Από τις Μέρες του Σεφέρη:
"Καθαρή Δευτέρα, 15 Μάρτη 1926. Εκδρομή σήμερα στον Υμηττό. Καισαριανή• το πλήθος πλημμυρίζοντας το μοναστήρι, σκεπάζοντας την εξοχή με ψώρα. Καμιά πραγματική κατάνυξη στο λαό που γέμιζε τη μικρή εκκλησιά. Κάτι γυναίκες προσπαθούσαν να κολλήσουν δεκάρες στα πρόσωπα των αγίων• κάποτε το κόλπο πετύχαινε• οι άλλες κοίταζαν με απογοήτευση τις δεκάρες τους που γλιστρούσαν κι έπεφταν, μολονότι δεν έπαυαν να σταυροκοπιούνται. Παρατήρησα πως οι γυναίκες που έπαιζαν αυτό το παιχνίδι κουβέντιαζαν με τις συντρόφισσές τους όπως σε μια οικογενειακή διασκέδαση".
Το 1926 η Καισαριανή ήταν μία ημιαγροτική θάλασσα από φτωχόσπιτα, μία προσφυγική παραγκούπολη 15.000 κατοίκων, εκεί που τελείωνε η Αθήνα και άρχιζε το χάος. Η εκδρομή στη Μονή Καισαριανής τότε ήταν κανονική εκδρομή στην ύπαιθρο. Ήταν επίσης και μία ευκαιρία να έρθει σε επαφή ο καλλιεργημένος κύριος Σεφεριάδης με το θρησκευτικό αίσθημα των πάμφτωχων τσαγκάρηδων, εργατών, βυρσοδεψών, αγροτών, σαπωνοποιών, μεροκαματιάρηδων, ξυλουργών κ.λπ. της αθηναϊκής φαβέλας. Ποιο θρησκευτικό αίσθημα; "Καμία πραγματική κατάνυξη", διαπιστώνει ο σπουδαγμένος αστός με την ευρωπαϊκή παιδεία και δεν μπορεί να κρύψει την απογοήτευσή του.
Ας πάμε και στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη:
Η Φραγκογιαννού έχει διαπράξει το πρώτο της φονικό και βασανίζεται από τις αμφιβολίες. Έκανε καλά ή όχι; Πήγε στον εγκαταλειμμένο ναό του Άι - Γιάννη του Κρυφού, στον οποίο πηγαίνουν όλοι όσοι έχουν κρυφό πόνο, και εκεί "άναψεν εν κηρίον, το οποίον είχεν εις το καλάθι της μαζί με ολίγα πυρεία, κ’ έκαμε τρεις στρωτάς γονυκλισίας εμπρός εις την τοιχογραφίαν την ημιφθαρμένην. Είτα, ανακυκλούσα εις τον νουν την έμμονον ιδέαν, ήτις της είχε κολλήσει, χωρίς να την εκφράζη μεγαλοφώνως, είπε με φωνήν, την οποία θα ηδύνατο να ακούση τις, αν παρίστατο μάρτυς της σκηνής εκείνης: Αν έκαμα καλά, Άι – Γιάννη μου, να μου δώσης σημείο σήμερα… να κάμω μία καλή πράξι, ένα ψυχικό, για να γαληνιάσ’ η ψυχή μου κ’ η καρδούλα μου!..."
Βγαίνει και πηγαίνει στον μπαχτσέ του Γιάννη του Περιβολά, να πάρει λίγα ζαρζαβατικά και σε αντάλλαγμα να δώσει κάποιο βότανο στην άρρωστη γυναίκα του. Στο πηγάδι έξω από το σπίτι έπαιζαν τα δύο κοριτσάκια της οικογένειας, ενώ κανείς από τους γονείς δε φαινόταν τριγύρω: "Να!… μου έδωκε σημείο ο Άι – Γιάννης, είπε μέσα της σχεδόν ακουσίως η Φραγκογιαννού, άμα είδε τα δύο θυγάτρια… Τι λευθεριά θα της έκαναν της φτωχιάς της Περιβολούς, ανίσως έπεφταν μέσ’ στη στέρνα". Η συνέχεια γνωστή.
Και στις δύο περιπτώσεις, τα θρησκευτικά σύμβολα χρησιμοποιούνται για καθαρά μαγικούς – μαντικούς σκοπούς. Παρόλο που προέρχονται από μία οργανωμένη θρησκεία με πλούσιο ηθικό περιεχόμενο, μετατρέπονται σε παγανισμό – και στην περίπτωση της Φραγκογιαννούς, σε μαύρη μαγεία. Στην ύπαιθρο όμως, ακόμα περισσότερο όταν αυτή είναι φτωχή, η θρησκεία πάντα αποκτά μαγικό χαρακτήρα και χάνει το ηθικό της φορτίο.
Ο κόσμος ενός (φτωχού) αγρότη αποτελείται μόνο από εργαλεία και πόρους. Μοχλούς, προσανάμματα, κατασκευαστικά υλικά, φαγώσιμα, φάρμακα, τέτοια βλέπει όταν κοιτάζει γύρω του. Τα ζώα γίνονται μηχανές παραγωγής έργου ή τροφής, χωρίς την πολυτέλεια του συναισθηματικού δεσίματος. Τα παιδιά γίνονται χρήσιμα χέρια για δουλειές. Η θρησκεία γίνεται ένα ακόμα εργαλείο αποκλειστικά εγκόσμιων στόχων, ενταγμένο κανονικά στον ανελέητο βιοπορισμό της αγροτικής ζωής – κάτι σαν ένα τρακτέρ, ιδιαίτερα μεγάλης ιπποδύναμης όμως. Η πόλη είναι που γεννάει την ηθική, και ιδιαίτερα τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα της πόλης. Ας θυμηθούμε και τον Max Weber, που ανέφερα εδώ: "Ο μικροαστός, ο τεχνίτης ... κάνουν μία οικονομική ζωή που τους ωθεί να καλλιεργούν τη στάση ότι η τιμιότητα ανταποδίδει, ότι η ευσυνείδητη δουλειά και η εκτέλεση των καθηκόντων θα φέρει την ‘ανταμοιβή’ της και ότι ‘αξίζουν’ τέτοια ανταμοιβή". Για τον αγρότη όμως, η ανταμοιβή είναι πολύ περισσότερο θέμα τύχης και απρόβλεπτων καταστάσεων• ένα ξαφνικό χαλάζι και η ευσυνείδητη δουλειά μιας χρονιάς πήγε στο βρόντο.
Μιλάμε συχνά για το Χριστιανισμό, την Ορθοδοξία, το Βουδισμό κ.λπ. χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι χρησιμοποιούμε ενικό αριθμό για μία πολλαπλότητα. Άλλη εντελώς η Ορθοδοξία του Σεφέρη και άλλη η Ορθοδοξία των φτωχών κατοίκων της προσφυγικής Καισαριανής. Άλλος ο Βουδισμός του Ρίτσαρντ Γκιρ (μία βαθιά υπαρξιακή φιλοσοφία με ανθρωπιστική ηθική) και άλλος ο Βουδισμός των χωρικών στην Ταϊλάνδη ή στο Βιετνάμ. Θα απογοητευτεί όποιος περιμένει να βρει σ’ αυτούς τους τελευταίους την ηθική – φιλοσοφική διάσταση, για την οποία διάβασε στα βιβλία του Καζαντζάκη ή του Όσσο ή άλλων μελετητών του Βουδισμού. Δεν υπάρχει τίποτα το φιλοσοφικό σε ένα τρακτέρ.
Θυμάμαι πριν χρόνια πολλά ένα κείμενο του Γιάννη Τριάντη, της Ελευθεροτυπίας, στους 4Τροχούς με αφορμή την απόκτηση σκύλου από την οικογένεια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈγραφε για τη ζωή, ανθρώπων και ζώων, στο χωριό του. Την απουσία "στοργής" απέναντί τους, χαρακτηριστικά έλεγε πως μια φορά θυμόταν τον πατέρα του να γίνεται τρυφερός με ζώο. Όταν (με την απόκτηση τρακτέρ;) πούλησε το άλογο στους Ιταλούς. Απλά δάκρυσε για μια στιγμή.
Έλεγε επίσης για τη νεκρική ησυχία της φύσης στην ύπαιθρο, σε αντίθεση με τον ζωογόνο μηχανικό θόρυβο της πόλης. Έτσι του είχε φανεί, και απορούσε με όσους χαρακτήριζαν απάνθρωπη ζωή τη ζωή στη πόλη κι όχι στο χωριό.
Ό,τι θυμάμαι, από ό,τι θυμόταν ο Τριάντης, μεταφέρω.
Κι ενώ γράφω αυτή την αποποίηση ευθύνης, λέω ας ξαναψάξω. Γιατί φυσικά είχα ψάξει και προηγουένως. Αν μη τι άλλο για να αποφύγω το γράψιμο. Αλλά οι αράχνες της γκουγκλ φαίνεται πως τεμπελιάζουν τελευταία ή απλά στο αρχείο των τεχνικών εκδόσεων ψεκάζουν με τέζα.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτη σκιά του Nτικ, του Γιάννη Τριάντη
ΑπάντησηΔιαγραφήΈσβησα τα δύο προηγούμενα σχόλια λόγω της χάλια μορφοποίησης στο εκ μεταφοράς κείμενο.
Ούτε παραγγελία να ήταν ο τίτλος, ε;
Ωραίο το κείμενο του Τριάντη. Ποιος ξέρει πόσο άλλαξε η ψυχοσύνθεση του αγρότη όταν ήρθαν τα τρακτέρ, και η βαρβαρότητα της υπαίθρου έδωσε τη θέση της στο σοσιαλισμό των κοινοτικών επιδοτήσεων. Κάτι συγγενείς πάντως στο χωριό της μάνας μου, τους θυμάμαι να είναι δεμένοι με τα ζώα τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ τίτλος μού θύμισε εκείνο το ποίημα του Ρίτσου που λέει: Να μην ξεχάσουμε, σύντροφοι, τον Ντικ / Ναι, ναι, τον Φίλιπ μας τον Ντικ / Vast Acrive Living Intelligence System κ.λπ.
Άσχετο, όμως θέλω να γράψω μία βέβηλη σκέψη, χωρίς κανένα υπονοούμενο, και ψάχνω μέρος να την κρύψω: Μήπως ο θάνατος του Παπαγιαννάκη ήταν προεκλογικό τέχνασμα για να ανεβάσει τα ποσοστά του ο ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως θα αναστηθεί την τρίτη ημέρα μετά τις εκλογές;
Θα ταραζόταν ο Φίλιπ από τις ιστορίες των Ντικ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπως τον θυμάμαι από τηλεοπτικές συζητήσεις τον Παπαγιαννάκη, αν του έλεγες τη σκέψη σου, νομίζω θα τραβούσε μια ρουφηξιά από το τσιμπούκι του, θα ατένιζε για μια στιγμή ψηλά, θα έβγαζε βιαστικά τον καπνό και με ένα υπομειδίαμα δυσπιστίας θα αναρωτιόταν «Λέτε; Και όντως θα ανέβουν τα ποσοστά;»
Νομίζω μπερδεύεις τον Παπαγιαννάκη με τον Σέρλοκ Χολμς!
ΑπάντησηΔιαγραφήΈτσι μάλιστα!!! :-D :-D :-D
ΑπάντησηΔιαγραφή(Παρεμπιπτόντως, ίσως οι ξεματιάστρες / μαμές, κλπ να ήταν σαμάνοι χαμηλότερης τάξης... (Χωρίς πολύ mana ακόμα, αλλά σε καλό δρόμο)
Απ' οτι έχω διαβάσει το συγγραφικό έργο του Tolkien είναι επιρρεασμένο απο διάφορους Ευρωπαϊκούς θρύλους και μύθους (και αρκετούς ζύθους θα έλεγα).
Ίσως δεν είναι τυχαίο οτι όλοι αυτοί έχουν να κάνουν με τη γή, θεότητες και πλάσματα του δάσους, Μονόκεροι, κλπ. Δάσοι και χωράφια είχαν γύρω τους οι άνθρωποι, μ' αυτά ασχολούνταν όλη μέρα...γι' αυτά γράφανε. Μετά ανθήσανε οι πόλεις (και κυρίως οι μηχανές) γύρω τους και γράφανε για....watchmen :-)
@Elias, the conspiracy plot thickens (η δεύτερη είδηση με την πένα του Στέφανου Χίου)
ΑπάντησηΔιαγραφή