(Αυτό το πολύ παλιό διηγηματάκι έχει τη δική του ιστορία: πρόκειται για ένα εντυπωσιακό όνειρο που είδε κάποτε η φίλη Χαρά Ζ. Αποφάσισα να του βάλω μια μικρή πλοκή και να το κάνω διήγημα, γιατί πράγματι είναι από τα πιο αξιοσημείωτα όνειρα που έχω ακούσει. Το είχα για χαμένο, όπως και τόσα που κατά καιρούς έχω γράψει, όμως ο Άγιος Βασίλης μού το έφερε απρόσμενα - ευχαριστώ Σ.)
Το σπίτι του παππού ήταν στους λόφους έξω από το χωριό και το ντουλάπι του είχε πάντα γλυκά. Για να φτάσουμε εκεί έπρεπε να κάνουμε μια μεγάλη διαδρομή μέσα από πυρωμένους ελαιώνες και να διασχίσουμε τη ρεματιά με την ξύλινη γεφυρούλα – μια δροσερή όαση με θεόρατα πλατάνια. Οι μεγάλοι ανησυχούσαν όταν πηγαίναμε στον παππού, μας λέγαν συνεχώς να είμαστε σπίτι πριν πέσει το σκοτάδι. Και καθότι οι απειλές δεν έπιαναν, σκάρωναν διάφορα κόλπα να μας φοβίσουν – τους κλασικούς μπαμπούλες. Ο Δήμος, ο πιο μεγάλος από εμάς τους τέσσερις (πήγαινε κιόλας Δευτέρα Δημοτικού), επέμενε πως ήταν παραμύθι αυτό που έλεγαν οι μαμάδες, ότι τάχα βγαίνουν νεράιδες στη ρεματιά το βράδυ και κλέβουν παιδιά. Εγώ, η Βίκυ, διατηρούσα τις επιφυλάξεις μου - όπως κι οι άλλοι δύο της παρέας.
Δε θυμάμαι λοιπόν ποιος πέταξε την ιδέα να επισκεφτούμε τον παππού εκείνο το μεσημέρι. Είχαμε πλατσουρίσει όλο το πρωινό στη θάλασσα, πεινούσαμε κι ο φούρνος ήταν κλειστός. Όπως και να ‘χε πάντως, με το που τέθηκε η προοπτική της μαρμελάδας του κυρ-Παναγιώτη (ο παππούς μου), ψηφίστηκε ομόφωνα. Σαλτάραμε στα ποδήλατα και ξεχυθήκαμε στους δρόμους του χωριού με ενθουσιασμό, τέσσερις μικροί ορισμοί της ανεμελιάς. Βγήκαμε στους ελαιώνες τραγουδώντας δυνατά για να καλύψουμε τη φασαρία των τζιτζικιών. Όταν το μονοπάτι έγινε πολύ ανηφορικό και κακοτράχαλο, αφήσαμε τα ποδήλατα και συνεχίσαμε με τα πόδια. Καθώς περνούσαμε τη ρεματιά μέσ’ στο λιοπύρι, αποφασίσαμε ότι σ’ ένα τέτοιο υπέροχο μέρος δεν μπορεί να φωλιάζουν απαγωγείς παιδιών.
Σύντομα η μαρμελάδα πορτοκάλι είχε φουσκώσει τα στομάχια μας. Ο παππούς, χαρούμενος με την αναπάντεχη παρέα, είχε όλη την καλή διάθεση να μας δείξει λεπτομέρειες του αρμέγματος, της παρασκευής τυριού κι άλλων τέτοιων θαυμάτων. Απορροφηθήκαμε λοιπόν για τα καλά από τα καινούργια μας παιχνίδια, μέχρι που κάποιος παρατήρησε ότι: «…ο ήλιος πέφτει, δε γυρνάμε πίσω;»
Ο κυρ-Παναγιώτης έμεινε να μας κοιτάζει στην πόρτα, περίλυπος κι ευτυχισμένος καθώς φεύγαμε. Ανακαλύψαμε ότι ήμασταν αποκαμωμένοι, γεμάτοι απ’ αυτή τη γλυκιά κούραση που δε χαλάει τη διάθεση κι εγγυάται έναν καλό ύπνο. Ψιλοκουβεντιάζαμε ακούγοντας τα τελευταία τζιτζίκια, ενώ γύρω βράδιαζε και οι σκιές μεγάλωναν. Ο κόσμος άρχισε να μεταμορφώνεται σε κάτι ασαφές και μυστηριώδες.
Σιωπή απλώθηκε σιγά-σιγά στην παρέα, τα στόματα κλείσανε από μόνα τους. Βλέπαμε τον ήλιο να κρύβεται πίσω από τα βουνά, κι όσο σκοτείνιαζε τόσο η σκέψη της ρεματιάς κυριαρχούσε στο μυαλό μας. Όλοι ταχύναμε το βήμα χωρίς να το καταλάβουμε. Είχε φτάσει αυτή η ιδιαίτερη στιγμή που δεν είναι ούτε μέρα ούτε νύχτα και, στην ησυχία του δειλινού, κανείς δεν ήταν σίγουρος πια ότι η ιστορία με τις νεράιδες ήταν εφεύρεση των μεγάλων.
«Παιδιά, πρέπει να τρέξουμε», έσπασε τη σιωπή η Ελισάβετ. Σαν να ήταν το σύνθημα, ξεχυθήκαμε σ’ ένα βιαστικό αγώνα δρόμου με τον ήλιο. Το τέρμα ήταν η ξύλινη γεφυρούλα. Γύρω μας, λιόδεντρα και θάμνοι άλλαζαν σε άγνωστα πλάσματα γεμάτα σκιές, οι μακρινοί λόφοι γίνονταν κατοικίες απροσδιόριστων τεράτων. Πλέον ήταν περισσότερο νύχτα παρά μέρα.
Κάποτε επιτέλους φάνηκε η ρεματιά, όμως το σκοτάδι είχε απλωθεί. Ο ήλιος, νικητής στο κρυμμένο βάθρο του, άφηνε ένα τελευταίο αδύναμο λυκόφως σαν να έλεγε ειρωνικά: «Τώρα θα δείτε τι θα πάθετε!» Τα πλατάνια ήταν γιγάντια κι εμείς ασήμαντοι μπροστά τους, οι μαύρες κορφές χάνονταν στο μισοσκόταδο και ποιος ξέρει τι καραδοκούσε επάνω στα κλαδιά… Τώρα πια δεν έδειχναν καθόλου φιλικά. Το θρόισμα των φύλλων και το βούισμα του νερού έστελναν το μήνυμα: είστε ανεπιθύμητοι εδώ. Η ρεματιά έμοιαζε σαν ένα στόμα έτοιμο να μας καταπιεί.
«Τι θα κάνουμε;»
«Φοβάμαι…»
Ο Σπύρος πετάχτηκε με μια ιδέα, ποιος ξέρει πού την ακουσε ή την σκέφτηκε: «Να πιαστούμε χέρι-χέρι και να κλείσουμε τα μάτια. Είναι ο μόνος τρόπος να μη μας κλέψουν οι νεράιδες. Αν δεν κοιτάξουμε καθόλου, θα τα καταφέρουμε». Όλοι το δεχτήκαμε, χωρίς να ρωτήσουμε γιατί. Ήταν σαν μια ελπίδα μέσα στην απόγνωση.
Σταθήκαμε στο μονοπατάκι μπροστά στη γέφυρα και δώσαμε όλοι τα χέρια. Με βάλανε τελευταία για να με προστατέψουν κι ο Σπύρος ήρθε δίπλα μου. Πριν κλείσω αποφασιστικά τα μάτια, έριξα ένα επίμονο βλέμμα στις σκιές μήπως και ξετρυπώσω κάποια παράξενη κίνηση ή κάποιο αλλόκοτο φως (το ίδιο θα έκαναν κι οι άλλοι, φαντάζομαι). Τίποτα όμως, σκοτάδια μέσα σε σκοτάδια.
Το ανθρώπινο ακορντεόν προχώρησε τυφλά κι αδέξια στο άγνωστο. Ένιωσα κάτω από τα παπούτσια μου το έδαφος να γίνεται αμμώδες και κατάλαβα ότι μπήκαμε στη ζώνη των πλατανιών. Το χέρι του Σπύρου σφιγγόταν στο δικό μου, σχεδόν πονούσα, όμως δε με πείραζε. Ήταν η μόνη σύνδεση που είχα με το οικείο και το ανθρώπινο. Τα αυτιά μου ανίχνευαν κάθε μικροσκοπικό ήχο, ψάχνοντας για κάτι αφύσικο. Από στιγμή σε στιγμή περίμενα πως κάποιο άλλο χέρι, αρπακτικό και σκελετωμένο, θα με γράπωνε.
«Μην κοιτάτε!…» είπε κάποιος από μας, δεν κατάλαβα ποιος, μπορεί κι εγώ. Ακόμα όμως και να πέθαινα, θα κρατούσα σφαλισμένα τα μάτια μου. Περπατούσα στα τυφλά και πρόσεχα με αγωνία το κελάρυσμα του νερού, τα θροΐσματα των πλατανιών, κάποια μακρινά νυχτοπούλια, τον ήχο των παπουτσιών μας πάνω στην ποταμίσια άμμο. Γύρω μου βούιζαν έντομα. Άκουγα κλαδάκια που έσπαζαν, καθώς και κάποιους παφλασμούς – προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι όλα ήταν φυσιολογικά. Κουνούπια με τσιμπούσαν αλλά δεν τολμούσα να τα διώξω, μην τυχόν και το χέρι μου συναντήσει κάτι άλλο…
Πατημασιές πάνω σε ξύλο – ο επικεφαλής έφτασε στη γέφυρα. Εγώ ήμουνα μέσα σε μια θύελλα από μικρά «κρακ» και «πλαφ». Ολονών τα πόδια έκαναν αδέξια βήματα των τριών πόντων ψάχνοντας εξεταστικά το δρόμο, λες και τα μάτια μας είχαν κατεβεί στα παπούτσια. Ήχος από πατημασιές, πολλές πατημασιές, καθώς και το μεταλλικό σύρσιμο της άμμου πάνω στην άμμο – ήταν άραγε φυσιολογικά όλα αυτά; Ένιωθα περικυκλωμένη από παντού, όμως δεν τολμούσα να κοιτάξω. Ο αέρας γύρω μου έσφυζε από ζωή. Είχα την αίσθηση μιας διαρκούς κίνησης, σαν να βρισκόμουν στο μάτι ενός κυκλώνα. Κουράγιο, λίγο ακόμα και θα περάσουμε! Λίγο ακόμα και–
«ΒΟΗΘΕΙΑ, ΜΕ ΠΑΙΡΝΟΥΝ»
Μια κραυγή, ένα τράνταγμα στην αλυσίδα, ο Δήμος έκανε το λάθος. Έσφιξα πεισματικά τα μάτια μου μέχρι να πονέσουν, έσφιξα το χέρι του Σπύρου και προχώρησα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Ο Δήμος, πάει ο Δήμος... Μια παγωμάρα με είχε κυριεύσει και το δέρμα μου μυρμήγκιαζε. Παρουσίες ένιωθα να περνάνε δίπλα μου. Ρεύματα αέρα χάιδευαν το πρόσωπό μου, σαν από αιθέρια φτερά. Άκουγα ψιθυρίσματα που δεν μπορεί να ήταν από τα δέντρα και το νερό, κάτι γινόταν μέσα στη ρεματιά. Δε θα το ‘βλεπα κι ας πέθαινα.
Επιτέλους, έφτασα κι εγώ στη γεφυρούλα. Άρα ο πρώτος στη σειρά θα ‘πρεπε να ήταν κάπου στη μέση και μας έμενε λίγο ακόμα για να–
Κι άλλη κραυγή. Το χέρι του Σπύρου τεντώθηκε, πήγε να ξεκολλήσει από το δικό μου, όμως το άρπαξα μ’ όση δύναμη είχα. Αυτή τη φορά ήταν το ουρλιαχτό της Ελισάβετ, το αναγνώρισα καθώς έσβηνε σιγά-σιγά από μεγάλη απόσταση σπαράζοντας απεγνωσμένα. Την έκλεψαν τη φίλη μου αυτά τα φτερουγίσματα κι οι απόκοσμες φωνές που ακούγονταν πλέον φανερά, χωρίς να κάνουν καμία προσπάθεια να κρυφτούν πίσω από τους νυχτερινούς ήχους της ρεματιάς... Μόνο δύο μείναμε πια επάνω στο αμφιθέατρο των νεράιδων, οι άλλοι χάθηκαν για πάντα.
Η γέφυρα έμοιαζε ατελείωτη κάτω από τα πόδια μου. Πόσα βήματα να είχα κάνει; Πολλά περισσότερα απ' όσα έπρεπε για μια τόσο μικρή γεφυρούλα... Τη φαντάστηκα για μια στιγμή να μακραίνει και να υψώνεται προς το νυχτερινό ουρανό, με το άλλο άκρο της να χάνεται ανάμεσα στ' αστέρια. Την είδα ολοκάθαρα αυτήν την εικόνα. Κι εγώ με τον Σπύρο, δυο μικρόβια επάνω σ' αυτή τη λεωφόρο του απείρου, να βαδίζουμε ατέλειωτα προς το χαμό μας.
«Μη φοβάσαι, Βίκυ» άκουσα τρεμουλιαστά τη φωνή του. «Θα τα καταφέρουμε».
Σκουντουφλήσαμε λίγο ακόμα στη γέφυρα κι επιτέλους την ένιωσα να γίνεται κατηφορική – πλησιάζαμε στο τέρμα. Θα πατούσα μια τρεχάλα και δε θα σταματούσα μέχρι να εξαντληθώ. Κι ας σκόνταφτα σε πέτρες, κι ας έπεφτα κάτω. Αρκεί να έφευγα απ’ αυτό το καταραμένο μέρος και να μην ξαναγυρνούσα ποτέ.
Ξαφνικά το χέρι του Σπύρου χάθηκε. «Βίκυ, με παίρνουν κι εμένα… φύγε εσύ, να σωθείς!» άκουσα το φίλο μου να φωνάζει από κάπου πολύ μακριά. Μου ήρθαν δάκρυα, δεν ήξερα ότι μπορείς να κλαις με τα μάτια κλειστά. Έβαλα φτερά στα πόδια κι έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ίσως και να ούρλιαζα, δεν καταλάβαινα πια τι έκανα. Τα μάτια μου ήταν σφαλισμένα, ένιωθα πως δε θα μπορούσα να τα ξανανοίξω ποτέ στη ζωή μου. Πάτησα πάνω σε χώμα κι όμως συνέχισα να τρέχω, από στιγμή σε στιγμή περίμενα να πέσω πάνω σε κάποιο δέντρο όμως δε μ' ένοιαζε, αρκεί να μην άκουγα πια αυτούς τους τρομερούς ήχους της ρεματιάς. Άφησα πίσω τον νεραϊδότοπο και σταμάτησα να πάρω μια ανάσα.
Άνοιξα τα μάτια μου.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Η παιδική μνήμη έπαιξε κι αυτή το ρόλο της στην ιστορία, απωθώντας κάποιες λεπτομέρειες και προσαρμόζοντας όλη την εμπειρία μέσα στον καθημερινό κόσμο του παιχνιδιού. Διότι για μας, τότε, όλα ήταν μαγικά και δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε εύκολα ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα. Χρειάστηκε η συνδρομή του Σπύρου, του Δήμου και της Ελισάβετ για να τακτοποιήσουμε τα γεγονότα της Νυχτερινής Ρεματιάς – ναι, οι φίλοι μου δε χάθηκαν, τους ξαναβρήκα την επόμενη μέρα – και για να συνειδητοποιήσουμε ότι ο καθένας είχε ζήσει εκείνη την περιπέτεια με τον εαυτό του στο ρόλο του τελευταίου εναπομείναντα επάνω στη γέφυρα…!
Όλοι φάγαμε κατσάδα απ’ τους γονείς όταν φτάσαμε σπίτι, όμως οι γκρίνιες δεν κράτησαν πολύ. Στο κάτω-κάτω, απλώς είχαμε πάει επίσκεψη στον κυρ-Παναγιώτη και ξεχαστήκαμε. Κανείς μεγάλος δε ρώτησε περισσότερα – καλύτερα, γιατί θα μάθαινε για τα φτερουγίσματα και τις απαγωγές. Θα μάθαινε επίσης γι’ αυτό που είδαμε μόλις ανοίξαμε τα μάτια μας, ο καθένας το ίδιο ακριβώς. Φυσικά, ούτε που θα μας πίστευαν. Φαντασιόπληκτους θα μας ανέβαζαν, ψεύτες θα μας κατέβαζαν. Οι γονείς δεν ακούνε τα παιδιά, ιδιαίτερα αν αυτά τους έλεγαν ότι μετά την τρομερή γέφυρα και την τρεχάλα βρέθηκαν:
Σ’ έναν τόπο απίστευτης ομορφιάς με καταπράσινα λιβάδια που απλώνονταν ως εκεί που έφτανε το μάτι. Το προηγούμενο σκοτάδι είχε εξαφανιστεί, τα πάντα ήταν λουσμένα μέσα σ’ ένα απαλό ηλιόφως. Η ρεματιά βρισκόταν πέρα μακριά στο βάθος – πώς κατάφερα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να τρέξω τόσο πολύ; Δε φοβόμουν, ένιωθα όμορφα σαν να γύρισα σπίτι. Περπατούσα για ώρες, απολαμβάνοντας το πλούσιο γρασίδι, ξέροντας πως τίποτα κακό δε θα μου συμβεί. Σε κάποια στιγμή σκέφτηκα τους γονείς μου που περίμεναν. Σίγουρα θα είχαν ανησυχήσει. Είδα δύο φιγούρες να με πλησιάζουν: δύο θεόρατοι καβαλάρηδες σε άσπρα άλογα, σαν ιππότες του παλιού καιρού. Έφτασαν δίπλα μου και είπαν ότι θα μου έδειχναν το δρόμο για να γυρίσω. Μίλησα μαζί τους, όμως δεν μπορούσα να δω τα πρόσωπά τους. Με οδήγησαν σ’ ένα μονοπάτι, περπάτησα πολύ και σιγά-σιγά ο χώρος γύρω μου άρχισε να σκοτεινιάζει. Τα πράσινα λιβάδια άλλαζαν στους γνωστούς ελαιώνες και ο ουρανός γέμιζε άστρα. Κάποτε έφτασα στο σημείο που είχαμε αφήσει τα ποδήλατα, πήρα το δικό μου και γύρισα.
Ναι, οι γονείς δεν ακούνε τα παιδιά. Ούτε τα παιδιά ακούνε τους γονείς – και καλά κάνουν!
Το σπίτι του παππού ήταν στους λόφους έξω από το χωριό και το ντουλάπι του είχε πάντα γλυκά. Για να φτάσουμε εκεί έπρεπε να κάνουμε μια μεγάλη διαδρομή μέσα από πυρωμένους ελαιώνες και να διασχίσουμε τη ρεματιά με την ξύλινη γεφυρούλα – μια δροσερή όαση με θεόρατα πλατάνια. Οι μεγάλοι ανησυχούσαν όταν πηγαίναμε στον παππού, μας λέγαν συνεχώς να είμαστε σπίτι πριν πέσει το σκοτάδι. Και καθότι οι απειλές δεν έπιαναν, σκάρωναν διάφορα κόλπα να μας φοβίσουν – τους κλασικούς μπαμπούλες. Ο Δήμος, ο πιο μεγάλος από εμάς τους τέσσερις (πήγαινε κιόλας Δευτέρα Δημοτικού), επέμενε πως ήταν παραμύθι αυτό που έλεγαν οι μαμάδες, ότι τάχα βγαίνουν νεράιδες στη ρεματιά το βράδυ και κλέβουν παιδιά. Εγώ, η Βίκυ, διατηρούσα τις επιφυλάξεις μου - όπως κι οι άλλοι δύο της παρέας.
Δε θυμάμαι λοιπόν ποιος πέταξε την ιδέα να επισκεφτούμε τον παππού εκείνο το μεσημέρι. Είχαμε πλατσουρίσει όλο το πρωινό στη θάλασσα, πεινούσαμε κι ο φούρνος ήταν κλειστός. Όπως και να ‘χε πάντως, με το που τέθηκε η προοπτική της μαρμελάδας του κυρ-Παναγιώτη (ο παππούς μου), ψηφίστηκε ομόφωνα. Σαλτάραμε στα ποδήλατα και ξεχυθήκαμε στους δρόμους του χωριού με ενθουσιασμό, τέσσερις μικροί ορισμοί της ανεμελιάς. Βγήκαμε στους ελαιώνες τραγουδώντας δυνατά για να καλύψουμε τη φασαρία των τζιτζικιών. Όταν το μονοπάτι έγινε πολύ ανηφορικό και κακοτράχαλο, αφήσαμε τα ποδήλατα και συνεχίσαμε με τα πόδια. Καθώς περνούσαμε τη ρεματιά μέσ’ στο λιοπύρι, αποφασίσαμε ότι σ’ ένα τέτοιο υπέροχο μέρος δεν μπορεί να φωλιάζουν απαγωγείς παιδιών.
Σύντομα η μαρμελάδα πορτοκάλι είχε φουσκώσει τα στομάχια μας. Ο παππούς, χαρούμενος με την αναπάντεχη παρέα, είχε όλη την καλή διάθεση να μας δείξει λεπτομέρειες του αρμέγματος, της παρασκευής τυριού κι άλλων τέτοιων θαυμάτων. Απορροφηθήκαμε λοιπόν για τα καλά από τα καινούργια μας παιχνίδια, μέχρι που κάποιος παρατήρησε ότι: «…ο ήλιος πέφτει, δε γυρνάμε πίσω;»
Ο κυρ-Παναγιώτης έμεινε να μας κοιτάζει στην πόρτα, περίλυπος κι ευτυχισμένος καθώς φεύγαμε. Ανακαλύψαμε ότι ήμασταν αποκαμωμένοι, γεμάτοι απ’ αυτή τη γλυκιά κούραση που δε χαλάει τη διάθεση κι εγγυάται έναν καλό ύπνο. Ψιλοκουβεντιάζαμε ακούγοντας τα τελευταία τζιτζίκια, ενώ γύρω βράδιαζε και οι σκιές μεγάλωναν. Ο κόσμος άρχισε να μεταμορφώνεται σε κάτι ασαφές και μυστηριώδες.
Σιωπή απλώθηκε σιγά-σιγά στην παρέα, τα στόματα κλείσανε από μόνα τους. Βλέπαμε τον ήλιο να κρύβεται πίσω από τα βουνά, κι όσο σκοτείνιαζε τόσο η σκέψη της ρεματιάς κυριαρχούσε στο μυαλό μας. Όλοι ταχύναμε το βήμα χωρίς να το καταλάβουμε. Είχε φτάσει αυτή η ιδιαίτερη στιγμή που δεν είναι ούτε μέρα ούτε νύχτα και, στην ησυχία του δειλινού, κανείς δεν ήταν σίγουρος πια ότι η ιστορία με τις νεράιδες ήταν εφεύρεση των μεγάλων.
«Παιδιά, πρέπει να τρέξουμε», έσπασε τη σιωπή η Ελισάβετ. Σαν να ήταν το σύνθημα, ξεχυθήκαμε σ’ ένα βιαστικό αγώνα δρόμου με τον ήλιο. Το τέρμα ήταν η ξύλινη γεφυρούλα. Γύρω μας, λιόδεντρα και θάμνοι άλλαζαν σε άγνωστα πλάσματα γεμάτα σκιές, οι μακρινοί λόφοι γίνονταν κατοικίες απροσδιόριστων τεράτων. Πλέον ήταν περισσότερο νύχτα παρά μέρα.
Κάποτε επιτέλους φάνηκε η ρεματιά, όμως το σκοτάδι είχε απλωθεί. Ο ήλιος, νικητής στο κρυμμένο βάθρο του, άφηνε ένα τελευταίο αδύναμο λυκόφως σαν να έλεγε ειρωνικά: «Τώρα θα δείτε τι θα πάθετε!» Τα πλατάνια ήταν γιγάντια κι εμείς ασήμαντοι μπροστά τους, οι μαύρες κορφές χάνονταν στο μισοσκόταδο και ποιος ξέρει τι καραδοκούσε επάνω στα κλαδιά… Τώρα πια δεν έδειχναν καθόλου φιλικά. Το θρόισμα των φύλλων και το βούισμα του νερού έστελναν το μήνυμα: είστε ανεπιθύμητοι εδώ. Η ρεματιά έμοιαζε σαν ένα στόμα έτοιμο να μας καταπιεί.
«Τι θα κάνουμε;»
«Φοβάμαι…»
Ο Σπύρος πετάχτηκε με μια ιδέα, ποιος ξέρει πού την ακουσε ή την σκέφτηκε: «Να πιαστούμε χέρι-χέρι και να κλείσουμε τα μάτια. Είναι ο μόνος τρόπος να μη μας κλέψουν οι νεράιδες. Αν δεν κοιτάξουμε καθόλου, θα τα καταφέρουμε». Όλοι το δεχτήκαμε, χωρίς να ρωτήσουμε γιατί. Ήταν σαν μια ελπίδα μέσα στην απόγνωση.
Σταθήκαμε στο μονοπατάκι μπροστά στη γέφυρα και δώσαμε όλοι τα χέρια. Με βάλανε τελευταία για να με προστατέψουν κι ο Σπύρος ήρθε δίπλα μου. Πριν κλείσω αποφασιστικά τα μάτια, έριξα ένα επίμονο βλέμμα στις σκιές μήπως και ξετρυπώσω κάποια παράξενη κίνηση ή κάποιο αλλόκοτο φως (το ίδιο θα έκαναν κι οι άλλοι, φαντάζομαι). Τίποτα όμως, σκοτάδια μέσα σε σκοτάδια.
Το ανθρώπινο ακορντεόν προχώρησε τυφλά κι αδέξια στο άγνωστο. Ένιωσα κάτω από τα παπούτσια μου το έδαφος να γίνεται αμμώδες και κατάλαβα ότι μπήκαμε στη ζώνη των πλατανιών. Το χέρι του Σπύρου σφιγγόταν στο δικό μου, σχεδόν πονούσα, όμως δε με πείραζε. Ήταν η μόνη σύνδεση που είχα με το οικείο και το ανθρώπινο. Τα αυτιά μου ανίχνευαν κάθε μικροσκοπικό ήχο, ψάχνοντας για κάτι αφύσικο. Από στιγμή σε στιγμή περίμενα πως κάποιο άλλο χέρι, αρπακτικό και σκελετωμένο, θα με γράπωνε.
«Μην κοιτάτε!…» είπε κάποιος από μας, δεν κατάλαβα ποιος, μπορεί κι εγώ. Ακόμα όμως και να πέθαινα, θα κρατούσα σφαλισμένα τα μάτια μου. Περπατούσα στα τυφλά και πρόσεχα με αγωνία το κελάρυσμα του νερού, τα θροΐσματα των πλατανιών, κάποια μακρινά νυχτοπούλια, τον ήχο των παπουτσιών μας πάνω στην ποταμίσια άμμο. Γύρω μου βούιζαν έντομα. Άκουγα κλαδάκια που έσπαζαν, καθώς και κάποιους παφλασμούς – προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι όλα ήταν φυσιολογικά. Κουνούπια με τσιμπούσαν αλλά δεν τολμούσα να τα διώξω, μην τυχόν και το χέρι μου συναντήσει κάτι άλλο…
Πατημασιές πάνω σε ξύλο – ο επικεφαλής έφτασε στη γέφυρα. Εγώ ήμουνα μέσα σε μια θύελλα από μικρά «κρακ» και «πλαφ». Ολονών τα πόδια έκαναν αδέξια βήματα των τριών πόντων ψάχνοντας εξεταστικά το δρόμο, λες και τα μάτια μας είχαν κατεβεί στα παπούτσια. Ήχος από πατημασιές, πολλές πατημασιές, καθώς και το μεταλλικό σύρσιμο της άμμου πάνω στην άμμο – ήταν άραγε φυσιολογικά όλα αυτά; Ένιωθα περικυκλωμένη από παντού, όμως δεν τολμούσα να κοιτάξω. Ο αέρας γύρω μου έσφυζε από ζωή. Είχα την αίσθηση μιας διαρκούς κίνησης, σαν να βρισκόμουν στο μάτι ενός κυκλώνα. Κουράγιο, λίγο ακόμα και θα περάσουμε! Λίγο ακόμα και–
«ΒΟΗΘΕΙΑ, ΜΕ ΠΑΙΡΝΟΥΝ»
Μια κραυγή, ένα τράνταγμα στην αλυσίδα, ο Δήμος έκανε το λάθος. Έσφιξα πεισματικά τα μάτια μου μέχρι να πονέσουν, έσφιξα το χέρι του Σπύρου και προχώρησα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Ο Δήμος, πάει ο Δήμος... Μια παγωμάρα με είχε κυριεύσει και το δέρμα μου μυρμήγκιαζε. Παρουσίες ένιωθα να περνάνε δίπλα μου. Ρεύματα αέρα χάιδευαν το πρόσωπό μου, σαν από αιθέρια φτερά. Άκουγα ψιθυρίσματα που δεν μπορεί να ήταν από τα δέντρα και το νερό, κάτι γινόταν μέσα στη ρεματιά. Δε θα το ‘βλεπα κι ας πέθαινα.
Επιτέλους, έφτασα κι εγώ στη γεφυρούλα. Άρα ο πρώτος στη σειρά θα ‘πρεπε να ήταν κάπου στη μέση και μας έμενε λίγο ακόμα για να–
Κι άλλη κραυγή. Το χέρι του Σπύρου τεντώθηκε, πήγε να ξεκολλήσει από το δικό μου, όμως το άρπαξα μ’ όση δύναμη είχα. Αυτή τη φορά ήταν το ουρλιαχτό της Ελισάβετ, το αναγνώρισα καθώς έσβηνε σιγά-σιγά από μεγάλη απόσταση σπαράζοντας απεγνωσμένα. Την έκλεψαν τη φίλη μου αυτά τα φτερουγίσματα κι οι απόκοσμες φωνές που ακούγονταν πλέον φανερά, χωρίς να κάνουν καμία προσπάθεια να κρυφτούν πίσω από τους νυχτερινούς ήχους της ρεματιάς... Μόνο δύο μείναμε πια επάνω στο αμφιθέατρο των νεράιδων, οι άλλοι χάθηκαν για πάντα.
Η γέφυρα έμοιαζε ατελείωτη κάτω από τα πόδια μου. Πόσα βήματα να είχα κάνει; Πολλά περισσότερα απ' όσα έπρεπε για μια τόσο μικρή γεφυρούλα... Τη φαντάστηκα για μια στιγμή να μακραίνει και να υψώνεται προς το νυχτερινό ουρανό, με το άλλο άκρο της να χάνεται ανάμεσα στ' αστέρια. Την είδα ολοκάθαρα αυτήν την εικόνα. Κι εγώ με τον Σπύρο, δυο μικρόβια επάνω σ' αυτή τη λεωφόρο του απείρου, να βαδίζουμε ατέλειωτα προς το χαμό μας.
«Μη φοβάσαι, Βίκυ» άκουσα τρεμουλιαστά τη φωνή του. «Θα τα καταφέρουμε».
Σκουντουφλήσαμε λίγο ακόμα στη γέφυρα κι επιτέλους την ένιωσα να γίνεται κατηφορική – πλησιάζαμε στο τέρμα. Θα πατούσα μια τρεχάλα και δε θα σταματούσα μέχρι να εξαντληθώ. Κι ας σκόνταφτα σε πέτρες, κι ας έπεφτα κάτω. Αρκεί να έφευγα απ’ αυτό το καταραμένο μέρος και να μην ξαναγυρνούσα ποτέ.
Ξαφνικά το χέρι του Σπύρου χάθηκε. «Βίκυ, με παίρνουν κι εμένα… φύγε εσύ, να σωθείς!» άκουσα το φίλο μου να φωνάζει από κάπου πολύ μακριά. Μου ήρθαν δάκρυα, δεν ήξερα ότι μπορείς να κλαις με τα μάτια κλειστά. Έβαλα φτερά στα πόδια κι έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ίσως και να ούρλιαζα, δεν καταλάβαινα πια τι έκανα. Τα μάτια μου ήταν σφαλισμένα, ένιωθα πως δε θα μπορούσα να τα ξανανοίξω ποτέ στη ζωή μου. Πάτησα πάνω σε χώμα κι όμως συνέχισα να τρέχω, από στιγμή σε στιγμή περίμενα να πέσω πάνω σε κάποιο δέντρο όμως δε μ' ένοιαζε, αρκεί να μην άκουγα πια αυτούς τους τρομερούς ήχους της ρεματιάς. Άφησα πίσω τον νεραϊδότοπο και σταμάτησα να πάρω μια ανάσα.
Άνοιξα τα μάτια μου.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Η παιδική μνήμη έπαιξε κι αυτή το ρόλο της στην ιστορία, απωθώντας κάποιες λεπτομέρειες και προσαρμόζοντας όλη την εμπειρία μέσα στον καθημερινό κόσμο του παιχνιδιού. Διότι για μας, τότε, όλα ήταν μαγικά και δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε εύκολα ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα. Χρειάστηκε η συνδρομή του Σπύρου, του Δήμου και της Ελισάβετ για να τακτοποιήσουμε τα γεγονότα της Νυχτερινής Ρεματιάς – ναι, οι φίλοι μου δε χάθηκαν, τους ξαναβρήκα την επόμενη μέρα – και για να συνειδητοποιήσουμε ότι ο καθένας είχε ζήσει εκείνη την περιπέτεια με τον εαυτό του στο ρόλο του τελευταίου εναπομείναντα επάνω στη γέφυρα…!
Όλοι φάγαμε κατσάδα απ’ τους γονείς όταν φτάσαμε σπίτι, όμως οι γκρίνιες δεν κράτησαν πολύ. Στο κάτω-κάτω, απλώς είχαμε πάει επίσκεψη στον κυρ-Παναγιώτη και ξεχαστήκαμε. Κανείς μεγάλος δε ρώτησε περισσότερα – καλύτερα, γιατί θα μάθαινε για τα φτερουγίσματα και τις απαγωγές. Θα μάθαινε επίσης γι’ αυτό που είδαμε μόλις ανοίξαμε τα μάτια μας, ο καθένας το ίδιο ακριβώς. Φυσικά, ούτε που θα μας πίστευαν. Φαντασιόπληκτους θα μας ανέβαζαν, ψεύτες θα μας κατέβαζαν. Οι γονείς δεν ακούνε τα παιδιά, ιδιαίτερα αν αυτά τους έλεγαν ότι μετά την τρομερή γέφυρα και την τρεχάλα βρέθηκαν:
Σ’ έναν τόπο απίστευτης ομορφιάς με καταπράσινα λιβάδια που απλώνονταν ως εκεί που έφτανε το μάτι. Το προηγούμενο σκοτάδι είχε εξαφανιστεί, τα πάντα ήταν λουσμένα μέσα σ’ ένα απαλό ηλιόφως. Η ρεματιά βρισκόταν πέρα μακριά στο βάθος – πώς κατάφερα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να τρέξω τόσο πολύ; Δε φοβόμουν, ένιωθα όμορφα σαν να γύρισα σπίτι. Περπατούσα για ώρες, απολαμβάνοντας το πλούσιο γρασίδι, ξέροντας πως τίποτα κακό δε θα μου συμβεί. Σε κάποια στιγμή σκέφτηκα τους γονείς μου που περίμεναν. Σίγουρα θα είχαν ανησυχήσει. Είδα δύο φιγούρες να με πλησιάζουν: δύο θεόρατοι καβαλάρηδες σε άσπρα άλογα, σαν ιππότες του παλιού καιρού. Έφτασαν δίπλα μου και είπαν ότι θα μου έδειχναν το δρόμο για να γυρίσω. Μίλησα μαζί τους, όμως δεν μπορούσα να δω τα πρόσωπά τους. Με οδήγησαν σ’ ένα μονοπάτι, περπάτησα πολύ και σιγά-σιγά ο χώρος γύρω μου άρχισε να σκοτεινιάζει. Τα πράσινα λιβάδια άλλαζαν στους γνωστούς ελαιώνες και ο ουρανός γέμιζε άστρα. Κάποτε έφτασα στο σημείο που είχαμε αφήσει τα ποδήλατα, πήρα το δικό μου και γύρισα.
Ναι, οι γονείς δεν ακούνε τα παιδιά. Ούτε τα παιδιά ακούνε τους γονείς – και καλά κάνουν!
Εξαιρετικός όπως πάντα!
ΑπάντησηΔιαγραφή*
Λέγαμε κάποτε με ένα φίλο ότι στο εληνικό φολκλόρ η ώρα των φαντασμάτων και των νεράιδων δεν είναι η νύχτα, αλλά το ζεστό μεσημέρι, όταν δεν υπάρχει σκιά και τα πάντα ξαφνικά μοιάζουν ακίνητα. Και το λέγαμε, γιατί νιώσαμε έναν τέτοιο τρόμο.
Είχα ακούσει πιτσιρικάς κάτι ιστορίες με μεσημεριανά φαντάσματα, δε θυμάμαι πού. Νομίζω σε κάποιο ελληνικό νησί, δεν παίρνω όρκο όμως.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο Πήλιο, πάντως, οι νεράιδες βγαίνουν νύχτα. Στη Σαμοθράκη βγαίνουν απόγευμα.
Για πες λίγα περισσότερα, αν θες, για τον μεσημεριανό σας τρόμο.
(Δε νομίζω ότι είμαι εξαιρετικός, ειλικρινά δεν το νομίζω. Ευχαριστώ πάντως)
Ε να, τίποτε το πολύ συγκλονιστικό. Φαντάσου ότι περπατάς σε έναν έρημο χωματόδρομο, στο βουνό, με θυμάρια και θάμνους, καταμεσήμερο καλοκαιριού. Τζιτζίκια δεν έχει. Σε μια στροφή, απλά δεν μπορείς να προχωρήσεις -και γυρνάς πίσω, με γρήγορα βήματα, χωρίς να πεις τίποτα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑριστοτεχνικό :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εμένα η μητέρα μου μου έλεγε οτι τα πνεύματα βγαίνουνε το μεσημέρι. Μάλλον για να μην βγαίνω στον κήπο και κάνω φασαρία όταν ήθελε να κοιμηθεί...
Πολλά παραμύθια της Ελληνικής υπαίθρου στον ένα από τους τόμου των Παραδόσεων του Νίκου Πολίτη. Έχει νομίζω ένα ολόκληρο κεφάλαιο για νεράιδες κλπ.