Ένα Φλιτζάνι Φρίκη

Επέμενε πάντα να μου φτιάχνει καφέ. Με το που έμπαινα στο μαγαζί του, κάθε Σάββατο πρωί, μετά τις καλημέρες ερχόταν η στιγμή της φρίκης: «Έχεις πιει καφέ; Να σου ψήσω;» Δε γινόταν να αρνηθώ, έλεγε ότι ήταν πολύ σημαντικό να με κεράσει κάτι.

Σηκωνόταν λοιπόν από το γραφειάκι δίπλα στην είσοδο, διέσχιζε τα περίπου είκοσι μέτρα του μαγαζιού και πήγαινε πίσω στο συνεργείο. Εκεί πέρα, δίπλα σε ξεκοιλιασμένους κινητήρες, είχε κι ένα ράφι με μπρίκι, καφέ, γκαζάκι κι όλα τα σύνεργα της φρίκης. Περίμενα κάνα πεντάλεπτο στο γραφειάκι ακούγοντας μουσική από το ραδιόφωνο, κοιτώντας τους πελάτες στο μαγαζί που κάποιος άλλος εξυπηρετούσε, χαζεύοντας τους γεμάτους τοίχους από εργαλεία, κλαδευτικά, γράσα, βαλβολίνες, μπουζιά, βαριοπούλες κ.λπ. κι αφίσες με ημίγυμνες που χάιδευαν μηχανήματα. Καμιά φορά σήκωνα και το τηλέφωνο κιόλας, είχα γίνει μέρος του μαγαζιού. Μέχρι που τον έβλεπα ξανά στην πόρτα του συνεργείου με το φλιτζάνι, να το κρατάει προσεκτικά από το αυτάκι και να περπατάει με μικρά βήματα, όπως οι Κινέζες, πολύ αργά να μη χύσει τον καφέ. Εκατοστό προς εκατοστό λοιπόν, το φλιτζάνι διέσχιζε τα περίπου 20 μέτρα από το συνεργείο ως το γραφειάκι με ταχύτητα 0,01 km/h. Με γέμιζε φρίκη αυτή η σκηνή, να τον παρακολουθώ να περπατάει όσο πιο αργά μπορεί, ανιχνεύοντας με τα παπούτσια του τις ανωμαλίες του πατώματος, απορροφώντας τις με τα εσωτερικά του αμορτισέρ ώστε να διατηρεί συνεχώς τον καφέ οριζόντιο.

Ας τον πούμε Στέφανο. Ήταν κουρασμένος κι αρκετά μεγαλύτερος από μένα στην ηλικία. Πιτσιρικάς έλεγε ότι έπαιζε καλούτσικο ποδόσφαιρο, κάποια στιγμή μάλιστα είχε ενδιαφερθεί κι η ΑΕΚ γι’ αυτόν, όμως ο προπονητής τον έκοψε επειδή δεν του άρεσε η φάτσα του. Έτσι μου έλεγε, τουλάχιστον. Με λίγη περισσότερη τύχη ίσως θα μπορούσε να είχε παίξει επαγγελματικά, αργότερα θα άνοιγε ένα προπατζίδικο, όπως όλοι οι παροπλισμένοι ποδοσφαιριστές, και μια φορά τον χρόνο θα έπαιρνε μέρος σε κάποιον αγώνα παλαιμάχων. Αντί γι’ αυτό, τελικά κατέληξε στο μικρό μαγαζί με το γραφειάκι στην είσοδο και το συνεργείο στο βάθος, ο θάνατος του εμποράκου, κι όλα επάνω του φώναζαν: είμαι μικρός, κουρασμένος, σκυφτός ανθρωπάκος. Του προμήθευα κάποια εξειδικευμένα ανταλλακτικά που πουλούσε κατόπιν σχεδόν σε όλους τους (προ-καλλικρατικούς) Δήμους της χώρας και κάθε Σάββατο πρωί αναγκαζόμουν να κάνω τον εισπράκτορα και να μαζεύω τις πληρωμές. Κάθε Σάββατο πρωί αναγκαζόμουν να παίζω αυτό το τελετουργικό, «έχεις πιει καφέ;», να του δίνω πέντε λεπτά περιθώριο να αναβάλλει τη στιγμή του μαρτυρίου.

Όταν τελικά έφτανε σε μένα, ο καφές συνήθως ήταν χυμένος. «Δεν πειράζει», έπρεπε να πω τότε εγώ, «γούρι, θα πάρω λεφτά!». Μια πάσα σε έναν παλιό ποδοσφαιριστή. Εκεί ήταν που ο Στέφανος απαντούσε: «Αμ, δε θα πάρεις λεφτά...» και κατόπιν με πληροφορούσε ότι δεν πλήρωσε ούτε η Καβάλα ούτε ο Τύρναβος ούτε το Καλοχώρι ούτε η Σταυρούπολη κ.λπ., μόνο η Κόρινθος έβαλε λίγα χρήματα. Έπεφτε μια σύντομη σιωπή τότε, λίγα δευτερόλεπτα όλο κι όλο, κατά την οποία μπορούσα ν’ ακούσω τις σκέψεις του: μην πεις τίποτα, σε παρακαλώ, δέξου το όπως στο λέω και τέρμα!... Το ήξερα φυσικά ότι μου έλεγε ψέμματα. Το ήξερα ότι υπήρχαν κι άλλες πληρωμές που μου έκρυβε, για να χρησιμοποιήσει τα λεφτά, να πληρώσει επιταγές, λογαριασμούς και διάφορα απαραίτητα. Τι μπορούσα να του πω; Καιγόταν για χρήματα, ήταν απελπισμένος. Δεν ήταν ότι ήθελε να πάει διακοπές στη Χαβάη, αλλά να βγάλει τη βδομάδα. Έκανα λοιπόν ότι τον πίστευα κι έπαιζα το παιχνίδι του. Το καταλάβαινε κι ο ίδιος ότι δεν τον πίστευα, όμως δεν είχε το θάρρος να μου ζητήσει αυτά τα λεφτά, να τα κρατήσει λίγες μέρες παραπάνω. Συνήθως καταλήγαμε σε μια μοιρολατρική κουβέντα για την ανοργανωσιά των ελληνικών Δήμων, που δεν μπορείς να βασιστείς πάνω τους, λένε ότι θα σε πληρώσουν κι όλο το αναβάλλουν, σε πάνε από βδομάδα σε βδομάδα, δεν μπορούν να κάνουν κουμάντο στα οικονομικά τους κ.λπ. Κι ο καφές ήταν αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της θεατρικής παράστασης, ήταν πέντε λεπτά για να πάρει κουράγιο και να προετοιμάσει τα ψέμματά του. Ο καθένας δικαιούται δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας και πέντε λεπτά αναβολής της θανατικής του ποινής. Κάθε φορά που έβλεπα τον Στέφανο να βγαίνει από το συνεργείο με το φλιτζάνι στο χέρι, μου ερχόταν να βάλω τις φωνές: «Ψήσε τον καφέ, πάρε το μπρίκι και το άδειο φλιτζάνι, περπάτα σαν άνθρωπος, φέρτα στο γραφειάκι και τότε μόνο γέμισε το φλιτζάνι! Αυτή είναι η τεχνική!» Κουραζόμουν αφάνταστα να τον κοιτάω να κάνει αυτήν την Οδύσσεια των είκοσι μέτρων, αισθανόμουν απαίσια που ένας άνθρωπος μεγαλύτερος στην ηλικία έφτανε σε τέτοια κατάσταση, να λέει ψέμματα και να μην ξέρει πώς να μεταφέρει ένα φλιτζάνι καφέ.

Όταν το Κοινωνικό Συμβόλαιο σε φέρνει στο σημείο να λες Α και να εννοείς Β, κι ο άλλος να το καταλαβαίνει ότι εννοείς Β όμως ν’ απαντάει στο προσχηματικό σου Α, κι εσύ να το καταλαβαίνεις ότι ο άλλος το καταλαβαίνει το υπονοούμενο Β σου όμως να συνεχίζεις με το άλλοθι του Α, κι ο άλλος να το καταλαβαίνει ότι το καταλαβαίνεις ότι το καταλαβαίνει ότι το Α είναι απλώς μια μεταμφίεση για το Β όμως να κάνει πως δεν το καταλαβαίνει ότι το καταλαβαίνεις ότι το καταλαβαίνει... ε τότε, κάτι δεν πάει καθόλου καλά με το Κοινωνικό Συμβόλαιο.

Συνήθως κλείναμε τη θεατρική παράσταση με μια κουβέντα για την κόρη του. Τι κάνει, ποια είναι τα αγαπημένα της παιχνίδια, τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, ποιον αγαπάει περισσότερο, τον μπαμπά ή τη μαμά κ.λπ. Εκεί ήταν που ο Στέφανος μαλάκωνε κι άλλαζε διάθεση. Όταν μιλούσε για την κόρη του, ήταν η μόνη στιγμή σ’ εκείνα τα σαββατιάτικα πρωινά που έλεγε Α κι εννοούσε Α. Την είχε ανάγκη αυτήν την κουβέντα για να καταλαγιάσουν λίγο οι τύψεις του, να νιώσει ότι αμαρτάνει μεν, για το παιδί του δε. Την είχα κι εγώ ανάγκη για να νιώσω ότι επιτέλους μιλάμε σαν άνθρωποι.

Μερικές φορές πέταγα ήρωες του Φίλιπ Ντικ μέσα στα σαββατιάτικα πρωινά, προσπαθούσα να φανταστώ τη σκηνή με τα μάτια του Μάνφρεντ Στάινερ από το Martian Time-Slip, του αυτιστικού παιδιού που έβλεπε τους ανθρώπους ως αιχμηρά αντικείμενα προς αποφυγή: Ο Στέφανος βγαίνει από το συνεργείο προχωρώντας αργά, με το φλιτζάνι του καφέ στο χέρι. Μεγάλα υγρά σκουλίκια ξεπροβάλλουν από το φλιτζάνι. Ο Στέφανος μεταμορφώνεται σε ένα τεράστιο σαρκοφάγο πουλί. Κάνω να τρέξω προς την είσοδο όμως τη βρίσκω κλειστή. Πίσω μου ακούω τον ήχο φλιτζανιού που σπάει στο πάτωμα, γυρνώ και βλέπω ένα ολόκληρο σμήνος σαρκοφάγων πουλιών να κινείται προς τα μένα. Το πάτωμα κάτω από τα πόδια μου γίνεται κατηφορικό, δεν μπορώ να κρατήσω την ισορροπία μου, κατρακυλάω σαν μπίλια σε φλιπεράκι προς τα πίσω. Τα πουλιά ορμάνε και μου κόβουν το κεφάλι. Ξαφνικά βρίσκομαι να κοιτάζω από ψηλά μια θάλασσα με καρχαρίες, οι οποίοι μου επιτίθενται, πηδάνε όλο και πιο ψηλά, μέχρι που στο τέλος με φτάνουν και μου κόβουν ξανά το κεφάλι. Βρίσκομαι πάλι μόνος στο μικρό μαγαζί. Όλα είναι σκοτεινά και κρύα, το ραδιοφωνάκι είναι βουβό, σηκώνω το τηλέφωνο όμως αυτό βγάζει μόνο έναν μακρινό ήχο παρασίτων και στους τοίχους σέρνονται μεγάλα υγρά σκουλίκια.



 Κάπως έτσι θα έβλεπα τη σκηνή του Σαββάτου αν ήμουν ο Μάνφρεντ Στάινερ. Είναι απίστευτο πόση φρίκη μπορεί να κρύβεται σε ένα κοινό φλιτζάνι καφέ


Με έσωζε μια τεχνική που ανέπτυξα με τον καιρό: η Αναγωγή σε Μιούζικαλ. Έψαχνα μια μετα-πραγματικότητα που να αναπτύσσει το υλικό της πραγματικότητας. Πάντα μου άρεσαν οι μουσικοχορευτικές σκηνές από τα αμερικάνικα μιούζικαλ, εκεί που ξαφνικά η πλοκή διαλύεται κι οι πρωταγωνιστές βγαίνουν από το ρόλο τους, συναντιούνται σε ένα δεύτερο σκηνικό επίπεδο όλοι μαζί, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ μ’ έναν χίππι, ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά. Προσπαθούσα λοιπόν να φανταστώ ότι ήμουν σκηνοθέτης κι έπρεπε να φτιάξω μια σκηνή μιούζικαλ από τις πρωινές σαββατιάτικες τελετουργίες. Είχα καταλήξει σε κάτι τέτοιο:

Μπαίνω στο μαγαζί, «καλημέρα – καλημέρα», οι τοίχοι γεμάτοι από εργαλεία, μηχανήματα κι αφίσες με ημίγυμνες, ένας πελάτης κοιτάζει ένα αλυσοπρίονο, ένας άλλος κοιτάζει ένα χλοοκοπτικό, πιτσιρικάδες τους εξυπηρετούν κ.λπ. Κάθομαι στο γραφειάκι κι ο Στέφανος ακουμπάει μπροστά μου το γνωστό φλιτζάνι. «Ο καφές της παρηγοριάς», ανακοινώνει.

«Ωχ... Πάλι δεν πλήρωσε κανένας;»

«Μα τους πήρα όλους! Χιλιάδες φορές! Και τον Γιώργο στα Τρίκαλα και την Ελένη στα Γρεβενά και τη Μαρία στη Σπάρτη και τον Νίκο στη Ρόδο και τον Πρόδρομο στην Ηγουμενίτσα και τη Δανάη στη Χρυσούπολη και τον Ορέστη στον Βόλο και τη Χριστίνα στην Πάτμο!». Παράλληλα καθώς λέει αυτά, ρίχνει κι από ένα βελάκι στις αντίστοιχες περιοχές ενός μεγάλου χάρτη της Ελλάδας στον τοίχο πίσω μου. «Τους έπρηξα, δεν τους άφησα σε χλωρό κλαρί! Όλοι όμως μου ‘λέγαν το συνηθισμένο: Να, σήμερα ο αντιδήμαρχος θα υπογράψει τα εμβάσματα και θα σου βάλω τα λεφτά, μείνε ήσυχος. Πούν' τα όμως; Πούν' τα; Ψεύτες όλοι τους...»

Εκείνη τη στιγμή χαμηλώνει ο φωτισμός κι ένας προβολέας πέφτει επάνω στον Στέφανο καθώς αρχίζει να τραγουδάει:

Πάμε κι εμείς στην αυλή του φθινοπώρου
Πίσω απ' τα κιτρινισμένα τιμολόγια του καλοκαιριού
Πάμε κι εμείς στα λεφτά που αράχνιασαν
Σε κάποιο συρτάρι της ταμειακής υπηρεσίας
Πάμε να δεις τ’ ανυπόγραφα εμβάσματα:
Δυο εμβάσματα ξεχασμένα, δυο εμβάσματα του χαμού.

Στο ρεφραίν τραγουδάμε ντουέτο ενώ μπροστά μας χορεύει ο ένας πελάτης με το χλοοκοπτικό κι ο άλλος αγκαλιά με το αλυσοπρίονο:

Ορέστη απ' το Βόλο
Μαρία απ' τη Σπάρτη
Γυρεύω τα φράγκα,
Μαρία απ' τη Σπάρτη (Μαρία απ’ τη Σπάρτη!)
Ορέστη απ' το Βόλο (Ορέστη απ’ το Βόλο!)
Πληρώστε επιτέλους...

Η μουσική σβήνει κι οι δύο πελάτες έρχονται δίπλα μας, ο ένας στ’ αριστερά κι ο άλλος στα δεξιά. Βγάζουμε όλοι μαντίλια κι αρχίζουμε να χορεύουμε έναν καλαματιανό:

Σε γέλασε, Παρασκευούλα μου
Σε γέλασε το δημαρχόπουλο
Σου ‘πε θα σε πληρώσει, Παρασκευούλα μου
Παν τα φράγκα, παν τα κάλη, δεν ξαναγυρίζουν πάλι,
Παν τα φράγκα, παν τα κάλη, από δω πάνε κι οι άλλοι!

Η μουσική σταμάτει πάλι. «Καημό το ‘χω», λέει ο Στέφανος, «να γίνει ένα θαύμα μια φορά και να μας πληρώσουν όλοι!». Βγάζει έναν αιγυπτιακό πάπυρο σε ρολό, τον ξετυλίγει κι αυτός φτάνει μέχρι το πάτωμα. «Ορίστε, δες εδώ, μας χρωστάει η μισή Ελλάδα. Τι ωραία που θα ‘ταν, ρε συ, να γινόταν ένα κουφό και να μας πλήρωναν όλοι αυτοί...». Κάποιος πελάτης παίρνει ένα κλαδευτικό για μπουζούκι και μ’ ένα μπουζί για πένα αρχίζει να ρίχνει μια πενιά. Στον χάρτη της Ελλάδας, οι αντίστοιχες περιοχές αστράφτουν με κόκκινο φωτάκι:

Πόσο θα ‘θελα, ρε φίλε
Να ‘χα φουλ το πορτοφόλι
Και να τα οικονομήσω
Από την Ελλάδα όλη:

Βόλο, Λάρισα, Καρδίτσα
Να εισπράξω μια βραδιά
Βγαίνει ο Αυγερινός στον κάμπο
Η Πούλια στην Ανακασά.

Στη Θεσσαλονίκη έχω
Μία περσινή προμήθεια
Όλο λεν φράγκα δεν έχουν
Και μου κρύβουν την αλήθεια.

Πάτρα, Τρίπολη και Σπάρτη
Μια βδομάδα θα εισπράξω
Κι από κει στην Καλαμάτα
Πάω τα στήθη να προτάξω.

Κι όταν κουραστώ, ρε φίλε
Στην Αθήνα θα γυρίσω
Στον Περαία και τα Πέριξ
Τους λογαριασμούς θα κλείσω.

Φάληρα και Βουλιαγμένη
Δεόν κι από κει λαβείν
Πάω να τους πολιορκήσω,
Να τους φτάσω στο αμήν.

Τότε ακριβώς μπαίνει ο ταχυδρόμος κι αφήνει την αλληλογραφία. «Αφεντικό», λέει στον Στέφανο, «ένας τρόπος μόνο υπάρχει, αν θες να πάρεις τα λεφτά σου, δηλαδή».

«Ποιος;». Τον κοιτάμε όλοι με αγωνία.

«Κοίτα, αν θες να σε πληρώσουν...»

«Ναι;»

«Να σου δώσουν τα λεφτά...»

«Ναι, ναι;»

«Ο μόνος τρόπος να το καταφέρεις είναι...»

«Ναι, ναι, ναι;»

«Το δράμα! Η τραγωδία! Η κλάψα! Τα βράδια δεν κοιμάσαι, η γυναίκα σου σε παράτησε, η κόρη σου δε σ’ αναγνωρίζει, κοντεύεις να χρεοκοπήσεις – τι λέω; – να πας στο Δαφνί! Δώσε πόνο στο κοινό, δώσε πόνο! Παίξ’ το Μάρθα Βούρτση, κατάλαβες; Πες ότι πας ντουγρού για την κατηφόρα τη μεγάλη». Κι αρχίζει να τραγουδάει:

Κι εσείς, παιδιά μωρέ κλεφτόπουλα
Παιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ παιδιά καημένα
Παιδιά της Σαμαρίνας, γιατί είστε χρεωμένα.

Σαν πάτε απάνω, μωρέ, στα βουνά
Κατά τη Σαμαρίνα, μωρέ παιδιά καημένα
Κατά τη Σαμαρίνα, γιατί είστε χρεωμένα.

Μην πείτε πως, μωρέ, πληρώθηκα
Πως είμαι ματσωμένος, μωρέ παιδιά καημένα
Πως είμαι ματσωμένος, γιατί είστε χρεωμένα.

Να πείτε πως, μωρέ, σαλτάρισα
Είμαι φαληρισμένος, μωρέ παιδιά καημένα
Είμαι φαληρισμένος και χρεοκοπημένος.

«Το 'πιασα!» λέει ο Στέφανος και τα μάτια του λάμπουν. «Θα δώσω πόνο στο κοινό!». Τα πάντα τότε σκοτεινιάζουν και φωτίζεται το βάθος της σκηνής, στο οποίο υπάρχει ένα ψηλό βάθρο με έναν αντιδήμαρχο. Πίσω του έχει μια χρυσή επιγραφή: ΤΑΜΕΙΑΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ. Είναι ντυμένος με πορφύρα και μανδύα, στο ένα χέρι κρατάει μια στρογγυλή σφραγίδα και στο άλλο ένα στιλό. Ένας αυτόματος ιμάντας μπροστά του φέρνει διαρκώς έγγραφα, τα οποία τα εξετάζει για λίγο και μετά τα αφήνει να περάσουν ασφράγιστα κι ανυπόγραφα. Τον κοιτάζουμε όλοι με δέος. Ο ένας πελάτης αγκαλιάζει το χλοοκοπτικό προστατευτικά, ο άλλος στρέφει το αλυσοπρίονο προς τον αντιδήμαρχο απειλητικά, ο ταχυδρόμος κι εγώ στεκόμαστε πίσω τους φοβισμένοι, ενώ ο Στέφανος βγαίνει μπροστά:

«Μισό λεπτό να πάω να φορέσω τίποτα κουρελούδες, τίποτε μασκαρέματα λυπητερά να ντυθώ, σαν αυτά που φορούν οι θεατρίνοι, να τον συγκινήσω κομμάτι».

«Πολλές τζιριτζάντζουλες κάνεις», παρατηρούμε όλοι εμείς, «την καμπούρα, τα κουρέλια και του Χάρου τη μουτσούνα κι ό,τι γουστάρεις μα μην αργοπορείς».

«Συγχωρήστε με, ω αντιδήμαρχε», λέει ο Στέφανος, «που θα παρουσιαστώ μπροστά σας ντυμένος ζητιάνος, αλλά και η κωμωδία κάτι ξέρει από δικαιοσύνη...»

«Κωμωδία ή δράμα;»

«Κουρέλι, κουρελάκι, στα γόνατά σου πέφτω να ζητήσω απ’ το παλιό σου δράμα ένα κουρελάκι για να μιλήσω», απαντάει ο Στέφανος. «Δώσε μου τίποτε κουρέλια να ντυθώ από τα κρεμαστάρια, τα σφαχτάρια, τα ρούχα σου κι εκείνη την τραγική μελωδία, με το σουγιά στο κόκαλο και το λουρί στο σβέρκο, και για μπαστούνι μια βέργα λυγαριά, μια ρίζα δεντρολίβανο». Του δίνουμε όλα όσα ζήτησε κι αυτός ντύνεται εντελώς ντεκαντάνς. «Η ζητιανιά ας είναι το ρεφρέν μου, της εξορίας το σκουφί στο κεφαλάκι, ακούμπησέ μου».

«Το χρέος!»

Ο Στέφανος λοιπόν, κουρελής και τρισάθλιος, πάει και γονατίζει μπροστά στον αντιδήμαρχο. Εκείνη τη στιγμή αλλάζει και η μουσική:

Είδα στην Αμφιλοχία
Τον Σταμούλη τον ταμία
Έναν παλιό βασανιστή
Που μου κρατάει μια πληρωμή
Δε δίνει ούτε μια δραχμή...

Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει
Δε μου δίνει τα λεφτά
Με μια ματωμένη χλένη
Πάω να ρίξω κλάματα.

Γιατί αυτή η κοινωνία
Είναι δραματική σχολή
Πώς καταντήσαμε, λοχία;
Παλιάτσοι και ηθοποιοί,

Πώς καταντήσαμε, λοχία;
Στους Δήμους γελωτοποιοί...

Ο αντιδήμαρχος συγκινείται από το θέαμα του Στέφανου, σφραγίζει ένα έγγραφο και του το δίνει. Ο Στέφανος το κοιτάει με γουρλωμένα μάτια, «Πλήρωσε το Ρέθυμνο!», φωνάζει. Η σκηνή φωτίζεται, οι ημίγυμνες κοπέλες κατεβαίνουν από τις αφίσες κι αρχίζουμε όλοι έναν πεντοζάλη:

Μέσ’ στου Μαγιού τις μυρωδιές
Στα κόκκινα κεράσια
Για δέστε πώς πληρώνουνε
Της Κρήτης τα κοράσια.

Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά
Και στο Χρυσό κριάρια
Τώρα που πήραμε λεφτά
Θα σφάξουν και μοσχάρια!

Ο αντιδήμαρχος σφραγίζει άλλο ένα έγγραφο και το δίνει στον Στέφανο, «Πλήρωσε η Κομοτηνή!». Μπαίνουν καμιά δεκαριά ποδοσφαιριστές της ΑΕΚ στο μαγαζί, κάνουν κύκλο γύρω μας και τραγουδάνε:

Σ’ αυτό τ’ αλώ–, Ελένη μου, σ’ αυτό τ’ αλώνι το φαρδύ
Σ’ αυτό τ’ αλώνι το φαρδύ, τρανή γινέται πληρωμή.

Χίλια τρακό–, Ελένη μου, χιλιά τρακόσα ήταν ευρώ
Χίλια τρακόσα ήταν ευρώ, σ’ έναν παλιό λογαριασμό.

Ο αντιδήμαρχος σφραγίζει ακόμα ένα έγγραφο, το κάνει σαΐτα και μας το πετάει. Πέφτουμε επάνω του, το ξεδιπλώνουμε και διαβάζουμε: «Πλήρωσαν τα Τρίκαλα!»

Στα Τρίκαλα, στα δυο στενά
Πληρώσανε τον Σακαφλιά
Πληρώσανε τον Σακαφλιά
Στα Τρίκαλα, στα δυο στενά.

Φεύγουμε όλοι μαζί από το μαγαζί και βρισκόμαστε σε έναν πλούσιο κήπο με σιντριβάνια, δέντρα, λουλούδια κ.λπ. Ο πελάτης με το χλοοκοπτικό κουρεύει το γκαζόν κι από το μηχάνημα πετάγονται χρήματα. Ο άλλος με το αλυσοπρίονο κόβει ένα δέντρο και μέσα στον κορμό βρίσκει χρήματα. Οι ημίγυμνες κοπέλες τα μετράνε κι όλοι χορεύουμε. Οι ποδοσφαιριστές της ΑΕΚ βάζουν γκολ σε ένα άδειο τέρμα. Ο ταχυδρόμος έρχεται και φέρνει ακόμα ένα χαρτί, «Πλήρωσε η Λειβαδιά!»

Σαράντα παλικάρια από τη Λει– από τη Λειβαδιά
Πάνε για να πληρώσουνε τιμολό– μωρ’ τιμολόγια

Ακούγεται ο ήχος βροντής κι ο ουρανός αρχίζει να βρέχει χρήματα. Βουτάμε όλοι σε μια πισίνα στο σχήμα της Ελλάδας γεμάτη χαρτονομίσματα. Σε κάποια στιγμή βλέπουμε δίπλα μας κάτι σαν φτερό καρχαρία, το αρπάζουμε και είναι τελικά η τσάντα του ταχυδρόμου – με τον ίδιο από κάτω της. Μας δίνει ακόμα ένα χαρτί, «Πλήρωσε η Καλαμάτα!»

Σαν πας στην Καλαμάτα
Και 'ρθεις με το καλό
Ζήτα να σου ξωφλήσουν
Έναν λογαριασμό
Αμάν, καλέ, προπερσινό.

Ξαφνικά η μουσική σταματάει και τα φώτα σβήνουν. Όταν ανάβουν πάλι, βρισκόμαστε πίσω στο μαγαζί. Οι κοπέλες στις αφίσες τους, οι ποδοσφαιριστές εξαφανίζονται, οι πελάτες επεξεργάζονται τα εργαλεία κι εγώ κάθομαι στο γραφειάκι με τον Στέφανο. Πάω να πιω από το φλιτζάνι μπροστά μου κι ο καφές είναι χυμένος. «Ωχ, συγνώμη», λέει αυτός, «θα πάρεις λεφτά».

«Αν ήταν να έπαιρνα λεφτά για κάθε χυμένο καφέ που έχω πιει», λέω, «τώρα θα ήμουν πλούσιος!...». Κλείνουμε τη σκηνή τραγουδώντας μελαγχολικά:

Αν ήμουν πλούσιος
Καραβοκύρης, βασιλιάς, ταξιδευτής
Ό,τι κι εσύ κι εσύ κι εσύ θα ονειρευτείς
Όταν θα σβήσουνε τα φώτα της γιορτής.

THE END

5 σχόλια:

  1. Ε λοιπόν αυτό, μ' έναν μουσικό κι έναν χορογράφο, γίνεται νούμερο επιθεώρησης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τα ρέστα μου σε αλυσοπρίονα! :)
    Πολύ γέλιο!!!
    Σίγουρα τό'χεις, που λένε.. Προχώρα θηρίο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. "...IT IS SOMETIMES AN APPROPRIATE RESPONSE TO REALITY TO GO INSANE"


    ΤΟ ΕΧΕΙ ΠΕΙ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ VALIS KAI Ο ΤΡΟΠΟΣ ΠΟΥ ΤΟ ΧΕΙΡΙΖΕΣΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΛΑΥΣΤΙΚΟΣ

    ΕΓΩ ΤΟ ΕΙΔΑ ΣΕ ΣΙΝΕΜΑΣΚΟΠ ΠΑΝΤΩΣ, Η ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΛΙΓΗ ΓΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΗΜΑ!

    ΝΑ΄ΣΑΙ ΚΑΛΑ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Όλοι έχουμε λαμβάνειν από τη ζωή και περιμένουμε τον βιοτικό αντιδήμαρχο να σφραγίσει τα εμβάσματα, να πληρωθούμε επιτέλους. Ένα δημαρχείο είναι η ζωή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Χαχαχα, απολαυστικό και πιάνει το πνεύμα των καιρών! Αν και το suspension of disbelief χάθηκε εκεί που οι ΑΕΚτσήδες σκοράρανε στο άδειο τέρμα, that was just too much.

    Υποπτεύομαι μάλιστα ότι απλώς πετύχαν το δοκάρι, αλλά είπες ότι σκοράρανε ενώ όλοι ξέρουμε ότι εννοείς δοκάρι, κι αν είναι έτσι τότε ναι, υπέροχο το γκολ των ΑΕΚτσήδων πραγματικά, αναρωτιέμαι αν θα επαναληφθεί απέναντι στον Τζόρβα, ίσως να πρέπει ο Παναθηναϊκός να κατεβεί με πιο αμυντική τακτική.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.