H Υποσαχάρειος Αφρική έχει προσφέρει μια λέξη στο διεθνές λεξιλόγιο που δύσκολα εξηγείται με δυο γραμμές, πρέπει κανείς να χρησιμοποιήσει πολλά λόγια, μεταφορές και παραδείγματα. Το ουμπούντου λοιπόν δηλώνει μια ηθική στάση ή, ακόμα περισσότερο, μια στάση ζωής: είμαστε όλοι αλληλοσυνδεδεμένοι, η ευτυχία του ενός εξαρτάται από την ευτυχία του άλλου, πορευόμαστε στη ζωή σαν ορειβάτες δεμένοι με το ίδιο σχοινί, οπότε η καθυστέρηση του ενός καθυστερεί όλη την ομάδα ενώ η πρόοδος του ενός είναι και πρόοδος όλων. Ή, όπως λέει η παροιμία των γλωσσών Nguni: umuntu ngumuntu ngabantu, που συνήθως μεταφράζεται: ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος μέσα από άλλους ανθρώπους. Μετά τα γεγονότα στη Νότια Αφρική με την πτώση του απαρτχάιντ, και μέσω κυρίως του Νέλσον Μαντέλα και του Ντέσμοντ Τούτου, η λέξη γοήτευσε πολλούς στη Δύση – από τον Μπιλ Κλίντον και τους Μπόστον Σέλτικς, μέχρι τη Μαντόνα κ.α. Μπορούμε να τη δούμε σαν τη προσφορά της βαθιάς, μαύρης Αφρικής στην υφήλιο, μια αυθεντική ηθική φιλοσοφία από το μακρινό παρελθόν, η οποία δεν πέθανε με τους Ευρωπαίους αποικιστές αλλά έμεινε άσβεστη κυρίως σε μικρές περιφερειακές κοινότητες και χωριά.
Είναι άραγε έτσι;
Πολύ αμφιβάλλω. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι το ουμπούντου είναι μια κατασκευασμένη λέξη και το νόημα που της αποδίδεται προήρθε, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, από συγγραφείς, διανοούμενους και πολιτικούς – ακόμα και αμφίβολους (να το πω κομψά) πολιτικούς, όπως ο Μουγκάμπε της Ζιμπάμπουε κι ο Μουλούζι του Μαλάουι. Με τον όρο του Χομπσμπάουμ, το ουμπούντου είναι μια επινοημένη παράδοση (invented tradition).
O Christian Gade έκανε μια έρευνα με το Google Ngram σε πηγές από το 1849 μέχρι σήμερα για το ουμπούντου, και βρήκε τέσσερις διακριτές περιόδους ως προς τις έννοιες πίσω από τη λέξη (εδώ, σελ. 303-329):
1) Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50, το ουμπούντου αναφερόταν ως η λέξη των γλωσσών Nguni για την «ανθρωπιά». Σ’ αυτήν την περίοδο, η λέξη μπορούσε να μεταφραστεί μονολεκτικά.
2) Από το 1960 και μετά, η λέξη άρχισε να φέρει πλουσιότερο νόημα: μια αρχαία ηθική φιλοσοφία ή ηθικό σύστημα, που σχεδόν κατέστρεψαν οι αποικιστές όμως διασώθηκε σε μικρές κοινότητες κι έχει το δυναμικό να μεταμορφώσει την κοινωνία. Ήταν η εποχή της ανεξαρτησίας• τα νέα αφρικανικά κράτη ήταν βαθιά διαιρεμένα από φυλετικά, θρησκευτικά και οικονομικά χαρακώματα. Η ανάγκη για συμφιλίωση και για μια γηγενή Αφρικανική αξιοπρέπεια ήταν τεράστια. Μοιάζει πιθανό λοιπόν ότι ορισμένοι διανοούμενοι επιτήδευσαν τη λέξη και την φόρτωσαν με τον θρύλο μιας, υποτίθεται, παλιάς χρυσής εποχής, με κοινωνική αρμονία και αλληλεγγύη, που πρέπει να αναστηθεί για να γιατρέψει την κοινωνία.
3) Από το 1980 και μετά, με τις εκλογές στη Ζιμπάμπουε εκείνης της χρονιάς, το ουμπούντου απέκτησε και πολιτική εκτός από ηθική σημασία. Διάφορες προτάσεις και νομοθετικές πράξεις (από κοινοτική ιδιοκτησία γης μέχρι τον χειρισμό του φόβου των ντόπιων για τα πνεύματα ώστε να αποφευχθούν οι φόνοι, μέχρι τη διαμοίραση τροφής & χρημάτων από πολιτικούς στην κομματική τους πελατεία) δανείστηκαν το φωτοστέφανο της λέξης και παρουσιάστηκαν ως εφαρμοσμένο ουμπούντου.
4) Τέλος, ήρθε η εκδημοκρατικοποίηση της Νότιας Αφρικής, 1993 – 1996, όπου εμφανίστηκε η παροιμία Nguni, ενώ πλέον οι γραπτές πηγές περιγράφουν τη λέξη όπως σήμερα, ως μια κοσμοθεώρηση με έμφαση στην αλληλοσύνδεση όλων των ανθρώπων.
Είναι ενδιαφέρον, αλλά και ο Wim van Binsbergen υποστηρίζει κάτι σχετικό κι ονομάζει τη λέξη ουμπούντου «ανακατασκευασμένη», παρόλο που ξεκινά από διαφορετική αφετηρία. Τονίζοντας την κοινωνιολογία πίσω από τη φιλοσοφία (σχεδόν θεολογία) της λέξης, ο van Binsbergen υποστηρίζει ότι η έννοια του ουμπούντου είναι ουτοπική, προφητική κι επικίνδυνη καθότι «καμουφλάρει υπαρκτές συγκρούσεις, διαιωνίζει την πικρία και συσκοτίζει την υπέρμετρη αναζήτηση προσωπικού κέρδους». H λέξη πρέπει να γίνει κατανοητή εντός των κοινωνικών της συμφραζομένων, λέει, δηλαδή των χωριών και των πατριών της σύγχρονης Αφρικής – κι εκεί ακόμα, μοιάζει ότι χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει περισσότερο κάποιες κανονιστικές παρά υπαρκτές αξίες, ένα ιδεώδες παρά μια πραγματικότητα: «Ποτέ δεν παρατήρησα τον όρο ουμπούντου (ή τα μορφολογικά του ισοδύναμα) ... να χρησιμοποιείται ως ένας αποδεκτός τρόπος ομιλίας στις συγκεκριμένες περιστάσεις του χωριού και της οικογένειας. Στην καλύτερη περίπτωση, χρησιμοποιείτο εντός εισαγωγικών, εισάγοντας στην καθημερινότητα του χωριού και της οικογένειας μια ξύλινη (και κάπως ειρωνική) αναφορά στον έξω κόσμο της εκπαίδευσης, της πολιτικής και της ιδεολογίας» (εδώ, σελ. 69).
Όλα αυτά σημαίνουν ουσιαστικά ότι πίσω από την αλληλεγγύη και την ανθρώπινη αλληλοσύνδεση που εκφράζει η λέξη, θα πρέπει να δούμε τις κοινότητες της σύγχρονης Αφρικής: ένα επικίνδυνο περιβάλλον και δύσκολες συνθήκες ζωής που ωθούν τους ντόπιους σε συλλογικές αξίες και τρόπο ζωής. Σ’ ένα διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο και χωρίς αυτήν την απαραίτητη πίεση του περιβάλλοντος, οι στάσεις ζωής του ουμπούντου μπορεί να γίνουν λέξεις κενές περιεχομένου, ουτοπικές επιδιώξεις. Οι ιδέες και οι έννοιες δεν γεννιούνται σε κενό αέρος, αλλά πάντα μέσα σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο. Δεν υπάρχουν πλατωνικές ιδέες, υπεριστορικές και αυτόνομες• οι ιδέες είναι οι φορείς τους. Άνθρωποι, δηλαδή, που χρησιμοποιούν κάποιες από αυτές ανάλογα με τις ανάγκες και το περιβάλλον τους, τις τροποποιούν ενδεχομένως, τις αλλάζουν, κάποιες φορές τους αλλάζουν και τα φώτα: «Δεν έχει νόημα να μελετάμε το περιεχόμενο μιας φιλοσοφίας (όπως το ουμπούντου) σε απομόνωση – in vitro – χωρίς διαρκή αναφορά στη συγκεκριμένη κοινωνιολογία της γνώσης από την οποία διαιωνίζεται», παρατηρεί ο van Binsbergen (σελ. 59). Δηλαδή, οι Ρομαντικοί του 19ου αιώνα εξιδανίκευαν την, υποτιθέμενη, παρθενικότητα της Ευρωπαϊκής εξοχής κι έβλεπαν σ’ αυτήν το γιατρικό για τις ασχήμιες της αστικής ζωής• κατά τον ίδιο τρόπο, το ουμπούντου μοιάζει να είναι προϊόν μιας παρόμοιας εξιδανίκευσης από «ακαδημαϊκά και διοικητικά κονκλάβια, που αφέθηκαν να παρασυρθούν και να εμπνευστούν επιλεκτικά από τη ζωή του χωριού, παραβλέποντας τις πανταχού παρούσες συγκρούσεις κι αντιφάσεις, τον καταπιεστικό τρόπο σκέψης της επαρχίας, τις κατηγορίες για βασκανία, τη διαρκή ταλάντευση ανάμεσα στην εμπιστοσύνη και την καχυποψία, κι απλώς διάλεξαν να παρουσιάσουν τη φωτεινή πλευρά» (van Binsbergen, σελ. 72).
B) H Κοινωνιολογία Πίσω Από Τη Φιλοσοφία
Στο φινάλε, το όνομα δεν έχει σημασία. Αντί για ουμπούντου θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε μια φράση όπως «προσέγγιση βασισμένη σε συλλογικές αξίες αλληλεγγύης και αλληλοσυσχέτισης» ή κάτι παρόμοιο. Υπάρχουν όμως κίνδυνοι όταν αποτυγχάνει κάποιος να δει την προφητεία πίσω από την ηθική επιταγή, την κοινωνιολογία πίσω από τη φιλοσοφία:
1) Αφήνεις την ηθική κοινότητα στο έλεος των μη-ουμπούντου μελών της. O Wim van Binsbergen επισημαίνει ότι τα χωριά της Νότιας Αφρικής είχαν παραδοσιακές τιμωρίες για τον απάνθρωπο παραβάτη των αξιών που κρίθηκε χαμένη περίπτωση – τιμωρίες που συμπεριελάμβαναν και τη θανάτωση ή το λιντσάρισμα. Δε μιλάω φυσικά για τέτοιες ακρότητες, όμως σ’ ένα σύγχρονο σκηνικό και χωρίς προστατευτικούς μηχανισμούς, η ειδωλοποίηση του ουμπούντου μπορεί να παραπλανήσει την ηθική κοινότητα και να διαιωνίσει την πικρία.
Εδώ το μυαλό πηγαίνει στην Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης της Νότιας Αφρικής (South African Truth and Reconciliation Commission), που είχε κατευθυντήρια αξία το ουμπούντου και σχηματίστηκε μετά την πτώση του απαρτχάιντ με πρόεδρο τον Ντέσμοντ Τούτου προκειμένου να αποδώσει συμφιλιωτική, όχι τιμωρητική, δικαιοσύνη. Το σκεπτικό ήταν ότι για κάποιες κατηγορίες εγκλημάτων και εφόσον ο δράστης εμφανιζόταν οικειοθελώς, ομολογούσε δημόσια και απερίφραστα την ενοχή του, τότε η Επιτροπή συχνά χορηγούσε αμνηστία κι ενθάρρυνε το θύμα να τον συγχωρέσει. Ακόμα και σήμερα παραμένει αμφίβολο αν η Επιτροπή τελικά απέδωσε δικαιοσύνη και καλλιέργησε συμφιλίωση, ή αν έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς θύτες να τη βγάλουν φτηνά για τα εγκλήματά τους. Χρειάζονται δύο για τανγκό και για ουμπούντου, όμως ανησυχητικά πολλά θύματα του απαρτχάιντ ανέφεραν κατόπιν ότι διαψεύστηκαν από την Επιτροπή, ότι προσέφεραν συγχώρεση έναντι μιας υποκριτικής μετάνοιας των εγκληματιών. Η Philipa Rothfield ονομάζει τη συμφιλίωση υπό αυτές τις συνθήκες φάρμακον, με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης, κάτι που σε μικρές ποσότητες είναι γιατρικό και σε μεγάλες δηλητήριο. Είναι πολύ πιθανό ότι η Επιτροπή απέτυχε να βρει τη χρυσή τομή και μάλλον χορήγησε περισσότερο ουμπούντου απ’ ό,τι έπρεπε. Η ερμηνεία που συστηματικά καλλιεργήθηκε ήταν ότι «όλοι πληγωθήκαμε» από το απαρτχάιντ, πρέπει να το αναγνωρίσουμε και να βαδίσουμε μπροστά σαν μια μεγάλη οικογένεια. Όμως «όλοι πληγωθήκαμε»; Εντάξει, ως ένα σημείο είναι σωστό, όμως πληγώθηκε ο θύτης επειδή έχασε την ανθρωπιά του, πληγώθηκε και το θύμα επειδή οι αστυνόμοι του σκοτώσαν το παιδί. Ωραίες είναι οι Επιτροπές Συμφιλίωσης, όμως είναι αμφίβολο αν φέρνουν πραγματική συμφιλίωση ή απλά διαιωνίζουν την πικρία.
Ας μη γίνω περισσότερο κακός. Φοβάμαι ότι είμαι έξω από το χορό και λέω πολλά τραγούδια. Ένας θεός ξέρει τι ισορροπίες και ρίσκα λογάριασε ο Τούτου, τι δυσκολίες πέρασε. Ίσως η εναλλακτική της Επιτροπής ήταν το χάος κι ο διαρκής εμφύλιος. Ίσως. Προς το παρόν, η Νότια Αφρική, μια χώρα με βαθιές ανισότητες και με τα υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας στον κόσμο, παλεύει να επιβιώσει και να ξεπεράσει το παρελθόν της.
2) Κρύβεις τις αδικίες και την ανισότητα. Το ουμπούντου μπορεί κάλλιστα να γίνει ιδεολογία, όπιο του λαού, οπότε θερμά λόγια π.χ. για «αλληλεγγύη με τον αδύναμο και τον φτωχό» (εδώ) ή «γενναιοδωρία στους φτωχούς και στους άτυχους» (εδώ, σελ. 151) μπορεί, στην πραγματικότητα, να είναι προφάσεις των κυβερνήσεων για να παραιτηθούν από την υποχρέωσή τους να παράσχουν κοινωνική στήριξη και να την αφήσουν «σ’ αυτούς που έχουνε ουμπούντου μέσα τους», δηλαδή στην ελεημοσύνη. Η έννοια του ουμπούντου έχει κατηγορηθεί ότι περιχαρακώνει τις υπαρκτές ανισότητες, ενδυναμώνει τις καταπιεστικές πρακτικές και προστατεύει την εξουσία (εδώ, σελ. 6-7) . «Ουσιαστικά, το ουμπούντου τώρα είναι σαν τη Βίβλο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει όλες τις ιδεολογίες και τις πολιτικές πράξεις» (εδώ, σελ. 64-65).
3) Δεν σταθμίζεις σωστά τις αποτυχίες της νόρμας. Πολλές φορές και σε θετικές κατά τ’ άλλα μελέτες, πρέπει κανείς να διαβάσει πίσω από τις λέξεις για να συνειδητοποιήσει όχι ότι κρύβεται ο Αλέξης, αλλά ότι τα αποτελέσματα του εφαρμοσμένου ουμπούντου δε δικαιολογούν ενθουσιασμό. Ο Tim Murithi καλύπτει το ουμπούντου σε έξι θερμές σελίδες στο βιβλίο του (περιγράφοντάς το ως μια «παράδοση» ή «κληρονομιά» των γηγενών Αφρικανικών «κοινωνιών ουμπούντου», ειδικά των φυλών Xhosa). Μόνο προς το τέλος αναγνωρίζει ότι οι συμφιλιωτικοί θεσμοί των Xhosa δεν υπήρξαν πάντα επιτυχείς, δεν κατέληγαν πάντα στην καθαρκτική συγχώρεση. Έχω δει πολλές φορές αυτό το σχήμα σε άρθρα και μελέτες για το ουμπούντου: ο συγγραφέας περιγράφει την έννοια με ενθουσιώδεις τόνους, αναπτύσσει τη φιλοσοφική θεωρία ή τις ηθικές επιπτώσεις της, και μόνο προς το τέλος εμφανίζονται κάποια μαύρα σύννεφα, λίγες γραμμές που ξεκινούν από «Όμως...» ή από «Δυστυχώς...», που παραδέχονται κάπως απρόθυμα ότι η επιδιωκόμενη αλληλεγγύη δεν επετεύχθη ακόμα. Τείνει κανείς να υποψιαστεί ότι ο συγγραφέας προσπαθεί να περάσει στο ντούκου τα πενιχρά αποτελέσματα των προγραμμάτων ουμπούντου.
4) Ξεχνάς ότι είναι οι συνθήκες, το περιβάλλον αυτό που δένει τους ανθρώπους (και γεννάει τις αξίες του ουμπούντου), όχι κάποια μαγεία που εμπεριέχεται στη λέξη. Η επίκληση του ουμπούντου σε κενό αέρος δεν θα φέρει αποτελέσματα, εκτός αν η πίεση του περιβάλλοντος δημιουργήσει μια ηθική κοινότητα με πνεύμα ένας για όλους κι όλοι για έναν. Αν είμαστε ορειβάτες, τότε είναι το σχοινί που μας δένει σε μια κοινή μοίρα. Αυτό σημαίνει ότι ένας δάσκαλος, ηγέτης, πολιτικός, παιδαγωγός κ.λπ. που θέλει να καλλιεργήσει στάσεις ουμπούντου, θα πρέπει να δημιουργήσει κοινωνική και υλική πίεση στα συγκρουσιακά μέλη της κοινότητας ώστε να γίνουνε αλληλέγγυα, όχι να παρασυρθεί από την πλούσια φιλοσοφία της έννοιας και να πιστέψει ότι εφόσον υπάρχει η λέξη, τότε θα πρέπει να υπάρχουν και οι ποιότητες πίσω από τη λέξη.
Κάτι ακόμα: διαβάζοντας προσεκτικά άρθρα και μελέτες από νοτιοαφρικανούς πολιτικούς, λόγιους και μάνατζερ, μένει κανείς με την εντύπωση ότι επιδιώκουν περισσότερο να υπερασπιστούν τη φήμη της λέξης ως ένα διακεκριμένο πολιτισμικό προϊόν της Αφρικής (πρόεδρος Μπέκι: «Δεν έχει υπάρξει ακόμα μια καμπάνια ώστε το ουμπούντου να γίνει συνώνυμο με τη Νότια Αφρική»), παρά να περιγράψουν περιπτώσεις επιτυχούς εφαρμογής. Οι αποδείξεις που δίνουν είναι πενιχρές, υποκειμενικές και δεν πείθουν• η εμφάνιση του «πραγματικού ουμπούντου» συνήθως παραμένει μια ευχή για το αόριστο μέλλον• περιγραφές που συνδυάζονται με κανονιστικές αφηγήσεις ή με ευχές• προβλήματα από την εφαρμογή προγραμμάτων ουμπούντου που συνήθως αντισταθμίζονται με θεωρητικές αναπτύξεις για μελλοντικούς εξαγνισμούς της έννοιας• θρηνολογίες για φαύλους πολιτικούς που αμαύρωσαν τις ανθρωπιστικές αξίες κ.λπ. Το ουμπούντου γίνεται σαν το μνημόνιο και τον κομμουνισμό: ποτέ δεν εφαρμόστηκε σωστά (αλλά αν είχε εφαρμοστεί σωστά θα ήταν καλά και, τέλος πάντων, σε κάποια στιγμή στο μέλλον θα έρθει το σωστό ουμπούντου/μνημόνιο, ο πραγματικός κομμουνισμός κ.λπ.). Πολλοί πολιτικοί και διανοούμενοι το έχουν αναλάβει εργολαβία και υπερασπίζονται τη φήμη της λέξης για πατριωτικούς σκοπούς, αντί να παρουσιάζουν συγκεκριμένα και πειστικά παραδείγματα. Αυτό είναι κάτι περισσότερο από ειδωλοποίηση, είναι εμπορευματοποίηση.
(μια πρώτη ανάρτηση για ορισμένα ηθικά θέματα που με απασχολούν τον τελευταίο καιρό, θ' ακολουθήσουν κι άλλες)
Η εντύπωση μου είναι ότι προφανώς η λέξη στα Bantu και στα Chichewa αναφέρεται στη σχέση του ατόμου και και του "ανήκειν σε συλλογικότητα". Αλλά μου φαίνεται ότι έχει γίνει αντικείμενο μάρκετινγκ και από τις κυβερνήσεις των χωρών της ν. Αφρικής και από τις Δυτικές για τους δικούς τους λόγους οι μεν και οι δε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ενδιαφέρον και το άρθρο και τα links.
O Christian Gade λέει ότι μέχρι το 1960, η λέξη αποδιδόταν "ανθρωπιά" ή "ανθρώπινη φύση" (human nature). Εδώ θα μπορούσε να υπάρξει μια ένσταση, ότι μπορεί οι παλιοί Ευρωπαίοι περιηγητές να μην εκτίμησαν τον πλούτο της ηθικής φιλοσοφίας πίσω από τη λέξη. Κοίταξα στο Bantu Philosophy του Placide Tempels (1959), ένα από τα πρώτα και πολυδιαβασμένα βιβλία που επιχειρούσαν να αναβαθμίσουν την εικόνα της Υποσαχάρειας Αφρικής, όμως δεν βρήκα αναφορά ούτε στο ubuntu ούτε στην υποτιθέμενη παροιμία Nguni. Τσέκαρα επίσης και το Google Ngram μήπως παλιοί συγγραφείς έγραφαν τη λέξη διαφορετικά, ubudu, oumbountou κ.λπ., δε βρήκα τίποτα.
ΔιαγραφήΓι' αυτό θεωρώ σημαντικό το κείμενο του Wim van Binsbergen, που με την εθνογραφική του πείρα τονίζει την κοινωνιολογία πίσω από την εξιδανικευμένη φιλοσοφία. Δες εδώ την απάντηση των Bewaji & Ramose στις αιτιάσεις του, όση αντέξεις τέλος πάντων, που είναι επιεικώς απαράδεκτη. Ουσιαστικά δεν λένε τίποτα, απλώς αντιδρούν συναισθηματικά και τον κακολογούν.
Όλα αυτά εμένα με πείθουν ότι κάπως έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα, όπως τα λένε οι Gade & van Binsbergen.
Μπράβο Ηλία, πολύ ενδιαφέρον το άρθρο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘανάση, μπορείς ίσως να μου υποδείξεις στο ίντερνετ παραδείγματα εφαρμογής του Αγγλοσαξωνικού Δικαίου (Common Law), να καταλάβω λίγο στην πράξη πώς λειτουργεί; Έχεις υπόψη σου μήπως και κανένα κείμενο για τη φιλοσοφία του; Βάση του ελληνικής δικαιοσύνης είναι το Ρωμαϊκό Δίκαιο (Civil Law), έτσι δεν είναι; Ή μήπως μπορούμε να πούμε ότι το νομικό προηγούμενο είναι μια νομική κατηγορία προερχόμενη από το Αγγλοσαξωνικό;
Διαγραφή