Ξέρετε το παράδειγμα με τη Γάτα του Σρέντιγκερ; Αυτό το επιστημονικό τερτίπι που λέει ότι το τετράποδο μέσα στο κουτί δεν είναι ούτε νεκρό ούτε ζωντανό μέχρι ν’ ανοίξεις το καπάκι, και που όταν κάποιος το λέει στην παρέα, όλοι ξύνουν το κεφάλι τους μην ξέροντας τι υποτίθεται ότι πρέπει να καταλάβουν; Λοιπόν, θα σας το εξηγήσω με απλά λόγια πάνω σε μια εμπειρία που είχα παλιότερα• μια εμπειρία που δεν προβλέπεται από την Κλασική Φυσική και πρέπει να ερμηνευτεί κβαντικά.
Ναι, υπάρχουν κάποιες γάτες που αποκτούν υπόσταση μόνο όταν ανοίξεις το καπάκι. Τότε διαπιστώνεις με τι έχεις να κάνεις. Αν φυσικά θέλεις να το δεις, γιατί το ζήτημα είναι ότι σε βλέπει τότε και η γάτα.
Κάτι που δεν έλαβε υπ’ όψη ο Σρέντιγκερ.
* * *
Εκείνο το βράδυ προσπαθούσα να διαβάσω, ενώ από το δωμάτιο της αδερφής μου ακουγόταν τέτοιος θόρυβος που μου έπαιρνε τα αυτιά. Τότε, στα δύσκολα χρόνια της εφηβείας, ήταν αδύνατο να απομονωθώ• απορώ πώς κατάφερα να γράψω καλά στις εξετάσεις. Όπως επίσης και πώς συμβίωσα με την αδερφή μου στο ίδιο σπίτι, με μόνο λίγα εκατοστά τοίχου να χωρίζουν τα δωμάτιά μας. Αξιοσημείωτο που δεν κατέληξε η μια στο χώμα κι η άλλη στη φυλακή.
Δεν ήμασταν πάντα έτσι. Παλιότερα τη Μαρία την είχα για πρότυπο, όπως όλα τα παιδιά είναι καταδικασμένα να θαυμάζουν τα μεγαλύτερά τους αδέρφια. Δεν μπορώ όμως να πω ότι ενθουσιάστηκα με τις λόξες που απέκτησε μεγαλώνοντας: προσκυνήματα σε μοναστήρια, νηστείες, προσευχές… Ισχυριζόταν μάλιστα ότι έβρισκε τη χαρά της ζωής σ’ όλα αυτά.
Εγώ, από τη μεριά μου, προσπαθούσα να της δείξω ότι η χαρά της ζωής βρίσκεται σε μία κοντή φούστα και μία μικροσκοπική μπλούζα («πάλι γυμνή θα βγεις έξω;»), στα βιβλία που μιλούν για πνεύματα και μαγείες («οι αμαρτωλές σολομωνικές σου»), και σ’ αυτή τη μουσική των πολλών κιλοβάτ που χαϊδεύει τ’ αυτιά με λεπτότητα κομπρεσέρ. Όταν έβαζα το στερεοφωνικό στο τέρμα, η Μαρία έπαιρνε ένα ύφος σαν σκηνοθέτης εναλλακτικού κινηματογράφου που του ζητούν να σχολιάσει τον Spiderman. Ανάφερα καθόλου και για τις αφίσες με τους δαίμονες στο δωμάτιό μου; (οι αγιογραφίες στο δικό της θα είχαν βγει από τα ράσα τους). Πάντως, εκείνο το βράδυ, κόντευα εγώ να βγω από τις πιτζάμες μου με τη φασαρία!
Το πράγμα δεν πήγαινε άλλο. Είτε αυτή η αναίσθητη είχε βάλει την τηλεόραση στο τέρμα είτε είχε καλέσει καμιά διακοσαριά μοναχούς να ψάλουν. Θα το μάθαινα αμέσως. Πέταξα θυμωμένη το βιβλίο και πήγα δίπλα να μπήξω τις φωνές. Γεμάτη από σκανδαλιστική ηδονή που θα έκανα κήρυγμα σε μια υποψήφια αγία, άνοιξα την πόρτα της και ούρλιαξα: «Θα κλείσεις επιτέλους την τηλεόρ–»
Η τηλεόραση ήταν κλειστή.
Η αδερφή μου, γονατισμένη στο πάτωμα, προσευχόταν σιωπηλά.
Η φασαρία είχε εξαφανιστεί.
«Τι θέλεις, Βίκυ; Τι είναι;»
«Μα… δεν είχες ανοίξει την τηλεόραση;» ψέλλισα, προσπαθώντας να βάλω τον κόσμο στη θέση του.
«Όχι, κάνω τις δέκα μετάνοιές μου πριν τον ύπνο. Ποια τηλεόραση;»
Έμεινα στήλη άλατος, όπως η υφήλιος το ’56 όταν άκουσε από τα ραδιόφωνά της τον Elvis να τραγουδάει το Heartbreak Hotel. Κι όλη αυτή η φασαρία προηγουμένως; Μουρμούρισα ένα συγνώμη κι έφυγα. Ήμουν σίγουρη πως η Μαρία δεν έλεγε ψέματα (θα ήταν αμαρτία εξάλλου, ου ψευδομαρτυρήσεις), όμως και τ’ αυτιά μου δεν έλεγαν ψέματα, άρα το συμπέρασμα ήταν ότι...;
Μπήκα στο δωμάτιό μου ζαλισμένη. Να που άνοιξα το κουτί του Σρέντιγκερ και βρήκα τη γάτα μέσα να μην είναι ούτε νεκρή ούτε ζωντανή. Έκανε τις δέκα μετάνοιές της, αδιαφορώντας για την κατάφωρη παραβίαση των νόμων της πραγματικότητας και της ηχομόνωσης.
Κι ούτε που φανταζόμουν αυτό που θα συνέβαινε το επόμενο βράδυ…
* * *
Όλοι οι άλλοι στο σπίτι είχαν πάει για ύπνο και μόνο εγώ ήμουν ξύπνια – η ώρα που βάζουν διπλή ταρίφα οι ταξιτζήδες, βγαίνουν τα φαντάσματα και ξενυχτούν οι υποψήφιοι φοιτητές. Η κούπα μου γέμιζε ξανά και ξανά με καφέ, για να εκμεταλλευτώ αυτές τις πιο ήσυχες στιγμές του εικοσιτετραώρου. Το μυαλό μου όμως πήγαινε συνεχώς στη φασματική τηλεόραση που είχα ακούσει το προηγούμενο βράδυ και συχνά έπιανα τον εαυτό μου να φυλλομετράει τις σελίδες του βιβλίου μηχανικά. Όπως εκείνη τη στιγμή που πρόσεξα τα βήματα στη σκάλα.
Το δωμάτιο το δικό μου και της Μαρίας βρίσκονταν στον πάνω όροφο του σπιτιού κι η ξύλινη, εσωτερική σκάλα έτριζε με το παραμικρό. Με τον καιρό, είχα αναπτύξει ένα ραντάρ για το βηματισμό καθενός στην οικογένεια και μπορούσα να καταλάβω ποιος ανέβαινε ή κατέβαινε. Όταν λοιπόν άκουσα τις πατημασιές, έψαξα από συνήθεια να βρω σε ποιανού τη βαδιστική ταυτότητα ανταποκρίνονταν.
Μήπως ήταν η μάνα μου; Μπα, αυτή περπατούσε πιο γρήγορα κι ανάλαφρα. Η αδερφή μου, ίσως; Όχι, η Μαρία προσπαθούσε να μην κάνει θόρυβο, σαν να πήγαινε επίσκεψη ινκόγκνιτο – ενώ τα συγκεκριμένα βήματα δε νοιάζονταν να περάσουν απαρατήρητα. Εξέτασα το ενδεχόμενο να ήταν ο πατέρας μου. Τότε θα έπρεπε να ‘χε βάλει καμιά σαρανταριά κιλά τον τελευταίο καιρό και να προχωρούσε με ρυθμούς Δημοσίων Έργων. Άρα, ήταν ο σκύλος. «Αν αποκλείσεις το αδύνατο, αυτό που μένει είναι αναγκαστικά το αληθινό», έλεγε ο Σέρλοκ Χολμς. Αισθανόμουν όμως λίγο ανήσυχη, παρόλο που με καθησύχαζε μια τέτοια αυθεντία – άσε που δεν είχαμε και σκύλο.
Έστρεψα όλη την προσοχή μου στα περίεργα βήματα, ενώ κοιτούσα απλανώς το βιβλίο – αυτό το βιβλίο που ποιος ξέρει τι δυνάμεις συνωμοτούσαν για να μη μ’ αφήσουν να το διαβάσω. «Δυνάμεις και βλακείες!» διαμαρτυρήθηκε το λογικό μέρος του εαυτού μου, έχοντας δανειστεί τη μορφή του διασημότερου ντετέκτιβ όλων των εποχών. «Κάποιος ξύπνησε και πηγαίνει στην τουαλέτα. Να δεις που στην κορυφή της σκάλας θα στρίψει δεξιά για το μπάνιο. Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Ουάτσον». Γέμισε την πίπα του κι έμεινε να με κοιτάζει με συγκατάβαση, ενώ εμένα μ’ έτρωγε η περιέργεια να ανοίξω την πόρτα και να δω τι ράτσας ήταν αυτή η γάτα του Σρέντιγκερ.
Ντουπ – ντουπ – ντουπ (πατημασιές στη σκάλα) – ιιικ – ιιικ (τριγμοί της σκάλας) – ντουπ – ιιικ – ΝΤΟΥΠ – ΝΤΟΥΠ (πολύ βαριές πατημασιές στη σκάλα) – ΙΙΙΚ – ΟΥΦ! (στεναγμός ανακούφισης που θα άφηνε η σκάλα αν είχε μιλιά, όταν οι πατημασιές έφτασαν στον πάνω όροφο). «Συγκεντρώσου στο διάβασμά σου!» είπε το λογικό μέρος του εαυτού μου καπνίζοντας την πίπα του. «Μην ψάχνεις αφορμή για αφηρημάδες. Αν δε γράψεις καλά, θα διαψεύσεις τις ελπίδες των γονιών σου».
Έσκυψα στο βιβλίο μου, υποταγμένη από την αδυσώπητη λογική του, την ίδια στιγμή που τα βήματα στρίβανε – αριστερά. Προς τα εκεί που ήτανε μόνο το δωμάτιό μου και της Μαρίας...
«Θα υπάρχει κάποια εξήγηση!» τηλεφώνησε το λογικό μέρος του εαυτού μου από το Μεξικό που έφυγε για διακοπές. «Κάποια απλή εξήγηση γι’ αυτές τις βαριές πατημασιές που κοντεύουν να διαλύσουν το σπίτι. Θα σου στείλω κάρτα απ’ το Ακαπούλκο, hasta la vista». Κι έκλεισε.
Τα βήματα προχώρησαν στο διάδρομο, βαριά κι απειλητικά σαν σφυγμός βροντόσαυρου. Το Σεισμολογικό Ινστιτούτο θα είχε κηρύξει συναγερμό. Πάγωσα στη θέση μου, ανίκανη να σαλέψω χιλιοστό, κι αναρωτιόμουν αν έφτασε η ώρα να μπήξω τις φωνές. Οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί πλέον, εγώ είχα γίνει η γάτα στο κουτί που δεν ήταν ούτε νεκρή ούτε ζωντανή, αλλά κάτι ενδιάμεσο: γυναίκα στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Κι απ’ έξω, ένας Επιστήμονας ετοιμαζόταν ν’ ανοίξει το καπάκι και να μου δώσει υπόσταση… Μ’ έναν τρανταχτό γδούπο, τα βήματα σταμάτησαν πίσω από την πόρτα μου και είδα το πόμολο να κατεβαίνει.
Ξέρω, είναι αστείο (και δεν προβλέπεται από την Κβαντική Φυσική), όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή έκανα κάτι αδιανόητο για μένα – όχι, δεν άρχισα να τσιρίζω, ευτυχώς για την υστεροφημία μου. Δεν ξέρω πώς μου 'ρθε, το μόνο σημαντικό όμως ήταν ότι λειτούργησε• με λίγα λόγια, άρχισα να λέω το Πάτερ Ημών.
Η πόρτα τελικά δεν άνοιξε, το πόμολο ξανάκλεισε, τα βήματα χάθηκαν, κι εγώ πήρα πάλι το ρόλο του έξυπνου της υπόθεσης. Όσο έξυπνος μπορεί να είναι κάποιος με την καρδιά του να χορεύει ταραντέλα, το στόμα του να χάσκει σαν το Γκραν Κάνυον και τα μάτια του να έχουν γουρλώσει σαν ηδονοβλεψίας σε κλαμπ γυμνιστών. Διότι είπα ότι ‘τα βήματα χάθηκαν’, δε διευκρίνισα όμως ότι ξέσπασαν σε ένα αφηνιασμένο ποδοβολητό από οπλές…
Πάντως, το κόλπο έπιασε. Μην το πείτε όμως στη Μαρία, είναι σημαντικό για την υστεροφημία μου.
* * *
Αυτά περί Κβαντικής Φυσικής. Λίγα έχω να προσθέσω από κει και πέρα, εκτός του ότι πούλησα τα βιβλία μου, κατέβασα τις αφίσες και κρέμασα στη θέση τους ημερολόγια της Greenpeace• καλού-κακού, μην παίζεις με τον Σρέντιγκερ αν δε θες να μπλέξεις με τη γάτα του. Η αδερφή μου βέβαια καταχάρηκε, είπε ότι έπιασαν τόπο οι προσευχές της για μένα και όταν τελικά πέρασα στις εξετάσεις, μού έκανε δώρο μια αγιογραφία σε ασημένιο κάδρο με τον Άγιο Στυλιανό. Θα την πουλήσω κι αυτή.
Βλέπω όμως την αμφιβολία στο βλέμμα σας, αναγνωρίζω αυτό το ύφος όλο ανωτερότητα. «Εκείνο το βράδυ τα φαντάστηκες όλα!» θα πείτε, όπως λέει και το λογικό μέρος του εαυτού μου, αυτή τη φορά με τη μορφή τη δικιά σας. Αλλά τι τα θες; Εδώ ολόκληρος Αϊνστάιν δυσπιστούσε απέναντι στην Κβαντική Φυσική, σιγά μην καταφέρω εγώ, η Βίκυ, να αλλάξω τρόπους σκέψης αιώνων... Αλήθεια, όμως, πώς θα εξηγούσατε αυτό που μου είπε η μάνα μου το επόμενο πρωί;
«Τι σ’ έπιασε και τριγυρνούσες το βράδυ με τις μπότες; Ακουγόταν σαν να περπατούσε άλογο μέσα στο σπίτι».
ΥΓ: Αν κάποιος ενδιαφέρεται για ένα υπέροχο έργο τέχνης, χειροποίητο, με ασήμι Britannia 96% καθαρό, ευλογημένο από μοναχό με φήμη θαυματουργού, παρακαλώ να επικοινωνήσει.
Θα έπρεπε να καταργηθούν οι πανελλαδικές, είδατε τα αποτελέσματα; Τα καημένα τα παιδάκια λαλούν με τόσο διάβασμα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ καλογραμμένο κείμενο, χωρίς πλάκα τώρα.