που οικονομικώς είναι κάθε άλλο παρά χρεωμένη, δεν αισθάνεται ούτε υποχρεωμένη να ακολουθήσει την ανταποδοτική ηθική των κατώτερων αστικών τάξεων, η θρησκείας της μπορεί να εμφανίζεται ως κανονική μαγεία χωρίς κανένα ηθικό στοιχείο: “The god of wealth in Chinese Taoism … shows no ethical traits; he is of a purely magical character – the same as in the ancient Eleusinian cult of Pluto [ως θεός του πλούτου και βασιλιάς του Άδη]. Everywhere, skepticism or indifference to religion [εννοεί τη θεσμική θρησκεία και το ηθικό της σύστημα] are and have been the widely diffused attitudes of large-scale traders and financiers” (E.4.f).

Εδώ μπορώ να βάλω ένα de profundis που νομίζω ότι κολλάει: η οικογένειά μου έχασε τρεις φορές την ευκαιρία να γίνει πλούσια, σε διαφορετικούς χρόνους και περιστάσεις, όμως και τις τρεις για τον ίδιο λόγο. Διότι μια φορά ο παππούς και δυο φορές ο πατέρας μου δεν συνειδητοποίησαν ότι αν πας να παίξεις με τα μεγάλα ψάρια και τα μεγάλα κεφάλαια, εκεί δεν υπάρχουν κανόνες. Εκεί όλα επιτρέπονται. Μαθημένοι όμως μια ζωή κι οι δυο από αυτό που ονομάζουμε μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, ήξεραν ότι παίζουμε το παιχνίδι με κάποιους κανόνες: βοηθάμε αυτούς που μας βοηθούν, δεν συκοφαντούμε τον ανταγωνιστή, τιμούμε την εμπιστοσύνη που μας δείχνουν, νοιαζόμαστε για το καλό μας όνομα, και ορισμένα πράγματα απλά δεν τα κάνουμε ποτέ, υπάρχουν όρια. Αν πας όμως να παίξεις με τα μεγάλα κεφάλαια και ψάρια, εκεί δεν υπάρχουν ούτε όρια ούτε κανόνες. Εκεί ο μόνος κανόνας είναι: ο θάνατός σου, η ζωή μου.

Νομιμοποίηση: Αυτό που ζητά η ανώτερη τάξη από τη θρησκεία δεν είναι ούτε η σωτηρία ούτε το υπερπέραν ούτε κάποιο ηθικό σύστημα, αλλά η νομιμοποίηση. Εδώ ο Weber κάνει μια από τις πολύ εύστοχες παρατηρήσεις του: τα κοινωνικώς και οικονομικώς προνομιούχα στρώματα δεν νοιάζονται για κάποιο είδος σωτηρίας, αλλά απαιτούν από τη θρησκεία να αιτιολογήσει το στάτους και τη ζωή τους. O Weber λέει ότι αυτό είναι παγκόσμιο φαινόμενο, ο κοινωνικά τυχερός δεν είναι ποτέ ικανοποιημένος με τη σκέψη ότι απλά στάθηκε τυχερός, θέλει επιπλέον να έχει και το δικαίωμα στην καλή τύχη, την επίγνωση ότι «του άξιζε» αυτή η καλή τύχη, σε αντίθεση με τον κοινωνικά άτυχο, του οποίου «του άξιζε» η κακοτυχία του.

Εδώ μπορούμε να δούμε την Επί του Στάνφορντ Ομιλία – δηλαδή, το δημοφιλές κήρυγμα του Steve Jobs στο Στάνφορντ, στο οποίο παρουσιάζει το μυστικό της επιτυχίας του, ότι υπήρξε αντισυμβατικός, ακολούθησε την καρδιά του μέχρι που τα κομμάτια του παζλ ενώθηκαν στη ζωή του κ.λπ. Είναι μια από αυτές τις εκ των υστέρων ερμηνείες που λέει ο Taleb, τις οποίες δίνουν οι πλούσιοι για τη μεγάλη τους τύχη, να την παρουσιάσουν ως κάτι διαφορετικό από τύχη. Πολλοί κατοπινοί CEO, μεγαλοδικηγόροι, διευθυντές κ.λπ. θα θυμηθούν την Ομιλία και θα «καταλάβουν» ότι γι’ αυτό έφτασαν ψηλά, επειδή υπήρξαν αντισυμβατικοί, ακολούθησαν την καρδιά τους κ.λπ.

Ό,τι νομιμοποιεί την ανώτερη τάξη, αυτό είναι και η θρησκεία της. Οπότε δεν είναι απολύτως ακριβές αυτό που είπα πιο πάνω, ότι η συγκεκριμένη θρησκεία δεν έχει ηθικά στοιχεία. Έχει, μόνο που το ηθικό περιεχόμενο της Θρησκείας της Ανώτερης Τάξης είναι... η ίδια η ανώτερη τάξη. «Είστε τυχεροί που μας έχετε, μας αξίζετε». Όπως έγραφε κάποτε ειρωνικά ο Έρμιππος για τον Αβραμόπουλο (από μνήμης, δεν βρίσκω το άρθρο και την ακριβή διατύπωση): «Το μήνυμα του κ. πρέσβη είναι ο ίδιος ο κ. πρέσβης αυτοπροσώπως». Θα το έθετα λοιπόν αυτό ως κριτήριο ανωταξικότητας, πέρα από τις επενδυτικές πηγές εισοδήματος ή την κοινωνική ισχύ: κάποιος έγινε ανώτερη τάξη όταν αρχίζει να νιώθει ότι είμαστε τυχεροί που τον έχουμε. Όταν το μήνυμά του είναι αυτός ο ίδιος, απλά και μόνο η ύπαρξή του. Του αξίζουμε.


5. H Θρησκεία της (Πολεμικής) Αριστοκρατίας
Ο τρόπος ζωής του πολεμιστή και του ιππότη ιστορικά είχε ελάχιστη σχέση με την ιδέα της θείας πρόνοιας, της αμαρτίας, της σωτηρίας και της ταπείνωσης. Όλα αυτά υπήρξαν ξένα προς τη νοοτροπία τους και απωθητικά για την αξιοπρέπειά τους. Η πολεμική αριστοκρατία ζούσε καθημερινά με την προοπτική της περιπέτειας και του θανάτου• στη Θρησκεία της αυτό εκφράστηκε με απρόβλεπτους, ιδιοσυγκρασιακούς θεούς, και πολύ συχνά επίσης με την έννοια μιας απρόσωπης και ηθικά κενής τάξης πίσω και πέρα από τους θεούς – Μοίρες, Ρτα, Νόρνες, Μαατ κ.α. Το μόνο άλλο που ζήτησαν ιστορικά όλοι αυτοί από τη θρησκεία ήταν ίσως προστασία από τη μαύρη μαγεία ή ιερατικές προσευχές και τελετουργικά υπέρ πολεμικής νίκης ή υπέρ ηρωικού θανάτου, υποδοχής στον παράδεισο των ηρώων κ.λπ.

Δε νομίζω ότι έχουν μεγάλη συνάφεια αυτά για την εποχή μας, ίσως μόνο ιστορική σημασία.


6. H Θρησκεία της Γραφειοκρατίας
Λίγες παρατηρήσεις κάνει ο Weber εδώ. Λέει ότι η (κρατική) γραφειοκρατία αποτελεί πάντα φορέα της ιδέας ενός ψύχραιμου ορθολογισμού και, παράλληλα, μιας πειθαρχημένης τάξης και ασφάλειας, αυτά είναι οι ύψιστές της αξίες: δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι δημόσιος υπάλληλος. Είναι εντελώς αδιάφορη για κάθε είδος σωτηρίας ή ηθικής αγκύρωσης σε κάποιο υπερπέραν (E.3.a). Επίσης η γραφειοκρατία χαρακτηρίζεται από την περιφρόνηση για κάθε «ανορθολογική» θρησκεία (π.χ. πίστη σε πνεύματα, λατρεία των προγόνων, μαγεία), αν και την ίδια στιγμή αναγνωρίζει τη χρησιμότητά τους, ως μέσα εξημέρωσης των κυβερνωμένων. Η Θρησκεία της Γραφειοκρατίας ονομάζεται Τάξη, και πάντα συνοδεύεται από την περιφρόνηση για τη «θρησκεία της μάζας». Τυπικό παράδειγμα ο Κομφουκιανισμός.


7. Η Θρησκεία της Ιντελιγκέντσιας
Αδιαφορία για τα Εγκόσμια: Οι διανοούμενοι της μεσαίας τάξης τείνουν να είναι αδιάφοροι για εγκόσμιες έγνοιες και να χρωματίζουν τη θρησκεία με την ιδέα μιας υπερ-θεϊκής αρχής ή όντος, κρυμμένου πίσω από τον κόσμο των φαινομένων. O αρχικός Βουδισμός είναι το παράδειγμα που δίνει ο Weber: “It clearly arose as the salvation teaching of an intellectual stratum, originally recruited almost entirely from the privileged castes … which proudly and aristocratically rejected the illusions of life, both here and hereafter” (B.3.g). 

Διανοητική Σωτηρία: Η ιντελιγκέντσια έχει κι αυτή μια ιδέα σωτηρίας, όμως εντελώς διαφορετική από αυτήν που έχουν τα άλλα αστικά στρώματα: παράγοντάς της είναι η διανόηση. Η μορφωμένη μεσαία τάξη, που δεν αγωνιά για το νοίκι και τους λογαριασμούς, συνήθως εκδηλώνει τη σφοδρή εσωτερική ανάγκη να κατανοήσει τον κόσμο ως Όλον, να συλλάβει τα κρυφά του νοήματα και να πάρει θέση απέναντί του. Μπορεί να είναι ισχνή πληθυσμιακά, όμως η σημασία της στην διανοητική θεμελίωση της θρησκείας είναι σπουδαία. Όλες οι μεγάλες θρησκευτικές διδασκαλίες της Ασίας, λέει ο Weber, δημιουργήθηκαν από διανοούμενους. Οι διδασκαλίες του Βουδισμού και του Τζαϊνισμού, τα Ουπανισαδικά δόγματα, ο Κομφουκιανισμός και ο Ταοϊσμός, καθώς κι ο Μανιχαϊσμός, ο Γνωστικισμός, η αναμόρφωση του ισλαμικού δόγματος από τον Αλ Γκαζαλί κ.α.

Εδώ ίσως μπορούμε να δούμε τον αθεϊσμό της μεσαίας τάξης, δηλαδή την απόρριψη της προνοιακής θρησκείας πάνω στη διανοητική σύλληψη ενός κόσμου αδιάφορου προς τις ανθρώπινες επιδιώξεις• ο οποίος είναι διαφορετικός από τον αθεϊσμό των κατώτερων τάξεων, δηλαδή την απόρριψη της κατεστημένης θρησκείας πάνω στο βίωμα ενός κόσμου άδικου. Ο μεσοταξικός αθεϊσμός δεν είναι κάτι καινούργιο, εμφανίζεται περιστασιακά από τα αρχαία χρόνια, π.χ. η διδασκαλία του Επίκουρου και του Λουκρήτιου ανήκει εδώ: οι θεοί ούτε δημιούργησαν ούτε επεμβαίνουν στον κόσμο με κάποιον τρόπο, δεν δίνουν την παραμικρότερη σημασία για τα εγκλήματα ή τις αγαθοεργίες των ανθρώπων, ο κόσμος είναι μια μίξη δημοκρήτιων ατόμων τα οποία κυβερνώνται από φυσικούς νόμους κι από την τύχη, όχι από παρεμβάσεις θεών. Αυτό που κυρίως απορρίπτει ο μεσοταξικός αθεϊσμός είναι όχι τόσο η θρησκεία, αλλά η θεία πρόνοια.

Ο αθεϊσμός των κατώτερων τάξεων πρέπει να υπήρξε πολύ πιο συνηθισμένος ιστορικά (είπεν άφρων εν καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός κ.λπ.). Δεν έχει μεγάλη έγνοια να κατανοήσει τον κόσμο ως Όλον ούτε να εντοπίσει κρυμμένες αρχές πίσω από τα φαινόμενα: προέρχεται κυρίως από την απογοήτευση για το πνευματικό ταμείο που περιγράφει η κατεστημένη θρησκεία. Οπότε δεν απορρίπτει αναγκαστικά την ιδέα της πρόνοιας ούτε της δικαιοσύνης ή της ηθικής τάξης.


8. H Θρησκεία των Παριών
Ο Weber ορίζει τους παρίες ως μια κληρονομικά κλειστή κοινωνική ομάδα (με εσωτερικούς γάμους, καθώς και με διάφορα ταμπού ή τελετουργικά που αποκλείουν τους απέξω) χαμηλού κοινωνικού στάτους και χωρίς πολιτική αυτονομία: κάποιοι άλλοι αποφασίζουν γι’ αυτούς χωρίς αυτούς.

Η μόνη παρατήρηση που κάνει ο Weber για τη Θρησκεία των Παριών είναι ότι όσο περισσότερο καταπιέζονταν αυτοί και σε όσο δεινότερη θέση περιέρχονταν, τόσο ισχυρότερους δεσμούς σφυρηλατούσε η θρησκεία μεταξύ τους, μέχρι που γίνονταν μια κλειστή και σφιχτοδεμένη ομάδα• επίσης, τόσο πεισματικότερα τους έκανε να προσκολληθούν στο στάτους τους, ως παρίες, και εντατικοποιούσε τις ελπίδες τους για μια μελλοντική σωτηρία, η οποία ήταν πάντα συνυφασμένη με την εκπλήρωση ορισμένων θεϊκά εντεταλμένων θρησκευτικών καθηκόντων (Ε.9.a). Μια «εξέγερση σκλάβων στο ηθικό επίπεδο». Η Θρησκεία των Παριών, δηλαδή, είναι μια Θρησκεία Μικροαστών που ξέφυγε. Τα τελετουργικά και τα ταμπού που διαχωρίζουν τους απέξω έχουν ως αποτελέσμα τη συρρίκνωση της ηθικής κοινότητας: ο παρίας δεν είναι «ανήθικος», αντίθετα είναι ικανός για πράξεις γενναιοδωρίας και μεγαλοσύνης, φέρει την ανταποδωτική ηθική των μικροαστών, όμως μόνο σε μέλη της δικής του κοινότητας. Νιώθει ότι ισχύουν άλλοι ηθικοί κανόνες για τους απέξω.

Το παράδειγμα που δίνει ο Weber είναι με τις ινδικές κάστες των νταλίτ, όμως η ανάγνωσή του για τον Ινδουϊσμό δεν είναι από τα δυνατά του σημεία. Αναρωτιέμαι αν εδώ μπορούμε να δούμε τον φασισμό και τα συναφή του φαινόμενα, τον ναζισμό, τον χρυσαυγιτισμό και τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Τόσο ο Χίτλερ όσο κι ο Μουσολίνι (κι ο Μιχαλολιάκος) στηρίχτηκαν σε εξαθλιωμένα μικροαστικά στρώματα, που ένιωθαν ότι δεν είχαν λόγο στα θέματα της ζωής τους, και τους έδωσαν αυτό που ζητούσαν, μια «εξέγερση σκλάβων στο ηθικό επίπεδο». Η οποία σύντομα έγινε και εξέγερση στο υλικό επίπεδο. Δημιούργησαν από το πουθενά τα εξωτερικά γνωρίσματα μιας τάξης παριών – κλειστή, σφιχτοδεμένη, και με τελετουργικά να διαχωρίζουν τους απέξω – ενώ σύντομα ακολούθησε η θεϊκή υπόσχεση και οι θεϊκές εντολές για κάποιο είδος σωτηρίας. Δεν ξέρω, πείτε μου κι εσείς τη γνώμη σας. Ίσως αυτό να σημαίνει πως όταν εξαθλιώνεις ένα κοινωνικό στρώμα και του στερείς την πολιτική αυτονομία, θα το δεις σταδιακά να κλείνεται στον εαυτό του, να εξυψώνει συμβολικά το στάτους της ομάδας του, να αναπτύσσει την ιδέα μιας «εξέγερσης στο ηθικό επίπεδο» – δηλαδή να ακολουθεί ένα υπερβατικό κάλεσμα, καθώς και να τηρεί με προσήλωση κάποιες εντολές συνδεδεμένες με αυτό το κάλεσμα. Ένα διαχρονικό φαινόμενο, που στην εποχή μας εκδηλώθηκε ως φασισμός και ναζισμός. Σε άλλες εποχές και συμφραζόμενα, το κάλεσμα αυτό πήρε διαφορετικές κατευθύνσεις. Εσείς τι λέτε; Ίσως πάλι να σημαίνει ότι κάτι είχε πιάσει ο Πετεφρής όταν τόνιζε (εδώ) την ομαδικότητα της Χρυσής Αυγής. Τέτοιες ομάδες δεν φτιάχνει ούτε η Αριστερά. Αν η ανάγνωση που προτείνω είναι σωστή, τότε παράγοντας του χρυσαυγιτισμού, πέρα από την τεράστια ανεργία στους νέους, τη φτωχοποίηση κ.λπ., είναι και η αίσθηση της έλλειψης πολιτικής αυτονομίας, το σκύλιασμα πως ό,τι κι αν κάνω, δεν αλλάζει τίποτα, η ζωή μου είναι προκαθορισμένη από άλλους. Οπότε ίσως ένας τρόπος για να τραβήξεις κόσμο από τη Χρυσή Αυγή (όχι τους εντελώς καμένους φυσικά) είναι να τους κάνεις να νιώσουν πως μπορούν να έχουν λόγο για τη ζωή τους. Αν ο άλλος φτάσει στο σκύλιασμα, στο «φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα», τότε εφόσον δεν μπορεί να επηρεάσει τη ζωή του με πολιτικό τρόπο, θα αρχίσει να την επηρεάζει με μαγικοθρησκευτικό. Και σε κάποια στιγμή θ’ ακούσει το κάλεσμα. 

Όταν Κοιτάς Από Ψηλά

Ένα μύθο θα σας πω: μια φορά κι έναν καιρό, ο Βαρουφάκης έγραψε ένα άρθρο στη Lifo, στο οποίο έλεγε ότι δεν έχει μεγάλη σημασία αν ο Χορός του Ζαλόγγου ήταν ή όχι μύθος. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, συναντά στο twitter τον Μανδραβέλη, ο οποίος τον κατηγορεί γι’ αυτή του τη συμπάθεια προς τους μύθους. Πώς όμως τον κατηγορεί; Αναπαράγοντας κι ο ίδιος έναν άλλον μύθο:


Κάποτε λοιπόν, πριν τον Κοπέρνικο, η αυτάρεσκη ανθρωπότητα «ένιωθε υπέροχα στο κέντρο του σύμπαντος»... ναι, αλλά πότε ακριβώς; Διότι τόσο η αρχαία όσο και η μεσαιωνική γραμματεία είναι γεμάτες από την εντελώς αντίθετη στάση. Τρία παραδείγματα:

- Ο Κικέρωνας, στο Somnium Scipionis, στέλνει τον Σκιπίωνα ταξίδι στις ουράνιες σφαίρες. Όταν αυτός κοιτάζει κάτω τη Γη, εκπλήσσεται από την ασημαντότητά της και απορεί που ο κόσμος παίρνει στα σοβαρά τέτοιες γελοιότητες όπως η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Δηλαδή, με άλλα λόγια, ό,τι λέει και το τραγούδι του Κώστα Χατζή, Το Αεροπλάνο, όμως στο πιο ρωμαϊκό.

- Ένα παρόμοιο ταξίδι με παρόμοιες διαπιστώσεις περιγράφει κι ο Λουκανός στα Pharsalia.

- Ο Δάντης, στη Θεία Κωμωδία, κάνει κι αυτός το ταξίδι στις ουράνιες σφαίρες. Όταν φτάνει στη σφαίρα του Κρόνου, η Βεατρίκη («αγαπημένη μου, μην κλαις, πάμε μαζί ψηλά, αν θες») τον προτρέπει να κοιτάξει κάτω χαμηλά τη Γη (Παράδεισος, Canto 22):

I straight obey'd; and with mine eye return'd
Through all the seven spheres, and saw this globe
So pitiful of semblance, that perforce
It moved my smiles: and him in truth I hold
For wisest, who esteems it least

… μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά, κι εσύ τα πήρες σοβαρά, κι εσύ τα πήρες σοβαρά. Το υποτιθέμενο PSI της ανθρώπινης αυταρέσκειας που, τάχα, έγινε με τον Κοπέρνικο, ήταν ακριβώς αυτό: υποτιθέμενο. Ένας μύθος. Από ό,τι φαίνεται, πολύ πριν τον Κοπέρνικο, τα μορφωμένα τουλάχιστον στρώματα εκδήλωναν μια, ας πούμε, βουδιστική περιφρόνηση για τη Γη και τους ανθρώπους (ως προς τα αμόρφωτα στρώματα, τη μεγάλη πλειοψηφία, πολύ αμφιβάλλω αν έχουμε τη φωνή τους). Και μάλιστα – τι ενδιαφέρον – εκτός αν αντέγραφαν όλοι τον Κικέρωνα, η περιφρόνηση αυτή χρησιμοποιούσε συχνά την ίδια αφηγηματική ιδέα, όπως Κώστας Χατζής: όταν κοιτάς από ψηλά, μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά, κι εσύ τα πήρες σοβαρά. Το tweet του Μανδραβέλη που, υποτίθεται, ότι κάποτε «νιώθαμε υπέροχα στο κέντρο του Σύμπαντος»... δεν είναι ό,τι πιο σωστό μπορεί να ειπωθεί.

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. 

Οι Αναδρενάλινες Προσπεράσεις

Ας αρχίσουμε με έναν παραλληλισμό: Άμα θέλεις να κάνεις προσπέραση, κάντο σβέλτα και παστρικά. Άναψε φλας, βγες, πάτα γκάζι, τέλειωνε γρήγορα, ώστε να στρεσάρεις όσο το δυνατόν λιγότερο τον εαυτό σου, αυτόν που προσπερνάς και τους άλλους που έρχονται από απέναντι. Εναλλακτικά, μπορείς να μην κάνεις καθόλου προσπέραση: εξίσου καλό. Κρίνεις πως δεν έχεις, εκείνη τη στιγμή, την αδρεναλίνη που απαιτείται, οπότε επιλέγεις να οδηγείς σαν κότα. Καθόλου κακό, έτσι οδηγώ κι εγώ συνήθως, το να είσαι κότα στην οδήγηση είναι αρετή, όχι ντροπή.

Το κακό είναι να πας να κάνεις προσπέραση χωρίς όμως την αδρεναλίνη που απαιτείται. Δηλαδή, να βγεις για προσπέραση όμως να διστάζεις να πατήσεις περισσότερο το γκάζι, να σοκάρεσαι από την ξαφνική επιτάχυνση, από την άλλη όμως να μην αναγνωρίζεις το λάθος σου, να μην ξανατραβιέσαι μέσα, οπότε τελικά βρίσκεσαι παγιδευμένος σε μια κατάσταση που δεν ξέρεις τι να κάνεις – πέρα από το να ελπίζεις ότι, με κάποιον μαγικό τρόπο, ο δρόμος ξαφνικά θα φαρδύνει και τα αυτοκίνητα που έρχονται από απέναντι θα εξαφανιστούν. Έτσι γίνεσαι δημόσιος κίνδυνος. Ουσιαστικά, αρνιέσαι την πραγματικότητα, αυτό κάνεις. Είναι σαν να προσπερνάς προσπαθώντας παράλληλα να διατηρήσεις τη μη-προσπέραση, την ασφάλεια και την ηρεμία της: δεν γίνεται! Αν επιλέξεις να το κάνεις, κάντο γρήγορα κι αποφασιστικά. Κάθε προσπέραση περιλαμβάνει ρίσκο κι αδρεναλίνη, θα χάσεις στιγμιαία την ηρεμία σου – αποδέξου το για το καλό το δικό σου, των επιβατών σου και των άλλων οδηγών.

Το χειρότερο από όλα όμως θα είναι να βγει ένας τροβαδούρος που να υμνεί αυτές τις αναδρενάλινες προσπεράσεις (αναδρενάλινος = α στερητικό + αδρεναλίνη). Να τις δικαιώνει, να τις επιτηδεύει και να ντύνει με πλούσιες λέξεις τη σύγχισή τους...

Ας φύγουμε όμως από την οδήγηση κι ας πάμε στη ζωή. Η οποία πολλές φορές μας εξαπατά, μας κάνει να νομίζουμε ότι ο δρόμος της θα είναι φαρδύς και ανοιχτός, όμως τελικά αυτός αποδεικνύεται στενός και γεμάτος αυτοκινητικά εμπόδια. Κάπου εκεί έρχεται η στιγμή για μεγάλες αποφάσεις. Ίσως πρέπει να κάνεις κάτι ριζοσπαστικό. Ίσως πρέπει να αλλάξεις τη ζωή σου θεμελιωδώς. Ίσως πρέπει να γίνεις ακόμα και τυχοδιώκτης, νομάς, μοναχός, μετανάστης, περιπλανώμενος ιππότης ή επαναστάτης. Πάντως ό,τι κι αν κάνεις, οι μεγάλες αλλαγές περιλαμβάνουν πάντα ρίσκο κι αδρεναλίνη. Θα εξαφανιστεί η ηρεμία και η ασφάλεια που έχεις, η αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε οικείο χώρο. Όλα θα γίνουν άγνωστα, ενδεχομένως επικίνδυνα, και κανείς δεν σου εγγυάται ότι η ιστορία θα έχει happy end. Τι να κάνουμε, έτσι είναι η ζωή.

Εναλλακτικά, μπορείς να μετρήσεις τον εαυτό σου και να κρίνεις ότι δεν το ‘χεις. Κι αυτό καλό, αποδέχεσαι εξίσου την πραγματικότητα. Οι Άγγλοι λένε: «ο διάβολος που ξέρουμε είναι προτιμότερος από τον άγγελο που δεν ξέρουμε», κάτι το οποίο δεν είναι ντροπή, αρκεί να το αποδεχτείς, να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου. Όλα τα παραπάνω είναι εξίσου καλά.

Το κακό θα είναι να παραμείνεις σε μια μεσοβέζικη φάση – το αντίστοιχο της αναδρενάλινης προσπέρασης στην οδήγηση – όπου αρνιέσαι την τωρινή κατάσταση αλλά και δεν τολμάς να πάρεις τις μεγάλες αποφάσεις. Πολύς κόσμος παραμένει έτσι για όλη του τη ζωή. Και πάντα ελπίζει ότι θα γίνει ένα θαύμα κι όλα θ’ αλλάξουν χωρίς να ριψοκινδυνεύσει, ενώ συνήθως εκδηλώνει γκρίνια. Άρνηση της πραγματικότητας αλλά και έλλειψη της απαιτούμενης αδρεναλίνης: αυτή είναι η ουσία της γκρίνιας. Μα γιατί δεν εξαφανίζονται μαγικά αυτά τα καταραμένα αυτοκίνητα που έρχονται από απέναντι;...

Το χειρότερο από όλα όμως θα είναι να βγει ένας τροβαδούρος που να υμνεί αυτήν την αναδρενάλινη σύγχιση. Να τη δικαιώνει, να την επιτηδεύει, να την ντύνει με πλούσιες λέξεις... Εδώ μιλάμε για κάτι προχωρημένο, υπαρξιακή γκρίνια. Γκρίνια ως στάση ζωής. Μα γιατί δεν διαλύονται στη σκόνη του χθες αυτά τα καταραμένα ερωτηματικά που έρχονται απρόσκλητα;...

Δυστυχώς έχει γίνει πραγματικότητα αυτή η δικαίωση της αναδρενάλινης σύγχισης, η γκρίνια ως στάση ζωής. Ονομάζεται: «ποίηση Κικής Δημουλά».