Πολιτισμός - Φύση, Σημειώσατε...;

Στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση. Όλα τα λογοτεχνικά είδη αποτελούν εξελίξεις κάποιων αρχικών ημισχηματισμένων εμπνεύσεων, που προσδιορίστηκαν από κατοπινές σειρές συγγραφέων. Το αστυνομικό μυθιστόρημα, η Επιστημονική Φαντασία, η κωμωδία και η τραγωδία, το ρομαντικό μυθιστόρημα, το μυθιστόρημα τρόμου κ.λπ. όλα έχουν ιστορία και προϊστορία.

Όλα εκτός από ένα: το Ουέστερν.

Είναι το μόνο λογοτεχνικό είδος που έπεσε από τον ουρανό. Δημιουργήθηκε εκ του μηδενός μία συγκεκριμένη χρονολογία, από ένα συγκεκριμένο βιβλίο ενός συγκεκριμένου συγγραφέα. Πρώτα όμως ας πάμε λίγο στον Ρουσσώ:

Στη γνωστή Δεύτερη Διατριβή του, ο «πολίτης της Γενεύης» ασχολήθηκε έντονα με δύο φιλοσοφικές κατηγορίες, ας τις ονομάσουμε Πολιτισμός και Φύση. Στην προσπάθειά του να καταλάβει πώς ακριβώς επηρεάζει η (γνωστή μας, πολιτισμένη και δυτική) κοινωνία το άτομο, κατέφυγε σε ένα νοητικό πείραμα που έκαναν ο Λοκ και ο Χομπς πριν απ’ αυτόν και που κάνει κι ο Oldboy εδώ: προσπαθεί να φανταστεί έναν άνθρωπο εντελώς παρθένο από κάθε κοινωνική επαφή και επιρροή, έναν άνθρωπο στην ‘κατάσταση της Φύσης’. Πώς λοιπόν θα γινόμασταν αν μεγαλώναμε σ’ έναν κόσμο χωρίς Κράτος, οικογένεια, δημόσιους υπαλλήλους, νόμους και κανόνες, χωρίς αστυνομία, σχολείο, εκκλησία, δικαστήρια, τρόπους καλής συμπεριφοράς και αγωγή του πολίτη, χωρίς ιστορία, ΜΜΕ, θεσμούς, μόδα και ΠΑΣΟΚ; Κατά τον Ρουσσώ, θα υπακούγαμε μόνο στα δύο βασικά μας ένστικτα: την αυτοσυντήρηση και τον αποτροπιασμό προς τον πόνο των άλλων. Αυτά και τίποτα περισσότερο.

Ένα κείμενο, για να δέσει καλά, χρειάζεται και λίγο Ρουσσώ, οπωσδήποτε!

Ο Ρουσσώ, μαζί με τον Χομπς, δεν αρνιόταν ότι ο εξωκοινωνικός άνθρωπος είναι ένα πλάσμα βίαιο – τόνιζε μάλιστα ότι ο άνθρωπος στην ‘κατάσταση της Φύσης’ μπορεί να λειτουργήσει «με την αγριάδα του ζώου». Δεν έβλεπε όμως τη βία ως κάτι κυρίαρχο ή θεμελιώδες στην ανθρώπινη ουσία, παρά μόνο ως ένα εργαλείο για την αυτοσυντήρηση. Δε θεωρούσε ότι ο εξωκοινωνικός άνθρωπος είναι μία μηχανή πόνου και θανάτου, αλλά ένα ον που προσπαθεί απλώς να κρατηθεί στη ζωή. Και όχι μόνο δεν έχει παρορμήσεις να προκαλέσει αναίτιο πόνο, αντίθετα είναι εξοπλισμένος με ένα είδος φυσικής συμπόνιας – όσο αυτή δεν αντιβαίνει στις ανάγκες της αυτοσυντήρησης.

Όποιοι έζησαν την ευλογία να συναπαντηθούν απροστάτευτοι με επικίνδυνα ζώα, θα καταλάβουν αμέσως όλα τα παραπάνω.

Ο Ρουσσώ δεν είχε την ψευδαίσθηση ότι ο εξωκοινωνικός άνθρωπος διαθέτει κάποιον ιδιαίτερο πλούτο ιδεών ή συναισθημάτων. Τίποτα τέτοιο δε διαθέτει! Σκέφτεται και λειτουργεί με την απλοϊκότητα ενός ζώου, ζει ανάμεσα στα ζώα, «τα μόνα αγαθά που αναγνωρίζει στον κόσμο γύρω του είναι η τροφή, ο ύπνος κι ένα θηλυκό … η φαντασία του δεν του περιγράφει τίποτα• η καρδιά του δεν του γυρεύει τίποτα• η ψυχή του, που τίποτα δεν την ταράζει, παραδίνεται στο μοναδικό αίσθημα της τωρινής του ύπαρξης, χωρίς καμία ιδέα για το μέλλον. Τα σχέδιά του, περιορισμένα σαν τις απόψεις του, εκτείνονται μόνο ως το τέλος της ημέρας». Κάτι σαν κουμπάρος υπουργού της ΝΔ δηλαδή, όμως στο πιο πριμιτίφ.

Μέχρι που έρχεται η στιγμή της Πτώσης και ο άνθρωπος εντάσσεται στο Κοινωνικό Συμβόλαιο… Τη μεγάλη παγίδα αλλά και τη μεγάλη ευκαιρία ταυτόχρονα. Γιατί η διαδικασία της κοινωνικοποίησης συνήθως ισοπεδώνει τη φυσική συμπόνια του ανθρώπινου όντος. Η μόνιμη σύγκριση του εαυτού μας με τους άλλους γεννά το φόβο, το φθόνο, τη ματαιοδοξία, το μίσος, όλα αυτά τα τέρατα που περιέχονται στο κοινωνικό κουτί της Πανδώρας. Από την άλλη όμως, μόνο μέσα στα πλαίσια της οργανωμένης κοινωνίας το ανθρώπινο πλάσμα έχει τη δυνατότητα να βιώσει τα ύψιστα συναισθήματα, τις ύψιστες σκέψεις και τις ύψιστες εμπειρίες:

Παρόλο που στο κοινωνικό στάδιο, ο άνθρωπος στερείται κάποια από τα πλεονεκτήματα που διατηρούσε από τη φύση, αποζημιώνεται με άλλα πολύ σπουδαία• οι λειτουργίες του τονώνονται και αναπτύσσονται, οι ιδέες του επεκτείνονται, τα αισθήματά του εξευγενίζονται, όλη η ψυχή του εξυψώνεται

Αρκεί το Κοινωνικό Συμβόλαιο να είναι σωστά κατασκευασμένο, ώστε να μην καταπνίγει τη φυσική συμπόνια του ανθρώπινου πλάσματος – όμως αυτό είναι αντικείμενο άλλης συζήτησης. Το θέμα τώρα είναι ότι στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, εμφανίστηκε μία φωνή που τόνισε ότι υπάρχουν βαθιά και θεμελιώδη προβλήματα στην πολιτισμένη κοινωνία μας. Όλοι οι άλλοι Διαφωτιστές της εποχής λέγανε: Πολιτισμός – Φύση, σημειώσατε 1. Ο Ρουσσώ ήταν ο μόνος που είπε κάτι σαν: Πολιτισμός – Φύση, σημειώσατε Χ (και μεταξύ μας, συμπλήρωνε, ο Πολιτισμός ισοφαρίζει στις καθυστερήσεις και με την ψυχή στο στόμα).

Κάτι λέγαμε όμως για το Ουέστερν…


Ο Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ ήταν ένας ιδιαίτερος συγγραφέας και άνθρωπος, που γεννήθηκε στο Νιου Τζέρσι τη χρονιά της Γαλλικής Επανάστασης και μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στον Νέο και στον Παλαιό Κόσμο. Έζησε στην εποχή που μόλις είχε πάψει να κυριαρχεί στους Αμερικανούς η αμφιβολία για το μέλλον της χώρας τους. Όταν οι πρώτες 13 Πολιτείες επαναστάτησαν και ανεξαρτητοποιήθηκαν από το Λονδίνο, δεν ήταν καθόλου προφανές ότι το πρωτοφανές αυτό πείραμα των ΗΠΑ θα πετύχαινε. Ούτε και για τους Αμερικανούς ήταν προφανές. Θα μπορούσε άραγε να επιβιώσει μία νέα χώρα δίχως μοναρχία, δίχως αριστοκρατία, με εταιρικούς διοικητικούς θεσμούς; – διότι έτσι έγινε αντιληπτό το δημοκρατικό πείραμα των ΗΠΑ: μία χώρα σαν μία μεγάλη εταιρεία. Για αρκετά χρόνια οι ΗΠΑ έμοιαζαν να κρέμονται από μία κλωστή, η οποία όμως ενισχυόταν συνεχώς, μέχρι που ήρθε η δεκαετία του 1820 και το Δόγμα Μόνρο (ή «Μονρόε», όπως το γράφουμε συνήθως στα ελληνικά, τόσο αυτό όσο και την ομώνυμη Μέριλιν) για να καταστήσουν σαφές ότι τελικά το πείραμα πέτυχε.

Ο Κούπερ λοιπόν, όπως και πολλοί μορφωμένοι Αμερικανοί της εποχής του, μεγάλωσε και έγινε ένας διχασμένος άνθρωπος. Καμάρωνε τη χώρα του, θαύμαζε όμως και την Ευρώπη με την ιστορία και την κουλτούρα της• αγαπούσε την Πολιτεία της Νέας Υόρκης στην οποία μεγάλωσε, λάτρευε όμως τις πρωτεύουσες και τον πολιτισμό του Παλαιού Κόσμου. Τον απασχολούσε κυρίως το θέμα της αριστοκρατίας• οι ΗΠΑ διακήρυξαν πως όλοι οι πολίτες τους είναι ίσοι (πλην νέγρων, ινδιάνων) και πως δεν υπάρχει κάποιου είδους ανώτερη καταγωγή που διαχωρίζει τους ευγενείς από τους δυσγενείς. Πώς όμως τότε το αμερικάνικο Κοινωνικό Συμβόλαιο θα καλλιεργούσε και θα υποστήριζε τις θεωρούμενες ως παραδοσιακές αρετές της αριστοκρατίας – τιμή, ειλικρίνεια, ευγένεια στη συμπεριφορά, προστασία των αδυνάτων; Και ποιοι θα ήταν οι κατάλληλοι άνθρωποι, αν όχι οι παραδοσιακοί αριστοκράτες, για να αναλάβουν τους ηγετικούς ρόλους ώστε να διαφυλάξουν την κοινωνική σταθερότητα;

Ο Κούπερ επεξεργάστηκε και πρότεινε μία λύση με τους Πιονιέρους, ένα βιβλίο που δημοσίευσε το 1823 και ΔΕΝ ήταν το πρώτο Ουέστερν. Συγκεκριμένα, οραματίστηκε μία ‘φυσική αριστοκρατία’ που δεν κληρονομείται στους απογόνους και που δημιουργείται από την πάλη του πολιτισμένου ανθρώπου με τη Φύση. Κατά τον συγγραφέα, όσοι αναλαμβάνουν τον αγώνα να εποικίσουν τις άγνωστες εκτάσεις της χώρας, όσοι ανοίγουν δρόμους προς τα δυτικά και εξάγουν το Κοινωνικό Συμβόλαιο, το νόμο, τη γεωργία, την τεχνολογία και τη δημοκρατία, αυτοί είναι που αναπτύσσουν τις κατάλληλες ποιότητες του χαρακτήρα για να διοικήσουν και να γίνουν κοινωνικά πρότυπα. Διότι παλεύοντας με την ατόφια Φύση, αφυπνίζουν μέσα τους τη δεύτερη αρχή του Ρουσσώ, τη φυσική συμπόνια. Όχι οι βολεμένοι αστοί που αποτελούνται από 100% αγνό παρθένο Πολιτισμό 1.0, αλλά αυτοί που τον αναβαθμίζουν σε Πολιτισμό 2.0 επανεισάγοντας στο Κοινωνικό Συμβόλαιο την ξεχασμένη συμπόνια. Ας δούμε όμως λίγο περισσότερο αυτό το αξιοσημείωτο βιβλίο:


Οι Πιονιέροι
Βρισκόμαστε στα 1790 μ.Χ. Όλη η βόρεια Αμερική είναι άγρια και ανεξερεύνητη εξαιτίας της οροσειράς των Απαλαχίων, που εκτεινόμενη από το Μέιν ως την Τζόρτζια εμποδίζει τη μετανάστευση και περιορίζει τα 4 εκατομμύρια Αμερικανών της εποχής σε μία στενή λωρίδα γης περίπου 5 μοίρες γεωγραφικό πλάτος και 7 μοίρες γεωγραφικό μήκος.

Όλη; Όχι!

Διότι κάποιοι θαρραλέοι πιονιέροι αφήνουν τη Νέα Υόρκη και τις σίγουρες πόλεις τους κοντά στον Ατλαντικό, και χαράζουν καινούργιους δρόμους. Μαζί τους μετακινείται και η Μεθόριος, αυτή η γραμμή του χάρτη που οριοθετεί το τέρμα του Πολιτισμού και την αρχή του αγνώστου• ανοίγει συνεχώς προς τα δυτικά και τα νότια, μέσα από σκληρές μάχες και κόπους, σφυρηλατώντας σώμα και χαρακτήρα. Και στα 1790, κομμάτι της Μεθορίου ήταν ακόμα και η δυτική Πολιτεία της Νέας Υόρκης, το μέρος στο οποίο εκτυλίσσεται η πλοκή των Πιονιέρων. Ο Κούπερ ξεκινά την προπαγάνδα του από την πρώτη κιόλας παράγραφο του έργου:

Κοντά στο κέντρο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης βρίσκεται μία εκτεταμένη επαρχία όλο βουνά και κοιλάδες. Από τους λόφους της ξεχύνεται ο Ντέλαγουερ• από τις κρυστάλλινες λίμνες και τις χιλιάδες πηγές της περιοχής ξεκινούν οι αμέτρητοι παραπόταμοι του Σασκουεχάνα και φιδογυρίζουν μέσα στις κοιλάδες, μέχρι που ενώνουν τις δυνάμεις τους και δημιουργούν έναν από τους πιο περήφανους ποταμούς των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα υψηλότερα μέρη των βουνών είναι γενικώς καλλιεργήσιμα, παρόλο που καμιά φορά οι πλαγιές τους σημαδεύονται από μεγάλους βράχους, που τόσο πολύ συνεισφέρουν σ’ αυτόν τον έντονα ρομαντικό και γραφικό χαρακτήρα της περιοχής. Οι κοιλάδες είναι στενές, πλούσιες και καλλιεργημένες, ενώ πάντα ένας χείμαρρος περνάει μέσα τους. Όμορφα χωριά είναι διάσπαρτα και ευημερούν κοντά στις μικρές λίμνες ή σ’ εκείνα τα σημεία των χειμάρρων που προσφέρονται για τη βιοτεχνία• χαριτωμένες και άνετες φάρμες με άφθονες ενδείξεις πλούτου βρίσκονται εδώ κι εκεί, από τις πεδιάδες μέχρι τις κορφές των βουνών. Δρόμοι απλώνονται προς κάθε κατεύθυνση, από τις ευλογημένες κοιλάδες μέχρι τα πιο άγρια και δαιδαλώδη περάσματα των λόφων. Ο ξένος που ταξιδεύει σ’ αυτήν την περιοχή με τις συνεχείς εναλλαγές τοπίου, βλέπει κάθε λίγα μίλια και μία ακαδημία ή κάποιο άλλο μικρότερο οικοδόμημα μάθησης. Οι τόποι λατρείας του Θεού αφθονούν εδώ, με τη συχνότητα που χαρακτηρίζει έναν λαό ηθικής και περίσκεψης, και με την ποικιλία δογμάτων που πηγάζει από αδάμαστη ελευθερία συνείδησης. Εν ολίγοις, όλη η επαρχία δείχνει συνεχώς πόσα μπορούν να γίνουν, ακόμα και σε μία άγρια χώρα με ακραίο κλίμα, κάτω από την κυριαρχία ήπιων νόμων, όπου κάθε άνθρωπος αισθάνεται μέλος της κοινότητάς του και νοιάζεται για την ευημερία της.


Η Φύση λοιπόν μπορεί να είναι άγρια, τη δαμάζουν όμως τα χωριά, οι φάρμες, οι δρόμοι, οι καλλιέργειες και οι βιοτεχνίες των ελεύθερων πολιτών, που συγκροτούν σφιχτοδεμένες κοινότητες, μορφώνονται, θυμούνται το Λόγο του Θεού και επιλέγουν σοφά την (ήπια) κυβέρνησή τους. Στην πορεία του βιβλίου, ο Κούπερ θα μας δώσει και το πλήρες περιεχόμενο της έννοιας της Φύσης: είναι ένα πακέτο πρώτων υλών, ακατάλληλα κατασκευασμένο για το δυτικό άνθρωπο, στο οποίο κυριαρχούν οι δύο νόμοι του Ρουσσώ. Ο Πολιτισμός αποτελεί Φύση κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του δυτικού ανθρώπου: είναι η εξαγωγή αυτών των χρήσιμων πρώτων υλών μέσω της τεχνολογίας, το σιδέρωμα της Φύσης ώστε να γίνει human friendly, και η αντικατάσταση της αυτοσυντήρησης και της φυσικής συμπόνιας με όλο το πλέγμα των νόμων και των ηθών του (δυτικού) Κοινωνικού Συμβολαίου.




Ο Κούπερ δεν ήταν ούτε ο μόνος ούτε ο πρώτος που έγραψε ένα τέτοιο μυθιστόρημα. Στον καιρό του, το 1812, κυκλοφόρησε ένα άλλο παρόμοιο μπεστ σέλερ, η Οικογένεια Ελβετών Ροβινσώνων του Γιόχαν Βίσε. Στο βιβλίο αυτό, μία οικογένεια έξι Ελβετών ναυαγεί σε ένα νησί κοντά στη Νέα Γουινέα και μέσα σε δέκα χρόνια το αστικοποιεί εντελώς. Χάρη στις γνώσεις του πατέρα, ο οποίος είναι μία κινητή εγκυκλοπαίδεια βοτανολογίας, ζωολογίας, γεωλογίας κλ.π. και στη σκληρή δουλειά όλων, χάρη στη χριστιανική ηθική και στους αδιάρρηκτους δεσμούς τους, καταφέρνουν και κάνουν το νησί μία δεύτερη Ελβετία. Κατασκευάζουν εργαλεία, ρούχα, κεριά, σαπούνια, βάρκες, πορσελάνες, καουτσούκ, βρίσκουν οικοδομικά υλικά, χτίζουν οικήματα, εξημερώνουν ζώα, δημιουργούν φάρμες και καλλιέργειες, ακόμα και κήπους, ακόμα και αρδευτικά συστήματα για τους κήπους. Και όλα αυτά καταφέρνοντας να παραμείνουν μέχρι τέλους καθαροί, τόσο ψυχικά όσο και σωματικά. Πολιτισμός – Φύση, σημειώσατε 1 και μάλιστα μιλάμε για θρίαμβο.

Στην Οικογένεια λοιπόν ο δυτικός άνθρωπος μετατρέπει και την πιο αντίξοη Φύση σε ελβετικό ρολόι. Στους Πιονιέρους όμως, παρόλο που είναι κι αυτό ένα ακόμα μυθιστόρημα της Μεθορίου, υπάρχει μία σημαντική διαφορά: ο δυτικός άνθρωπος εδώ δεν παραμένει ατσαλάκωτος όταν έρχεται σε επαφή με τη Φύση. Η Μεθόριος, για τον Κούπερ, δεν ήταν απλώς ο κυματοθραύστης της Φύσης αλλά το μέρος στο οποίο ο Αμερικάνος αναπροσδιορίζει τον εαυτό του και αναβαθμίζει τον Πολιτισμό 1.0 σε Πολιτισμό 2.0. Ο ‘φυσικός αριστοκράτης’ του Κούπερ γεννιέται στο ταξίδι για την Ιθάκη, όχι στην ίδια την Ιθάκη. Με ειδοποιούν όμως από το κοντρόλ ότι ο κ. Georg Hegel επιθυμεί να παρέμβει. Είστε σ’ ανοιχτή ακρόαση, κ. Hegel, σας ακούμε:

Το Πνεύμα εξωτερικεύεται και αναπτύσσεται μέσα στον ιστορικό χρόνο. Κατά την ανάπτυξή του αυτή αλλοτριώνεται, ξεπέφτει στο βασίλειο της αναγκαιότητας, τη Φύση, που είναι η εξωτερίκευση του Πνεύματος μέσα στο χώρο. Άρει όμως την αλλοτρίωσή του κατά την πορεία της ανάπτυξης, εμπλουτίζεται και επιστρέφει σ’ ένα ανώτερο επίπεδο.

Ο Πολιτισμός, το έτερον της Φύσης, αποτελεί ένα από τα μεταβατικά στάδια της ανάπτυξης του Πνεύματος. Είναι κινητικός και ζωντανός επειδή εμπεριέχει την ίδια την αντίφασή του. Ως μη-Φύση, αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα στη Φύση, οπότε το Είναι και το μη-Είναι, η Φύση και η μη-Φύση ταυτίζονται. Και την αλήθεια του Πνεύματος δεν προσδιορίζει ούτε η Φύση ούτε η μη-Φύση• την αλήθεια του Πνεύματος προσδιορίζει το γίγνεσθαι της μετατροπής της Φύσης σε μη-Φύση, σε Πολιτισμό.

Η Μεθόριος είναι η αμοιβαία άρνηση της Φύσης με τη μη-Φύση και η εξύψωσή τους σε ένα ανώτερο επίπεδο. Εκεί μετατρέπεται η ενεργός πραγματικότητα σε αναγκαιότητα διαμέσου της Πράξης και γίνεται το άλμα προς την Έννοια. Στη Μεθόριο το Πνεύμα δημιουργεί τον ίδιο του τον εαυτό μέσω μιας διαδικασίας αυτογέννησης.

Ευχαριστούμε τον κήρυκα του Απόλυτου Πνεύματος γι’ αυτές του τις παρατηρήσεις και συνεχίζουμε. Ένας από τους τρόπους που επιλέγει ο Κούπερ για να δείξει αυτόν τον θρίαμβο του Πολιτισμού 2.0 επί της Φύσης είναι και μέσω των χαρακτήρων του βιβλίου. Ας τους δούμε λίγο, παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Ο ήρωας λοιπόν των Πιονιέρων είναι ο:


Δικαστής Μάρμαντιουκ Τέμπλ (όνομα, όχι αστεία). Μιλάμε για ατόφιο Πολιτισμό 2.0. Ο δικαστής Τεμπλ είναι ο ‘φυσικός αριστοκράτης’ του Κούπερ, ένας άνθρωπος που κάθε παιδί θα ήθελε για πατέρα: μεγαλόψυχος, καλόκαρδος, δίκαιος, ευγενικός, μόνιμα με χιούμορ και καλή διάθεση, αλλά και προικισμένος με όλες τις ποιότητες που απαιτεί η επιβίωση στα δύσκολα μέρη της Μεθορίου. Με κάτι τέτοιους ανθρώπους πηγαίνουν μπροστά οι κοινωνίες! Είναι αυτός που αναλαμβάνει το βασικό έργο της Μεθορίου, της συγκρότησης ενός Κοινωνικού Συμβολαίου μέσα στην αγριάδα της Φύσης. Το τέλειο αντίθετό του είναι ο Ινδιάνος:

Τσίνγκατσγκουκ. Γνωστός και ως ‘Indian John’, όμως εμείς ας χρησιμοποιήσουμε το αγαπημένο του όνομα όσο δυσπρόφερτο κι αν είναι. Στο κάτω κάτω, όπως λέει κι ο Κούπερ, «όλα τα ινδιάνικα ονόματα έχουν κάποιο νόημα» και το συγκεκριμένο σημαίνει Το Μεγάλο Φίδι. Εδώ λοιπόν μιλάμε για την ατόφια Φύση. Ο Τσίνγκατσγκουκ είναι ένας ηλικιωμένος Ινδιάνος που δεν μπορεί να τον αγγίξει ο Πολιτισμός, γι’ αυτό και πεθαίνει μαζί με τις παραδόσεις της φυλής του. Ο Πολιτισμός τελικά κυριαρχεί επί της Φύσης και τίποτα δε συμβολίζει καλύτερα αυτήν την κυριαρχία, όσο το δέσιμο του γέρου Ινδιάνου με όρκους πίστης και ευγνωμοσύνης προς τους λίγους λευκούς φίλους του. Ένας από αυτούς ΔΕΝ είναι ο:

Ρίτσαρντ Τζόουνς. Η φωνή της κατάκτησης και της ισοπέδωσης, που αντιπροσωπεύει το ελαττωματικό Κοινωνικό Συμβόλαιο, με την αναλγησία και την αλαζονία του. Η ύβρις του Πολιτισμού 1.0 επάνω στη Φύση, που προτείνει ακόμα και να φτιάξουν κανάλια γιατί τα υπάρχοντα ποτάμια δεν κυλούν κατά την κατεύθυνση που θα του άρεσε. Εξοργίζει αφόρητα τον:

Νάτι Μπάμπο (“The Leather-Stocking”). Ο απλοϊκός πεισματάρης κυνηγός, αμόρφωτος αλλά με τεράστιες αντοχές στον πόνο και στην κούραση, μόνιμα κακόκεφος αλλά άψογα προσαρμοσμένος στο περιβάλλον, είναι ο άνθρωπος που πατάει ταυτόχρονα σε δύο βάρκες: και στον Πολιτισμό και στη Φύση. Είναι μεν λευκός, όμως δεν αντέχει για πολύ τη συναναστροφή των ομοίων του. Ζει σε μία καλύβα στην ερημιά και ο μόνος πραγματικός του φίλος είναι ο γέρος Ινδιάνος που πεθαίνει. Οι πιονιέροι και οι άποικοι τού κόβουν τα δάση που λατρεύει. Τους βρίσκει κωμικούς και ακατανόητους ώρες ώρες. Είναι όλοι τους ενωμένοι με δεσμά πολύ πιο ισχυρά απ’ ό,τι θα ήθελε, με τις κοινωνικές και οικονομικές τους σχέσεις, την ιεραρχία τους, τους νόμους και τους θεσμούς τους.

Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου είναι η αντιπαράθεση του Νάτι και του δικαστή Τέμπλ. Ο δεύτερος θέλει να φέρει το νόμο, ο πρώτος θεωρεί ότι αποτελεί εξαίρεση από τους νόμους λόγω της αυτοπειθαρχίας του και του πανάρχαιου άγραφου δικαιώματός του στο κυνήγι για επιβίωση. Τίποτα όμως δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στην επέλαση του Πολιτισμού• στο τέλος ο Νάτι καταλαβαίνει ότι αποτελεί ξένο στοιχείο στο Κοινωνικό Συμβόλαιο, οπότε φεύγει προς τα δυτικά, πάει να βρει καινούργια δάση και μοναξιά, μόνο σ’ αυτά μπορεί να επιβιώσει... Μετά από τη μεγάλη επιτυχία των Πιονιέρων, ο Τζ. Φ. Κούπερ κάθισε και έγραψε τη συνέχεια του έργου, στο ίδιο σκηνικό και με τους ίδιους βασικούς ήρωες. Αυτή ΗΤΑΝ και το πρώτο Ουέστερν! Τα ημερολόγια έδειχναν 1826 όταν κυκλοφόρησε:

Ο Τελευταίος Των Μοϊκανών
Αποτελεί παράδοξο, αλλά το πρώτο Ουέστερν τελικά ήταν Ίστερν! Τι το διαφορετικό όμως είχε αυτό το βιβλίο σε σχέση με τους Πιονιέρους;

Τα πάντα!

Κατ’ αρχήν, το όλο ύφος: οι Πιονιέροι ήταν ένα φωτεινό και ευχάριστο μυθιστόρημα, σαν Λούκυ Λουκ, κατάλληλο και για ανηλίκους κάτω των 13 ετών. Βία δεν υπήρχε πουθενά• όλες οι πληγές ήταν επιφανειακές και θεραπεύονταν γρήγορα, όλες οι αντιπαραθέσεις τέλειωναν όμορφα, για κάθε πρόβλημα υπήρχε και ένα happy end. Ο Τελευταίος των Μοϊκανών ήταν ένα ζοφερό μυθιστόρημα, που ο θάνατος καραδοκούσε σε κάθε του σελίδα. Σκοτείνιασαν τα ειδυλλιακά δάση των Πιονιέρων, έγιναν παγίδες θανάτου, όλο επικίνδυνα ζώα και Ινδιάνους. Αυτοί οι τελευταίοι έπαψαν να είναι ψιλογραφικοί, έγιναν σκληροί και άγριοι, όπως η ίδια η Φύση που τους γέννησε. Ο Τσίνγκατσγκουκ, η ατόφια Φύση, έπαψε να είναι ο παροπλισμένος ερυθρόδερμος• έγινε μία φοβερή φιγούρα, larger than life, που επισκίαζε το πάντα στην παρουσία της. Ο δυτικός άνθρωπος έπαψε να είναι ο κατακτητής της Φύσης• έγινε ένα αδέξιο, θορυβώδες και γελοίο πλάσμα, εντελώς ακατάλληλο για το άγριο περιβάλλον των μεγάλων δασών, που όχι μόνο δεν μπορούσε να τα δαμάσει αλλά ούτε καν να επιβιώσει μέσα τους. Και ο Νάτι Μπάμπο, αυτή η ελαφρώς περιθωριακή φιγούρα των Πιονιέρων, έγινε ο πραγματικός ήρωας του Τελευταίου των Μοϊκανών. Το έτος 1826 ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας που ειπώθηκε ξεκάθαρα: Πολιτισμός – Φύση, σημειώσατε 2.



Ναι, ξέρω! Σου άνοιξα την όρεξη! Θες ν' ακούσεις τη μουσική, θες και να δεις τη φοβερή σκηνή στον γκρεμό με τον Russell Means και τον Daniel Day-Lewis, που αξίζει όσο χίλιες λέξεις βαρετής ανάλυσης! Ας είναι καλά το YouTube, σου τη βρήκα λοιπόν εδώ.


Τα χλωμά πρόσωπα είναι αφέντες της γης, ο καιρός των ερυθρόδερμων ακόμα να ξανάρθει… Η μέρα μου υπήρξε πολύ μεγάλη. Το πρωί είδα τους γιους των Ουνάμι δυνατούς και χαρούμενους• κι όμως, πριν πέσει η νύχτα, έζησα για να δω τον τελευταίο πολεμιστή της σοφής φυλής των Μοϊκανών
To be continued

12 σχόλια:

  1. Ανώνυμος7/7/09

    Πολύ το φχαριστήθηκα! Θα πρότεινα και το "Μέισον και Ντίξον" του Πύνσον, σαν ένα "μεταμοντέρνο" (ουχ!) γουέστερν για την μέτρηση της Φύσης, όπου Πολιτισμός-Φύση: Χ (;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θα το σημειώσω, κύριε Δύτη, σ' έχω κόψει για σοβαρό άνθρωπο που ξέρει τι λέει. Μερσί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Από το πρωί που το διάβασα, αναρρωτιέμαι αν είναι "Πολιτισμός-Φύση" ή "Πολιτισμένος Άνθρωπος-Φύση". Γιατί και στο "Πολιτισμός-Φυσικός Άνθρωπος" έχουμε σημειώσει 1 από τότε που υπάρχει γραπτός λόγος (o Εκνιντού στο "Έπος του Γκιλγκαμές"). Και στις δυο περιπτώσεις, ο μοναχικός άνθρωπος χάνει όταν έχει να τα βάλει με ένα ξένο "σύστημα" χωρίς την υποστήριξη του δικού του.


    Και για το ποια είναι η φυσική ροπή του ανθρώπου, κοπιάρω μέρος της απάντησης του aerosol στον OldBoy:

    "Όλα τα βρέφη (χωρίς καμμία απολύτως εξαίρεση!) είναι απολύτως εγωιστικά όντα. Σωστές μηχανές επιβίωσης και συμφέροντος. Κάποιες φορές και σκληρότατης βίας. Αυτό διατάζει το ένστικτο. Είναι μια μακρόχρονη πορεία -υπό τις συνεχείς παροτρύνσεις των μεγαλύτερων και την επίδραση των συνομήλικων- η πορεία της κοινωνικοποίησης.

    Όταν οι κηδεμόνες έχουν το νου, την τάση και την ικανότητα να καλλιεργήσουν τα καλύτερα χαρακτηριστικά -και ανάλογα με την προσωπικότητα του παιδιού, στοιχείο που συχνά αποσιωπάται- το βοηθούν να βρει το δρόμο προς την ανθρωπότητα."

    Και ρέποντας προς τον Jeremy Bentham, θα προτιμούσα ως τελευταία λέξη την "ανθρωπιά" και ουχί την "ανθρωπότητα".

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. από τα πλέον ενδιαφέροντα κείμενα των τελευταίων ημερών.
    (ένας λάτρης του Τζων Φορντ)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Εξαιρετικό το post, δυσκολεύομαι να σχολιάσω. Κι αν ο τελευταίος των μοϊκανών υπήρξε από τα αγαπημένα μου βιβλία, δυστυχώς δεν έχω εντρυφήσει στα γουέστερν.
    Ωστόσο, να μου επιτρέψεις να εικάσω αναπόδεικτα πως πολιτισμός - φύση έχει κάτι στραβό στη διατύπωση. Που σταματάει η δεύτερη και που αρχίζει ο πρώτος; Μήπως η ειδοποιός διαφορά εντοπίζεται στον υπολογιστικό νου; Αλλά είναι πολύ μεγάλο και σοβαρό θέμα για την ώρα αυτή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. @Λευτέρης
    Δε διαφωνώ μ' αυτό που λέει ο Aerosol. Ούτε και με την παρατήρησή σου για τον μοναχικό άνθρωπο. Κράτα το να το συζητήσουμε στην επόμενη συνέχεια, που θα μιλήσουμε περισσότερο για το Ουέστερν.
    Σ' ευχαριστώ που μου θύμισες το Έπος του Γκιλγκαμές

    @Ροΐδης
    Μερσί. Και Τζον Φορντ θα έχουμε στη συνέχεια.

    @Sadmanivo
    Ναι, κι εμένα δε με ικανοποιεί πλήρως ο ορισμός Φύσης - Πολιτισμού που έδωσα (και που χρέωσα στον Τζ. Φ. Κούπερ). Όλο το κείμενο είναι σκέψεις που τριγυρίζουν στο μυαλό μου εδώ και καιρό, είπα να καθίσω και να τις βάλω σε μία σειρά μπας και βγει κάποιο νόημα.
    Όλες οι παρατηρήσεις, οι συζητήσεις και οι ιδέες καλοδεχούμενες!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ξεκινώντας από περιβαλλοντικά (βλέπε οικολογικά) προβλήματα και κάποια στοιχεία βιολογίας που έχω υπόψη μου, θα έλεγα πως κατ' αναλογία με τα στοιχειώδη κατασκευάσματα διάφορων ζώων (πουλιά, έντομα, κάστορες κλπ) ακόμη κι ένας πυρηνικός αντιδραστήρας θα μπορούσε να θεωρηθεί φύση. Δηλαδή - για να μην παρεξηγηθώ - τα κατασκευάσματα του ανθρώπου γιατί να διαφοροποιούνται από αυτά των αναφερθέντων ζώων; Μήπως το πρόβλημα είναι τελικά πρόβλημα α) κλίμακας και β) της ανθρώπινης νόησης που, προβλέποντας για το αύριο κοιτάζει (κοντόφθαλμα βέβαια) να εξασφαλίσει τα προς το (καλο)ζειν;
    ...
    Σπέρματα σκέψης, κι ο χώρος των σχολίων δεν είναι ο ενδυκνειόμενος για τέτοια συζήτηση.. :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Από τη wikipedia:

    The Ostern (Eastern) or Red Western (also known as "Borscht Western") was the Soviet Union and Eastern Bloc countries' take on the Western.

    It generally took two forms:

    1. Proper Red Westerns, set in America's 'Wild West', such as Lemonade Joe (Czechoslovakia, 1964), or the East-German The Sons of the Great Bear (1966) or The Oil, the Baby and the Transylvanians (Romania, 1981), or A Man from the Boulevard des Capucines (USSR, 1987), involving radically different themes and genres. These were much more common in Eastern Europe, rather than the USSR itself.
    2. Easterns (Osterns), which took place usually on the steppes or Asian parts of the USSR, especially during the Russian Revolution or following the Civil War. Examples of these include The Burning Miles (1957), The Bodyguard (1979), At Home among Strangers (1971), and the famous Soviet film White Sun of the Desert (1970). While some of these are obviously influenced by Westerns, in some cases, the material can be seen as a parallel formation.

    Many of these films contained political messages, but they can still be watched as action films, comedies etc.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Ανώνυμος15/7/09

    Στο τελευταίο: ό,τι και να λέει η Βικιπαίδεια, το "Τζο ο Λεμονάδας" με τίποτα δεν θα τον έκανα Proper Red Western. Καθαρή παρωδία, πρώτον, ψιλο-Άνοιξη της Πράγας, δεύτερον.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. @Δύτης:

    Η διαφοροοποίηση σε "proper" red western και eastern δε γίνεται με βάση το περιεχόμενο, αλλά τον τόπο στον οποίο διαδραματίζονται - άγρια Αμερική τα πρώτα, άγρια Υπερκαυκασία τα δεύτερα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Ανώνυμος15/7/09

    ΟΚ, χωρίς παρεξήγηση!
    Μπορούμε να προσθέσουμε και το ιαπωνικό γουέστερν (παραλλαγή του Ostern): "Ντερσού Ουζαλά", του Κουροσάβα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.