Γιάννης Ντικ & Φίλιπ Σκαρίμπας

Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα, κάποιοι όμως την αποτυπώνουν στα βιβλία τους. Και το κάνουν όμορφα.
Επ’ αυτού υπάρχει μία αξιοσημείωτη ομοιότητα ανάμεσα στον Φίλιπ Ντικ και στον Γιάννη Σκαρίμπα: και οι δύο έχουν χρησιμοποιήσει ένα συγκεκριμένο θέμα, έχουν περιγράψει ένα ιδιόρρυθμο σύμπτωμα σχιζοφρένειας με αρκετά όμοιο τρόπο.

Πρόκειται γι' αυτό που στην ψυχιατρική ονομάζεται Σύνδρομο Capgras. Ο πάσχων έχει την έντονη πεποίθηση ότι οικεία του πρόσωπα έχουν αντικατασταθεί από «απατεώνες», ότι πίσω από τη γνωστή εξωτερική μορφή και συμπεριφορά κρύβεται κάτι ξένο, κάποιος «εισβολέας»• κάποιος σωσίας ή εξωγήινος ή ρομπότ ή κάποιος που υπέστη πλαστική εγχείριση ώστε να μοιάζει με το οικείο πρόσωπο ή κάποιος που σκότωσε το οικείο πρόσωπο και ενδύθηκε το δέρμα του. Σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις, ο πάσχων νομίζει ότι και ο ίδιος δεν είναι παρά ένα αντίγραφο, φτάνει ως το σημείο να μην αναγνωρίζει ούτε το είδωλό του στον καθρέφτη. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, ο πάσχων νομίζει ότι ακόμα και ζώα ή αντικείμενα του περιβάλλοντός του έχουν αντικατασταθεί.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι πάσχοντες συνήθως δεν ερμηνεύουν αυτήν την κατάσταση με συνομωσιολογικά σενάρια, δεν καταφεύγουν στο συμπέρασμα ότι κάποιος τους έχει βάλει στόχο• για την ακρίβεια, δεν ερμηνεύουν καθόλου την κατάσταση, συνήθως τα έχουν χαμένα και δεν μπορούν να βγάλουν συμπέρασμα.

Μέσα στο τενεκέ βρίσκονταν τα απομεινάρια του πατέρα του, του πραγματικού του πατέρα. Τα κομμάτια που το πράγμα-πατέρας δεν είχε χρησιμοποιήσει. Τα κομμάτια που είχε απορρίψει ... Αυτό ήταν ό,τι είχε αφήσει το πράγμα-πατέρας, είχε φάει το υπόλοιπο. Είχε πάρει τα σωθικά και τη θέση του πατέρα του. [Philip Dick, The Father-Thing, 1954]

Υπάρχει μία ενδιαφέρουσα σχέση του συγκεκριμένου συνδρόμου με ένα άλλο: την Προσωπαγνωσία. Αυτή έγκειται στην αδυναμία αναγνώρισης προσώπων, συνήθως μάλιστα των πλέον οικείων. Έρευνες έχουν δείξει ότι το 2,0 – 2,5% του πληθυσμού υποφέρει από έντονη αδυναμία αναγνώρισης προσώπων, όμως ο πάσχων από προσωπαγνωσία φτάνει στο σημείο να μην αναγνωρίζει ούτε την οικογένειά του ή άλλα πρόσωπα με τα οποία έχει ζήσει πολλά χρόνια μαζί.

Να μην τα αναγνωρίζει συνειδητά, γιατί κάποιου είδους αναγνώριση υπάρχει τελικά...

Οι επιστήμονες ανιχνεύουν τις συναισθηματικές αντιδράσεις του οργανισμού μετρώντας την ηλεκτρική αντίσταση του δέρματος -κάτι που βρίσκει εφαρμογή στους πολυγράφους και στα τεστ αλήθειας. Έχει βρεθεί ότι ο ασθενής που πάσχει από προσωπαγνωσία εμφανίζει παρόλα αυτά ενδείξεις συναισθήματος (δηλ. μεταβολές στην ηλεκτρική αντίσταση του δέρματος) όταν δει κάποιο οικείο πρόσωπο• εγκεφαλικά είναι που δεν μπορεί να το αναγνωρίσει, να το συσχετίσει στη μνήμη του με κάποια ήδη «αποθηκευμένη» εικόνα. Το μεν πνεύμα άστοχον, η δε σαρξ ειλικρινής.

Λοιπόν, το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει στο σύνδρομο Capgras: ο ασθενής βλέπει το οικείο πρόσωπο, το αναγνωρίζει κανονικά, δεν αισθάνεται όμως τα παράλληλα συναισθήματα που κανονικά θα έπρεπε να συνοδεύουν τη θέα του. Αυτό συμβαίνει γιατί η οπτική αναγνώριση ενός οικείου προσώπου και η πυροδότηση συναισθηματικής αντίδρασης λαμβάνουν χώρα σε διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου (στο δεξιό μέρος του βρεγματικού λοβού και στην αμυγδαλή, αντίστοιχα). Σε όλους εμάς, αυτοί οι δύο μηχανισμοί δουλεύουν ταυτόχρονα και όλα είναι φυσιολογικά• σε έναν πάσχοντα από το σύνδρομο C όμως, η αμυγδαλή και το υπόλοιπο λιμβικό σύστημα δεν αντιδρούν ως όφειλαν στην οπτική αναγνώριση.

Ο Tσαρλς είχε τραβήξει τη καρέκλα του μακριά από του πατέρα του, είχε ζαρώσει σε μια μικρή μπάλα όλο ένταση, όσο πιο μακριά του μπορούσε. «Ο άλλος», μουρμούρισε ο Τσαρλς μέσα από τα δόντια του. «Ο άλλος μπήκε μέσα».
«Τι εννοείς χρυσό μου;» ρώτησε δυνατά η Τζουν Γουάλτον. «Ποιος άλλος;»
Ο Τεντ τινάχτηκε. Μία παράξενη έκφραση έλαμψε στο πρόσωπό του. Εξαφανίσθηκε αμέσως, αλλά για μία στιγμή το πρόσωπό του Τεντ Γουάλτον δεν ήταν πια οικείο. Κάτι ξένο και κρύο άστραψε, μία μάζα που έστριβε και ελισσόταν. Τα μάτια του θόλωσαν και άρχισαν να χάνονται καθώς τα κάλυπτε μία αρχαϊκή γυαλάδα. Η γνωστή όψη του κουρασμένου, μεσόκοπου συζύγου είχε χαθεί. Και μετά γύρισε πίσω -ή σχεδόν γύρισε. Ο Τεντ χαμογέλασε και άρχισε να καταβροχθίζει το ραγού με τα παγωμένα φασόλια και την κρέμα καλαμπόκι. Γέλασε, ανακάτεψε τον καφέ του, αστειεύτηκε και έφαγε. Όμως κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι φοβερό συνέβαινε.
[Philip Dick, The Father-Thing]

Να βλέπουμε ένα οικείο, αγαπημένο μας πρόσωπο και να μη νιώθουμε τίποτα...
Ή, τουλάχιστον, τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι νιώθουμε όταν βλέπουμε έναν άγνωστο στο δρόμο. Ίσως όλοι κάποτε να έχουμε νιώσει ψήγματα αυτής της ιδιόρρυθμης κατάστασης, στο σύνδρομο C όμως αυτά τα ψήγματα συμπυκνώνονται και δίνουν ατόφιο μετάλλευμα. Αυτό που γίνεται τελικά είναι ότι ένα μέρος του εαυτού μας καταλαβαίνει πως "κάτι δεν πάει καλά, κάτι φοβερό συμβαίνει" και το μυαλό βολεύει αυτήν την ανησυχία με μία «εύλογη» εξήγηση: αυτός που βλέπω δεν είναι στην πραγματικότητα ο γνωστός μου/φίλος μου/αδερφός μου/γιος μου/σύζυγός μου κ.λπ. Μπορεί εξωτερικά να είναι ίδιος, εσωτερικά όμως είναι κάτι άλλο. Ίσως ένα ρομπότ ή ένας "αυτοματικός κινητάνθρωπος", όπως έγραφε ο Γιάννης Σκαρίμπας.

Ποιος ξέρει τι σκέφτεσαι, από τι ροδίτσες μικρές κι ελατήρια είσαι από μέσα καμωμένη. [Γιάννης Σκαρίμπας, Το Σόλο του Φίγκαρο, 1939]

Το Σόλο του Φίγκαρο αποτελεί μία έξοχη περιγραφή του συνδρόμου C στην ελληνική λογοτεχνία.
Είναι όμως ένα δύσκολο βιβλίο.
Πέρα από τις άφθονες αναφορές του στον -επίμαχο τότε- σουρεαλισμό και από το ιδιότυπο της γλώσσας, το πρόβλημα στην ανάλυσή του έγκειται στον αφηγητή• τι συμπέρασμα να βγάλει κάποιος από την πλοκή όταν αυτός που διηγείται είναι ένας ψυχικά ασθενής, κάποιος που από τις πολλές αρρώστιες "άρχισε να εννοεί πλαγίως"; Σχεδόν κάθε γεγονός στις σελίδες του βιβλίου μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους, είτε ως πραγματικό είτε ως παραίσθηση ενός τρελού -στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα μυθιστόρημα ΕΦ, στη δεύτερη έχουμε την απλή εξιστόρηση μιας επαρχιακής τραγωδίας.

H πλοκή αρχίζει εκεί που ο Αντώνης Σουρούπης συναντά στην προκυμαία της Χαλκίδας τον Ριχάρδο Γκαμόν, ο οποίος "απόπνεε μια σκοτεινή πνοή σιδερίλας". Του κλέβει το ντοσιέ, διαβάζει την επίμαχη σημείωση ("να επιστήσω την προσοχήν του εργοστασίου εις τας χαλκιδαίας γαλάς. Αι φωναί των έχουν πλήθος παράσιτα") και η αρχική του ερμηνεία είναι πως πρόκειται για κάποιο σουρεαλιστικό μυθιστόρημα που γράφει ο άλλος -όσο για τις "γαλαίς", θα είναι μάλλον τα ραδιόφωνα, σουρεαλιστική αδεία. Λίγο αργότερα όμως, τα συμφραζόμενα μιας επιστολής που πέφτει κατά λάθος στα χέρια του, κάνουν τον ΑΣ να συνειδητοποιεί κάποια περίεργα πράγματα στους συμπολίτες του: οι άνθρωποι είναι "συναρμολογημένοι", τρίζουν οι άξονες μέσα τους κ.λπ. Οι φόβοι του επαληθεύονται όταν συναντά κάποιον μυστήριο τύπο στον δρόμο, κλαίει για λίγο μαζί του, και εν τέλει ο "συνκλαψαδώρος" του φεύγει για σέρβις στον Ριχάρδο Γκαμόν (ο οποίος είναι στην πραγματικότητα Αρχιμηχανικός): "από καιρό νιώθω μέσα μου κάποιους παράξενους κρότους... ίσως να προέρχονται από εμπλοκές των μοχλών ή τίποτις οξειδώσεις βαλβίδων".
Τότε είναι που ο ΑΣ αρχίζει να βλέπει παντού "αυτοματικούς κινητανθρώπους".

"Από χθες η Λουΐζα μας έχει γίνει πια βιόλα!"
-Βιόλα!... κάνω χαζά.
-Κι είναι κούφιο το στήθος της... ακούστηκε σιγανά να μου λέει (κι ύψωσε -άκανθα κορινθιακή- την παλάμη της): Η ομορφιά της είναι σαν κούκλας ακίνητη.
Αχ... Λουΐζα... κάνω... και δεν ήξερα τι άλλο να λέω. Κι αιστάνομαν κι εγώ εμπλοκές των βαλβίδων... Οι οξειδώσεις με ζάλιζαν... Στέκομαν -εκεί εμπρός στο βλέμμα της- άφωνος, μ' άγνωστο εντός μου ένα γύρισμα και μηχανής ένα χτύπο.
- Και το γιόμισα (λέει πάλι σιγά) πριονίδι... Ροκανίδι ψιλούτσικο...
- Ποιο; λέω.
- Το στήθος της! [Γιάννης Σκαρίμπας, Το Σόλο του Φίγκαρο]

Όλη η αφήγηση είναι δίσημη. Ο αναγνώστης είναι αδύνατο να καταλάβει αν πρέπει να εκλάβει τα γεγονότα ως πραγματικά ή ως παραισθήσεις (στη δεύτερη περίπτωση, το έργο παύει να έχει οποιοδήποτε στοιχείο ΕΦ, γίνεται απλώς η εξιστόρηση της αυτοκτονίας μιας κοπέλας που χρησιμοποίησε τον τρελό του χωριού για την πράξη της). Αυτή όμως είναι και η γοητεία του, καθώς και η ένδειξη της συνάφειάς του με το σύνδρομο C. Όπως ακριβώς οι πάσχοντες αυτού του συνδρόμου, έτσι και ο συγγραφέας δεν καταφεύγει σε μία συγκροτημένη συνομωσιολογική ερμηνεία της υποκατάστασης των ανθρώπων από ρομπότ (πέρα από τη, μάλλον κωμική, αναφορά στην "Εταιρεία Αυτοματικών Κινητανθρώπων" της Βιέννης). Δεν τον ενδιαφέρει τόσο να δώσει ένα ολοκληρωμένο αστυνομικό μυθιστόρημα ή μυθιστόρημα ΕΦ, περισσότερο θέλει να περιγράψει τα σχιζοφρενικά βιώματα του ήρωα καθώς κυλάει σε καταστάσεις που θυμίζουν έντονα το σύνδρομο C• να δείξει την οπτική του γωνία, ακόμα και σε πράξεις όπως ο φόνος.

Οι άνθρωποι-ρομπότ εμφανίζονται και στο Martian Time-Slip του Φίλιπ Ντικ με δύο τρόπους: πρώτα έχουμε τους, κυριολεκτικούς, δασκάλους-ρομπότ στο Δημοτικό Σχολείο, οι οποίοι προετοιμάζουν κατά κάποιον τρόπο το έδαφος για την εφιαλτική ρομποτοποίηση των ανθρώπων στους σχιζοφρενικούς παροξυσμούς του Τζακ Μπόλεν. Ένας άνθρωπος που βιώνει την πραγματικότητα ως κάτι μίζερο και ισοπεδωτικό, που δεν του αρέσει ούτε η δουλειά ούτε η ζωή του, που δεν νιώθει καμια σύνδεση με την οικογένειά του, αρχίζει να βλέπει άψυχα ρομπότ ενδεδυμένα με ανθρώπινη επιδερμίδα όταν η επίθεση της εχθρικής πραγματικότητας επάνω του ξεπεράσει κάποια όρια.

Και τότε συνέβη η ψευδαίσθηση, αν ήταν ψευδαίσθηση. Είδε τον προσωπάρχη αλλιώτικα. Ο άνθρωπος ήταν νεκρός.
Είδε τον σκελετό αυτού του ανθρώπου μέσα από το δέρμα του. Τα οστά ήταν δεμένα μεταξύ τους με λεπτά χάλκινα σύρματα. Τα γερασμένα του όργανα είχαν αντικατασταθεί από τεχνητά• νεφρά, καρδιά, πνευμόνια, όλα ήταν από πλαστικό και από ανοξείδωτο ατσάλι, δούλευαν χωρίς πραγματική ζωή. Η φωνή του ανθρώπου έβγαινε από μία μαγνητοταινία, πέρναγε από μικρόφωνο και ενισχυτή.
[Philip K. Dick, Martian Time-Slip]

Η ενδιαφέρουσα δισημία διατηρείται και στο έργο του Philip Dick: ο πρωταγωνιστής δεν αισθάνεται απόλυτα σίγουρος ότι οι εικόνες που είδε ήταν παραισθήσεις. Κάθε τόσο διατυπώνει αμφιβολίες -μήπως τελικά ήταν πραγματικό το όραμά μου;- όμως οι συνέπειες μιας τέτοιας σκέψης είναι τόσο φοβερές που δεν τολμάει να τις αντιμετωπίσει. Εξάλλου, η ίδια η ύπαρξη μέσα στο μυθιστόρημα κυριολεκτικών δασκάλων-ρομπότ, κάνει μία τέτοια συνομωσιολογική προοπτική να μη φαντάζει τόσο ακραία στον αναγνώστη.

Τα δύο βιβλία έχουν αρκετά κοινά: αμφότερα μιλάνε για ανθρωπάκους, ασήμαντα γρανάζια μιας μεγάλης μηχανής που λεηλατούνται από τη ζωή και την κοινωνία. Ο Τζακ Μπόλεν ζει μία άχρωμη ζωή, τα αφεντικά του τον νοικιάζουν και τον αγοράζουν σαν να είναι αντικείμενο, είναι μόνιμα τελευταίος κρίκος σε όλες τις ιεραρχίες, η δράση και η συμπεριφορά του περιορίζονται συνεχώς από κανόνες και προϊσταμένους• ο Αντώνης Σουρούπης τριγυρνά στους δρόμους της Χαλκίδας φοβισμένος, ο καθένας μπορεί να τον χτυπήσει και να τον τρομάξει, οι έρωτες και οι φιλοδοξίες του είναι καταδικασμένες να ναυαγήσουν πριν ακόμα γεννηθούν. Όσο κι αν οι παραισθήσεις (;) τους αποτελούν ακραία παραδείγματα αλλοτρίωσης, δεν παύουν να χαρακτηρίζουν σε μεγεθυμένο βαθμό τις ήττες και τα βιώματα κάθε ενός μικρού ανθρώπου. Να τονίζουν τα ελαττώματα στην κατασκευή του ίδιου του κοινωνικού συμβολαίου.

Καταλαβαίνω πια τι σημαίνει ψύχωση: είναι η πλήρης αλλοτρίωση των πραγμάτων του εξωτερικού κόσμου, ιδίως όσων σημαίνουν πολλά για μας• είναι η αποξένωση από τα ανθρώπινα πλάσματα που κατοικούν σ' αυτόν τον κόσμο. [Philip K. Dick, Martian Time-Slip]

4 σχόλια:

  1. Γεια σου Ηλία,

    δες και αυτό το ενδιαφέρον TED presentation, στο οποίο περιγράφεται γλαφυρά η φύση της ανωμαλίας που παράγει το σύνδρομο C:

    http://www.ted.com/index.php/talks/view/id/184

    Άσχετο: Αν το παρακάτω δεν σου λέει τίποτα, αγνόησέ το:
    κουνούπι?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αυτός ο νευρολόγος είναι απολαυστικότατος όταν αγορεύει. Ο Ανδρέας Παπανδρέου της νευρολογίας!

    (από τότε που βγήκε το συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο. Κι από τότε που βγήκε ο Elias, χάθηκε το Κουνούπι)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Άκρως ενδιαφέροντα όσα διαβάζω..
    Θα ξαναπεράσω για τη συνέχεια.
    Οι γνώσεις μου ελάχιστες στο θέμα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.