Ντίσνεϊλαντ

Ένα απίστευτο άρθρο της Καθημερινής μάς δίνει τη δυνατότητα να θαυμάσουμε τον άνθρωπο που ταξιδεύει «σαν ταξιδιώτης του 19ου αιώνα». Πρόκειται για τον κ. Παναγιώτη Χριστόπουλο που βρέθηκε λίγες μέρες στην Ταϊλάνδη, στην πρωτεύουσα Μπανγκόκ και στο Κραμπί (τουριστικός προορισμός, σαν τη Σαντορίνη, ας πούμε), καλεσμένος των Leading Hotels of the World και της Thai Airways. Συμφωνώ μαζί του ότι είναι άδικο «να επιστρέφεις στην Αθήνα και οι εννέα στους δέκα να σε ρωτούν για τον σεξοτουρισμό, τις τιμές των ηλεκτρονικών κι αν μαύρισες από την ηλιοθεραπεία». Το νόημα είναι να ανακαλύψεις «την πραγματική αίσθηση της περιοχής ... την πραγματική αύρα της χώρας», έχει απόλυτο δίκιο. Ας δούμε λοιπόν την εμπειρία του για να ανακαλύψουμε αυτήν την πραγματική αύρα.

Ο κ. Χριστόπουλος έμεινε σε ένα πολυτελέστατο resort (Κραμπί), στο οποίο η νύχτα κοστίζει όσο περίπου 5 μηνιάτικα της κοπέλας στη ρεσέψιον. Γυρνώντας στην πρωτεύουσα, έμεινε σε ένα ονομαστό ξενοδοχείο – οικονομικότερο, η νύχτα εκεί είναι όσο ένας τυπικός εργατικός μισθός (με τις υπερωρίες). Γευμάτισε σε εκλεκτά εστιατόρια, στα οποία ο λογαριασμός συνήθως δε βγαίνει χαμηλότερος από τον μισθό ενός δασκάλου. Όλα αυτά όμως δεν τον εμπόδισαν να ανακαλύψει «την πραγματική αύρα της χώρας», αφού αποτόλμησε μια αναρριχητική περιπέτεια στο Κραμπί, η οποία τον οδήγησε στην ανακάλυψη μιας κρυμμένης λιμνούλας. Γυρνώντας στο resort, έπαιξε με τις μαϊμούδες που πηδούσαν από δέντρο σε δέντρο, χάζεψε μερικές πανέμορφες ορχιδέες, παραμέρισε ευγενικά την τεράστια, ακίνδυνη σαύρα στην πόρτα, βούτηξε σε μια καυτή μπανιέρα για να χαλαρώσει κι άρχισε να διαβάζει ένα βιβλίο με την ιστορία της Ταϊλάνδης. Του άξιζε, του ανθρώπου, αφού «αγκάλιασε εξερευνητικά το περιβάλλον και δεν το αντιμετώπισε μόνο σαν πανέμορφο καμβά για βουτιές και φωτογραφίες σε μια ξαπλώστρα». Το βιβλίο, βέβαια, δεν το διάβασε καλά, αφού στο άρθρο του γράφει ανακρίβειες για την Ταϊλάνδη (π.χ. «το έθνος αυτό έμεινε ελεύθερο σε όλη του την ιστορία», ξεχνάει τη βιρμανική κατάκτηση), ενώ καταφέρνει να αποδώσει λάθος όλες μα όλες τις ταϊλανδικές λέξεις του κειμένου του. Τι να κάνουμε, είναι ένα πρόβλημα όταν μεταφέρεις τις λέξεις από αγγλικά, προφανώς, βιβλία. Το γεγονός ότι βρέθηκες στη χώρα και θα μπορούσες εύκολα να ρωτήσεις για να μάθεις τη σωστή προφορά, δεν έχει καμία σημασία. Εξάλλου το resort είχε ένα εξαιρετικό wellness center, με δεκάδες επιλογές μασάζ και σπα... Πώς να μη σε πλημμυρίζει μετά «μια παράξενη περηφάνεια» την ώρα που γευματίζεις στο βραβευμένο εστιατόριο.

Τέρμα η κοροϊδία. Ο άνθρωπος βρέθηκε σ’ έναν τεχνητό, ψεύτικο κόσμο και δεν κατάλαβε τίποτα, νομίζει μετά ότι ανακάλυψε και την «πραγματική αίσθηση της χώρας». Στην Ντίσνεϊλαντ πήγε, όχι στην Ταϊλάνδη. Βέβαια καλεσμένος ήταν, έπρεπε να παινέψει τα παλάτια των οικοδεσποτών του, κατανοητό αυτό. Αν είχε περιοριστεί μέχρι εκεί, δε θα ασχολιόμουνα. Θα κατάπινα ακόμα και τις φαντασιώσεις του για την πραγματική αύρα της χώρας που νομίζει ότι ανακάλυψε. Υπάρχει όμως κάτι επιπλέον στο άρθρο του που δεν πρέπει να περάσει ασχολίαστο, κάτι επικίνδυνο και βαθιά αντιδραστικό. Χωρίς να το καταλαβαίνει και μη έχοντας αυτήν την πρόθεση, ο κ. Χριστόπουλος κατασκευάζει πραγματικότητα, δίνει ερμηνεία. Κι αυτό είναι επικίνδυνο.

Ποια εντύπωση αποκομίζει ο αναγνώστης για τους Ταϊλανδούς από το άρθρο; (όσο αναφέρονται, γιατί ο κ. Χριστόπουλος ασχολείται περισσότερο με τα ξενοδοχεία και τα resorts, από τη μία, με τα νησιά και τη θάλασσα, από την άλλη). Ότι είναι φιλικοί, πράοι, ανεκτικοί, περήφανοι, γλυκύτατοι, ευγενείς, ειρηνικοί. Το ότι επιπλέον είναι και φτωχοί, δεν το διαβάζει πουθενά ο αναγνώστης. Παρουσίαση για την Ταϊλάνδη (ή για οποιαδήποτε άλλη χώρα του Τρίτου Κόσμου) που δεν έχει μέσα τη λέξη «φτώχεια»... Περίπου σαν μια παρουσίαση για τον Βουλγαράκη που δεν έχει μέσα την εξίσωση «νόμιμον = ηθικόν». Φαινομενικά είναι θετικός κι επαινετικός ο τρόπος που μιλάει για τους Ταϊλανδούς. Έλα όμως που τελικά δεν είναι! Διότι τους υποτιμάς βαθύτατα και τους κοροϊδεύεις κατάμουτρα (έστω και χωρίς να έχεις την πρόθεση), όταν γράφεις: «ακόμη κι αυτή η διαβόητη υπηρεσία του σεξοτουρισμού ... έχει κατά κάποιον τρόπο τις ρίζες της στην ιδιοσυγκρασία των Ταϊλανδών, στην περίφημη ανεκτικότητά τους». Όχι, κ. Χριστόπουλε, έχει κατά κάποιον τρόπο τις ρίζες της στη φτώχεια των Ταϊλανδών, στην περίφημη ανάγκη τους για χρήματα!

Δεν έχεις ιδέα τι είναι η φτώχεια. Φτώχεια σημαίνει διαρκής αγωνία και ταλαιπώρια, να δουλεύεις από το πρωί ως το βράδυ και τα παιδιά σου να μην έχουν παπούτσια να φορέσουν, να ζεις με μόνιμα εντερικά, νευρολογικά, δερματικά προβλήματα, να ψαρεύεις τα ψάρια από το ρυάκι της αποχέτευσης, να ανησυχείς μην πεθάνεις, να το ρίχνεις το βράδυ στο ουΐσκι γιατί αλλιώς δεν ηρεμείς. Υπήρχε πολλή τέτοια φτώχεια στη χώρα που επισκεύτηκες, όμως τα πολυτελή ξενοδοχεία δε σ’ άφησαν να τη δεις. Υπήρχε επίσης και πολλή αγανάκτηση, ο κόσμος που είδες δεν ήταν ικανοποιημένος, όμως ούτε αυτό κατάφερες να διακρίνεις.

Σίγουρα εισέπραξες πολλή ευγένεια και χαμόγελα στην Ταϊλάνδη. Πώς θα σου φαινόταν άμα μάθαινες ότι το 90% αυτής ήταν ευγένεια McDonald’s; Μηχανική κι επαγγελματική, ευγένεια από συνήθεια, ευγένεια ως μέσο προσπορισμού χρημάτων (καθόλα σεβαστό όμως, σε φτιάχνει η ευγένεια, ακόμα κι αν είναι εμπορεύσιμο προϊόν). Μη δημιουργείς μυθεύματα για τη μαγική ιδιοσυγκρασία των Ταϊλανδών, όλο ανεξήγητη φιλικότητα και πραότητα (τεράστια η εγκληματικότητα της χώρας), ευγένεια κι ανεκτικότητα (βοηθάει όμως να είσαι δυτικός με χρήματα – αν είσαι βιρμανός πρόσφυγας μόνο με τα ρούχα που φοράς, δε θα τους βρεις τόσο ανεκτικούς). Πήγες σε επαγγελματίες της ευγένειας, σε ανθρώπους που ξέρουν καλά αυτό που δεν ξέρει ο Έλληνας ταξιτζής, ότι η ευγένεια πληρώνει. Τη δουλειά τους έκαναν οι άνθρωποι, τα φιλοδωρήματά σου ήθελαν, δε σε συμπάθησαν – και γιατί να σε συμπαθήσουν, δηλαδή; Τι τους έκανες; Επειδή έπαιξες ένα παμπάλαιο παιχνίδι, από τα φεουδαρχικά χρόνια της χώρας ακόμα, όπου ο πληβείος αποδίδει υπηρεσίες και τιμές στον ευγενή, έναντι ασφάλειας και ελεημοσύνης; Ένα παιχνίδι που συνεχίζει να διδάσκεται ως τις μέρες μας από τους γονείς στα παιδιά, αφού η ευγένεια αποτελεί μέσο βιοπορισμού, προϊόν ανταλλάξιμο με χρήματα; (και καλά κάνει).

Κάτι που μας φέρνει στο πιο εξοργιστικό σημείο του άρθρου, όπου ο κ. Χριστόπουλος, μη μπορώντας να βρει καμιά καλύτερη εξήγηση, καταφεύγει στη μεταφυσική: «κι ο βουδισμός είναι η κυρίαρχη θρησκεία, που έχει εμποτίσει τη νοοτροπία αυτού του λαού με πραότητα και ευγένεια». Δεν σκέφτηκε, για παράδειγμα, να κοιτάξει τους δείκτες εγκληματικότητας της χώρας, έμεινε στην καλογυαλισμένη βιτρίνα και στα επιφανειακά του συμπεράσματα περί της βουδιστικής πραότητας. Μετά τους Ταϊλανδούς, δηλαδή, μαγαρίζει και τον βουδισμό. Φτιάχνει πλατωνικές Ιδέες, υπερβατικές κι ανεξάρτητες από τους φορείς τους, με εγγενή φιλειρηνικότητα, την οποία μεταδίδουν με κάποιον μαγικό τρόπο στους πιστούς. Βέβαια στις περσινές διαδηλώσεις, οι βουδιστές της κυβέρνησης δε φάνηκαν τόσο πράοι, κατέβασαν τον στρατό και τις οδήγησαν σε μακελειό 90 νεκρών και 1.400 τραυματιών. Δεν ξέρω πώς το ερμηνεύει αυτό ο κ. Χριστόπουλος. Ίσως ότι αν δεν ήταν και βουδιστές, ο τελικός λογαριασμός του αίματος θα είχε φτάσει ακόμα ψηλότερα, ίσως έτσι.

Επιφανειακά, είναι ο κ. Χριστόπουλος που παινεύει την Ταϊλάνδη κι εγώ που τη μειώνω. Όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο. Οι έπαινοί του είναι η αφέλεια του τουρίστα που ήρθε στην Ελλάδα λίγες μέρες το 2004 για τους Ολυμπιακούς, είδε και την Ακρόπολη, έφαγε ένα βράδυ στην Πλάκα, έκανε μια βουτιά στην Αίγινα, και κατόπιν εκφράζεται θερμά για τη χώρα. Κάτι ακόμα χειρότερο: οι έπαινοί του είναι το παραβάν που καλύπτει την τεράστια οικονομική απόσταση ανάμεσα σ’ αυτόν και στους ντόπιους, την εξαφανίζει από το οπτικό πεδίο, και δημιουργεί έναν μαγικό κόσμο στον οποίο οι ανθρώπινες σχέσεις βασίζονται στην εγγενή φιλικότητα και στη βουδιστική πραότητα.

Προσωπικά, θα δεχόμουν όλα αυτά τα μυθεύματα του κ. Χριστόπουλου. Αρκεί να δώριζε τη μισή του περιουσία στο τοπικό ορφανοτροφείο. Τότε θα το βούλωνα κι ο ίδιος θα κέρδιζε το δικαίωμα να βλέπει ό,τι θέλει, ξεπέρασε την πραγματικότητα.

Τελικά όμως τι είναι η Ταϊλάνδη; Ακούει κανείς τόσα πολλά και αντιφατικά, τι να πρωτοπιστέψει; Λοιπόν, σίγουρα δεν είναι τα πολυτελή ξενοδοχεία και τα resorts. Καλά είναι και τα βουνά και τα νησιά και τα μνημεία κι οι παραλίες, όμως έρχονται δεύτερα. Πρώτα και καλύτερα, η Ταϊλάνδη είναι οι Ταϊλανδοί. Οι οποίοι είναι φτωχοί, ακόμα και οι Έλληνες του μνημονίου είναι πλούσιοι σε σχέση μ’ αυτούς, αναγκάζονται να δουλεύουν όλη μέρα, γίνονται χαμάληδες και υπηρέτες για να κολακέψουν τον κάθε κ. Χριστόπουλο που έρχεται στη χώρα με την έπαρση των χρημάτων του, τον κάθε ντόπιο κ. Χριστόπουλο που αγαπάει και παινεύει τους φτωχούς – εφόσον βέβαια παραμένουν φτωχοί κι ικανοποιημένοι, όχι όμως και να σηκωθούν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, ε; Λοιπόν, δεν είναι ικανοποιημένοι οι Ταϊλανδοί. Είναι δυσαρεστημένοι και πολλοί απ’ αυτούς εξοργισμένοι.

Και στο φινάλε, όταν κάποιος δηλώνει: «πήγα στην Ταϊλάνδη» (ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του Τρίτου Κόσμου), η σωστή ερώτηση δεν είναι, π.χ.: «πού έμεινες, πού ψώνισες, πού κολύμπησες, πού σκαρφάλωσες;». Όχι, η σωστή ερώτηση είναι: «ποιους γνώρισες, σε πόσα ταϊλανδικά σπίτια μπήκες, με πόσα πιτσιρίκια έπαιξες, πόσους καινούργιους φίλους έκανες, πόσοι σε γνώρισαν στους γονείς τους (τιμή για έναν Ταϊλανδό), πόσοι σου είπαν το όνομά τους (άλλη τιμή), πόσοι σου είπαν τον πόνο τους, σε πόσους είπες τον δικό σου», τέτοια πράγματα. H Ταϊλάνδη είναι οι Ταϊλανδοί. Αν δεν έχεις κάτι να καταθέσεις εδώ, τότε δεν πήγες στην Ταϊλάνδη, πήγες στην Ντίσνεϊλαντ. Κάνε μου τη χάρη τουλάχιστον να το παραδεχτείς.


Η Ταϊλάνδη κατά τον κ. Παναγιώτη Χριστόπουλο

7 σχόλια:

  1. Συγχαρητήρια Ηλία!
    Ρωτάω (αδίκως, αλλά γιατί να μη ρωτήσω;) πόσο άραγε πληρώθηκε ο κ. αυτός για να γράψει αυτές τις μπαρούφες;

    (το ρ. είναι επισκέ-π-τομαι, το π γίνεται φ, επισκέφθηκε, σίγουρα σου ξεφυγε, αλλά το βλέπω συχνα το λάθος στο ίντερνετ και σκιαζομαι!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ροδιά, μπορεί και να μην πληρώθηκε: ήταν λέει "καλεσμένος των Leading Hotels of the World και της Thai Airways", τζάμπα διακοπές δηλαδή.

    Προσέχω επίσης ότι μιλάει για "οδηγό που θα νοικιάσετε για ελάχιστα μπαχτ". Κάπως έτσι τον νοίκιασαν και οι προαναφερθείσες εταιρείες τον κ. Χριστόπουλο, φαίνεται.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Προφανώς του πλήρωσαν μετάβαση, διαμονή, ίσως και το εστιατόριο, με αντάλλαγμα το άρθρο στην Καθημερινή. Τριάντα αργύρια, δηλαδή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος9/5/11

    Τα-κα-πληκτικό! Αυτός ο πως τον λεν γράφει εξίσου καλά και θυμωμένος τελικά.

    vasvas

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Χεχ. Μ' αρέσεις όταν έχεις κέφια για rant :)

    Αλήθεια, πώς σου ξέφυγε το "Ταϊλάνδη - Ντισνεϋλάνδη"; Νόμιζα οτι γι' αυτό πήγαινες...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Γουστάρω να αισθάνομαι ατελής, σαν χειροποίητο χαλί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Σωστός (γι' αυτό κι εγώ αρνούμαι να κάνω διακοπές σε φτωχές χώρες).

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.