Ήρως Με Παντόφλες

(Αναθεωρημένος)



Ο νεαρός βασιλιάς ήταν αγουροξυπνημένος και ντυμένος βιαστικά με ένα απλό κουστούμι. Κοιτούσε ανήσυχος από το παράθυρο, σαν να μην αναγνώριζε τα ανάκτορα στα οποία είχε μεγαλώσει, σαν να μην πίστευε ότι ήταν αληθινά όλα αυτά τα τεθωρακισμένα που είχαν περικυκλώσει το Τατόι. Ο γδούπος μιας μπότας τον επανέφερε στη δυσάρεστη πραγματικότητα του γραφείου του: απέναντί του οι συνταγματάρχες στα χακί, ένας φρουρός με ημιαυτόματο έξω από την πόρτα να εμποδίζει την είσοδο, και ένας άλλος με αυτόματο μέσα από την πόρτα να εμποδίζει την έξοδο. «Μεγαλειότατε», του είπε ευγενικά ο φαλακρός συνταγματάρχης με μία φαρμακερή απειλή στη φωνή του, «έχετε μισή ώρα για να αναγνωρίσετε την επανάσταση». Ο φρουρός όπλισε και ο φαλακρός συνταγματάρχης έγειρε πίσω με αυταρέσκεια. Ήταν όμως φανερή η έκπληξή του όταν άκουσε το μονάρχη να απαντάει: «Κύριοι, είστε επίορκοι. Ποτέ δε θα το κάνω». Έπεσε μία τεταμένη σιωπή, σαν την ησυχία πριν την έκρηξη ενός ηφαιστείου.

«ΣΤΟΠ!» φώναξα.

«Τι διάολο έγινε;» διαμαρτυρήθηκε ο βασιλιάς και με κοίταξε έτοιμος να αρπαχτεί.

«Πουλάκι μου», του είπα, «ήταν πολύ καλό. Αλήθεια, ήταν τέλειο. Είσαι ο ήρωάς μου, δεν το συζητάμε. Όμως, αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Το είπες πολύ αποφασιστικά, πολύ ηρωικά, τον σκότωσες με το ηθικό σου μεγαλείο και μόνο». Έδειξα δίπλα το φαλακρό συνταγματάρχη που όλη αυτήν την ώρα είχε βρει ευκαιρία να λύσει τις μπότες και να βγάλει έξω τα πόδια του.

«Εμένα μου άρεσε», έχωσε τη μύτη του ο άλλος συνταγματάρχης με το μουστάκι, «αν θέλετε τη γνώμη μου».

«Δεν τη θέλω», του πέταξα κοφτά και πλεύρισα διπλωματικά το βασιλιά που είχε θιχτεί. «Κοίτα», του είπα μαλακά, «σκέψου λίγο την κατάσταση: είσαι ένας νεαρός βασιλιάς – πα να πει, ένας καλομαθημένος μπάσταρδος – που εργάζεται σκληρά κόβοντας κορδέλες και βγάζοντας λόγους. Τα νομίσματα έχουν τη φάτσα σου. Οι πολιτικοί δε σ’ αγγίζουν γιατί ο λαός σε λατρεύει. Αχόρταγος και πλεονέκτης, θες ακόμα περισσότερη εξουσία, θες να ελέγξεις τη Βουλή και την Εθνική Άμυνα. Οι συνταγματάρχες όμως σου τη φέρνουν και κάνουν πραξικόπημα. Λοιπόν, μη μου δίνεις τέτοια ηρωική ερμηνεία, δεν είσαι κι εσύ καλύτερος απ’ αυτούς τους γαλονάδες. Δε ζητάω από σένα το Λεωνίδα να λέει ‘μολών λαβέ’, ζητάω έναν υπερτιμημένο ανθρωπάκο που τον ξυπνήσαν χαράματα και του αρπάξαν το γλυκό απ’ το στόμα. Όμως αυτός αντιστέκεται. Φοβάται, αλλά αντιστέκεται. Κάτι αγανακτεί μέσα του, δε θέλει να δεχτεί αυτό το αίσχος, ξέρει ότι θα τον εκτελέσουν αν δεν αναγνωρίσει το πραξικόπημα, τα χάνει, λέει όχι χωρίς να το καταλάβει... Μπήκες; Αυτό θέλω να δω, έναν ανθρωπάκο που αντιστέκεται τρέμοντας».

Ο μονάρχης, που το όνομά του ήταν Δημήτρης, έμεινε για λίγο σιωπηλός και με κοίταξε με ένταση. Χωρίς να σηκώσει τα μάτια, άρπαξε με μία χορευτική κίνηση το μικρόφωνο πάνω από το κεφάλι του και δήλωσε: «Κύριε, είστε επίορκος. Ποτέ δε θα το κάνω».

«Μάλιστα» κούνησα το κεφάλι μου, «κατάλαβα... Δέκα λεπτά διάλειμμα», φώναξα τριγύρω, «άντε, έχουμε όλοι κουραστεί. Πάμε να κάνουμε ένα τσιγάρο».

Το βουητό από τις κάμερες σταμάτησε και οι μακιγιέρ βγήκαν να φρεσκάρουν τους ηθοποιούς. Περπάτησα έξω από το βεληνεκές των δυνατών προβολέων, ως το διάδρομο του στούντιο που τον είχαμε κάνει άτυπο καπνιστήριο. Διάφοροι τεχνικοί και κομπάρσοι ήταν ήδη μαζεμένοι εκεί. Στο σακάκι είχα πάντα ένα πακέτο SANTE, το έβγαλα και τράβηξα ένα τσιγάρο. Πριν προλάβω να το φέρω στο στόμα μου, ένα σπίρτο εμφανίστηκε από το πουθενά κι άναψε την άκρη του. «Σήμερα το μεσημέρι», είπε ο Γιώργος και μου έκλεισε το μάτι συνωμοτικά.

«Κανονίστηκε;»

«Κανονίστηκε. Στις τρεις και μισή ακριβώς. Θα έχουμε μία ολόκληρη ώρα μαζί του». Φύσηξε το σπίρτο και το έβαλε πάλι πίσω στο κουτί του. «Α, τηλεφώνησε κι η Αλίκη. Δε θ’ αργήσει, λέει, είναι στο Πεδίο του Άρεως και θα πάρει ταξί για να ‘ρθει».

Ξεφύσηξα θυμωμένος. «Μήπως θέλει να πάμε εμείς σ’ αυτήν; Να κουβαλήσουμε και το στούντιο μαζί, ε; Γιατί όχι; Μήπως η κυρία νομίζει πως είναι το κέντρο του κόσμου;». Τράβηξα μερικές ρουφηξιές και είπα κάποια σχόλια για την Αλίκη, απ’ αυτά που λέμε όλοι πίσω από την πλάτη της. Ο κόσμος γύρω χειροκρότησε εκτός από τον Γιώργο που ποτέ δε συμμετείχε στις κακίες μας. Έμοιαζε να τον απασχολεί κάτι άλλο.

«Αναρωτιέμαι αν βρήκα το σωστό φινάλε», είπε μετά από λίγο. «Στην ταινία, εννοώ. Θα άφηνε άραγε η βασιλική φρουρά να μπουν οπλισμένοι στρατιώτες στο Τατόι;»

«Δεν ξέρω, εσύ το πρότεινες».

«Ναι… Κι η στάση του βασιλιά, ούτε αυτή με ικανοποιεί, τόσο αδέκαστος και γενναίος. Σα να βγήκε από ουέστερν. Θα μπορούσαμε να τον βάζαμε, ας πούμε, να παίζει το παιχνίδι των συνταγματαρχών και να σχεδιάζει κάποιο αντιπραξικόπημα αργότερα με τους δικούς του αξιωματικούς».

«Θα μπορούσαμε».

«Μικρός άνθρωπος για μία τόσο μεγάλη πράξη...» κατέληξε ο Γιώργος σκεφτικός.

Είχε ένα μεγάλο κεφάλι με ελάχιστα μαλλιά, σαν αυγό, και βουλιαγμένα μάτια μέσα σε μόνιμους μαύρους κύκλους – ό,τι θα περίμενε κανείς από έναν επίτιμο διδάκτορα του Καίμπριτζ. Το υπόλοιπο σώμα του ήταν μάλλον κοντό και παχουλό αλλά δεν είχε σημασία• ο μόνος λόγος ύπαρξης αυτού του σώματος ήταν να στηρίζει το κεφάλι, όπως η αυγοθήκη το αυγό. Δεν εμφανιζόταν ποτέ χωρίς σκούρο κουστούμι, λουστραρισμένα παπούτσια και σφιχτό πουκάμισο, ενώ όταν ήθελε να διαβάσει, έβαζε κάτι γυαλιά σαν κιάλια – ό,τι θα περίμενε κανείς από μία παλιά καραβάνα του διπλωματικού σώματος. Δεν τον γνώριζα προσωπικά μέχρι πέρυσι που ήρθε ξαφνικά να με βρει, εμένα, έναν σκηνοθέτη ελαφρών κωμωδιών, με το σενάριο που έγραψε ξέχωρα από τα ‘σοβαρά’ του έργα και «έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει ταινία» - κάτι που δε θα περίμενε ποτέ κανείς από έναν υποψήφιο για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

«Απαγορεύεται, δηλαδή, και τα ανθρωπάκια να κάνουν κάτι ηρωικό; Έστω για μία φορά στη ζωή τους;» διαμαρτυρήθηκα. «Εξάλλου, δε γίνεται ν’ αλλάξουμε πάλι το φινάλε – ρε, μην καπνίζετε πάνω στα σκηνικά! – αν θες, κάν’ το, δηλαδή, όμως να δω πότε θα τελειώσουν τα γυρίσματα».

«Αφεντικό!» φώναξε κάποιος από τα γραφεία, «η Αλίκη στο τηλέφωνο!»

Έτρεξα και του άρπαξα το ακουστικό από το χέρι πετώντας το τσιγάρο σ’ ένα τασάκι που βρέθηκε στο δρόμο. «Αλίκη, πού είσαι;»

«Πού είμαι, Αλέκο μου;» νιαούρισε από την άλλη άκρη η φωνή της μέσα σε ήχους από αυτοκίνητα, γυναικείες ομιλίες και γέλια. «Έχω χαθεί, πού βρίσκομαι; Είπα να κάνω μια βόλτα απ’ το Πεδίο του Άρεως – δεν το ‘χω ξαναπερπατήσει ποτέ, λέω: Αλίκη, ντροπή είναι να μην ξέρεις την Αθήνα – και χάθηκα... Καλά, ε, ατέλειωτο είναι! Βγήκα από μια έξοδο, είμαι τώρα κάπου, δεν έχω ιδέα πού, ευτυχώς βρήκα αυτή την καλή κυρία με τα ψιλικά και με άφησε να τηλεφωνήσω – αχ, σας ευχαριστώ πάααααρα πολύ! Με καταϋποχρεώσατε!»

«Μην ανησυχείς» είπα σ’ αυτήν και στον εαυτό μου. «Πώς λέγεται ο δρόμος που είσαι;»

«Ξέρω κι εγώ; Δεν έχει όνομα, μπορεί και να ‘ναι η Αδριατική Οδός – με συγχωρείτε, πώς λέγεται αυτός ο δρόμος;... α, ούτε κι εσείς;... καλά, δεν πειράζει – ούτε η κυρία ξέρει, Αλέκο μου. Σου λέω, χάθηκα! Είμαι κάπου πίσω απ’ το Πεδίο του Άρεως, στα Σούρμενα, στο Σούνιο, τι είναι εδώ τέλος πάντων...»

«Ποια διαδρομή έκανες, βρε Αλίκη; Τι έχει εκεί κοντά;»

«Μπήκα από Πατησίων. Μετά περπάτησα, πέρασα μπροστά απ’ το άγαλμα με το λιοντάρι – ο Θεός να το κάνει λιοντάρι, δηλαδή, τον Καραμανλή μου θυμίζει – μετά είχε κάτι λεύκες, βγήκα σε μια παιδική χαρά, περάσαν δυο φορτηγά, πού είμαι;...»

Έπαιξα λίγο ακόμα το παιχνίδι της, μέχρι που αποφάσισε να δώσει τέλος στην παράσταση και να θυμηθεί το όνομα του δρόμου θριαμβευτικά. Η ανακάλυψή της πνίγηκε μέσα σε γέλια και χειροκροτήματα. Έκλεισα το τηλέφωνο λέγοντάς της να περιμένει εκεί κι έψαξα έναν βοηθό να πάει στου Γκύζη να την πάρει – όχι πολύ βιαστικά όμως, για να προλάβει να μοιράσει αυτόγραφα και να δώσει την παράστασή της. Με εκνεύριζε η Αλίκη, ώρες-ώρες με εκνεύριζε πολύ, όμως δεν μπορούσα να τη μεταχειριστώ διαφορετικά• ήταν το κέντρο του κόσμου.

Το ρολόι έδειχνε δύο και μισή όταν ο Γιώργος κι εγώ φύγαμε από τις εγκαταστάσεις της Αγίας Παρασκευής και βγήκαμε με το παλιό μου αυτοκίνητο στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Η λιακάδα και η ζέστη μαρτυρούσαν πως ο μήνας ήταν Ιούνιος, τα γεμάτα κόσμο λεωφορεία που κατέβαιναν για τη Γλυφάδα μαρτυρούσαν πως η μέρα ήταν Σάββατο, τα Παιδιά του Πειραιά που ακούγονταν συνεχώς από το ραδιόφωνο μαρτυρούσαν πως το ημερολόγιο έδειχνε 1960. Η μέρα ήταν για μπάνιο, όμως εμείς πηγαίναμε σε ένα γραφείο της Βουλής όπου είχαμε συνάντηση με τον πρωθυπουργό για μία ολόκληρη ώρα.



..................................................................


«Μόνο δέκα λεπτά μπορώ να σας δώσω», είπε ο Τάκης, «με το ρολόι», συμπλήρωσε απειλητικά. Τον διαβεβαιώσαμε να μην ανησυχεί καθόλου κι ότι θα ήμασταν σύντομοι. Δε φάνηκε να μας πιστεύει αλλά μας οδήγησε ως τη βαριά ξύλινη πόρτα τονίζοντας πάλι τα «δέκα λεπτά» πριν μας αφήσει να περάσουμε. Του το υποσχεθήκαμε και μπήκαμε στο γραφείο.

Ήταν πραγματικά ένας όμορφος άντρας, καμία έκπληξη που όλες μου οι φίλες τον είχαν ερωτευτεί. Δε χρειαζόταν αυτό το μεταξωτό σακάκι να τονίζει τους ώμους του ούτε αυτό το ρολόι στο τσεπάκι να τονίζει την κομψότητά του• δε χρειαζόταν ούτε αυτά τα πυκνά φρύδια να τονίζουν το βλέμμα του, ένα βλέμμα που ήταν δυνατό ακόμα και στις φωτογραφίες. Το κάθε τι μέσα στο γραφείο έμοιαζε προσανατολισμένο σ’ αυτόν. Το κόκκινο χαλί στο πάτωμα μάς οδήγησε κατευθείαν μπροστά του, το κρυστάλλινο φωτιστικό στο ταβάνι άστραψε μόλις αυτός σηκώθηκε από την πολυθρόνα, ακόμα κι ο Ελευθέριος Βενιζέλος από το κάδρο φάνηκε να υποκλίνεται.

«Κύριε Σακελλάριε» είπε και μου έσφιξε το χέρι με μία δυνατή χειραψία. «Γιώργο μου», έκανε κατόπιν και αγκαλιάστηκε με το φίλο μου. Με μία αεράτη κίνηση μάς έγνεψε να καθίσουμε. «Κύριοι, σας ακούω».

«Πρόκειται για την ταινία, κύριε πρόεδρε».

«Α ναι, μάλιστα. Αλήθεια, τι ακριβώς γυρίζετε;»

«Λοιπόν», του είπα, «είναι μία πρωτότυπη ταινία. Περιγράφει την ιστορία της Ελλάδας, μία διαφορετική ιστορία όμως, καμία σχέση με την πραγματικότητα».

«Με δυο λόγια;»

«Με δυο λόγια: βάζουμε το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να τελειώνει διαφορετικά. Η Σοβιετική Ένωση υποτίθεται ότι βγαίνει ενισχυμένη και κατακτά πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης – από την Πολωνία και τη Ρουμανία, μέχρι τη μισή Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία και τη Βουλγαρία».

«Πώς αυτό;»

«Να, υποτίθεται ότι στο Στάλινγκραντ τελικά κερδίζουν οι Σοβιετικοί. Έτσι το σκεφτήκαμε. Την κρίσιμη στιγμή, οι Ναζί δεν έχουν εφεδρείες να ρίξουν στη μάχη, οι Σοβιετικοί κρατάνε την πόλη και νικάνε. Μετά, καταλαβαίνετε, καταρρέει το Ανατολικό Μέτωπο, ο Κόκκινος Στρατός παίρνει στο κυνήγι τον Γερμανικό, φτάνει μέχρι το Βερολίνο. Όπως είχε γίνει παλιά και με τον Ναπολέοντα. Όμως δε σας βλέπω εντυπωσιασμένο».

«Μμμ… έχει τη λογική του, πάντως. Κι η Ελλάδα;»

«Βγαίνει εντελώς ρημαγμένη. Σαν να μην έφτανε αυτό, η επιρροή της – ισχυρής, μην το ξεχνάτε – Σοβιετικής Ένωσης οδηγεί σ’ έναν καταστροφικό εμφύλιο κι η χώρα καταντά αστυνομικό κράτος. Και με το ένα δέκατο του πληθυσμού της αφανισμένο, τα Διυλιστήρια των Επτανήσων όχι μόνο δεν αναπτύσσονται αλλά κλείνουν εντελώς μετά τον πόλεμο, η Βιομηχανική Ζώνη της Θήβας δεν υπάρχει ούτε στα χαρτιά, η Αδριατική Οδός δεν υπάρχει ούτε στα όνειρα, η χώρα παλεύει να σταθεί στα πόδια της. Α, ξέχασα να σας πω ότι η Ελλάδα είναι βασίλειο».

«Μάλιστα».

«Η ταινία στρέφεται γύρω από το νεαρό βασιλιά – έναν υποθετικό ανιψιό του Γεωργίου του Β’ – μόνο και μόνο σαν αφορμή για να δείξει παράλληλα την κατάσταση της χώρας».

«Και τι γίνεται τελικά;»

«Τελικά η χώρα πέφτει σε μόνιμη πολιτική αστάθεια από το ’65 και μετά, με αλλεπάλληλες αλλαγές κυβερνήσεων, παρακρατικές δολοφονίες και άλλα, μέχρι που κάποιοι συνταγματάρχες κάνουν πραξικόπημα και σκοτώνουν το βασιλιά (εδώ ο Γιώργος συμφώνησε γνέφοντας). THE END».

Ο πρωθυπουργός σούφρωσε τα φρύδια του δίνοντας άλλα πενήντα βατ δύναμης στο βλέμμα του και τελικά χαμογέλασε: «Μήπως παίζω κι εγώ στην ταινία;»

«Εσάς σας έχουμε κάνει υπουργό Δημοσίων Έργων, κύριε πρόεδρε», του απάντησα. «Όμως όταν τα πράγματα αγριεύουν, δραπετεύετε στο Παρίσι με ψεύτικο όνομα».

«Είναι απλά ένα διαφορετικό έργο», επενέβη ο Γιώργος. «Χωρίς ηθικά μηνύματα ή πολιτικές προεκτάσεις, μόνο να κεντρίσει τη φαντασία του θεατή. Να του πει: για σκέψου πώς θα ήταν σήμερα αν... Τίποτα περισσότερο».

«Μάλιστα. Ωραία. Κι εγώ τι μπορώ να κάνω για σας;»

«Κοιτάξτε, πρόκειται για τις σκηνές του πραξικοπήματος» του εξήγησα. «Προσπαθούσαμε να σκεφτούμε πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο στο μέλλον – σε εφτά ή οκτώ χρόνια από σήμερα, ας πούμε. Καταλήξαμε ότι τα άρματα μάχης θα καταλάβουν τα Ανάκτορα, το κτίριο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, το Πεντάγωνο και τη Βουλή. Απευθυνθήκαμε στον Υπουργό Εθνικής Αμύνης, όμως είπε ότι χρειάζεται να πάρουμε την άδειά σας γι’ αυτό• για τις σκηνές στη Λεωφόρο Αμαλίας, εννοώ».

«Με τεθωρακισμένα;»

«Μία ώρα φτάνει, κύριε πρόεδρε. Ίσως ούτε μία ώρα. Κάποιο πρωινό Κυριακής... Δε θα κόψουμε για πολύ την κυκλοφορία». Περίμενα ότι θα γκρίνιαζε και θα έκανε χιλιάδες ερωτήσεις, όμως έπεσα έξω. Απάντησε αμέσως:

«Με τίποτα. Βγάλτε το απ’ το μυαλό σας».

«Θα μεταφέρουμε τα άρματα ως τον Άγνωστο Στρατιώτη. Οι περαστικοί θα ενημερώνονται, κανείς δε θα τρομάξει, η κίνηση θα ρυθμίζεται από–» ξεκίνησα να λέω τις χιλιάδες απαντήσεις που είχα προετοιμάσει.

«Μην επιμένετε. Με τίποτα» είπε και σήκωσε το χέρι του. Σκέφτηκε λίγο και πρόσθεσε διστακτικά: «Κοιτάξτε, υπάρχει ένα πλαίσιο που θέλω να τηρήσω, πολύ αυστηρό πλαίσιο. Δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη, αν ήσασταν δημοσιογράφοι τώρα θα βγάζατε είδηση, όμως διεξάγονται διαβουλεύσεις για να προσχωρήσει και η Ελλάδα. Στη Συνθήκη. Της Ρώμης». Παύση.

Καταφέραμε αρχικά να μη δείξουμε ξαφνιασμένοι, όμως προσωπικά δεν αντέχω τις παρατεταμένες σιωπές, με διαλύουν, θέλω οπωσδήποτε να τις γεμίζω με ήχο: «Στη Συνθήκη της Ρώμης;» επανέλαβα χαζά. Ο Γιώργος με κοίταξε επιτιμητικά.

«Ναι. Προς τι η έκπληξη; Με τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη και τη βιομηχανική παραγωγή της Θήβας, προκαλούμε εδώ και χρόνια το ενδιαφέρον του Στρασβούργου, είναι γνωστό αυτό. Το Μιλάνο έχει ήδη ενωθεί με το Παρίσι και το Βερολίνο• τώρα, με την Αδριατική Οδό, ενώθηκε και με την Αθήνα. Ε, δεν είναι εύλογο το επόμενο βήμα; Άρση των δασμολογικών φραγμών;»

Είπαμε ορισμένα λόγια θαυμασμού, απ’ αυτά που πάντα πρέπει να λες σ’ έναν πολιτικό ή στην Αλίκη, κι ο πρωθυπουργός συνέχισε: «Ως εκ τούτου, αρνούμαι να επιτρέψω καταστάσεις που θυμίζουν τα χρόνια του Μεσοπολέμου, τότε που η χώρα ήταν ένα απέραντο φρενοκομείο και η πολιτική γινόταν στους δρόμους – θυμάσαι, έτσι;» ρώτησε τον Γιώργο που αναγκάστηκε να κουνήσει το κεφάλι καταφατικά. «Χρειάζεται προσοχή τώρα που θα επιχειρήσουμε να καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι με τη Γαλλία και τη Γερμανία. Να δώσουμε την καλύτερη εικόνα μας. Δεν πρέπει να φαίνεται ότι είναι απλό κάποιος να κόβει την κυκλοφορία στο κέντρο της Αθήνας, έστω και για μία κινηματογραφική ταινία – και θα σας θεωρήσω προσωπικά υπεύθυνους, κύριοι, αν διαρρεύσει η είδηση πριν τις επίσημες ανακοινώσεις».

Η πόρτα του γραφείου άνοιξε εκείνη τη στιγμή και μπήκε μέσα ο Τάκης, λες και ήταν συνεννοημένος. Στάθηκε και έδειξε με νόημα το ρολόι του.

«Λοιπόν...» είπαμε ο Γιώργος κι εγώ, εννοώντας ότι φεύγουμε αμέσως.

«Λοιπόν...» έκανε κι ο πρωθυπουργός καθώς σηκωνόταν από την πολυθρόνα του. Μας συνόδεψε μέχρι την πόρτα όπου ο Τάκης παραμέρισε ευχαρίστως για να περάσουμε. Καθώς αποχαιρετιζόμασταν, θυμήθηκε κάτι τελευταίο: «Υπουργός Δημοσίων Έργων... Πώς το σκεφτήκατε αυτό; Και τι είναι ο Υπουργός Δημοσίων Έργων, δηλαδή;»

«Α, κύριε πρόεδρε», είπε ο Γιώργος, «τυχαία έρχονται αυτές οι εμπνεύσεις• ίσως από τις φωτογραφίες σας στα εγκαίνια της Αδριατικής Οδού, ίσως από κάτι άλλο, μην του δίνετε πολλή σημασία. Το όλο νόημα είναι πως η Ελλάδα, υποτίθεται, έχει τέτοια καθυστέρηση ώστε ακόμα και για να κατασκευαστεί ένας εθνικός δρόμος χρειάζεται κάποιος σχετικός Υπουργός».

«Μάλιστα. Λοιπόν, κύριοι, η ταινία ακούγεται ενδιαφέρουσα. Μακάρι να βρω χρόνο να τη δω. Σας χαιρετώ και εύχομαι–». Δε μάθαμε ποτέ την ευχή του γιατί ο Τάκης βιάστηκε να μας κλείσει έξω.

Κοιτάξαμε τη βαριά ξύλινη πόρτα που έμοιαζε να μας κοιτάζει κι αυτή ειρωνικά. «Μήπως έπρεπε να είχαμε στείλει την Αλίκη;» ρώτησε ο Γιώργος.

Λίγη ώρα αργότερα ήμασταν καθισμένοι στο Ζάππειο και πίναμε τον καφέ μας. Είχαμε ήδη φιλοσοφήσει την κατάσταση και αποφασίσαμε ότι αν γυρίζαμε τις εξωτερικές σκηνές με τα τεθωρακισμένα, η ταινία θα γινόταν πολύ μεγάλη, καλύτερα έτσι, άσε που θα μας βγει και πιο φτηνά. Κατόπιν, μείναμε να κοιτάζουμε τους τουρίστες.

«Πολλοί Ιταλοί».

«Ναι, πολλοί Ιταλοί».

«Τώρα, με την Αδριατική Οδό, έρχονται γρήγορα, ακόμα και για σαββατοκύριακο», σχολίασα. «Ξεκινούν με το αυτοκίνητό τους το πρωί από τη Βενετία, κάνουν τη βόλτα τους, το βράδυ είναι στην Αθήνα. Γέμισε ο τόπος Ιταλούς, λες κι είμαστε στον πόλεμο», έκανα και μισοχαμογέλασα.

«Για πες».

«Ποιο;»

«Αυτό που θυμήθηκες. Κάτι έχεις στο μυαλό σου».

«Να… Είχαμε μετακομίσει τότε σ’ ένα σπιτάκι κοντά στην Πλατεία Καραθεοδωρή – λεγόταν ακόμα ‘Πλατεία Συντάγματος’ – και μόλις νύχτωνε, έβγαινε η ιταλική περίπολος. Πού πάνε; με ρωτούσε ο πιτσιρικάς του γείτονα. Στην Πλατεία Κάνιγγος, του έλεγα εγώ, να μετρήσουνε τις αρτίστες. Μερικές φορές έβγαινε και δεύτερη περίπολος λίγο αργότερα. Αυτοί πάνε να μαζέψουν τους πρώτους απ’ τις αρτίστες, του έλεγα. Ήταν μικρός, δεν καταλάβαινε». Γελάσαμε και οι δύο, ήμασταν μεγάλοι και καταλαβαίναμε.

Τέλειωσα τον καφέ μου και έμεινα για λίγο με διάφορες αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια του πολέμου, τότε που ήμουν νέος κι έβγαινα στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Η ζωή ήταν πιο ανέμελη τότε, όλα ήταν πιο όμορφα, το φαγητό πιο νόστιμο κι οι γυναίκες πιο αγνές – ή αντίστροφα. «Δεν μπορώ να τη συνηθίσω την Πλατεία έτσι όπως έγινε», γκρίνιαξα στο τέλος. «Θόρυβος, αυτοκίνητα, ψηλά κτίρια… Ο Καραθεοδωρής μού πήρε τις παλιές γειτονιές μου. Έχω κάνει καντάδες εκεί, ξέρεις, σ’ εκείνα τα σοκάκια».

Δύο Ιταλίδες πέρασαν φλυαρώντας από μπροστά μας. Η μία ήταν μελαχρινή και είχε σκουρόχρωμο δέρμα – σαν καφές με γάλα. Η άλλη έδειχνε πιο βόρεια, με αυτά τα μαλλιά που δεν ξέρεις αν πρέπει να τα πεις ‘καστανά’ ή ‘ξανθά’, και με ελαφρώς ηλιοκαμένη επιδερμίδα – σαν γάλα με καφέ. Πάντως και οι δύο είχαν ζάχαρη. «Έχει και τα καλά του ο Καραθεοδωρής», παρατήρησα.

«Ο Καραθεοδωρή», με διόρθωσε ο Γιώργος. «Έτσι πάει: ο Καραθεοδωρή, του Καραθεοδωρή, τον Καραθεοδωρή. Δεν κλίνεται».

«Α, ναι; Κι εσύ πού το ξέρεις;»

«Τον γνώριζα προσωπικά. Το ’36 που ξαναήρθε στην Ελλάδα, είχαμε δουλέψει πολύ οι δυο μας».

«Και ήταν τόσο σπουδαίος όσο λένε;»

Ο Γιώργος με κοίταξε για μια στιγμή. Κατόπιν άνοιξε τη βαριά δερμάτινη τσάντα που κουβαλούσε πάντα μαζί, έψαξε λίγο και ανέσυρε από το υπέδαφός της ένα κιτρινισμένο χαρτί. «Κράτα το με ευλάβεια. Μη ρωτάς πού το βρήκα».

Ήταν ένα γράμμα σε πολυτελές επιστολόχαρτο. Έριξα μια ματιά στο κείμενο, όμως εκτός από τη χρονολογία πάνω δεξιά, 1916, δεν κατάλαβα τίποτα άλλο. «Τι μου το δίνεις; Δεν ξέρω Γερμανικά».

Μου έδειξε την υπογραφή στο τέλος και προσπάθησα, με πολλή δυσκολία, να αποκρυπτογραφήσω τους καλλιγραφικούς χαρακτήρες. «Έιν… και κάτι άλλο. Στέιν, μήπως;… Α, τώρα κατάλαβα».

«Κάτσε, δώσ’ το μου να σου διαβάσω». Ήταν φανερό ότι ο Γιώργος δεν ήθελε να μένει το γράμμα του Αϊνστάιν σε ξένα χέρια για πολλή ώρα. «Κοίτα εδώ», είπε και μου έδειξε μία παράγραφο γεμάτη απ’ αυτές τις γερμανικές λέξεις που είναι πιο μακριές κι από την Αδριατική Οδό. Αγαπητέ συνάδελφε, κύριε Καραθεοδωρή, βρίσκω θαυμάσιο τον υπολογισμό σας. Αν θέλετε να μπείτε στον κόπο να μου εκθέσετε επιπλέον και τους ισομορφικούς μετασχηματισμούς, θα βρείτε σε μένα έναν ευγνώμονα και ευσυνείδητο ακροατή. Αν επιπλέον λύσετε και το πρόβλημα των κλειστών γραμμών του χρόνου, θα γονατίσω μπροστά σας με σταυρωμένα χέρια. Πίσω από αυτή την εργασία κρύβεται κάτι αντάξιο του ιδρώτα των αρίστων.

«Μάλιστα», είπα. «Άκου να δεις. Καλό. Τελικά, το έλυσε το πρόβλημα των κλειστών γραμμών του χρόνου;»

Το γράμμα θάφτηκε γρήγορα στα έγκατα της δερμάτινης τσάντας. Όχι τόσο γρήγορα όμως ώστε να μην προλάβω να δω ένα άλλο γράμμα μέσα. Ήταν στα Ελληνικά, άρχιζε: Αγαπητέ Γιώργο, και τέλειωνε: Δικός σου, Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή.

«Πάντως», είπα τελικά για ν’ αρχίσουμε καινούργια κουβέντα, «πιστεύω ότι η ταινία θα πάει καλά. Ίσως να μη γίνει μεγάλη επιτυχία, όμως θα κάνει εντύπωση».

«Δε χρειάζεται», σχολίασε ο Γιώργος. «Να γίνει μεγάλη επιτυχία, εννοώ. Και τελικά, ναι, το έλυσε – το πρόβλημα των κλειστών γραμμών του χρόνου, εννοώ».


...............................................................

Μέσα στον ήχο των αιγαιοπελαγίτικων κυμάτων άκουγε και κάποιες μακρινές κραυγές από γλάρους ή άλλα θαλασσοπούλια. Κοίταξε πέρα προς τον ορίζοντα ψάχνοντας να βρει τις μαύρες τελείες τους, όμως γύρω της υπήρχε μόνο το αψεγάδιαστο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας. Τράβηξε τα χέρια της από τη στιλπνή μπάρα της κουπαστής κι έστρωσε τα μαλλιά της άλλη μία φορά. Μάταιος κόπος. Ο αέρας ήταν πιο δυνατός και είχε αποφασίσει να της χαλάσει το χτένισμα και την αξιοπρέπεια. Στραβομουτσούνιασε• η μυτούλα της σούφρωσε καθώς πάσχιζε να μαζέψει τις ξανθιές τούφες που έπεφταν στο πρόσωπό της, έμπαιναν στα μάτια της, μαστίγωναν τα μάγουλά της. Ένα θάμπωμα είχε μείνει στο μέταλλο της μπάρας, εκεί που γράπωναν πιο πριν τα δάχτυλά της, το οποίο έσβηνε σιγά-σιγά όπως οι αναστολές της. Αν την έβλεπε κάποιος και ήταν άντρας, θα χαιρόταν με το γοητευτικό τρόπο που η κοπέλα έγερνε πάνω στην κουπαστή, σαν θηλυκό κλειδί του σολ, θα απολάμβανε ένοχα το περίγραμμα του κορμιού της κάτω από το λεπτό φόρεμα, και θα χαμογελούσε με τις άκαρπες προσπάθειές της να στρώσει τα μαλλιά της. «Άστα, άστα ανακατωμένα» ακούστηκε ξαφνικά πίσω της• την έβλεπε κάποιος. Και ήταν άντρας.

«Α! Μεγαλειότατε... δε σας είχα καταλάβει». Το ξάφνιασμά της ήταν τόσο ειλικρινές και το επιφώνημά της τόσο γνήσιο, ώστε ήταν φανερό ότι τον είχε καταλάβει και προετοίμαζε από ώρα αυτή την εκδήλωση αυθεντικής έκπληξης.

«Μην τα μαζεύεις. Όσο είσαι νέα, άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα. Ατίθασα».

Μία μανιασμένη ριπή φύσηξε εκείνη τη στιγμή και την ξεχτένισε για τα καλά, σαν να ήθελε να τονίσει τα λόγια της βασιλικής αυθεντίας. Η κοπέλα σκίρτησε και παραδόθηκε στις ορέξεις του ανέμου, παίρνοντας απόφαση ότι δεν μπορεί να νικήσει τις αρσενικές δυνάμεις της ζωής. «Βοριάς;» ρώτησε.

«Νοτιάς» απάντησε ο βασιλιάς και ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της, «κοίτα». Έπιασε ανάλαφρα μερικές ξανθές τούφες που έπαιζαν μπροστά στο πρόσωπό της και γλίστρησε τα δάχτυλά του επάνω τους. «Ο βορράς είναι εκεί». Το χέρι του τεντώθηκε σιγά-σιγά, μόλις λίγα εκατοστά από το χορταστικό της στόμα, δείχνοντας προς τον ορίζοντα. «Εκεί είναι ο Πειραιάς».

«Η γειτονιά μου».

Ο βασιλιάς ήρθε και στάθηκε δίπλα της με όλο τον εξοπλισμό του. Ρολόι που κόστιζε όσο και το σπίτι της, χρυσή καρφίτσα που είχε τόσα καράτια όσα και τα χρόνια της, κουστούμι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του, όπως και η σχέση τους. Την κοίταξε κατάματα και τράβηξε πιστόλι: «Πολύ μίζερη περιοχή για μία τόσο όμορφη γυναίκα».

Ένα κύμα έσκασε πάνω στην κουπαστή τρομάζοντάς την. Ο άνεμος έβαλε στόχο το φόρεμά της και προσπάθησε να το αρπάξει, να το ρίξει στα νερά του Αιγαίου. Η μία τιράντα γλίστρησε, το κάθε τι επάνω της κυμάτιζε, όμως η κοπέλα δεν έδειχνε να το καταλαβαίνει και προσηλώθηκε σε κάποιο σημείο του ορίζοντα κοιτάζοντας κάτι πίσω απ’ αυτόν. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα.

«Μπορείς να σβήσεις το παρελθόν», της είπε ο βασιλιάς. «Μπορείς να γεννηθείς απ’ την αρχή. Τώρα. Και για πάντα». Δάχτυλα μπλέχτηκαν μέσα σε δάχτυλα.

Η κοπέλα στράφηκε και ήταν ολόκληρη ένα μεγάλο ερωτηματικό. Είδε τα μάτια του να μπαίνουν στα δικά της και να διαβάζουν το μυαλό της: έβλεπαν τα παιδικά χρόνια ενός κοριτσιού σε μία φτωχική συνοικία, έναν αδερφό ξενιτεμένο στην Αυστραλία, ένα κρεβάτι με την εικόνα του Χριστού στο προσκεφάλι, μαθήματα στενογραφίας σε μία σχολή κάπου στην Κυψέλη... «Όμως, πώς; Αυτό δε γίνεται», του είπε δακρύζοντας. «Ο καλός πρίγκιπας που σώζει τη Σταχτοπούτα... μόνο στα παραμύθια! Εδώ είναι η αληθινή ζωή. Τι δουλειά έχουν τα πλούτη με τη φτώχεια; Τι δουλειά έχει το Τατόι με τα Χαμίνια; – ουπς! Με τα Καμίνια! Να, μωρέ, με τα Καμίνια ήθελα να πω... Καμίνια, Καμίνια, Καμίνια! Τι δουλειά έχει το Τατόι με τα Καμίνια; Το κατώι με τα λουστρίνια; Το ρολόι με τα λυθρίνια;»

«Το σκυλολόι με τα μπουρίνια!» φώναξε ενθουσιασμένος ένας κάμεραμαν.

«Εμ, με τέτοια τρικυμία θα πνιγεί κι ο καραβόσκυλος!» είπε η κοπέλα και τράνταξε τα σκηνικά της κουπαστής, κάτι που ήξερε καλά ότι δεν έπρεπε να κάνει.

«Το σόι με τα πατίνια, ίσως;» πρότεινε ο βασιλιάς.

«Αν τα ‘χε αυτά η γιαγιά μου...!» έκανε η κοπέλα μ’ ένα σοβαρό ύφος και όλοι έβαλαν τα γέλια. Ακόμα κι εγώ.

«Πολύ ωραίο, παιδιά» είπα, «υπέροχο. Φτου κι απ’ την αρχή πάλι, μου φαίνεται πως δε θα την τελειώσουμε ποτέ τη σκηνή. Και σχεδόν είχαμε ολοκληρώσει – το Τατόι με τα Καμίνια, σ’ αγαπώ, φιλί, αγκαλιά, τέλος».

«Φιλί, αγκαλιά, τέλος!». Η Αλίκη κατέβηκε, χώθηκε ανάμεσα στους τεχνικούς και ξεκίνησε μία καινούργια παράσταση. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω της χειροκροτώντας και σιγοντάροντας, στέλνοντάς μου ένα ξεκάθαρο μήνυμα: διάλειμμα για φαγητό. Έκανα μία απόπειρα ακόμα, είπα στο βασιλιά να συμμαζέψει την Αλίκη και να ανεβούν επάνω στα σκηνικά, όμως μου απάντησε ότι είμαι επίορκος και ότι ποτέ δε θα το κάνει. Οι ανεμιστήρες σταμάτησαν, οι ηχογραφημένοι γλάροι σώπασαν, και σιγά σιγά το καστ αναχώρησε για μπύρες και σάντουιτς. Κάποιος ήταν στημένος στην πόρτα και με περίμενε.

«Το ‘κανε πάλι το θαύμα της η Αλίκη;» ρώτησε ο Γιώργος.

«Τη μισώ αυτήν τη γυναίκα! Πού θα μου πάει όμως, θα την εκδικηθώ. Σκέφτομαι μία καινούργια ταινία μ’ αυτήν. Στη σκηνή της κορύφωσης δε θα ‘χει ούτε φιλί ούτε αγκαλιά. Θα τη βάζω να τρώει ένα ξεγυρισμένο χαστούκι. Μάλιστα! Και θα τους αναγκάσω να γυρίσουν ξανά και ξανά τη σκηνή: Αχ, δεν πέτυχε, βρε παιδιά, πολύ ψεύτικο μοιάζει, πάμε πάλι... Θα είναι το άλφα και το ωμέγα της σφαλιάρας, θα κοκκινίσει το–»

«Για έλα λίγο εδώ». Βγήκαμε στο διάδρομο, περπατήσαμε και βρήκαμε μία αποθηκούλα. «Θέλω να σου πω κάτι». Μπήκαμε, ανοίξαμε δρόμο μέσα από χαρτόκουτα, βαμμένες σανίδες και καλώδια, φτάσαμε σε δύο ψάθινες καρέκλες και καθίσαμε, αφού πρώτα κατεβάσαμε τις περούκες, τα φορέματα, τις στρατιωτικές στολές και το κομμένο κεφάλι Άρη Βελουχιώτη που είχαν επάνω. «Ξέρεις γιατί έγραψα αυτό το σενάριο;»

Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχα την παραμικρότερη ιδέα και του το είπα με το ύφος μου.

«Είναι ένας φόρος τιμής, αν και σκόπιμα τραβάω την προσοχή αλλού, δεν εμφανίζω τον πραγματικό πρωταγωνιστή. Όχι τίποτ’ άλλο, όμως με κατηγόρησες ότι δεν πιστεύω στο μικρό άνθρωπο. Δεν είναι έτσι. Έχω γνωρίσει κάποτε έναν μικρό άνθρωπο που ξεπέρασε τον εαυτό του. Έκανε τη μεγαλύτερη θυσία που μπορεί να κάνει ένας ήρωας».

«Σκοτώθηκε για την πατρίδα; Για την οικογένειά του; Για–»

Ο Γιώργος με έκοψε με ένα χαμόγελο. «Όχι, εννοώ μία ακόμα μεγαλύτερη θυσία». Πήγα να μιλήσω όμως με σταμάτησε πάλι: «Άκου, θέλω να σου διηγηθώ μία ιστορία που τυχαίνει να ξέρω μόνο εγώ. Ήμουν Διευθυντής Ξένου Τύπου τότε, μέσ’ στα πράγματα, είδα κι έμαθα πολλά».

«Πότε;»

«Τότε που η Ελλάδα παίχτηκε σε μια ζαριά».

Έγειρα πίσω, σταύρωσα τα πόδια και έπλεξα τα χέρια μου επάνω στην κοιλιά, όπως κάνω πάντα όταν μου λένε κάτι ενδιαφέρον.


...............................................................................

Μόνο τα τριζόνια, σαν άρρυθμα ρολόγια, ακούγονταν στην ερημιά της Κηφισιάς εκείνη τη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1940. Αν κάποιος ερχόταν από τη λεωφόρο, όπως αυτή η γυαλιστερή Μερσεντές για παράδειγμα, δε θα έβλεπε ούτε ψυχή στις άδειες αυλές, στα χωμάτινα πεζοδρόμια, στα παράθυρα των κοιμισμένων σπιτιών. Κι αν κατόπιν έστριβε σε κάποια πάροδο, όπως έκανε η Μερσεντές, τότε θα βυθιζόταν στην απόλυτη ησυχία, στην απόλυτη ακινησία. Θα χάνονταν και τα λίγα ηλεκτρικά φώτα της περιοχής, γκρίζα φαντάσματα θα γίνονταν οι μαντρότοιχοι, τα κυπαρίσσια, οι συρμάτινοι φράχτες, και θα έπρεπε να είχε κάποιος τα μάτια μιας γάτας για να βρει το δρόμο του στο σκοτάδι. Ή τους δυνατούς προβολείς της Μερσεντές. Το σπιτάκι με την απλή καγκελόπορτα δεν ξεχώριζε σε τίποτα από τα άλλα, μόνο ο φρουρός που πετάχτηκε στη θέα του αυτοκινήτου φανέρωνε ότι ο ένοικος μέσα δεν ήταν άλλος από τον Κυβερνήτη του Βασιλείου της Ελλάδος, δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Ένας σκύλος άρχισε να γαβγίζει κάπου μακριά όταν οι τρεις άντρες κατέβηκαν από το αυτοκίνητο, λες και ήξερε ότι απόψε θα άλλαζε ο κόσμος.

Ο ένας άντρας ήταν μεταφραστής και αγχωμένος. Φαινόταν ότι δεν του άρεσε καθόλου που βγήκε μπροστά και παρακάλεσε επίμονα το φρουρό να ξυπνήσει την Αυτού Εξοχότητα, κανονικά θα παρέμενε στη φυσική του θέση, ένα βήμα πίσω από όλους. Ο δεύτερος άντρας έπαιζε το ρόλο του σκιάχτρου• σκούρα στρατιωτική στολή, βλέμμα ακόμα πιο σκούρο και ακόμα πιο στρατιωτικό, ξίφος περασμένο στη ζώνη και ύφος που δε σήκωνε αστεία. Ο φρουρός ανησύχησε, όμως τελικά χτύπησε και ξαναχτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας, μην τολμώντας να σταματήσει τον Ιταλό Πρέσβη. Τον τρίτο άντρα.

«Ας περάσουν, είναι εντάξει» είπε το αγουροξυπνημένο κεφάλι του Μεταξά που ξεπρόβαλλε σε λίγο από μία πλαϊνή πόρτα υπηρεσίας. Οι άντρες πέρασαν από το χωμάτινο δρομάκι της αυλής, μπήκαν στο σπίτι και κάθισαν στο σαλόνι, όμως τίποτα δεν ήταν εντάξει. Ούτε η τσαλακωμένη ρόμπα που είχε ρίξει βιαστικά επάνω του ο Μεταξάς για να καλύψει ένα μάλλον φτηνό βαμβακερό νυχτικό, ούτε το πρόχειρο τσάι που σερβιρίστηκε εσπευσμένα για να κρατηθούν τα προσχήματα, ούτε η ώρα που ήταν 03:10 ενώ το κείμενο έπρεπε να είχε παραδοθεί δέκα λεπτά πιο πριν• ο Ντούτσε είχε διατάξει να δώσουν στους Έλληνες τρεις γεμάτες ώρες για να αποφασίσουν, προτού τα ιταλικά στρατεύματα κινηθούν στα σύνορα: Όθεν η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν το δικαίωμα να καταλάβη δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους, διάβασε ο Μεταξάς. Έβγαλε τα γυαλιά του, έτριψε τα μάτια του και τα ξαναφόρεσε, όμως το κείμενο παρέμεινε το ίδιο. «Οπότε, λοιπόν, έχομεν πόλεμον» είπε τελικά. Ο μεταφραστής εξήγησε τα λόγια του.

Ο Πρέσβης έσκυψε λίγο προς το μέρος του και είπε κάτι στα ιταλικά. «Όχι απαραιτήτως» ήρθε αμέσως η μετάφραση.

«Non, c'est necessaire». Αυτό το κατάλαβαν όλοι. «Vous etes le plus forts...». Το τσάι κρύωνε σιγά-σιγά ανέγγιχτο στις κούπες• ο μόνος από τους τέσσερις άντρες που φαινόταν να απολαμβάνει την όλη κατάσταση ήταν ο στρατιωτικός.

Ο Πρέσβης έκανε μία ακόμα προσπάθεια και μίλησε στη γλώσσα του, αυτήν τη γλώσσα που έμοιαζε φτιαγμένη για καλαμπούρια και καντάδες, όχι για τελεσίγραφα. «Σας ζητώ, με όλον τον σεβασμόν, να το σκεφθείτε πάλι. Μην πάρετε την απόφασιν τόσο–», εδώ ο μεταφραστής κόμπιασε και σχημάτισε μία-μία τις συλλαβές, «–παρορμητικώς».

Είδαν τον Κυβερνήτη της Ελλάδος να σηκώνεται κουρασμένα και να πηγαίνει προς την πόρτα του σαλονιού. Είπε κάτι χωρίς να τους κοιτάξει, την άνοιξε και βγήκε έξω. «Επιτρέψετέ μου», εξήγησε ο μεταφραστής.

Ο Μεταξάς έκλεισε πίσω του την πόρτα και περπάτησε σ’ ένα μικρό χωλ, το οποίο ίσα-ίσα χωρούσε μία εταζέρα με καθρέφτη, ένα σκαμνάκι, ένα σκαλιστό εκκρεμές με κούκο και μία τηλεφωνική συσκευή στερεωμένη στον τοίχο. Άναψε τη λάμπα πετρελαίου επάνω στην εταζέρα, έβαλε το ακουστικό στο αυτί του και σχημάτισε έναν αριθμό. Το τηλέφωνο χτύπησε και ξαναχτύπησε κάπου στο άπειρο. Μετά από πολλή ώρα, το σήκωσε κάποια κουρασμένη φωνή: «Ναι;... Ποιος είναι;»

«Εγώ. Ήρθεν η στιγμή. Όπως ακριβώς εφοβούμεθα», είπε ο Μεταξάς.

Ο άλλος ξεφύσησε και μετά έμεινε σιωπηλός. «Πότε;» ρώτησε τελικά.

«Σε τρεις ώρες – ούτε καν σε τρεις. Τους έχω εδώ, μόλις μου επαρέδωσαν το τελεσίγραφον».

Παύση. Μέσα στην ησυχία, το τικ-τακ του εκκρεμούς ακουγόταν τραγικό σαν την εισαγωγή από την Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν. «Ο Θεός βοηθός...»

«Θα αντισταθώμεν!» απάντησε αποφασιστικά ο Μεταξάς. «Έχουμε οχυρώσει την Βόρειον Ελλάδα, ο λαός θα σπεύσει να ενισχύσει το στράτευμα, η αθλιότης των Ιταλών θα αποκρουσθεί και ο Ντούτσε των θα λάβει μίαν δυσάρεστον έκπληξιν!»

«Μάλιστα, Εξοχώτατε».

«Το πολύ-πολύ να επιτύχουν μερικές αρχικές νίκες. Κατόπιν ο ρους του ποταμού θα αντιστραφεί και θα τους πετάξομεν εις τα βουνά της Αλβανίας».

«Συμφωνώ απολύτως, Εξοχώτατε. Και πόσο λέτε ότι θα περιμένει η 12η Στρατιά του φον Λιστ μέχρι να επέμβει; Ένα μήνα; Δύο μήνες; Τρεις;»

Έγινε η σιωπή του σκακιστή που δε βλέπει καμία διέξοδο για να αποφύγει το ματ. «ΟΧΙ!» φώναξε τελικά ο Μεταξάς, θέλοντας σκόπιμα να ακουστεί και στο διπλανό δωμάτιο, «ακόμα κι έτσι. Διότι υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει να πολεμήσει. Έστω και χωρίς ελπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει. Και όλοι θα λένε μετά: ήρως ως Έλλην!»

«...εσείς ξέρετε...»

«Δηλαδή, κύριε Σεφεριάδη, πιστεύετε ότι πρέπει να προδώσομεν ιδεώδη αιώνων;»

Ο συνομιλητής του Μεταξά αναστέναξε. «Τι να πω, Εξοχώτατε... Πάντως, η χώρα θα περάσει μαύρα χρόνια υπό γερμανική κατοχή».

«Προσωρινώς. Ο Άξων θα νικηθεί, κατά πάσα πιθανότητα».

«Κατά πάσα πιθανότητα. Αλλά ποιος ξέρει με τι κόστος... Θέλω να πω, υπάρχει ο κίνδυνος να νικηθεί η Σβάστικα και να θεριέψει το Σφυροδρέπανο. Και συντόμως ο Φύρερ θα επιτεθεί ανατολικώς. Ίσως οι μεραρχίες που θα κρατήσει απησχολημένες στα Βαλκάνια να είναι αυτές που θα του στερήσουν τη Μόσχα. Δεν αποκλείεται καθόλου. Όταν ο Ερυθρός Στρατός αντεπιτεθεί, οι συνέπειες θα είναι...;»

«Φοβερές», ψιθύρισε ο Μεταξάς.

«Απ’ όπου περάσει, δεν πρόκειται να φύγει. Και ποιος ξέρει τι θα γίνει στη δική μας χώρα, ακόμα κι αν γλιτώσουμε τον ερυθρό ζυγό...»

«Όμως ο ηγέτης έχει καθήκον να πράττει το σωστό με οποιοδήποτε κόστος, έτσι δεν είναι;» ρώτησε περισσότερο τον εαυτό του παρά το συνομιλητή του ο Μεταξάς, πασχίζοντας να ξεδιαλύνει το νόημα των λέξεων. Καθήκον! Αυτό το ήξερε καλά από τα χρόνια της φοίτησής του στη Γερμανική Στρατιωτική Ακαδημία, τότε που ‘Ουδέν Πρόβλημα Άλυτον Δια Τον Ιωάννην Μεταξάν’ υπήρχε. Κόστος! Κι αυτό το είχε μάθει στη ζωή του, περισσότερο απ’ όσο θα ήθελε. Οι αριθμοί πέρασαν μπροστά από τα μάτια του, 1897, 1915, 1922... Ήξερε τι κόστος έχει το κόστος. Ηγέτης! (Σιγά τον ηγέτη! σάρκασε ενδόμυχα). Πού χαράζει τώρα τη χρυσή τομή ο Ηγέτης ανάμεσα στο Καθήκον και το Κόστος;

«Ακούστε, κύριε Σεφεριάδη, εσείς τον εγνωρίζατε καλά», είπε χαμηλόφωνα ο Ηγέτης των εκατόν πενήντα οκτώ εκατοστών ύψους. «Με είχατε διαβεβαιώσει ότι είναι αλήθεια, ότι αυτή η συσκευή όπου εκατασκεύασε μπορεί να ταξιδεύσει εις τον χρόνον, έτσι δεν είναι;»

«Για τον Καραθεοδωρή μιλάτε, Εξοχώτατε; Την έχω ακόμα τη συσκευή του, εδώ στην αποθήκη. Όμως δεν ξέρω αν λειτουργεί».

«Μπορεί κάποιος να λάβει γνώσιν του μέλλοντος μ’ αυτήν;»

«Θεωρητικώς, ναι. Θα μπορούσε να δει σκόρπιες εικόνες από κάποιο πιθανό μέλλον - έτσι μου ‘χε πει αυτός. Οι κλειστές γραμμές του χρόνου διακλαδίζονται σε κάποια κομβικά σημεία και δημιουργούν πολλά πιθανά μέλλοντα».

«Σας ζητώ να το κάμετε τώρα. Να την βάλετε εις λειτουργίαν και να μου αναφέρετε ό,τι δείτε για τη χώρα μας μετά το πέρας του καταραμένου πολέμου που θα προκύψει εάν απορρίψομεν το άθλιον τελεσίγραφον».

Το τηλέφωνο δίστασε για μία στιγμή. «Αν το θέλετε…». Δίστασε ακόμα μια φορά. «Όμως συγκρατήστε τις ελπίδες σας, δεν τόλμησα να το κάμνω αυτό ως τώρα. Ίσως και να μη γίνει τίποτα».

«Σας περιμένω. Όσο χρειασθεί».

Ένας ελαφρύς γδούπος ακούστηκε, η άλλη άκρη του τηλεφώνου ακούμπησε σε κάτι μαλακό. Μετά ησυχία• οι χτύποι του εκκρεμούς κρατούσαν το ρυθμό της, έναν ρυθμό που έμοιαζε να γίνεται όλο και πιο αργός. Υπήρχαν τόσα πολλά τικ και τακ μέσα σ’ εκείνο το ρολόι!… Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε είχε αρχή, μέση και τέλος, κάθε λεπτό διαρκούσε ώρες. Το μόνο που σκεφτόταν ο Μεταξάς ήταν ότι, αν κάπνιζε, τώρα θα έκανε οπωσδήποτε τσιγάρο.

Μετά από αιώνες αναμονής που κράτησαν λίγα λεπτά, ο Κυβερνήτης της Ελλάδος άκουσε βήματα από την άλλη άκρη του τηλεφώνου, και αμέσως μετά μία λαχανιασμένη ανάσα. «Λοιπόν; Εντάξει; Πείτε μου, πείτε μου!».

«Ε… εντάξει», είπε η ανάσα. «Νομίζω, τουλάχιστον. Αν και η συσκευή σταμάτησε ξαφνικά, μάλλον δε θα ξαναλειτουργήσει. Πάντως πρόλαβα και–»

«Τι είδατε; Πείτε μου».

Η ανάσα πήρε μια ανάσα και άρχισε να ψιθυρίζει: «Είδα φτώχεια, μεγάλη φτώχεια… Οι άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους από την πείνα, τους μαζεύαν με τα κάρα και τους έριχναν σε πρόχειρα σκαμμένους λάκκους… Είδα έναν φριχτό εμφύλιο… Αδερφό να σκοτώνει αδερφό, τους κομμουνιστές επάνω στα βουνά της Πίνδου με το στρατό τους… Οπλοφόρους μέσα στην Αθήνα… Μετά είδα χωροφύλακες, παντού… Ήταν περισσότεροι απ’ τους πολίτες… Οι κομμουνιστές είχαν νικηθεί και δρούσαν υπόγεια… Είδα πορείες και επεισόδια μέσα στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη… Συνέχεια πορείες, ατέλειωτες… Και το Παλάτι να προσπαθεί συνεχώς να κατευθύνει τα πάντα… Είδα τραμπούκους και αποβράσματα του Παλατιού να κατασκοπεύουν βουλευτές… Ξυλοδαρμούς, ακόμα και δολοφονίες… Έναν νεαρό βασιλιά, με πολύ λίγο μυαλό στο κεφάλι, να συνωμοτεί εναντίον της Κυβέρνησης… Είδα τις πλεκτάνες μέσα στις Ένοπλες Δυνάμεις… Κομμουνιστές αξιωματικοί, βασιλικοί αξιωματικοί, ο καθένας να σκάβει το λάκκο του άλλου… Μετά είδα τις Κυβερνήσεις να πέφτουν συνεχώς, τον κόσμο να είναι μόνιμα στους δρόμους… Κάποιοι συνταγματάρχες έκαναν πραξικόπημα… Είδα τα τεθωρακισμένα στην Πλατεία Συντάγματος… Στα Ανάκτορα… Τους συνταγματάρχες να ζητάνε από το νεαρό βασιλιά να αναγνωρίσει το πραξικόπημα…»

«Και μετά;» ρώτησε ο Μεταξάς.

«Μετά δεν ξέρω, εκεί ακριβώς έπαυσε η συσκευή. Αυτά είχα να σας πω».

Ο ένας από τους δύο συνομιλητές αναστέναξε, όμως κανείς δεν κατάλαβε ποιος. Το τικ με το τακ ξαναενώθηκαν στο εκκρεμές, εκμηδένισαν το διάστημα ανάμεσά τους και άρχισαν να τρέχουν γοργά. Λες και πάσχιζαν να φτάσουν στη στιγμή της μεγάλης απόφασης. «Θα αναφέρεστε σε όλα τα βιβλία Ιστορίας του μέλλοντος, Εξοχώτατε» είπε ο αόρατος συνομιλητής ανησυχώντας για τη σιωπή. «Όχι ως ο θεμελιωτής του Αστικού Κώδικος, αλλά ως ο ήρως Μεταξάς».

«Ο ήρως Μεταξάς», επανέλαβε ο ίδιος. «Ενώ άλλως...» συνέχισε, θέλοντας να αποφύγει το συμπέρασμα.

«Άλλως θα είστε ένας κατάπτυστος προδότης. Ένας δειλός. Που το μόνο όπου προσέφερε στο έθνος ήτο ο Αστικός του Κώδιξ».

Ο καμπανιστός ήχος πορσελάνης ακούστηκε πίσω από την κλειστή πόρτα. Κάποιος είχε ρίξει ζάχαρη στο τσάι και ανακάτευε με το κουταλάκι. Κάποιος καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα και δεν άντεχε να περιμένει. «Και θα πρέπει για ένα ίσως, για ένα πουκάμισο αδειανό, να θυσιάσω το όνομά μου; Ο Αστικός Κώδιξ θα σώσει τη βουλιαγμένη μου υπόληψη;»

«Σίγουρα όχι. Βουλιάζει κανείς όταν σηκώνει τις μεγάλες πέτρες... Δεν ξέρω, ίσως υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες κάποιος οφείλει να θυσιαστεί. Έστω και χωρίς την παρηγοριά της μελλοντικής δόξας. Μόνον διότι πρέπει. Αλλά και πάλι, τι να σας πω...». Μία γυναικεία φωνή μουρμούρισε νυσταγμένα από την άλλη άκρη της γραμμής, «έλα κοιμήσου, κοιμήσου, δεν είναι τίποτα» είπε ψέματα ο συνομιλητής του Μεταξά και ξαναγύρισε στο τηλέφωνο: «Βρίσκεστε στο κομβικό σημείο του χρόνου, Εξοχώτατε. Με μία σας λέξη αλλάζει ο κόσμος. Και δεν ξέρω αν θα γίνει καλύτερος ή χειρότερος, δεν ξέρω... Ό,τι σας φωτίσει ο Θεός».

Ο Μεταξάς έκλεισε το τηλέφωνο νιώθοντας ακόμα μεγαλύτερη απόγνωση απ’ ό,τι προηγουμένως. Μία ήπια ιταλική επικυριαρχία, επαίσχυντη όμως και επονείδιστη. Μία εκδικητική γερμανική κατοχή που θα ισοπεδώσει τη χώρα, αφήνοντάς την όμως με την ικανοποίηση της ηθικής νίκης – δηλαδή, της ήττας. Και ο ίδιος; Που μετρούσε ο ίδιος σε όλα αυτά; Προχώρησε και στάθηκε λίγο μπροστά στον καθρέφτη της εταζέρας. Τόσο μα τόσο κοντός!... Και άχαρος, ακοινώνητος, ασήμαντος. Ανύπαρκτος στις κοινωνικές συνευρέσεις, σαν το μηδέν στον κόσμο των αριθμών, καταραμένος εκ γενετής να είναι μόνιμα ένα άλφα στερητικό. Αν ήξερε τουλάχιστον ότι η Ιστορία θα τον επισκεπτόταν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, θα φορούσε το καλό του κουστούμι και θα χτένιζε τα μαλλιά του. Θα παρουσιαζόταν ξυρισμένος και ευπρεπής, κατά πώς πρέπει. Και τώρα που τα λεπτά περνούσαν, τώρα που πλησίαζε η έκτη πρωινή, τώρα που οι ιταλικές μεραρχίες ήταν συγκεντρωμένες λίγα μίλια έξω από την Καστοριά, τώρα πώς να ανταποκριθεί στο πεπρωμένο με μόνα εφόδια την άθλια ρόμπα και τις παντόφλες του; Ήρως με παντόφλες, πού ακούστηκε; Προχώρησε στην πόρτα του σαλονιού, την άνοιξε και κοίταξε τους τρεις άντρες που τον κοίταξαν κι αυτοί.

«Κύριοι», ανακοίνωσε στα γαλλικά για να μη χρειαστεί μετάφραση, «έλαβα την απόφασίν μου».


Διάγγελμα Ιωάννου Μεταξά

Αθήνα, 28 Οκτωβρίου 1940

Η στιγμή επέστη που θα επιλέξομεν στρατόπεδον δια την ακεραιότητα της Ελλάδος. Η Ιταλία πάραυτα μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν την άδειαν προς ελευθέρα διέλευση τμημάτων του στρατού της. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ το αίτημα αυτό δίκαιον και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται αξιοπρεπή και πολιτισμένον. Όλον το Έθνος ας διευκολύνει σύσσωμον τις κινήσεις των ιταλών συμμάχων ημών. Αναλογιστείτε την Πατρίδα, τας γυναίκας και τα παιδιά σας.


Νυν υπέρ πάντων ο ιταλικός αγών.

6 σχόλια:

  1. Δεν το πιστεύω ότι δεν έχει αφήσει κανείς σχόλιο εδώ! Ρε συ, είσαι απίθανος! Ντροπή μου που το λέω, αλλά ενώ εσύ διαβάζεις τακτικά το μπλογκ μου, εγώ πρώτη φορά κάθησα να σκαλίσω λίγο το δικό σου - και βρίσκω θησαυρούς!

    Πάρα πολύ μου άρεσε η αναφορά στον Καραθεοδωρή και τον Άινσταιν! Συνέχισε να γράφεις, μ' αρέσεις!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ για τα καλά λόγια. Υπερβάλλεις, βέβαια, και δε θα 'πρεπε να το κάνεις αυτό σε έναν φτωχό και μόνο μπλόγκερ που γράφει αποκλειστικά για το κέφι του, ευχαριστώ όμως παρόλα αυτά.

    Μόλις συμπεριλήφθηκες τιμητικά στην κλήρωση για το Πρωτοχρονιάτικο Ούμπικ: οικολογικό, τετράθυρο, ζάντες χρωμίου, χαμηλή κατανάλωση καυσίμου, κανένας κίνδυνος εάν ακολουθήσεις τις οδηγίες χρήσης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος8/9/09

    Εμένα πάλι που σε παρακολουθώ, δεν με εξέπληξες! Τώρα κατάλαβα γιατί αργούσε η συνέχεια από τους Έλληνες στο διάστημα.
    Εμείς αγαπούμε Ηλία, θέλουμε κι άλλο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Παλιό είναι, κ. Δύτη, ευχαριστώ πάντως. Το είχα βγάλει γιατί υπήρχε μία περίπτωση να πάει τυπογραφείο, όμως βαρέθηκα να περιμένω και το αναδημοσιεύω για να υπάρχει κάπου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Γράφεις όμορφα. Αντί για εναλλακτικά μέλλοντα, εναλλακτικά παρελθόντα. Πολύ ΕΦ κι εσύ, ε;
    Το συγκεκριμένο μου άφησε μία γεύση ημιτελούς όμως...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ναι, είναι αλήθεια ότι ο Ήρως χωράει περισσότερη ανάπτυξη, έχει και κάποια μικρά κενά στην πλοκή. Με περιόριζε κι ένα όριο 7.000 λέξεων για το (ελληνικό) Asimov's, κανονικά θα έπρεπε να το κάνω νουβέλα, τουλάχιστον στο διπλάσιο μήκος.
    Αν σου αρέσει και εμπνέεσαι, μπορείς να το πάρεις και να το αναπτύξεις - ελεύθερα, είναι ΔΧ.

    Η ΕΦ είναι πώρωση από τα παιδικά μου χρόνια.

    Βλέπω ότι έχεις κι ορισμένα εκλεκτά μουσικά γούστα - μην αμελήσεις να πας στο τέλος της σελίδας και ν' ακούσεις ωραία τραγούδια του David Surkamp.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.