«Μη δίνεις λεφτά στα παιδιά του δρόμου. Πάρ’ τους κάτι να φάνε, όμως μην ενθαρρύνεις τη ζητιανιά. Ο δρόμος οδηγεί σχεδόν μαθηματικά στα ναρκωτικά, στην πορνεία, στη σκλαβιά, στο έγκλημα. Αυτό είναι και το νόημα του σχολείου μας γι’ αυτά τα παιδιά, να τα πάρουμε απ’ τον δρόμο, να τους μάθουμε αριθμητική, αγγλικά, κομπιούτερ κ.λπ., ώστε να βρουν μια καλή δουλειά, να ζήσουν αξιοπρεπώς. Ο δρόμος είναι η εύκολη λύση. Κάνε πέτρα την καρδιά σου, όμως μην τους δίνεις λεφτά».
Έβγαινα από ένα σοκάκι στον μεγάλο κεντρικό δρόμο, όταν με είδε. Ήταν λεπτή σαν καλάμι, άλουστη, σκουρόχρωμη, κάπου 7 – 8 χρονών μάλλον. Ήρθε και στάθηκε δίπλα μου χωρίς λέξη, μόνο με κοιτούσε με κάτι πελώρια μάτια που άξιζαν το καθένα μια περιουσία. Μη δίνεις λεφτά στα παιδιά του δρόμου. Ναι, αλλά δεν είχε και κάτι εκεί κοντά να της πάρω φαγητό. Ήταν βράδυ κι η περιοχή έρημη, τα μαγαζιά κλειστά, έπρεπε να πάμε αλλού για να βρούμε ανοιχτό φαγάδικο ή μπακάλικο.
«Θες να πάμε να σου πάρω κάτι να φας;» της είπα σε δυο γλώσσες. Δεν απάντησε, μόνο συνέχισε να με κοιτάει ακίνητη, χωρίς καν ν’ απλώνει χέρι. «Να φας; Φαγητό; Καταλαβαίνεις;». Καμία απόκριση. Ίσως δεν καταλάβαινε. Ίσως καταλάβαινε πολύ καλά κι έπαιζε θέατρο. Ίσως είχα μπροστά μου την υποψήφια για Όσκαρ Γυναικείου Ρόλου. Ίσως παραπέρα να περίμενε τ’ αφεντικό της. Ή οι γονείς της. Ίσως είχε πλαφόν κάθε μέρα για τα χρήματα που έπρεπε να φέρει. Ίσως απλώς πεινούσε. Δε θα το μάθω ποτέ.
Πήρα το αυστηρό μου ύφος: «δε θα σου δώσω». Αυτή συνέχισε να με κοιτάει χωρίς μιλιά, χωρίς κίνηση. Κούνησα το κεφάλι αρνητικά κι απόστρεψα το βλέμμα, να της δώσω να καταλάβει ότι το θέμα έληξε. Είναι για το καλό της. Κάνε πέτρα την καρδιά σου. Τα λεφτά που θα της δώσεις, θα την οδηγήσουν μια ώρα αρχύτερα σε ναρκωτικά, πορνεία, έγκλημα, σκλαβιά. Σχεδόν μαθηματικά. Μην παραδίνεσαι στο συναίσθημα, είναι η εύκολη λύση, όπως ο δρόμος. Κάποιες στιγμές πρέπει να βάζουμε τη λογική πάνω από το συναίσθημα, το σχολείο πάνω από τον δρόμο.
Περπάτησα προς τα εκεί που είχα αφημένο το ποδήλατό μου, τάχα αδιάφορος, προσπαθώντας να τη βγάλω από τη ζωή μου. Δεν κοιτούσα πίσω. Είναι για το καλό της, δεν το καταλαβαίνει όμως είναι για το καλό της. Έφτασα στο ποδήλατο, το ξεκλείδωσα και φυσικά έριξα μια κλεφτή ματιά πίσω μου. Την είδα με τρόμο να με ακολουθεί. Ήρθε και στάθηκε πάλι δίπλα μου όπως πριν, χωρίς να μιλάει, χωρίς ν’ απλώνει χέρι, απλώς να με κοιτάει. Αν άρχιζε τουλάχιστον τα κλαψουρίσματα!... Τότε θα με έκανε να κλείσω, να σφραγιστώ, να αποφασίσω μια και καλή ότι είναι ηθοποιός. Αυτή όμως ήξερε μόνο να με κοιτάει στα μάτια. Ίσως ήταν καλή ηθοποιός. Ναι, αλλά κι αν πεινούσε;
Έκανα κάτι να πω, όμως δε βγήκαν λόγια απ’ το στόμα μου. Πάλι να ξανάλεγα τα ίδια; Πήγα να γυρίσω το κεφάλι μου αλλού όμως ντράπηκα, θα ήταν δειλία, θα ήταν ξεκάθαρη ήττα. Μείναμε να κοιταζόμαστε αυτή κι εγώ, ο πρίγκηπας κι ο ζητιάνος, με τουλάχιστον 30 χρόνια διαφορά. Θα καβαλήσω το ποδήλατο και θα φύγω! Τι θα κάνεις, θα τρέξεις πίσω μου; Πόσο θ’ αντέξεις; Λεφτά δε σου δίνω, όμως πόσο θα ‘θελα τώρα να ‘χε ανοιχτό φαγάδικο εδώ κοντά...
Δεν άκουσα ποτέ τη φωνή της, ήξερε μόνο να κοιτάζει στα μάτια, τίποτα περισσότερο. Μη δίνεις λεφτά στα παιδιά του δρόμου. Έβγαλα και της έδωσα. Ο δρόμος οδηγεί σε ναρκωτικά, πορνεία, σκλαβιά, έγκλημα. Τα πήρε έτσι απλά, σαν να της άνηκαν, χωρίς να πει ευχαριστώ. Σχεδόν μαθηματικά. Έφυγε χωρίς να με κοιτάξει, την είδα να πηγαίνει σ’ ένα παράπλευρο δρομάκι και να χάνεται. Κάνε πέτρα την καρδιά σου. Ανέβηκα στο ποδήλατο κι έφυγα σφαίρα. Παραπέρα βρήκα ένα ανοιχτό μπακάλικο, πήρα ξηρούς καρπούς, μπισκότα κι αποξηραμένα φρούτα. Θα ‘χω πάντα φαγητό επάνω μου, δε θα με ξανανικήσει ένα παιδί 30 τουλάχιστον χρόνια μικρότερό μου, δε θα με ξανακάνει να σκέφτομαι ποιήματα του D. H. Lawrence:
Η φωνή της λογικής μίλησε μέσα μου και είπε
Μη δίνεις λεφτά στα παιδιά του δρόμου,
Μην ενθαρρύνεις τη ζητιανιά – ο δρόμος οδηγεί σχεδόν μαθηματικά στην απώλεια.
Και συνέχισε η φωνή, Κάνε πέτρα την καρδιά σου
Το συναίσθημα είναι η εύκολη λύση, όπως ο δρόμος.
Μα ήταν τόσο χαριτωμένη!...
Κι εγώ τυχερός που μπήκε έστω και για λίγα λεπτά στη ζωή μου
Να με καρφώσει με το βλέμμα της, να πάρει τα χρήματά μου,
Και να γυρίσει σπίτι της, όπου και να ‘ναι αυτό.
Δεν τόλμησα να της τα αρνηθώ – ήταν από δειλία;
Και πόσο ήθελα να ήταν δικό μου παιδί – από διαστροφή;
Ένιωσα τόσο τιμημένος – από ταπεινότητα; Μα πόσο τιμημένος ένιωσα…
Και είπε η φωνή:
Αν δεν φοβόσουν, θ’ ανέβαινες στο ποδήλατο και θα ‘φευγες!
Και ναι, ένιωσα φόβο, πολύ φόβο, που ένα μικρό παιδί
Με έριξε σε ψυχικό εμφύλιο πόλεμο,
Με μόνα όπλα δυο τεράστια μάτια.
Τι δρόμοι είναι αυτοί, που παίρνουν τα παιδιά,
Τα κάνουν βαποράκια, σκλάβους, πόρνες, εγκληματίες;
Κι όταν εξαφανίστηκε στο διπλανό δρομάκι,
Όταν χάθηκε απ’ τα μάτια μου κι απ’ τη ζωή μου,
Κάτι σαν ντροπή με κατέλαβε,
Κι απέμεινα να κάνω μανιασμένα ποδήλατο, μέσα στη βραδινή ησυχία.
Πόσο μετάνιωσα για τα λόγια που της είπα.
Τι ευτελής, χυδαία πράξη όλο σκληρότητα!
Κατάρα σε μένα και στη φωνή της λογικής μου.
Γιατί ό,τι θέλω εγώ θα είναι,
Ό,τι αποφασίσω εγώ θα είναι,
Πα να πει: ένα παιδί που πεινούσε
Και που θα φτιάξει τη ζωή της με αξιοπρέπεια και χαρά
Θα μάθει αγγλικά και κομπιούτερ, θα βρει καλή δουλειά,
Θα ζήσει όμορφα κι ευτυχισμένα, σαν βασίλισσα.
Κι αν σχεδόν μαθηματικά οι δρόμοι οδηγούνε στην απώλεια
Γι’ αυτό ειδικά το παιδί θα ισχύσει το σχεδόν, όχι τα μαθηματικά.
Πολυ καλο Ηλια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα σαι καλά. Γιάννης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάποια μέρα, όταν συναντηθούν η καρδιά με το μυαλό μέσα στον άνθρωπο, θα πάψει δυστυχία να υπάρχει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα συναντηθούν, σίγουρα. Κάποτε.
Ωραίο κείμενο. Εχω και'γώ κάποια μάτια καρφωμένα στην καρδιά μου, μπορει να γραψω καποτε κατι γι αυτά.