Θρησκείες υπάρχουν πολλές. Αλλά και αθεϊσμοί υπάρχουν πολλοί. Για παράδειγμα, ο αθεϊσμός της μεσαίας τάξης απορρίπτει συνήθως τη θρησκεία στη βάση της εικόνας ενός κόσμου αδιάφορου στις ανθρώπινες επιδιώξεις, επιθυμίες και όνειρα. Δεν είναι σύγχρονος, τον έχω βρει π.χ. και στο έργο του Λουκρήτιου, De Rerum Natura, από τον 1ο αιώνα π.Χ. Γράφει η Wikipedia: «Ο Λουκρήτιος ταυτίζει το υπερφυσικό με την ιδέα ότι οι θεοί δημιούργησαν τον κόσμο ή επεμβαίνουν με κάποιον τρόπο στις λειτουργίες του. Διαφωνεί με την φόβο προς τέτοιους θεούς και δείχνει με παρατηρήσεις και επιχειρήματα ότι οι λειτουργίες του κόσμου μπορούν να εξηγηθούν με φυσικά φαινόμενα – με τις χωρίς σκοπό κινήσεις των ατόμων στο κενό» (εδώ).
Από την άλλη, αυτό που έχω δει είναι ότι τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα απορρίπτουν τη θρησκεία όχι επειδή βλέπουν έναν αδιάφορο αλλά έναν άδικο κόσμο. Όπως υποδεικνύει κι ο Μαξ Βέμπερ στην Κοινωνιολογία της Θρησκείας για μια έρευνα της εποχής στους Γερμανούς εργάτες: «Τα αποτελέσματά της έδειξαν ότι οι εργάτες απέρριπταν την πίστη στον Θεό υποκινούμενοι, όχι από επιστημονικά επιχειρήματα, αλλά από τη δυσκολία να συμφιλιώσουν την ιδέα της Θείας Πρόνοιας με τις αδικίες και ατέλειες της κοινωνικής διαστρωμάτωσης». H ιντελλιγκέντσια θέλει θεωρητική αρτιότητα, η κατώτερη τάξη θέλει δικαιοσύνη. Ένα γνωστό αλλά άγνωστο παράδειγμα:
Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Γνωστό αυτό, όμως τι μπορεί να είχε στο μυαλό του ο Μαρξ με τη φράση; Ίσως όχι ακριβώς αυτό που καταλαβαίνουμε σήμερα. Στα μέσα του 19ου αιώνα, το όπιο ήταν νόμιμο και θεωρείτο φάρμακο, ένα δυνατό αναλγητικό που πωλείτο κυρίως με τη μορφή λάβδανου, όπιο διαλυμένο σε οινόπνευμα - το οποίο ήταν και σχετικά ακριβό, δεν είχε τη δυνατότητα να το αγοράσει ο οποιοσδήποτε. Υπήρχε μια κάποια απαξίωση, λόγω του εθισμού που μπορούσε να προκαλέσει και της εικόνας του αποχαυνωμένου οπιομανούς. Πάντως δεν είχε τις 100% αρνητικές συνδηλώσεις της δικής μας εποχής, ήταν αναγνωρισμένο π.χ. ότι υπήρχαν ορισμένοι πόνοι που μόνο το όπιο μπορούσε να απαλύνει. Ο Γκαίτε το έβαζε μαζί με το ταμπάκο και το ποτό: «Η φύση απαιτεί από τον άνθρωπο κάποιες φορές να αναισθητοποιείται χωρίς να κοιμάται, είτε καπνίζοντας είτε πίνοντας αλκοόλ είτε παίρνοντας όπιο» (Es ist eine Forderung der Natur, dass der Mensch mitunter betäubt werde, ohne zu schlafen: daher der Genuß in Tabakrauchen, Branntweintrinken, Opiaten). Ο ίδιος ο Μαρξ είχε χρησιμοποιήσει όπιο για κάποιους δυνατούς πόνους (γράμμα της Τζένι Μαρξ στον Έγκελς, 12/4/1857: «Ούτε τα χάπια οπίου ούτε το κρεόζωτο τον ανακούφισαν»), άρα δεν είναι πιθανό να το αντιμετώπιζε με την εντελώς αρνητική σημερινή στάση. Να προσθέσω επίσης ότι ο παραλληλισμός της θρησκείας με το όπιο δεν ήταν επινόηση του Μαρξ, τον χρησιμοποιούσαν κι άλλοι διανοούμενοι της εποχής (π.χ. Χάινριχ Χάινε). Ας δούμε όμως το σχετικό απόσπασμα του Μαρξ από τη Εισαγωγή της Συμβολής για την Κριτική της Φιλοσοφίας του Δικαίου στον Χέγκελ, 1843 (εδώ):
The foundation of irreligious criticism is: Man makes religion, religion does not make man. Religion is, indeed, the self-consciousness and self-esteem of man who has either not yet won through to himself, or has already lost himself again. But man is no abstract being squatting outside the world. Man is the world of man – state, society. This state and this society produce religion, which is an inverted consciousness of the world, because they are an inverted world. Religion is the general theory of this world, its encyclopaedic compendium, its logic in popular form, its spiritual point d’honneur, its enthusiasm, its moral sanction, its solemn complement, and its universal basis of consolation and justification. It is the fantastic realization of the human essence since the human essence has not acquired any true reality. The struggle against religion is, therefore, indirectly the struggle against that world whose spiritual aroma is religion.
Religious suffering is, at one and the same time, the expression of real suffering and a protest against real suffering. Religion is the sigh of the oppressed creature, the heart of a heartless world, and the soul of soulless conditions. It is the opium of the people.
The abolition of religion as the illusory happiness of the people is the demand for their real happiness. To call on them to give up their illusions about their condition is to call on them to give up a condition that requires illusions. The criticism of religion is, therefore, in embryo, the criticism of that vale of tears of which religion is the halo.
Criticism has plucked the imaginary flowers on the chain not in order that man shall continue to bear that chain without fantasy or consolation, but so that he shall throw off the chain and pluck the living flower. The criticism of religion disillusions man, so that he will think, act, and fashion his reality like a man who has discarded his illusions and regained his senses, so that he will move around himself as his own true Sun. Religion is only the illusory Sun which revolves around man as long as he does not revolve around himself.
Όπως διαβάζω το παραπάνω απόσπασμα, δεν καταλαβαίνω ότι ο Μαρξ διέγραφε εντελώς τη θρησκεία από την πολιτική του ανάγνωση. Την έβλεπε μόνο ως κοινωνικό αναλγητικό, με όποια χρησιμότητα και βλαβερότητα μπορεί να έχει ένα τέτοιο φάρμακο. Νομίζω πως αυτό που έλεγε στο φινάλε ήταν: «αντί να παίρνεις ασπιρίνες για τον πόνο, κοίτα να γιατρέψεις την αιτία του». Δεν τα είχε τόσο με τη θρησκεία όσο με την εκμετάλλευση και τις ανισότητες που γεννάνε την ανάγκη κοινωνικού αναλγητικού. Και καταλαβαίνω από το παραπάνω απόσπασμα ότι σε καμία περίπτωση δεν θα επικροτούσε την μονομερή επίθεση στη θρησκεία, χωρίς παράλληλη δράση για τη γιατρειά αυτών που τη χρησιμοποιούν σαν αναλγητικό• κάτι σαν κι αυτό δηλαδή που κάνουν σήμερα π.χ. ο Ντόκινς και ο Χίτσενς: τα έχουν με τη θρησκεία καθαυτή, όχι με τις δομές που γεννάνε την ανάγκη κοινωνικού αναλγητικού, και θεωρούν την επίθεση στη θρησκεία αυτοσκοπό. Νομίζω όμως ότι ο Μαρξ ήταν πολύ πιο ευαισθητοποιημένος για τη δυστυχία των κατώτερων τάξεων και καταλάβαινε ότι τα πράγματα δεν είναι απλά. Περπάτα προσεκτικά γιατί περπατάς πάνω στα φάρμακα των φτωχών.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
ΥΓ: Αν δεν είχα και το Μουστάκι του Στάλιν, τι θα ήμουν στη γη; Μπορεί αλήτης να ‘μουνα, να ‘χα καταστραφεί.
νομίζω το κλειδί για την κατανόηση της επίμαχης φράσης είναι ότι τότε το όπιο δε θεωρούνταν κακό. Δεν το λέει δλδ με την ίδια αηδία που διαβάζεται σήμερα. Πιθανόν εννοεί ότι αν είχαν λεφτά θα έπαιρναν όπιο όπως ο καλός κόσμος, αντί να τα κουτσοβολεύουν με θρησκεία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, κάπως έτσι τον διαβάζω κι εγώ, το όπιο τότε θεωρείτο περισσότερο φάρμακο παρά ναρκωτικό. Π.χ. "τα όνειρα είναι το LSD των φτωχών". Οι πλούσιοι μπορούν να αγοράζουν όπιο/LSD, οι φτωχοί βολεύονται με φτηνότερα προϊόντα.
ΔιαγραφήΝομίζω όμως ότι το κλειδί είναι η φράση: Criticism has plucked the imaginary flowers on the chain not in order that man shall continue to bear that chain without fantasy or consolation, but so that he shall throw off the chain and pluck the living flower
δεν είχε δίκιο όμως και γενικά η μαρξιστική ανάλυση της θρησκείας καταρρέει μόλις επικαλεστούμε την ύπαρξη πάρα πολύ θρήσκων μελών της (κατά Μαρξ) άρχουσας καπιταλιστικής τάξης. Αυτοί δηλαδή γιατί να θέλουν να την παλέψουν με την αδικία; Λόγω τύψεων;
ΔιαγραφήΗ θρησκεία ορίζει η ίδια σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης (ανάμεσα στο ιερατείο και στο ποίμνιο). Πολύ πιο παλιές από τις καπιταλιστικές. Τις πρώτες στη χαραυγή της προϊστορίας, πιθανότατα.
Μ' αυτό το ερώτημα ασχολήθηκε έντονα ο Βέμπερ στην Κοινωνιολογία της Θρησκείας και μελέτησε έναν ωκεανό ιστορικών πηγών. Ανάμεσα στ' άλλα, τόνιζε ότι η θρησκεία καταναλώνεται από όλη την κοινωνία, όμως τα διαφορετικά κοινωνικά στρώματα θρησκεύονται και με διαφορετικό τρόπο. Συγκεκριμένα, οι κοινωνικώς προνομιούχοι δεν θέλουν απλώς να νιώθουν τυχεροί ή οικογενειακώς ευνοημένοι, θέλουν και να νιώθουν ότι αξίζουν τα προνόμιά τους για κάποιον λόγο. Οπότε χρησιμοποιούν τη θρησκεία κατ' αυτόν τον τρόπο. Να, δες εδώ:
ΑπάντησηΔιαγραφήThere is a separation of different theodicies with regard to class. "Theodicies of misfortune tend to the belief that wealth and other manifestations of privilege are indications or signs of evil ... In contrast, theodicies of fortune emphasise the notion that privileges are a blessing and are deserved". Weber also writes that "the affluent embrace good fortune theodicies, which emphasise that prosperity is a blessing of God ... [while] theodices of misfortune emphasise that affluence is a sign of evil and that suffering in this world will be rewarded in the next"
Εδώ μπορείς να δεις την Επί του Στάνφορντ Ομιλία και τον ρόλο της στη νομιμοποίηση της προνομιακής θέσης τόσων καλόπαιδων της μεσαίας τάξης ("δεν έχω χρήματα επειδή κατάγομαι από ευκατάστατη οικογένεια, σπούδασα σε καλό πανεπιστήμιο, έγινα γιατρός / δικηγόρος / μάνατζερ κ.λπ., έχω χρήματα επειδή ακολούθησα την καρδιά μου, όπως δίδαξε και ο Στιβ Τζομπς, οπότε στο τέλος όλες οι τελείες ενώθηκαν στη ζωή μου")
Οι παρατηρήσεις του Μαρξ για τη θρησκεία ήταν σίγουρα ελλιπείς. Πάντως, αν στη σκέψη του αντικαταστήσεις το "θρησκεία" με το "μεταθανάτιος θεοδικία" (θα ανταμοιφθώ στον άλλο κόσμο), τότε είναι ωραίος. Και τόνιζε ότι το θέμα δεν είναι τόσο το κοινωνικό αναλγητικό, όσο οι δομές που γενάνε την ανάγκη του.
Η θρησκεία ορίζει η ίδια σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης (ανάμεσα στο ιερατείο και στο ποίμνιο). Πολύ πιο παλιές από τις καπιταλιστικές. Τις πρώτες στη χαραυγή της προϊστορίας, πιθανότατα
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτη χαραυγή της προϊστορίας και για αμέτρητες χιλιετίες αργότερα, δεν πρέπει να υπήρχε καν διαχωρισμός μεταξύ ιερατείου και ποίμνιου. Αυτός ο καταμερισμός της θρησκευτικής εργασίας, πρέπει να είναι πάρα πολυ νεότερος - ίσως ούτε καν στη 2η χιλιετία π.Χ., πιστεύω ότι άρχισε να συστηματοποιείται μόλις στην 1η χιλιετία π.Χ.