Γρανίτης

Το πιο εκνευριστικό ήταν ο κόσμος που ερχόταν να τον δει. Στην αρχή δεν είχε πρόβλημα, του άρεσε κιόλας αυτή η αγάπη, όμως από ένα σημείο και μετά η κατάσταση έγινε ανυπόφορη. Το ένα πρόσωπο μετά το άλλο, ξανά και ξανά και ξανά, έμπαιναν στον πέτρινο κύβο κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο, στέκονταν μπροστά του για μισό λεπτό, τον κοιτούσαν με δάκρυα στα μάτια κι έφευγαν για να δώσουν τη θέση τους σε άλλα πρόσωπα. Ακόμα και γράμματα του έστελναν. Του ερχόταν να βάλει τις φωνές και να τους πει να τον αφήσουν ήσυχο, όμως δεν μπορούσε να μιλήσει.

Είχε μετρήσει συνολικά περίπου επτά εκατομμύρια επισκέπτες, ώσπου μια μέρα βαρέθηκε και σταμάτησε να μετράει. Δεν είχε όμως τι άλλο να κάνει, ακίνητος μέσα στο κρυστάλλινο κρεβάτι του, με το δεξί χέρι στην κοιλιά και το αριστερό μόνιμα σφιγμένο σε γροθιά. Μετρούσε λοιπόν συνεχώς – το ύψος του πέτρινου κύβου (δώδεκα μέτρα), το πλάτος του (είκοσι τέσσερα), τα φυτεμένα έλατα μπροστά στον κύβο (δεκαοκτώ), τους στρατιώτες που τον φύλαγαν (από τρεις ως δεκαπέντε, ανάλογα με την εποχή), οτιδήποτε. Ήθελε με κάθε τρόπο να διατηρήσει τη σκέψη του ζωντανή γιατί αυτός πάντα σκεφτόταν ασταμάτητα – ακόμα και τώρα που δεν είχε εγκέφαλο.

Κάποιες φορές αναλογιζόταν την περιπέτεια που τον οδήγησε εδώ, σ’ αυτόν τον γρανιτένιο κύβο. Στην αρχή, τον είχαν παρκάρει βιαστικά σ’ έναν ξύλινο, μέχρι να αποφασίσουν τι θα τον κάνουν. Κατόπιν, ο Ατσάλινος σκέφτηκε να του φτιάξει έναν μεγαλύτερο κύβο. Έφεραν την καλύτερη ξυλεία, οι αρχιτέκτονες έκαναν σχέδια, οι εργάτες δυναμίτισαν το παγωμένο χώμα για να βάλουν τα θεμέλια και κάποια μέρα τον μετακόμισαν στο νέο του σπίτι. Ελάχιστα πρόλαβε να το χαρεί• μετά από λίγα χρόνια ο Ατσάλινος θέλησε να του φτιάξει ένα πέτρινο σπίτι. Καινούργια μετακόμιση πάλι... Αυτή τη φορά ήταν η οριστική, αν εξαιρέσουμε τον πόλεμο όπου τον φυγάδευσαν προσωρινά σε άλλη πόλη για να μην τον χτυπήσουν οι βόμβες. Η αλήθεια είναι πως υπήρξε πολύ κινητικός, ειδικά για κάποιον που είναι νεκρός εδώ και ογδόντα χρόνια.

Στις μία το μεσημέρι έκλειναν οι μπρούτζινες πύλες του κύβου, σταματούσε η παρέλαση αγάπης κι ερχόταν η ώρα της Επιτροπής... Αυτή δε χρειαζόταν μέτρημα• τα χρόνια περνούσαν, τα πρόσωπα άλλαζαν, όμως ο αριθμός των μελών της παρέμενε ο ίδιος: πάντα έξι, πάντα βλοσυροί. Και κάθε μεσημέρι τον έπαιρναν από το κρυστάλλινο κρεβάτι, τον κατέβαζαν στο υπόγειο και οι έξι ιατρικές μπλούζες άρχιζαν τους πειραματισμούς. Επάνω του. Είχε μετρήσει περίπου είκοσι εφτά χιλιάδες εργαλεία που είχαν μπει στο δέρμα του, χίλια οχτακόσια δείγματα που είχαν αφαιρεθεί από τους ιστούς του, κι αν πεις για τις ουσίες που είχαν δοκιμαστεί στο σώμα του, είχε χάσει το μέτρημα. Μετά από κάποιες ώρες τέλειωνε το μαρτύριο και τον έβαζαν πίσω στο κρυστάλλινο κρεβάτι όπου μπορούσε πια να ηρεμήσει. Πάντως, υπήρχε κι ένα καλό με την Επιτροπή: κάθε φορά του άλλαζε κουστούμι.

Στις επετείους άκουγε τις παρελάσεις απ’ έξω και τους λόγους των ομιλητών στη σκεπή του κύβου. Είχε περάσει πια πολύς καιρός από τότε που οι δικοί του οι λόγοι, δυνατοί σαν σφυρί και κοφτεροί σαν δρεπάνι, συγκλόνιζαν τις μάζες. Καμία σχέση με τις σημερινές χιλιοειπωμένες αερολογίες που έκαναν τα πλήθη να βαριούνται. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, σταμάτησαν κι οι λόγοι στη σκεπή, τους κατήργησε ο Ερασιτέχνης κι αυτό ήταν το μόνο σωστό πράγμα που έκανε. Ο άχρηστος... Το αίμα του έβραζε κάθε φορά που τον σκεφτόταν – δηλαδή, αυτό το μίγμα από φορμαλδεΰδη, αλκοόλ, γλυκερίνη και ποιος ξέρει τι άλλο που είχε στις φλέβες του αντί για αίμα.

Κι ο καιρός περνούσε χωρίς τίποτα καινούργιο να σπάει τη ρουτίνα... Εκτός από μια μέρα που ξαφνικά εμφανίστηκε ο Ατσάλινος δίπλα του! Σοβαρός, γαλήνιος, ξαπλωμένος κι αυτός σε ένα παρόμοιο κρυστάλλινο κρεβάτι, ο άντρας με το παχύ μουστάκι ήρθε να του κάνει παρέα. Μέτρησαν μαζί κάπου μισό εκατομμύριο επισκέπτες, μέχρι που μια άλλη μέρα μετά από οκτώ χρόνια ήρθαν και του τον πήραν. Δεν ήξερε γιατί το έκαναν αυτό, ούτε και τον ενδιέφερε εξάλλου• ήταν ατάραχος και αιώνιος, πιο νεκρός κι από νεκρός: ήταν ταριχευμένος.

Ο θερμοστάτης δίπλα του έδειχνε μόνιμα 16ο C θερμοκρασία κι ο υγροστάτης 80% σχετική υγρασία. Όταν τέλειωνε το ημερήσιο προσκύνημα χαμήλωναν τον εσωτερικό φωτισμό του κρυστάλλινου κρεβατιού και του έμενε λίγη ώρα να ηρεμήσει μέχρι να έρθει η Επιτροπή. Συνήθως τότε άρχιζε να παρατηρεί τις μικρές, ασήμαντες λεπτομέρειες μέσα στον κύβο: τα πεταμένα τσιγάρα, τις δαχτυλιές στους τοίχους, έναν ιστό αράχνης στο ταβάνι, ένα ζευγάρι μάτια απαλά κλειστά, ένα ξαπλωμένο σώμα που περιγελούσε την αιωνιότητα. Δεν το αγαπούσε πια, ένιωθε γι’ αυτό το ελαφρά κιτρινισμένο μουστάκι και γι’ αυτό το φασματικό πρόσωπο ό,τι νιώθει ένα βιβλίο για το εξώφυλλό του. Μόνο που το συγκεκριμένο εξώφυλλο ήταν απίστευτα σοβαρό. Και κουστουμαρισμένο.

Αυτός δεν τα ήθελε όλα ετούτα, είχε ζητήσει απλώς να τον θάψουν δίπλα στη μάνα του και καληνύχτα. Οι άλλοι ήταν που τον κάνανε μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς – προστατευόταν κι απ' την UNESCO – παρέχοντάς του την αμφίβολη αθανασία ενός Φαραώ. Ή ενός βαμπίρ. Κάποια βράδια όμως, μετά την παρέλαση των θαυμαστών και την ταλαιπωρία της Επιτροπής, στον κύβο έπεφτε απόλυτη ησυχία και τον κατέκλυζαν οι μνήμες... Σκεφτόταν τους παιδικούς του φίλους και τις παλιές συγκινήσεις, τις βόλτες στο Γκόργκι, τον αδερφό του, το αγαπημένο του ποτάμι από το οποίο πήρε και τ’ όνομά του. Τις λεύκες του ποταμού τις θυμόταν ολοζώντανες, αν ήθελε μπορούσε να τις μετρήσει κιόλας, όμως δεν έβρισκε ποτέ το κουράγιο. Θα νοσταλγούσε ακόμα πιο έντονα τις μέρες που χάθηκαν, θα πέτρωνε ακόμα περισσότερο ο γρανίτης του κύβου.

2 σχόλια:

  1. Καλός, όπως πάντα. Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος20/10/09

    Και τα νιόπαντρα ζευγαράκια, αν δεν απατώμαι, ήταν τακτικοί επισκέπτες...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.