Στα αγγλικά υπάρχει ο όρος «phildickian» (καθώς και «dickian»). Πιστεύω πως η απόδοσή του στα ελληνικά πρέπει να είναι «ντίκειος». Ποια όμως είναι η ακριβής ερμηνεία του; Δεν υπάρχει ακόμα επίσημη καταχώριση στα λεξικά καμιάς γλώσσας, γι’ αυτό ας ρωτήσουμε τους φαν του συγγραφέα («Dickheads» στα αγγλικά, οπωσδήποτε με κεφαλαίο το αρχικό) και ας μεταφράσουμε στα ελληνικά. Ο Patrick Clark προτείνει:
Ντίκειος –α –ο [dίkios] EΠΙΘ 1: που έχει σχέση με τον Φίλιπ Κ. Ντικ (1928-1982), τον αμερικανό συγγραφέα ΕΦ και οραματιστή, ή το έργο του. 2: δηλωτικός των καταστάσεων που περιγράφονται στα έργα του Ντικ, ιδιαίτερα αν πρόκειται για ψεύτικες πραγματικότητες, ανθρώπινα ομοιώματα, θεοφάνιες προκαλούμενες από ναρκωτικά, αστυνομική καταστολή με τεχνολογικά μέσα και περιχαρακωμένες θεότητες.
Ο Andre Welling δίνει μία ακόμα πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία του όρου:
Ντίκειος –α –ο [dίkios] EΠΙΘ 1: που έχει σχέση με τον Φίλιπ Κ. Ντικ (1928-1982), τον αμερικανό συγγραφέα ΕΦ και οραματιστή, ή το έργο του. 2: δηλωτικός των συνθηκών που περιγράφονται στα έργα του Ντικ, ιδιαίτερα αν πρόκειται για απώλεια και επαναπροσδιορισμό ταυτότητας, ψεύτικες πραγματικότητες και για την πιθανότητα ηθικότητας εν όψει αναπόφευκτης παρακμής. 3: (λαϊκ) κινηματογραφική ταινία που ο πρωταγωνιστής ανακαλύπτει ότι είναι κάποιος άλλος. 4: (λαϊκ) καθόλου ισορροπημένη διατροφή: άσε, έφαγα ένα εντελώς ~ γεύμα. 5: (φράση) ~ πρωινό: καφές και αμφεταμίνες.
Σε μία συνέντευξή του, ο K.W. Jeter ακολούθησε εντελώς διαφορετική οδό:
«Θα όριζα το ‘ντίκειος’ ως τον επιθετικό προσδιορισμό κάθε κατάστασης ή γεγονότος που χαρακτηρίζεται από άκρα δυσκολία καθορισμού της πραγματικότητας. Ή, για να το θέσω διαφορετικά, όταν δυσκολεύεσαι να προσδιορίσεις αν μιλάς στον καλύτερό σου φίλο ή σε ένα γιγάντιο μαμούνι από το Άλφα του Κενταύρου μεταμφιεσμένο στον καλύτερό σου φίλο, τότε βιώνεις μία ντίκεια εμπειρία».
Το σκέφτηκα, το ζύγισα, το μελέτησα καλά και έφτιαξα τον δικό μου ορισμό που, πιστεύω, ότι καλύπτει όλες τις έννοιες της λέξης. Παρόλο το συγκεκριμένο επίθετο δεν έχει έρθει ακόμα στην Ελλάδα –συνήθως λέμε «αυτή είναι πολύ Φίλιπ Ντικ κατάσταση» ή ότι κάτι «μοιάζει σαν να ‘ναι βγαλμένο μέσα από τα έργα του Φίλιπ Ντικ»– θεωρώ ότι η στιγμή της κοινωνικής ωρίμανσης θα πρέπει να μας βρει λεξικογραφικά προετοιμασμένους και να μην καταφεύγουμε σε διασταλτικές ερμηνείες. Ο Φίλιπ Ντικ είναι μία πολύ σοβαρή κατάσταση, δεν είναι Ελληνικό Σύνταγμα:
Ντίκειος –α –ο [dίkios] EΠΙΘ 1: που έχει σχέση με τον Φίλιπ Κ. Ντικ
(1928-1982), τον αμερικανό συγγραφέα ΕΦ και οραματιστή, ή το έργο του: ~ σπουδές. 2: δηλωτικός των συνθηκών που περιγράφονται στα έργα του Ντικ,
ιδιαίτερα αν πρόκειται για απώλεια και επαναπροσδιορισμό ταυτότητας, ονόματα με γερμανική ρίζα και τυραννικές θεότητες. 3: αυτό που δεν αλλάζει όταν σταματάς να το πιστεύεις: όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, όλο το ~ σύμπαν σε γράφει στα παλιά του τα παπούτσια. 4: ψεύτικη πραγματικότητα που κρύβει άλλη πραγματικότητα, οντολογικά διάφορη: Να σου δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε ~ 5: (για άντρες) μικροαστός, καταθλιπτικός και χωρίς έλεγχο επάνω στη ζωή του: Κι ο παροιμιώδης ~ ανθρωπάκος / Κέρδος ποτέ, μ' από παθήματα γεμάτος. 6: (για γυναίκες) όμορφη, ψυχοφθόρα και μελαχρινή: Ο Σαμψών παγιδεύτηκε από την ~ Δαλιδά • Όχι και ~ η Μαρία Δαμανάκη! Αφού τα βάφει! 7: α) (λαϊκ) καθόλου ισορροπημένη διατροφή: Άσε, έφαγα ένα εντελώς ~ γεύμα. β) (φράση) ~ πρωινό: καφές και αμφεταμίνες. 8: α) κινηματογραφική ταινία που ο πρωταγωνιστής ανακαλύπτει ότι είναι κάποιος άλλος. β) κάκιστη κινηματογραφική μεταφορά βιβλίου: Πολύ ~ το έργο, αφού στο τέλος ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα παντρεύονται, με κουμπάρο τον Μερκούτιο. 9: μίζερη ζωή χωρίς χαρά: Τρέξιμο λογαριασμοί και δουλειά /Άγχος, ακρίβεια, χρέη, δανεικά / Όλα έχουν γίνει ~ / Θωμά, είσαι σπίτι; [λόγ. < αγγλ. phildickian < αγγλ. Philip Dick (-ian = -ειος)]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.