Καινούργιο Διήγημα του Ντικ!

Ο Ντάνιελ Γκίλμπερτ (γεν. 1957) προσπαθούσε να καταστρέψει τη ζωή του και τα κατάφερνε αρκετά καλά. Δεκαεννιά χρονών είχε ήδη παρατήσει το σχολείο, δούλευε τα βράδια, είχε και παιδί. Επειδή όμως η καταστροφή δεν ήταν ολοκληρωτική, του ήρθε η έμπνευση να γίνει συγγραφέας ΕΦ για να πάει ντουγρού στην κατηφόρα τη μεγάλη. Επισκέφτηκε λοιπόν το τοπικό κολέγιο να γραφτεί σε ένα Συγγραφικό Εργαστήριο, τη γλίτωσε όμως επειδή η σχετική τάξη ήταν πλήρης. Γράφτηκε τελικά στη μόνη τάξη που είχε κενές θέσης: στις Ψυχολογικές Σπουδές.

Σήμερα ο Ντάνιελ είναι διακεκριμένος καθηγητής Ψυχολογίας στο πασίγνωστο Χάρβαρντ με πολλά –επιστημονικά– μπεστ σέλλερ. Κάποια διηγήματα Επιστημονικής Φαντασίας που έγραψε, αν και δημοσιεύτηκαν στο Astounding και στο Asimov's, δε στάθηκαν ικανά να τον παρασύρουν στην οδό της απώλειας. Το μεγάλο στοίχημα για το κεφάλι του όμως παίχτηκε τον Σεπτέμβριο 1978: τότε ήταν που ο Ντάνιελ έστειλε ένα σενάριο 7 σελίδων σε έναν από τους διακεκριμένους συγγραφείς του είδους, κάποιον Φίλιπ Ντικ. Ο τίτλος ήταν «Εξομολογήσεις Ενός Ταραχοποιού». Ο Ντικ τού απάντησε ότι η ιστορία ήταν πολύ ωραία (νομίζω ότι μόνιμα αυτό έλεγε σε κάθε νέο συγγραφέα που του έστελνε κείμενα) και του αντιγύρισε ένα διηγηματάκι της μιας σελίδας. Αυτό λοιπόν το πόνημα, σε συνεργασία Ντάνιελ Γκίλμπερτ – Φίλιπ Ντικ παρουσιάζω ακολούθως, σε πρώτη πανελλήνια μετάδοση:


Στα πίσω καθίσματα του λεωφορείου καθόταν σκυφτός ένας αλκοολικός γέρος.
Ήταν ντυμένος με κουρέλια και κρατούσε ένα μπουκάλι κρασί μέσα σε χαρτοσακούλα. Έμοιαζε να με κοιτάζει μελαγχολικά και του αντιγύρισα το βλέμμα. «Δε μ’ αναγνωρίζεις;» είπε ξαφνικά.
«Όχι» του απάντησα, ελπίζοντας κάτι άλλο να τραβήξει την προσοχή του. Όμως ο μπεκρούλιακας σηκώθηκε τρεκλίζοντας και έσυρε τα βήματά του ως το διπλανό μου κάθισμα.
«Είμαι ο Φιλ Ντικ» έκρωξε. «Στα τελευταία μου. Αλλαγμένος, ε;» είπε και γέλασε πικρά.

«Έτσι καταλήγει λοιπόν ένας απ’ τους γίγαντες του είδους;» έκανα, με
έκπληξη και στεναχώρια.

«Η ζωή μου ήταν μία αποτυχία δίχως τέλος» είπε ο Φιλ και τότε είδα ότι
πράγματι ήταν αυτός. Ο ίδιος ο Φιλ Ντικ. Αναγνώρισα αυτά τα μάτια, γεμάτα από λύπη αλλά και από την περηφάνεια του ανθρώπου που γνώρισε τα βάσανα και δεν υπέκυψε. «Ο ένας άσκοπος γάμος μετά τον άλλον… λεφτά πεταμένα… τα παιδιά και οι φίλοι να μ’ εγκαταλείπουν… όλες οι ελπίδες μου για οικογένεια και σταθερότητα στο βρόντο». Ήπιε στα μουλωχτά μια γουλιά κρασί• είδα ότι ήταν κάποια φτηνιάρικη μάρκα.

«Μπορεί να γνώρισα την επιτυχία σαν συγγραφέας» συνέχισε, «όμως τι σημασία έχει; Μια ζωή, χρόνο με το χρόνο, μόνος σ’ ένα νοικιασμένο δωμάτιο, προσπαθώντας να τα βγάλω πέρα με τα χρέη μου στην εφορία και με τις ατέλειωτες διατροφές των παιδιών μου, μάταια περιμένοντας το σωστό κορίτσι, αυτό που όταν τελικά εμφανίστηκε, με είδε κι έβαλε τα γέλια». Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. «Το να είσαι ένας γίγαντας της Επιστημονικής Φαντασίας δε σημαίνει πολλά» έκανε πνιχτά. «Είναι αυτό που είπε ο Goethe: ο χωρικός με το τζάκι, τη γυναίκα και τα παιδιά του είναι πιο ευτυχισμένος κι από τον μεγαλύτερο φιλόσοφο».
Από πίσω μας ακούστηκε ένα αιχμηρό γέλιο. «Εγώ είμαι μια χαρά» είπε μια φωνή που μας διαπέρασε και τους δύο σαν βελόνα. Γύρισα και είδα τον Χάρλαν Έλλισον με ένα στυλάτο κοστούμι και μία έκφραση ικανοποίησης στο πρόσωπό του. «Κακοτυχία, Φιλ, όμως ο καθένας μας παίρνει αυτό που του αξίζει. Υπάρχει λογική στο σύμπαν».

«Άσε με ήσυχο, ρε Χάρλαν» μουρμούρισε ο Φιλ και έσφιξε το μπουκάλι.

«Εσύ μπορεί να πήρες την κάτω βόλτα» συνέχισε απτόητος ο Χάρλαν, «εγώ όμως έχω τη βίλα μου στο Σέρμαν Όουκς, τη βιβλιοθήκη μου με χιλιάδες --»

«Σε ήξερα τότε που ήσουν κουτάβι» ξέσπασε ο Φιλ. «Παλιά, το 1954. Σου
έδωσα κι ένα διήγημα για το φανζίν σου».

«Ήταν εντελώς για πέταμα» είπε ο Χάρλαν μ’ ένα υπεροπτικό χαμόγελο.

Ο Φιλ κόμπιασε. «Όμως είπες ότι σου άρεσε».

«Μου άρεσε το όνομα του πρωταγωνιστή» τον διόρθωσε ο Χάρλαν. «Ουάλντο. Το
θυμάμαι καλά. Σου είπα ότι θαυμάζω τους ανθρώπους που λέγονται Ουάλντο. Και πέταξα την ιστορία σου στα σκουπίδια».

Ο Φιλ δεν είπε τίποτα και βυθίστηκε στη μιζέρια. Το λεωφορείο συνέχισε το δρόμο του. Κι εγώ, καθώς εξέταζα από τη μια το πρόσωπο του Χάρλαν Έλλισον όλο καμάρι κι από την άλλη τη δυστυχισμένη φιγούρα δίπλα μου, αναρωτιόμουν για το νόημα όλων αυτών. Τι από τα δύο ήταν πιο αξιολύπητο; Η χαιρέκακη σκληρότητα και η θριαμβολογία ή η απόγνωση του θανατά; Δύσκολο να πει κανείς.


Ελπίζω να πιάνετε τα υποσυνείδητα μηνύματα: ο Φιλ Ντικ να στέλνει ένα διήγημα στον Χάρλαν Έλλισον, αυτός να του λέει ότι είναι καλό ενώ δεν είναι - ο Ντάνιελ Γκίλμπερτ να στέλνει ένα σενάριο στον Φιλ Ντικ, αυτός να του λέει ότι είναι καλό ενώ δεν είναι... Με άλλα λόγια: παράτα τα, φίλε μου, και κάνε κάτι άλλο μπας και δεις προκοπή, αλλιώς θα καταλήξεις ένας αλκοολικός αλήτης.
Μην το υποτιμάτε το παραπάνω διηγηματάκι• έσωσε ζωές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.