Ακούω συχνά ένα σχόλιο για τον Ομπάμα του στιλ: «Μα τι μαύρος είναι αυτός... αυτός είναι λευκοποιημένος μαύρος». Πράγματι, υπάρχει κάτι στον πρόεδρο των ΗΠΑ που δε συνάδει με την εικόνα που έχουμε για τους μαύρους, όμως δεν είναι εύκολο να το εντοπίσεις: για κάποιο λόγο, πολύς κόσμος τον αντιλαμβάνεται ως λευκό μέσα σε σώμα μαύρου. Πρόσφατα διάβασα το βιβλίο του Thomas Kochman, Black and White Styles in Conflict (The University of Chicago Press Books, 1981), που συγκρίνει, όπως λέει κι ο τίτλος, το συγκρουσιακό στιλ λευκών, κυρίως της μεσαίας τάξης, και μαύρων, κυρίως από φτωχά αστικά στρώματα, που συνυπάρχουν σε σχολεία, κολέγια κι αλλού. Ένα σημείο μού έκανε κλικ και το βρήκα πολύ εύστοχο (σελ. 40, η υπογράμμιση δική μου):
Κάτι που θυμίζει το θέμα που πρακτικά προκύπτει πολλές φορές στις οικείες μας διαφωνίες: ποιος έχει το βάρος της απόδειξης; Δηλαδή, ποιος λέει τα «αυτονόητα» και ποιος τα «εξωφρενικά»; Λοιπόν, ένα αντίστοιχο ερώτημα μοιάζει να προκύπτει ανομολόγητα και στις διενέξεις μεταξύ λευκών και μαύρων: ποιος έχει την ευθύνη της συναισθηματικής έντασης;
Συνήθως προάγουμε ως αξία την αυτοκυριαρχία – εμείς, οι λευκοί (εφόσον οι Έλληνες θεωρούμαστε λευκοί ή κάτι σαν λευκοί... τέλος πάντων, λευκοφέρνουμε). Δηλαδή, ότι ο καθένας είναι υπεύθυνος για τη συναισθηματική του ένταση, κάτι που στις διενέξεις εμφανίζεται ως: «ηρέμησε πρώτα, να μιλήσουμε σαν άνθρωποι», απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει μια συζήτηση η οποία να είναι συζήτηση κι όχι Eurogroup. Βέβαια, βοηθάει στην αυτοκυριαρχία να είσαι από την ευνοημένη πλευρά του συστήματος – να έχεις το σωστό χρώμα δέρματος, να πήγες στα σωστά σχολεία, να διαθέτεις τις σωστές επαφές, να εισπράττεις τον σωστό μισθό. Αν είσαι από την άλλη μεριά του συστήματος και βρήκες κλειστές πόρτες μόνο και μόνο επειδή είσαι μαύρος, γίνεται κομματάκι πιο δύσκολη η αυτοκυριαρχία, ομολογουμένως, όμως και πάλι ο καθένας οφείλει να κρατά τον εαυτό του υπό έλεγχο. Ακόμα κι αν τον έχουν αδικήσει, κοροϊδέψει ή εκμεταλλευτεί. Θλιβερό, όμως και πάλι οφείλεις να περιορίσεις την έντασή σου.
Οφείλεις;...
Οφείλεις – τι να πω; – γιατί πώς αλλιώς να γίνει κουβέντα, από την άλλη όμως δεν είμαι εγώ αυτός που θα πετάξει την πρώτη πέτρα. Εσείς, όταν σας εκμεταλλεύονται και σας κοροϊδεύουν, ανεβάζετε στροφές ή όχι; Όταν επιπλέον ο εκμεταλλευτής σάς λέει αυτό το προσχηματικό: «ηρέμησε πρώτα, να μιλήσουμε σαν άνθρωποι», σας ανάβουν τα λαμπάκια ή όχι; Αν δεν ξέρετε για ποιο πράγμα μιλάω, τότε μάλλον έχετε αταραξία στωικού φιλόσοφου. Εγώ, πάντως, ξέρω για ποιο πράγμα μιλάω.
Να σημειωθεί ότι, όπως παρατηρεί ο Kochman, και οι δύο πλευρές, λευκοί και μαύροι, επιζητούν τη συναισθηματική νηνεμία. Δεν είναι ότι ο ένας θέλει γαλήνη κι άλλος καταιγίδα, δεν είναι έτσι. Και οι δυο θέλουν τη γαλήνη, απλώς οι λευκοί στις διενέξεις λένε: «είναι δική σου η ευθύνη της», ενώ οι μαύροι το θέτουν: «είναι δική σου η ευθύνη να μου δώσεις πρώτα έναν καλό λόγο», σαν αφερέγγυα επιταγή, που ο καθένας προσπαθεί να φορτώσει στον άλλον. Και οι δυο απεύχονται τη συναισθηματική καταιγίδα, το θέμα όμως τίθεται καθαρά στο ποιος έχει την ευθύνη της.
Πέρα από αυτά όμως, δεν παύει να υπάρχει μια πραγματικότητα: άσχετα του πόσο προάγουμε την αυτοκυριαρχία, οι μαύροι στις διενέξεις δεν το βλέπουν έτσι. Είναι μια πραγματικότητα, μας αρέσει δε μας αρέσει. Όπως λέει κι ο Kochman για τον τρόπο που το βλέπουν οι μαύροι: the requirement to behave calmly, rationally, unemotionally, and logically while negotiating is looked upon … as a political requirement – and to accede to it in advance is considered a political defeat. Κάτι που σημαίνει ότι αν βρεθώ διαιτητής σε μια τέτοια διένεξη και θέλω να είμαι αμερόληπτος, οφείλω να μη δεχτώ το «ηρέμησε πρώτα, να μιλήσουμε σαν άνθρωποι». Δεν είναι ουδέτερο, είναι στρατευμένο. Είναι αίτημα του λευκού να παίξει στο δικό του γήπεδο. Ούτε όμως και το «εσύ πρώτα δώσε μου έναν καλό λόγο για να ηρεμήσω» οφείλω να δεχτώ, για τους ίδιους λόγους. Αν θέλω να είμαι αμερόληπτος, οφείλω απλά να θέσω το θέμα και στους δυο. Να τους επισημάνω ότι οι διαφορές τους δεν έχουν μόνο να κάνουν με το αντικείμενο της διένεξης, αλλά και με τη μουσική της επένδυση – που κι αυτή έχει τη σημασία της.
Το πρόβλημα όμως εδώ είναι ότι γενικεύουμε τα δικά μας «αυτονόητα» σε οικουμενικά «αυτονόητα» – εμείς, οι μεσοταξικοί λευκοί (με την ευρεία έννοια), που είμαστε σε θέση ισχύος και δίνουμε τον τόνο στην πολιτική, στην επιστήμη, παίρνουμε συνήθως τα Νόμπελ κ.λπ. Δεν έχουμε καν την επίγνωση της μυωπίας μας και μιλάμε εξ ονόματος της ανθρωπότητας. Αναφέρομαι εδώ σ’ ένα κλασικό εγχειρίδιο για τις διαπραγματεύσεις, το Getting to YES, των Roger Fisher & William Ury, διακεκριμένων καθηγητών του Χάρβαρντ, που ακόμα και σήμερα θεωρείται απόσταγμα σοφίας και κάτι σαν Ευαγγέλιο στο συγκεκριμένο θέμα. Γράφοντας από την εμπειρία τους και υιοθετώντας μια παραλλαγή της Ορθολογικής Θεωρίας Επιλογών (rational choice theory), οι συγγραφείς παρουσιάζουν τη μέθοδό τους για δημιουργική αντιμετώπιση των διενέξεων, η οποία – τι έκπληξη! – απαιτεί από τον διαπραγματευτή να είναι ήρεμος, αυτοκυριαρχούμενος και ορθολογικός. Διαχωρίστε το πρόβλημα από τον άνθρωπο, έτσι το θέτουν. Οι εκδηλώσεις συναισθηματικότητας είναι συχνά αναπόφευκτες, λέει η εμπειρία τους από το Χάρβαρντ, όμως οι διαπραγματευτές πρέπει να ξεπεράσουν τα συναισθήματα, να τα αφήσουν να εξατμιστούν έξω από τον χώρο των διαβουλεύσεων, προκειμένου να επικεντρωθούν στα «πραγματικά» ζητήματα της διένεξης.
Πάρα πολύ καλές και ορθολογικές συμβουλές – τα «αυτονόητα» λένε. Είμαι σίγουρος ότι κάπως έτσι γίνονται οι διαπραγματεύσεις στον χώρο του Χάρβαρντ. Στην πραγματική ζωή όμως, έξω από το Χάρβαρντ, για να ισχύουν τα παραπάνω «αυτονόητα», καλό θα είναι να είσαι λευκός και μεσαία τάξη. Διότι αυτοί που γεννήθηκαν στην αθέατη πλευρά της Σελήνης... τείνουν να μην βλέπουν τόσο αυτονότητα τα «αυτονότητα» και επιμένουν, οι ανορθολογιστές, να φέρνουν τα συναισθήματα μέσα στο χώρο των διαβουλεύσεων. Επιμένουν ότι η συναισθηματική ένταση είναι κι αυτή μέρος της διένεξης, οποιασδήποτε διένεξης, κι όχι ένας ενοχλητικός θόρυβος που περιμένουμε να καταλαγιάσει για «να μιλήσουμε σαν άνθρωποι».
Λοιπόν, αυτή η συναισθηματική ένταση, η τόσο χαρακτηριστική στους μαύρους, μάλλον απουσιάζει στον Ομπάμα. Συγκρίνετε τον τρόπο που μιλάει μ’ ένα οποιοδήποτε τραγούδι ραπ και, πιστεύω, θα το δείτε αμέσως. Είναι σίγουρα καλός ομιλητής, όμως... σαν να έχει αποδεχτεί την ατομική συναισθηματική ευθύνη. Έτσι νομίζω. Δεν σε κάνει λευκό μόνο το χρώμα του δέρματός σου, σε κάνει και το «αυτονόητο» ότι είναι δικό σου καθήκον να ηρεμήσεις, να μιλήσουμε σαν άνθρωποι.
Ας μείνουμε όμως στους προέδρους των ΗΠΑ κι ας πάμε εκατό χρόνια πίσω: το 1914, ο τότε πρόεδρος Ουΐλσον δέχτηκε στον Λευκό Οίκο μια αντιπροσωπεία μαύρων εργαζομένων, που διαμαρτύρονταν για ορισμένες τακτικές διαχωρισμού (segregation) των υπαλλήλων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Εκπρόσωπος αυτής της αντιπροσωπείας ήταν ο κ. Μονρό Τρότερ. Κατά την πορεία της συζήτησης, Τρότερ με Ουΐλσον, και σε κάποια στιγμή που ο πρόεδρος δεν άντεξε άλλο, έγινε ο εξής αξιοσημείωτος διάλογος (από εδώ):
Αισθάνομαι λοιπόν ότι ο Ομπάμα είναι πιο κοντά στον συμπρόεδρό του Ουΐλσον παρά στον συμμαύρο του Τρότερ: δεν είναι ραπ, δεν είναι παρεξηγήσιμος, δεν εκλαμβάνει κανείς τη σοβαρότητά του για πάθος! Κάτι το οποίο είναι αναμενόμενο, στο κάτω-κάτω, διότι για να γίνεις πρόεδρος των ΗΠΑ πρέπει να είσαι λευκός. Ακόμα κι αν είσαι μαύρος
In general, whites take a view of the negotiating procedure that is markedly different from the view taken by blacks. Though blacks regard whites as devious in insisting that emotions be left in front of the meeting-room door, whites think that blacks are being devious by insisting on bringing those emotions into the room … Blacks simply do not see things that way. To leave their emotions aside is not their responsibility; it is the whites’ responsibility to provide them first with a reason to do so
Κάτι που θυμίζει το θέμα που πρακτικά προκύπτει πολλές φορές στις οικείες μας διαφωνίες: ποιος έχει το βάρος της απόδειξης; Δηλαδή, ποιος λέει τα «αυτονόητα» και ποιος τα «εξωφρενικά»; Λοιπόν, ένα αντίστοιχο ερώτημα μοιάζει να προκύπτει ανομολόγητα και στις διενέξεις μεταξύ λευκών και μαύρων: ποιος έχει την ευθύνη της συναισθηματικής έντασης;
Συνήθως προάγουμε ως αξία την αυτοκυριαρχία – εμείς, οι λευκοί (εφόσον οι Έλληνες θεωρούμαστε λευκοί ή κάτι σαν λευκοί... τέλος πάντων, λευκοφέρνουμε). Δηλαδή, ότι ο καθένας είναι υπεύθυνος για τη συναισθηματική του ένταση, κάτι που στις διενέξεις εμφανίζεται ως: «ηρέμησε πρώτα, να μιλήσουμε σαν άνθρωποι», απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει μια συζήτηση η οποία να είναι συζήτηση κι όχι Eurogroup. Βέβαια, βοηθάει στην αυτοκυριαρχία να είσαι από την ευνοημένη πλευρά του συστήματος – να έχεις το σωστό χρώμα δέρματος, να πήγες στα σωστά σχολεία, να διαθέτεις τις σωστές επαφές, να εισπράττεις τον σωστό μισθό. Αν είσαι από την άλλη μεριά του συστήματος και βρήκες κλειστές πόρτες μόνο και μόνο επειδή είσαι μαύρος, γίνεται κομματάκι πιο δύσκολη η αυτοκυριαρχία, ομολογουμένως, όμως και πάλι ο καθένας οφείλει να κρατά τον εαυτό του υπό έλεγχο. Ακόμα κι αν τον έχουν αδικήσει, κοροϊδέψει ή εκμεταλλευτεί. Θλιβερό, όμως και πάλι οφείλεις να περιορίσεις την έντασή σου.
Οφείλεις;...
Οφείλεις – τι να πω; – γιατί πώς αλλιώς να γίνει κουβέντα, από την άλλη όμως δεν είμαι εγώ αυτός που θα πετάξει την πρώτη πέτρα. Εσείς, όταν σας εκμεταλλεύονται και σας κοροϊδεύουν, ανεβάζετε στροφές ή όχι; Όταν επιπλέον ο εκμεταλλευτής σάς λέει αυτό το προσχηματικό: «ηρέμησε πρώτα, να μιλήσουμε σαν άνθρωποι», σας ανάβουν τα λαμπάκια ή όχι; Αν δεν ξέρετε για ποιο πράγμα μιλάω, τότε μάλλον έχετε αταραξία στωικού φιλόσοφου. Εγώ, πάντως, ξέρω για ποιο πράγμα μιλάω.
Να σημειωθεί ότι, όπως παρατηρεί ο Kochman, και οι δύο πλευρές, λευκοί και μαύροι, επιζητούν τη συναισθηματική νηνεμία. Δεν είναι ότι ο ένας θέλει γαλήνη κι άλλος καταιγίδα, δεν είναι έτσι. Και οι δυο θέλουν τη γαλήνη, απλώς οι λευκοί στις διενέξεις λένε: «είναι δική σου η ευθύνη της», ενώ οι μαύροι το θέτουν: «είναι δική σου η ευθύνη να μου δώσεις πρώτα έναν καλό λόγο», σαν αφερέγγυα επιταγή, που ο καθένας προσπαθεί να φορτώσει στον άλλον. Και οι δυο απεύχονται τη συναισθηματική καταιγίδα, το θέμα όμως τίθεται καθαρά στο ποιος έχει την ευθύνη της.
Πέρα από αυτά όμως, δεν παύει να υπάρχει μια πραγματικότητα: άσχετα του πόσο προάγουμε την αυτοκυριαρχία, οι μαύροι στις διενέξεις δεν το βλέπουν έτσι. Είναι μια πραγματικότητα, μας αρέσει δε μας αρέσει. Όπως λέει κι ο Kochman για τον τρόπο που το βλέπουν οι μαύροι: the requirement to behave calmly, rationally, unemotionally, and logically while negotiating is looked upon … as a political requirement – and to accede to it in advance is considered a political defeat. Κάτι που σημαίνει ότι αν βρεθώ διαιτητής σε μια τέτοια διένεξη και θέλω να είμαι αμερόληπτος, οφείλω να μη δεχτώ το «ηρέμησε πρώτα, να μιλήσουμε σαν άνθρωποι». Δεν είναι ουδέτερο, είναι στρατευμένο. Είναι αίτημα του λευκού να παίξει στο δικό του γήπεδο. Ούτε όμως και το «εσύ πρώτα δώσε μου έναν καλό λόγο για να ηρεμήσω» οφείλω να δεχτώ, για τους ίδιους λόγους. Αν θέλω να είμαι αμερόληπτος, οφείλω απλά να θέσω το θέμα και στους δυο. Να τους επισημάνω ότι οι διαφορές τους δεν έχουν μόνο να κάνουν με το αντικείμενο της διένεξης, αλλά και με τη μουσική της επένδυση – που κι αυτή έχει τη σημασία της.
Το πρόβλημα όμως εδώ είναι ότι γενικεύουμε τα δικά μας «αυτονόητα» σε οικουμενικά «αυτονόητα» – εμείς, οι μεσοταξικοί λευκοί (με την ευρεία έννοια), που είμαστε σε θέση ισχύος και δίνουμε τον τόνο στην πολιτική, στην επιστήμη, παίρνουμε συνήθως τα Νόμπελ κ.λπ. Δεν έχουμε καν την επίγνωση της μυωπίας μας και μιλάμε εξ ονόματος της ανθρωπότητας. Αναφέρομαι εδώ σ’ ένα κλασικό εγχειρίδιο για τις διαπραγματεύσεις, το Getting to YES, των Roger Fisher & William Ury, διακεκριμένων καθηγητών του Χάρβαρντ, που ακόμα και σήμερα θεωρείται απόσταγμα σοφίας και κάτι σαν Ευαγγέλιο στο συγκεκριμένο θέμα. Γράφοντας από την εμπειρία τους και υιοθετώντας μια παραλλαγή της Ορθολογικής Θεωρίας Επιλογών (rational choice theory), οι συγγραφείς παρουσιάζουν τη μέθοδό τους για δημιουργική αντιμετώπιση των διενέξεων, η οποία – τι έκπληξη! – απαιτεί από τον διαπραγματευτή να είναι ήρεμος, αυτοκυριαρχούμενος και ορθολογικός. Διαχωρίστε το πρόβλημα από τον άνθρωπο, έτσι το θέτουν. Οι εκδηλώσεις συναισθηματικότητας είναι συχνά αναπόφευκτες, λέει η εμπειρία τους από το Χάρβαρντ, όμως οι διαπραγματευτές πρέπει να ξεπεράσουν τα συναισθήματα, να τα αφήσουν να εξατμιστούν έξω από τον χώρο των διαβουλεύσεων, προκειμένου να επικεντρωθούν στα «πραγματικά» ζητήματα της διένεξης.
Πάρα πολύ καλές και ορθολογικές συμβουλές – τα «αυτονόητα» λένε. Είμαι σίγουρος ότι κάπως έτσι γίνονται οι διαπραγματεύσεις στον χώρο του Χάρβαρντ. Στην πραγματική ζωή όμως, έξω από το Χάρβαρντ, για να ισχύουν τα παραπάνω «αυτονόητα», καλό θα είναι να είσαι λευκός και μεσαία τάξη. Διότι αυτοί που γεννήθηκαν στην αθέατη πλευρά της Σελήνης... τείνουν να μην βλέπουν τόσο αυτονότητα τα «αυτονότητα» και επιμένουν, οι ανορθολογιστές, να φέρνουν τα συναισθήματα μέσα στο χώρο των διαβουλεύσεων. Επιμένουν ότι η συναισθηματική ένταση είναι κι αυτή μέρος της διένεξης, οποιασδήποτε διένεξης, κι όχι ένας ενοχλητικός θόρυβος που περιμένουμε να καταλαγιάσει για «να μιλήσουμε σαν άνθρωποι».
Λοιπόν, αυτή η συναισθηματική ένταση, η τόσο χαρακτηριστική στους μαύρους, μάλλον απουσιάζει στον Ομπάμα. Συγκρίνετε τον τρόπο που μιλάει μ’ ένα οποιοδήποτε τραγούδι ραπ και, πιστεύω, θα το δείτε αμέσως. Είναι σίγουρα καλός ομιλητής, όμως... σαν να έχει αποδεχτεί την ατομική συναισθηματική ευθύνη. Έτσι νομίζω. Δεν σε κάνει λευκό μόνο το χρώμα του δέρματός σου, σε κάνει και το «αυτονόητο» ότι είναι δικό σου καθήκον να ηρεμήσεις, να μιλήσουμε σαν άνθρωποι.
Ας μείνουμε όμως στους προέδρους των ΗΠΑ κι ας πάμε εκατό χρόνια πίσω: το 1914, ο τότε πρόεδρος Ουΐλσον δέχτηκε στον Λευκό Οίκο μια αντιπροσωπεία μαύρων εργαζομένων, που διαμαρτύρονταν για ορισμένες τακτικές διαχωρισμού (segregation) των υπαλλήλων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Εκπρόσωπος αυτής της αντιπροσωπείας ήταν ο κ. Μονρό Τρότερ. Κατά την πορεία της συζήτησης, Τρότερ με Ουΐλσον, και σε κάποια στιγμή που ο πρόεδρος δεν άντεξε άλλο, έγινε ο εξής αξιοσημείωτος διάλογος (από εδώ):
ΟΥΙΛΣΟΝ: Λοιπόν, αν η αντιπροσωπεία σας θέλει να ξαναγίνει δεκτή στο μέλλον από μένα για ακρόαση, θα πρέπει να αλλάξει εκπρόσωπο. Ο τρόπος σας με προσβάλλει.
ΤΡΟΤΕΡ: Μα γιατί;
ΟΥΙΛΣΟΝ: Ο τόνος σας έχει ένα υπόβαθρο πάθους.
ΤΡΟΤΕΡ: Μα δε μιλάω με πάθος, κ. πρόεδρε, κάνετε λάθος. Παρερμηνεύετε τη σοβαρότητά μου για πάθος (you misinterpret my earnestness for passion).
Αισθάνομαι λοιπόν ότι ο Ομπάμα είναι πιο κοντά στον συμπρόεδρό του Ουΐλσον παρά στον συμμαύρο του Τρότερ: δεν είναι ραπ, δεν είναι παρεξηγήσιμος, δεν εκλαμβάνει κανείς τη σοβαρότητά του για πάθος! Κάτι το οποίο είναι αναμενόμενο, στο κάτω-κάτω, διότι για να γίνεις πρόεδρος των ΗΠΑ πρέπει να είσαι λευκός. Ακόμα κι αν είσαι μαύρος
just the way you are
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://www.youtube.com/watch?v=XF8ZRjfGACA
Πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν διορθώσεις το earnest σε earnestness, θα γίνει τέλεια.
Παρεμπιπτόντως, αν το μετέφραζα εγώ, θα προτιμούσα μια άλλη απόδοση για το earnest στο συγκεκριμένο συγκείμενο. Η σοβαρότητα δύσκολα μπορεί να θυμίζει πάθος, ενώ η θέρμη και η αφοσίωση μπορούν. Επειδή πάλι όμως το "περάσατε τη θέρμη μου για πάθος" ακούγεται κάπως, θα το άλλαζα και θα έλεγα κάτι σαν "Παρανοήσατε, νομίζετε ότι είμαι παθιασμένος ενώ είμαι ένθερμος.", ας πούμε. Ή μπορεί να βολευόμουν με το "Παρανοήσατε, περάσατε την αφοσίωσή μου για πάθος." Και ναι, εμμέσως πλην σαφώς πείραξα και το παρερμηνεύσατε, γιατί δε μου άρεσε με τη συγκεκριμένη σύνταξη - με το "για". Αν το "για" γίνει "ως", τότε κάτι παίζει:
"Παρερμηνεύσατε την αφοσίωσή μου ως πάθος."
ΑΝ το έκανα εγώ.
(Μια μικρή συμβολή από το Σύλλογο Επαγγελματικά Διαστροφικών Διορθωτών Κειμένου Που Δεν Άντεξαν Και Έγιναν Μεταφραστές. Βασικά, το κάνω για να μπω στην κλήρωση για τα ΠΟΛΛΑ και ΠΛΟΥΣΙΑ ΔΩΡΑ του διαγωνισμού του Απριλίου. Εκτός κι αν μας δουλεύετε κι εσείς. Καλό μήνα, και του χρόνου.).
Όχι, δεν σας δουλεύουμε, σε πρώτη φάση κερδίσατε ένα σπουδαίο σετ εξωτικών φωτογραφιών, έπονται κι άλλα, πιο πολλά και πιο μεγάλα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι διαστροφές παντώς είδους είναι ευπρόσδεκτες, όλοι έχουμε τα κολλήματά μας. Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα.