Το Βιοτικό Συμβόλαιο Και Οι Χορηγοί Νοήματος

Στη Διδακτική των Μαθηματικών υπάρχει η έννοια του διδακτικού συμβολαίου. Αυτό περιλαμβάνει όλες τις υπόρρητες συμφωνίες μεταξύ του μαθητή και του καθηγητή, όλα όσα αναμένει ο ένας από τον άλλον, νόρμες και κανόνες που τους υπογράφει η συνήθεια κι η επανάληψη. Για παράδειγμα, κάθε φορά που ο διδάσκων θέτει ένα πρόβλημα στον μαθητή, υπάρχει μια ανομολόγητη συμφωνία μεταξύ τους, ότι το πρόβλημα α) λύνεται, β) με τα στοιχεία που προσφέρονται, γ) με τις γνώσεις του διδασκόμενου. Όταν, λοιπόν, το 1980 δόθηκε σε 97 παιδιά δημοτικού σχολείου της Γαλλίας το πρόβλημα: «Ένα καράβι έχει 26 πρόβατα και 10 κατσίκια, πόσων χρονών είναι ο καπετάνιος;», τα 76 από αυτά απάντησαν ότι ο καπετάνιος είναι 26 + 10 = 36 χρονών. Καμία απορία, οι μαθητές ήταν συνεπέστατοι από τη δική τους πλευρά και τήρησαν τους όρους του διδακτικού συμβολαίου: εγώ θα παλέψω την άσκηση, εσύ όμως δώσε μου ό,τι στοιχεία χρειάζομαι (περισσότερα εδώ κι εδώ, για όποιον ενδιαφέρεται).

Πολλά παρόμοια ανομολόγητα συμβόλαια ακολουθούμε συνεχώς και συνήθως δεν τα συνειδητοποιούμε, τρέχουν αόρατα στο λειτουργικό σύστημα της σκέψης μας, όπως ένα πρόγραμμα antivirus στον Η/Υ μας. Καμιά φορά όμως έρχονται έτσι οι περιστάσεις που το αόρατο γίνεται ορατό και βγαίνει στην επιφάνεια. Είχα δει παλιότερα στην τηλεόραση μια μητέρα που έχασε τον γιο της, δεκαεφτά χρονών, στα καλά καθούμενα. Εκεί που έτρωγαν το μεσημέρι, το παιδί ξαφνικά σωριάστηκε κάτω και ξεψύχησε. Το ιατρικό ιστορικό του ήταν άψογο, δεν ήξερε να πάσχει από κάτι. Η αυτοψία δεν έδειξε τίποτα, κανείς δεν έμαθε τελικά από τι πέθανε. Η μάνα ήταν ακόμα σε άθλια κατάσταση όταν της πήραν συνέντευξη οι αιμοδιψείς δημοσιογράφοι και, πάνω στο σοκ, είπε μια αξιοπρόσεκτη κουβέντα: «Είμαι θυμωμένη και δεν ξέρω ποιον να κατηγορήσω».

Κάτι παρόμοιο είχα δει και μετά τον μεγάλο σεισμό του Αιγίου το 1995, με δεκάδες νεκρούς και χιλιάδες κατεστραμμένα σπίτια. Μια κυρία μιλούσε στην κάμερα κι έλεγε εξοργισμένη: «όλα μας τα γκρέμισε... μας τα διέλυσε, όλα...». Η απορία μου ήταν, με ποιον τα βάζει αυτή η γυναίκα; Γιατί να είναι εξοργισμένη; Τα βάζει με το Θεό; Με τη φύση; Με τον Εγκέλαδο; Ποιον μπορείς να κατηγορήσεις σε έναν σεισμό;

Τα δύο αυτά γεγονότα ήταν απλώς παραστατικές (και τραγικές) αναδύσεις στην επιφάνεια του βιοτικού συμβολαίου. Πρόκειται για μια υπόρρητη, υποσυνείδητη και υπολανθάνουσα συμφωνία που έχουμε υπογράψει όλοι με τη ζωή ότι δε θα πεθάνουμε ποτέ. Είναι αρκετά απαραίτητο αυτό το συμβόλαιο στους περισσότερους, είναι ένα πρόγραμμα antivirus που διατηρεί τη σκέψη καθαρή, μπλοκάρει οποιοδήποτε υπενθυμιστικό θνητότητας, ώστε να μην κλονιστούν τα κίνητρα για δημιουργία και αγώνα. Μέχρι που έρχεται η στιγμή της σοκαριστικής διάψευσης και η ζωή, σαν χάκερ, στέλνει κάποιον ιό που διαπερνά το firewall... Συχνά η πρώτη αντίδραση είναι ο θυμός. Η ζωή μάς κορόιδεψε, μας κρέμασε σαν ασφαλιστική εταιρεία της κομπίνας, το βιοτικό συμβόλαιο απεδείχθη προεκλογική υπόσχεση υποψήφιου βουλευτή. Πάντως, η τραγική μητέρα του παραδείγματος υπήρξε ιδιαίτερα τίμια μέσα στον πόνο της: «Είμαι θυμωμένη και δεν ξέρω ποιον να κατηγορήσω».



Η ευαισθησία σε ήχους και επαφές οξύνεται – τρώμε και πίνουμε λιγότερο – συγκεντρωνόμαστε σε πολλά θέματα αλλά για λίγο κάθε φορά – νιώθουμε το δέρμα μας πιο κρύο και παρατηρούμε πολλά καινούργια σημάδια – κατά καιρούς μάς πιάνουν συναισθηματικά ξεσπάσματα – η αναπνοή δυσκολεύει όλο και περισσότερο, γίνεται θορυβώδης – δυσκολευόμαστε να επικοινωνήσουμε με τους γύρω μας – ανεβάζουμε πυρετό – μπορεί να έχουμε τάσεις για εμετό ή ναυτία – δυσκολευόμαστε να ελέγξουμε τα έντερα και την ουροδόχο κύστη – ιδρώνουμε – φοβόμαστε – μπορεί να πονάμε ή και να αιμορραγούμε – το δέρμα γίνεται γκρίζο – η λειτουργία των πνευμόνων, της καρδιάς και του μεταβολισμού σταματάει – χάνουμε τις αισθήσεις μας – μετά από 30 δευτερόλεπτα σταματάει και η εγκεφαλική δραστηριότητα – «και οι τόποι που σε γνώριζαν πλέον δε σε γνωρίζουν». Αυτή είναι η μεγάλη βουτιά που όλοι θα κάνουμε σε κάποια στιγμή, μαζί με τους φόρους είναι το μόνο σίγουρο πράγμα στη ζωή. Παρόλα αυτά, προσπαθούμε να της ξεφύγουμε μέσω του βιοτικού συμβολαίου, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο. Υπάρχουν διάφορες στάσεις εδώ, από τις οποίες προκύπτουν και ανάλογες παραλλαγές του συμβολαίου, καθώς και του θανάτου: υπάρχει ο ευρωπαϊκός θάνατος (η κουβέντα για το θάνατο να γίνεται μόνο σε σχέση με μια κατάσταση κρίσης, τις υπόλοιπες στιγμές θεωρείται επιβλαβής ή περιττή), ο παιδικός θάνατος (η αντίληψη του θανάτου που έχουν τα μικρά παιδιά, έχει να κάνει μόνο με το χωρισμό από τους γονείς, οπότε ουσιαστικά ο φόβος του θανάτου είναι φόβος της μοναξιάς) κ.α., όμως αυτό που παραμένει στο φινάλε είναι ο καθένας αν αντικρίζει το θάνατο πίσω από το πέπλο του βιοτικού συμβολαίου ή αν το κάνει σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος – κι εδώ θ’ αναφερθώ στα ευρήματα του Εσθονού ανθρωπολόγου και κοινωνιολόγου Argo Moor (εδώ κι εδώ δύο κείμενά του).

Υπάρχει λοιπόν μία διάκριση που διαχωρίζει τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες, πιο θεμελιώδης κι από άντρας ή γυναίκα, λευκός ή μαύρος, πλούσιος ή φτωχός, νέος ή ηλικιωμένος, αριστερός ή δεξιός, Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός: αυτοί που προσπαθούν να διατηρήσουν την αυτοεικόνα τους αλλάζοντας τον κόσμο κι αυτοί που δέχονται να αλλάξουν την αυτοεικόνα τους παράλληλα με τις αλλαγές του κόσμου. Τι επιλέγεις να κρατήσεις και τι να πετάξεις μπροστά στα κοσμογονικά γεγονότα της ζωής; Όταν απειλείται να κλονιστεί το οικοδόμημα που έχτισες για τον εαυτό σου και για τη θέση του στον κόσμο, προσπαθείς να το διατηρήσεις με κάθε κόστος ή δέχεσαι να το δεις να γκρεμίζεται; Οι άνθρωποι της δεύτερης κατηγορίας είναι πολύ πιο καλά τοποθετημένοι απέναντι στον θάνατο, είναι αυτοί που τον φοβούνται λιγότερο. Αντίθετα, οι άνθρωποι της πρώτης κατηγορίας αρνούνται σφοδρά τον θάνατο, το κοσμογονικότερο γεγονός όλων, προκειμένου να διατηρήσουν την πολύτιμη αυτοεικόνα τους.

Ας δούμε ένα παράδειγμα: το πένθος για την απώλεια ενός προσφιλούς προσώπου. Ψυχολογικά, το πένθος είναι ένα πικρό ποτήρι που πρέπει να πιεις μέχρι την τελευταία σταγόνα. Το ανολοκλήρωτο πένθος μπορεί να επιφέρει κατάθλιψη, προβλήματα συμπεριφοράς ή και ψυχοσωματικές ασθένειες. Η ψυχολογική ουσία του ανολοκλήρωτου πένθους είναι ότι προσπαθείς να διατηρήσεις τον νεκρό, αρνείσαι ότι αυτός έγινε παρελθόν, ότι ο κόσμος άλλαξε. Από την άλλη, το ολοκληρωμένο πένθος έχει την έννοια της αποδοχής ότι το οικείο πρόσωπο έφυγε οριστικά. Σ’ αυτήν την περίπτωση, ο πενθών δέχεται ότι ο κόσμος δεν αλλάζει, δεν μπορεί να αποφύγει την πραγματικότητα οπότε, με την ολοκλήρωση του πένθους, αλλάζει τελικά αυτός για να προσαρμοστεί – διότι κανένας άνθρωπος δε μένει ο ίδιος μετά από την ολοκλήρωση ενός σφοδρού πένθους.

Σ’ αυτόν τον θεμελιώδη ανθρώπινο διαχωρισμό, ο πιο βασικός παράγοντας είναι η εμπιστοσύνη προς τον κόσμο. Όσο μεγαλύτερη εμπιστοσύνη έχει κάποιος προς τον κόσμο, τόσο πιο ανώδυνα θα αντιλαμβάνεται τον θάνατό του. Από τη μια μεριά, γιατί θα είναι ανοιχτός απέναντι στα γεγονότα, ακόμα και απέναντι στο μεγαλύτερο γεγονός όλων, από την άλλη διότι θα είναι λιγότερο προσανατολισμένος στη διατήρηση της αυτοεικόνας του. Όμως είναι σχεδόν αδύνατο να έχεις εμπιστοσύνη προς τον κόσμο αν δεν αισθάνεσαι ότι αυτός, καθώς και η δική σου ύπαρξη μέσα του, έχει κάποιο βαθύτερο σκοπό και νόημα. Αν ο κόσμος είναι πλίνθοι, κέραμοι ατάκτως ερριμμένα, αμοντάριστα πλάνα χωρίς ειρμό και διασύνδεση, χωρίς έναν απώτερο σκοπό να αναδείξουν κάτι, να υποστηρίξουν κάτι, τότε χάνεται και το νόημα και η εμπιστοσύνη και η ανοιχτή στάση προς τον κόσμο. Αν δεν αισθάνεσαι ότι ο κόσμος υπηρετεί έναν σκοπό και η δική σου ζωή είναι ένα μικρό κεφάλαιο στο βιβλίο αυτού του σκοπού, τότε γίνεται πολύ δύσκολο να αποδεχτείς τις αλλαγές και, όταν έρθει η ώρα, τη μεγάλη αλλαγή.

Πολλοί θεσμοί έχουν αναπτυχθεί που βάζουν τον κόσμο σε μια σειρά. Από αυτήν την άποψη, ταυτίζεται η θρησκεία, με την επιστήμη, την πολιτική, την οικογένεια, την αφηρημένη έννοια της «προόδου» κ.α., παρά τις τεράστιες μεταξύ τους διαφορές. Διότι όλα αυτά είναι χορηγοί νοήματος. Δίνουν έναν σκοπό στον κόσμο και κάνουν τον θάνατο λιγότερο τρομακτικό. Φυσικά, υπάρχουν και πλήθος προσωπικοί χορηγοί, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και τα βιώματα του καθενός. Ο Άντον Τσέχωφ, λόγου χάρη, κάπου έλεγε ότι θέλει να νιώθει πως όταν, μετά από αιώνες, οικοδομηθεί η ευτυχία και η ειρήνη στην ανθρωπότητα, κάπως συνέβαλε κι αυτός με το μικρό του λιθαράκι. Αυτή ήταν η προσωπική του νοηματοδότηση: ένα όραμα πανανθρώπινης ειρήνης κι αυτός στρατιώτης στην υπηρεσία του. Ίσως γι’ αυτό είχε τόσο χαρακτηριστικά ήρεμο θάνατο (ο θάνατος του Τσέχωφ). Θέλω όμως εδώ να σταθούμε σε έναν άλλο μέγα χορηγό νοήματος: τον εθνικισμό.

Ο σύγχρονος εθνικισμός είναι σαν το ροκφόρ: γαλλική εφεύρεση. Μπορούμε να εντοπίσουμε ακριβώς τη στιγμή που γεννήθηκε, ακόμα και τη στιγμή που έγινε χορηγός. Στο Γαλλία λοιπόν, επί αιώνες η λέξη patrie χρησιμοποιήτο με καθαρά γεωγραφικό περιεχόμενο και προσδιόριζε τον τόπο γέννησης ή καταγωγής. Θα μπορούσε να αναφέρεται σε ένα χωριό, μια επαρχία ή μια χώρα (pays) δίχως τo συναισθηματικό φορτίο που περιέχει σήμερα. Επί αιώνες ο κόσμος δεν διανοείτο να εκλάβει τον εαυτό του ως μέλος της patrie, προτιμούσε άλλες φαντασιακές κοινότητες, π.χ. τη χριστιανοσύνη ή το βασίλειο, και μόνο κάποιοι λίγοι διανοούμενοι άγγιξαν κάτι σαν εθνικιστικό όραμα σε όλον τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα (π.χ. αναφορές του Μακιαβέλι στην italianita). Στην πορεία του 18ου αιώνα και δυσαρεστημένοι από τα προνόμια των γάλλων ευγενών, διάφορες λόγιες και ευκατάστατες ομάδες πληθυσμού άρχισαν να συλλαμβάνουν την ιδέα μιας Γαλλίας στην οποία η αριστοκρατία δεν είχε θέση. Μιας Γαλλίας υπό κατοχή. Ο σύγχρονος εθνικισμός γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1789, ένα μήνα πριν τη Βαστίλη, όταν οι δικηγόροι, επιχειρηματίες, έμποροι, διανοούμενοι κ.λπ. της Τρίτης Τάξης, βλέποντας ότι χάνουν την πολιτική μάχη μέσα στη Σύγκληση των Γενικών Τάξεων, άρχισαν να κηρύσσουν το nation και την patrie στις παριζιάνικες μάζες. Τότε ακριβώς εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο λαϊκός εθνικισμός. Ως μια πολιτική πλατφόρμα που περιελάμβανε ένα όραμα προόδου (τη δημοκρατική Γαλλία) και δεν περιελάμβανε τις προνομιούχες τάξεις. Με τις ζυμώσεις και τα γεγονότα της Γαλλικής Επανάστασης όμως, έγινε σταδιακά και χορηγός νοήματος – μπορούμε να σηματοδοτήσουμε αυτή την εξέλιξη της patrie κάπου στα μέσα του 1793, όταν για πρώτη φορά εμφανίστηκε σε δημόσια μνημεία της Γαλλίας η επιγραφή: «Ο δημοκράτης ήρωας δε χάνεται σ’ ένα αιώνιο χάος και το πολύτιμο για την patrie λείψανό του, το προσφιλές για την ανθρωπότητα όνομά του, το χρήσιμο για την αρετή παράδειγμά του, διαρκούν όσο κι ο κόσμος» (Bertaud, Η Καθημερινή Ζωή Στη Γαλλία Τον Καιρό Της Επανάστασης 1789-1795).

Κάπου εκεί λοιπόν, στα μέσα του 1793, ο νεύτευκτος εθνικισμός εξελίχθηκε σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που ήταν όταν γεννήθηκε, έπαψε πλέον να είναι απλώς ένα πολιτικό αίτημα (κανείς να μην απαλλάσσεται κληρονομικά από την εργασία κ.λπ.). Η patrie πλέον παρείχε αθανασία μέσω της μνημόνευσης, έδινε σκοπό στον κόσμο, τακτοποιούσε τη ζωή κάποιου ως ένα μικρό λιθαράκι σε ένα μεγάλο οικοδόμημα – όπως Τσέχωφ. Καμία απορία που απεδείχθη τόσο δημοφιλής παγκοσμίως, σε αντίθεση με άλλες γαλλικές εφευρέσεις: το ροκφόρ πολλοί εμίσησαν, την πατρίδα ουδείς.

Είναι τεράστια η ψυχική ανάγκη να γίνει η ζωή του καθενός λιθαράκι σε οικοδόμημα – δηλαδή, να αποκτήσει νόημα ο κόσμος κι ο θάνατος να χάσει κάτι από το κεντρί του. Κάθε σοκ, κάθε απώλεια προσφιλούς προσώπου, κάθε υπενθύμιση θνητότητας, κάνουν ακόμα πιο επιτακτική αυτήν την ανάγκη. Κάτι που εξηγεί, ως ένα βαθμό, την παγκόσμια διάδοση του εθνικισμού και την ικανότητά του να ανθίσταται σε ανταγωνιστικές ιδεολογίες, ακόμα και στη λογική μερικές φορές. Για παράδειγμα, οι μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’20. Άνθρωποι που ξεριζώθηκαν και χάσαν τα πάντα χωρίς να φταίνε σε τίποτα, αφήσαν πίσω τους περιουσίες, τακτοποιημένες ζωές, και ήρθαν στην Ελλάδα για να γίνουν χαμάληδες και είλωτες, να υποστούν κακομεταχείριση και περιφρόνηση. Έμοιαζε ταιριαστό αυτοί οι άνθρωποι να στραφούν σε ριζοσπαστική κατεύθυνση. Η Ελλάδα τους ρήμαξε, τους χλεύασε, τους δολοφόνησε. Ο Ριζοσπάστης της εποχής καλούσε τους πρόσφυγες να μην αρκεστούν στα ψίχουλα που τους έδωσε ο Βενιζέλος, να θεωρήσουν ότι έχουν κεκτημένα δικαιώματα και να τα διεκδικήσουν σε συνεργασία με τους Τούρκους εργάτες, μέσω βαριάς φορολογίας του κεφαλαίου (και υπό σοβιετική πατρωνεία):

«ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΕΡΓΑΤΕΣ, ΑΓΡΟΤΕΣ, ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΕΣ! Ο Βενιζέλος σάς ξεσπίτωσε με τον πόλεμο, αυτός υπόγραψε το ανθρωποπάζαρο της ανταλλαγής και σας κορόϊδευε μέχρι τώρα πως θα πληρώση η Τουρκία και θα πάρετε αποζημιώσεις. Σαν να είναι οι Τούρκοι εργάτες και αγρότες υπεύθυνοι να σας αποζημιώσουν, κι όχι οι Έλληνες κεφαλαιοκράτες, που κέρδισαν εκατομμύρια από τον πόλεμο ... ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΔΕΝ ΠΑΙΡΝΕΤΕ! ΠΟΛΕΜΟ ΣΑΣ ΕΤΟΙΜΑΖΟΥΝΕ! Σύμφωνοι είναι και οι πρόσφυγες βουλευτές. Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει. ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ, ΕΡΓΑΤΕΣ, ΑΓΡΟΤΕΣ, ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΕΣ. Απαντείστε στην κυβέρνηση του Βενιζέλου Πολέμου, στην κυβέρνηση της ανεργίας και της πείνας: Με συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, με μαζικές κινητοποιήσεις απαιτήστε από το διχτάτορα δήμιο Βενιζέλο: ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΚΕΡΑΙΟ. ΑΚΥΡΩΣΗ ΚΑΘΕ ΧΡΕΟΥΣ ΣΑΣ ΣΤΗΝ ΕΑΠ, ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ, ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΥΣ. ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ. ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΝΟΙΚΙ κ.λπ.» (Ριζοσπάστης, 18/6/1930, από εδώ). 

Κι όμως, οι πρόσφυγες ποτέ δεν έπαψαν να είναι βενιζελικοί. Ακόμα και μετά το 1932 που κατέστη σαφές ότι δεν πρόκειται να πάρουν αποζημιώσεις (δηλ, τελικά ο Ριζοσπάστης δικαιώθηκε), η πλειοψηφία τους δεν έπαψε να είναι πιστή στους Φιλελεύθερους, ενώ όσοι έφυγαν πήγαν στο Λαϊκό Κόμμα και πολύ λίγοι στο ΚΚΕ. Αγκάλιασαν δηλαδή το εθνικό όραμα, έβρισκαν περισσότερα κοινά με τους Έλληνες εργοστασιάρχες και τσιφλικάδες, παρά με τους Τούρκους εργάτες. Όμως με τα δικά τους λόγια: Μας τοποθέτησαν στο περιθώριο της κοινωνίας και κοντέψαμε να ξεχάσουμε τις ήμαστε. Ήταν τίτλος ανυποληψίας το ‘πρόσφυγας’, πώς να σας το πω. Μόνο όταν πιάσαμε στα χέρια μας τον κόπο μας και κάναμε δικό μας σπίτι, όταν έγιναν γνωστοί οι Κόντογλου, Βαλσαμάκης, Βενέζης, οι επιστήμονες μας κι έτρεχαν σ' αυτούς οι ντόπιοι να τους συμβουλευτούν, τότε το ‘πρόσφυγας’, δεν μας ένοιαζε. Τιμή μας, που αν και μας ήθελαν πρόσφυγες, εμείς τα είχαμε καταφέρει (μαρτυρία Π. Καλαϊτζή, από εδώ). Κάτι από την επιγραφή των γαλλικών μνημείων του 1793 αντηχεί και στα λόγια του Π. Καλαϊτζή: Ο πρόσφυγας δε χάνεται σ’ ένα αιώνιο χάος, με κόπο και πείσμα θα τα καταφέρει, η προσφυγιά τελικά θα γίνει τιμή και το πολύτιμο για την πατρίδα παράδειγμά του θα διαρκέσει όσο ο κόσμος. Ο Ριζοσπάστης τους υποσχόταν υλική αποκατάσταση, η πατρίδα όμως τους παρείχε νόημα.

Εθνικιστές και κομμουνιστές, άντρες και γυναίκες, Ολυμπιακούς και ΠαναθηναΪκούς, κάποια μέρα θα μας εξισώσει όλους ο θάνατος. Η υπέρτατη δημοκρατία. Δεν ξέρω αν μαζί τα φάγαμε, ξέρω όμως ότι μαζί θα μας φάνε τα σκουλίκια. Και η στάση μας απέναντι στον θάνατο είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη στάση μας απέναντι στον κόσμο. Το βιοτικό συμβόλαιο τρέχει διαρκώς στο υπόβαθρο της σκέψης μας, υπονοείται σε κάθε πλάνο που κάνουμε για το μέλλον, ότι θα είμαστε εδώ για να το δούμε να πραγματοποιείται. Όμως η ζωή είναι υποψήφιος βουλευτής όλο μεγαλοστομίες και υποσχέσεις. Καμία εγγύηση δεν έχουμε ότι αύριο το πρωί θα σηκωθούμε από το κρεβάτι ή ότι θα σηκωθούν τα προσφιλή μας πρόσωπα. Δεν εννοώ ότι πρέπει να γίνουμε μηδενιστές και να παραιτηθούμε. Απλώς αισθάνομαι, ψυχανεμίζομαι, ότι όσο πιο γρήγορα βρούμε το κουράγιο να αντικρίσουμε το θάνατο κατάματα, τόσο το καλύτερο. Μπορεί να είναι κλισέ όμως δεν παύει να είναι αλήθεια ότι, στο φινάλε, όλοι είμαστε μεταβατικοί, τα πάντα ρει σ’ αυτή τη ζωή.

Πλην του Μητσοτάκη, φυσικά. Αυτός δε ρει με τίποτα. Απ' το '60 μέχρι σήμερα Μητσοτάκης, διαχρονική αξία, ο Αρχαίος των Ημερών, οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα ο Μητσοτάκης μένει... τώρα βρήκε τρόπο και να κλωνοποιείται μέσω των γόνων του... καήκαμε...

Ο Αρχέγονος Σκύλος

Η πρώτη πράξη της ιστορίας παίχτηκε πολύ παλιά, κάπου 250 εκατομμύρια χρόνια πριν, τότε που εμφανίστηκαν τα πρώτα θηλαστικά και προσπαθούσαν να επιβιώσουν μέσα σ’ έναν κόσμο ερπετών. Ήταν μεν τάξεις μεγέθους μικρότερα από τους δεινόσαυρους της εποχής, όμως ουκ εν τω δεινώ το ευ, είχαν άλλα πλεονεκτήματα. Για πρώτη φορά στην ιστορία της εξέλιξης εμφανίστηκαν ζωικές μορφές που μπορούσαν να μαθαίνουν από την εμπειρία τους, να μαθαίνουν το ένα από το άλλο, καθώς και να μεταβιβάζουν την αποκτημένη εμπειρία στους απογόνους – μ’ άλλα λόγια: κοινωνικότητα. Προκειμένου να υποστηρίξει τη νέα αυτή τάξη πραγμάτων, ο εγκέφαλός τους εφοδιάστηκε με δομές παραγωγής συναισθημάτων, τις οποίες ονομάζουμε λιμβικό σύστημα (κατά βάση, η αμυγδαλή κι ο ιππόκαμπος). Θυμός, στοργή, επιθετικότητα, αφοσίωση, απόγνωση, μελαγχολία κ.λπ., όλα τους ορμονικά μοτίβα πάνω στο δίπολο ευχαρίστησης / δυσαρέσκειας, που ρυθμίζουν τις αντιδράσεις του οργανισμού και τον φέρνουν στο κατάλληλο επίπεδο διέγερσης ή χαλάρωσης προκειμένου να μεγιστοποιήσει, ως μέλος μιας ομάδας, τις πιθανότητες επιβίωσής της. Η εξελικτική καινοτομία των συναισθημάτων, τελικά, λειτούργησε. Τα θηλαστικά επιβίωσαν, και μάλιστα κυριάρχησαν, ακολουθώντας στη ζωή τους τον απλό κανόνα να αποφεύγουν συνεχώς το συναισθηματικά δυσάρεστο και να επιδιώκουν το συναισθηματικά ευχάριστο.

Η επόμενη πράξη παίχτηκε κάπου 15 εκατομμύρια χρόνια πριν, όταν εμφανίστηκε η οικογένεια των ανθρωπιδών, δηλαδή οι πίθηκοι, οι ουραγκοτάγκοι, οι γορίλες κι εμείς. Τότε άρχισε να αναπτύσσεται μια άλλη εγκεφαλική δομή, ο νεοφλοιός, που έδωσε στα νέα είδη πρόσθετες ικανότητες χρήσης εργαλείων, συστημάτων επικοινωνίας, αναδιοργάνωσης του περιβάλλοντος και επεξεργασίας νοημάτων. Ας περιοριστούμε για τη συνέχεια στον άνθρωπο, το πιο νεοφλοιικό είδος των ανθρωπιδών. Και το πιο προβληματικό... Διότι στον άνθρωπο, οι νέες εγκεφαλικές δομές έπεσαν πάνω στις παλαιότερες σαν τυραννικό Μνημόνιο στην Ελλάδα. Η συνεργασία του εξελικτικά νέου με το εξελικτικά παλαιό μέσα στον εγκέφαλο, ήταν και είναι υποτυπώδης, με αποτέλεσμα το ανθρώπινο ον να εμφανίζεται αυτοκαταστροφικό, σχιζοφρενικό και διχασμένο. Από τη μία, έχουμε το νεοφλοιικό μέρος του εαυτού μας, δηλαδή αυτό που χρησιμοποιεί εκτεταμένο λεξιλόγιο και αφηρημένες έννοιες, λαμβάνει υπ’ όψη την πολυπλοκότητα των κοινωνικών συμβάσεων, εκφράζει τις συναισθηματικές του παρορμήσεις διαμεσολαβημένες και σταθμίζει τις μακροπρόθεσμες συνέπειές τους. Από την άλλη, υπάρχει ένας αρχέγονος σκύλος μέσα μας, το λιμβικό μέρος του εαυτού μας, με εντελώς διαφορετικές προτεραιότητες και πρακτικές. Αυτό χρησιμοποιεί ένα στοιχειώδες λεξιλόγιο μ’ αρέσει / δε μ’ αρέσει, ευχάριστο / δυσάρεστο, χωρίζει τον κόσμο σε φιλική επικράτεια vs. εχθρική επικράτεια, επικεντρώνεται περισσότερο στον ήχο των λέξεων παρά στο νόημά τους, δεν τα πάει καλά με τις αφηρημένες έννοιες, εκφράζει τις συναισθηματικές του παρορμήσεις αδιαμεσολάβητες και λαμβάνει ελάχιστα υπ’ όψη την πολυπλοκότητα των κοινωνικών συμβάσεων – μάλλον αυτές οι τελευταίες έχουν αντικατασταθεί από θεμελιώδη αγελαία ένστικτα αποδοχής – απόρριψης, επιθυμία ομοιομορφίας – φόβο διαφορετικότητας. Μας αρέσει δεν μας αρέσει, μοιραζόμαστε αυτόν τον αρχέγονο σκύλο με όλα τα υπόλοιπα θηλαστικά.

Η τελευταία πράξη του έργου παίχτηκε κάπου 35 χρόνια πριν, όταν επιτέλους έγινε η υπέρβαση και συμφιλιώθηκαν τα ζεύγη των αντιθέτων.

«Κρατώντας μόνο μια κρυφή αναπνοή», τραγουδούσε παλιά ο Σαββόπουλος, «των μπουζουξίδικων το γκέτο». Πρέπει να ήταν εκεί, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν, μαζί με το ΠΑΣΟΚ, εμφανίστηκαν και τα πρώτα σκυλάδικα – ένα είδος πολιτισμικής παραγωγής σχεδιασμένο για να παντρέψει το νεοφλοιικό με το λιμβικό. Για πρώτη φορά μετά από 250 εκατομμύρια χρόνια ατελούς εξέλιξης, το εξελικτικά παλαιότερο συνεργάστηκε αρμονικά με το εξελικτικά νεότερο. Ο κύκλος έκλεισε. Ο αρχέγονος σκύλος δικαιώθηκε.

Εδώ και κάποιες μέρες λοιπόν, ανακάλυψα ότι στα σκυλάδικα του YouTube γράφονται σχόλια–διαμάντια, απίθανες παρεμβάσεις και εμπνεύσεις μεστές περιεχομένου. Προσωπικά, μου χάραξαν πορεία, με σημάδεψαν, οπότε αποφάσισα να σας χαράξω κι εσάς πορεία. Προσοχή όμως! Δε μιλάμε για τραγούδια «λαϊκά» ή «ρεμπέτικα» και τέτοια θολοκουλτουριάρικα, μηδείς εντεχνιώτης εισίτω μοι την θύραν! Προκειμένου να γίνει η υπέρβαση, πρέπει να σκάψουμε βαθιά, να πάμε σε λαλά προ-πολιτισμικά και προ-ανθρώπινα, ολοκληρωμένα, νοηματικά, να ξεπεράσουμε τους αυτολογοκριτικούς φραγμούς του νεοφλοιού. Δεν πρέπει να παραμείνει ούτε ίχνος ποιότητας, η ποιότητα είναι πράκτορας του νεοφλοιού – ή, αν το θες αλλιώς, ποιότητα είναι ό,τι μιλάει στην ψυχή, όχι ό,τι έχει για ακροατές εφοπλιστές. Μόνο έτσι θα προσεγγίσουμε τον αρχέγονο σκύλο μέσα μας, με μια πνευματική κατάσταση που συμπυκνώνεται στο τρίπτυχο: ΠΑΟΚ, ουίσκι και του Τερλέγκα οι δίσκοι.

Τα φιλοσοφικά προλεγόμενα και οι υπαρξιακές αναζητήσεις είναι η κυριότερη θεματική που προσφέρεται δωρεάν μέσα από τα σκυλοσχόλια. Φυσικά καταλάβατε ότι μιλάω για γυναίκες. Τι να του πεις του άσωτου, λοιπόν; Να του δώσεις οδηγίες προς ναυτιλομένους: ΑΓΑΠΑΤΕ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ Ο ΠΟΝΟΣ, ΓΛΥΦΕΤΕ ΤΙΣ ΠΛΗΓΕΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΣΑΣ ΒΛΕΠΟΥΝ, ΝΑ ΑΓΑΠΑΤΕ ΠΕΡΗΦΑΝΑ ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ, ΟΣΟ ΠΑΡΕΙ ΚΙ ΟΣΟ ΠΑΕΙ. Μεγάλη κουβέντα, τέλος. Νυν απολύεις τον δούλο Σου, Δέσποτα. Είμαστε έτοιμοι τώρα να δούμε τη ζωή και τη γυναίκα με άλλα μάτια, θύματα κατ’ εξακολούθησιν, αναμφισβήτητα, όμως πλέον συνειδητοποιημένα θύματα, που αντικρύζουμε to oikodomhma tou kosmou periegrameno me thn apognwsi tou poiiti k tou trelou apo tis kartes tarw autou pou vadizei metaksi fthoras k aftharsias se ena dromo epigwsis, enan dromo monaxiko – γιατί είναι εξατομικευμένη αυτή η πορεία, κάτω η μαζικοποίηση.

Στο ίδιο έργο θεατές λοιπόν (αλλά με ακριβότερο εισιτήριο κάθε φορά) και με καρδιά μικρού παιδιού, ο καθένας, ως πρωταγωνιστής της ζωής του, επιμένει να διεκπεραιώνει το ρόλο του με λόγια αναμμένα, με ψίθυρους καρδιάς, «είσαι για μένα ό,τι και οι ελβετικές τράπεζες για τους πολιτικούς», ψάχνοντας γελαστός και γελασμένος για tin storgikotita tin agapi kai tin asfaleia pou mas prosdidei pantote i agalia tis manas mas opos otan imastan mora. An den imoun ftiagmenos tha to egrafa kalitera alla tespa.

Παρόλο που η μουσική είναι διεθνής γλώσσα, οι στίχοι των τραγουδιών συνεχίζουν να γράφονται στις κατά τόπους εθνικές γλώσσες. Οπότε, είναι απόλυτα φυσιολογικό οι αλλόφυλοι να έλκονται μεν από τη μουσική αξία των σκυλάδικων, αλλά να μην μπορούν να μετάσχουν της ελληνικής παιδείας. Ο ελληνισμός όμως πάντα ήταν πρόθυμος να προσφέρει στους ξένους τα νάματα της ανώτερης πολιτιστικής του παραγωγής, εξάλλου όταν εμείς τραγουδούσαμε σκυλάδικα, αυτοί ακόμα ήταν σκυλιά, οπότε πάντα θα βρεθεί ένας εθελοντής να μεταλαμπαδεύσει το ελληνικό φως: I wander with myself (απορώ με μένα), why are you seeking a little spoon to give me the poison? (τι το θες το κουταλάκι / Να μου δώσεις το φαρμάκι;), the devil put on his tail once again (i.e. to stir up trouble) / And stole your brain from your head (i.e. made you stupid) (έβαλε ο διαβολάκος την ουρά του πάλι / και σου πήρε τα μυαλά σου μέσα απ’ το κεφάλι).

Ορισμένες φορές τίθεται και θέμα φυσικών περιορισμών της γλώσσας, κάποιες λεπτές νοηματικές αποχρώσεις είναι αδύνατον να εκφραστούν οπουδήποτε αλλού παρά μόνο στα ελληνικά: πώς γίνεται να μεταφράσεις στα αγγλικά την φραση "μ’ ένα τσιγάρο που με πίνει και το πίνω" απλά δεν γίνεται... δεν είναι απλά λέξεις... είναι συναισθήματα – α! για δες, ρε συ, τελικά γίνεται: with a cigarette that I consume and it consumes me. Όποιος πάει να κάνει τον έξυπνο εδώ πέρα, ας προσπαθήσει να μεταφράσει στα αγγλικά: «κτηματολόγιο», «δίγραμμη μεταχρονολογημένη επιταγή», «ψιλή κυριότητα επί οριζοντίου & καθέτου ιδιοκτησίας». Λοιπόν; Τι έχετε να πείτε τώρα που MOU MATHATE KAI TOUS ROI GALARY PWS TOUS LENE TOU MALAKES; Άσκηση για το σπίτι: προσπαθήστε να βρείτε τα τραγούδια που κρύβονται κάτω από τις επόμενες μεταφράσεις πριν κάνετε κλικ.

1) If they "cut" you the electricity and the breakfast / And the pre-paid slary, here is an advice: / The best "bead collection" (begleri) / Is the keys in your hand / Tak tak and you forget everythink in a blink of an eye / If she does not want you and the love's arrows / Out of the target, here is an advice: / The best "bead collection" (begleri) / Is the keys in your hand / Tak tak and you forget everythink in a blink of an eye / If they tell you from your job, pick up your things and make a 180 turn, here

2) I'm tired, I can't any longer / Μy soul has darkened / Νo light in my path / Ι've wasted my youth / Ιn my sinful life / Τhe white hours and the sinful life / Ηave pushed me to the cliff / Αnd the beautiful loves my life have burned

3) The shape of your body / Lingers on my bed / And I sleep on the floor / The only thing left to me / So that I can remember / Am I perhaps insane / Have I lost my marbles / Since I still believe / That you will come back to me?

4) You are sitting on your tiny balcony / Like a flower / And I'm facing death / I don't care if I die / I don't care if I get lost / Only one thing bothers me / The fact that you left me alone

5) I love you as much as I love committing a beautiful sin / I hate you as much as I hate prison / Come to me and cut me three times (meaning hurt me) / I won't bleed at all (meaning I won't be hurt emotionally) / Your velvet-soft lips / Never bleed you / Set fire like the spark in the candle / And you drain my fuel / Let me hang from your hair / I don't want to see some one else kissing your lips (Greek expression, can't translate it really)

6) I love you! Look! I melt in front of you like snow! / I love you! Look! Don’t drive me ill, please! / I love you! Look! Those who live alone, die! / Ask me anything. You are everything to me! / Since you keep all yours playing cards closed / Αnd the lights of your heart are turned off / Τell me, how can I read you, how? / Ηow can I feel your pulse, tell me how?

Όμως τα σκυλοσχόλια προσφέρουν διαύγεια και ορθό λόγο ακόμα και για την πρωτοφανή πολιτική σχιζοφρένεια που μαστίζει τη χώρα. Αν κάποιος λοιπόν ψάχνει να σκίσει το πέπλο της άγνοιας, δε χρειάζεται να κοιτάξει πουθενά αλλού, τέλος. Η κατάσταση σίγουρα είναι δύσκολη, pane oi draxmoules mas, tis efage o eksyxronismos kai i poutana i europi, i draxmi egine euro, ο kaives kapoutsino, to vraki mpoxeraki, i marika merry, kai go gurno apentaros ki apo agapi restos. Υπομονή όμως – τι άλλο; – η κρίση έχει όρια (η γυναίκα όχι). Συνεχίζουμε ακόμα να παράγουμε πολιτισμό, και μάλιστα πολιτισμό αιχμής με παγκόσμια επιρροή, που ξεπέρασε τα υπερεκτιμημένα επιτεύγματα των αρχαίων μας προγόνων – γιατί τι άλλο είναι η Ακρόπολη, παρά ένα τσαντίρι με μαρμάρινες κολώνες; Οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι εξέχων Έλληνας λατρεύεται ως ημίθεος και πρόγονος του Πικατσού από φυλή ινδιάνων στην Χόντα Τλαξκάλα Μεξούκα Ανουμπαράκ και μάλιστα οι γριές ινδιάνες τραγουδάνε τα τραγούδια του στις οικόσιτες χελώνες τους. Ψηλά το κεφάλι (κι ακόμα ψηλότερα το μπουκάλι). Η αισχύνη και η ευθύνη εκεί που πρέπει – πού, αλήθεια; Ποιος φταίει για το κατάντημα; Ο λαός ή οι πολιτικοί; Από τη στιγμή που τοποθετήθηκε ο Άρχοντας, το ερώτημα έκλεισε: ντροπή σε όλους μας μα πιο πολύ σε κείνους, τέλος. Είναι αλήθεια ότι κι εμείς φταίμε, tin katastrepsame tin ellada p tous afinoume k mas kanoun oti theloune k to apalamvanoune kiolas, έχει ένα δίκιο ο Πάγκαλος να μας την πέφτει, ποιος δεν υπήρξε παράνομος στο κάτω-κάτω κι αυτός που έχει κριτική (ή κρητική;) συνείδηση καταλαβαίνει τι του γίνεται. Όμως ντροπή σε όλους αυτούς τους κυρίους («κυρίους», τώρα, τρόπος του λέει) που ΜΑΣ ΕΚΑΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΟΥ ΒΟΛΕΜΑΤΟΣ,ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΜΙΑ ΔΟΥΛΕΙΤΣΑ ΝΑ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ 1000 ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗ ΜΑΣ ΝΟΙΑΖΕΙ ΤΙΠΟΤΑ, ατομισμός του κερατά, δηλαδή, και μάλιστα κατευθυνόμενος, mpoutna kevrnisi eikones droboi se bio wraia xwra tou kosmo fwtes bandou («πουτάνα κυβέρνηση, εικόνες ντροπής στην πιο ωραία χώρα του κόσμου, φωτιές παντού», υποθέτω). Εμείς τουλάχιστον έχουμε φιλότιμο KATI POY H POLITIKI DEN THA APOKTISOYN POTE... Α, ρε Άρχοντα, πάρε μας τα υπάρχοντα. Όταν εμείς πηγαίναμε αυτός ερχόταν. Είναι ο ΜΟΝΟS ellhnas pou exei tragoudhsei kommatia me nohma stixoi me koinonikopolitiko periexomeno gia ayto prospathoune na ton thapsoune....gamo thn alvania k zhto h ELLAS.

Κουράγιο, λοιπόν, μέχρι να γυρίσει ο τροχός – ή, τουλάχιστον, μέχρι να βρεθεί ένας Πόντιος να κυβερνήσει αυτόν τον τόπο. Εντωμεταξύ, ας πιέσουμε τους κυβερνώντες να δαπανήσουν για καλό σκοπό τα χρήματα του μηχανισμού στήριξης.

Πολλή πορεία σάς χάραξα, λέω να σταματήσω εδώ. Υπάρχουν κι άλλου είδους απίστευτα ευρήματα στα σκυλοτράγουδα του YouTube, από όλους αυτούς τους ανώνυμους ποιητές, σκηνοθέτες, φιλόσοφους κ.λπ. Εκεί που δεν το περιμένεις, μπορεί να βρεις ολόκληρα ντοκιμαντέρ του National Geographic, ακόμα και ταινίες του Χόλιγουντ (τους Πειρατές της Καραϊβικής), άλλες ταινίες του Χόλιγουντ, (Mullholand Drive), μέχρι και μανιφέστα πολιτικής ανυπακοής (το μανιφέστο είναι από 01:06 – 01:58, ένα ράπισμα στον δικομματισμό και την αστυνομική αυθαιρεσία, καταγγελία της υποκρισίας του κατεστημένου και έκκληση λαϊκής συσπείρωσης) κι άλλα...

Είναι πολύ εύκολο να κοροϊδέψει κάποιος τα σκυλάδικα και τη νοοτροπία των ακροατών τους, για να αποκτήσει ηθικό ανάστημα. Το δύσκολο είναι να παραδεχτεί ένα κομμάτι του εαυτού του σ’ αυτήν τη μουσική και σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Μήπως το ηθικό ανάστημα είναι καβαλημένο καλάμι; «Στο βάθος τον ζηλεύουμε αυτόν που ρεζιλεύουμε». Δραματοποίηση, πρωτογονική έκφραση θυμού και χαράς, αγελαία συναισθήματα φίλου – εχθρού, εξορκισμός της κακοτυχίας, αδιαμεσολάβητη σεξουαλικότητα, επικέντρωση στο Φαίνεσθαι κι όχι στο Είναι... ο καθένας ας βρει τον δικό του τρόπο να παραδεχτεί αυτήν την πλευρά του εαυτού του. Ο αρχέγονος σκύλος επιμένει να ζει μέσα μας και συνεχώς να υπονομεύει τη συμπεριφορά μας. Το ζητούμενο δεν είναι να τον σκοτώσουμε – δε σκοτώνεται, είναι σκυλί μαύρο – αλλά να συμφιλιωθούμε μαζί του. Και το ζητούμενο στη μουσική ορισμένες φορές δεν είναι η ποιότητα, αλλά η έλλειψή της.

Η ανάρτηση αυτή αφιερώνεται σε όλους τους φίλους και φίλες, των οποίων τα σχόλια δανείστηκα, εν τω συνόλω αλλά και προσωπικά, εξαιρετικά και με πολλή αγάπη, να είστε καλά, υγεία και καλή δύναμη.

Μικροαστοί, Θα Σας Φάνε Τα Παιδιά Σας

Οι παρέες φτιάχνουν Ιστορία, τραγουδούσε κάποτε ο Σαββόπουλος. Όμως φτιάχνουν επίσης και τρομοκρατία. Οι καφετέριες, τα ουζερί είναι πιο επικίνδυνα κι από μια γιάφκα – αλλά περισσότερα γι’ αυτά θα πούμε παρακάτω. Προς το παρόν, κάντε ένα μικρό τεστ: πώς φαντάζεστε τον μέσο τρομοκράτη της αλ Κάιντα; Τι λογής άνθρωπος είναι, ποιο το βιοτικό του υπόβαθρο και οι εμπειρίες του;

Το κάνατε;

Α, ώστε έτσι τον φαντάζεστε... Ας πάμε να δούμε τι λένε και τα γεγονότα: ο τυπικός αλκαϊντανός λοιπόν είναι νέος, μορφωμένος, κοσμοπολίτης, ανήκει στη μεσαία τάξη (και μάλιστα τείνει προς το ανώτερο τμήμα της), επαγγελματίας με καλή δουλειά, μιλάει αρκετές γλώσσες, μπορεί να είναι παντρεμένος και με οικογένεια, δεν έχει ιστορικό ψυχοπάθειας, δεν ακολουθεί αυστηρούς θρησκευτικούς κανόνες, ο τρόπος ζωής του είναι δυτικοποιημένος, ενώ δεν απασχόλησε ποτέ του τις αρχές. Ένα καλό και ήσυχο παιδί, μ’ άλλα λόγια. Ο τρομοκράτης της διπλανής πόρτας. Δεν το συνειδητοποιούμε αυτό διότι μάλλον συγχέουμε την αλ Κάιντα με τους Ταλιμπάν ή με διάφορους αφιονισμένους μουσουλμάνους ιεροδιδάσκαλους, όμως ένα τέτοιο προφίλ σκιαγραφούν οι έρευνες του δρ. Marc Sageman. Πρώην αξιωματούχος της CIA, διδάκτωρ ψυχιατρικής και καθηγητής στο University of Pennsylvania, ο Sageman μελέτησε πολλές εκατοντάδες βιογραφικά ανθρώπων σχετιζόμενων με την οργάνωση του μπιν Λάντεν (και με άλλες αντίστοιχες ισλαμικές οργανώσεις), και δημοσίευσε τα πρώτα πορίσματά του στο βιβλίο Understanding Terror Networks. «Είναι παρήγορο να πιστεύουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι διαφέρουν από μας, καθότι αυτό που έκαναν ήταν απαίσιο. Δυστυχώς, δε διαφέρουν και τόσο πολύ», λέει ο δρ. Sageman.

Οπότε, τι ήταν αυτό που ώθησε κάποιους ανθρώπους σαν εσένα κι εμένα στην τρομοκρατία; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ο Sageman δίνει, με αρκετές επιφυλάξεις, απλώς ένα μοτίβο που φαίνεται να επαναλαμβάνεται τακτικά στις περιπτώσεις των μελετών του: ένας νέος άνθρωπος σε μια δυτική χώρα, σπουδάζει ή εργάζεται ή έχει γεννηθεί εκεί, εξωτερικά δε του λείπει τίποτα όμως αισθάνεται τη ζωή του άδεια. Σε κάποια στιγμή έλκεται προς το τοπικό τζαμί περισσότερο για να κάνει φίλους, ενώ προηγουμένως δεν έδειξε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκεία. Εκεί είναι που ο νέος γίνεται μέλος παρέας. Βρίσκει τους κατάλληλους συντρόφους για να κλαίνε μαζί τη μοίρα τους και να ελεεινολογούνε την κοινωνία. Κατόπιν, τα φιλαράκια έρχονται σε επαφή με κάποια φονταμενταλιστική πηγή που τους παρέχει σενάριο: φταίει για όλα η διεφθαρμένη Δύση, με την απληστία και την ηθική παρακμή της. Τώρα αρχίζει και βγαίνει νόημα... Η παρέα αναπτύσσει τη δική της μικροκουλτούρα, απομονώνεται όλο και περισσότερο από την κοινωνία, ενώ σε κάποια στιγμή αποφασίζει να αναλάβει δράση και να καθαρίσει τον κόσμο από την ηθική σήψη. Η συνέχεια εκφωνείται στα δελτία ειδήσεων.

Σοκαριστικό ή όχι, δε φαίνεται να είναι η φτώχεια αυτή που γεννά την τρομοκρατία. Ούτε η ανεργία ή η έλλειψη μόρφωσης ή το διαλυμένο οικογενειακό περιβάλλον ή τα βρώμικα σοκάκια του Πακιστάν και της Παλαιστίνης – γεννάνε ίσως ένοπλο αγώνα και πάλη κατά συγκεκριμένων κυβερνήσεων, όχι όμως τα τυφλά, σχεδόν μηδενιστικά χτυπήματα κατά δυτικών στόχων, που έχουμε συνηθίσει να χαρακτηρίζουμε «τρομοκρατικά». Ακούγεται παράδοξο όμως φαίνεται πως η ίδια η Δύση είναι αυτή που γεννά την τρομοκρατία. Ναι, η Δύση με τα πανεπιστήμιά της, τις επιχειρήσεις της, την ευταξία της, το υψηλό βιοτικό της επίπεδο και την αποξένωσή της – που δημιουργεί κλειστές παρέες προς αναζήτηση ταυτότητας και σκοπού, οι οποίες σε κάποια στιγμή αποφασίζουν να αντιγυρίσουν στην κοινωνία τη δυστυχία που εισέπραξαν.

Στην Ελλάδα δε χρειαζόμαστε καμιά αλ Κάιντα, έχουμε τη δική μας εκδοχή τρομοκρατίας: το καλοκαίρι του 2002 συνελήφθησαν τα μέλη της 17Ν (κάποια από αυτά, τουλάχιστον) και τέλειωσε η αιματηρή τους δράση, σε μια υπόθεση με πολλά κενά που ίσως να μη συμπληρωθούν ποτέ – οι τρομοκράτες υποτίθεται ότι έκλεβαν δυναμίτη από νταμάρια να φτιάξουν τις βόμβες τους, εκπαιδεύτηκαν μόνοι τους στα όπλα σε ερημικές τοποθεσίες της Αττικής, δε βρέθηκαν ποτέ τα μεγάλα ποσά που αποκόμισαν από ληστείες τραπεζών, το κουβάρι άρχισε να ξετιλύγεται με τον πυροκροτητή που έσκασε στα χέρια του Σάββα Ξηρού (δηλαδή, ένας έμπειρος βομβιστής μετέφερε τον πυροκροτητή οπλισμένο ή δεν ήξερε πώς να τον τοποθετήσει σε μια βόμβα;). Ποιοι ήταν τελικά αυτοί οι τρομοκράτες–φαντάσματα που σκότωσαν 23 ανθρώπους σε 27 χρόνια; Απλοί άνθρωποι, καλλιεργημένοι, αξιοσέβαστοι επαγγελματίες πολλοί από αυτούς, οικογενειάρχες πολλοί από αυτούς, προερχόμενοι από τη θάλασσα της μεσαίας τάξης, με ενδιαφέροντα και καλλιτεχνικές δραστηριότητες, ακόμα και με φιλανθρωπικό έργο, σεμνοί, τρομοκράτες της διπλανής πόρτας.

Όμως τι ήταν αυτό που ώθησε μεταφραστές, διαφημιστές, μηχανικούς, μεσίτες, οικοδόμους, μελισσουργούς, δασκάλους, αγιογράφους, μουσικούς κ.λπ. να αναλάβουν τέτοια δολοφονική δράση; Δύσκολη ερώτηση. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αρχίσουμε αποκλείοντας ορισμένες πιθανές απαντήσεις. Η φτώχεια και η ανεργία δε φαίνονται πουθενά στις απολογίες τους να υπήρξαν παράγοντες τρομοκρατίας. Ο αντιδικτατορικός αγώνας δείχνει να έπαιξε έναν ρόλο στους πρεσβύτερους (Γιωτόπουλος, Ψαραδέλλης), όμως ούτε καν στην περίπτωση του Κουφοντίνα – ο οποίος έζησε τη χούντα πιτσιρικάς – δεν υπήρξε παράγοντας τρομοκρατίας, πόσο μάλλον στα νεότερα μέλη. Η ιδεολογική συγκρότησή τους ήταν... φαιδρή! Ακόμα ηχούν στο μυαλό μου τα λόγια του Βασίλη Ξηρού, «οι φραγκάτοι μάς πίνουν το αίμα, οι Αμερικάνοι καταστρέφουν τον κόσμο». Μήπως η ψυχασθένεια; Σε καμία περίπτωση – ίσως μόνο για τον Τέλιο μπορεί να το πει κανείς, αλλά και πάλι «ψυχασθένεια» είναι βαριά λέξη, μάλλον «αστάθεια» ή «αγοραφοβία» ίσως. Μήπως κατά βάση ήταν πληρωμένοι πράκτορες που εκτελούσαν συμβόλαια θανάτου και λήστευαν τράπεζες καμουφλάροντας τις πράξεις τους με πολιτικό μανδύα; Αυτό δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί για τα παλαιότερα μέλη (Κουφοντίνας, Γιωτόπουλος). Όμως δε φαίνεται να ισχύει τίποτα τέτοιο για τους νεότερους, που στρατολογήθηκαν, εκτόξευσαν ρουκέτες, συμμετείχαν σε ληστείες, δολοφονίες κ.λπ. χωρίς να λάβουν παρά μόνο ελάχιστα χρήματα οι ίδιοι – και χωρίς να ξέρουν ουσιαστικά το λόγο της δράσης τους! Ο Κουφοντίνας τους ανακοίνωνε μια μέρα ότι θα χτυπήσουν τον Περατικό επειδή απέλυσε κόσμο κι άφησε τόσες οικογένειες στο δρόμο, κι αυτό δείχνει να τους αρκούσε. Οπότε...;

Υπάρχει ένα στοιχείο που φαίνεται κοινό, τόσο στην περίπτωση της αλ Κάιντα όσο και της 17Ν: οι παρέες. Νέοι άνθρωποι που βρίσκονται κάποια στιγμή σε μια κλειστή παρέα κι αποφασίζουν να την κάνουν επίκεντρο της ζωής τους. Όσο διαφαίνεται μέσα από τις καταθέσεις τους, η 17Ν λειτούργησε ως ένας παρεΐστικος θύλακας, ένα καταφύγιο, με το δικό του λεξιλόγιο, τους δικούς του σκοπούς, τη δική του νοηματοδότηση – όλη αυτήν τη «μικροκουλτούρα» που λέει κι ο Sageman. Σε ουζερί και καφετέριες έγιναν στρατολογήσεις, συζητήθηκαν δολοφονίες, επιθέσεις και χτυπήματα. Σε ζαχαροπλαστεία και κάμπινγκ στηλιτεύθηκαν οι φραγκάτοι, οι Αμερικάνοι, οι εξουσιαστικές δομές κ.λπ. ως υπαίτιοι του κακού. Μέσ’ στην υπόγεια την ταβέρνα, μέσ’ σε καπνούς και σε βρισιές (δείχνει να) έγιναν οι μαζώξεις της 17Ν, από ανθρώπους σαν εσένα κι εμένα. Δικαιούμαστε να υποθέσουμε ότι η 17Ν (ή έστω τα νεότερα μέλη της) υπήρξε μια παρέα που πήρε τον εαυτό της πολύ στα σοβαρά; Ένα σύνολο αποξενωμένων ανθρώπων, που αντιγύρισαν στην Ελλάδα κάτι από το δηλητήριο που τους είχε κεράσει; Δεν ξέρω, πολύ πιθανό και να δικαιούμαστε, εσύ τι λες;

Επειδή όμως η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, μετά τη 17Ν ανέλαβε τη σκυτάλη της τρομοκρατίας η Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς (τι κακόγουστη ονομασία! Σαν τίτλος ελληνικού ρομάντζου από τις εκδόσεις Λιβάνη, «Εκατόμβη Μεθυσμένων Αστεριών στη Χαραυγή του Έρωτα», το νέο μυθιστόρημα της Κάλης Καρατζά, κάτι τέτοιο). Είδα, μέσω Buzz, αυτό το άρθρο του Βήματος με τις καταθέσεις των γονιών των υπόπτων. Εδώ οφείλουμε να κρατήσουμε επιφυλάξεις, δεν έχει αποδειχθεί ότι οι συλληφθέντες ήταν πράγματι αυτοί που έβαλαν τις βόμβες και τους εμπρηστικούς μηχανισμούς που αποδίδονται στην οργάνωση. Υπό αυτήν την προϋπόθεση και όσο μπορεί να σκιαγραφηθεί κάτι, φαίνεται ότι δεν διαψεύδεται το μοντέλο: γόνος μεσαίας τάξης – εξωτερικά δεν του λείπει τίποτα σημαντικό – αισθάνεται τη ζωή του άδεια – συγχρωτίζεται στην κατάλληλη παρέα – αναλαμβάνει δράση κατά της κοινωνίας στη βάση ενός ακραίου σεναρίου. Μέχρι εδώ και με πολλές επιφυλάξεις, δε μας παίρνει προς το παρόν να πούμε περισσότερα.

Οπότε;

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τη Δύση, το φάντασμα της τρομοκρατίας. Κατηγορήθηκαν γι’ αυτό διάφορες ακραίες ιδεολογίες, θρησκευτικές και πολιτικές, όμως ψυχανεμίζομαι, μαζί με τον Marc Sageman, ότι έχουμε πάρει λάθος δρόμο στις ερμηνείες μας. Το πρόβλημα δεν είναι ακριβώς ο ισλαμικός φονταμενταλισμός ούτε ο μαχητικός αριστερισμός. Ακραίες ιδεολογίες υπάρχουν παντού – αν θεωρείτε, λόγου χάρη, ότι ο Βουδισμός, αυτή η εκλεπτυσμένη θρησκεία της εσωτερικής και εξωτερικής ειρήνης, δεν είναι δυνατόν να έχει επιθετικές συνιστώσες, τότε δεν έχετε ακούσει για τον Βουδισμό Νιχιρέν στην Ιαπωνία ούτε για το ρεύμα Χόα Χάο στο Βιετνάμ. Αλλά και για να πάμε στον τόσο αγαπημένο στη Δύση θιβετιανικό Βουδισμό, δεν έχετε ακούσει για τους περίεργους τύπους της παράδοσης Σουγκντέν και την ΝΚΤ. Επίσης, αν θεωρείτε ότι ο Βουδισμός δεν έχει υπάρξει ποτέ ιμπεριαλιστικός και σταυροφορικός, δεν έχει βάψει ποτέ τα χέρια του στο αίμα, τότε δεν έχετε διαβάσει την ιστορία της Βιρμανίας. Μια χαρά μπορεί κι ο Βουδισμός να γίνει το ιδεολογικό οπλοστάσιο εθνικιστών ή να δώσει υλικό για μανιφέστα τρομοκρατών, όπως μπορεί και ο Χριστιανισμός και η οικολογία κ.λπ.

Δεν υπάρχουν αρχετυπικές ιδεολογίες, απομονωμένες σε κάποιο καθαγιασμένο ύψος, αλλά συγκεκριμένοι άνθρωποι μέσα σε υπαρκτές καταστάσεις, που υιοθετούν ορισμένες ιδεολογίες ανάλογα με τις ανάγκες τους, τις προσαρμόζουν, τις παραλλάσσουν, τις μεταλλάσσουν, ενίοτε τους αλλάσσουν και τα φώτα. Οι ιδέες είναι οι φορείς τους. Και το θέμα δεν είναι η ιδεολογική ακρότητα, αλλά το γόνιμο έδαφος που καλοδέχεται τον σπόρο της. Ορισμένοι άνθρωποι ξαφνικά αρχίζουν να βρίσκουν ελκυστική την εξάγνιση του κόσμου από τα μιάσματα. Η ιδεολογία έρχεται σε δεύτερο χρόνο, να δώσει το σενάριο στις αμοντάριστες σκηνές των εσωτερικών παρορμήσεων.

Δεν πολυσυμπαθώ τον Τζίμη Πανούση, όμως εδώ μου έρχεται στο μυαλό ένας στίχος του: μικροαστοί, θα σας φάνε τα παιδιά σας. Και μαζί με σας θα φάνε και τον επιβάτη στο μετρό της Μαδρίτης, στο λεωφορείο του Λονδίνου, τον τουρίστα στο Μπαλί, τον Θάνο Αξαρλιάν, τον Νατζαφί που ψάχνει στα σκουπίδια, τον τυχαίο περαστικό, όποιον πάρει ο χάρος. Κάτι δεν πάει καθόλου καλά στο δυτικό Κοινωνικό Συμβόλαιο, οι συνταγές που παρέχει – να κάνεις μια καλή δουλειά, να βρεις ένα καλό κορίτσι, είναι ωραίο να έχεις το δικό σου σπίτι, να μάθεις πιάνο, να κάνεις οικογένεια, να εξασφαλίσεις τη σύνταξή σου κ.λπ. – οδηγούνε πολλούς ανθρώπους σε υπαρξιακό αδιέξοδο. Κάποιοι λίγοι από αυτούς, έχουν επιπλέον και ακαθόριστες καταστρεπτικές παρορμήσεις. Άμα πέσουν στην κατάλληλη παρέα, οι παρορμήσεις αυτές αλληλοενισχύονται, μέχρι να γίνουν πράξη.

Τελικά, οι λέξεις δε βοηθάνε, το «τρομοκρατία» είναι λίγο σαν το «Τζακ ο Αντεροβγάλτης»: ένα αμήχανο όνομα που δίνουμε σ’ ένα φαινόμενο, το οποίο ξεπερνάει την κατανόησή μας, απλώς και μόνο για να το αποκαλούμε κάπως, να του βάλουμε έναν τίτλο. Μήπως η 17Ν, η αλ Κάιντα, οι Πυρήνες κ.λπ. είναι σαν την όξινη βροχή, ένα τοξικό παραπροϊόν του σύγχρονου τρόπου ζωής; Που δημιουργείται από την αδυναμία της Δύσης να προσφέρει νόημα και αίσθηση ταυτότητας;

Παραβολή Των Ταλάντων Reloaded

Ο λαός θέλει, ο Ηλίας μπορεί. Μπορεί; Ε ναι, φαντάζομαι, ότι μάλλον μπορεί, ξέρω γω; Τουλάχιστον προσπαθεί. Στη νέα βελτιωμένη έκδοση του Ευαγγελίου λοιπόν, πρόκειται να συμπεριληφθεί και η Παραβολή των Ταλάντων Reloaded. Την παρουσιάζω εδώ σε προδημοσίευση.

(Προσοχή: ακολουθεί πανάθλια αρχαΐζουσα! Αν εντοπίσετε κάποιο σφάλμα – που θα εντοπίσετε, δεν υπάρχει περίπτωση – πείτε το μου)

"Άνθρωπός τις πολιτικός, εκάλεσε τους ιδίους δούλους και παρέδωκεν αυτοίς εκ του δημοσίου ταμείου μέρισμα. Και τω μεν έδωκε πέντε τάλαντα, τω δε δύο, τω δε εν, και απεδήμησεν ευθέως εις το Κοινοβούλιον. Πορευθείς δε ο τα πέντε τάλαντα λαβών πρόεδρος ΠΑΕ εγένετο και ναρκωτικά εμπορεύετο και εις υπερακτίους εταιρείας το λερόν χρήμα εκατέθεσεν ίνα αυτό καθαρόν μεταπράξει, και εποίησεν άλλα πέντε τάλαντα. Ωσαυτώς και ο τα δύο εκέρδησε και αυτός άλλα δύο. Ο δε το εν λαβών απελθών έδωκε εξετάσεις ΑΣΕΠ, κλητήρας εδιορίστηκε σε υπουργείο ο Γιώργος, και απέκρυψε το αργύριον του κυρίου αυτού. Μετά δε χρόνον πολύν έρχεται ο κύριος των δούλων και συναιρεί μετ' αυτών ανοιχτήν διακυβέρνησην. Και προσελθών ο τα πέντε τάλαντα λαβών προσήνεγκεν άλλα πέντε τάλαντα λέγων: Κύριε, πέντε τάλαντα μοι παρέδωκας, ίδε άλλα πέντε τάλαντα προεκλογικήν χορηγίαν σοι χορηγώ.

Έφη αυτώ ο κύριος αυτού: Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ. Επ’ ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω, είσελθε εις την χαράν της συμμετοχικής δημοκρατίας. Προσελθών δε και ο τα δύο τάλαντα λαβών είπε: Κύριε, δύο τάλαντα μοι παρέδωκας, ίδε αλλα δύο τάλαντα προεκλογικήν χορηγίαν σοι χορηγώ. Έφη αυτώ ο κύριος αυτού: Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ. Επ’ ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω, είσελθε εις την χαράν της συμμετοχικής δημοκρατίας. Προσελθών δε και ο το εν τάλαντον ειληφώς είπε: Κύριε, έγνων ότι σκληρός ης, θερίζων όπου ουκ έσπειρας και συνάγων όθεν ου διεσκόρπισας, και φοβηθείς απελθών, εις των εγκυκλίων και των χαρτοσήμων την καθημερινήν ανοησίαν κατέστην, μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει ο μισθός να κατεβαίνει, έκρυψα το τάλαντον σου εν τη γη. Ίδε έναν μισθόν δια την πατρίδα διδώς. Αποκριθείς δε ο κύριος αυτού είπεν: Πονηρέ δούλε και κοπρίτη, εάν εις το Δημόσιον καταστείς, κοπρίτης δια βίου μενείς, και τους πολιτικούς διαφθείρεις. Ηδείς ότι θερίζω όπου ουκ έσπειρα και συνάγω όθεν ου διεσκόρπισα, έδει ουν σε βαλείν το αργύριόν μου τοις τραπεζίταις, και ελθών εγώ εκομισάμην αν το εμόν συν τόκω. Άρατε ουν απ' αυτού το τάλαντον και δότε τω έχοντι τα δέκα τάλαντα, μαζί τα φάγαμε.

Τω γαρ έχοντι παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται, από δε του μη έχοντος και ο έχει αρθήσεται απ' αυτού [τέλεια φράση, δε χρειάζεται καμία επέμβαση]. Και τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον, εκεί έσται το μνημόνιον και η τρόικα και η ανεργία και οι περικοπές και οι πτωχεύσεις και ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων".


Το μπλογκ θα κάνει ένα μικρό διάλειμμα από το ίντερνετ, όμως σε τρία τέρμινα ακριβώς θα είναι και πάλι κοντά σας. Όλα θα πάνε καλά.

Mystery Cart

Πάντα μου άρεσε η έκφραση: μυστήριο κάρο. Σε άλλες εποχές πρέπει να φοριόταν πολύ, σήμερα όμως είναι ουσιαστικά μουσιακή, βρίσκω όλο κι όλο 4 αποτελέσματα στο Google. Αρκετές φορές έχω διστάσει να την πω, αμφιβάλλοντας αν θα την ξέρει ο συνομιλητής μου, ενώ διασκεδάζω με τη σκέψη ενός ξένου, π.χ. Αμερικάνου, που θα προσπαθεί να κατανοήσει το «mystery cart». Η φράση εκφέρεται αργόσυρτα, με θαυμαστικό, αποσιωπητικά, επικεντρωμένη στο –στή– του μυστηρίου, με άλμα που ξεκινά από ένα αρχικό «Ρε» και με διάφορα συνοδευτικά μπαχαρικά, κάπως έτσι: «Ρε, μυστήριο κάρο που είσαι!... (αδερφάκι μου, μάνα μου, δικέ μου κ.λπ.)». Ξεκίνησε προφανώς από τους παλιούς καραγωγείς, όταν πάσχιζαν να καταλάβουν ποιο πρόβλημα έχει το όχημά τους και αρνείται να συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις, κάποτε όμως έβγαλε διαβατήριο και πέρασε στην επικράτεια της καθημερινής συνομιλίας, φορτωμένη με το στάτους της μεταφοράς. Πολύ κομψό αυτό, να γεννά μεταφορές ένα μεταφορικό μέσο.

(Μικρή παρένθεση: τα παλιά κάρα είχαν ολόκληρη τεχνολογία επάνω τους, μην τα σνομπάρετε. Χρειάζονταν σούστες κι αμορτισέρ για να απορροφούν τους κραδασμούς, φρένο ικανό να σταματά τον αλογίσιο κινητήρα τους, ακόμα και κάποιο στοιχειώδες διαφορικό για να στρίβουν).

Ένα τέτοιο μυστήριο κάρο λοιπόν είναι και η ευτυχία. Δεν ακολουθεί εύκολα κανόνες. Συνήθως είναι πτητική, εξατμίζεται μετά από λίγο κι αφήνει ξωπίσω της μια τρύπα, παρόμοια μ’ αυτή του Κούβελα στη Θεσσαλονίκη (η Μπίλι Χόλιντει θα έλεγε ότι η ευτυχία είναι ένα φευγαλέο αγρίμι, προτιμώ όμως να τη σκέφτομαι με όρους κάρου, είναι πιο ακίνδυνο από τα αγρίμια). Μπορεί να την πετύχεις εκεί που δεν το φαντάζεσαι, εκεί που δεν προβλέπεται από κανένα συμβόλαιο. Άλλες φορές πάλι, μπορεί να έχεις κάνει όλα όσα οφείλεις, κι όμως στο φινάλε να ανακαλύψεις την απουσία της. Σ’ αυτήν την περίπτωση, παίρνεις το Βιβλίο Οδηγιών της ζωής, το ανοίγεις στο κεφάλαιο Troubleshooting κι αρχίζεις να εφαρμόζεις ένα-ένα τα επισκευαστικά βήματα του αλγορίθμου: «Ελέγξτε το εξάρτημα Χρήματα και σε περίπτωση βλάβης, γίνετε μεγαλοπρομηθευτής του ελληνικού Δημοσίου. Αν λειτουργεί σωστά, τότε ελέγξτε το εξάρτημα Έρωτας και σε περίπτωση βλάβης, κοιταχτήτε στον καθρέφτη ή κάντε την αυτοκριτική σας. Αν κι αυτό λειτουργεί σωστά, τότε προχωρήστε στο εξάρτημα Κοινωνικές Επαφές κ.λπ.». Δοκιμάζεις να κάνεις μόνος σου, όσο μπορείς δηλαδή, την επισκευή, το κάρο όμως συνεχίζει να παραμένει Ελευσίνιο Μυστήριο. Επιχειρείς να επικοινωνήσεις με τον Κατασκευαστή, παίρνεις όμως μόνιμα την απάντηση: «Είστε σε γραμμή προτεραιότητας. Παρακαλούμε, μην κλείσετε αν δεν ακούσετε σήμα κατειλημμένου». Μένεις με μια γεύση τρικυμίας στα χείλη και με μια αίσθηση προδοσίας στην καρδιά, νιώθεις σαν κάποιος να σε εξαπάτησε, σαν να υπέγραψες κάποτε ένα συμβόλαιο και να σε ρίξαν, ενώ εσύ από τη μεριά σου έκανες τα δέοντα. Πού είναι η ευτυχία που σου υποσχέθηκαν; (ποιος; πότε;). Γιατί το μαραφέτι δε λειτουργεί σωστά; Μήπως ήρθε κάποιος κι έκανε δολιοφθορές; Μήπως αυτός ο κάποιος ήταν... η βουλευτής Γκάμπριελ Γκίφορντς;

Το πρόσφατο μακελειό στην Αριζόνα με αγγίζει προσωπικά για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι κάποτε έζησα εκεί, στη συγκεκριμένη πόλη, και μάλιστα σχετικά κοντά στο σημείο που ο Τζάρεντ Λι Λάφνερ άνοιξε πυρ, σκότωσε έξι ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους δεκατρείς. Κοιτούσα τις δορυφορικές φωτογραφίες στο Bing και προσπαθούσα να καταλάβω αν ποτέ πήγα στο συγκεκριμένο Safeway που έγινε το κακό.

Ο άλλος λόγος είναι ότι ο αγαπημένος συγγραφέας του δράστη ήταν ο Φίλιπ Ντικ.

Δε μου αρέσει αυτό. Θα ήθελα η πραγματικότητα να ήταν διαφορετική. Θα ήθελα να διάβαζα, για παράδειγμα, ότι τον είχε πορώσει η ρητορική της Σάρα Πέιλιν, οπότε ο τύπος αποφάσισε να καθαρίσει τις ΗΠΑ από τα μιάσματα. Θα ήταν πολύ πιο κινηματογραφικά σωστό, κι αν ήμουν σκηνοθέτης, τέτοιο κίνητρο θα έβαζα πίσω από μία απόπειρα πολιτικής δολοφονίας. Η ζωή όμως δεν είναι κινηματογράφος κι αυτό που διάβασα τελικά, θα είχε απορριφθεί από κάθε σοβαρό παραγωγό του Χόλιγουντ: μια οικογένεια με ιστορικό μανιοκατάθλιψης, ένας ήσυχος και αρκετά φυσιολογικός έφηβος, θα μπορούσε ίσως να είχε γίνει σαξοφωνίστας, έκανε ένα πέρασμα από τα ναρκωτικά, άρχισε να δραπετεύει από την πραγματικότητα, ζούσε στα όνειρά του, ζούσε στο ίντερνετ, στο θολωμένο του μυαλό έμπλεκε θεωρίες συνομωσίας συν υπαρξιακά ερωτήματα συν μαθηματικά συν κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο και κάπου στην πορεία αποφάσισε ότι έχει παγιδευτεί μέσα στον κόσμο του Πάλμερ Έλντριτς. Αυτός κι αν ήταν mystery cart...

Παρόλο που ένας άνθρωπος δε χαρακτηρίζεται από τις λογοτεχνικές και καλιτεχνικές του προτιμήσεις (οι αξιωματικοί των Ναζί που άκουγαν Μπαχ κ.λπ.), ούτε το αντίστροφο φυσικά, καταλαβαίνω ότι πέφτει μια σκιά πάνω στον συγγραφέα και, κατά δεύτερο λόγο, στους φαν του, όταν διαβάζω στη Washington Post: «Loughner's favorite writer was Philip K. Dick, whose science-fiction tales travel a mystical path in which omnipotent governments and businesses are the bad guys and the average man is often lost in an identity-shattering swirl of paranoia, schizophrenia and questions about whether the universe and the individual are real or part of some vast conspiracy». Αισθάνομαι λοιπόν την ανάγκη να ξανατονίσω δυο πράγματα για τον ίδιο τον Ντικ και για όλους εμάς, τα μυστήρια κάρα που επιμένουμε να επιστρέφουμε ξανά και ξανά στα βιβλία του:

Πολλά μπορείς να καταλογίσεις στον συγγραφέα και άνθρωπο Φίλιπ Ντικ. Πάρα πολλά. Διάφορα βιβλία του δεν είναι καλογραμμένα, ο ίδιος πέρασε από την παράνοια, από τα ναρκωτικά, υπήρξε βίαιος απέναντι στην τρίτη του σύζυγο (κι αυτή όμως υπήρξε βίαιη απέναντί του), έπαιξε με άφθονες θεωρίες συνομωσίας και μεταφυσικές ιδέες, σε κάποιες στιγμές κόντεψε να τις πιστέψει κιόλας, για λίγο έγινε καρφί του FBI (ακόμα χειρότερο: νόμιζε πως έγινε καρφί του FBI), διέλυσε τη ζωή του... ήταν μυστήριο κάρο. Όμως ποτέ δεν έπαψε να αγανακτεί με τον πόνο των μικρών ανθρώπων, ακόμα και στις στιγμές της πιο μεγάλης του παράνοιας ή δυστυχίας. Επαναστάτησε κατά της πραγματικότητας όμως, με τα δικά του λόγια: «ποτέ δεν την αποδέχτηκα, η πραγματικότητα δεν ανταποκρίνεται στις αξίες μου». Και η μεγαλύτερή του αξία υπήρξε πάντα η ενσυναίσθηση, το να μπορείς να βάζεις τον εαυτό σου στη θέση του άλλου. Ήταν τόσο κεντρική αυτή η στάση για την ίδια τη ζωή του, ώστε την έκανε ορισμό του ανθρώπου, θεμελιώδη ιδιότητα που διαχωρίζει τον αληθινό άνθρωπο από το ανθρωπόμορφο ον. Υπήρχε όμως και κάτι ακόμα.

Ο Ντικ είχε χιούμορ. Και μάλιστα με την πιο επαναστατική σημασία της λέξης: μπορούσε να γελά με τον εαυτό του, να μην τον παίρνει και πολύ στα σοβαρά. Στο έντονα αυτοβιογραφικό VALIS περιγράφει κάποιες από τις μεταφυσικές εμπειρίες που έζησε, όταν ήρθε σε επαφή με τον Θεό ή με κάτι που είχε τις ιδιότητες του Θεού ή με το εαυτό του από το μέλλον ή με τη νεκρή αδερφή του ή με μια εξωγήινη φυλή εξελιγμένων όντων ή με έναν εξωγήινο δορυφόρο σε τροχιά ή έγινε στόχος τηλεπαθητικών πειραμάτων από τους Σοβιετικούς – ή, πολύ απλά, ήταν θεότρελος. Γι’ αυτό όμως δεν έγινε προφήτης, δεν ξεκίνησε κάποια λατρεία γύρω από το πρόσωπό του. Όλοι οι προφήτες, αρχαίοι ή σύγχρονοι, πλούσιοι ή φτωχοί, παίρναν πολύ στα σοβαρά τον εαυτό τους και την αποστολή που τους ανατέθηκε. Ο Ντικ όμως διατήρησε την ικανότητα να κοροϊδεύει τον εαυτό του, να αμφιβάλλει ακόμα και για τα ιερά & όσιά του. Και πάλεψε πολύ για να το καταφέρει. Κράτησε τη ζωή του – ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα πεύκα.

Ευτυχώς που ο Λάφνερ τουλάχιστον διάβαζε Φίλιπ Ντικ. Αν δεν έκανε κι αυτό, σήμερα θα είχε δολοφονήσει τη μισή Αριζόνα.

Ζουν Ανάμεσά Μας

Αυτήν την απορία την είχα από παλιά: γιατί τα παιδάκια παρουσιάζονται στημένα σαν αγγούρια στις ελληνικές ταινίες και διαφημίσεις; Άχαρα, αφύσικα, ψεύτικα, δεν πείθουν κανέναν (δες εδώ, για παράδειγμα, παιδιά είναι αυτά;). Η διαφορά τους από τα παιδάκια στις αμερικάνικες ταινίες & διαφημίσεις είναι όση και της Αμερικής από την Πλατεία Αμερικής. Παλιότερα νόμιζα ότι οφειλόταν στα ασύμμετρα μεγέθη της ελληνικής με την αμερικάνικη βιομηχανία του θεάματος, ότι μπορείς να εντοπίσεις περισσότερα ταλέντα, να κάνεις περισσότερα γυρίσματα μέχρι να πετύχεις τη σκηνή, αν έχεις από πίσω σου τα κεφάλαια του Χόλιγουντ παρά τον ερασιτεχνισμό της Φίνος Φιλμς. Όμως πλέον έχοντας δει αρκετό μη-ελληνικό και μη-αμερικάνικο υλικό, έχοντας δει ευρωπαϊκές, κορεατικές, πακιστανικές, τριτοκοσμικές ταινίες & διαφημίσεις, καταλήγω στην ισοπεδωτική, μη-αποδείξιμη και αναγκαστικά υποκειμενική διαπίστωση ότι τα παιδάκια-αγγούρια είναι ελληνικό φαινόμενο. Οπουδήποτε αλλού είναι χαριτωμένα και φυσικά, μόνο όταν βγαίνουν στην ελληνική οθόνη δεν πείθουν, λένε τις ατάκες τους σαν τον μαθητή που απαγγέλει το ποίημα στη σχολική γιορτή. Αναγκαστικά λοιπόν πρέπει να δώσω εντελώς διαφορετική ερμηνεία... Ότι είναι οι έλληνες σκηνοθέτες, ηθοποιοί και λοιποί συντελεστές παραγωγής, που δεν ξέρουν πώς να κάνουν ένα παιδάκι να χαλαρώσει, να διασκεδάσει, να μη νιώθει σαν να δίνει εξετάσεις, οπότε να βγάλει και την τσαχπινιά της ηλικίας. Το φαινόμενο τελικά είναι αγροτικό: τα αγγούρια υπάρχουν επειδή υπάρχουν και οι καλλιεργητές τους.

Το επόμενο συμπέρασμα ήταν αμείλικτο, αλλά αναπόφευκτο σύμφωνα με τους κανόνες της τυπικής λογικής, και μου ήταν ήταν τεράστιο το σοκ όταν συνειδητοποίησα ότι ζουν ανάμεσά μας κάποιοι άνθρωποι που δεν έχουν υπάρξει ποτέ τους παιδιά. Γεννιούνται κατευθείαν ενήλικες, οπότε δεν ξέρουν πώς νιώθει ένα παιδί. Δεν καταλαβαίνουν π.χ. ότι αν θέλεις να το βάλεις να κάνει κάτι, πρέπει να προσπαθήσεις να το συναρπάσεις, να το γοητεύσεις, να το συγκινήσεις, αντί να καταφύγεις στην εύκολη λύση – φωνές, απειλές και ξύλο. Να το κάνεις με Δούρειο Ίππο, όχι με κατά μέτωπον επίθεση. Επειδή οι ίδιοι είναι γεννημένοι ενήλικες, αντιμετωπίζουν και το παιδί ως ένα μικρόσωμο ενήλικα, οπότε δεν κατανοούν ότι η παιδική ηλικία είναι μια κανονική καριέρα κι ότι το παιχνίδι παίζει τεράστιο ρόλο σ' αυτήν. Και σίγουρα τους είναι εντελώς ακατάληπτα τα λόγια του Ουΐλιαμ Μπλέικ, ότι για κάθε μωρό που κλαίει κάτω από τη βέργα, η εκδίκηση ήδη γράφεται στο βασίλειο του θανάτου.

*  *  *

- "Στο Δημοτικό είχαμε δάσκαλο τον κ. Γιώργο. Τρώγαμε πολύ ξύλο, ειδικά οι κακοί μαθητές. Μια μέρα ήταν δύο παιδιά που δεν είχαν διαβάσει μάθημα κι ο κ. Γιώργος βγήκε εκτός εαυτού. Φώναζε, τους έδειρε, στο τέλος τους έβαλε στη μέση της αυλής και ζήτησε από εμάς, την υπόλοιπη τάξη, να περνάμε μπροστά τους ένας-ένας και να τους φτύνουμε (!)"
- "Μα καλά, οι γονείς δε λέγαν τίποτα;"
- "Οι γονείς; Αυτοί λέγαν: Δείρ' τον, δάσκαλε, μπας και στρώσει γιατί εμείς δεν μπορούμε να τον κάνουμε κουμάντο".

Πρόκειται για ένα παράδειγμα υπερσύγχρονης παιδαγωγικής που μου διηγήθηκε μια συνομήλικη ψυχή, σαράντα χρονών με την ευρεία έννοια. Περιστατικά σαν κι αυτό δεν ήταν καθόλου μεμονωμένα πριν 30 χρόνια, ειδικά στα δημοτικά σχολεία της επαρχίας ή στις υποβαθμισμένες περιοχές των μεγάλων πόλεων – σε κάτι δυτικά προάστεια, Ασπρόπυργους, Δενδροπόταμους κ.α. – όπου οι δάσκαλοι αντιμετώπιζαν τα παιδιά με την αλαζονία ενός βουλευτή απέναντι στο λαό. Το τρομακτικό όμως δεν ήταν το καθαυτό περιστατικό... Το τρομακτικό ήταν κυρίως το feedback των γονιών, "δείρ' τον, δάσκαλε". Ένας ακόμα γεννημένος ενήλικας, ο 100-χρόνια-μπροστά-ως-δάσκαλος κ. Γιώργος είχε την ψήφο των γονιών για τις προχωρημένες μεθόδους διδασκαλίας του. Είναι πολύ περισσότεροι απ' ό,τι φανταζόμουν αρχικά, τελικά το φαινόμενο είναι πολιτικό: οι βουλευτές υπάρχουν επειδή υπάρχουν και οι ψηφοφόροι τους.

Κάτι τέτοιες παρατηρήσεις και σκέψεις με οδήγησαν, μια μέρα, στο ακόμα πιο σοκαριστικό συμπέρασμα ότι είναι λάθος, όχι, δε ζουν ανάμεσά μας. Εγώ ζω ανάμεσά τους, εγώ και κάποιοι ακόμα, που τουλάχιστον υπήρξαμε παιδιά κάποτε. Τώρα όμως περιφερόμαστε στον κόσμο τους ξένοι και διαφορετικοί, σαν το γάλα μέσ' στις μύγες.

Όμως πώς μπορεί να έχει συντελεσθεί αυτή η εισβολή των γεννημένων ενηλίκων; Προφανώς πιάνουν κάποια πόστα, θέσεις–κλειδιά. Υπάλληλοι ληξιαρχείων, γιατροί, νοσοκόμες σε μαιευτήρια και κλινικές. Παρουσιάζουν αφηγήσεις και φωτογραφίες της, δήθεν, παιδικής τους ηλικίας, συνεννοούνται για να προβάλλουν το ίδιο παραμύθι ως, υποτίθεται, παλιοί συμμαθητές, βγάζουν κάποια παλιά παντελονάκια, μπλουζίτσες κ.λπ. και ισχυρίζονται ότι τα φορούσαν όταν ήταν παιδιά, εμφανίζουν πλαστά βιβλιάρια εμβολιασμών, τέτοια πράγματα. Δε μοιάζει όμως να έχουν τέλεια συνεννόηση μεταξύ τους, αν κρίνω από την ιστορία του κ. Γιώργου. Μάλλον αλληλομυρίζονται κι αναγνωρίζονται συνεχώς, όπως ο χρήστης ναρκωτικών αναγνωρίζει τα βαποράκια μέσα σε μια παρέα αγνώστων. Κι όλα αυτά γιατί μας φοβούνται!... Νιώθουν απειλούμενοι. Φοβούνται τα παιδιά, καθώς κι εμάς που, τουλάχιστον, έχουμε ένα παιδικό ιστορικό. Δεν είναι αυτοί τα τέρατα στον δικό μας κόσμο, όχι. Εμείς είμαστε τα τέρατα στον δικό τους κόσμο. Ούτε που μπορώ να φανταστώ πόσο ξένο, εχθρικό κι απόκοσμο θα φαίνεται ένα παιδί στα δικά τους μάτια.

Είμαστε τέρατα. Ζούμε ανάμεσά τους...

Ξυπνώ Και Βλέπω Σίδερα...

... στη γη στερεωμένα και μ’ αλυσίδες σταυρωτές τα πόδια μου δεμένα. Περισσότερα για τα σίδερα θα πούμε παρακάτω, προς το παρόν ας πάμε στο 1968. Τη χρονιά εκείνη η Ελλάδα ήταν στο γύψο, οι Αμερικάνοι προσπαθούσαν να απεγκλωβιστούν από το Βιετνάμ, τα Σοβιετικά τανκς κυκλοφορούσαν στους δρόμους της Πράγας, ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ έπεφτε νεκρός, οι Beatles είχαν ουσιαστικά διαλυθεί αλλά προσπαθούσαν να το κρατήσουν μυστικό, στους δρόμους του Παρισιού οι φοιτητές ζητούσαν τη φαντασία στην εξουσία, ενώ οι αστροναύτες του Apollo 8 φωτογράφιζαν για πρώτη φορά την πίσω μεριά της Σελήνης. Σε μια τέτοια επεισοδιακή χρονιά, δε θα μπορούσε παρά να κυκλοφορήσει και ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ.


Το Ηλεκτρικό Πρόβατο (μπορείτε να το βρείτε όλο εδώ) είναι ένα από αυτά τα βιβλία που τα διαβάζεις και τα ξαναδιαβάζεις και τα ξαναδιαβάζεις, προσπαθώντας να καταλάβεις γιατί σου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση και τι ακριβώς θέλει να πει. Αν δεν είχε γραφτεί, δε θα υπήρχε αυτό το τραγούδι (σε στίχους Κώστα Τριπολίτη) ούτε αυτό το κόμικς ούτε το Nexus-1 της Google, ούτε θα ανέβαινε αυτή η θεατρική παράσταση στη Νέα Υόρκη. Φυσικά, δε θα υπήρχε ούτε το θρυλικό Blade Runner, αφού το Ηλεκτρικό Πρόβατο ευτύχησε και ατύχησε ταυτόχρονα να γυριστεί ταινία.


Γιατί ευτύχησε; Διότι το Blade Runner ήταν μια αισθητικά άρτια ταινία με ανυπέρβλητη ατμόσφαιρα, έξω από τις συνηθισμένες Sci-Fi περιπέτειες, καλογυρισμένη και προσεγμένη ως την παραμικρή της λεπτομέρεια - θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ταινία ήταν η σύγχρονη εκδοχή των Άθλιων του Β. Ουγκώ. Γιατί ατύχησε; Διότι το Blade Runner δεν είχε ούτε το μισό πλούτο του μυθιστορήματος. Όχι μόνο αυτό, αλλά το στρέβλωνε και το άλλαζε, κάτι για το οποίο παραπονιόταν κι ο συγγραφέας του βιβλίου, κάποιος Φίλιπ Ντικ.


Στο ίντερνετ κυκλοφορεί μια αναφορά του ίδιου του Ντικ για την έμπνευση του βιβλίου. Δεν έχω βρει από ποια συνέντευξή του προέρχεται, όμως πιστεύω πως είναι αληθινή. Όταν λοιπόν ο Ντικ έγραφε τον Άνθρωπο στο Ψηλό Κάστρο, είχε μελετήσει υλικό σχετικό με τη Ναζιστική Γερμανία. Κάπου βρήκε μια επιστολή ενός στρατιώτη των SS στην Πολωνία προς τους δικούς του. «Τις νύχτες δυσκολευόμαστε να κοιμηθούμε από τις κραυγές των παιδιών που πεινάνε», έγραφε ανάμεσα στ’ άλλα κι ο Ντικ συγκλονίστηκε μόλις το διάβασε. Οι κραυγές των πεινασμένων παιδιών, για εκείνον τον στρατιώτη, ήταν απλώς ένα παντζούρι που χτυπούσε μέσα στη νύχτα. Μια ενόχληση στον ύπνο του. Aυτός ο στρατιώτης δεν ήταν πλέον άνθρωπος. Είχε χάσει την Ανθρώπινη Αρχή που, κατά τον Ντικ, είναι να ταυτίζεσαι με τον άλλον, να βάζεις τον εαυτό σου στη θέση του άλλου. Είχε γίνει μια μηχανή ανακλαστικών, κάτι που εξωτερικά έμοιαζε με άνθρωπο όμως εσωτερικά ήταν ψυχρό, νεκρό, ένας ψεύτικος άνθρωπος, ένα ανδροειδές.


Η προηγούμενη πρόταση, φυσικά, είναι μεταφορική. Όταν όμως είσαι συγγραφέας Επιστημονικής Φαντασίας, μπορείς να δημιουργείς κόσμους στους οποίους οι μεταφορές γίνονται κυριολεξίες.



Ο άντρας περπάτησε προς την πόρτα με εκπληκτική ταχύτητα για έναν τόσο βαρύ άνθρωπο. Την άνοιξε διάπλατα κι εξαφανίστηκε αφήνοντάς την πίσω του να κλείσει μ΄ έναν δυνατό θόρυβο. Εκείνη τη στιγμή ο Ίσιντορ είχε ένα παράξενο όραμα. Είδε ένα μεταλλικό πλαίσιο, μια πλατφόρμα με γρανάζια, κυκλώματα, μπαταρίες και τροχαλίες - και μετά επέστρεψε πάλι η ατημέλητη μορφή του Ρόι Μπάτι



Μετά λοιπόν από την αρχική έμπνευση, τι πιο εύκολο από το να περιγράψεις έναν μικτό κόσμο με ιδιοτελείς, ψυχρούς και ανάλγητους ανθρώπους-μηχανές σε αντιδιαστολή με συμπονετικούς, ζεστούς και φιλικούς ανθρώπους-ανθρώπους. Οποιοσδήποτε άλλος συγγραφέας, εκτός του Φίλιπ Ντικ, αυτό θα έκανε. Όμως τι διαβάζουμε στις σελίδες του μυθιστορήματος; Καλοί εναντίον κακών, άνθρωποι εναντίον ανδροειδών; Όχι, αυτό που περιέγραψα πιο πάνω ίσως είναι η Λίστα του Σίντλερ, ίσως είναι η διαφήμιση του Johnny Walker με το ανδροειδές, δεν είναι όμως το Ηλεκτρικό Πρόβατο.


Το σοκ για τον αναγνώστη έρχεται σταδιακά, όταν συνειδητοποιεί ότι κι ο άνθρωπος στο βιβλίο δεν παρουσιάζεται καλύτερος από το ανδροειδές. Σύμφωνοι, αυτό το τελευταίο είναι φύση ιδιοτελής, που του λείπει η Ανθρώπινη Αρχή και μπορεί ακόμα και να σκοτώσει από απλή περιέργεια. Οι άνθρωποι όμως είναι κι αυτοί περιχαρακωμένοι, επιφανειακοί, ρυθμίζουν τα συναισθήματά τους με τη Συσκευή Διαθέσεων Penfield, η θρησκεία του Μπάστερ Φρέντλι, με τον άκρατο καταναλωτισμό και την τρομοκρατία της χαράς που προάγει, έχει καθολική αποδοχή, ενώ η ταύτιση με τον άλλον καταντά ένα ακαδημαϊκό γνώρισμα, μια μέτρηση που ανιχνεύεται από περίπλοκα ηλεκτρονικά τεστ. Κι όλα αυτά μέσα σ’ έναν κόσμο που κυριαρχεί το κιπλ:



«Το κιπλ είναι άχρηστα αντικείμενα, όπως διαφημιστικές επιστολές ή άδεια σπιρτόκουτα ή περιτυλίγματα τσίχλας ή χθεσινές ολογραμμικές εφημερίδες. Όταν δεν υπάρχει κανείς τριγύρω, το κιπλ αναπαράγεται. Για παράδειγμα, αν πας για ύπνο και αφήσεις κιπλ στο διαμέρισμά σου, τότε το πρωί που θα ξυπνήσεις θα βρεις το διπλάσιο».
«Μάλιστα». Το κορίτσι τον κοίταξε με αβεβαιότητα, μην ξέροντας αν τα εννοούσε στα σοβαρά αυτά που έλεγε.
«Ο Πρώτος Νόμος του Κιπλ» είπε ο Ίσιντορ, «είναι ότι το κιπλ διώχνει το μη-κιπλ”.



Και το ερώτημα παραμένει: τελικά τι είναι το Ηλεκτρικό Πρόβατο; Δεν είναι καλοί εναντίον κακών, δεν είναι η σύγχρονη εκδοχή των Άθλιων, τι διαβάζουμε στο μυθιστόρημα;


Αυτό που διαβάζουμε είναι ο αγώνας δύο ανθρώπων, του Ρικ Ντέκαρτ και του Τζον Ίσιντορ, να επιβιώσουν ψυχικά σ’ έναν κόσμο γεμάτο εντροπία, τόσο εξωτερική όσο κυρίως εσωτερική. Ο Ντικ είχε έναν δικό του συμβολισμό για την ψυχική εντροπία: σε όλα τα έργα του, το σίδερο εκφράζει αυτήν την απονέκρωση που κάνει κάποιον να περιχαρακώνεται στον εαυτό του, να ζει επιφανειακά και να μεταχειρίζεται τους άλλους ως αντικείμενα. Μέσα σ’ αυτόν τον σιδερένιο κόσμο λοιπόν, οι ήρωες ανακαλύπτουν κάποιες οάσεις ομορφιάς. Την υπέροχη φωνή της Λιούμπα Λουφτ, τη γοητεία της Ρέιτσελ Ρόζεν, τη θρησκεία του Μερσερισμού. Ο σιδερένιος κόσμος όμως υπερισχύει, τσακίζει κάθε λουλούδι που πάει ν’ ανθίσει: η Λιούμπα σκοτώνεται, η Ρέιτσελ αποδεικνύεται ένας έμπορος σεξουαλικότητας, και η χαριστική βολή έρχεται στο κρεσέντο των τελευταίων σελίδων (ένα από τα πιο συγκλονιστικά κομμάτια που έγραψε ποτέ ο Ντικ), όταν ο Μπάστερ Φρέντλι ξεσκεπάζει τον Μερσερισμό αποκαλύπτοντας ότι ο ίδιος ο Μέρσερ είναι ένας δευτεροκλασάτος ηθοποιός του Χόλιγουντ, κι ότι η εμπειρία της συγχώνευσης μαζί του, που βιώνουν οι πιστοί, είναι κατασκευασμένη σε στούντιο. Η εντροπία νίκησε, ο κόσμος έγινε μια Μαύρη Σιδερένια Φυλακή...


Όμως ο Μέρσερ είναι αυτός που κερδίζει στο φινάλε! Είναι ψεύτικος κι όμως είναι αληθινός. Βρίσκεται πάντα εκεί για να βοηθήσει ή να παρηγορήσει τους συμπονετικούς ανθρώπους, σε πείσμα της ίδιας της πραγματικότητας. Διότι για τον Ντικ, τα βάσανα κι ο πόνος των ανθρώπων δεν μπορεί ΠΟΤΕ να είναι ψεύτικα. Η συμπόνοια και η ταύτιση με τον άλλον είναι ΠΑΝΤΑ αληθινή, τελεία και παύλα. Κι όταν η σιδερένια πραγματικότητα έρχεται να τσακίσει το συμπονετικό άτομο, να καταστήσει ανώφελη την ανθρωπιά του, τότε ο Ντικ λύνει την εξίσωση με τον ολότελα προσωπικό του τρόπο: αμφισβητώντας την πραγματικότητα. «Λένε τώρα ότι ο Μέρσερ είναι απάτη», παρατηρεί στην κορύφωση του μυθιστορήματος η μις Μάρστιν, «Ο Μέρσερ δεν είναι απάτη», απαντά ο Ντέκαρτ, «εκτός κι αν η πραγματικότητα είναι απάτη».



Τελικά, όμως τι έχει να πει το Ηλεκτρικό Πρόβατο σε μας, που δε ζούμε στο μετακαταστροφικό Σαν Φρανσίσκο ούτε ο αέρας που αναπνέουμε είναι μολυσμένος με ραδιενεργά σωματίδια;


Λοιπόν, τα ανδροειδή υπάρχουν και στον κόσμο μας. Πριν δυο χρόνια είχε δημοσιευτεί μια εντυπωσιακή είδηση στον δικό μας Τύπο: εργοδότες κονσερβοποιίας στη Νάουσα έκρυψαν τις ανασφάλιστες εργάτριες στα ψυγεία του εργοστασίου, για να μην τις βρει η Επιθεώρηση Εργασίας («Βγάλτε αμέσως τις εργάτριες από τα ψυγεία, γιατί θα πεθάνουν από το κρύο»). Η είδηση αφορά ανδροειδή. Διότι ορισμένα όρια στη μεταχείριση των ανθρώπων δεν πρέπει ποτέ να ξεπερνιώνται. Αν φτάσεις όμως στο σημείο να βάλεις τις εργάτριες στο ψυγείο, τότε τις έχεις κάνει αντικείμενα. Δεν έχεις απέναντί σου τη Μαρία, την Κατερίνα, την Ελένη, η καθεμιά με τη δική της ιστορία και τον δικό της αγώνα, έχεις αξίες χρήσης. Σκονάκια που πρέπει να κρυφτούν για να μην τα δει ο καθηγητής. Είσαι ανδροειδές, προϊόν κατασκευής της εταιρείας Ρόζεν.


Δε χρειάζεται όμως να πάμε μόνο σε τόσο δραματικά περιστατικά. Το ψυχικό σίδερο, η νέκρωση της συμπόνοιας και της ταύτισης με τον άλλον, κυριαρχεί και στις μύριες λεπτομέρειες της καθημερινότητάς μας. Εμείς άραγε είμαστε άνθρωποι; Ας μη βιαστούμε να απαντήσουμε, γιατί όπως διδάσκει και το Ηλεκτρικό Πρόβατο, μπορεί να είμαστε Nexus-6 που πήραμε τη θέση κάποιου και το αγνοούμε επειδή μας εμφυτεύτηκε συνθετική μνήμη. Συναναστρεφόμαστε όμως άνθρώπους και ενίοτε τους μεταχειριζόμαστε ως μέσα, όχι ως σκοπούς. Τους βλέπουμε ως πορτοφόλια, Ε9, υπηκόους, σκουπιδοτενεκέδες του συναισθηματικού μας κιπλ – όποιος δεν τα ‘χει κάνει ποτέ, ας σταματήσει τώρα το διάβασμα. Είτε είναι άγιος είτε ψεύτης είτε έχει διατελέσει πρωθυπουργός της Ελλάδας (ανεπιθύμητοι και οι τρεις σ’ αυτό το μπλογκ). Κάποιες άλλες φορές, οι όροι αντιστρέφονται και γινόμαστε εμείς αντικείμενα στις επιδιώξεις των άλλων. Τότε ο κόσμος μπορεί να γίνει μεταλλικός, ψυχρός, γεμάτος εντροπία και κιπλ. Ξυπνάμε και βλέπουμε σίδερα στη γη στερεωμένα...


Το Ηλεκτρικό Πρόβατο λοιπόν έχει ένα μήνυμα για σένα: μην απαρνηθείς ποτέ αυτό που σε πραγματώνει εσωτερικά. Ακόμα κι αν η πραγματικότητα σού παρουσιάζεται εχθρική και σιδερένια, τότε τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Αμφισβήτησε αυτήν, όχι την ανθρωπιά σου, τιμή σε όσους βαστάνε εσωτερικές Θερμοπύλες. Ναι, αλλά τι σημαίνει τελικά αυτή η αμφισβήτηση της πραγματικότητας, με ποια έννοια θα πρέπει να εκληφθεί; Αυτό εξαρτάται από τον καθένα μας προσωπικά. Μπορείς να επιλέξεις τη ριζοσπαστική λύση: ατόφια παράνοια 24 καρατίων. Να αμφισβητήσεις τα ίδια τα δεδομένα των αισθήσεών σου. Πρόκειται για μια πάρα πολύ καλή λύση, την έχει δοκιμάσει κι ο Ντικ κι ο Ρουσσώ πριν από αυτόν, κι άλλοι... Είκοσι εννιά κατασκευαστές πραγματικότητας συνιστούν παράνοια (κάτι ξέρουν). Έχε υπ’ όψη ότι σε περιμένει άφθονος πόνος και, κατά πάσα πιθανότητα, ένας πρώιμος θάνατος, όμως μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν και χειρότερα από τον θάνατο. Αν πάλι δε θες να καταφύγεις σε αριστερίστικες λύσεις και γυρεύεις κάτι στο πιο ρεφορμιστικό, τότε έχω και για σένα μία πρόταση:


Για τον Κίρκεγκορ, η πραγματικότητα είναι η εύκολη λύση (την ονόμαζε συνήθως «αντικειμενικότητα», αλλά το ίδιο νόημα έχει). Είναι μια πρόφαση την οποία επικαλούμαστε όταν προσπαθούμε να αποφύγουμε τον εαυτό μας. Αν ο αποβλακωτικός κωδικός 888 στη Συσκευή Διαθέσεων Penfield είναι η «επιθυμία να παρακολουθήσεις τηλεόραση άσχετα από την εκπομπή που παίζει», τότε αντίστοιχα ο κωδικός 889 θα είναι η «τάση να επικαλείσαι εξωτερικές αναγκαιότητες προκειμένου να καμωθείς ότι δεν έχεις επιλογή». Έχει όνομα αυτή η τάση, λέγεται: πραγματικότητα. Και δεν είναι παρά μια υπεκφυγή, μια απόταξη ευθυνών.


Αλήθεια, δες τι ενδιαφέρον που γίνεται αν στη συλλογιστική του Κίρκεγκορ αντικαταστήσουμε την «πραγματικότητα» με την «τηλεόραση»....


Η επιλογή και η ευθύνη της είναι πάντα δική μας. Όταν παρακολουθούμε τηλεόραση (ή συμμορφωνόμαστε με αυτό που προστάζει η κυβέρνηση, οι αισθήσεις μας κ.λπ.), έχουμε προηγουμένως κάνει μια επιλογή. Και κάθε φορά που σκύβουμε το κεφάλι στη δικτατορία της πραγματικότητας/τηλεόρασης, είναι επειδή τρομάζουμε από το βάρος της ευθύνης, προτιμάμε την ασφάλεια από την ελευθερία. Μετά μπορούμε να εξοργιζόμαστε με όλους αυτούς τους πανάθλιους τύπους που βγαίνουν στο γυαλί, να πανικοβαλόμαστε με τα (απαράδεκτα) δελτία ειδήσεων, όμως προηγουμένως έχουμε επιλέξει να παραχωρίσουμε όλη την εξουσία σε έναν τύραννο. Ακόμα χειρότερα, έχουμε επιλέξει να ταΐσουμε ένα τρολ, να παίξουμε το παιχνίδι του. Έχει όνομα αυτό το τρολ, λέγεται: πραγματικότητα. Έχει και επώνυμο, λέγεται: τηλεόραση.


Λαέ, πολέμα, σου πίνουνε το αίμα! Πάνε να μας πείσουν, παραδείγματος χάριν, ότι η πραγματικότητα περιλαμβάνει έναν Χρήστο Παπουτσή. Μα είναι δυνατόν ο Χρήστος Παπουτσής να υπάρχει πραγματικά; Τέτοιο αποκύημα φαντασίας, τέτοια πασοκική εντροπία, τέτοια ανθρώπινη αποδόμηση, δεν μπορεί παρά να προέκυψε στους εφιάλτες ενός άρρωστου οπιομανούς. Τελεία και παύλα, ο Χρήστος Παπουτσής δεν υπάρχει. Ούτε ο ... υπάρχει (συμπληρώνεις κατά βούληση). Είναι ένα όνειρο που είδες χθες βράδυ. Ούτε το παρελθόν σου υπάρχει. Όλα είναι εμφυτευμένες αναμνήσεις. Κοίτα γύρω σου τους τοίχους, το δωμάτιο, την επίπλωση, το ταβάνι: είναι ερζάτς, σκηνικά φτιαγμένα από νοβοπάν. Μας θέλουν πρόβατα, μας σερβίρουν κουτόχορτο, αυτό το παραμύθι της πραγματικότητας που μας πλασάρουν, είναι φτηνό και εξαιρετικά κακόγουστο. Η πραγματικότητα είναι μια εκπομπή τηλεοπτικού σταθμού χειρότερου κι από το Star Channel. Γιατί λοιπόν της δίνεις σημασία; Πες μου ποιον φόβο αγάπησες πάλι; Το μέσο είναι το μήνυμα, κλείσε επιτέλους την τηλεόραση!


Δεν αισθάνεσαι ήδη λίγο καλύτερα;