Πρόσφατα πέθανε ο Ronald Dworkin, ένας σημαντικός νομικός φιλόσοφος, και σε διάφορα αφιερώματα για τη ζωή του (π.χ. σ’ αυτό το άρθρο του Guardian) αναφέρονται συνήθως οι συζητήσεις και διαμάχες του με τον H.L.A. Hart. Τον ποιον;
Ο κύριος με το φοβερό όνομα Herbert Lionel Adolphus Hart ήταν, λένε, από τους σημαντικότερους νομικούς φιλοσόφους του 20ου αιώνα. Απ’ ό,τι διαβάζω γι’ αυτόν, πρέπει να είχε και ενδιαφέρον σαν άνθρωπος, όχι μόνο σαν φιλόσοφος, μοιάζει να ήταν κάποιος που άξιζε τον κόπο να γνωρίσεις από κοντά. Θέλω εδώ να αναφερθώ μόνο σε κάποιες ιδέες που έθιξε στο περίφημο άρθρο με το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στη φιλοσοφία του δικαίου: The Ascription of Responsibility and Rights, 1948.
Να σημειώσω καταρχήν ότι το The Ascription of Responsibility and Rights υπήρξε ένα ονομαστό φιλοσοφικό άρθρο, σήμερα έχει πάρει διαστάσεις κλασικού. Ήταν επίσης και μία από τις σχετικά λίγες φορές που η φιλοσοφία έπαιξε κάποιο ρόλο, που υπήρξε κάτι περισσότερο από ακατάληπτες συζητήσεις μεταξύ ακαδημαϊκών, αδιάφορων για τον πολύ κόσμο και αδιάφορων προς τον πολύ κόσμο. Η υποδοχή που συνάντησε υπήρξε ενθουσιώδης• π.χ. ο Bayles εδώ χαρακτηρίζει το άρθρο “fraught with difficulties” κι ο C. Cherry εδώ παρατηρεί ότι είναι “glaringly at fault”. Δηλαδή, επιτέλους μια περίπτωση που η φιλοσοφία είχε ενδιαφέρον! Που αποφάσισε να ασχοληθεί με πραγματικά ζητήματα στον πραγματικό κόσμο. Ας αναπτύξουμε λοιπόν μερικές ιδέες του Hart από το διαβόητο άρθρο του: πρώτα και καλύτερα, την επίθεσή του ενάντια στη φιλοσοφική παράδοση.
Η Ειδωλολατρία της Τυπικής Λογικής
Ξέρετε για ποιο πράγμα μιλάω, το υποστήκαμε και στο σχολείο: τη φιλοσοφία ως «υποσημειώσεις στον Πλάτωνα», την αναλυτική παράδοση που ξεκινά από τον μαθητή του Σωκράτη (άπλυτου σαν λυχνοστάτη), και έχει κυριότερους σταθμούς τον Καρτέσιο, τον Λίμπνιτς, τον Καντ κ.α. Απότοκο αυτής της παράδοσης είναι και η υπερεκτίμηση της τυπικής λογικής, την οποία μαθαίναμε στο σχολείο προκειμένου, υποτίθεται, να κάνουμε σωστούς συλλογισμούς (μαθαίναμε και λίγα στοιχεία μαθηματικής λογικής). Π.χ. έχετε σίγουρα κάνει παρόμοιες ασκήσεις:
(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Β) Ο Σαμαράς είναι πολιτικός
------------- άρα: -----------------------
(Σ) Ο Σαμαράς είναι ψεύτης
Κάτι τέτοιο καλείται παραγωγικός συλλογισμός (deductive reasoning), καμιά φορά και απαγωγικός συλλογισμός: από το γενικό στο ειδικό. Μαθαίναμε επίσης ότι η αντίστροφη πορεία, από το ειδικό στο γενικό, θέλει προσοχή και σε καμία περίπτωση δεν θεμελιώνεται λογικά• δηλαδή, το ένας κύκνος που είδα ήταν άσπρος, ή ακόμα και το εκατομμύρια κύκνοι που παρατηρήθηκαν ιστορικά ήταν άσπροι, δε μας εξασφαλίζει τον καθολικό κανόνα: όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι. Κάτι τέτοιο καλείται επαγωγικός συλλογισμός και θέλει πάντα προσοχή.
Μαθαίναμε επίσης και λίγα στοιχεία μαθηματικής λογικής: σύζευξη, διάζευξη, συνεπαγωγή, άρνηση, να αναλύουμε μια πρόταση σε υποπροτάσεις και να ελέγχουμε την τιμή αλήθειας της με βάση τις τιμές αλήθειας των υποπροτάσεων. Π.χ. η πρόταση: Χ = βρέχει στη φτωχογειτονιά βρέχει και στην καρδιά μου, είναι σύζευξη που αναλύεται στις υποπροτάσεις Α = βρέχει στη φτωχογειτονιά & Β = βρέχει στην καρδιά μου, οπότε κατόπιν σχεδιάζαμε αληθοπίνακες κ.λπ.
Ας την κάνουμε όμως interactive την ανάρτηση. Θα ήθελα να ρωτήσω όλους εσάς που διαβάζετε: πόσο κρίνετε ότι σας βοήθησαν αυτά στη ζωή σας; Πόσο σχετικά υπήρξαν (ή δεν υπήρξαν) με τα ζητήματα που πραγματικά αντιμετωπίσατε, με τις πραγματικές συζητήσεις που συμμετείχατε, με τα πραγματικά επιχειρήματα που εξετάσατε; Τι λέτε;
Αφού δε μου απαντάτε, θα συνεχίσω κι εγώ με δικηγόρους.
Είναι παράδοση στις νομικές σχολές να βάζουν και κάποια μαθήματα αναλυτικής φιλοσοφίας, με θέματα όπως τα παραπάνω. Δεν είμαι σίγουρος για την Ελλάδα, όμως στο εξωτερικό και στις ΗΠΑ νομίζω ότι αποτελούν μέρος του ακαδημαϊκού ιερού κανόνα για τους μελλοντικούς δικηγόρους. Να, για παράδειγμα, ο Neal Ramee από το University of North Carolina, που επισημαίνει εδώ την αξία της «κρυστάλλινης λογικής» (pristine logic) στα νομικά επιχειρήματα και παρουσιάζει τις λογικές πλάνες (logical fallacies), στις οποίες κινδυνεύει να υποπέσει ο απαίδευτος δικηγόρος• ενώ ο επιτυχημένος δικηγόρος, κατά τον κ. Ramee, συλλογίζεται άμεμπτα και επιχειρηματολογεί κρυστάλλινα: δεν πινς λογική, πινς βιλούδο. Δε φταίω εγώ, έτσι λέει αυτός (στη σελ. 2): Knowing how to spot and avoid them [logical fallacies] can improve your legal writing and advocacy immeasurably. By familiarizing yourself with the fallacies listed on this handout and searching for them in your own writing and the writing of others, you can develop and nurture the habits of “pristine logic” that all successful attorneys employ
Μου αρέσει τρελά και η συλλογιστική του στο παράδειγμα της σελίδας 3, εκεί που κατακεραυνώνει την «Επίκληση στην Ακατάλληλη Αυθεντία» (Appeal to Inappropriate Authority) στο επιχείρημα: «Η κατοχή πυρηνικών όπλων είναι αποτρόπαιη ηθικά, ακόμα κι ο πατέρας της Η-βόμβας, ο Edward Teller, παρότρυνε τις ΗΠΑ να σταματήσουν την παραγωγή όταν έγινε γνωστό το μέγεθος της καταστροφικής τους δυνατότητας». Αυτό το επιχείρημα, «εξηγεί» ο κ. Neal Ramee, είναι εσφαλμένο διότι o Edward Teller ήταν φυσικός, όχι κληρικός ή ηθικός φιλόσοφος, οπότε «οι απόψεις του σε ηθικά θέματα ήταν ολωσδιόλου έξω από την κατάρτισή του» – ναι, μα την αλήθεια, έτσι γράφει: “completely outside his expertise”. Αυτό το ονομάζει «κρυστάλλινη λογική» ο κ. Ramee (μα γιατί συνήθως η προσφυγή στη «λογική» και στον «ορθολογισμό» γίνεται προκειμένου να υποστηριχτούν Ρεπουμπλικανικές θέσεις; Ιδέα μου είναι ή το έχετε παρατηρήσει κι εσείς;)
Ας αφήσουμε όμως τους (άψογα καταρτισμένους) επαγγελματίες της φιλοσοφίας κι ας πάμε σε πιο πραγματικούς ανθρώπους:
Ο Brett G. Scharffs, από τον δικηγορικό σύλλογο της πολιτείας της Utah, εξομολογείται την πολύτιμη εμπειρία του εδώ (Law and the Limits of Logic): πήγε να διδάξει στη νομική σχολή έχοντας σπουδάσει φιλοσοφία κι αυτό που διαπίστωσε ήταν ότι τα επιχειρήματα όλων έβριθαν από λογικές πλάνες. Όλων μα όλων: φοιτητών, καθηγητών και δικηγόρων. Αρχικά πίστευε κι αυτός, στα βήματα του κ. Ramee πιο πάνω, ότι μόνο οι αποτυχημένοι δικηγόροι υποπίπτουν σε λογικές πλάνες, ενώ οι επιτυχημένοι επιδεικνύουν «κρυστάλλινη λογική». Αυτό όμως που ανακάλυψε ήταν ότι ΟΛΟΙ μπορούν να κατηγορηθούν τυπικά για λογικές πλάνες, απλώς οι επιτυχημένοι δικηγόροι ξέρουν να τις καλύπτουν (κάτι σαν αυτό που λένε στην ξιφασκία: «Όλοι έχουν αδυναμίες, δεν υπάρχει τέλειος ξιφομάχος, όμως ο κακός ξιφομάχος χάνει από τις αδυναμίες του, ενώ ο καλός ξέρει να τις καλύπτει• όσο για τον βιρτουόζο ξιφομάχο, αυτός ξέρει και να τις χρησιμοποιεί»). Ακόμα και ο ίδιος ο νόμος, όπως λέει στη σελ. 5, μπορεί κι αυτός να κατηγορηθεί τυπικά για λογικές πλάνες!
Στην αρχή της καριέρας του σκέφτηκε να αναλάβει τον ρόλο του Ροβεσπιέρου και να καθαρίσει την επιχειρηματολογία των μελλοντικών νομικών από λογικές κηλίδες. Να γίνει κάτι σαν αστυνομία της τυπικής λογικής. Στην πορεία όμως, όπως λέει, αναγκάστηκε να ανασκευάσει: έπαψε να το βλέπει έτσι! Έπαψε να θεωρεί ότι η εγκυρότητα ενός συλλογισμού έχει τόσο να κάνει με τις λογικές πλάνες αυτές καθαυτές, αλλά περισσότερο με τον τρόπο που αυτές χρησιμοποιούνται – δηλαδή, αν χρησιμοποιούνται πονηρά και λαθραία ή ανοιχτά και τίμια. Επίσης, πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η υπαρξιακή μεταστροφή που εξομολογείται στη σελ. 6: αρχικά την είχε δει κομισσάριος της λογικής αρτιότητας, στην πορεία όμως αποδέχτηκε ότι τυπικά όλοι μπορούμε να κατηγορηθούμε για λογικές πλάνες. Θεωρώ τη μαρτυρία του κ. Scharffs άκρως ενδιαφέρουσα, διότι αναφέρει την προσωπική του πορεία και εμπειρία: ότι από επιθεωρητής Ιαβέρης και αμείλικτος κυνηγός των λογικών σφαλμάτων έγινε τελικά Γιάννης Αγιάννης.
(Παρένθεση: Εδώ οφείλω να ζητήσω συγνώμη από τον αναγνώστη, που βάζω τόσους πολλούς δικηγόρους και νομικούς στην ανάρτηση. Ξέρω, δεν είναι συμπαθείς, υπάρχει όμως λόγος που το κάνω: πιστεύω ότι ο τρόπος που σκέφτονται και επιχειρηματολογούν οι δικηγόροι είναι πολύ κοντά στην καθημερινή μας επιχειρηματολογία• στον τρόπο που συζητάμε και αντιδικούμε στο σπίτι μας, στη δουλειά μας, στο ίντερνετ, παντού. Οπότε η δικηγορική εμπειρία έχει αξία για μας – τουλάχιστον έχει πολλά περισσότερα να μας πει από τις αξιώσεις των επαγγελματιών της φιλοσοφίας που προσπαθούν να πουλήσουν το συντεχνιακό τους προϊόν, την υπερεκτίμηση της τυπικής λογικής).
Το πρόβλημα μ’ αυτή τη θρησκεία της τυπικής λογικής είναι η ειδωλολατρία της. Στην πραγματική ζωή και στην πραγματική επιχειρηματολογία, σπάνια ακυρώνεται αυτομάτως η αξία ενός επιχειρήματος από το γεγονός ότι μπορεί τυπικά να κατηγορηθεί για λογικές πλάνες• πρέπει πάντα να το ψάξεις περισσότερο, να δεις πώς τις μεταχειρίζεται ο ομιλητής. Για παράδειγμα, οι Douglas Walton & David M. Godden σ’ ένα πρόσφατο paper τους εδώ αναφέρονται, ανάμεσα στ’ άλλα, στη Επίκληση της Αυθεντίας (Appeal to Authority) και στην Επίκληση της Ευρέως Διαδεδομένης Γνώσης (Appeal to Popular Opinion) και επισημαίνουν ότι αυτές μπορεί να είναι καθόλα θεμιτό μέρος μιας επιχειρηματολογίας (σελ. 3). Αν ο ομιλητής αναφέρεται στην αυθεντία με τον τρόπο που οι φονταμενταλιστές λένε «το γράφει η Αγία Γραφή», τότε ναι, συμφωνώ ότι ο συλλογισμός είναι εσφαλμένος. Από την άλλη όμως, μπορεί ο ομιλητής να εννοεί ότι ο ειδικός στον οποίο αναφέρεται έχει μεγάλη εμπειρία από έναν γνωστικό τομέα οπότε κάτι θα ξέρει για να λέει το Α ή το Β. Τυπικά δηλαδή πρέπει να κάνει κάποιος τον διαχωρισμό αν γίνεται επίκληση αυθεντίας ως χαρισματικού προσώπου και πάνσοφου γκουρού που έχει απόκρυφη σχέση με την αλήθεια, ή αν η επίκληση στην αυθεντία αφορά ουσιαστικά τη συσσωρευμένη εμπειρία πίσω της. Αυτό που βλέπω όμως να γίνεται στους δημόσιους διαλόγους είναι ότι οι Ροβεσπιέροι της τυπικής λογικής λειτουργούνε προσχηματικά και ειδωλολατρικά, με το σκεπτικό «πότε μπορώ να κατηγορήσω τυπικά τον αντίπαλό μου για λογικές πλάνες». Σκεφτείτε π.χ. την επισήμανση του κ. Neal Ramee πιο πάνω για το επιχείρημα με τον Edward Teller, τον πατέρα της Η-βόμβας, που το απέρριψε ως «επίκληση στην ακατάλληλη αυθεντία» («οι απόψεις του σε ηθικά θέματα ήταν ολωσδιόλου έξω από την κατάρτισή του»!). Τι λέτε γι’ αυτό; Αν κάποιος θέλει να επιχειρηματολογήσει ενάντια στην παραγωγή και κατοχή πυρηνικών, είναι άχρηστη η πληροφορία ότι ο ίδιος ο Teller τοποθετήθηκε κατά;
Το νόημα, στο φινάλε, είναι ότι δύσκολα μαθαίνουμε κάτι για την αξία ενός επιχειρήματος από το γεγονός ότι μπορεί τυπικά να κατηγορηθεί για λογικές πλάνες. Πάντα πρέπει να σκάψουμε περισσότερο, να δούμε πώς χρησιμοποιούνται οι λογικές πλάνες ή ακόμα κι αν αυτές υπάρχουν μόνο στη φαντασία του κατηγόρου. Ο οποίος, δεν ξέρω τι να πω, νομίζω ότι υπερβολικά συχνά τείνει να χρησιμοποιεί την επισήμανση «λογικών πλάνων» στον λόγο του αντιπάλου ως όπλο στον διάλογο, για να καταλήξει σε συγκεκριμένες πολιτικοκοινωνικές νοοτροπίες...
Ας πούμε, αυτό που καταλαβαίνω εγώ από τον κ. Neal Ramee πιο πάνω, τον κομισσάριο της «κρυστάλλινης λογικής», είναι ότι πιθανότατα... ψηφίζει Ρεπουμπλικάνους! Δηλαδή, για να το πω στη γλώσσα της στατιστικής: η επίκληση του «ορθολογισμού», της «λογικής», η εμμονική επισήμανση λογικών πλάνων στα επιχειρήματα των άλλων κ.λπ. είναι ένας καλός προγνωστικός δείκτης (predictor) για τις πολιτικές θέσεις κάποιου. Να, για του λόγου το αληθές, έριξα μια ματιά στο ίντερνετ για τον κ. Ramee, να δω περί τίνος πρόκειται• δε χρειάστηκε να ψάξω πολύ, το βρήκα γρήγορα εδώ, στο φύλλο του The News & Observer της 30ης Μαρτίου 2011, κύριο άρθρο: “… school board attorneys Ann Majestic and Neal Ramee wrote in the 42-page response. The Republican-majority school board …”.
Δε θέλω όμως να γίνομαι ισοπεδωτικός ούτε να απαξιώσω την προσέγγιση με τις λογικές πλάνες. Είναι πολύ χρήσιμες, το παραδέχομαι. Όπως παρατηρεί εδώ κι ο Glen Whitman του California State University, ο οποίος κάτι ξέρει από δημόσια debates και αντεγκλήσεις, καταρχήν φαίνεσαι έξυπνος όταν καταγγέλεις τις λογικές πλάνες του αντιπάλου σου με τις λατινικές τους ονομασίες. Αυτό το έχω παρατηρήσει κι εγώ: αν πετάξεις λατινικό μέσα στον διάλογο – petitio principii και onus probandi – τον έσκισες τον αντίπαλο, τον έκανες κομμάτια, κέρδισες τις εντυπώσεις (για κάποιο λόγο όμως το κόλπο δουλεύει μόνο με λατινικά, όχι τόσο με αρχαία ελληνικά, δεν ξέρω γιατί). Και το ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι σαμποτάρεις έτσι τα επιχειρήματα του αντιπάλου σου. Δεν τα αποδυναμώνεις απλώς, τα δυναμιτίζεις, τα διαγράφεις από τον διάλογο. Ο αντίπαλος συνήθως πέφτει στην παγίδα και κάθεται να απολογείται, να εξηγεί για ποιο λόγο το επιχείρημά του παραμένει έγκυρο, με αποτέλεσμα να κουράζει τους θεατές. Οπότε το επιχείρημά του πρακτικά γίνεται καμένο χαρτί. Θυμηθείτε όμως, το κόλπο είναι στις λατινικές ονομασίες.
Σωκράτη Εσύ Superstar
Το θέμα πηγαίνει πολύ πίσω, μέχρι (ποιον άλλον;) τον Πλάτωνα. Ο οποίος, επηρεασμένος από τους πυθαγόρειους και τους Ίωνες φιλοσόφους, εμπνεύστηκε να μεταφέρει τον μαθηματικό τρόπο σκέψης στα ανθρώπινα θέματα. Αξίωσε δηλαδή ότι υπάρχουν απόλυτες, αφηρημένες, καθολικές, άχρονες έννοιες πίσω από τον χαοτικό κόσμο των ανθρώπινων φαινομένων, οπότε η αλήθεια ενός ισχυρισμού θα πρέπει να είναι κι αυτή απόλυτη.
Είναι γεγονός ότι τα μαθηματικά έχουν μια μεγάλη γοητεία στη συλλογιστική τους: αν εσύ ισχυρίζεσαι Α κι εγώ Β, τότε αυτό συνήθως σημαίνει ότι ο ένας είναι σωστός κι ο άλλος λάθος. Και μάλιστα, για να βρούμε ποιος έχει δίκιο, αρκεί να βάλουμε κάτω τους δύο αποδεικτικούς συλλογισμούς, να τους ελέγξουμε με βάση συντακτικούς κανόνες και ορισμούς που έχουν στάτους αντικειμενικότητας, οπότε θα οδηγηθούμε σε μια τελική κρίση ελεύθερη από ιδεολογίες και υποκειμενικότητα. Ένα τρίγωνο έχει άθροισμα γωνιών 180 μοίρες τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΣΣΔ. Οι οντότητες και η έννοιες με τις οποίες ασχολούνται τα μαθηματικά είναι ίδιες για τον δεξιό και τον αριστερό, τον φονταμενταλιστή και τον φιλευλεύθερο.
Ο Πλάτωνας ζήλεψε αυτό το προνόμιο των μαθηματικών και θέλησε να λειτουργήσει σαν μαθηματικός ανθρώπων σ’ έναν τέλειο κόσμο εννοιών, αμόλυντο από αβεβαιότητα. Η αλήθεια γι’ αυτόν ήταν οικουμενική και προσπελάσιμη δια της νόησης• δεν ήταν αλήθεια, ήταν Αλήθεια. Και μάλιστα 3Α: Απλή, Απόλυτη, Αντικειμενική (όλα με κεφαλαίο όταν έχουμε να κάνουμε με Πλάτωνα). Αλήθεια υπό προϋποθέσεις ή υπό απροσδιοριστία ήταν βδέλυγμα γι’ αυτόν, απαιτούσε οι κρίσεις και οι ορισμοί μας να μην έχουν το παραμικρό ίχνος αβεβαιότητας, όπως στα μαθηματικά. Αν ζούσαμε στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., σίγουρα θα μας είχε στριμώξει σε κάποια στιγμή ο Σωκράτης (άπλυτος σαν λυχνοστάτης) για να μας εκμαιεύσει κάποιον καθολικά αφηρημένο ορισμό, το αντίστοιχο των μαθηματικών οντοτήτων στα ανθρώπινα θέματα:
Περάσαν πολλοί αιώνες από τότε, όμως κρατάει χρόνια αυτή η πλατωνική κολώνια. Δηλαδή κι επιστρέφοντας στο δικό μας θέμα, η αξίωση πως η διανοητική ανάλυση ενός επιχειρήματος μπορεί να καταδείξει με τέτοια σαφήνεια τα τυφλά σημεία και τους ιδεολογικούς χρωματισμούς, ώστε όλοι να πειστούν στο φινάλε και να καταλήξουν στην ίδια εκτίμηση. Αυτός είναι ο πυρήνας πίσω από τη θρησκειοποίηση της τυπικής λογικής, πίσω από την ειδωλολατρία με τις λογικές πλάνες.
Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι είναι πολύ μικρότερη η αξία της τυπικής (και της μαθηματικής) λογικής απ’ ό,τι συνήθως της αποδίδεται. Κανείς δεν αντιλέγει ότι έχει μια κάποια αξία κι ότι ορισμένες φορές υπάρχει νόημα στο να αναλύσεις ένα επιχείρημα με τα εργαλεία της τυπικής λογικής, να δεις αν ένας συλλογισμός είναι τυπικά εσφαλμένος κ.λπ. Όμως είναι πολύ λίγες αυτές οι φορές! Εγώ τουλάχιστον, στη ζωή μου, δεν τις έχω βρει πολλές. Στις οικείες μας συζητήσεις, διαφωνίες και αντιδικίες, αντιθέτως, έχω βρει σημαντικά άλλα στοιχεία, ως προς τα οποία η παραδοσιακή αναλυτική φιλοσοφία υπήρξε τυφλή.
Ισχυρίζομαι επίσης ότι το κακό φτάνει ως τη ρίζα του θέματος, ως την πλατωνική αξιώση πως υπάρχουν Αλήθειες 3Α και στη μεταφορά του μαθηματικού τρόπου σκέψης στα ανθρώπινα θέματα. Σε πείσμα του Πλάτωνα (και του κ. Ramee), υποστηρίζω ότι δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια στο πρόβλημα της υποκειμενικότητας και να το εξορκίζουμε με αληθοπίνακες. Μ’ άλλα λόγια, ισχυρίζομαι ότι πιο θεμελιώδες κι από την τυπική ή την μαθηματική λογική είναι τα τυφλά σημεία που έχει ο καθένας μας, ένα υπόστρωμα από πεποιθήσεις, αξίες, εμπειρίες κ.λπ., μέσα από το οποίο κρίνει τις καταστάσεις, και το οποίο συνήθως περνάει απαρατήρητο. Είναι πιο θεμελιώδες από την τυπική λογική διότι είναι σαν την κολώνια: συνήθως την αντιλαμβάνονται οι εξωτερικοί παρατηρητές, όχι όμως ο φορέας της. Αυτός ο τελευταίος απλά βλέπει τις αλήθειες του ως οικουμενικές αλήθειες, τις θεωρεί αντικειμενική πραγματικότητα (και τσατίζεται με τους άλλους που «δεν βλέπουν τα αυτονόητα», που «υποπίπτουν σε λογικές πλάνες», που «κάνουν λογικά σφάλματα» κ.λπ.).
Δεν τα ισχυρίζομαι μόνος μου όλα αυτά, ανακάλυψα ότι έχω και παρέα:
Τι Καταρρίπτει Ένα Επιχείρημα;
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, επιστρέφουμε στο περίφημο άρθρο του H.L.A. Hart, The Ascription of Responsibility and Rights, που το χρησιμοποίησα σαν αφορμή για τη συζήτηση – ένα άρθρο που προκάλεσε αίσθηση καθότι υπήρξε μια φωνή ενάντια στην παραπάνω φιλοσοφική παράδοση, ένα εμφατικό: ΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΔΕΝ ΣΚΕΦΤΟΝΤΑΙ ΕΤΣΙ! Θεμελιωδώς όμως δεν σκέφτονται έτσι, είναι ριζικά διαφορετική η συλλογιστική τους. Με ενδιαφέρουν οι παρατηρήσεις του Hart διότι κρίνω ότι ισχύουν και για τις οικείες μας συζητήσεις, διαφωνίες και αντιδικίες.
Ο Hart λοιπόν παρατηρούσε ότι οι δικηγόροι πρακτικά σκέφτονται με έναν και μόνο τρόπο: τι καταρρίπτει έναν ισχυρισμό; (ή, εναλλακτικά, τι ενδυναμώνει έναν ισχυρισμό;). Και είναι τόσο διαφορετικός αυτός ο τρόπος σκέψης από τον στενό κορσέ της τυπικής λογικής (formal logic), ώστε πρέπει να βάλουμε άλλον όρο – “defeasible reasoning” ήταν ο όρος του Hart, ο οποίος έχει πια καθιερωθεί σήμερα (θα τον βρείτε και με τον ισοδύναμο όρο “non-monotonic reasoning”). Τρεις λόγους θίγει ο Hart γι’ αυτήν την ανεπάρκεια της τυπικής λογικής μέσα στη δικαστική αίθουσα:
(1) Αντίθετα με τα μαθηματικά, μέσα στα δικαστήρια συνήθως δεν έχουμε καμία θετικότητα να πιαστούμε. Όλα είναι υπό το ημίφως των διαθέσιμων τεκμηρίων, όλα μπορούν να αμφισβητηθούν – ακόμα και το τι αποτελεί «τεκμήριο» μπορεί να αμφισβητηθεί! Μια αλυσίδα αβεβαιότητας η οποία δεν καταλήγει πουθενά, διαιωνίζεται φρακταλικά χωρίς τέλος.
Στα μαθηματικά λέμε π.χ. ότι ένα σύνολο είναι διανυσματικός χώρος αν πληρούνται κάποιες ικανές και αναγκαίες συνθήκες• τις ελέγχουμε μία-μία και αποφαινόμαστε ότι το σύνολο είναι ή δεν είναι διανυσματικός χώρος. Το νομικό παράδειγμα του Hart ήταν η λέξη σύμβαση (contract). Ένας τυπικός νομικός ορισμός συνήθως αναφέρει ότι σύμβαση είναι μια δικαιοπραξία δύο ή περισσότερων μερών, προφορική ή γραπτή, τα στοιχεία της οποίας είναι η προσφορά, η εξέταση, η αποδοχή και η ελεύθερη βούληση, κάπως έτσι (σημείωση: ο Hart ήταν Βρετανός και μιλούσε από τη σκοπιά του νομολογιακού δικαίου – common law). Ακούγεται εύλογο και καλά προσδιορισμένο, έχει και μια επίφαση μαθηματικότητας ή, έστω, προσδιορισιμότητας. Ο δικηγόρος όμως δεν εξετάζει ικανές και αναγκαίες συνθήκες, να δει αν έχουμε (α) προσφορά, (β) αποδοχή, (γ) ελεύθερη βούληση κ.λπ., οπότε να αποφανθεί τελικά ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει περίπτωση (έγκυρης) σύμβασης. Διότι συνήθως όλα βρίσκονται στο μισοσκόταδο κάποιων διαθέσιμων τεκμηρίων. Οπότε ο δικηγόρος τείνει να σκέφτεται περισσότερο από πάνω προς τα κάτω, παρά αντιστρόφως – δηλαδή: προκειμένου να χτυπήσω τον ισχυρισμό ότι έχουμε περίπτωση (έγκυρης) σύμβασης, τι μπορώ να αμφισβητήσω; Την προσφορά; Την αποδοχή; Την ελεύθερη βούληση; κ.λπ. Με άλλα λόγια, όπως συνήθως σκεφτόμαστε κι εμείς, στις οικείες μας συζητήσεις και διαφωνίες!
Δεν μας αρέσει αυτή η αίσθηση, να μην έχουμε καμία θετικότητα να πιαστούμε. Φοβάμαι όμως ότι είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αποφύγουμε, τόσο στα δικαστήρια όσο και στα ζητήματα της καθημερινής μας ζωής: όλα βρίσκονται στο μισοσκόταδο, όλα εξαρτώνται από τα ελλιπή τεκμήρια που διαθέτουμε – που ούτε κι αυτά είναι απόλυτα. Και το παράδειγμα του Hart, ο όρος «σύμβαση», δεν είναι καθόλου τραβηγμένο• όπως τονίζει ο James S. Raymond από το University of Alabama εδώ (The Limits of Logic in Legal Argumentation), μέσα στα δικαστήρια μπορούν να αμφισβητηθούν και οι πιο κοινοί όροι – τι είναι «όπλο», «υπάλληλος», «αεροσκάφος» κ.α. (σελ. 5). Η τυπική λογική για να δουλέψει θέλει θετικότητες, θέλει να έχεις έδαφος να πατήσεις. Φοβάμαι όμως ότι στα πραγματικά ζητήματα της πραγματικής ζωής (είτε μέσα στα δικαστήρια είτε εκτός), όλα είναι στο μισοσκόταδο και όλα μπορούν να αμφισβητηθούν. Οπότε καταρρέει ο μαθηματικός τρόπος σκέψης – από κάτω προς τα πάνω, με ικανές και αναγκαίες συνθήκες – και σκεφτόμαστε περισσότερο από πάνω προς τα κάτω: τι μπορώ να ισχυριστώ, τι καταρρίπτει ένα επιχείρημα.
(2) Ο δεύτερος λόγος είναι ότι μέσα στα δικαστήρια (και στην πραγματική ζωή) όλα έχουν οικολογία (είναι context-dependent). Πάντα είναι κάποιος που λέει κάτι, σε μια συγκεκριμένη περίσταση κ.λπ. Η τυπική λογική, προκειμένου να δουλέψει, θέλει απολυτότητες:
(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Β) Ο Σαμαράς είναι πολιτικός
------------ άρα: ----------------------
(Σ) Ο Σαμαράς είναι ψεύτης
Έτσι, χωρίς οικολογία, προτάσεις που πέφτουν από τον ουρανό. Στην πραγματική ζωή όμως τίποτα δεν πέφτει από τον ουρανό κι οι συλλογισμοί που συνήθως αντιμετωπίζουμε είναι κάτι σαν:
(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Γ) «Ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιώργος.
Τι κάνουμε, το δεχόμαστε; Είναι αξιόπιστος ο Γιώργος; Για ποιο λόγο το είπε, πού αποσκοπούσε; Σε ποιο ακροατήριο απευθυνόταν; Πώς όρισε το «πολιτικός»; Πώς όρισε το «Σαμαράς»; Ψάχνοντας περισσότερο την υπόθεση, βρίσκουμε ένα παραπάνω στοιχείο:
(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Γ) «Ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιώργος.
(Δ) «Ο Γιώργος δεν είναι σε θέση να ξέρει αν ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιάννης.
Αυτό το δεχόμαστε; Είναι αξιόπιστος ο Γιάννης;... κ.λπ. Ψάχνοντας κι άλλο την υπόθεση, βρίσκουμε ακόμα ένα στοιχείο:
(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Γ) «Ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιώργος.
(Δ) «Ο Γιώργος δεν είναι σε θέση να ξέρει αν ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιάννης.
(Ε) «Ο Γιάννης τακτικά ισχυρίζεται ότι οι αντίδικοί του δεν είναι σε θέση να ξέρουν, ως ρητορικό όπλο για να απαξιώσει τους ισχυρισμούς τους», λέει ο Νίκος.
Αυτό το δεχόμαστε; Είναι αξιόπιστος ο Νίκος; Αποδυναμώνεται ο συγκεκριμένος ισχυρισμός του Γιάννη αν ισχύει αυτό που λέει ο Νίκος;... και ούτω καθεξής. Δηλαδή, αναλώνουμε τον περισσότερο χρόνο μας σε τέτοια ζητήματα οικολογίας των ισχυρισμών, και ελάχιστα έχουμε να κάνουμε με το καλά ρυμοτομημένο πεδίο της τυπικής λογικής, δηλαδή με εφαρμογή συντακτικών κανόνων πάνω σε απόλυτες προτάσεις, οι οποίες πέφτουν από τον ουρανό, χωρίς οικολογία. Και συνήθως διαθέτουμε ελάχιστες θετικότητες για να πιαστούμε: όλα μπορούν να αμφισβητηθούν! Οπότε μοιραία ο τρόπος σκέψης μας αλλάζει, έτσι ακριβώς όπως περιέγραψε ο Hart: τι μπορώ να ισχυριστώ, τι ενισχύει έναν ισχυρισμό, τι καταρρίπτει έναν ισχυρισμό. Defeasible reasoning.
Πείτε μου όμως κι εσείς: σας κάνουν καθόλου κλικ τα παραπάνω; Πώς κρίνετε ότι λειτουργούμε στις πραγματικές συζητήσεις της πραγματικής ζωής;
(3) Ο τρίτος λόγος είναι το πρόβλημα της υποκειμενικότητας, το οποίο πολύ συχνά μεταφράζεται μέσα στη δικαστική αίθουσα και στην καθημερινή μας ζωή ως: ποιος έχει το βάρος της απόδειξης;
Στα μαθηματικά δεν υπάρχει υποκειμενικότητα, δεν υπάρχει «περί ορέξεως ουδείς λόγος» ούτε «εγώ το βλέπω έτσι, εσύ το βλέπεις αλλιώς». Όταν λες κάτι συνήθως είσαι σωστός ή λάθος, τελεία και παύλα. Ο Πλάτωνας οραματίστηκε μια παρόμοια υπέρβαση της υποκειμενικότητας στα ανθρώπινα θέματα, με αναγωγή σε άχρονες και απόλυτες Ιδέες, όμοιες για όλους. Όμως ο Hart ήταν σοβαρός άνθρωπος, γι’ αυτό και έχει αξία η παρατήρησή του. Αναλυτικότερα:
Συνήθως λέμε ότι extraordinary claims require extraordinary proofs – αν ισχυρίζεσαι κάτι εξαιρετικό, τότε θα πρέπει να προσκομίσεις και εξαιρετικά τεκμήρια για να σε πάρουμε στα σοβαρά. Ο Μπέρτραντ Ράσελ νόμιζε ότι είπε κάτι πολύ σοφό με την γνωστή κοινοτοπία του για την τσαγιέρα (ότι αν ισχυρίζεσαι πως υπάρχει μια τσαγιέρα σε τροχιά ανάμεσα στον Άρη και τον Δία, τότε είναι δικό σου καθήκον να προσκομίσεις εξαιρετικά στοιχεία κ.λπ. κ.λπ.). Χαίρω πολύ, δε μας είπε κάτι καινούργιο, αυτό όλοι το καταλαβαίνουν. Όλοι δέχονται ότι extraordinary claims require extraordinary proofs, δεν είναι εκεί το ζήτημα που πρακτικά προκύπτει...
To ζήτημα που πρακτικά προκύπτει είναι ποιος λέει τα «αυτονόητα» και ποιος τα «εξαιρετικά»! Τόσο μέσα στα δικαστήρια όσο και στην καθημερινότητα. Διότι τα δικά σου «αυτονόητα» δεν είναι δικά μου «αυτονόητα» – και αντιστρόφως. Να το πω στη γλώσσα της στατιστικής: η δική σου μηδενική υπόθεση δεν είναι δική μου μηδενική υπόθεση – και αντιστρόφως. Κάτι που εκδηλώνεται συχνά ως αίτημα προς τον διαλεκτικό αντίπαλο να φορτωθεί αυτός το βάρος της απόδειξης.
O Πλάτωνας, κι ακόμα πιο εμφατικά ο Καρτέσιος, αξίωσε ότι η νόηση είναι το κατεξοχήν όχημα που έχουμε για την παραγωγή γνώσης. Με απλά λόγια και στην περίπτωσή μας, αυτό μεταφράζεται στην αξίωση πως η διανοητική ανάλυση ενός επιχειρήματος είναι ικανή να καταδείξει τους ιδεολογικούς χρωματισμούς με τέτοια σαφήνεια και πειστικότητα, ώστε τα συμπεράσματα να γίνουν αμοιβαίως αποδεκτά από όλους. Ιδεολογία – Διανοητική Ανάλυση, σημειώσατε 2. Το σύμβολο αυτής της αξίωσης υπήρξε ο Σωκράτης (άπλυτος σαν λυχνοστάτης), σ’ εκείνους τους εκτός πραγματικότητας πλατωνικούς διαλόγους, όπου παρουσιαζόταν να φέρνει τους διαλεκτικούς του αντιπάλους σε αδιέξοδο με τη οξύτητα της ανάλυσής του, και να τους κάνει να συνειδητοποιούν τα τυφλά τους σημεία. Τα μαθαίναμε στο σχολείο, θυμάστε, και δεν τα συναντήσαμε ποτέ στην πραγματική ζωή. Για πρώτη φορά αυτό αμφισβητήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τη σχολή της Φαινομενολογίας στην Ευρώπη κι από τους Αμερικάνους Πραγματιστές. Με τη Φαινομενολογία και τον Αμερικάνικο Πραγματισμό, η φιλοσοφία έπαψε να είναι «υποσημειώσεις στον Πλάτωνα». Ο Edmund Husserl θεωρούσε ότι η δύναμη των ιδεολογικών χρωματισμών είναι συνήθως τόσο ισχυρή, ώστε δεν φτάνει η διανοητική ανάλυση... Απαιτείται επιπλέον και η ικανότητα να μπορείς να κρατάς απόσταση από τις ιδέες σου. Η ικανότητα να αναρωτιέσαι συνεχώς αν στραβός είναι ο γυαλός ή εγώ στραβά αρμενίζω, ακόμα και για τα «αυτονόητά» σου. Κάτι το οποίο, όπως είπε ο Husserl, είναι μια ικανότητα, σαν το ποδήλατο, όχι μια διανοητική πράξη, όχι κάτι που διδάσκεται από βιβλία. Μπορεί να είσαι υψηλά καταρτισμένος και μορφωμένος (ακόμα και με σπουδές αναλυτικής φιλοσοφίας ή μαθηματικής λογικής) και να την έχεις ή να μην την έχεις• μπορεί να είσαι στοιχειωδώς μορφωμένος και να την έχεις ή να μην την έχεις. Ιδεολογία – Διανοητική Ανάλυση, σημειώσατε 1. Οπότε, η νόηση δεν είναι το κατεξοχήν όχημα για την παραγωγή γνώσης: απαιτείται επιπλέον και η ικανότητα να μυρίζεις την ίδια σου την κολώνια.
Εσείς τι λέτε; Πώς το ‘χετε βρει στη ζωή σας; Έχετε βρει ότι η δύναμη της «κρυστάλλινης λογικής» και της διανοητικής ανάλυσης καταδεικνύει με πειστικότητα τους ιδεολογικούς χρωματισμούς, όπως στους πλατωνικούς διαλόγους; Ή μήπως ότι αυτό που γίνεται συνήθως είναι ότι ο καθένας βάζει τη διανοητική ανάλυση και την «κρυστάλλινη λογική» στην υπηρεσία της ιδεολογίας του; (χρησιμοποιώ τη λέξη με την ευρύτερη δυνατή έννοια).
Ξεχωριστό κεφάλαιο εδώ αποτελούν και τα μπινελίκια. Δηλαδή, η διασκέδαση που μας προσφέρουν οι Ροβεσπιέροι της «κρυστάλλινης λογικής», όταν χάνουν την υπομονή τους με τον διαλεκτικό τους αντίπαλο κι αρχίζουν τα γαλλικά. Συμβαίνει συνέχεια και δεν προβλέπεται από τους πλατωνικούς διαλόγους. Εκεί συνήθως ο Σωκράτης (άπλυτος σαν λυχνοστάτης) παρουσιαζόταν τελικός θριαμβευτής, με τους διαλεκτικούς του αντιπάλους να ομολογούν την άγνοιά τους. Στην πραγματική ζωή, ο καθένας θεωρεί ότι είναι Σωκράτης που μιλά με «κρυστάλλινη λογική» στο όνομα της «αντικειμενικότητας», της «αλήθειας» κ.λπ., και τσατίζεται με τον Σωκράτη της άλλης πλευράς, που κι αυτός θεωρεί ότι μιλά με «κρυστάλλινη λογική» στο όνομα της «αντικειμενικότητας». Και, φυσικά, τι συμβαίνει όταν έχουμε Σωκράτη εναντίον Σωκράτη, «κρυστάλλινη λογική» εναντίον «κρυστάλλινης λογικής»; Γίνεται αυτό που διαπίστωνε κάποτε ο Τάκης Κονδύλης: «Οι θεωρητικές αναμετρήσεις μεταξύ φιλοσόφων γίνονται ειλικρινείς μόνο όταν καταλήγουν σε προσωπικές ύβρεις» (Στοχασμοί και Αποφθέγματα, Νέα Εστία τ.1717).
Ας δείξω πώς συμβαίνουν τα παραπάνω στη δικαστική πράξη με ένα πραγματικό παράδειγμα του James S. Raymond από εδώ (The Limits of Logic in Legal Argumentation), σελ. 9-12, για την επίδοση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην υπόθεση Kimel v. Florida Board of Regents (2000). Το θέμα που προέκυψε ήταν αν εφαρμοζόταν ή όχι η 11η Τροπολογία του Συντάγματος στη συγκεκριμένη υπόθεση – αν οι πολίτες μπορούν να κινηθούν δικαστικά εναντίον της πολιτειακής κυβέρνησής τους. Η 11η Τροπολογία προέβλεπε ότι οι πολίτες δεν μπορούν να κινηθούν δικαστικά εναντίον άλλης πολιτειακής κυβέρνησης. Τι γίνεται όμως, όπως στην υπόθεση Kimel, που ήταν περίπτωση πολιτών εναντίον της δικής τους κυβέρνησης; Η 11η Τροπολογία ήταν τυπικά βουβή εδώ και άφηνε περιθώρια ερμηνείας. Τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου μοιράστηκαν πάνω σ’ αυτό το ζήτημα:
Η δικαστής O’ Connor, παραθέτοντας συγκεκριμένες παλαιότερες υποθέσεις, ήταν πεπεισμένη ότι διάβαζε την «καθιερωμένη ερμηνεία» της Τροπολογίας, επικυρωμένη από μια μακρόχρονη παράδοση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (τα «αυτονόητα», δηλαδή): “This Court has long ‘understood the Eleventh Amendment to stand not so much for what it says, but for the presupposition … which it confirms’”.
Ο δικαστής Stevens ενίστατο γι’ αυτόν τον «δικαστικό ακτιβισμό» (judicial activism), επέμενε να προσκολληθεί στο γράμμα του νόμου, οπότε φυσικά έβλεπε δικαστική αυθαιρεσία και αντισυναγματικότητα (τα «αυτονόητα», επίσης): “There is not a word in the text of the Constitution supporting the Court’s conclusion that the judge-made doctrine of sovereign immunity … The Eleventh Amendment simply does not support the Court’s view”.
Ούτε «δικαστικός ακτιβισμός» ήταν ούτε η «καθιερωμένη ερμηνεία» της Τροπολογίας. Όπως εξηγεί ο Raymond, σελ. 11, ήταν ένα γενικότερο ιδεολογικό ζήτημα, ως προς τις μειονότητες των ΗΠΑ, το οποίο είχε διχάσει τότε τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου: μερικοί θεωρούσαν ότι μόνο η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση μπορούσε να εγγυηθεί τα δικαιώματά τους, ότι οι πολιτειακές κυβερνήσεις δεν είναι αξιόπιστες, οπότε καλά έκανε ο Λευκός Οίκος και επενέβαινε στις πολιτειακές κυβερνήσεις, ενώ άλλοι το έβλεπαν εντελώς αντίθετα, ότι η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση σφετεριζόταν προνόμια των πολιτειακών κυβερνήσεων. Οπότε όταν ήρθε η υπόθεση Kimel υπόψη τους, ο καθένας την είδε υπό αυτό το πρίσμα. Όμως δεν μπορούσαν να το συνειδητοποιήσουν αυτό, ώστε τουλάχιστον να το παραδεχτούν ανοιχτά και να συννενοηθούν μεταξύ τους• ο καθένας διάβαζε το «πραγματικό νόημα» της 11ης Τροπολογίας πίσω από τις λέξεις ή όριζε τον όρο «μειονότητα» έτσι ώστε να περιλαμβάνει ή να μην περιλαμβάνει τους ηλικιωμένους κ.λπ. Ο καθένας μιλούσε στο όνομα της «αλήθειας»!
Και φυσικά αγανακτούσε με τους άλλους που «δε βλέπουν τα αυτονόητα». Μπορούμε να νιώσουμε τον εκνευρισμό της O’ Connor με τους συναδέλφους της στα λόγια της: “The present dissenters’ refusal to accept the validity and natural import of decisions like Hans, rendered over a century ago by this Court, makes it difficult to engage in additional meaningful debate on the place of state sovereign immunity” κ.λπ. κ.λπ. Ένας (πολύ κομψός, ομολογουμένως) τρόπος να πεις στην επιτηδευμένη γλώσσα της μορφωμένης μεσαίας τάξης: «α γαμήσου, ρε ηλίθιε».
Είναι ορισμένοι από τους πιο καταρτισμένους και έμπειρους δικαστές των ΗΠΑ, ίσως και όλου του κόσμου: η κρεμ ντε λα κρεμ. Είμαι σίγουρος ότι είναι και ευφυέστατοι, όλοι τους με υψηλό IQ (και δεν αμφιβάλλω ότι έκαναν μαθήματα τυπικής λογικής και αναλυτικής φιλοσοφίας στη νομική σχολή). Κι όμως δεν μπορούν να κρατήσουν μια απόσταση από την ιδεολογία τους ώστε τουλάχιστον να συνεννοηθούν μεταξύ τους!
Στην προέκτασή τους, οι επισημάνσεις αυτές είναι ένας ανθρωπισμός. Ένα «ειρήνη ημίν». Δηλαδή, μην κατηγορείς τον διαλεκτικό σου αντίπαλο για παραλογισμό, είναι κι αυτός τόσο λογικός όσο κι εσύ. Και οι δυο δέχεστε ότι extraordinary claims require extraordinary proofs, όμως βλέπετε διαφορετικά «αυτονόητα» και τα γενικεύετε σε καθολικά, οικουμενικά «αυτονόητα» χωρίς να το καταλαβαίνετε. «Ένα δέντρο είναι κάτι διαφορετικό για έναν ξυλοκόπο, για έναν γεωπόνο και για έναν δραπέτη που τον κυνηγά το απόσπασμα», έλεγε ο Αμερικάνος κοινωνιολόγος Herbert Blumer. Ο πρώτος κοιτάζει το δέντρο και βλέπει «εισόδημα», ο δεύτερος βλέπει «ζωντανό οργανισμό», ο τρίτος βλέπει «κρυψώνα». Ο ξυλοκόπος θα πει τα αυτονόητα γι’ αυτόν, «να κόψουμε το δέντρο» και οι άλλοι δυο θα του ζητήσουν extraordinary proofs για μια τέτοια εξωφρενική πρόταση• ο δραπέτης θα πει τα δικά του αυτονόητα, «να σκαρφαλώσουμε στο δέντρο» κ.ο.κ.
Επίλογος
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από το 1948 κι από τις συζητήσεις που προκάλεσε το άρθρο του H.L.A. Hart. Ο όρος του, defeasible reasoning, σήμερα πλέον έχει καθιερωθεί. Θα έλεγα ότι το άρθρο του υπήρξε, μεταξύ άλλων, και μια αποενοχοποίηση, διότι πολλοί επαγγελματίες κατόπιν πήραν θάρρος να βγουν από την ντουλάπα και να τονίσουν το ίδιο πράγμα: στο αντικείμενό μας δεν σκεφτόμαστε με τον στενό κορσέ της τυπικής λογικής, αλλά έτσι ακριβώς όπως παρατήρησε ο Hart, τι μπορώ να υποστηρίξω, τι ενδυναμώνει ή αποδυναμώνει ή καταρρίπτει ένα επιχείρημα (και είναι πολλά αυτά που μπορούν να καταρρίψουν ένα επιχείρημα). Αφήνω σε σας την τελική κρίση για το αν και κατά πόσο στη ζωή μας έχουμε συνήθως να κάνουμε με ζητήματα καλά ρυμοτομημένα, με θετικότητες και απολυτότητες, ή με ζητήματα δυναμικά και ρευστά, στα οποία όλα μπορούν να αμφισβητηθούν και δεν έχουμε πού να πατήσουμε.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα εδώ, κάτι πολύ σημαντικό:
Μια απρόσμενη δικαίωση για τις παρατηρήσεις του Hart ήρθε από τον χώρο της Τεχνητής Νοημοσύνης: κάπου μέσα στη δεκαετία του ’70, οι τότε πιονιέροι της ΑΙ (John McCarthy, Herbert Simon κ.λπ.) διαπίστωσαν ότι η παραδοσιακή τυπική λογική ήταν εντυπωσιακά άχρηστη προκειμένου να τυποποιήσει τη λειτουργία ενός ρομπότ σε πραγματικό περιβάλλον. Δηλαδή, ότι προκειμένου τα ρομπότ να βγουν από τα εργαστήρια και να επιτελέσουν πραγματικούς στόχους σε πραγματικό περιβάλλον, ήταν απαραίτητο να σκέφτονται διαφορετικά, πάνω σε μια διάσταση για την οποία η παραδοσιακή τυπική λογική υπήρξε τυφλή: όχι να εφαρμόζουν τους κανόνες του de Morgan, αλλά συνεχώς να αλλάζουν συμφραζόμενα (contexts), συνεχώς να βλέπουν τον επιδιωκόμενο στόχο μέσα στο περιβάλλον υπό διαφορετικό πρίσμα. Η συλλογιστική τους έπρεπε να αλλάξει και να γίνει defeasible, όπως ακριβώς παρατήρησε ο Hart: τι μπορώ να ισχυριστώ και τι καταρρίπτει ένα επιχείρημα – με τους τρόπους κατάρριψης ενός επιχειρήματος να είναι οι αφορμές που οδηγούν το ρομπότ να αλλάξει πλαίσιο και να δει την κατάσταση διαφορετικά. Αυτό ήταν κάτι που ανακάλυψαν απρόσμενα οι ερευνητές της ΑΙ, χωρίς καν να το είχαν φανταστεί αρχικά.
Αν κάτι σημαίνει αυτό για μας, τους ανθρώπους, είναι ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της συνηθισμένης μας λειτουργίας και ευφυΐας – πολύ μεγαλύτερο από ό,τι είχαμε φανταστεί παλιότερα – δεν έχει τόσο να κάνει με εφαρμογή κανόνων επάνω σε σύμβολα ή με λογικές πράξεις ή με μεθόδους Simplex ή με βελτιστοποίηση μιας τυποποιημένης ποσότητας κ.λπ., αλλά με συνεχή αλλαγή συμφραζομένων, συνεχώς να θέτουμε το ζήτημα σε νέο πλαίσιο, συνεχώς να παίρνουμε το ζήτημά μας και να το κάνουμε στοιχείο ενός άλλου ζητήματος κ.ο.κ. Τα προβλήματα που συνήθως αντιμετωπίζουμε στη ζωή μας – είτε τα μεγάλα, κοσμογονικά προβλήματα είτε τα οικεία και καθημερινά – δεν έχουν καλούς ορισμούς, όπως τα μαθηματικά προβλήματα: δεν περιγράφονται εύκολα, δεν τυποποιούνται εύκολα, ενώ είναι δυναμικά κι αλλάζουν συνεχώς σε πραγματικό χρόνο• δεν είναι παγωμένες φωτογραφίες αλλά ρευστά βίντεο. Δεν τυποποιούνται εύκολα τα στοιχεία τους, διότι δεν είναι από την αρχή σαφές ποια είναι τα σχετικά στοιχεία για την επίλυσή τους και ποια τα αδιάφορα• δεν τυποποιείται εύκολα ο χώρος λύσεών τους, διότι δεν είναι από την αρχή σαφές ποιες οι υποψήφιες λύσεις και ποιες όχι. Και η επίλυσή τους έχει περισσότερο να κάνει με συνεχή και δημιουργικό ανασχηματισμό του προβλήματος, συνεχή αλλαγή συμφραζομένων, παρά με εφαρμογή τυπικών κανόνων πάνω σε σύμβολα. Σαν να βάζουμε συνεχώς το πρόβλημα σε νέο φόντο, οπότε να αναδεικνύονται άλλα στοιχεία και να αλλάζει η δομή του συνεχώς. Αυτή είναι μια διαπίστωση την οποία οφείλουμε και στην Τεχνητή Νοημοσύνη.
Σκεφτείτε ένα οικείο παράδειγμα: βγαίνω από το σπίτι μου το πρωί να πάω στη δουλειά, τραβάω την εξώπορτα και... ανακαλύπτω ότι κλείδωσα μέσα τα κλειδιά. Τι κάνω τώρα; Εδώ δεν είναι εύκολα προσδιορίσιμο ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα και ποιος ο συγκεκριμένος στόχος του. Να δοκιμάσω να ξαναμπώ στο σπίτι, π.χ. ανοίγοντας την πόρτα με την ταυτότητα; Όχι αναγκαστικά, μπορώ να χτυπήσω στη σπιτονοικοκυρά, που κρατά ένα κλειδί ρεζέρβα. Ούτε κι αυτό όμως είναι αναγκαστικό, ίσως βιάζομαι να πάω στη δουλειά, οπότε μπορώ να συνεννοηθώ αργότερα με τη φίλη μου, που έχει δικό της κλειδί. Με άλλα λόγια, η επίλυση του προβλήματος είναι μια συνεχής διαδικασία εκτίμησης προτεραιοτήτων και δημιουργικής αλλαγής συμφραζομένων.
Ούτε και τα στοιχεία του προβλήματος είναι καλά προσδιορισμένα. Δεν είναι άμεσα προφανές ποια είναι σχετικά και ποια όχι, ενώ προκύπτουν καινούργια στοιχεία κατά τη διαδικασία της επίλυσης: δοκιμάζω το πίσω παράθυρο μήπως κι ανοίξει... αν βρω ένα σύρμα, θα μπορούσα ίσως να τραβήξω τον σύρτη από τα παντζούρια... βιάζομαι όμως κιόλας, μπορώ να βρω ένα σύρμα στα γρήγορα;... ακούω κι έναν θόρυβο, κάποιος έρχεται... με ξέρουν στη γειτονιά και θα καταλάβουν... όμως δε μ’ αρέσει να βλέπουν τέτοιες εικόνες... κι αν είναι κάποιος που δε με ξέρει και με περάσει για κλέφτη;... να θυμηθώ, παρεμπιπτόντως, να βάλω ένα λουκέτο στο πίσω παράθυρο, ανοίγει εύκολα, θα μπει κάνας πραγματικός κλέφτης κ.ο.κ.
Η ανάρτηση όμως έγινε μεγάλη και κάπου εδώ πρέπει να κλείσει. Θα ήθελα και το δικό σας feedback για όλα αυτά τα θέματα: τι λέτε; Πόσο σας κάνουν κλικ με βάση τη ζωή και τις εμπερίες σας;
ΥΓ: Αφήσαμε όμως ανοιχτό κάτι που έθιξα πονηρά πιο πάνω! Ότι ίσως η ειδωλολατρία της τυπικής λογικής να συσχετίζεται, ως ένα βαθμό, με συγκεκριμένες πολιτικές, θρησκευτικές, κοινωνικές κ.λπ. θέσεις, που συνήθως αναγνωρίζουμε ως «συντηρητικές». Τι λέτε; Κρίνετε ότι ο πλατωνισμός είναι μια ευρύτερη γνωστική κατάσταση, που ενδεχομένως αντανακλά σε όλο το μήκος και το πλάτος της βιοτικής αντίληψης, ακόμα και στις πολιτικές ή θρησκευτικές ή κοινωνικές στάσεις του πλατωνιστή; Δηλαδή, και πρακτικά μιλώντας, ισχυρίζεστε ότι η εμμονή κάποιου να βλέπει τεχνητές απολυτότητες εκεί που δεν υπάρχουν μάς προσφέρει προβλεπτική δυνατότητα ακόμα και για το κόμμα που ψηφίζει; Αυτό θέλετε να πείτε;
Χμμ... ενδιαφέρον αυτό που λέτε. Ας το συζητήσουμε σε επόμενη ανάρτηση.
Ο κύριος με το φοβερό όνομα Herbert Lionel Adolphus Hart ήταν, λένε, από τους σημαντικότερους νομικούς φιλοσόφους του 20ου αιώνα. Απ’ ό,τι διαβάζω γι’ αυτόν, πρέπει να είχε και ενδιαφέρον σαν άνθρωπος, όχι μόνο σαν φιλόσοφος, μοιάζει να ήταν κάποιος που άξιζε τον κόπο να γνωρίσεις από κοντά. Θέλω εδώ να αναφερθώ μόνο σε κάποιες ιδέες που έθιξε στο περίφημο άρθρο με το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στη φιλοσοφία του δικαίου: The Ascription of Responsibility and Rights, 1948.
Να σημειώσω καταρχήν ότι το The Ascription of Responsibility and Rights υπήρξε ένα ονομαστό φιλοσοφικό άρθρο, σήμερα έχει πάρει διαστάσεις κλασικού. Ήταν επίσης και μία από τις σχετικά λίγες φορές που η φιλοσοφία έπαιξε κάποιο ρόλο, που υπήρξε κάτι περισσότερο από ακατάληπτες συζητήσεις μεταξύ ακαδημαϊκών, αδιάφορων για τον πολύ κόσμο και αδιάφορων προς τον πολύ κόσμο. Η υποδοχή που συνάντησε υπήρξε ενθουσιώδης• π.χ. ο Bayles εδώ χαρακτηρίζει το άρθρο “fraught with difficulties” κι ο C. Cherry εδώ παρατηρεί ότι είναι “glaringly at fault”. Δηλαδή, επιτέλους μια περίπτωση που η φιλοσοφία είχε ενδιαφέρον! Που αποφάσισε να ασχοληθεί με πραγματικά ζητήματα στον πραγματικό κόσμο. Ας αναπτύξουμε λοιπόν μερικές ιδέες του Hart από το διαβόητο άρθρο του: πρώτα και καλύτερα, την επίθεσή του ενάντια στη φιλοσοφική παράδοση.
Η Ειδωλολατρία της Τυπικής Λογικής
Ξέρετε για ποιο πράγμα μιλάω, το υποστήκαμε και στο σχολείο: τη φιλοσοφία ως «υποσημειώσεις στον Πλάτωνα», την αναλυτική παράδοση που ξεκινά από τον μαθητή του Σωκράτη (άπλυτου σαν λυχνοστάτη), και έχει κυριότερους σταθμούς τον Καρτέσιο, τον Λίμπνιτς, τον Καντ κ.α. Απότοκο αυτής της παράδοσης είναι και η υπερεκτίμηση της τυπικής λογικής, την οποία μαθαίναμε στο σχολείο προκειμένου, υποτίθεται, να κάνουμε σωστούς συλλογισμούς (μαθαίναμε και λίγα στοιχεία μαθηματικής λογικής). Π.χ. έχετε σίγουρα κάνει παρόμοιες ασκήσεις:
(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Β) Ο Σαμαράς είναι πολιτικός
------------- άρα: -----------------------
(Σ) Ο Σαμαράς είναι ψεύτης
Κάτι τέτοιο καλείται παραγωγικός συλλογισμός (deductive reasoning), καμιά φορά και απαγωγικός συλλογισμός: από το γενικό στο ειδικό. Μαθαίναμε επίσης ότι η αντίστροφη πορεία, από το ειδικό στο γενικό, θέλει προσοχή και σε καμία περίπτωση δεν θεμελιώνεται λογικά• δηλαδή, το ένας κύκνος που είδα ήταν άσπρος, ή ακόμα και το εκατομμύρια κύκνοι που παρατηρήθηκαν ιστορικά ήταν άσπροι, δε μας εξασφαλίζει τον καθολικό κανόνα: όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι. Κάτι τέτοιο καλείται επαγωγικός συλλογισμός και θέλει πάντα προσοχή.
Μαθαίναμε επίσης και λίγα στοιχεία μαθηματικής λογικής: σύζευξη, διάζευξη, συνεπαγωγή, άρνηση, να αναλύουμε μια πρόταση σε υποπροτάσεις και να ελέγχουμε την τιμή αλήθειας της με βάση τις τιμές αλήθειας των υποπροτάσεων. Π.χ. η πρόταση: Χ = βρέχει στη φτωχογειτονιά βρέχει και στην καρδιά μου, είναι σύζευξη που αναλύεται στις υποπροτάσεις Α = βρέχει στη φτωχογειτονιά & Β = βρέχει στην καρδιά μου, οπότε κατόπιν σχεδιάζαμε αληθοπίνακες κ.λπ.
Ας την κάνουμε όμως interactive την ανάρτηση. Θα ήθελα να ρωτήσω όλους εσάς που διαβάζετε: πόσο κρίνετε ότι σας βοήθησαν αυτά στη ζωή σας; Πόσο σχετικά υπήρξαν (ή δεν υπήρξαν) με τα ζητήματα που πραγματικά αντιμετωπίσατε, με τις πραγματικές συζητήσεις που συμμετείχατε, με τα πραγματικά επιχειρήματα που εξετάσατε; Τι λέτε;
Αφού δε μου απαντάτε, θα συνεχίσω κι εγώ με δικηγόρους.
Είναι παράδοση στις νομικές σχολές να βάζουν και κάποια μαθήματα αναλυτικής φιλοσοφίας, με θέματα όπως τα παραπάνω. Δεν είμαι σίγουρος για την Ελλάδα, όμως στο εξωτερικό και στις ΗΠΑ νομίζω ότι αποτελούν μέρος του ακαδημαϊκού ιερού κανόνα για τους μελλοντικούς δικηγόρους. Να, για παράδειγμα, ο Neal Ramee από το University of North Carolina, που επισημαίνει εδώ την αξία της «κρυστάλλινης λογικής» (pristine logic) στα νομικά επιχειρήματα και παρουσιάζει τις λογικές πλάνες (logical fallacies), στις οποίες κινδυνεύει να υποπέσει ο απαίδευτος δικηγόρος• ενώ ο επιτυχημένος δικηγόρος, κατά τον κ. Ramee, συλλογίζεται άμεμπτα και επιχειρηματολογεί κρυστάλλινα: δεν πινς λογική, πινς βιλούδο. Δε φταίω εγώ, έτσι λέει αυτός (στη σελ. 2): Knowing how to spot and avoid them [logical fallacies] can improve your legal writing and advocacy immeasurably. By familiarizing yourself with the fallacies listed on this handout and searching for them in your own writing and the writing of others, you can develop and nurture the habits of “pristine logic” that all successful attorneys employ
Μου αρέσει τρελά και η συλλογιστική του στο παράδειγμα της σελίδας 3, εκεί που κατακεραυνώνει την «Επίκληση στην Ακατάλληλη Αυθεντία» (Appeal to Inappropriate Authority) στο επιχείρημα: «Η κατοχή πυρηνικών όπλων είναι αποτρόπαιη ηθικά, ακόμα κι ο πατέρας της Η-βόμβας, ο Edward Teller, παρότρυνε τις ΗΠΑ να σταματήσουν την παραγωγή όταν έγινε γνωστό το μέγεθος της καταστροφικής τους δυνατότητας». Αυτό το επιχείρημα, «εξηγεί» ο κ. Neal Ramee, είναι εσφαλμένο διότι o Edward Teller ήταν φυσικός, όχι κληρικός ή ηθικός φιλόσοφος, οπότε «οι απόψεις του σε ηθικά θέματα ήταν ολωσδιόλου έξω από την κατάρτισή του» – ναι, μα την αλήθεια, έτσι γράφει: “completely outside his expertise”. Αυτό το ονομάζει «κρυστάλλινη λογική» ο κ. Ramee (μα γιατί συνήθως η προσφυγή στη «λογική» και στον «ορθολογισμό» γίνεται προκειμένου να υποστηριχτούν Ρεπουμπλικανικές θέσεις; Ιδέα μου είναι ή το έχετε παρατηρήσει κι εσείς;)
Ας αφήσουμε όμως τους (άψογα καταρτισμένους) επαγγελματίες της φιλοσοφίας κι ας πάμε σε πιο πραγματικούς ανθρώπους:
Ο Brett G. Scharffs, από τον δικηγορικό σύλλογο της πολιτείας της Utah, εξομολογείται την πολύτιμη εμπειρία του εδώ (Law and the Limits of Logic): πήγε να διδάξει στη νομική σχολή έχοντας σπουδάσει φιλοσοφία κι αυτό που διαπίστωσε ήταν ότι τα επιχειρήματα όλων έβριθαν από λογικές πλάνες. Όλων μα όλων: φοιτητών, καθηγητών και δικηγόρων. Αρχικά πίστευε κι αυτός, στα βήματα του κ. Ramee πιο πάνω, ότι μόνο οι αποτυχημένοι δικηγόροι υποπίπτουν σε λογικές πλάνες, ενώ οι επιτυχημένοι επιδεικνύουν «κρυστάλλινη λογική». Αυτό όμως που ανακάλυψε ήταν ότι ΟΛΟΙ μπορούν να κατηγορηθούν τυπικά για λογικές πλάνες, απλώς οι επιτυχημένοι δικηγόροι ξέρουν να τις καλύπτουν (κάτι σαν αυτό που λένε στην ξιφασκία: «Όλοι έχουν αδυναμίες, δεν υπάρχει τέλειος ξιφομάχος, όμως ο κακός ξιφομάχος χάνει από τις αδυναμίες του, ενώ ο καλός ξέρει να τις καλύπτει• όσο για τον βιρτουόζο ξιφομάχο, αυτός ξέρει και να τις χρησιμοποιεί»). Ακόμα και ο ίδιος ο νόμος, όπως λέει στη σελ. 5, μπορεί κι αυτός να κατηγορηθεί τυπικά για λογικές πλάνες!
Στην αρχή της καριέρας του σκέφτηκε να αναλάβει τον ρόλο του Ροβεσπιέρου και να καθαρίσει την επιχειρηματολογία των μελλοντικών νομικών από λογικές κηλίδες. Να γίνει κάτι σαν αστυνομία της τυπικής λογικής. Στην πορεία όμως, όπως λέει, αναγκάστηκε να ανασκευάσει: έπαψε να το βλέπει έτσι! Έπαψε να θεωρεί ότι η εγκυρότητα ενός συλλογισμού έχει τόσο να κάνει με τις λογικές πλάνες αυτές καθαυτές, αλλά περισσότερο με τον τρόπο που αυτές χρησιμοποιούνται – δηλαδή, αν χρησιμοποιούνται πονηρά και λαθραία ή ανοιχτά και τίμια. Επίσης, πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η υπαρξιακή μεταστροφή που εξομολογείται στη σελ. 6: αρχικά την είχε δει κομισσάριος της λογικής αρτιότητας, στην πορεία όμως αποδέχτηκε ότι τυπικά όλοι μπορούμε να κατηγορηθούμε για λογικές πλάνες. Θεωρώ τη μαρτυρία του κ. Scharffs άκρως ενδιαφέρουσα, διότι αναφέρει την προσωπική του πορεία και εμπειρία: ότι από επιθεωρητής Ιαβέρης και αμείλικτος κυνηγός των λογικών σφαλμάτων έγινε τελικά Γιάννης Αγιάννης.
(Παρένθεση: Εδώ οφείλω να ζητήσω συγνώμη από τον αναγνώστη, που βάζω τόσους πολλούς δικηγόρους και νομικούς στην ανάρτηση. Ξέρω, δεν είναι συμπαθείς, υπάρχει όμως λόγος που το κάνω: πιστεύω ότι ο τρόπος που σκέφτονται και επιχειρηματολογούν οι δικηγόροι είναι πολύ κοντά στην καθημερινή μας επιχειρηματολογία• στον τρόπο που συζητάμε και αντιδικούμε στο σπίτι μας, στη δουλειά μας, στο ίντερνετ, παντού. Οπότε η δικηγορική εμπειρία έχει αξία για μας – τουλάχιστον έχει πολλά περισσότερα να μας πει από τις αξιώσεις των επαγγελματιών της φιλοσοφίας που προσπαθούν να πουλήσουν το συντεχνιακό τους προϊόν, την υπερεκτίμηση της τυπικής λογικής).
Το πρόβλημα μ’ αυτή τη θρησκεία της τυπικής λογικής είναι η ειδωλολατρία της. Στην πραγματική ζωή και στην πραγματική επιχειρηματολογία, σπάνια ακυρώνεται αυτομάτως η αξία ενός επιχειρήματος από το γεγονός ότι μπορεί τυπικά να κατηγορηθεί για λογικές πλάνες• πρέπει πάντα να το ψάξεις περισσότερο, να δεις πώς τις μεταχειρίζεται ο ομιλητής. Για παράδειγμα, οι Douglas Walton & David M. Godden σ’ ένα πρόσφατο paper τους εδώ αναφέρονται, ανάμεσα στ’ άλλα, στη Επίκληση της Αυθεντίας (Appeal to Authority) και στην Επίκληση της Ευρέως Διαδεδομένης Γνώσης (Appeal to Popular Opinion) και επισημαίνουν ότι αυτές μπορεί να είναι καθόλα θεμιτό μέρος μιας επιχειρηματολογίας (σελ. 3). Αν ο ομιλητής αναφέρεται στην αυθεντία με τον τρόπο που οι φονταμενταλιστές λένε «το γράφει η Αγία Γραφή», τότε ναι, συμφωνώ ότι ο συλλογισμός είναι εσφαλμένος. Από την άλλη όμως, μπορεί ο ομιλητής να εννοεί ότι ο ειδικός στον οποίο αναφέρεται έχει μεγάλη εμπειρία από έναν γνωστικό τομέα οπότε κάτι θα ξέρει για να λέει το Α ή το Β. Τυπικά δηλαδή πρέπει να κάνει κάποιος τον διαχωρισμό αν γίνεται επίκληση αυθεντίας ως χαρισματικού προσώπου και πάνσοφου γκουρού που έχει απόκρυφη σχέση με την αλήθεια, ή αν η επίκληση στην αυθεντία αφορά ουσιαστικά τη συσσωρευμένη εμπειρία πίσω της. Αυτό που βλέπω όμως να γίνεται στους δημόσιους διαλόγους είναι ότι οι Ροβεσπιέροι της τυπικής λογικής λειτουργούνε προσχηματικά και ειδωλολατρικά, με το σκεπτικό «πότε μπορώ να κατηγορήσω τυπικά τον αντίπαλό μου για λογικές πλάνες». Σκεφτείτε π.χ. την επισήμανση του κ. Neal Ramee πιο πάνω για το επιχείρημα με τον Edward Teller, τον πατέρα της Η-βόμβας, που το απέρριψε ως «επίκληση στην ακατάλληλη αυθεντία» («οι απόψεις του σε ηθικά θέματα ήταν ολωσδιόλου έξω από την κατάρτισή του»!). Τι λέτε γι’ αυτό; Αν κάποιος θέλει να επιχειρηματολογήσει ενάντια στην παραγωγή και κατοχή πυρηνικών, είναι άχρηστη η πληροφορία ότι ο ίδιος ο Teller τοποθετήθηκε κατά;
Το νόημα, στο φινάλε, είναι ότι δύσκολα μαθαίνουμε κάτι για την αξία ενός επιχειρήματος από το γεγονός ότι μπορεί τυπικά να κατηγορηθεί για λογικές πλάνες. Πάντα πρέπει να σκάψουμε περισσότερο, να δούμε πώς χρησιμοποιούνται οι λογικές πλάνες ή ακόμα κι αν αυτές υπάρχουν μόνο στη φαντασία του κατηγόρου. Ο οποίος, δεν ξέρω τι να πω, νομίζω ότι υπερβολικά συχνά τείνει να χρησιμοποιεί την επισήμανση «λογικών πλάνων» στον λόγο του αντιπάλου ως όπλο στον διάλογο, για να καταλήξει σε συγκεκριμένες πολιτικοκοινωνικές νοοτροπίες...
Ας πούμε, αυτό που καταλαβαίνω εγώ από τον κ. Neal Ramee πιο πάνω, τον κομισσάριο της «κρυστάλλινης λογικής», είναι ότι πιθανότατα... ψηφίζει Ρεπουμπλικάνους! Δηλαδή, για να το πω στη γλώσσα της στατιστικής: η επίκληση του «ορθολογισμού», της «λογικής», η εμμονική επισήμανση λογικών πλάνων στα επιχειρήματα των άλλων κ.λπ. είναι ένας καλός προγνωστικός δείκτης (predictor) για τις πολιτικές θέσεις κάποιου. Να, για του λόγου το αληθές, έριξα μια ματιά στο ίντερνετ για τον κ. Ramee, να δω περί τίνος πρόκειται• δε χρειάστηκε να ψάξω πολύ, το βρήκα γρήγορα εδώ, στο φύλλο του The News & Observer της 30ης Μαρτίου 2011, κύριο άρθρο: “… school board attorneys Ann Majestic and Neal Ramee wrote in the 42-page response. The Republican-majority school board …”.
Δε θέλω όμως να γίνομαι ισοπεδωτικός ούτε να απαξιώσω την προσέγγιση με τις λογικές πλάνες. Είναι πολύ χρήσιμες, το παραδέχομαι. Όπως παρατηρεί εδώ κι ο Glen Whitman του California State University, ο οποίος κάτι ξέρει από δημόσια debates και αντεγκλήσεις, καταρχήν φαίνεσαι έξυπνος όταν καταγγέλεις τις λογικές πλάνες του αντιπάλου σου με τις λατινικές τους ονομασίες. Αυτό το έχω παρατηρήσει κι εγώ: αν πετάξεις λατινικό μέσα στον διάλογο – petitio principii και onus probandi – τον έσκισες τον αντίπαλο, τον έκανες κομμάτια, κέρδισες τις εντυπώσεις (για κάποιο λόγο όμως το κόλπο δουλεύει μόνο με λατινικά, όχι τόσο με αρχαία ελληνικά, δεν ξέρω γιατί). Και το ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι σαμποτάρεις έτσι τα επιχειρήματα του αντιπάλου σου. Δεν τα αποδυναμώνεις απλώς, τα δυναμιτίζεις, τα διαγράφεις από τον διάλογο. Ο αντίπαλος συνήθως πέφτει στην παγίδα και κάθεται να απολογείται, να εξηγεί για ποιο λόγο το επιχείρημά του παραμένει έγκυρο, με αποτέλεσμα να κουράζει τους θεατές. Οπότε το επιχείρημά του πρακτικά γίνεται καμένο χαρτί. Θυμηθείτε όμως, το κόλπο είναι στις λατινικές ονομασίες.
Σωκράτη Εσύ Superstar
Το θέμα πηγαίνει πολύ πίσω, μέχρι (ποιον άλλον;) τον Πλάτωνα. Ο οποίος, επηρεασμένος από τους πυθαγόρειους και τους Ίωνες φιλοσόφους, εμπνεύστηκε να μεταφέρει τον μαθηματικό τρόπο σκέψης στα ανθρώπινα θέματα. Αξίωσε δηλαδή ότι υπάρχουν απόλυτες, αφηρημένες, καθολικές, άχρονες έννοιες πίσω από τον χαοτικό κόσμο των ανθρώπινων φαινομένων, οπότε η αλήθεια ενός ισχυρισμού θα πρέπει να είναι κι αυτή απόλυτη.
Είναι γεγονός ότι τα μαθηματικά έχουν μια μεγάλη γοητεία στη συλλογιστική τους: αν εσύ ισχυρίζεσαι Α κι εγώ Β, τότε αυτό συνήθως σημαίνει ότι ο ένας είναι σωστός κι ο άλλος λάθος. Και μάλιστα, για να βρούμε ποιος έχει δίκιο, αρκεί να βάλουμε κάτω τους δύο αποδεικτικούς συλλογισμούς, να τους ελέγξουμε με βάση συντακτικούς κανόνες και ορισμούς που έχουν στάτους αντικειμενικότητας, οπότε θα οδηγηθούμε σε μια τελική κρίση ελεύθερη από ιδεολογίες και υποκειμενικότητα. Ένα τρίγωνο έχει άθροισμα γωνιών 180 μοίρες τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΣΣΔ. Οι οντότητες και η έννοιες με τις οποίες ασχολούνται τα μαθηματικά είναι ίδιες για τον δεξιό και τον αριστερό, τον φονταμενταλιστή και τον φιλευλεύθερο.
Ο Πλάτωνας ζήλεψε αυτό το προνόμιο των μαθηματικών και θέλησε να λειτουργήσει σαν μαθηματικός ανθρώπων σ’ έναν τέλειο κόσμο εννοιών, αμόλυντο από αβεβαιότητα. Η αλήθεια γι’ αυτόν ήταν οικουμενική και προσπελάσιμη δια της νόησης• δεν ήταν αλήθεια, ήταν Αλήθεια. Και μάλιστα 3Α: Απλή, Απόλυτη, Αντικειμενική (όλα με κεφαλαίο όταν έχουμε να κάνουμε με Πλάτωνα). Αλήθεια υπό προϋποθέσεις ή υπό απροσδιοριστία ήταν βδέλυγμα γι’ αυτόν, απαιτούσε οι κρίσεις και οι ορισμοί μας να μην έχουν το παραμικρό ίχνος αβεβαιότητας, όπως στα μαθηματικά. Αν ζούσαμε στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., σίγουρα θα μας είχε στριμώξει σε κάποια στιγμή ο Σωκράτης (άπλυτος σαν λυχνοστάτης) για να μας εκμαιεύσει κάποιον καθολικά αφηρημένο ορισμό, το αντίστοιχο των μαθηματικών οντοτήτων στα ανθρώπινα θέματα:
Σωκράτης. Μένωνα, δείξε καλοσύνη και πες μου «αρετή» τι σημαίνει. Δεν βρήκα άνθρωπο που να ξέρει.
Μένων. Πανεύκολο, Σωκράτη. Πάρε, για παράδειγμα, την αρετή του άνδρα. Πρέπει να ξέρει να κυβερνά, να ωφελεί τους φίλους του, να βλάπτει τους εχθρούς του και να φυλάγεται μην κακοπάθει. Θες να μάθεις για την αρετή της γυναίκας; Να κάνει κουμάντο στο σπιτικό της, να υπακούει στον σύζυγο και τα εν οίκω να μην τα βγάζει εν δήμω. Όλες οι ηλικίες κι οι βιοτικές περιστάσεις έχουν την αρετή τους – νέοι και γέροι, άνδρες και γυναίκες, ελεύθεροι και δούλοι.
Σωκράτης. Τυχερός που είμαι, Μένωνα! Μία σου ζήτησα, πολλές μου δίνεις! Όλες όμως πρέπει να έχουν κάποια κοινή φύση που να τις καθιστά αρετές. Κατάλαβες;
Μένων. Έχεις ορισμό που να τις καλύπτει όλες;
Σωκράτης. Αυτόν ψάχνω.
Μένων. Αν θέλεις έναν γενικό ορισμό, θα έλεγα ότι αρετή είναι η δύναμη να κυβερνάς τους ανθρώπους.
Σωκράτης. Μήπως θα ήθελες να προσθέσεις «δίκαια»;
Μένων. Ναι, πράγματι, η δικαιοσύνη είναι αρετή.
Σωκράτης. Θα έλεγες ότι είναι «αρετή» ή «μία αρετή»;
Μένων. Τι θες να πεις;
Σωκράτης. Όταν μιλάμε έτσι, «μία αρετή», υπονοούμε ότι υπάρχουν κι άλλες.
Μένων. Πολύ σωστό, υπάρχουν κι άλλες αρετές εκτός από τη δικαιοσύνη. Το θάρρος, η σοφία, η εγκράτεια, η μεγαλοψυχία.
Σωκράτης. Ξαναγυρνάμε στα ίδια, Μένωνα, ψάχνουμε για μία και καταλήγουμε σε πολλές. Δεν μπορέσαμε να βρούμε τον κοινό παρονομαστή όλων των αρετών.
Περάσαν πολλοί αιώνες από τότε, όμως κρατάει χρόνια αυτή η πλατωνική κολώνια. Δηλαδή κι επιστρέφοντας στο δικό μας θέμα, η αξίωση πως η διανοητική ανάλυση ενός επιχειρήματος μπορεί να καταδείξει με τέτοια σαφήνεια τα τυφλά σημεία και τους ιδεολογικούς χρωματισμούς, ώστε όλοι να πειστούν στο φινάλε και να καταλήξουν στην ίδια εκτίμηση. Αυτός είναι ο πυρήνας πίσω από τη θρησκειοποίηση της τυπικής λογικής, πίσω από την ειδωλολατρία με τις λογικές πλάνες.
Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι είναι πολύ μικρότερη η αξία της τυπικής (και της μαθηματικής) λογικής απ’ ό,τι συνήθως της αποδίδεται. Κανείς δεν αντιλέγει ότι έχει μια κάποια αξία κι ότι ορισμένες φορές υπάρχει νόημα στο να αναλύσεις ένα επιχείρημα με τα εργαλεία της τυπικής λογικής, να δεις αν ένας συλλογισμός είναι τυπικά εσφαλμένος κ.λπ. Όμως είναι πολύ λίγες αυτές οι φορές! Εγώ τουλάχιστον, στη ζωή μου, δεν τις έχω βρει πολλές. Στις οικείες μας συζητήσεις, διαφωνίες και αντιδικίες, αντιθέτως, έχω βρει σημαντικά άλλα στοιχεία, ως προς τα οποία η παραδοσιακή αναλυτική φιλοσοφία υπήρξε τυφλή.
Ισχυρίζομαι επίσης ότι το κακό φτάνει ως τη ρίζα του θέματος, ως την πλατωνική αξιώση πως υπάρχουν Αλήθειες 3Α και στη μεταφορά του μαθηματικού τρόπου σκέψης στα ανθρώπινα θέματα. Σε πείσμα του Πλάτωνα (και του κ. Ramee), υποστηρίζω ότι δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια στο πρόβλημα της υποκειμενικότητας και να το εξορκίζουμε με αληθοπίνακες. Μ’ άλλα λόγια, ισχυρίζομαι ότι πιο θεμελιώδες κι από την τυπική ή την μαθηματική λογική είναι τα τυφλά σημεία που έχει ο καθένας μας, ένα υπόστρωμα από πεποιθήσεις, αξίες, εμπειρίες κ.λπ., μέσα από το οποίο κρίνει τις καταστάσεις, και το οποίο συνήθως περνάει απαρατήρητο. Είναι πιο θεμελιώδες από την τυπική λογική διότι είναι σαν την κολώνια: συνήθως την αντιλαμβάνονται οι εξωτερικοί παρατηρητές, όχι όμως ο φορέας της. Αυτός ο τελευταίος απλά βλέπει τις αλήθειες του ως οικουμενικές αλήθειες, τις θεωρεί αντικειμενική πραγματικότητα (και τσατίζεται με τους άλλους που «δεν βλέπουν τα αυτονόητα», που «υποπίπτουν σε λογικές πλάνες», που «κάνουν λογικά σφάλματα» κ.λπ.).
Δεν τα ισχυρίζομαι μόνος μου όλα αυτά, ανακάλυψα ότι έχω και παρέα:
Τι Καταρρίπτει Ένα Επιχείρημα;
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, επιστρέφουμε στο περίφημο άρθρο του H.L.A. Hart, The Ascription of Responsibility and Rights, που το χρησιμοποίησα σαν αφορμή για τη συζήτηση – ένα άρθρο που προκάλεσε αίσθηση καθότι υπήρξε μια φωνή ενάντια στην παραπάνω φιλοσοφική παράδοση, ένα εμφατικό: ΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΔΕΝ ΣΚΕΦΤΟΝΤΑΙ ΕΤΣΙ! Θεμελιωδώς όμως δεν σκέφτονται έτσι, είναι ριζικά διαφορετική η συλλογιστική τους. Με ενδιαφέρουν οι παρατηρήσεις του Hart διότι κρίνω ότι ισχύουν και για τις οικείες μας συζητήσεις, διαφωνίες και αντιδικίες.
Ο Hart λοιπόν παρατηρούσε ότι οι δικηγόροι πρακτικά σκέφτονται με έναν και μόνο τρόπο: τι καταρρίπτει έναν ισχυρισμό; (ή, εναλλακτικά, τι ενδυναμώνει έναν ισχυρισμό;). Και είναι τόσο διαφορετικός αυτός ο τρόπος σκέψης από τον στενό κορσέ της τυπικής λογικής (formal logic), ώστε πρέπει να βάλουμε άλλον όρο – “defeasible reasoning” ήταν ο όρος του Hart, ο οποίος έχει πια καθιερωθεί σήμερα (θα τον βρείτε και με τον ισοδύναμο όρο “non-monotonic reasoning”). Τρεις λόγους θίγει ο Hart γι’ αυτήν την ανεπάρκεια της τυπικής λογικής μέσα στη δικαστική αίθουσα:
(1) Αντίθετα με τα μαθηματικά, μέσα στα δικαστήρια συνήθως δεν έχουμε καμία θετικότητα να πιαστούμε. Όλα είναι υπό το ημίφως των διαθέσιμων τεκμηρίων, όλα μπορούν να αμφισβητηθούν – ακόμα και το τι αποτελεί «τεκμήριο» μπορεί να αμφισβητηθεί! Μια αλυσίδα αβεβαιότητας η οποία δεν καταλήγει πουθενά, διαιωνίζεται φρακταλικά χωρίς τέλος.
Στα μαθηματικά λέμε π.χ. ότι ένα σύνολο είναι διανυσματικός χώρος αν πληρούνται κάποιες ικανές και αναγκαίες συνθήκες• τις ελέγχουμε μία-μία και αποφαινόμαστε ότι το σύνολο είναι ή δεν είναι διανυσματικός χώρος. Το νομικό παράδειγμα του Hart ήταν η λέξη σύμβαση (contract). Ένας τυπικός νομικός ορισμός συνήθως αναφέρει ότι σύμβαση είναι μια δικαιοπραξία δύο ή περισσότερων μερών, προφορική ή γραπτή, τα στοιχεία της οποίας είναι η προσφορά, η εξέταση, η αποδοχή και η ελεύθερη βούληση, κάπως έτσι (σημείωση: ο Hart ήταν Βρετανός και μιλούσε από τη σκοπιά του νομολογιακού δικαίου – common law). Ακούγεται εύλογο και καλά προσδιορισμένο, έχει και μια επίφαση μαθηματικότητας ή, έστω, προσδιορισιμότητας. Ο δικηγόρος όμως δεν εξετάζει ικανές και αναγκαίες συνθήκες, να δει αν έχουμε (α) προσφορά, (β) αποδοχή, (γ) ελεύθερη βούληση κ.λπ., οπότε να αποφανθεί τελικά ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει περίπτωση (έγκυρης) σύμβασης. Διότι συνήθως όλα βρίσκονται στο μισοσκόταδο κάποιων διαθέσιμων τεκμηρίων. Οπότε ο δικηγόρος τείνει να σκέφτεται περισσότερο από πάνω προς τα κάτω, παρά αντιστρόφως – δηλαδή: προκειμένου να χτυπήσω τον ισχυρισμό ότι έχουμε περίπτωση (έγκυρης) σύμβασης, τι μπορώ να αμφισβητήσω; Την προσφορά; Την αποδοχή; Την ελεύθερη βούληση; κ.λπ. Με άλλα λόγια, όπως συνήθως σκεφτόμαστε κι εμείς, στις οικείες μας συζητήσεις και διαφωνίες!
Δεν μας αρέσει αυτή η αίσθηση, να μην έχουμε καμία θετικότητα να πιαστούμε. Φοβάμαι όμως ότι είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αποφύγουμε, τόσο στα δικαστήρια όσο και στα ζητήματα της καθημερινής μας ζωής: όλα βρίσκονται στο μισοσκόταδο, όλα εξαρτώνται από τα ελλιπή τεκμήρια που διαθέτουμε – που ούτε κι αυτά είναι απόλυτα. Και το παράδειγμα του Hart, ο όρος «σύμβαση», δεν είναι καθόλου τραβηγμένο• όπως τονίζει ο James S. Raymond από το University of Alabama εδώ (The Limits of Logic in Legal Argumentation), μέσα στα δικαστήρια μπορούν να αμφισβητηθούν και οι πιο κοινοί όροι – τι είναι «όπλο», «υπάλληλος», «αεροσκάφος» κ.α. (σελ. 5). Η τυπική λογική για να δουλέψει θέλει θετικότητες, θέλει να έχεις έδαφος να πατήσεις. Φοβάμαι όμως ότι στα πραγματικά ζητήματα της πραγματικής ζωής (είτε μέσα στα δικαστήρια είτε εκτός), όλα είναι στο μισοσκόταδο και όλα μπορούν να αμφισβητηθούν. Οπότε καταρρέει ο μαθηματικός τρόπος σκέψης – από κάτω προς τα πάνω, με ικανές και αναγκαίες συνθήκες – και σκεφτόμαστε περισσότερο από πάνω προς τα κάτω: τι μπορώ να ισχυριστώ, τι καταρρίπτει ένα επιχείρημα.
(2) Ο δεύτερος λόγος είναι ότι μέσα στα δικαστήρια (και στην πραγματική ζωή) όλα έχουν οικολογία (είναι context-dependent). Πάντα είναι κάποιος που λέει κάτι, σε μια συγκεκριμένη περίσταση κ.λπ. Η τυπική λογική, προκειμένου να δουλέψει, θέλει απολυτότητες:
(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Β) Ο Σαμαράς είναι πολιτικός
------------ άρα: ----------------------
(Σ) Ο Σαμαράς είναι ψεύτης
Έτσι, χωρίς οικολογία, προτάσεις που πέφτουν από τον ουρανό. Στην πραγματική ζωή όμως τίποτα δεν πέφτει από τον ουρανό κι οι συλλογισμοί που συνήθως αντιμετωπίζουμε είναι κάτι σαν:
(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Γ) «Ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιώργος.
Τι κάνουμε, το δεχόμαστε; Είναι αξιόπιστος ο Γιώργος; Για ποιο λόγο το είπε, πού αποσκοπούσε; Σε ποιο ακροατήριο απευθυνόταν; Πώς όρισε το «πολιτικός»; Πώς όρισε το «Σαμαράς»; Ψάχνοντας περισσότερο την υπόθεση, βρίσκουμε ένα παραπάνω στοιχείο:
(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Γ) «Ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιώργος.
(Δ) «Ο Γιώργος δεν είναι σε θέση να ξέρει αν ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιάννης.
Αυτό το δεχόμαστε; Είναι αξιόπιστος ο Γιάννης;... κ.λπ. Ψάχνοντας κι άλλο την υπόθεση, βρίσκουμε ακόμα ένα στοιχείο:
(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Γ) «Ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιώργος.
(Δ) «Ο Γιώργος δεν είναι σε θέση να ξέρει αν ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιάννης.
(Ε) «Ο Γιάννης τακτικά ισχυρίζεται ότι οι αντίδικοί του δεν είναι σε θέση να ξέρουν, ως ρητορικό όπλο για να απαξιώσει τους ισχυρισμούς τους», λέει ο Νίκος.
Αυτό το δεχόμαστε; Είναι αξιόπιστος ο Νίκος; Αποδυναμώνεται ο συγκεκριμένος ισχυρισμός του Γιάννη αν ισχύει αυτό που λέει ο Νίκος;... και ούτω καθεξής. Δηλαδή, αναλώνουμε τον περισσότερο χρόνο μας σε τέτοια ζητήματα οικολογίας των ισχυρισμών, και ελάχιστα έχουμε να κάνουμε με το καλά ρυμοτομημένο πεδίο της τυπικής λογικής, δηλαδή με εφαρμογή συντακτικών κανόνων πάνω σε απόλυτες προτάσεις, οι οποίες πέφτουν από τον ουρανό, χωρίς οικολογία. Και συνήθως διαθέτουμε ελάχιστες θετικότητες για να πιαστούμε: όλα μπορούν να αμφισβητηθούν! Οπότε μοιραία ο τρόπος σκέψης μας αλλάζει, έτσι ακριβώς όπως περιέγραψε ο Hart: τι μπορώ να ισχυριστώ, τι ενισχύει έναν ισχυρισμό, τι καταρρίπτει έναν ισχυρισμό. Defeasible reasoning.
Πείτε μου όμως κι εσείς: σας κάνουν καθόλου κλικ τα παραπάνω; Πώς κρίνετε ότι λειτουργούμε στις πραγματικές συζητήσεις της πραγματικής ζωής;
(3) Ο τρίτος λόγος είναι το πρόβλημα της υποκειμενικότητας, το οποίο πολύ συχνά μεταφράζεται μέσα στη δικαστική αίθουσα και στην καθημερινή μας ζωή ως: ποιος έχει το βάρος της απόδειξης;
Στα μαθηματικά δεν υπάρχει υποκειμενικότητα, δεν υπάρχει «περί ορέξεως ουδείς λόγος» ούτε «εγώ το βλέπω έτσι, εσύ το βλέπεις αλλιώς». Όταν λες κάτι συνήθως είσαι σωστός ή λάθος, τελεία και παύλα. Ο Πλάτωνας οραματίστηκε μια παρόμοια υπέρβαση της υποκειμενικότητας στα ανθρώπινα θέματα, με αναγωγή σε άχρονες και απόλυτες Ιδέες, όμοιες για όλους. Όμως ο Hart ήταν σοβαρός άνθρωπος, γι’ αυτό και έχει αξία η παρατήρησή του. Αναλυτικότερα:
Συνήθως λέμε ότι extraordinary claims require extraordinary proofs – αν ισχυρίζεσαι κάτι εξαιρετικό, τότε θα πρέπει να προσκομίσεις και εξαιρετικά τεκμήρια για να σε πάρουμε στα σοβαρά. Ο Μπέρτραντ Ράσελ νόμιζε ότι είπε κάτι πολύ σοφό με την γνωστή κοινοτοπία του για την τσαγιέρα (ότι αν ισχυρίζεσαι πως υπάρχει μια τσαγιέρα σε τροχιά ανάμεσα στον Άρη και τον Δία, τότε είναι δικό σου καθήκον να προσκομίσεις εξαιρετικά στοιχεία κ.λπ. κ.λπ.). Χαίρω πολύ, δε μας είπε κάτι καινούργιο, αυτό όλοι το καταλαβαίνουν. Όλοι δέχονται ότι extraordinary claims require extraordinary proofs, δεν είναι εκεί το ζήτημα που πρακτικά προκύπτει...
To ζήτημα που πρακτικά προκύπτει είναι ποιος λέει τα «αυτονόητα» και ποιος τα «εξαιρετικά»! Τόσο μέσα στα δικαστήρια όσο και στην καθημερινότητα. Διότι τα δικά σου «αυτονόητα» δεν είναι δικά μου «αυτονόητα» – και αντιστρόφως. Να το πω στη γλώσσα της στατιστικής: η δική σου μηδενική υπόθεση δεν είναι δική μου μηδενική υπόθεση – και αντιστρόφως. Κάτι που εκδηλώνεται συχνά ως αίτημα προς τον διαλεκτικό αντίπαλο να φορτωθεί αυτός το βάρος της απόδειξης.
O Πλάτωνας, κι ακόμα πιο εμφατικά ο Καρτέσιος, αξίωσε ότι η νόηση είναι το κατεξοχήν όχημα που έχουμε για την παραγωγή γνώσης. Με απλά λόγια και στην περίπτωσή μας, αυτό μεταφράζεται στην αξίωση πως η διανοητική ανάλυση ενός επιχειρήματος είναι ικανή να καταδείξει τους ιδεολογικούς χρωματισμούς με τέτοια σαφήνεια και πειστικότητα, ώστε τα συμπεράσματα να γίνουν αμοιβαίως αποδεκτά από όλους. Ιδεολογία – Διανοητική Ανάλυση, σημειώσατε 2. Το σύμβολο αυτής της αξίωσης υπήρξε ο Σωκράτης (άπλυτος σαν λυχνοστάτης), σ’ εκείνους τους εκτός πραγματικότητας πλατωνικούς διαλόγους, όπου παρουσιαζόταν να φέρνει τους διαλεκτικούς του αντιπάλους σε αδιέξοδο με τη οξύτητα της ανάλυσής του, και να τους κάνει να συνειδητοποιούν τα τυφλά τους σημεία. Τα μαθαίναμε στο σχολείο, θυμάστε, και δεν τα συναντήσαμε ποτέ στην πραγματική ζωή. Για πρώτη φορά αυτό αμφισβητήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τη σχολή της Φαινομενολογίας στην Ευρώπη κι από τους Αμερικάνους Πραγματιστές. Με τη Φαινομενολογία και τον Αμερικάνικο Πραγματισμό, η φιλοσοφία έπαψε να είναι «υποσημειώσεις στον Πλάτωνα». Ο Edmund Husserl θεωρούσε ότι η δύναμη των ιδεολογικών χρωματισμών είναι συνήθως τόσο ισχυρή, ώστε δεν φτάνει η διανοητική ανάλυση... Απαιτείται επιπλέον και η ικανότητα να μπορείς να κρατάς απόσταση από τις ιδέες σου. Η ικανότητα να αναρωτιέσαι συνεχώς αν στραβός είναι ο γυαλός ή εγώ στραβά αρμενίζω, ακόμα και για τα «αυτονόητά» σου. Κάτι το οποίο, όπως είπε ο Husserl, είναι μια ικανότητα, σαν το ποδήλατο, όχι μια διανοητική πράξη, όχι κάτι που διδάσκεται από βιβλία. Μπορεί να είσαι υψηλά καταρτισμένος και μορφωμένος (ακόμα και με σπουδές αναλυτικής φιλοσοφίας ή μαθηματικής λογικής) και να την έχεις ή να μην την έχεις• μπορεί να είσαι στοιχειωδώς μορφωμένος και να την έχεις ή να μην την έχεις. Ιδεολογία – Διανοητική Ανάλυση, σημειώσατε 1. Οπότε, η νόηση δεν είναι το κατεξοχήν όχημα για την παραγωγή γνώσης: απαιτείται επιπλέον και η ικανότητα να μυρίζεις την ίδια σου την κολώνια.
Εσείς τι λέτε; Πώς το ‘χετε βρει στη ζωή σας; Έχετε βρει ότι η δύναμη της «κρυστάλλινης λογικής» και της διανοητικής ανάλυσης καταδεικνύει με πειστικότητα τους ιδεολογικούς χρωματισμούς, όπως στους πλατωνικούς διαλόγους; Ή μήπως ότι αυτό που γίνεται συνήθως είναι ότι ο καθένας βάζει τη διανοητική ανάλυση και την «κρυστάλλινη λογική» στην υπηρεσία της ιδεολογίας του; (χρησιμοποιώ τη λέξη με την ευρύτερη δυνατή έννοια).
Ξεχωριστό κεφάλαιο εδώ αποτελούν και τα μπινελίκια. Δηλαδή, η διασκέδαση που μας προσφέρουν οι Ροβεσπιέροι της «κρυστάλλινης λογικής», όταν χάνουν την υπομονή τους με τον διαλεκτικό τους αντίπαλο κι αρχίζουν τα γαλλικά. Συμβαίνει συνέχεια και δεν προβλέπεται από τους πλατωνικούς διαλόγους. Εκεί συνήθως ο Σωκράτης (άπλυτος σαν λυχνοστάτης) παρουσιαζόταν τελικός θριαμβευτής, με τους διαλεκτικούς του αντιπάλους να ομολογούν την άγνοιά τους. Στην πραγματική ζωή, ο καθένας θεωρεί ότι είναι Σωκράτης που μιλά με «κρυστάλλινη λογική» στο όνομα της «αντικειμενικότητας», της «αλήθειας» κ.λπ., και τσατίζεται με τον Σωκράτη της άλλης πλευράς, που κι αυτός θεωρεί ότι μιλά με «κρυστάλλινη λογική» στο όνομα της «αντικειμενικότητας». Και, φυσικά, τι συμβαίνει όταν έχουμε Σωκράτη εναντίον Σωκράτη, «κρυστάλλινη λογική» εναντίον «κρυστάλλινης λογικής»; Γίνεται αυτό που διαπίστωνε κάποτε ο Τάκης Κονδύλης: «Οι θεωρητικές αναμετρήσεις μεταξύ φιλοσόφων γίνονται ειλικρινείς μόνο όταν καταλήγουν σε προσωπικές ύβρεις» (Στοχασμοί και Αποφθέγματα, Νέα Εστία τ.1717).
Ας δείξω πώς συμβαίνουν τα παραπάνω στη δικαστική πράξη με ένα πραγματικό παράδειγμα του James S. Raymond από εδώ (The Limits of Logic in Legal Argumentation), σελ. 9-12, για την επίδοση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην υπόθεση Kimel v. Florida Board of Regents (2000). Το θέμα που προέκυψε ήταν αν εφαρμοζόταν ή όχι η 11η Τροπολογία του Συντάγματος στη συγκεκριμένη υπόθεση – αν οι πολίτες μπορούν να κινηθούν δικαστικά εναντίον της πολιτειακής κυβέρνησής τους. Η 11η Τροπολογία προέβλεπε ότι οι πολίτες δεν μπορούν να κινηθούν δικαστικά εναντίον άλλης πολιτειακής κυβέρνησης. Τι γίνεται όμως, όπως στην υπόθεση Kimel, που ήταν περίπτωση πολιτών εναντίον της δικής τους κυβέρνησης; Η 11η Τροπολογία ήταν τυπικά βουβή εδώ και άφηνε περιθώρια ερμηνείας. Τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου μοιράστηκαν πάνω σ’ αυτό το ζήτημα:
Η δικαστής O’ Connor, παραθέτοντας συγκεκριμένες παλαιότερες υποθέσεις, ήταν πεπεισμένη ότι διάβαζε την «καθιερωμένη ερμηνεία» της Τροπολογίας, επικυρωμένη από μια μακρόχρονη παράδοση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (τα «αυτονόητα», δηλαδή): “This Court has long ‘understood the Eleventh Amendment to stand not so much for what it says, but for the presupposition … which it confirms’”.
Ο δικαστής Stevens ενίστατο γι’ αυτόν τον «δικαστικό ακτιβισμό» (judicial activism), επέμενε να προσκολληθεί στο γράμμα του νόμου, οπότε φυσικά έβλεπε δικαστική αυθαιρεσία και αντισυναγματικότητα (τα «αυτονόητα», επίσης): “There is not a word in the text of the Constitution supporting the Court’s conclusion that the judge-made doctrine of sovereign immunity … The Eleventh Amendment simply does not support the Court’s view”.
Ούτε «δικαστικός ακτιβισμός» ήταν ούτε η «καθιερωμένη ερμηνεία» της Τροπολογίας. Όπως εξηγεί ο Raymond, σελ. 11, ήταν ένα γενικότερο ιδεολογικό ζήτημα, ως προς τις μειονότητες των ΗΠΑ, το οποίο είχε διχάσει τότε τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου: μερικοί θεωρούσαν ότι μόνο η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση μπορούσε να εγγυηθεί τα δικαιώματά τους, ότι οι πολιτειακές κυβερνήσεις δεν είναι αξιόπιστες, οπότε καλά έκανε ο Λευκός Οίκος και επενέβαινε στις πολιτειακές κυβερνήσεις, ενώ άλλοι το έβλεπαν εντελώς αντίθετα, ότι η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση σφετεριζόταν προνόμια των πολιτειακών κυβερνήσεων. Οπότε όταν ήρθε η υπόθεση Kimel υπόψη τους, ο καθένας την είδε υπό αυτό το πρίσμα. Όμως δεν μπορούσαν να το συνειδητοποιήσουν αυτό, ώστε τουλάχιστον να το παραδεχτούν ανοιχτά και να συννενοηθούν μεταξύ τους• ο καθένας διάβαζε το «πραγματικό νόημα» της 11ης Τροπολογίας πίσω από τις λέξεις ή όριζε τον όρο «μειονότητα» έτσι ώστε να περιλαμβάνει ή να μην περιλαμβάνει τους ηλικιωμένους κ.λπ. Ο καθένας μιλούσε στο όνομα της «αλήθειας»!
Και φυσικά αγανακτούσε με τους άλλους που «δε βλέπουν τα αυτονόητα». Μπορούμε να νιώσουμε τον εκνευρισμό της O’ Connor με τους συναδέλφους της στα λόγια της: “The present dissenters’ refusal to accept the validity and natural import of decisions like Hans, rendered over a century ago by this Court, makes it difficult to engage in additional meaningful debate on the place of state sovereign immunity” κ.λπ. κ.λπ. Ένας (πολύ κομψός, ομολογουμένως) τρόπος να πεις στην επιτηδευμένη γλώσσα της μορφωμένης μεσαίας τάξης: «α γαμήσου, ρε ηλίθιε».
Είναι ορισμένοι από τους πιο καταρτισμένους και έμπειρους δικαστές των ΗΠΑ, ίσως και όλου του κόσμου: η κρεμ ντε λα κρεμ. Είμαι σίγουρος ότι είναι και ευφυέστατοι, όλοι τους με υψηλό IQ (και δεν αμφιβάλλω ότι έκαναν μαθήματα τυπικής λογικής και αναλυτικής φιλοσοφίας στη νομική σχολή). Κι όμως δεν μπορούν να κρατήσουν μια απόσταση από την ιδεολογία τους ώστε τουλάχιστον να συνεννοηθούν μεταξύ τους!
Στην προέκτασή τους, οι επισημάνσεις αυτές είναι ένας ανθρωπισμός. Ένα «ειρήνη ημίν». Δηλαδή, μην κατηγορείς τον διαλεκτικό σου αντίπαλο για παραλογισμό, είναι κι αυτός τόσο λογικός όσο κι εσύ. Και οι δυο δέχεστε ότι extraordinary claims require extraordinary proofs, όμως βλέπετε διαφορετικά «αυτονόητα» και τα γενικεύετε σε καθολικά, οικουμενικά «αυτονόητα» χωρίς να το καταλαβαίνετε. «Ένα δέντρο είναι κάτι διαφορετικό για έναν ξυλοκόπο, για έναν γεωπόνο και για έναν δραπέτη που τον κυνηγά το απόσπασμα», έλεγε ο Αμερικάνος κοινωνιολόγος Herbert Blumer. Ο πρώτος κοιτάζει το δέντρο και βλέπει «εισόδημα», ο δεύτερος βλέπει «ζωντανό οργανισμό», ο τρίτος βλέπει «κρυψώνα». Ο ξυλοκόπος θα πει τα αυτονόητα γι’ αυτόν, «να κόψουμε το δέντρο» και οι άλλοι δυο θα του ζητήσουν extraordinary proofs για μια τέτοια εξωφρενική πρόταση• ο δραπέτης θα πει τα δικά του αυτονόητα, «να σκαρφαλώσουμε στο δέντρο» κ.ο.κ.
Επίλογος
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από το 1948 κι από τις συζητήσεις που προκάλεσε το άρθρο του H.L.A. Hart. Ο όρος του, defeasible reasoning, σήμερα πλέον έχει καθιερωθεί. Θα έλεγα ότι το άρθρο του υπήρξε, μεταξύ άλλων, και μια αποενοχοποίηση, διότι πολλοί επαγγελματίες κατόπιν πήραν θάρρος να βγουν από την ντουλάπα και να τονίσουν το ίδιο πράγμα: στο αντικείμενό μας δεν σκεφτόμαστε με τον στενό κορσέ της τυπικής λογικής, αλλά έτσι ακριβώς όπως παρατήρησε ο Hart, τι μπορώ να υποστηρίξω, τι ενδυναμώνει ή αποδυναμώνει ή καταρρίπτει ένα επιχείρημα (και είναι πολλά αυτά που μπορούν να καταρρίψουν ένα επιχείρημα). Αφήνω σε σας την τελική κρίση για το αν και κατά πόσο στη ζωή μας έχουμε συνήθως να κάνουμε με ζητήματα καλά ρυμοτομημένα, με θετικότητες και απολυτότητες, ή με ζητήματα δυναμικά και ρευστά, στα οποία όλα μπορούν να αμφισβητηθούν και δεν έχουμε πού να πατήσουμε.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα εδώ, κάτι πολύ σημαντικό:
Μια απρόσμενη δικαίωση για τις παρατηρήσεις του Hart ήρθε από τον χώρο της Τεχνητής Νοημοσύνης: κάπου μέσα στη δεκαετία του ’70, οι τότε πιονιέροι της ΑΙ (John McCarthy, Herbert Simon κ.λπ.) διαπίστωσαν ότι η παραδοσιακή τυπική λογική ήταν εντυπωσιακά άχρηστη προκειμένου να τυποποιήσει τη λειτουργία ενός ρομπότ σε πραγματικό περιβάλλον. Δηλαδή, ότι προκειμένου τα ρομπότ να βγουν από τα εργαστήρια και να επιτελέσουν πραγματικούς στόχους σε πραγματικό περιβάλλον, ήταν απαραίτητο να σκέφτονται διαφορετικά, πάνω σε μια διάσταση για την οποία η παραδοσιακή τυπική λογική υπήρξε τυφλή: όχι να εφαρμόζουν τους κανόνες του de Morgan, αλλά συνεχώς να αλλάζουν συμφραζόμενα (contexts), συνεχώς να βλέπουν τον επιδιωκόμενο στόχο μέσα στο περιβάλλον υπό διαφορετικό πρίσμα. Η συλλογιστική τους έπρεπε να αλλάξει και να γίνει defeasible, όπως ακριβώς παρατήρησε ο Hart: τι μπορώ να ισχυριστώ και τι καταρρίπτει ένα επιχείρημα – με τους τρόπους κατάρριψης ενός επιχειρήματος να είναι οι αφορμές που οδηγούν το ρομπότ να αλλάξει πλαίσιο και να δει την κατάσταση διαφορετικά. Αυτό ήταν κάτι που ανακάλυψαν απρόσμενα οι ερευνητές της ΑΙ, χωρίς καν να το είχαν φανταστεί αρχικά.
Αν κάτι σημαίνει αυτό για μας, τους ανθρώπους, είναι ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της συνηθισμένης μας λειτουργίας και ευφυΐας – πολύ μεγαλύτερο από ό,τι είχαμε φανταστεί παλιότερα – δεν έχει τόσο να κάνει με εφαρμογή κανόνων επάνω σε σύμβολα ή με λογικές πράξεις ή με μεθόδους Simplex ή με βελτιστοποίηση μιας τυποποιημένης ποσότητας κ.λπ., αλλά με συνεχή αλλαγή συμφραζομένων, συνεχώς να θέτουμε το ζήτημα σε νέο πλαίσιο, συνεχώς να παίρνουμε το ζήτημά μας και να το κάνουμε στοιχείο ενός άλλου ζητήματος κ.ο.κ. Τα προβλήματα που συνήθως αντιμετωπίζουμε στη ζωή μας – είτε τα μεγάλα, κοσμογονικά προβλήματα είτε τα οικεία και καθημερινά – δεν έχουν καλούς ορισμούς, όπως τα μαθηματικά προβλήματα: δεν περιγράφονται εύκολα, δεν τυποποιούνται εύκολα, ενώ είναι δυναμικά κι αλλάζουν συνεχώς σε πραγματικό χρόνο• δεν είναι παγωμένες φωτογραφίες αλλά ρευστά βίντεο. Δεν τυποποιούνται εύκολα τα στοιχεία τους, διότι δεν είναι από την αρχή σαφές ποια είναι τα σχετικά στοιχεία για την επίλυσή τους και ποια τα αδιάφορα• δεν τυποποιείται εύκολα ο χώρος λύσεών τους, διότι δεν είναι από την αρχή σαφές ποιες οι υποψήφιες λύσεις και ποιες όχι. Και η επίλυσή τους έχει περισσότερο να κάνει με συνεχή και δημιουργικό ανασχηματισμό του προβλήματος, συνεχή αλλαγή συμφραζομένων, παρά με εφαρμογή τυπικών κανόνων πάνω σε σύμβολα. Σαν να βάζουμε συνεχώς το πρόβλημα σε νέο φόντο, οπότε να αναδεικνύονται άλλα στοιχεία και να αλλάζει η δομή του συνεχώς. Αυτή είναι μια διαπίστωση την οποία οφείλουμε και στην Τεχνητή Νοημοσύνη.
Σκεφτείτε ένα οικείο παράδειγμα: βγαίνω από το σπίτι μου το πρωί να πάω στη δουλειά, τραβάω την εξώπορτα και... ανακαλύπτω ότι κλείδωσα μέσα τα κλειδιά. Τι κάνω τώρα; Εδώ δεν είναι εύκολα προσδιορίσιμο ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα και ποιος ο συγκεκριμένος στόχος του. Να δοκιμάσω να ξαναμπώ στο σπίτι, π.χ. ανοίγοντας την πόρτα με την ταυτότητα; Όχι αναγκαστικά, μπορώ να χτυπήσω στη σπιτονοικοκυρά, που κρατά ένα κλειδί ρεζέρβα. Ούτε κι αυτό όμως είναι αναγκαστικό, ίσως βιάζομαι να πάω στη δουλειά, οπότε μπορώ να συνεννοηθώ αργότερα με τη φίλη μου, που έχει δικό της κλειδί. Με άλλα λόγια, η επίλυση του προβλήματος είναι μια συνεχής διαδικασία εκτίμησης προτεραιοτήτων και δημιουργικής αλλαγής συμφραζομένων.
Ούτε και τα στοιχεία του προβλήματος είναι καλά προσδιορισμένα. Δεν είναι άμεσα προφανές ποια είναι σχετικά και ποια όχι, ενώ προκύπτουν καινούργια στοιχεία κατά τη διαδικασία της επίλυσης: δοκιμάζω το πίσω παράθυρο μήπως κι ανοίξει... αν βρω ένα σύρμα, θα μπορούσα ίσως να τραβήξω τον σύρτη από τα παντζούρια... βιάζομαι όμως κιόλας, μπορώ να βρω ένα σύρμα στα γρήγορα;... ακούω κι έναν θόρυβο, κάποιος έρχεται... με ξέρουν στη γειτονιά και θα καταλάβουν... όμως δε μ’ αρέσει να βλέπουν τέτοιες εικόνες... κι αν είναι κάποιος που δε με ξέρει και με περάσει για κλέφτη;... να θυμηθώ, παρεμπιπτόντως, να βάλω ένα λουκέτο στο πίσω παράθυρο, ανοίγει εύκολα, θα μπει κάνας πραγματικός κλέφτης κ.ο.κ.
Η ανάρτηση όμως έγινε μεγάλη και κάπου εδώ πρέπει να κλείσει. Θα ήθελα και το δικό σας feedback για όλα αυτά τα θέματα: τι λέτε; Πόσο σας κάνουν κλικ με βάση τη ζωή και τις εμπερίες σας;
ΥΓ: Αφήσαμε όμως ανοιχτό κάτι που έθιξα πονηρά πιο πάνω! Ότι ίσως η ειδωλολατρία της τυπικής λογικής να συσχετίζεται, ως ένα βαθμό, με συγκεκριμένες πολιτικές, θρησκευτικές, κοινωνικές κ.λπ. θέσεις, που συνήθως αναγνωρίζουμε ως «συντηρητικές». Τι λέτε; Κρίνετε ότι ο πλατωνισμός είναι μια ευρύτερη γνωστική κατάσταση, που ενδεχομένως αντανακλά σε όλο το μήκος και το πλάτος της βιοτικής αντίληψης, ακόμα και στις πολιτικές ή θρησκευτικές ή κοινωνικές στάσεις του πλατωνιστή; Δηλαδή, και πρακτικά μιλώντας, ισχυρίζεστε ότι η εμμονή κάποιου να βλέπει τεχνητές απολυτότητες εκεί που δεν υπάρχουν μάς προσφέρει προβλεπτική δυνατότητα ακόμα και για το κόμμα που ψηφίζει; Αυτό θέλετε να πείτε;
Χμμ... ενδιαφέρον αυτό που λέτε. Ας το συζητήσουμε σε επόμενη ανάρτηση.
Πρώτον και άσχετον με την ανάρτηση: άλλαξες το φόντο και το χρώμα της γραμματοσειράς ή μου βγαίνει έτσι από το readability; Αν όντως το άλλαξες, είναι εξαιρετικό και πολύ πιο ξεκούραστο από το προηγούμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεύτερον: στην τρίτη παράγραφο, στην προτελευταία σειρά αναφέρεσαι στο άρθρο ως "διαβόητο". Αυτό νομίζω ότι σημαίνει πως κάτι είναι αρνητικά γνωστο. Οι αγγλικές αντίστοιχες λέξεις είναι "notorious" και "infamous". Δες εδώ:
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?start=550&page=60&lq=%CE%94*&dq=
Από τη γρήγορη πρώτη ανάγνωση που έκανα στο κείμενο, δεν έβγαλα αυτό το συμπέρασμα. Αντίθετα μάλιστα. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να σημαίνει ότι δεν κατάλαβα καλά αυτά που διάβαζα.
Για τις τρίτες, τέταρτες και πέμπτες παρατηρήσεις θα πρέπει να περιμένεις, γιατί το κείμενο είναι μεγάλο και θα χρειαστώ χρόνο να τα επεξεργαστώ όλα αυτά.
Παρόλα αυτά, έχω να πω ότι η εμπειρία μου στην τάξη λέει ότι πολλές φορές δεν έχει καμία σημασία τι λες, αλλά πως το λες. (Εκτός, βέβαια, αν πεις "εκδρομή" ή "διάλειμμα" ή "μπορείτε να ζωγραφίσετε για λίγο, παιδιά" ή "σε αυτό το διάλειμμα μπορείτε να παίξετε με τη μπάλα". Όπως και να τα πεις αυτά, μαγεύεις το ακροατήριο σου.)
Μια και ρωτάς συνέχεια τι λέτε και τι λέτε, εγώ τι να πω; Πολύ πρόσφατα κατηγορήθηκα ότι βάζω παντού την πολιτική και ξεχνάω την αντικειμενικότητα --επειδή η διαίσθησή μου είπε ότι όχι, ο Στάλιν δεν προσπάθησε να φτιάξει ένα σούπερ στρατό γοριλανθρώπων. Η ζωή δεν είναι κόμικς (μωρό μου).
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ, ωραίο το νιου λουκ!
μάλλον s/infamous/famous
ΑπάντησηΔιαγραφήαντί για διαβόητος, περιβόητος, αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος.
Το νέο χρώμα εμένα δεν μου αρέσει τόσο, το προηγούμενο είχε μια μαυρίλα που .. σε βοηθάει να ψάχνεις στο σκοτάδι. Αυτό εδώ αν ακι όντως πιο ξεκούραστο είναι λίγο πιο ξενέρωτο :)
Όχι, "διαβόητος" (infamous), αυτό είχα σκοπό να γράψω. Ήταν πράγματι ένα προβληματικό άρθρο αυτό του Hart, με πολλές απροσεξίες, όμως βοήθησε να ξεκινήσει μια γόνιμη κουβέντα. Ο Hart δεν ήταν επαγγελματίας της φιλοσοφίας όταν το 'γραψε, περισσότερο δικηγόρος που φιλοσοφούσε. Αυτό έχει ένα μειονέκτημα: συνήθως είσαι ισοπεδωτικός και νομίζεις ότι τα ξέρεις όλα (όπως... εγώ, για παράδειγμα). Αυτό έχει κι ένα πλεονέκτημα: τολμάς να θίξεις τα σύμβολα και να σφάξεις τις ιερές αγελάδες. Συνήθως οι καθιερωμένοι του χώρου δεν το τολμούν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈκανα μια επανίδρυση του κράτους, το 'φτιαξα το μπλογκ πιο λαϊκίστικο, είναι αλήθεια, όμως μου την είπε η νεαρά από πάνω. Με πείσανε να γίνω ρεβιζιονιστής.
Παιδιά, πάρτε τον χρόνο σας και όσο σας κάνει κέφι. Αν και όποτε θελήσετε να τα συζητήσουμε, κανένα πρόβλημα. Απαντάω και σε σχόλια περσινών, προπερσινών κ.λπ. αναρτήσεων, είμαι διαχρονικός
Ε, δεν αντικαθιστάς και την άνω τελεία μεγέθους γκοντζίλα με την alt+250;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάναμε πέρσι μια παρόμοια συζήτηση. Εξακολουθώ να θεωρώ ότι με εκφράζει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα top-down και bottom-up εν προκειμένω μου φαίνονται οι δύο όψεις του ίδιου εργαλείου. Κάποια λογική πρέπει να χρησιμοποιηθεί, εντός του ορισμένου πλαισίου βεβαίως βεβαίως.
Οι συζητήσεις περί του τι είναι όπλο που λες είναι συζητήσεις για τον ορισμό του πλαισίου, που γίνονται με τη σειρά τους σε άλλο πλαίσιο επιβεβλημένο άνωθεν πριν την δίκη.
Και φυσικά στο δικαστήριο δεν θες να κερδίσεις tenure, αλλά τη δίκη. Τα σοφίσματα και οι κάθε είδους παρεκκλίσεις από την τυπική λογική είναι μέρος του παιχνιδιού, εφόσον μπορείς να κερδίσεις τις εντυπώσεις. Η ιστορία των επιχειρημάτων στο ακροατήριο γράφεται από τους νικητές.
Οι φιλοσοφικές συζητήσεις που ουσιαστικά είναι συγκρούσεις ιδεολογίας είναι ουσιαστικά παράλληλοι μονόλογοι εντός διαφορετικών πλαισίων. Επαφίεται στην ευφυία των ομιλητών να το καταλάβουν αυτό κι είτε να μεριμνήσουν για την συμφιλίωση, είτε να διακόψουν τις συνομιλίες. Αυτό εφόσον μιλάμε για πιο θεωρητικές συζητήσεις. Στο δικαστήριο στόχος είναι να πείσεις τον κριτή(δικαστή, ενόρκους, και τα δύο), δεν υπάρχει λόγος να συμφωνείς με τον αντίδικο απόλυτα για το πλαίσιο.
Στις πολιτικές συζητήσεις τώρα, γιατί αυτό μας καίει πιο πολύ, ας είμεθα ειλικρινείς, εφόσον θέλουμε να αποτελούμε ενιαία πολιτική κοινότητα, η συμφιλίωση των πλαισίων σε κάποιο βαθμό είναι απαραίτητη. Το λιγότερο που μπορώ να σκεφτώ είναι κάτι που έχεις πει και συ παλιότερα: Ο πολιτικός σου αντίπαλος δεν είναι αιμοβόρο κτήνος απαραίτητα. Μπορεί να πιστεύει ειλικρινά ότι αυτό που προτείνει, όσο αντίθετο κι αν σε βρίσκει, είναι καλό. Σε αυτό που διαφέρετε είναι στον ορισμό του καλού.
Αλλά μετά μπαίνουμε σε άλλες συζητήσεις, κι είμαι ήδη πολύ έξω από τα νερά μου.
Προς υπεράσπιση της λογικής, κάποια από τα ελαττώματα που της βρίσκεις έχουν διορθωθεί. Και αβεβαιότητα μπορεί να διαχειριστεί και τα συμφραζόμενα μια χαρά τα λαμβάνει υπόψη της.
ΥΓ. Περσινές αναρτήσεις; Ποιος άλλος πλην εμού στο έχει κάνει αυτό;
ΟΚ, από 20 ως 23 Μαρτίου το μπλογκ θα μείνει κλειστό και θα επακολουθήσει κούρεμα άνω τελείας της τάξης των 6,7%
ΑπάντησηΔιαγραφήΡε συ, ΑΦ, θυμήθηκα τώρα ότι σου χρωστάω μια απάντηση σε μια παλιά συζήτηση, είχα πει θα σου απαντήσω "αύριο" και μετά πιάστηκα με διάφορα, το ξέχασα, tomorrow never comes!... Συγνώμη! Κι αν το σφάλμα είναι δικό μου, δείξτε καλοσύνη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυο γενικές θέσεις που προτείνω ως προς τις οικείες επιχειρηματολογίες και συζητήσεις μας, τόσο τις μεγάλες και σημαντικές, όσο και τις απλές και καθημερινές:
ΑπάντησηΔιαγραφή(1) Έχουν να κάνουν πολύ περισσότερο με συνεχείς αλλαγές συμφραζομένων, συνεχώς να βλέπεις το θέμα από άλλη σκοπιά κι άλλη σκοπιά κι άλλη σκοπιά... παρά με ένα καλά δομημένο πεδίο, στο οποίο έχεις θετικότητες να πιαστείς, να εφαρμόσεις λογικούς τελεστές κ.λπ.
(2) Αυτές οι αλλαγές συμφραζομένων είναι θεμελιωδώς δημιουργικές, δηλαδή δεν τυποποιούνται εύκολα, δεν φαίνεται να υπάρχουν κανόνες κι αλγόριθμοι που να τις κατευθύνουν («δημιουργικός» εδώ είναι το αντίθετο του «αλγεβρικός»: χωρίς κανόνες).
Κι ένα disclaimer: δεν απορρίπτω την τυπική (και τη μαθηματική) λογική. Ορισμένες φορές βοηθάνε, το παραδέχομαι. Λέω όμως πως υπάρχει ένας ιμπεριαλισμός, μια υπερεκτίμησή τους. Έχουν όρια, κι αυτό που αφήνουν απ’ έξω είναι σημαντικό. Σ’ αυτόν τον ιμπεριαλισμό επιτίθεμαι – και με βάση τις δύο παραπάνω θέσεις, νομίζω είναι πιο σαφές αυτό που λέω.
Τώρα... ψάχνω έναν τρόπο να μη μιλάμε γενικά κι αόριστα, δεν καταλήγουν πουθενά αυτές οι συζητήσεις. Μπορούμε κάπως να βάλουμε μια πρόκληση, ένα στοίχημα, να το κάνουμε falsifiable; Το σκέφτομαι, θα επανέρθω αύριο.
Μα δεν λειτουργούμε αποκλειστικά ορθολογικά, ούτε καν το επιθυμούμε. Προφανώς και δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις την τυπική λογική για όλα.
ΔιαγραφήΤο (1) το θεωρώ αλλαγή του πλαισίου. Στην πράξη σε μια πολιτική κουβέντα αρκει να το δηλώσεις.
Το (2) δεν βλέπω γιατί μας προβληματίζει αν δεν ασχολούμαστε με την ΑΙ.
Ομολογώ ότι δεν το θεωρώ τρομερό πρόβλημα στην πράξη όλο αυτό. Τόσοι αιώνες ανθρώπινης ιστορίας, κάποιες διαδικασίες και μηχανισμούς θα έχουμε αναπτύξει για να το ξεπεράσουμε. Καλή θέληση το λες, ενσυναίσθηση το λες, theory of mind το λες, κάτι τέτοιο τέλος πάντων, κατάλαβες. Οι εξελικτικοί βιολόγοι, ψυχολόγοι και ανθρωπολόγοι τι λένε; Από αυτούς νομίζω έχουμε να μάθουμε πιο πολλά στο συγκεκριμένο.
Θα.λύ, συγγνώμη για την παρέμβαση στη συζήτηση με τον Ηλία.
ΔιαγραφήΑν μου επιτρέπεις μια παρατήρηση, γιατί κατά τ' άλλα συμφωνώ με όλον τον υπόλοιπο προβληματισμό σου.
Θέλω να αναφερθώ στο πρώτο σου σχόλιο στο σημείο που λες "Ο πολιτικός σου αντίπαλος δεν είναι αιμοβόρο κτήνος απαραίτητα. Μπορεί να πιστεύει ειλικρινά ότι αυτό που προτείνει, όσο αντίθετο κι αν σε βρίσκει, είναι καλό. Σε αυτό που διαφέρετε είναι στον ορισμό του καλού."
Νομίζω πως μετά από πόσες χιλιάδες χρόνια καταγεγραμμένη ανθρώπινης ιστορίας, 200 χρόνια μετά την αυγή της νεωτερικότητας κλπ κλπ, το τι είναι "καλό" (το γενικό καλό) ξέρουμε πολύ καλά να το ορίζουμε. Μόνο που οι πολιτικοί αντίλογοι δεν γίνονται πάνω σε αυτή τη βάση.
Οι πολιτικοί συνομιλητές εκφράζουν λόγο υπέρ και κατά συμφερόντων διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Μόνο που το συμφέρον της μιας ομάδας, δεν είναι ταυτόχρονα και συμφέρον της άλλης. Και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα.
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Ο Έλληνας πολιτικός υποστηρίξει (θεωρητικά) το συμφέρον των Ελλήνων πολιτών, ενώ ο Γερμανός των Γερμανών. Κανείς από τους δυο δεν εξελέγη για τίποτα περισσότερο. Επομένως ο Γερμανός έχει δικαίωμα να πιέσει όσο περισσότερο μπορεί για την εξαθλίωση του Έλληνα πολίτη (παράδειγμα φέρνω) και να θεωρεί ότι πασχίζει για το καλό, αν αυτό εξυπηρετεί τον Γερμανό πολίτη. Το γενικότερο πλαίσιο, δηλαδή, ποιος έχει δίκιο και τι καλό για όλους ταυτόχρονα, δεν εξετάζεται.
Με την ίδια λογική, ο κομμουνιστής πολιτικός θα υποστηρίξει το συμφέρον της "εργατικής" τάξης. Δεν το κρύβει. Αποτελεί άλλωστε και μέρος της συνθηματολογίας του. Δεν μπορεί επομένως να συμφωνήσει ή να κατανοήσει τα επιχειρήματα του νεοφιλελεύθερου πολιτικού, ο οποίος με τη σειρά του εκφράζει τα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής τάξης. Το συμφέρον του ενός έρχεται κόντρα στο συμφέρον του άλλου, έστω και αν γνωρίζουν και οι δυο τι είναι καλό σε θεωρητικά πλαίσια, όπως πχ ένας άνθρωπος να μην πεινάει και να έχει εργασία.
Εγώ, πάντως, δε θυμάμαι να 'χω ακούσει κανέναν να το λέει ανοιχτά: "εκφράζω τα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής τάξης, σε αντιδιαστολή με το κοινό καλό" (ίσως μόνο τον Τσαρλς Νταλάρα). Αντίθετα, νομίζω, όλοι λένε: "εκφράζω τα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής τάξης (περισσότερο το υπονοούν αυτό, δεν το λένε ρητά), τα οποία ταυτίζονται με το κοινό καλό ή τα οποία είναι ο βέλτιστος δρόμος προς το κοινό καλό". Δηλαδή, όλοι στο όνομα του κοινού καλού μιλάνε. Απλώς αξιώνουν ότι οι κάτοχοι κεφαλαίου είναι συντελεστής αυτού του καλού, είναι job creators κ.λπ.
ΔιαγραφήΓενικότερα, δεν το 'χω βρει πολύ στη ζωή μου αυτό το μπρεχτικό: ο κακός είναι κακός και το ξέρει ότι είναι κακός, όπως ο Αρτέμης Μάτσας στις παλιές ελληνικές ταινίες, συνειδητός κακός. Αυτό που έχω βρει περισσότερο είναι ότι ο κακός θεωρεί πως είναι καλός. Τα βολεύει με κάποιον τρόπο στο μυαλό του και κοιμάται ήσυχος τα βράδια.
Στον γνωστό διάλογο Αθηναίων-Μηλίων του Θουκυδίδη, οι Αθηναίοι δεν ένιωθαν ότι είναι οι κακοί της υπόθεσης. Αντίθετα, ένιωθαν ότι είναι και πολύ καλοί μάλιστα, που νοιάστηκαν να δώσουν τελεσίγραφο στους Μηλίους, να τους προτείνουν Plan B, ενώ θα μπορούσαν απλά να τους σαρώσουν απροειδοποίητα.
@th.alys, δεν έχω καταλάβει πού ακριβώς διαφωνούμε. Υποψιάζομαι ότι το βλέπουμε από εντελώς διαφορετικές σκοπιές το θέμα.
Διαγραφήεκ παραδρομής πρόσθεσα την ανταπάντησή μου στην ουρά των σχολίων.
ΔιαγραφήΔεν είναι ανάγκη να διαφωνώ για να σχολιάσω! Θα μου βγει και τ'όνομα. Παρατηρήσεις κάνω.
ΔιαγραφήΜιχαελ ο συντηρητικός που δεν θέλει να δώσει την υπηκοότητα σε όσους δεν έχουν γονέα Έλληνα θεωρεί ότι το κάνει για καλό. Το ίδιο και ο προοδευτικός που θέλει να την δώσει στα παιδιά μεταναστών. Για καλό το κάνουν και οι δύο, έχουν άλλο καλό όμως κατά νου. Ουσιαστικά αυτό που ήθελα να πω βέβαια είναι αυτό που είπε ο Ηλίας: ο "απέναντι" συχνά δεν θεωρεί τον εαυτό του κακό.
Προβληματίζομαι όμως διότι κάπου διαφωνούμε και δεν μπορώ να το εντοπίσω. Ας πούμε, τι λες για την πρόκληση που ανέφερα στο κείμενο, ότι τυπικά όλοι μπορούμε να κατηγορηθούμε για λογικές πλάνες; Ότι η πληροφορία πως ένα επιχείρημα έχει λογικές πλάνες, συνήθως δε μας αποκαλύπτει πολλά για την ποιότητά του και πρέπει πάντα να το ψάξουμε περισσότερο, να δούμε πώς χρησιμοποιούνται αυτές; (ή αν υπάρχουν μόνο στη φαντασία του κατηγόρου;). Προτείνω ότι το συλλογιστικό αμάρτημα δεν είναι αυτές καθαυτές οι πλάνες (οι οποίες μπορεί να μην είναι καν συλλογιστικό αμάρτημα ορισμένες φορές, αλλά συλλογιστικό shortcut), αλλά συνήθως ο τρόπος χρήσης τους. Τι λες γι' αυτό;
ΔιαγραφήΕπίσης, τι λες για την άλλη παρατήρηση, ότι ανησυχητικά συχνά η επισήμανση "λογικών πλάνων" χρησιμοποιείται προσχηματικά, ως ρητορικό όπλο για να απαξιωθούν τα επιχειρήματα του αντιπάλου;
Το ότι ένα επιχείρημα ισχυρίζεται κάποιος ότι έχει λογικές πλάνες δεν θα έπρεπε να οδηγεί αυτόματα στην αποδοχή του ισχυρισμού. Πάντα πρέπει να το ψάχνουμε.
ΔιαγραφήΕπίσης στο καφενείο και στο ακροατήριο δεν θες να πάρεις tenure. Τα λογικά σφάλματα που κερδίζουν πόντους επιτρέπονται.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ή κυρίως με αυτόν που τα χρησιμοποιεί, αλλά με αυτούς που τα αποδέχονται αδιαμαρτύρητα. Μάλλον εδώ είναι η διαφωνία μας.
Στο κάτω κάτω αν πω ότι ο Ηλίας κάνει λογικό σφάλμα, δεν ξέρω κατά πόσο η πρόταση είναι αληθής. Ξέρω όμως ότι ο θάλυς τον κατηγόρησε γι'αυτό και ο Μίχαελ το αποδέχτηκε. Άρα μαθαίνω περισσότερα για τον Θάλυς και τον Μίχαελ, παρά για τον Ηλία. Ακόμα κι αν ξέρω ότι ο θάλυς όταν κατηγορεί κι ο μίχαελ όταν αποδέχεται έχει δίκιο συνήθως, δεν ξέρω με σιγουριά ότι ο Ηλίας εν προκειμένω έχει άδικο.
Άρα έμαθα πιο πολλά για τον θάλυς και τον μίχαελ, παρά για τον ηλία.
Δε μοιάζει να 'χω αντίρρηση έτσι όπως το θέτεις. Ίσως, αν στο μέλλον προκύψει μια συγκεκριμένη και σχετική περίπτωση, να τη συζητήσουμε.
ΔιαγραφήΆμα συνεχίζεις να διαφωνείς, έτσι όπως το έθεσα (δεν είμαι 100% σίγουρος ότι διαφωνείς ή πού ακριβώς διαφωνείς), μπορείς τότε να σκεφτείς κι εσύ έναν τρόπο να το εξετάσουμε στην πράξη, ένα πείραμα, κάτι;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίχα πάρει τη σιωπή σου ως κρυπτική απάντηση, μου χάλασες το μύθο τώρα :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ να δεις αμάρτημα, που σχολιάζω εδώ χωρίς να έχω διαβάσει ακόμα το κείμενο!
Αυτό ονομάζεται "μέθοδος Χρυσοχοΐδη"
ΔιαγραφήΓια ποια αλήθεια;
ΑπάντησηΔιαγραφήAs I have tried to show elsewhere (Wierzbicka 2002 and In press), in Anglo culture, the emphasis on truth diminished over the last few centuries, and the emphasis on reason and evidence increased. To the extent, however, to which a pursuit of truth has remained a cultural value, this truth continues to be linked with knowledge, evidence, and reason, rather than with truthfulness and belief. In Russian culture, with its split between "istina" (as it were "God's truth") and "pravda" ("human truth"), and with its emphasis on "pravda" in interpersonal relations, "truth" is more linked with people; and the theme of "pravda" is related to other great themes of Russian culture, also involving people: the theme of "obščenie" (roughly, talk as communion with other people), the theme of "iskrennost'" (roughly, sincerity / spontaneity), the theme of "duša" ('soul').
Πολύ καλό. Εξαιρετικό. Πιο εξαιρετικό κι από εξαιρετικό
ΔιαγραφήΑυτό που έχω δει εγώ μέχρι τώρα είναι ότι, η δύναμη της «κρυστάλλινης λογικής» και της διανοητικής ανάλυσης, δεν είναι σε θέση να αποδώσει ουσιαστικό όφελος από συζήτηση στην οποία δεν λαμβάνει χώρα συναισθηματική επικοινωνία. Και γι' αυτό νομίζω ότι δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να συνομιλήσουν μεταξύ τους. Δεν αρκεί, θέλω να πω, το τεχνικό κομμάτι, όποιας σχολής κι αν είναι. Χρειάζεται και να θέλεις να συνεννοηθείς (κάπως θαυματοποιητικό ακούστηκε τώρα αυτό, αλλά δεν βρίσκω τώρα άλλο τρόπο να το πω).
ΑπάντησηΔιαγραφήΈπειτα είναι και οι προθέσεις και τα κίνητρα, αόρατες αλλά κρίσιμες παράμετροι. Να, παράδειγμα αυτό που ρωτάς, αν συνήθως ο καθένας βάζει τη διανοητική ανάλυση και την «κρυστάλλινη λογική» στην υπηρεσία της ιδεολογίας του. Κινούμαι δηλαδή ορμώμενος από το πόρισμα που ήδη έχω (ισχύει-δεν ισχύει, προς το παρόν αδιάφορο) και μετά ψάχνω την τεκμηρίωσή του. Πού συναντά κανείς συχνότερα αυτή τη μέθοδο; Ένα τυπικό δείγμα είναι ο επαγγελματίας πολιτικός, ένα άλλο ο Μάρτυρας του Ιεχωβά. Κυρίως, δηλαδή, όπου υπάρχει σκοπιμότητα (άλλοτε σκοτεινή σαν κατσαρίδα και άλλοτε άγνωστη σαν τις βουλές του Κυρίου), που υποχρεώνει τον φέροντα να μη θέλει να συνεννοηθεί, ακόμα κι όταν βλέπει ότι μπορεί.
Τι φταίει, εδώ που τα λέμε, δηλαδή και ο Σωκράτης (άπλυτος σαν λυχνοστάτης); Όταν τον άλλο δεν τον συμφέρει ό,τι του λες, που να χτυπιέσαι εσύ, "δεν σε πιστεύω" σου λέει εκείνος, "όσο και να κλαις".
Το μαύρο φόντο εγώ δεν το άντεχα. Όποτε επιχειρούσα να διαβάσω εδώ μεγάλο κείμενο, έπρεπε να διακόψω πολλές φορές, ανά τακτά διαστήματα, να κοιτάξω με αγωνία αλλού για να σιγουρευτώ ότι τελικά δεν είχα τυφλωθεί και αργότερα συνέχιζα αισιοδοξώντας ότι θα παραμείνω έτσι ανεξήγητα τυχερή. Γενικά πάντως απέφευγα να διαβάζω εδώ και όταν έβλεπα ότι ένα άρθρο με ενδιέφερε, το αντέγραφα σε ένα word για να το διαβάσω χωρίς να κινδυνεύσω. Απόψε διάβασα όλο το κείμενο σερί, πράγμα που σημαίνει ότι χάρηκα πολύ για την νέα αυτή εμφάνιση του ιστολογίου. Από τη χαρά μου, να φανταστείς, ούτε που πρόσεξα τα φυλλαράκια στο πάνω μέρος.
Ευχαριστώ για τη μαρτυρία. Συναφή πράγματα λέμε, με διαφορετική διατύπωση.
ΔιαγραφήΟ Σωκράτης δε θα με πείραζε, αν δεν έβλεπα τακτικά την ιμπεριαλιστική αξίωση ότι όλα είναι θέμα διανόησης. Καταρχήν είναι κάτι που προβάλλεται από επαγγελματίες της διανόησης για συντεχνιακούς σκοπούς. Δες τον κ. Ramee πιο πάνω, το παράδειγμά του για τον Edward Teller: δε δικαιούται δια να ομιλεί, καθότι δεν ήταν καταρτισμένος σε θέματα ηθικής φιλοσοφίας (!). Δηλαδή, μόνο οι κληρικοί και οι ηθικοί φιλόσοφοι πρέπει να βγάζουν ηθικές κρίσεις; (να κάνουμε και το επόμενο βήμα, να πάμε στην Πολιτεία του Πλάτωνα; Τι καλά η εξουσία να παραχωρείτο στους επαγγελματίες της διανόησης...)
Υπάρχει κι ένας άλλος λόγος που με πειράζει ο Σωκράτης. Προβληματίζομαι για τις οικείες, καθημερινές μας διαφωνίες, που καταλήγουν συχνά σε κατηγόριες παραλογισμού. Διαφωνείς μαζί μου επειδή παραλογίζεσαι, δε βλέπεις τα «αυτονόητα». Δηλαδή, εγώ μιλάω στο όνομα της «αλήθειας» και της «αντικειμενικότητας», εσύ πάσχεις από διανοητική μυωπία. Ο Πλάτωνας παρουσίασε έναν ήρωα της διανοητικής οξυδέρκειας, που νικούσε πάντα τους αντιπάλους του, τους έκανε να ομολογούν άγνοια. Μελετήσαμε τους πλατωνικούς διαλόγους στο σχολείο και μάθαμε να σκεφτόμαστε αυτόν τον ήρωα με φωτοστέφανο. Όμως, νομίζω, δεν πολυβρήκαμε στη ζωή μας τέτοιους σωκρατικούς θριάμβους της «κρυστάλλινης λογικής»! Πολύ περισσότερο, νομίζω, βρήκαμε αμοιβαίες κατηγόριες παραλογισμού: δε βλέπεις τα «αυτονόητα».
Πάνω εκεί, νομίζω πως θα ήταν πολύ πιο πρόσφορο, θα μας γλίτωνε από πολλούς καβγάδες (και αίμα), αν ξεμπερδεύαμε από τις απολυτότητες του Πλάτωνα. Αν ξεμπερδεύαμε από την αξίωση ότι η διανόηση είναι το αποκλειστικό όχημα παραγωγής γνώσης, μονοπώλιο. Μιλάς κι εσύ για «συναισθηματική επικοινωνία», για καλή θέληση – για κάτι εκτός της διανόησης. Δες κι αυτό που παραθέτει ο Ακίνδυνος πιο πάνω, πολύ καλό: εκτός της διανόησης, άλλα οχήματα παραγωγής γνώσης είναι και το συναίσθημα («ψυχή»), και η διαπροσωπικότητα, την άκρως ενδιαφέρουσα νύξη για κρίσεις που προκύπτουν αυθόρμητα έναντι κρίσεων που προκύπτουν κατόπιν ωρίμου σκέψεως (είναι πάντα ασφαλέστερες οι δεύτερες από τις πρώτες; Πάντα;).
Είπα να δώσω λίγη πράσινη και αειφόρο ανάπτυξη στο μπλογκ. Με πείσανε να γίνω γεωργοπαπανδρεϊστής.
(Πολύ καλή η παράθεση του Ακίνδυνου.) Ναι, λέω εγώ, πάντα, γιατί δεν έχει αξία να δέχεται κανείς κάτι που δεν μπορεί να καταπιεί. Και τότε, βέβαια, γεννώνται κρίσιμα ερωτήματα. Από πού προέρχονται οι κρίσεις μας; Υπάρχει παράγοντας που επιδρά στη δημιουργία τους; Το κριτήριό μας είναι πράγματι δικό μας, ή είναι δανεικό από το περιβάλλον μας, ή τη λεγόμενη «κοινή γνώμη» και άρα την ηθική της εποχής στην οποία ζούμε; Μπορεί κάτι να αντιβαίνει το προσωπικό μας σύστημα αξιών αλλά να το υπερασπιζόμαστε από την ανάγκη του «ανήκειν»; (Πόσο συχνά, αυτοπαρατηρούμενος κανείς, δεν έχει νιώσει ότι, για το ίδιο ζήτημα, άλλο σκέφτεται όταν αυτό αφορά τον ίδιο και άλλο όταν αφορά τρίτο. Πότε είναι ειλικρινέστερος; Και τι είναι αυτό που δημιουργεί αυτή την -έστω εσωτερική- αντίφαση;) Κι επιπλέον, αν είναι πράγματι κρίσεις και άρα υποκειμενισμοί, γιατί περιμένουμε από αυτές να αποδεικνύονται μαθηματικά; Ποια είναι η ουσιαστική τους διαφορά από το συναίσθημα; Άμα πεις σε κάποιον ότι δεν μπορείς να τον αντικρούσεις με κάποιο λογικό επιχείρημα, αλλά νιώθεις ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα λέει, πού θα βρεις τρύπα να κρυφτείς για να σωθείς από τη χλεύη, όταν το μόνο για το οποίο είσαι σίγουρος εκείνη τη στιγμή είναι ότι αυτό που ακούς δεν ταιριάζει με το συναίσθημά σου για το αντικείμενο της συζήτησης; Και τότε, τι είναι αυτό; Κρίση ή μαθηματικός τύπος που δεν βγαίνει; (Και κάτσε τώρα να το μαζέψω γιατί, έτσι νόστιμο και προκλητικό που είναι το θέμα, σκόρπισε πολύ.)
ΔιαγραφήΕίναι σημαντικό να ορισθεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξετάζουμε το συζητούμενο. Άλλο πράγμα να προσπαθούμε να αποδείξουμε σ’ ένα δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος είναι πράγματι ο δολοφόνος και άλλο να προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι υπάρχει θεός. Ακόμα και σε μια δικαστική πλάνη, η αλήθεια και το ψέμα πάντα βασίζεται σε προϊόντα της κοινής λογικής, κοινά υλικά χειροπιαστά πραγματάκια, που όμως δεν αρκούν για την υπόθεση του θεού. Η κοινή λογική είναι χρήσιμη και απαραίτητη στο πλαίσιο της πρακτικής συνύπαρξής μας με τους άλλους: Αν πας στον περιπτερά και του ζητήσεις εφημερίδα, δεν περιμένεις να σου δώσει τσιγάρα, εφημερίδα όμως θα σου δώσει συνήθως, οπότε έχεις πετύχει ένα πολύ καλό επίπεδο συνεννόησης. Και καταφέρνοντας αυτή τη στοιχειώδη συνεργασία, έχεις καταφέρει και να εξαντλήσεις τις δυνατότητες της κοινής λογικής (αναλογικά σε όλες τις περιπτώσεις, δεδομένου ότι ποιοτικά είναι η ίδια μέθοδος). Αν όμως πας να φιλοσοφήσεις με όρους σύμφωνους προς την κοινή λογική, δεν θα βγεις και κάπου τόσο μακριά νομίζω, εξαιτίας της ίδιας της βασικής αιτίας της ανάγκης της φιλοσοφίας: Φιλοσοφώντας προσπαθούμε να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε τον κόσμο. Τα εργαλεία ελάχιστα, η ανάγκη πελώρια, θηριώδης. Γιατί; Για να κάνουμε τον κόσμο να αντέχεται. Πόση λογική χωράει στην ανάγκη του φιλοσοφείν, ώστε να περισσέψει και τόση πολλή ώστε να φτάνει και για τα επιχειρήματά της; Τι σκοπό μπορεί να έχει η νίκη μιας φιλοσοφίας επί μιας άλλης; Αν ο σκοπός της είναι η ανεύρεση μιας θέασης που να κάνει ανεκτή τη ζωή και βοηθάει τη σχέση μας με αυτή και αν κάποιος νιώθει καλά μέσα σ’ αυτήν και τα βγάζει πέρα, γιατί να είναι λάθος;
Αυτό που λες στην αρχή, επιχειρείται πρακτικά στην καθημερινότητα σε πολλές περιπτώσεις. Είναι η κυριαρχία των ιερατείων, αν και έχω την αίσθηση ότι ισχύει κυρίως με μία ορισμένη φορά, από πάνω προς τα κάτω, ανάλογα με την κοινώς αποδεκτή θέση σπουδαιότητας που κατέχει μια ειδικότητα. Μπορεί δηλαδή ο Teller να μην έπρεπε να έχει άδεια να μιλάει για θέματα ηθικής φιλοσοφίας, αλλά σιγά που ο Ramee θα δεχόταν ότι δεν μπορεί να έχει γνώμη για το πώς δένει καλύτερα το σιρόπι στο σάμαλι.
Έχοντας ξεμπερδέψει με τις απολυτότητες του Πλάτωνα, είχα να πω κι άλλα, ειδικά για τους παραλογισμούς κλπ, αλλά βλέπω ότι είπα ήδη πάρα πολλά, οπότε προς το παρόν λέω να συγκρατηθώ.
Κάτσε, ρε συ, απλώνεσαι πολύ και δε σε πιάνω!
ΔιαγραφήΜία παρατήρηση. Λες ότι πάντα οι ηθικές κρίσεις κατόπιν ωρίμου σκέψεως είναι ασφαλέστερες από τις αυθόρμητες (μα πάντα;!). Τότε έχω να σου θέσω την εξής πρόκληση: θα συμφωνήσεις μαζί μου ότι υπάρχουν πολλές συμπεριφορές υψηλής εμπειρίας, που πρέπει ακριβώς να γίνουν ταχύτατα, αυθόρμητα, χωρίς σκέψη. Η σκέψη είναι συσκοτιστικός παράγοντας, τις καταστρέφει. Π.χ. όταν οδηγούμε δεν πολυσκεφτόμαστε τι κάνουμε - εφόσον είμαστε έμπειροι οδηγοί. Οι κινήσεις σαν να γίνονται μόνες τους. Προσέχουμε κυρίως τον δρόμο κι όμως αλλάζουμε ταχύτητες, πατάμε γκάζι κ.λπ. σχεδόν χωρίς να το καταλαβαίνουμε (δεν ισχύουν αυτά για τον αρχάριο οδηγό: αυτός καλά θα κάνει να σκέφτεται τις οδηγικές του πράξεις). Ή όταν παίζουμε κάποιο μουσικό όργανο ως πολύπειροι μουσικοί, όχι ως αρχάριοι. Ή όταν κατακτάμε μια ξένη γλώσσα: στην αρχή σκεφτόμαστε πώς να συντάξουμε τις προτάσεις (τι πάει πριν από τι, πώς το λένε αυτό, πώς γίνεται η δοτική εκείνου, που μπαίνει το ρήμα κ.λπ.), σε κάποια στιγμή όμως γίνεται ένα ευλογημένο κλικ κι αρχίζουμε να μιλάμε αβίαστα. Οι λέξεις μάς έρχονται φυσιολογικά και μπαίνουν, σαν από μόνες τους, στη σωστή σειρά και πτώση. Σ' όλα τα παραπάνω, η σκέψη και η προσοχή (τουλάχιστον η έντονη προσοχή) είναι παράγοντες προβλημάτων.
Το ερώτημά μου είναι: υπάρχουν περιπτώσεις που η ηθική κρίση πρέπει να γίνει έτσι, αυθόρμητα, τάχιστα, χωρίς σκέψη; Όπως ο έμπειρος οδηγός, που στρίβει κι αλλάζει ταχύτητες χωρίς καν να το σκέφτεται; Που η σκέψη θα συσκοτίσει το θέμα αντί να το φωτίσει;
Δεν έχω την τελειωτική απάντηση, ως ανοιχτό ερώτημα το θέτω, ως πρόκληση.
Φτου! Βιασύνη. Εκεί που λες «κρίσεις που προκύπτουν αυθόρμητα έναντι κρίσεων που προκύπτουν κατόπιν ωρίμου σκέψεως (είναι πάντα ασφαλέστερες οι δεύτερες από τις πρώτες; Πάντα;)», διάβασα (γιατί έτσι) «είναι ασφαλέστερες οι πρώτες;» και σ' αυτό απαντώ «ναι, πάντα». Τσαπατσουλιές - τι να πω; Συγγνώμη. (Πάλι καλά που δεν το 'παθα σε δικαστήριο, να φτιάξω τη μέρα του αντίδικου.)
ΔιαγραφήΓια μια στιγμή βέβαια σκέφτηκα πως είναι ευνόητο ότι κάτι δεν πάει καλά με την αρχική κατάφαση, αφού όλα όσα λέω παρακάτω για να τη στηρίξω ουσιαστικά αντιτίθενται σ’ αυτή οπότε δεν βγαίνει νόημα, αλλά μετά αναρωτήθηκα μήπως όσα είπα δεν βγάζουν έτσι κι αλλιώς νόημα και σε συγχώρεσα.
Σχετικά τώρα με το τελευταίο σου ερώτημα-πρόκληση: Αν στο προηγούμενο (που, είπαμε, ειδικά για μένα ήταν «αν οι κρίσεις που προκύπτουν αυθόρμητα είναι πάντα ασφαλέστερες») απαντάω «ναι, πάντα», σ’ αυτό θα απαντήσω ότι κυρίως οι ηθικές είναι κρίσεις που πρέπει να γίνονται αυθόρμητα. Άσε που, αν πραγματικά θέλουμε να εμβαθύνουμε και να είμαστε ειλικρινείς, ανεξαρτήτως των όποιων ιδεολογικών ή φιλοσοφικών προτιμήσεών μας, αυτό το «πρέπει» είναι περιττό και καταχρηστικό. Οι ηθικές κρίσεις πάντα αυθόρμητα γίνονται. Ο μηχανισμός της σκέψης τίθεται σε λειτουργία πάντα δεύτερος, πάντα ακολουθεί, ασχέτως αν δεν το αντιλαμβανόμαστε γιατί με τον καιρό, μετά από συνεχή και εν τέλει επιτυχή προσπάθεια καταστολής του ενστίκτου μας έχουμε χάσει την ικανότητα της αυτοπαρατήρησης και έχουμε μετατραπεί σε thinking freaks, οπότε μπερδεύουμε το συναίσθημα με τη λογική και δεν μπορούμε να διακρίνουμε ποιο από τα δύο «μιλάει» κάθε φορά. Όσο μικρό κι αν είναι το χρονικό διάστημα, που μεσολαβεί από την αυθόρμητη ηθική κρίση μέχρι τον έλεγχό της από το νου, υπάρχει και σηματοδοτεί τη διαδικασία μετάπτωσης από την ατομικότητα στο κοινωνικό ον (ενίοτε και το αντίστροφο). Το τι θα υπερισχύσει και τελικά θα εκδηλωθεί, είναι αυτό που περιγράφει και τη σχέση μας με τον εαυτό μας και τη ζωή.
Ας υποθέσουμε ότι, εκεί που περπατάς στο δρόμο αμέριμνος, πέφτεις σε μια φάση. Ένας άντρας λογομαχεί με κάποιον αντικειμενικά πιο αδύναμο από τον ίδιο (παιδί, γυναίκα, ηλικιωμένο). Ξαφνικά κινείται απειλητικά προς το μέρος του και τον πλακώνει στις μπουνιές. Η ηθική κρίση έχει γίνει ακαριαία μέσα σου, είναι τελειωμένη ιστορία (έτσι τουλάχιστον ισχυρίζομαι εγώ). Ανεξαρτήτως του λόγου που έχει ο επιτιθέμενος να πράξει έτσι, το θύμα του χρειάζεται υπεράσπιση και βοήθεια· το ξέρεις(;), το νιώθεις(;), άλλο(;), δεν γνωρίζω. Ακόμα και το σώμα σου όμως, αποφασίζει αυτόνομα και, έστω στιγμιαία, σπρώχνεται αυτόματα προς τα ‘κει, θέλοντας να επέμβει. Αυτό όμως είναι αποτέλεσμα συναισθηματικής λειτουργίας, άρα ηθική κρίση και συναίσθημα, μπορεί να είναι ένα και το αυτό. Και τότε μπαίνει στη σκηνή ο νους -που διεκδικεί τον έλεγχο- και περνάει σε ανάλυση: Υποθέσεις, αξιολογήσεις, το δικαίωμά σου να επέμβεις, η πιθανή σχέση μεταξύ θύτη και θύματος, η κοινωνική σου θέση, το ενδεχόμενο μπλέξιμο με την αστυνομία και τα δικαστήρια, η πιθανή αναμέτρηση με τον εξοργισμένο δράστη, εκτίμηση της σωματικής διάπλασης του, υπολογισμός της πιθανότητας να τις φας. Το αν τελικά θα επέμβεις ή όχι, εξαρτάται από το τι έχεις διαλέξει σε προηγούμενο χρόνο να σε κυβερνά και ίσως αφορά άλλη συζήτηση, αλλά δεν αναιρεί το γεγονός ότι η ηθική κρίση είχε κατ’ αρχάς διαμορφωθεί αυθόρμητα.
Προσωπικά, ενοχλούμαι πολύ όταν πιάνω το μυαλό μου να επιχειρηματολογεί εναντίον αυτού που, συναισθηματικά, βρίσκω ηθικό, ειδικά όταν τα επιχειρήματά του ορμώνται από φτηνά κίνητρα: βόλεμα, ανταγωνισμός, συμφέρον, φόβο. Αυτό που διασώζει την αυτοεκτίμησή μου, είναι η συνειδητοποίηση ότι το μυαλό μου ίσως είναι εκπαιδευμένο να προσπαθεί να διορθώσει την ηθική μου κρίση και καταφεύγω με ανακούφιση στην ανάμνηση/παρατήρηση ότι η αρχική αυθόρμητη αντίδρασή μου ήταν άλλη.
(Μη μιλάς, δεν είναι απαραίτητο. Το ξέρω κι από μόνη μου ότι έχω καταχραστεί εξαντλητικά τον χωροχρόνο σου και θα προσπαθήσω να μην το ξανακάνω, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι το απόλαυσα (με την καλή έννοια) κι έτσι δεν μετανιώνω.)
ΟΚ, τότε έχω και το αντίστροφο ερώτημα για σένα: είναι πάντα ασφαλέστερες οι αυθόρμητες ηθικές κρίσεις από αυτές κατόπιν ωρίμου σκέψεως; Το πρόβλημα με το παιδάκι που ζητιανεύει στον δρόμο: το λυπάσαι, το συμπονάς, χτυπάει και σε δικά σου μητρικά/πατρικά ένστικτα, και πας αυθόρμητα να του δώσεις λεφτά. Όμως ο δρόμος οδηγεί σχεδόν μαθηματικά σε σκλαβιά, έγκλημα, πορνεία, ναρκωτικά, και εξαιρετικά χαμηλό προσδόκιμο ζωής. Μην του κάνεις τον δρόμο ελκυστικό. Σε κάποια στιγμή θα πρέπει και το ίδιο να πάρει την απόφαση να επιλέξει το σχολείο αντί για τον δρόμο, η μόνη του ευκαιρία να ζήσει μια καλύτερη ζωή, κι όσο λιγότερο ελκυστικός του είναι ο δρόμος, τόσο το καλύτερο. Εδώ δεν πρέπει λίγο να πατήσεις φρένο και να σκεφτείς την υπόθεση;
ΔιαγραφήΈχω κι ένα τρίτο ερώτημα: αυτά που συζητάμε παίζουν κάποιον ρόλο, έχουν επιπτώσεις στην πραγματική ζωή; Δηλαδή, ό,τι και να λέμε για τις αυθόρμητες έναντι των μελετημένων ηθικών κρίσεων, αλλάζει κάτι στον κόσμο; Ή κάνουμε κουβέντα καφενείου, απλώς να πούμε τον πόνο μας; Ή έχει ένα νόημα αυτό που κάνουμε;
Είναι ΟΚ να καταχράσαι χωροχρόνους, κανένα πρόβλημα. Κι ας λειτουργώ ως κανάλι για να επικοινωνείς εσύ με σένα, είναι ΟΚ, έχει ενδιαφέρον (δεν τα λέω σαρκαστικά, τα εννοώ, δεν με πειράζει να γίνομαι κανάλι)
"Εδώ δεν πρέπει λίγο να πατήσεις φρένο και να σκεφτείς την υπόθεση;"
ΔιαγραφήΦυσικά, αλλά τι μας κάνει να θεωρούμε δεδομένο ότι στο προηγούμενο παράδειγμα δεν έπρεπε; Νομίζω ότι το γεγονός ότι η ηθική κρίση έχει ήδη γίνει τη στιγμή που τα λογικά ερωτήματα έρχονται στο προσκήνιο, δεν αναιρείται ούτε εδώ. Η τελική απόφαση (για τη στάση που θα κρατήσουμε) και η εφαρμογή της –και στις δύο περιπτώσεις- μπορεί να μην οφείλεται στο αποτέλεσμα μιας επιλογής ανάμεσα στη λογική ανάλυση και την αυθόρμητη ηθική κρίση, που, μπορεί βέβαια να έρθει είτε από το ένα είτε από το άλλο, αλλά τίποτα δεν την εμποδίζει από το να αποτελέσει μια σύνθεση των δύο, διαδικασία για την επίτευξη της οποίας είναι ίσως απαραίτητη η ικανότητα διάκρισης – ένα συστατικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως συνδετικό και ως διαχωριστικό των δύο λειτουργιών, ανάλογα με την περίπτωση. Σύμφωνα με τη θεωρία περί οικονομίας της φύσης (και της ζωής γενικότερα θα έλεγα), αν η συνεργασία λογικής και συναισθήματος δεν ήταν εφικτή (που για μένα είναι το ζητούμενο και ιδεώδες), κάποιο από τα δύο δεν θα μας ήταν διαθέσιμο.
Στο σημείο αυτό όμως, επανέρχεται (σχεδόν από μόνο του) ένα ζήτημα που έχει τεθεί προηγουμένως: Τι είναι αυτό που καθορίζει το είδος των ηθικών κρίσεων που κάνει καθένας μας; Είναι άραγε απαραίτητο η ηθική μας κρίση να είναι «καλή» και «σωστή»; Πόσο μεγάλο ρόλο μπορεί να παίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε το σύστημα αξιών μας; Τι είδους κριτήρια ανέπτυξε και επέβαλε; Ακόμα κι αν δεχόμασταν ότι το είδος των ηθικών κρίσεων, που κάνει καθένας από εμάς, προέρχεται από ειδικά ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά, είναι δύσκολο, νομίζω, να αποδειχθεί ότι δεν παρεμβλήθηκε ποτέ άλλος παράγοντας κατά τη διαμόρφωσή του.
Η θέση μου πάνω στο τρίτο σου ερώτημα πάντως, έρχεται σε σχετική αρμονία με τον παραπάνω ισχυρισμό μου περί σύνθεσης και συνεργασίας. Υποψιάζομαι ότι ούτε εδώ είναι απαραίτητο να ισχύει ή το ένα ή το άλλο, μπορούν να ισχύουν και τα δύο: Και κουβέντα καφενείου να κάνουμε λέγοντας τον πόνο μας, είναι πιθανό, αλλά και να αλλάζουμε κάτι στον κόσμο, αν και προσωπικά δεν το βρίσκω χρήσιμο στόχο. Δεδομένου ότι μπορεί και να είναι αλήθεια ότι μας πήρε χιλιάδες χρόνια να ξεφορτωθούμε το δασυμακρύτριχο δέρμα μας και τους δωδεκάποντους κυνόδοντες/στιλέτα μας, και παρότι είμαι ένας από αυτούς που νομίζουν ότι δεν υπάρχει τίποτα που συμβαίνει που δεν επηρεάζει τον ρουν της ιστορίας, προτιμώ να μείνω προς το παρόν στην ευχαρίστηση που μπορεί να προσφέρει μια καλή συνομιλία. Τα πιθανά αποτελέσματά της άλλωστε, δεν είναι δική μου (μόνο) δουλειά. Οπότε στο ερώτημά σου αν έχει ένα νόημα αυτό που κάνουμε, αναγκάζομαι να απαντήσω με το ερώτημα «για ποιον;». Εμένα μου είναι υπεραρκετή η δυνατότητα/πιθανότητα να επηρεάζουμε ο ένας τον τρόπο σκέψης του άλλου. Ακόμα κι αν κανείς άλλος δεν διαβάσει αυτά που γράφτηκαν εδώ, εμείς οι ίδιοι που τα γράψαμε συμβάλαμε αμοιβαία σε ένα βαθμό στην εξέλιξη της σκέψης μας. Και μετά από αυτό εδώ, μοιραία θα συναναστραφούμε κι άλλους ανθρώπους, έτσι δεν είναι;
Τέλος, αν δεχτούμε ότι ανήκω στο ανθρώπινο είδος (αν, λέω) και δεδομένου ότι δεν έχω διαγνωσθεί ως αυτιστική, σύμφωνα με τη θεωρία του νου, συνομιλώντας με άλλους ανθρώπους όχι μόνο ελπίζω, αλλά θεωρώ βέβαιο ότι απευθύνομαι σε οντότητες που έχουν την ίδια με μένα νοητική κατασκευή. Μετέχοντας σε μια συζήτηση, προφανώς προτίθεμαι (για οποιονδήποτε λόγο) να ανταλλάξω απόψεις και εμπειρίες. Προσωπικά θα απέρριπτα ως απίθανο το ενδεχόμενο κάποιος να χρησιμοποιεί την αφορμή ενός συγκεκριμένου κειμένου, που διάλεξε να διαβάσει και να κουβεντιάσει επ’ αυτού, απλώς ως πρόφαση για να συνομιλήσει με τον εαυτό του. Αν, ωστόσο και παρά την απιθανότητα, μπορεί κάποιος να το έκανε, θα περίμενα τουλάχιστον αυτά που θα έλεγε να ήταν άσχετα και ασύνδετα με το θέμα του κειμένου, παρότι δεν αποκλείεται να είχαν πράγματι ενδιαφέρον. (Όμως όλα αυτά είναι απλώς μια γνώμη.)
Εύχομαι καλό Σ/Κ/Δ και καλή συνέχεια!
Φυσικά η υπερχρήση της τυπικής λογικής είναι σημάδι ή απομεινάρι της αναλυτικής αγγλοσαξονικής παράδοσης. Βρίσκω λίγο μετέωρη τη σύνδεσή της με τον Πλάτωνα. Τις απόλυτες Ιδέες, Αλήθειες κλπ. τις διαβάζω μόνο σαν ανάδειξη της σπουδαιότητας της αφαίρεσης σαν νοητικού εργαλείου. Άσε που οι ίδιοι οι αναλυτικοί δεν θα συμφωνούσαν μ’ αυτήν τη γενεαλογία, ο Πλάτων είναι μεταφυσικός με την κακή έννοια κλπ. Αν από κάπου εκπορεύεται το πνεύμα είναι η αριστοτελική λογική (το Όργανον που λέμε –όχι το γνωστό, το άλλο). Όλ’ αυτά βέβαια μπορεί να είναι δικές μας προβολές σε τύπους που πεθάναν πριν 2500 χρόνια, αλλά το ζήτημα είναι να καταλαβαινόμαστε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤσέκαρα την πολιτική φιλοσοφία της αναλυτικής σχολής και μου βγήκε liberalism Ηλία, έχει βέβαια και έναν αναλυτικό μαρξισμό αν μας κάνει κέφι.
Πολύ καλό το τελευταίο με την τεχνητή νοημοσύνη, θυμίζει έντονα την ψυχολογία Gestalt που έψαξα τελευταία. Χρησιμοποιεί εννοείται διαφορετική ορολογία.
Συνήθως η αναλυτική παράδοση γενεαλογείται σε Πλάτωνα, Καρτέσιο, Καντ, ποζιτιβιστές. Έτσι βρίσκω εγώ, τουλάχιστον. Να, δες τον κ. Ramee («κρυστάλλινη λογική») πιο πάνω: παραθέτει Πλάτωνα, Λίμπνιτς, Καντ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Τεχνητή Νοημοσύνη έχει πολύ ενδιαφέρον. Σου θυμίζω ότι ξεκίνησε τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 με το στοίχημα «θα φτιάξουμε ανθρώπους», όχι απλώς χρήσιμες μηχανές. Πάνω εκεί οδηγήθηκε σε πολλά απρόσμενα αδιέξοδα και είναι ενδιαφέρον να δεις τι συμπεράσματα προκύπτουν από αυτά για τον άνθρωπο. Ένα από αυτά τα απρόσμενα συμπεράσματα είναι ότι πάρα πολλά θέματα με τα οποία καταπιανόμαστε στη ζωή μας, μεγάλα και μικρά, έχουν να κάνουν με ρευστούς, δυναμικούς, ατυποποίητους χώρους, όχι με καλά ρυμοτομημένες δομές ή με εφαρμογή κανόνων πάνω σε σύμβολα. Κάνουμε μικρές πράξεις δημιουργίας συνεχώς, όλη την ώρα.
ΥΓ: Δεν το 'πιασα αυτό με την πολιτική φιλοσοφία
Δεν ξέρω, για τον Πλάτωνα μπορεί να έχεις δίκιο. Προσανατολίζομαι γενικά στα φιλοσοφικά χρησιμοποιώντας το δίπολο Πλάτωνα-Αριστοτέλη κι έχοντας υπόψη τη μεταφυσική χροιά του πρώτου έναντι της πρακτικής επιστημοσύνης του δεύτερου (π.χ. Τίμαιος vs Φυσικά) απέδωσα την αναλυτική παράδοση στον Αριστοτέλη. Άλλωστε το Principia Mathematica είναι κάτι σαν νέο Όργανον. Οκ, εν τέλει κι ο Αριστοτέλης μαθητής του Πλάτωνα ήταν.
ΑπάντησηΔιαγραφήγια το Υ.Γ.:
Analytic_philosophy#Political_philosophy
Δεν τα 'χα υπόψη αυτά! Κι έλεγα για τον Ρωλς, "πώς σκέφτεται έτσι αφύσικα αυτός ο άνθρωπος..."
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς τα κουβεντιάσουμε σε κάποια στιγμή.
Ηλία, +1 σε όσα λές στην απάντησή σου. Ήθελα στην ίδια λογική οδό να επεκτείνω το επιχείρημά μου (και μάλιστα κάνοντας χρήση συγκεκριμένου παραδείγματος). Μόνο που τότε θα ξέφευγα και θα ωθούσα τον Θ.αλύ εξ αρχής να προσπαθεί να υπερασπιστεί το "ο πολιτικός σου αντίπαλος δεν είναι αιμοβόρο κτήνος".
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό τη στιγμή που ξεκινάει από αυτή τη θέση, νομίζω πως αρκεί να αποδείξεις πρώτα πως το "καλό" που υπερασπίζεται ο "πολιτικός αντίπαλος" είναι στην πραγματικότητα το συμφέρον του -το οποίο μπορεί και να συγκρούεται κάθετα με την έννοια του καλού- και ύστερα φτάνεις τη συζήτηση στο κατά πόσο είναι "αιμοβόρο κτήνος". Την προσθέτω τώρα, όμως, μιας και εσύ το ξεκινάς.
Δηλαδή ο Τσαρλς Νταλάρα και ο κάθε Τσαρλς Νταλάρα (το επαναλαμβάνω ως παράδειγμα φέρνω, προς αποφυγή παρεξηγήσεων), όταν λέει πως θα πρέπει η παιδική εργασία να νομιμοποιηθεί και ο μισθός του Έλληνα να πέσει στα 50 ευρώ, προφανώς και δεν αποδέχεται για τον εαυτού του τον ρόλο του κακού. Αυτό όμως από την άλλη είναι το συμφέρον του. Επειδή όμως ξέρει πως τα 50 ευρώ δεν αρκούν για να ζήσει κανείς και άρα αυτό είναι κακό, θα πρέπει να βρει έναν τρόπο για να μασκαρέψει το δικό του συμφέρον και καλό ως γενικό καλό, ασχέτως αν δεν είναι αληθές για τον συνομιλητή του και το σύνολο του πληθυσμού που απευθύνεται.
Και εδώ η πολιτική συζήτηση διασχίζει τα σύνορα της φιλοσοφικής. Δεν είναι τυχαίο νομίζω πως το opus dei της libertarian λογοτεχνίας είναι το Atlas Shrugged. Γιατί με τον John Galt η Ayn Rand χτίζει ιδανικά έναν βολικό αχυράνθρωπο για το πως όλη η κοινωνία χρωστάει τα πάντα στο ταλέντο μιας μικρής ομάδας ανθρώπων και χωρίς αυτή δεν μπορεί να επιβιώσει. Επομένως έχουμε τον μετασχηματισμό του συμφέροντος των λίγων ως συμφέρον όλων και άρα καλό για όλους.
Έτσι ο Νταλάρα επιλέγει να αφεθεί στην πλάνη γιατί διαφορετικά ούτε ο ίδιος δεν θα μπορεί να τα βρει με τον εαυτό του. Αλλά την έννοια του καλού ξεγυμνωμένη από τα διάφορα φτιασίδια και προϋποθέσεις την ξέρει πολύ καλά. Και αν κάποιος τον θελήσει να τον στριμώξει, μπορεί πολύ εύκολα με δυο τρεις απλές ερωτήσεις να το πετύχει. (Γι' αυτό οι ισχυροί άνθρωποι αυτής της ιδεολογίας φροντίζουν πάντα να περιτριγυρίζονται από αυλοκόλακες και θα πληρώσει για να ακούσουν την γνώμη τους με επιχειρήματα - από αυτό ζουν και τα think tank).
Το σχετικό παράδειγμα που είχα στο μυαλό μου είναι του Αλογοσκούφη, ο οποίος όταν ήταν ακόμα Τσάρος του "καταλληλότερου" είχε κάνει το λάθος να δώσει μια συνέντευξη ενώ βόλταρε κάπου στο κέντρο της Αθήνας, νομίζω στο Σύνταγμα. Αρχίζει λοιπόν να λέει τις διάφορες μύριες όσες χαζομάρες για το πως αυτός έχει παλέψει για τον λαό και το ένα και το άλλο και πως η κρίση στις ΗΠΑ δεν άγγιξε Ελλά (μπουαααχαχαχαχα). Και τον πετυχαίνει μια γρία και του τιν πέφτει. Μου έκοψες τη σύνταξη στα τόσα ευρώ, του λέει. Μπορεί να ζήσει άνθρωπος με αυτά τα λεφτά; Με κάτω το κεφάλι εκείνη τη στιγμή ο Αλογοσκούφης παραδέχεται πως δεν μπορεί. Ήξερε δηλαδή πολύ καλά τι είναι καλό και τι κακό. Απλώς εξ αρχής υποστήριζε το συμφέρον του, που το επανέλαβε όσες φορές χρειαζόταν προκειμένου να πεισθεί πως είναι καλό για όλους.
Γι' αυτό δεν αντιλαμβάνομαι τη θέση του θ.αλύ που λέει περί "συμφιλίωσης των πλαισίων". Γιατί ζητάει τη δική μου καλή πίστη στη λογική πως ο απέναντι είναι ειλικρινής προς τις προθέσεις του.
Μισό: αυτό που λέει ο th.alys με το "αιμοβόρο κτήνος" είναι κάτι που είχα προτείνει παλιότερα - ό,τι λέω και πιο πάνω, ότι ο κακός δεν το ξέρει ότι είναι κακός, θεωρεί ότι είναι καλός, τα βολεύει με τον εαυτό του και κοιμάται ήσυχος τα βράδια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤώρα, το αν έχει κάποιος την επίγνωση κατά βάθος ότι αφήνεται στην πλάνη και μιλά από τη σκοπιά των συμφερόντων του... πολύ αμφιβάλλω! Κάθε περίπτωση είναι και διαφορετική, βέβαια, και υπάρχουν λογιών λογιών άνθρωποι όμως, έτσι γενικά μιλώντας, η δική μου default υπόθεση είναι ότι ο καθένας τα βρίσκει μια χαρά με τον εαυτό του. Τα βολεύει. Η διαφθορά, όπως την έχω δει στους Δήμους, δεν είναι σκοτεινοί τύποι που μαζεύονται σ' ένα υπόγειο για να καταστρώσουν καταχθόνια σχέδια. Κυρίως είναι ειλικρινείς υπηρέτες του δημοσίου συμφέροντος, που θεωρούν δικαιολογημένο να στήνουν τους διαγωνισμούς (γιατί "η Ελλάδα δεν δουλεύει έτσι, να μείνουν τα λεφτά στον τόπο, να μην πάνε σε κάναν Αθηναίο, μην μπλέξεις με διαγωνισμούς και μας βγει κάνας τυχάρπαστος, δώσε τη δουλειά σε σοβαρούς επαγγελματίες κ.λπ."), θεωρούν ότι βοηθάνε έτσι την τοπική κοινωνία και, πάνω εκεί, δέχονται κάποια αμοιβή για τις έξτρα υπηρεσίες που προσφέρουν. Το θεωρούν αμοιβή που την αξίζουν, όχι χρηματισμό (εξάλλου προσέφεραν τόσα πολλά, γλίτωσαν τον Δήμο από τυχάρπαστους κ.λπ.).
Αυτά ως μια γενική θέση, η δική μου default υπόθεση, με την κάθε περίπτωση να είναι διαφορετική. Επειδή δεν μπορώ να 'μαι στο μυαλό του άλλου κι επειδή με ενδιαφέρει κυρίως το πρακτικό του θέματος, προτείνω το fire the forecaster των Akerlof & Shiller (από εδώ):
Πιστεύω έντονα ότι η κατάσταση στην Ελλάδα θα ήταν πολύ διαφορετική σήμερα (προς το καλύτερο), αν ο Παπανδρέου είχε βαθιά και προσωπική έγνοια για τη ρεαλιστικότητα των μνημονιακών στόχων. Αν ήξερε ότι θα βρεθεί κι αυτός, προσωπικά, στην οικονομική κατάσταση του κόσμου που υφίσταται τις επιπτώσεις των μέτρων, έτσι και δεν υλοποιηθούν οι παραμυθικές προγνώσεις. Θα εντόπιζε τους λάθος πολλαπλασιαστές, είμαι σίγουρος, θα έκανε τις αναγκαίες διαπραγματεύσεις, θα έθετε αυτός θέμα ότι δεν μπορούμε να κάνουμε πολιτική με παραμύθια, με εγνωσμένα ανέφικτους στόχους. Κι αν ήταν τα πράγματα πια τόσο αδιέξοδα, «τελεσίγραφο: ή δέχεσαι το μνημόνιο με το παραμύθι του ή τίποτα άλλο», τότε θα εξηγούσε δημόσια την κατάσταση και θα προκήρυττε εκλογές, να πάρει ο κόσμος την απόφαση, να φύγει η καυτή πατάτα από τα χέρια του. Θα τα έκανε όλα αυτά εφόσον ήξερε ότι θα πληρώσει κι ο ίδιος, προσωπικά και οδυνηρά, τα μνημονικά παραμύθια και τις προγνώσεις που μείνανε προγνώσεις
Δεν αλλάζουν εύκολα οι διαχειριστές εξουσίας, ούτε με "κρυστάλλινη λογική" ούτε τους πιάνουν συχνά τύψεις, ας αγωνιστούμε τουλάχιστον ώστε τα προσωπικά τους συμφέροντα να είναι πιο συμβατά με τα δικά μας.
Για να συμπληρώσω τον Ηλία, το ότι κάποιος τα βολεύει με τον εαυτό του γιατί θεωρεί ότι οι πράξεις του εξυπηρετούν το κοινό καλό συνήθως οφείλεται στο ότι προβάλλει τις δικές του προτιμήσεις ή τα δικά του συμφέροντα στους άλλους.
ΔιαγραφήΔεν είναι απαραίτητα ένδειξη κακών προθέσεων αυτό. Μπορεί να είναι από έλλειψη ενημέρωσης, συναναστροφής με άτομα διαφορετικά από τον ίδιο* ή ενσυναίσθησης.
Δες για παράδειγμα πώς άλλαξες στάση στο θέμα των γάμων ομοφυλοφίλων ο Rob Portman όταν ο γιος του τού είπε ότι είναι ομοφυλόφιλος. Δεν είναι απλώς αλλαγή στάσης λόγω αλλαγής συμφερόντων(αν άλλαξαν), αλλά μάλλον λόγω διεύρυνσης οριζόντων: δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δεν έχουμε όλοι τις ίδιες επιθυμίες και η κοινωνία πρέπει να έχει κανόνες που μας βολεύουν όλους.
*Ειδικά αυτή η περιχαράκωση σε συζητήσεις με λίγους γνωστούς που συμφωνούν όλοι σχεδόν σε όλα μου φαίνεται αυτοκτονική.
Ζω στο μάτριξ ρε γαμώτο; Θ. αλυ, δεν θα με πιστέψεις, αλλά τον Portman είχα στο μυαλό μου ως αντιπαράδειγμα στο δικό σου με τα παιδιά μεταναστών. Επειδή είναι ξεκάθαρό παράδειγμα αλλαγή στάσης λόγω συμφέροντος σε μη-οικονομικό θέμα (που ας μην κρυβόμαστε, αυτά έχουν κυρίως να κάνουν με συμφέροντα και τα κοινωνικά ακολουθούν πολύ από πίσω.)
ΔιαγραφήΟ Portman, λοιπόν, που λες έχει πλέον τεράστιο συμφέρον να επιτραπούν οι γάμοι ομοφυλοφίλων. Και γι' αυτό έχει δεχθεί κράξιμο από όλη την προοδευτική Αμερική. Νομίζω, αν θυμάμαι καλά, η Ρέιτσελ Μάντοοου, που είναι η ίδια λεσβία, τον έσκισε σε ένα σέγκμεντ την περασμένη εβδομάδα. Για το πως άλλαξε ιδεολογίας λόγω συμφέροντος.
Ο Κρούγκμαν τα ίδιο ειρωνικός είναι: "But while enlightenment is good, wouldn’t it have been a lot more praiseworthy if he had shown some flexibility on the issue before he knew that his own family would benefit?"
Και εδώ είναι που τρελαίνομαι εδώ στα περί ειλικρίνειας ορισμένων θέσεων κλπ. Από πλευράς Portman θα θεωρούσα πολύ πιο ειλικρινή τη στάση του αν είχε διώξει το γιό του. Προς θεού, δεν λέω πως αυτό θα ήταν σωστό, το αντίθετο. Αλλά θα ήταν πιο ειλικρινής προς τη μέχρι τότε στάση ζωής του.
Για να σε προβοκάρω και λίγο, αν ο γιος του έμπαινε σε ένα μολ και καθάριζε 10, θα περίμενες να αλλάξει η στάση του Portman κατά των σχιζοφρενών δολοφόνων; Μπορεί να άλλαζε κατά της θανατικής ποινής, αλλά πάλι λόγω συμφέροντος. Ενώ να πει να βγουν έξω οι δολοφόνοι, δεν θα μπορούσε να το πει ποτέ.
Νομίζω ότι είναι κακός ορισμός το προσωπικό συμφέρον να τον ονομάζουμε "διεύρυνση οριζόντων."
Παρόλα αυτά, όταν πιστεύει κάποιος κάτι, έχεις δίκιο και εσύ και ο Ηλίας που λέτε ότι οι θέσεις του για το συγκεκριμένο ζήτημα είναι ειλικρινείς. Ειλικρινείς προς τον εαυτό του. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι καλό για το σύνολο της κοινωνίας και γι' αυτό ας κάτσουμε να τα βρούμε. Αυτό προσπαθώ να διαχωρίσω.
Διαφωνώ κάθετα πως επειδή ένας έχει την τάδε θέση, που την ονομάζει καλή, θα πρέπει να τα βρούμε. Να συμφωνήσουμε όλοι σε ένα κοινό πλαίσιο. Όχι, δεν γίνονται γι' αυτό το λόγο οι πολιτικές συζητήσεις. Γίνονται για να πεισθεί ο τρίτος, ο αναποφάσιστος που τις παρακολουθεί και να πάρει θέση.
Δεν λέω πως δεν είναι γόνιμες οι συζητήσεις. Και όντως η περιχαράκωση σε ιδεολογίες κάνει κακό. Δεν πρέπει όμως και από την άλλη να έχουν προσδοκίες ότι πάντοτε θα βρούμε μια κοινή θέση και πως αυτή η κοινή θέση θα είναι η ιδανική. Γενικότερα, οι περισσότερες κοινές συμφωνίες που έχω δει, όπου έδωσε κάτι ο ένας, έδωσε κάτι και ο άλλος, είναι εκτρώματα που δεν λειτουργούν ποτέ και με τίποτα.
Ηλία, το fire the forecaster, αν και καλό σαν ιδέα, μου φαίνεται λίγο μαξιμαλιστικό. Και κατά της ανθρώπινης φύσης που μέρος αυτής είναι να κάνει λάθη.
ΔιαγραφήΔεν ξέρω πως ακριβώς το θέτουν οι Ακερλοφ και Σίλερ, αλλά στα πόσα πχ λάθη απολύεις τον οικονομολόγο; Και στα πόσα παύεις να εμπιστεύεσαι τον πολιτικό; Τον δεύτερο δεν μπορείς και να τον απολύσεις, θα πρέπει να πείσεις τον κόσμο να τον διώξει, αλλά θα πρέπει στο ενδιάμεσο να βρεις και κάποιον να σταθεί απέναντί του.
Υ.Γ. Ο Σίλερ πάντως, τον οποίον εκτιμώ ιδιαίτερα καθώς λόγω αντικειμένου έχω ασχοληθεί πολύ με τον Case-Shiller index, έχει βάλει και ο ίδιος ένα πολύ επικίνδυνο στοίχημα.
Πρόσφατα προέβλεψε πως δεν θα υπάρχει έκρηξη στον κατασκευαστικό τομέα στις ΗΠΑ.
http://www.nytimes.com/2013/01/27/business/housing-markets-future-still-has-many-clouds.html?_r=0
Παρόλα που τα νούμερα μέχρι στιγμής τον διαψεύδουν και η πτώση κατά τα χρόνια της κρίσης ήταν τόσο μεγάλη, που η θεωρεία εκτιμά πως χρήζει διορθώσεως.
Οι Akerlof & Shiller λένε ότι οι οικονομολόγοι τείνουν να σκέφτονται την οικονομία και να κάνουν προγνώσεις μέσα από απλοϊκές θεωρίες, οπότε προτείνουν το fire the forecaster ως φάρμακο.
ΔιαγραφήΚάτι που κολλά και με το fools or liars του Taleb: λέει ότι οι αναλυτές συχνά ξέρουν πως οι προγνώσεις που παρουσιάζουν είναι για πέταμα, οπότε θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ανόητοι που γοητεύονται από την κομψότητα των μοντέλων τους χωρίς κριτική σκέψη για τη συμβατότητα αυτών των μοντέλων με την πραγματικότητα, ή ως συνειδητοί απατεώνες.
Κάτι που κολλά με τη δουλειά του καθηγητή Φλάιμπεργκ στα μεγάλα έργα, ο οποίος το θέτει δημόσια, "μήπως πράγματι η πλειοψηφία των οικονομικών αναλυτών, οι οποίοι κάνουν τις προγνώσεις για τα μεγάλα έργα παγκοσμίως, είναι ανόητοι ή ψεύτες;"
Κολλά και με τη δουλειά του Martin Wachs, που λέει ότι όλες οι οικονομοτεχνικές αναλύσεις, που παρουσιάζονται στον δημόσιο διάλογο για υποθέσεις στις οποίες ανακατεύονται πολλά χρήματα (όπως στα μεγάλα έργα), είναι μεροληπτικές, κάπου αποσκοπούν, δεν είναι αντικειμενικές και αμερόληπτες ακτινογραφίες της κατάστασης.
Το κοινό σε όλους τους παραπάνω είναι το θέμα που θέτουν, ότι βασικός λόγος για τον οποίο δεν είναι αξιόπιστες οι οικονομοτεχνικές προγνώσεις που παρουσιάζονται είναι οι ίδιοι οι οικονομικοί αναλυτές - είτε λόγω αφέλειας είτε λόγω σκοπιμότητας.
Ηλία, με συγχωρείς που επανέρχομαι μετά από μεγάλο διάστημα σε αυτό το ποστ (η μια εβδομάδα είναι αιώνας στο Ίντερνετ), αλλά νομίζω ότι είναι πολύ σχετικό με τη συζήτση που κάνουμε ένα κείμενο του Κρούγκμαν στο μπλογκ του.
Διαγραφήhttp://krugman.blogs.nytimes.com/2013/03/29/the-rewards-of-being-very-serious/
Ο Κρούγκμαν βασίζει στο σχόλιό του πάνω σε παλαιότερο κείμενο του Μάθιου Ινγκλέσιας στο Think Progress (πλέον ο Ινγκλέσιας είναι στο Slate), ο οποίος με τη σειρά του ο Ινγκλέσιας βασίζει το άρθρο του στην περίπτωση Παπανδρέου. Η βασική θέση και των δυο είναι η ίδια με την ένστασή μου στα σχόλια του εδώ ποστ: Πως κάθε άλλο, δηλαδή, παρά αθώα και χωρίς γνώμονα το προσωπικό τους συμφέρον είναι η δράση των πολτικών παραγόντων.
Το παράδειγμα του Παπανδρέου, που και εσύ πρώτος έθεσες ως βασικό, είναι νομίζω από τα πιο ενδιαφέροντα για να κατανοήσουμε αυτά τα κίνητρα πίσω από τις ιδεολογίες που εκφράζονται και εν συνεχεία τις αποφάσεις που πέρνονται εις βάρος των λαών.
Συγγνώμη αν γίνομαι κουρατσικός.
ΤΙ έπαθε το μπλογκ σου; Νόμιζα ότι βρέθηκα ξαφνικά στο τμήμα ανοιξιάτικων προσφορών του ΙΚΕΑ. Χρειάστηκε να παραμερίσω τα κλωνάρια για να βρω την ανάρτηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ, ωραία ανάρτηση.
:) :) :)
Ρε συ, σ' ευχαριστώ και με πιάνουν τύψεις που σε βλέπω, είχα πει να σου γράψω και πιάστηκα, μέσα στην κούραση και στις έγνοιες... Θα σου γράψω όμως "σύντομα", ΟΚ; Μ' έχεις μάθει πια, ε; Δεν παρεξηγείς;
ΔιαγραφήΘα λάβεις μέρος στον μεγάλο διαγωνισμό του Απριλίου, να μπεις στην κλήρωση για ένα ταξίδι στη Χαβάη και ΠΟΛΛΑ ΠΛΟΥΣΙΑ ΔΩΡΑ;
Τα τοπικά του Αριστοτέλη κινούνται στην ίδια γραμμή με το κείμενο. Πως να μάθεις να σκέπτεσαι βάση γενικά παραδεδεγμένων αρχών. Ενδιαφέρον που ασχολήθηκε και με αυτό ο θεμελιωτής της λογικής. Αλλά βέβαια αυτός ασχολήθηκε με τα πάντα.
ΑπάντησηΔιαγραφή