Ποιητική Βραδιά

Το επόμενο post απεδείχθη ατέλειωτο, προσωρινό διάλειμμα μέχρι να ολοκληρωθεί.
Απολαύστε εντωμεταξύ ένα υπέροχο ποιήμα του D. H. Lawrence.
Θα είμαστε σύντομα κοντά σας με ακόμα περισσότερο Philip Dick!


Κάποιος Άλλος Ήρθε Πρώτος

Ένα φίδι ήρθε στη στέρνα μου
Μία καυτή μέρα του Ιούλη,
Να πιει νερό.

Κατέβηκα τα σκαλοπάτια με τη στάμνα μου
Στις βαθιές, μυστηριακές, ευωδιαστές σκιές της μεγάλης χαρουπιάς
Μα στάθηκα, περίμενα, κάποιος άλλος ήρθε πρώτος στη στέρνα.

Κατέβηκε από μια ρωγμή των τοιχωμάτων στο μισοσκόταδο
Σύρθηκε, με μαλακή κοιλιά και σκουρόχρυση ράχη, πάνω στην πέτρα του χείλους,
Κι ακούμπησε τα σαγόνια του στην πέτρα του πάτου,
Εκεί που η βρύση έσταζε και καθάριζε τη θολούρα του νερού,
Ήπιε απαλά, ρούφηξε το νερό μέσα στο μακρύ κορμί του,
Χωρίς κανένα θόρυβο.

Κάποιος άλλος ήρθε πρώτος στη στέρνα.
Κι εγώ δεύτερος, στην ουρά να περιμένω.













Σήκωσε το κεφάλι του, όπως τα μοσχάρια,
Με κοίταξε θολά, όπως τα μοσχάρια σαν πίνουν νερό,
Έπαιξε τη διχαλωτή του γλώσσα, αναλογίστηκε μια στιγμή,
Έσκυψε και ήπιε λίγο ακόμα,
Με το καφέ της γης, με το χρυσό της γης, γεννημένο απ’ τα καυτά σπλάχνα της γης
Μια μέρα του Ιούλη στη Σικελία, με την Αίτνα να καπνίζει.

Χρόνια εκπαίδευσης μίλησαν μέσα μου και είπαν
Σκότωσέ τον,
Φίδια της Σικελίας – τα μαύρα είναι άκακα, τα χρυσαφιά είναι φαρμακερά
.

Και συνέχισε η φωνή, Αν ήσουν άντρας
Θα ‘παιρνες τώρα ένα ραβδί και θα του τσάκιζες τη ράχη
.

Μα ήταν τόσο όμορφος,
Κι εγώ τυχερός που μου ‘ρθε σαν αθόρυβος καλεσμένος
Να πιει νερό απ’ τη στέρνα μου και να γυρίσει ήσυχος, ειρηνικός, αξιοπρεπής,
Μέσ’ στα καυτά σπλάχνα της γης.

Δεν τόλμησα να τον σκοτώσω – ήταν από δειλία;
Και πόσο ήθελα να του μιλήσω – από διαστροφή;
Ένιωσα τόσο τιμημένος – από ταπεινότητα; Μα πόσο τιμημένος ένιωσα…

Και είπαν οι φωνές:
Αν δεν φοβόσουν, θα τον σκότωνες!

Και ναι, ένιωθα φόβο, πολύ φόβο, μα ακόμα πιο πολύ
Ένιωθα την τιμή που μου ‘κανε,
Που μου ‘ρθε επισκέπτης από τις μαύρες πύλες της μυστικής γης.

Ήπιε αρκετά
Και σήκωσε το κεφάλι του σαν ονειροπαρμένος, σαν μεθυσμένος,
Έπαιξε τη μαύρη γλώσσα του, διχάλα νύχτας στον αέρα,
Σαν για να γλύψει τα χείλη του,
Κοίταξε τριγύρω, θεός με άδειο βλέμμα,
Και γύρισε αργά το κεφάλι του,
Κι αργά, πολύ αργά, σαν βαθιά ονειροπαρμένος,
Τράβηξε κουλουριαστά το δρόμο του,
Άρχισε να σκαρφαλώνει στο τοίχωμα της στέρνας.

Κι όταν το κεφάλι του έσβησε μέσα σ’ εκείνη τη φοβερή ρωγμή,
Κι όταν η ράχη του άρχισε να εξαφανίζεται αργά,
Κάτι σαν τρόμος, σαν διαμαρτυρία με κατέλαβε,
Να μη χαθεί σ’ εκείνη τη αποτρόπαια ρωγμή,
Να μην ξεφύγει μέσα στη χθόνια μαυρίλα.

Άφησα τη στάμνα μου, κοίταξα γύρω,
Σήκωσα ένα στραβό ξύλο
Και το πέταξα μέσα στη στέρνα.

Δεν τον χτύπησα, νομίζω,
Όμως ξαφνικά συσπάστηκε η ουρά του
Συσπάστηκε με μια βιασύνη όλο αναξιοπρέπεια.

Τινάχτηκε σαν αστραπή και χάθηκε
Μέσα στη σκοτεινή ρωγμή της γης, στο τοίχωμα της στέρνας,
Που απέμεινα να κοιτώ συνεπαρμένος, μέσα στην ησυχία του μεσημεριού.

Κι αμέσως το μετάνιωσα.
Τι ευτελής, χυδαία πράξη όλο κακία!
Κατάρα σε μένα και σ’ όλα τα χρόνια της εκπαίδευσής μου.

Πήγα, από διεστραμμένο καπρίτσιο, να σκοτώσω κάτι αγνό
Πόσο θα ‘θελα να ξαναρχόταν, το φίδι μου…

Γιατί σαν βασιλιάς μου φάνηκε,
Σαν αστεφάνωτος βασιλιάς, εξόριστος στον κάτω κόσμο,
Έτοιμος να αναλάβει και πάλι το βασίλειό του.

Να πώς έχασα την ευκαιρία που μου έδωσε ένας από τους άρχοντες
Της ζωής.
Να πώς μου απέμεινε κάτι να εξιλεωθώ:
Η μικροπρέπειά μου.

Taormina, 1923

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.