- Τι ακούμε;
- Ρίτσαρντ Στράους, Also Sprach Zarathustra. Καλό, ε;
- Εντυπωσιακό. Λοιπόν, Σταν, άκου την ιδέα μου για την ταινία: θ’ αρχίζει στην Αφρική πριν 4.000.000 χρόνια…
- Ορίστε;
- Μάλιστα. Το σκέφτηκα από τον Χανουμάν στη Ραμαγιάνα, τη διαβάζω τώρα τελευταία.
- Τι να σου πω, Άρθουρ… Θα φτιάξουμε σίγουρα κάτι πρωτότυπο! Ο Χανουμάν δεν ήταν ο θεός-πίθηκος της ινδικής μυθολογίας;
- Ακριβώς.
- Ρίτσαρντ Στράους, Also Sprach Zarathustra. Καλό, ε;
- Εντυπωσιακό. Λοιπόν, Σταν, άκου την ιδέα μου για την ταινία: θ’ αρχίζει στην Αφρική πριν 4.000.000 χρόνια…
- Ορίστε;
- Μάλιστα. Το σκέφτηκα από τον Χανουμάν στη Ραμαγιάνα, τη διαβάζω τώρα τελευταία.
- Τι να σου πω, Άρθουρ… Θα φτιάξουμε σίγουρα κάτι πρωτότυπο! Ο Χανουμάν δεν ήταν ο θεός-πίθηκος της ινδικής μυθολογίας;
- Ακριβώς.
Ο Αρχηγός ήταν δυνατός και όλες ήταν ξετρελαμένες μαζί του – τα καλά της εξουσίας. Αρκετοί όμως είχαν φτάσει να τον αμφισβητούν και έπρεπε να έχει το νου του – τα κακά της εξουσίας. Ούτως ή άλλως έπρεπε να έχει συνεχώς το νου του και στους κινδύνους της νύχτας που δε συγχωρούσαν αφηρημάδες. Αυτός όμως δεν είχε νου γιατί ήταν ένα δίποδο τριχωτό πλάσμα, πιο κοντά σε πίθηκο παρά σε άνθρωπο, που τριγυρνούσε σ' ένα μικρό κομμάτι σαβάνας όλη μέρα κυνηγώντας μικρά θηλαστικά και κρυβόταν όλη νύχτα από τα μεγάλα αιλουροειδή.
Εκείνη τη μέρα είχαν βρει ένα μισοφαγωμένο κουφάρι αντιλόπης, κατάλοιπο από το κυνήγι κάποιων λιονταριών, κι έπεσαν πάνω του με τη λυσσασμένη πείνα αυτών που έχουν φτάσει στα όρια της λιμοκτονίας. Όταν ξεκίνησαν μετά για το νερόλακκο, είχαν αφήσει πίσω τους ένα εντελώς φαγωμένο κουφάρι αντιλόπης. Ο Αρχηγός χάρηκε, ήξερε ότι μ’ αυτό το δώρο των λιονταριών κανείς δε θα τον δάγκωνε απροειδοποίητα ως αύριο. Ίσως και κάποιο θηλυκό να ερχόταν το βράδυ να τον ξεψειρίσει – αν τους άφηνε ήσυχους η μεγάλη γάτα που τριγυρνούσε στην περιοχή.
Ο νερόλακκος όμως ήταν πιασμένος από μία άλλη ομάδα πιθήκων που άρχισαν να μουγκρίζουν και να ουρλιάζουν φρενιασμένα μόλις τους είδαν. Ο Αρχηγός κύρτωσε τους ώμους και βγήκε μπροστά να διεκδικήσει το χώρο. Παρόλο που ο αντίπαλος αρχηγός είχε μακρύτερο σαγόνι και δυνατότερα πόδια, ξεκίνησε αμέσως ένα χορό θανάτου γύρω του με δοκιμαστικές νυχιές και σπασμωδικά πηδηματάκια. Ο άλλος τελικά υποχώρησε απρόθυμα – δεν ήθελε να ριψοκινδυνέψει τη στιγμή που η δική του ομάδα ήταν ξεδιψασμένη. Ο Αρχηγός προχώρησε επιφυλακτικά στην άκρη του λάκκου και, προσεκτικά, βούτηξε το στόμα του στο νερό δίνοντας το σύνθημα και στους υπόλοιπους. Ήπιαν όλοι και τράβηξαν για το λημέρι τους, αφού αντάλλαξαν με τους παρείσακτους μερικά ακόμα φρενιασμένα ουρλιαχτά.
Περνούσαν τη νύχτα σε μία ρηχή σπηλιά που είχαν ανακαλύψει στον κοντινό λόφο. Εκεί έπαιρναν λίγες δόσεις ανήσυχου ύπνου, με τα αυτιά τους συνεχώς τεντωμένα. Αν η μεγάλη γάτα τούς ανακάλυπτε, έπρεπε να βάλουν κάθε νύχι και δόντι που είχαν για να της κάνουν τη ζωή δύσκολη και να τη διώξουν. Σίγουρα οι νύχτες τους δεν ήταν ζηλευτές, ούτε και οι μέρες τους εξάλλου...
Όμως αυτή τη συγκεκριμένη νύχτα, ίδια φαινομενικά με όλες τις άλλες, κάτι γινόταν έξω που δεν είχε να κάνει με νυχτοπούλια και αιλουροειδή. Τα αυτιά τους έπιαναν μικρούς περίεργους ήχους που δεν είχαν ξανακούσει, τα μάτια τους προσπαθούσαν μάταια να διαπεράσουν το πυκνό σκοτάδι και ο νυχτερινός αέρας μύριζε... άγνωστο. Κούρνιασαν όλοι μαζί μ’ ένα φόβο διαφορετικό απ’ όλους όσους είχαν ζήσει ως τότε, μην ξέροντας τι να περιμένουν από το σκοτάδι. Αυτή τη νύχτα κοιμήθηκαν ελάχιστα.
Τελικά δεν έγινε τίποτα. Καμία απειλή δεν μπήκε από το άνοιγμα της σπηλιάς και με το πρώτο φως της μέρας η νυχτερινή αγωνία διαλύθηκε εντελώς. Βγήκαν έξω επιφυλακτικοί και κουρασμένοι, σκοντάφτοντας αδέξια στους γνωστούς βράχους. Ο ανατολικός ορίζοντας είχε χαράξει κι ο κόσμος ετοιμαζόταν να ξαναδημιουργηθεί από την αρχή.
Τότε τον είδαν.
Ήταν ψηλός, πολύ ψηλός. Δέσποζε τρομακτικός πάνω από τα τριχωτά τους κεφάλια και είχε το χρώμα της νύχτας. Το ανησυχητικό όμως ήταν πως οτιδήποτε επάνω του έδειχνε ξένο – προς τη σαβάνα, τη ζωή τους, τον κόσμο τους. Η ομάδα ξέσπασε αμέσως σε κραυγές πανικού προσπαθώντας να τον εξευμενίσει ή να τον φοβίσει, όμως αυτός παρέμεινε ακίνητος και απειλητικός.
Ο Αρχηγός τον πλησίασε, νικώντας στιγμιαία το φόβο του, όμως αμέσως τινάχτηκε μακριά περιμένοντας κάποια συμφορά να πέσει επάνω του. Είδε ότι συνέχισε να είναι ζωντανός και τόλμησε να τον ξαναπλησιάσει, κάνοντας ένα βήμα παραπάνω από πριν. Το τελετουργικό αυτό κράτησε πολλή ώρα• βήμα-βήμα ο Πίθηκος πλησίαζε το Μονόλιθο μέχρι που βρέθηκε εντελώς μπροστά του.
Τόλμησε να τον αγγίξει.
Μία στιγμή μόνο κράτησε η επαφή. Ο Αρχηγός ούρλιαξε τρομαγμένος κι έφυγε πανικόβλητος, σαν να τον κυνηγούσε η μεγαλύτερη αγριόγατα της σαβάνας. Οι υπόλοιποι της ομάδας μούγκρισαν γοερά, ψάχνοντας να βρουν ποιο φοβερό κακό τούς έτυχε. Μετά από λίγη ώρα ηρέμησαν και κατάλαβαν πως όλα ήταν όπως τα ήξεραν. Δε θα μπορούσαν να κάνουν μεγαλύτερο λάθος.
Συνέβη λίγο αργότερα, όταν ο Αρχηγός σκάλιζε το χθεσινό κουφάρι της αντιλόπης μήπως και βρει κάποιο τελευταίο κομμάτι σάρκας. Κρατούσε ένα μακρύ μηριαίο οστό και ετοιμαζόταν να ρουφήξει το μεδούλι, ώσπου κάτι καινούργιο άρχισε να σχηματίζεται στο πρωτόγονο μυαλό του. Σήκωσε το κόκαλο και το κοίταξε, ένιωσε το βάρος του. Το κούνησε δοκιμαστικά δυο-τρεις φορές και βρήκε έναν τρόπο να το ελέγχει με τα δάχτυλά του. Από αυτήν τη στιγμή και μετά, έπαψε να είναι πίθηκος.
Όταν η ομάδα πήγε πάλι στο νερόλακκο, είδε τους παρείσακτους να περιμένουν κι ένιωσε την εχθρότητά τους στον αέρα. Αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένοι να μην κάνουν καμία παραχώρηση. Ο Αρχηγός πλησίασε τον αντίπαλό του με το κόκαλο στο χέρι, μέσα σε ουρλιαχτά, φωνές, κραυγές και μουγκρητά. Ο άλλος δεν εντυπωσιάστηκε από την καινούργια αυτή τεχνολογία• ήξερε ότι ήταν δυνατότερος και σε μία μάχη σώμα με σώμα θα επικρατούσε. Όταν το κόκαλο κατέβηκε με πολλαπλασιασμένη δύναμη και του τσάκισε το κρανίο, ξεψύχησε αμέσως.
Οι παρείσακτοι ούρλιαξαν μόλις είδαν το φονικό και οπισθοχώρησαν φοβισμένα, ενώ ο Αρχηγός σήκωσε το κόκαλο πάνω από το κεφάλι του με κραυγές θριάμβου. Του ανταπέδωσαν οι υπόλοιποι της ομάδας του, χοροπηδώντας με χαρά και φόβο ανάμεικτα• πλέον ο Αρχηγός έμοιαζε τρομερός και πανίσχυρος, ενώ τα θηλυκά που τον κοιτούσαν είδαν τον κατάλληλο γονιό για τα παιδιά τους. Αφού χτύπησε μερικές φορές ακόμα το νεκρό σώμα του αντιπάλου του, ο Αρχηγός πέταξε ενθουσιασμένος το κόκαλο στον αέρα, που ανέβηκε στριφογυρίζοντας και στριφογυρίζοντας...
* * * * * * *
...για να ξαναπέσει με τον ίδιο τρόπο στα χέρια της χαμογελαστής αθλήτριας. Άρπαξε την πλαστική μπαγκέτα χωρίς να την κοιτάζει και πήρε φόρα για την τελική της ρουτίνα. Μετά από μερικά γρήγορα βήματα, χτύπησε με τα πλαστικά της παπουτσάκια κάτω και τινάχτηκε στον αέρα, στριφογυρίζοντας όπως η μπαγκέτα. Δεν έχασε καθόλου την ισορροπία της καθώς προσγειωνόταν με δύναμη στο πλαστικό δάπεδο και πάγωνε ακίνητη, σαν να ήταν το μοντέλο ενός γλύπτη. Χειροκροτήματα.
Την έβλεπα για δεύτερη ή τρίτη φορά από την τηλεόραση του θαλάμου, στο Κεντρικό Νοσοκομείο του Τόκιο. Όλα τα γιαπωνέζικα κανάλια είχαν μαγνητοσκοπημένα στιγμιότυπα από τη σημερινή ημέρα των Αγώνων και τα περιέγραφαν άντρες εκφωνητές με ψιλές φωνούλες. Προηγουμένως είχα (ξανα)δει τους αρσιβαρίστες, τους δισκοβόλους, τους ακοντιστές, όλους τους αθλητές του στίβου. Κι εμένα μαζί. Κάποιο κανάλι έδειξε ακόμα και το ασθενοφόρο που με έπαιρνε για το Νοσοκομείο.
Η πόρτα του θαλάμου άνοιξε και μπήκε ένας ηλικιωμένος Γιαπωνέζος με άσπρη φόρμα –ο γιατρός. Στάθηκε μπροστά μου και με κάρφωσε με μία τόσο αεροστεγώς σφραγισμένη έκφραση που δεν ήξερα αν σκεφτόταν να με δολοφονήσει ή ότι δεν έκλεισε το θερμοσίφωνα. Από πίσω ακολούθησε ο μεταφραστής, ένας παχουλός τύπος που μπήκε κι έμεινε σε μια απόσταση σεβασμού.
Ο γιατρός είπε κάτι με κοφτές και απότομες συλλαβές που μου φάνηκε χυδαίο. «Φρανκ Μπάουμαν;» ρώτησε ο μεταφραστής. Έγνεψα καταφατικά. Ο άντρας με την άσπρη φόρμα πήρε την καρτέλα μου από τα πόδια του κρεβατιού και τη μελέτησε με την ίδια μόνιμη έκφραση.
«Λοιπόν; Πώς είμαι;» ρώτησα κι ο χοντρός το μετέφρασε.
Ο άντρας με την άσπρη φόρμα απάντησε κάτι χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του από την καρτέλα. Περίμενα ότι ο μεταφραστής θα μου έλεγε να πάω να κάνω χαρακίρι. «Θα ζήσεις», εξήγησε αυτός.
«Ναι, αλλά θα μπορέσω αύριο να...;» ρώτησα το μεταφραστή όλος αγωνία, που το απέδωσε χωρίς αγωνία.
Ο γιατρός με κοίταξε κι είπε κάτι σ’ αυτήν τη γλώσσα που οτιδήποτε ακούγεται σαν βρισιά. «Το πρωί θα βγεις», εξήγησε ο χοντρός. «Αν ήταν στο χέρι μου, δε θα άφηνα κανέναν από σας τους... τους...». Εδώ ο μεταφραστής κόλλησε και στραβομουτσούνιασε ψάχνοντας τη σωστή λέξη στα αγγλικά. Μου έκανε μία καμάρα με τα δάχτυλα του χεριού του, σαν να παρίστανε τις δαγκάνες ενός σκορπιού, και τέντωσε μπροστά της το δείκτη του άλλου χεριού με τρόπο σεξουαλικό. «Επικοντιστές», είπα.
«Επικοντιστές», επανέλαβε κι αυτός ανακουφισμένος. «Δε θα άφηνα κανέναν από σας τους επικοντιστές να αγωνιστεί αύριο».
Ο γιατρός πήρε ένα μορφασμό δυσαρέσκειας, για πρώτη φορά, έδειξε κάπου έξω από την πόρτα του θαλάμου και μίλησε με έντονο ύφος. «Ο άλλος παραλίγο να πάθει διάσειση», εξήγησε ο μεταφραστής.
Ο ‘άλλος’ ήταν σίγουρα ο Χαλ. Πήγα να ρωτήσω αν είναι καλά, όμως ο γιατρός έριξε μία ακόμα ριπή στα γιαπωνέζικα και σώπασα. Σίγουρα ο παππούς του παππού του ήταν στρατηγός στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. «Κατά τη γνώμη μου, το επί κοντώ θα έπρεπε να απαγορευτεί», ανακοίνωσε ο μεταφραστής. «Πολύ επικίνδυνο».
Είχε δίκιο και το ήξερα. Μετά τους σημερινούς ημιτελικούς, το σώμα μου πονούσε σαν να είχα φάει ξύλο – οι περισσότεροι επικοντιστές αναγκαστήκαμε να κάνουμε εξετάσεις για να μας επιτραπεί η συμμετοχή στους τελικούς. Ήξερα πολύ καλά ότι είχα άδικο όταν απαντούσα: «Και κατά τη δική μου γνώμη, όλοι εσείς οι κιτρινιάρηδες θέλετε μαστίγωμα». Είδα το μεταφραστή να κοντοστέκεται και συμπλήρωσα: «Στην ηλεκτρική καρέκλα, όλοι».
Είτε ο χοντρός εξήγησε ακριβώς τα λόγια μου είτε όχι, ο γιατρός συνέχισε να με κοιτάει με την ίδια κερένια έκφραση. Υπάρχει κάτι σε κάθε γιαπωνέζικο πρόσωπο που σε βγάζει τελείως από τα νερά σου. Το ύφος του, οι ρυτίδες του, τα μάτια του σε κάνουν να νομίζεις ότι έχεις απέναντί σου μία κούκλα με ενσωματωμένο σύστημα ομιλίας, όχι έναν άνθρωπο με αισθήματα. Ο συγκεκριμένος γιατρός πάντως, που σίγουρα δεν είχε αισθήματα, είπε απλώς την τελευταία του κουβέντα κι έφυγε χωρίς να περιμένει απάντηση. Ο μεταφραστής έμεινε και την εξήγησε: «Το άθλημά σου έχει φτάσει στο τελευταίο του στάδιο. Στο τέρμα. Καλή τύχη για αύριο». Έκανε μία μικρή υπόκλιση και ακολούθησε το γιατρό.
- Άρθουρ, για διάβασε λίγο από τη Ραμαγιάνα.
- Να, άκου αυτό. Το άλμα του Χανουμάν: «Για να πηδήξω, πρέπει να πιέσω τα πόδια μου δυνατά πάνω στη γη. Αυτός εδώ ο λόφος μπορεί να το αντέξει», είπε και σκαρφάλωσε στο λόφο Μαχέντρα. Πίεσε το λόφο με τα πόδια του και τον χτύπησε με τα χέρια του. Με το χτύπημα, τα λουλούδια έπεσαν από τα δέντρα και κάλυψαν το λόφο. Συρρικνωμένος αφόρητα από την πίεση των ποδιών του, ο λόφος ξεπέταξε πηγές νερού, σαν τις πτυχές που σκάβουν τα μάγουλα ενός ελέφαντα. Φλέβες πολύχρωμου μεταλλεύματος ξεπρόβαλλαν. Τα ζώα βγήκαν έξω από τις φωλιές τους με κραυγές πανικού. Κόμπρες που έφτυναν δηλητήριο δάγκωσαν το βράχο και σπίθες πετάχτηκαν. Μάζεψε τα πίσω άκρα του, κράτησε την αναπνοή του, πίεσε κάτω τα πόδια του, δίπλωσε τα αυτιά του κι ατσάλωσε τους μυώνες του. Τότε, με ένα μουγκρητό θριάμβου, υψώθηκε στον ουρανό. Απ’ την ορμή της ταχύτητάς του, πολλά δέντρα ξεριζώθηκαν και τον ακολούθησαν σαν να ’ταν απόνερα.
- Πού υποτίθεται ότι πηδάει;
- Στη Σρι Λάνκα. Από την Ινδία.
- Πώς είναι η Σρι Λάνκα, Άρθουρ;
- Πανέμορφη, Σταν. Τόσα χρόνια μένω εκεί, ακόμα δεν την έχω χορτάσει. Παράδεισος.
- Να, άκου αυτό. Το άλμα του Χανουμάν: «Για να πηδήξω, πρέπει να πιέσω τα πόδια μου δυνατά πάνω στη γη. Αυτός εδώ ο λόφος μπορεί να το αντέξει», είπε και σκαρφάλωσε στο λόφο Μαχέντρα. Πίεσε το λόφο με τα πόδια του και τον χτύπησε με τα χέρια του. Με το χτύπημα, τα λουλούδια έπεσαν από τα δέντρα και κάλυψαν το λόφο. Συρρικνωμένος αφόρητα από την πίεση των ποδιών του, ο λόφος ξεπέταξε πηγές νερού, σαν τις πτυχές που σκάβουν τα μάγουλα ενός ελέφαντα. Φλέβες πολύχρωμου μεταλλεύματος ξεπρόβαλλαν. Τα ζώα βγήκαν έξω από τις φωλιές τους με κραυγές πανικού. Κόμπρες που έφτυναν δηλητήριο δάγκωσαν το βράχο και σπίθες πετάχτηκαν. Μάζεψε τα πίσω άκρα του, κράτησε την αναπνοή του, πίεσε κάτω τα πόδια του, δίπλωσε τα αυτιά του κι ατσάλωσε τους μυώνες του. Τότε, με ένα μουγκρητό θριάμβου, υψώθηκε στον ουρανό. Απ’ την ορμή της ταχύτητάς του, πολλά δέντρα ξεριζώθηκαν και τον ακολούθησαν σαν να ’ταν απόνερα.
- Πού υποτίθεται ότι πηδάει;
- Στη Σρι Λάνκα. Από την Ινδία.
- Πώς είναι η Σρι Λάνκα, Άρθουρ;
- Πανέμορφη, Σταν. Τόσα χρόνια μένω εκεί, ακόμα δεν την έχω χορτάσει. Παράδεισος.
* * * * * * *
Μου είπαν ότι η μεγαλύτερη Ιαπωνική εφημερίδα έγραφε για τον τελικό του επί κοντώ: «Θα γίνει ανοιχτή και συγκλονιστική μάχη – για το χάλκινο μετάλλιο. Οι δύο πρώτες θέσεις είναι ήδη κλεισμένες, μένει να δούμε ως πού θα ανεβάσουν τον πήχη». Υπονοούσε τον Χαλ κι εμένα• ήμασταν οι μόνοι επικοντιστές που δε χρειαζόταν να κατονομαστούν.
Δηλαδή, ο Χαλ ήταν ο κορυφαίος κι εγώ ήμουν ο μόνος που μπορούσε να τον συναγωνιστεί. Αυτό έγινε σε τρία πρωταθλήματα στίβου, καθώς επίσης και στους προηγούμενους Ολυμπιακούς του Κέηπ Τάουν όπου ανάγκασα τον Χαλ να κάνει παγκόσμιο ρεκόρ με 7,96 μέτρα για να με κερδίσει. Όμως τώρα δεν μπορούσα να νιώσω ικανοποίηση με τον τίτλο του δεύτερου. Όχι, στους Ολυμπιακούς του Τόκιο ήρθα να κάνω το τέλειο άλμα, να πάρω το χρυσό κι ας πέθαινα.
Κάτι πολύ πιθανό, εξάλλου.
Ο τελικός εξελίχθηκε όπως το είχε προβλέψει η εφημερίδα. Όλοι οι άλλοι επικοντιστές έκαναν άλματα λίγο πάνω από τα εφτά μέτρα, ενώ ο Χαλ κι εγώ αφήναμε ύψη ώστε να προφυλάξουμε τα σώματά μας για την τελική μονομαχία. Καθώς η ώρα περνούσε, οι αθλητές άρχισαν να βγαίνουν ένας-ένας από τον αγώνα, είτε με τρεις άκυρες προσπάθειες είτε από την καταπόνηση. Αυτός που πήρε το χάλκινο μετάλλιο, τελικά αποχώρησε μόλις πέρασε τα 7,45 μέτρα• δεν ήταν απλό πράγμα να πέφτεις από τόσο ψηλά...
Γιατί τα πράγματα είχαν εξελιχθεί πολύ από τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες που οι επικοντιστές προσγειώνονταν σε σακιά άμμου. Το δεύτερο στάδιο του επί κοντώ ξεκίνησε στη δεκαετία του 1960, όταν βγήκαν τα πλαστικά κοντάρια• τότε άρχισαν να χρησιμοποιούνται και τα στρώματα πολυουρεθάνης για την προσγείωση (η άμμος γινόταν σκληρή σαν τσιμέντο μετά από πτώση πεντέμισι μέτρων). Σήμερα, με τα κοντάρια από x-φάιμπεργκλας, όλα αυτά τα παλιά ρεκόρ έμοιαζαν αστεία. Παρόλο όμως που η πλαστική τεχνολογία κατάφερε να απογειώσει τον αθλητή, δε βρήκε τρόπο να τον προσγειώσει με ασφάλεια. Κανένα υλικό στον κόσμο δεν μπορούσε να προφυλάξει καλά ένα σώμα που πέφτει από ύψος αντίστοιχο με τρίτο όροφο πολυκατοικίας• το άθλημα είχε φτάσει στο τελικό του στάδιο, όπως είπε κι ο γιατρός.
Όταν ήρθε η στιγμή η δική μου και του Χαλ, ήξερα ότι όλοι περίμεναν να τον αναγκάσω και πάλι να κάνει παγκόσμιο ρεκόρ. Να ξεπεράσει, για πρώτη φορά, τα οκτώ μέτρα. Τον κοιτούσα καθώς ξεκινούσε την προσπάθειά του στα 7,70• είχε το νούμερο 9000 στη φανέλα του και άριστο σωματότυπο για το συγκεκριμένο άθλημα. Όταν πέρασα κι εγώ αυτό το ύψος, μου έγνεψε ενθαρρυντικά. Φτάσαμε ως τα 7,85 περνώντας τα ύψη με την πρώτη προσπάθεια, τα σώματά μας όμως ήδη πονούσαν. Τον είδα να τρεκλίζει λίγο καθώς σηκωνόταν από το πλαστικό στρώμα μετά από το άλμα του στα 7,90.
Πέρασα τα 7,95 με τη δεύτερη. Όταν έπεσα στο στρώμα, χτύπησα το κεφάλι μου τόσο δυνατά που κόντεψα να χάσω τις αισθήσεις μου. Ήταν τώρα η σειρά του Χαλ να θέσει την καινούργια πρόκληση και ζήτησε από τους κριτές να βάλουν τον πήχη στα 7,99. Αποτύχαμε κι οι δύο στην πρώτη προσπάθεια, κατόπιν όμως αυτός κατάφερε να τα περάσει και να κάνει καινούργιο παγκόσμιο ρεκόρ. Εκεί τέλειωσε και η καριέρα του• έμεινε ακίνητος όταν προσγειώθηκε στο πλαστικό στρώμα και όλοι τρέξαμε πάνω του. Είδα την αγωνία στο πρόσωπό του καθώς ένιωθε ότι δεν μπορούσε πια να κουνήσει τα άκρα του, ενώ ο γιατρός των Αγώνων διέταζε να τον πάνε στο Νοσοκομείο. «Φρανκ, φοβάμαι...» ήταν τα τελευταία λόγια που μου είπε όταν τον βάζανε στο ασθενοφόρο.
Έμεινα μόνος με ένα τελικό άλμα και ζήτησα από τους κριτές να ανεβάσουν τον πήχη στον έβδομο ουρανό – δηλαδή στα 8,02 μέτρα. Έβλεπα τους στυλοβάτες από την άλλη άκρη του διαδρόμου, σαν μία πύλη που οδηγούσε στην αιωνιότητα αρκεί να μην περνούσα από μέσα της. Ακόμα κι από τόσο μακριά μπορούσα να καταλάβω το ασυνήθιστα μεγάλο ύψος της. Έμεινα λίγη ώρα με το πλαστικό κοντάρι στηριγμένο χαλαρά στον ώμο μου για να το χωνέψω ότι ετοιμαζόμουν να εκτελέσω το μεγαλύτερο άθλο. Είχα πλήρη επίγνωση ότι ετοιμαζόμουν να εκτελέσω και τον εαυτό μου, όμως δε με ένοιαζε καθόλου.
Το δεξί μου χέρι έσφιξε τη λαβή του κονταριού και την κατέβασε στο ύψος των μηρών. Με το αριστερό έπιασα τριάντα εκατοστά πιο μπροστά και σήκωσα τα πέντε μέτρα του πλαστικού ως το στέρνο. Το κούνησα λίγο πάνω-κάτω κι ένιωσα την αποθηκευμένη ενέργεια του κονταριού να μεταδίδεται στο σώμα μου. Ένα απαλό αεράκι φυσούσε στην πλάτη μου. Είτε ο κόσμος με χειροκροτούσε είτε όχι δεν το ήξερα, όλη μου η ύπαρξη είχε γίνει το πλαστικό κοντάρι. Στην άλλη άκρη του διαδρόμου περίμενε ο πήχης με τα 802 εκατοστά ύψους του για να με σκοτώσει. Ξεκίνησα να τρέχω δίχως να το καταλάβω.
Έκανα μια μεγάλη δρασκελιά με το δεξί μου πόδι, και μετά άλλη μια με το αριστερό. Τα φιλμ από νάιλον στις σόλες των παπουτσιών μου έγιναν ένα με τα πέλματά μου. Κάθε καινούργιο βήμα στο ταρτάν μού αντιγύριζε περισσότερη ενέργεια απ’ ό,τι του έδινα. Ένιωσα ότι το σώμα μου ήταν ένα απλό ενδιάμεσο ανάμεσα στον πλαστικό στίβο και στο κοντάρι, ένας ταπεινός υπηρέτης που το καθήκον του ήταν να τσιγκλήσει με τις σόλες του την κοιμισμένη ενέργεια στο προπυλένιο του ταρτάν και να τη φορτώσει στο x-φάιμπεργκλας του κονταριού.
Ο αέρας προσπαθούσε να μου κόψει την ταχύτητα, όμως η πλαστική μου φόρμα τον έσκιζε απαλά – τον παραμέριζε, θαρρείς. Έπιασα τη μεγαλύτερη επιτάχυνση καθώς οι στυλοβάτες πλησίαζαν και το κοντάρι άρχισε να κατεβαίνει απαλά, με το βάρος του να με σπρώχνει ακόμα πιο μπροστά. Αν τώρα έπεφτα επάνω σε κάποιον, σίγουρα θα τον σακάτευα.
Κάπου, σε μία γωνιά του μυαλού μου, σκεφτόμουν ότι πρώτη φορά έκανα ένα τόσο άψογο άλμα. Όλες οι τεχνικές λεπτομέρειες πήγαιναν περίφημα, το σώμα μου είχε τη στάση που έπρεπε να έχει, τα βήματά μου ήταν ακριβώς όπως έπρεπε να ήταν. Καθώς το κοντάρι χώθηκε στη βαλβίδα, χτύπησα τις φτέρνες μου με δύναμη στο ταρτάν κι έκανα το τελευταίο βήμα της ζωής μου. Ένιωσα το στίβο να φεύγει από τα παπούτσια μου.
Όλη η φοβερή ορμή μου μεταφέρθηκε στο πλαστικό του κονταριού, που λύγισε σαν ένα τεράστιο μπράτσο και κατόπιν ίσιωσε πάλι εκσφενδονίζοντάς με προς τα πάνω. Έβαλα όλη μου τη δύναμη και σήκωσα τα πόδια ψηλά, σαν να με τραβούσε ένα χέρι από τον ουρανό. Είδα το διάδρομο να απομακρύνεται από κάτω, καθώς πλησίαζα τον πήχη και περνούσα μπροστά του, ούτε πολύ κοντά ούτε πολύ μακριά. Άφησα οριστικά το κοντάρι• από εδώ και πέρα ήμουν μόνος.
Σαν ηλεκτροφόρο σύρμα που δεν έπρεπε να αγγίξω, λύγισα πρώτα τα γόνατα και μετά τη μέση για να αποφύγω τον πήχη. Το σώμα μου πονούσε από την υπερπροσπάθεια, αλλά τα κατάφερα. Είχα φτάσει στο ανώτατο σημείο και η νίκη πλέον θα κρινόταν σε θέματα χιλιοστών. Ο πήχης πέρασε κάτω από το στήθος μου και ήρθε με φόρα προς το σαγόνι – σήκωσα το κεφάλι μου την τελευταία στιγμή και γλίτωσα. Καθώς άρχιζα να πέφτω, τράβηξα τα χέρια μου όσο πιο μακριά από τον πήχη μπορούσα.
Δεν είχα προσέξει πόσο μαύρος ήταν!
Στεκόταν ακίνητος πάνω στους στυλοβάτες, σαν ένα μακρόστενο κομμάτι νύχτας μέσα στον απογευματινό ουρανό του Τόκιο, και καθώς τα δάχτυλα του δεξιού μου χεριού δεν κατάφερναν να τον αποφύγουν, σκέφτηκα ότι έμοιαζε... ξένος. Τον ακούμπησα ελάχιστα, όχι τόσο για να τον ρίξω αλλά αρκετά για να πάψω να είμαι ο Φρανκ Μπάουμαν πια.
Είδα φωτεινές λεωφόρους μέσα του να ξανοίγονται σε άπειρα βάθη. Στα λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου που κράτησε αυτή η επαφή, ταξίδεψα εκατομμύρια έτη φωτός μακριά. Πέρασα από χρωματιστούς γαλαξίες και διέσχισα κοσμικά νεφελώματα• δεν είχα σώμα, δεν ξέρω τι έγινε το σώμα μου, όμως μπορούσα να βλέπω και να νιώθω. Ήμουν κάτι σαν ένα αστεράκι συνείδησης μέσα στην καρδιά του απείρου.
Σε κάποια στιγμή, κάπου εκεί στην άλλη άκρη του σύμπαντος, σκέφτηκα αυτόν τον επικοντιστή που προσπαθούσε να σπάσει το παγκόσμιο ρεκόρ. Συνειδητοποίησα πόσο χοντροκομμένα έμοιαζαν τα οστά του, οι αρθρώσεις και οι μύες του μπροστά στην κοσμική τελειότητα που με περιέβαλλε. Το σώμα του, που τόσο το καμάρωνε, ήταν ένα αδέξιο εργαλείο – ‘σαρκίο’ θα έπρεπε να έλεγε, όχι ‘σώμα’ – κι ο ίδιος, ένας ανήμπορος γέρος.
Ο γέρος έσυρε τα βήματά του στο δωμάτιο για τον Μυστικό Δείπνο.
Τα γόνατά του πονούσαν και τα χέρια του έτρεμαν.
Με κόπο κράτησε το μαχαίρι κι έκοψε τον Άρτο της Θείας Ευχαριστίας.
Το ποτήρι με τον Οίνο γλίστρησε κι έπεσε στο πάτωμα, όμως δεν έσπασε γιατί ήταν πλαστικό.
Μεταμόρφωση...
Ξαναγύρισα στο Ολυμπιακό Στάδιο του Τόκιο, κρεμασμένος στον αέρα δίπλα στους στυλοβάτες. Έπεφτα με φόρα προς τα κάτω, ήξερα όμως ότι δε θα πάθω τίποτα. Γιατί ένιωσα κάτι από το νάιλον των παπουτσιών μου να γίνεται ένα με το σώμα μου, κάτι από το στυρένιο της φόρμας μου να περνάει μέσα από τους πόρους του δέρματός μου. Πολυμερισμένα μόρια υδρογονανθράκων μπλέκονταν ανάμεσα στις μυϊκές μου ίνες και ενίσχυαν τη σπονδυλική μου στήλη. Ακόμα και σε ατσάλι να χτυπούσα, θα έβγαινα ζωντανός• ήμουν το επόμενο στάδιο. Το σώμα μου από εδώ και πέρα θα ήταν άθραυστο και ευλύγιστο, μπολιασμένο με τη δύναμη και την ελαστικότητα της ψυχής μου.
Μιας ψυχής από πολυουρεθάνη.
- Για τους πιθήκους λες;
- Όχι, οι πίθηκοι ήταν μια χαρά, εγκρίνονται. Η αθλητική συνέχεια είναι που δε μου κάθεται καλά, οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Θέλω να πω, ο Μονόλιθος να εμφανίζεται ξανά σαν πήχης στο επί κοντώ, ο αθλητής να γίνεται σελοφάν… Είναι κάπως φτωχό, δεν είναι;
- Και τι προτείνεις;
- Θα μπορούσαμε να το κάναμε διαστημικό. Α, το ξέρω αυτό το κομμάτι! Πώς λέγεται;
- Γαλάζιος Δούναβης, Γιόχαν Στράους.
- Θα μπορούσαμε να βάζαμε ταξίδια στο ηλιακό σύστημα, σεληνιακές βάσεις, αστροναύτες κ.λπ.
- Εντάξει... όμως, ρε Άρθουρ, από τους πιθήκους στο διάστημα; Σαν πολύ πρωτοποριακό δε θα βγει;
Δημοσιεύτηκε στους Δραματουργούς Των Γιανν
ωραιο πραμα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια πες, έκανες το homework σου;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν ναι, πώς σου φάνηκε; Περιμένω εντυπώσεις.
Αν όχι, έκανες την αυτοκριτική σου;