Η Μη-Σκέψη

Περίληψη προηγουμένων (εδώ κι εδώ): Το κίνημα της Τεχνητής Νοημοσύνης που ξεκίνησε το 1956 στο Dartmouth, με τη διακηρυγμένη του αμετροέπεια («θα φτιάξουμε ανθρώπους»), οδήγησε σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη φύση της νοημοσύνης και της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η αρχική ΑΙ θεώρηση υπονοούσε τον άνθρωπο καρτεσιανό-αλγεβρικό ον• η κριτική του Dreyfus τόνιζε ότι ο άνθρωπος είναι πλάσμα δεξιοτήτων. Όμως μια τέτοια θεωρητική διαμάχη μπορεί να σημαίνει κάτι και για μας;

Αξίζει να αναλύσουμε λίγο περισσότερο αυτό που λέμε δεξιότητα (skill) – σωματική, γλωσσική, κοινωνική, διανοητική, συναισθηματική κ.λπ. – τι ακριβώς είναι και πώς το μαθαίνουμε. Πιστεύω ότι ο προσφορότερος τρόπος είναι με το Φαινομενολογικό Μοντέλο των Hubert & Stuart Dreyfus, που περιγράφει την τροχιά από την απόλυτη αδημοσύνη (πλήρης απουσία της δεξιότητας) ως την ειδημοσύνη (κατάκτηση της δεξιότητας). Υπάρχουν κι άλλες προσεγγίσεις που ασχολούνται με διαφορετικές πλευρές του θέματος, όμως το Φαινομενολογικό Μοντέλο είναι αυτό που χαρτογραφεί τα θέματα τα οποία θέλω να συζητήσω. Δημοσιεύτηκε το 1980 μετά από έρευνες σε πιλότους και σκακιστές, κι έκτοτε έχει βρει υποστήριξη από άλλες ανεξάρτητες έρευνες σε αθλητές, μουσικούς, στρατιώτες, μηχανικούς, γιατρούς, νοσοκόμες, προγραμματιστές κ.α. Το ρεζουμέ είναι ότι ένας ειδήμονας δεν είναι απλώς ένας πολύ πιο γρήγορος ή πιο καταρτισμένος αρχάριος• είναι ένα διαφορετικό ον από τον αρχάριο, που λειτουργεί θεμελιωδώς διαφορετικά και κατοικεί σ' έναν διαφορετικό κόσμο από τον αρχάριο. Στο 2ο Μέρος θα συζητήσω κάποια συμπεράσματα για τη θεώρηση του ανθρώπου, την Αριστερά, τις Κοινωνικές Επιστήμες, την πολιτική, την ηθική σκέψη κι άλλα. Δε διεκδικώ κανένα αλάνθαστο ούτε πιστεύω ότι τα λέω όλα• σίγουρα υπάρχουν πολλά ακόμη να επισημανθούν και θα χαρώ να γίνει ζωηρή κουβέντα. Το αφήνω σε σας να κρίνετε κατά πόσον το Μοντέλο ανταποκρίνεται στη ζωή και στην εμπειρία σας. Αν όντως είμαστε πλάσματα δεξιοτήτων, τότε μπορεί ο καθένας μας να σκεφτεί προσωπικά παραδείγματα από μια δεξιότητα, οποιαδήποτε, που κάποτε μας ήταν ξένη και σταδιακά την κατακτήσαμε: ίσως η δουλειά μας, η οδήγηση, η ποδηλασία, μια ξένη γλώσσα που μάθαμε άπταιστα, η αφήγηση ανεκδότων στην παρέα, το παζάρεμα, το φλερτ, η ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες μας και στις ανάγκες των ανθρώπων μας, η δακτυλογράφηση, το να συστηνόμαστε σε κάποιον ξένο, η ικανότητα σ’ ένα μουσικό όργανο, το κοίταγμα κατευθείαν στα μάτια κ.α. Το Μοντέλο λέει ότι περάσαμε από πέντε τουλάχιστον στάδια καθώς γινόμασταν διαφορετικά όντα μέσα στην επικράτεια της δεξιότητας:



1. Πρωτόπειρος (novice) 
Οι Πρωτόπειροι χρειάζονται συνταγές. «Αν Α, τότε κάνε Β». Συνήθως ο εκπαιδευτής ξεκινά αναλύοντας το περιβάλλον της δεξιότητας σε αντικειμενικώς προσδιορίσιμα στοιχεία, σε Α και σε Β που δεν απαιτούν πρότερη εξοικείωση για να αναγνωριστούν, και δίνει αλγοριθμικούς κανόνες («συνταγές») για τον χειρισμό τους. Π.χ. ο οδηγός που πρωτοπιάνει τιμόνι, λειτουργεί με αλγορίθμους: «ξεκίνα με πρώτη, βάλε αμέσως δευτέρα, στα 50 km/h βάλε τρίτη» ή «κατεβαίνουμε την κατηφόρα με την ίδια ταχύτητα που την ανεβήκαμε» κ.λπ. Κάποιος που πρωτομαθαίνει μια ξένη γλώσσα στο φροντιστήριο, λειτουργεί αρχικά με γραμματική και συντακτικό, «στις δευτερεύουσες προτάσεις, το ρήμα πηγαίνει στο τέλος» ή «το mit συντάσσεται με δοτική» κ.λπ. Η νοσοκόμα στις πρώτες της κλινικές εμπειρίες λειτουργεί σαν να εφαρμόζει μια λίστα καθηκόντων, π.χ. «πάρε την πίεση ανά ώρα κι αν η διαστολική είναι πάνω από 100 mmHg, φώναξε τον γιατρό». Οι τηλεφωνητές στα τηλεφωνικά κέντρα συνήθως δεν ξεπερνάνε αυτό το επίπεδο• κάνουν μια κακοπληρωμένη δουλειά, όμως εντελώς μηχανική και χωρίς κρίση: «αν θέλουν το Τεχνικό Τμήμα, μεταβίβασε τη γραμμή σ’ αυτόν τον κωδικό, αν θέλουν το Τμήμα Πωλήσεων, μεταβίβασε στον άλλο κωδικό κ.λπ.». Το κάθε τι στο σύμπαν ενός Πρωτόπειρου είναι αντικειμενικώς προσδιορίσιμο, μηχανικό και άκαμπτο – γι’ αυτό κι άμα γίνει κάτι λάθος, η ευθύνη κατά κανόνα βαραίνει τους εκπαιδευτές τους, οι ίδιοι οι Πρωτόπειροι είναι απλές μηχανές εφαρμογής κανόνων και συνήθως δεν καταλογίζουμε ευθύνη σε μια μηχανή αλλά σ’ αυτόν που την προγραμμάτισε.

Το κάθε τι εδώ μπορεί να παραμετροποιηθεί, να γραφτεί σε βιβλία και να μεταδοθεί με λόγια. Τα χαρακτηριστικά μιας κατάστασης που μπορούν να ανανγνωρίσουν οι Πρωτόπειροι είναι εύκολα προσδιορίσιμα και ίδια για όλους τους παρατηρητές – αυτό που λέμε «αντικειμενικά» – ενώ οι κανόνες μπορούν εύκολα να δωθούν τηλεφωνικά. Όταν δε συναντούν μια κατάσταση για την οποία δεν έχουν προετοιμαστεί, οι Πρωτόπειροι συνήθως τα χάνουν εντελώς.



2. Αρχάριος (advanced beginner) 
O Αρχάριος που έχει πλέον λίγη πείρα αρχίζει να εντοπίζει και τους κακούς ορισμούς. Δηλαδή, αρχίζει να αντιλαμβάνεται αυτά τα στοιχεία τα οποία νοηματοδοτούνται μόνο εντός πλαισίου και δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να οριστούν με μαθηματική σαφήνεια. Π.χ. ο οδηγός που έχει λίγη πείρα, αρχίζει να ακούει το θόρυβο του αυτοκινήτου και να αλλάζει ταχύτητα όταν η μηχανή ζορίζεται• αρχίζει να παρατηρεί τους πεζούς και τους άλλους οδηγούς, και να κόβει ταχύτητα όταν νιώθει ότι κάποιος μπροστά του είναι αφηρημένος. Το «άλλαξε ταχύτητα στα 50 km/h» είναι αλγοριθμικό και παραμετροποιήσιμο, δεν απαιτεί κρίση και είναι όμοια κατανοητό από όλους. Όμως το «άλλαξε ταχύτητα όταν η μηχανή ζορίζεται» είναι, τυπικά, ένας κακός ορισμός• απαιτεί κρίση, κάποια πείρα για να γίνει κατανοητό κι ερμηνεύεται μόνο μέσα στις συγκεκριμένες καταστάσεις – η μηχανή ζορίζεται σε διαφορετικές ταχύτητες ανάλογα με το οδόστρωμα, το φορτίο του αυτοκινήτου, την κλίση του δρόμου κ.λπ. Το «πάτα φρένο αν εμφανιστεί άνθρωπος στη μέση του δρόμου» μπορεί να γίνει οδηγία ενός Η/Υ• όμως το «κόψε ταχύτητα αν το παιδάκι τρέχει ανησυχητικά ανέμελα στο πεζοδρόμιο» δεν μπορεί, είναι κακός ορισμός. Το «φώναξε τον γιατρό αν η διαστολική ξεπεράσει τα 100 mmHg» ανήκει στο σύμπαν της Πρωτόπειρης νοσοκόμας• όμως το «φώναξε τον γιατρό αν η διαστολική φτάσει σε επικίνδυνο σημείο» προσδιορίζεται από την συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση. Η «επικίνδυνη διαστολική πίεση» μπορεί να εξαρτάται από τον συγκεκριμένο ασθενή, από τη συγκεκριμένη πάθησή του, από τους πιεστικούς συγγενείς του ή κι από τα υπόλοιπα καθήκοντα που έχει μπροστά της η νοσοκόμα.

Ο Αρχάριος λοιπόν κατοικεί σ’ ένα μικτό σύμπαν με παραμετροποιήσιμα στοιχεία («50 km/h», «100 mmHg», «πεζός στη μέση του δρόμου») και μη-παραμετροποιήσιμα στοιχεία («ζόρισμα της μηχανής», «επικίνδυνη πίεση», «ανέμελο παιδάκι»)• με καλούς ορισμούς που ισχύουν καθολικά, ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο πλαίσιο, και με κακούς ορισμούς που ερμηνεύονται μόνο εντός συμφραζομένων. Επίσης, λειτουργεί και με ένα μίγμα από άκαμπτες, μηχανικές συνταγές και πιο χαλαρές κατευθυντήριες γραμμές. Όπως κι ο Πρωτόπειρος, συνεχίζει να έχει ακόμα εξωτερική σχέση με τις πράξεις του: μπορεί πάντα να τις δικαιολογήσει και να δώσει μια λογική εξήγηση γι’ αυτές με καθολικά κατανοήσιμους όρους αντικειμενικών στοιχείων• έχει πάντα κάτι να πει σε μια απολογία, σε μια ΕΔΕ, σε ένα δικαστήριο που να γίνει όμοια κατανοητό από όλους, χωρίς να καταφύγει σε εκφράσεις του στιλ: «ένιωσα πως κάτι δεν πήγαινε καλά»• μπορεί πάντα να δώσει μια πειστική αναφορά.



3. Ικανός Εκτελεστής (competent performer) 
Ο Ικανός Εκτελεστής μιας δεξιότητας νιώθει σαν τον Νώε. Τα μη-παραμετροποιήσιμα στοιχεία μιας κατάστασης, οι «κακοί ορισμοί», τώρα γίνονται κατακλυσμικά κι ο Ικανός εκτελεστής καλύπτει πλέον το σύνολο της πράξης του με τέτοια. Η παρομοίωση που θα χρησιμοποιούσα είναι μεταξύ Ρωμαϊκού και Αγγλοσαξωνικού Δικαίου (Civil Law & Common Law) – κι εδώ ας με διορθώσουν οι νομικοί αν κάνω λάθος. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο (που είναι κυρίως η βάση του δικού μας δικαίου στην Ελλάδα) ιδανικά βασίζεται σε καθολικούς νόμους και αντικειμενικούς ορισμούς: τι είναι δόλος, ηθική αυτουργία, εγκληματική αμέλεια κ.λπ. Το Αγγλοσαξωνικό Δίκαιο λειτουργεί εντελώς διαφορετικά. Ιδανικά, δεν υπάρχουν ούτε αντικειμενικοί ορισμοί ούτε καθολικοί νόμοι. Κάθε υπόθεση που παρουσιάζεται στο δικαστήριο συγκρίνεται με παρελθούσες συναφείς υποθέσεις και το μέλημα είναι να υπάρχει παρόμοια μεταχείριση σε παρόμοιες υποθέσεις. Είναι, ας πούμε, μια προσπάθεια να συλλάβει η δικαιοσύνη την πολυπλοκότητα και πολυπαραγοντικότητα των πραγματικών καταστάσεων στον πραγματικό κόσμο, όπου συχνά δεν μπορούνε όλα να προσδιοριστούν ούτε να υπαχθούν σε κάποια νομική κατηγορία, ενώ μπορεί να υπάρχουν κοινωνικώς αναγνωριζόμενα ελαφρυντικά, τεκμήρια, επιβαρυντικά στοιχεία τα οποία ο νόμος δεν μπορεί εύκολα να αρθρώσει.

Λοιπόν, μεταφορικά μιλώντας, ο Ικανός εκτελεστής μιας δεξιότητας αρχίζει να περνά από το Ρωμαϊκό στο Αγγλοσαξωνικό Δίκαιο• δηλαδή, να βασίζεται ελάχιστα στις συνταγές και στους καλούς ορισμούς, και να λειτουργεί σχεδόν αποκλειστικά με στοιχεία τα οποία δεν μπορούν να αρθρωθούν εύκολα. Δεν αποδομεί πλέον «ρωμαϊκά» μια κατάσταση σε κάποιες λίγες διακριτές παραμέτρους, αλλά τη συλλαμβάνει ολιστικά και «αγγλοσαξωνικά» σαν μια χορωδία από μυριάδες λεπτομέρειες, κανονικότητες, patterns κ.α. Είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ έναν που μαθαίνει μια ξένη γλώσσα με βιβλία, γραμματική και συντακτικό (με «καλούς ορισμούς»), και σ’ έναν που τη μαθαίνει μέσα στο γλωσσικό της περιβάλλον αφήνοντας τις γραμματικές και τα λεξικά, και προσπαθώντας να επικοινωνήσει όπως μπορεί. Ο πρώτος διαβάζει στο βιβλίο ότι η πρόθεση mit συντάσσεται με δοτική• ο δεύτερος ακούει πολλές παραδείγματα από φυσικούς ομιλητές με την πρόθεση mit, οπότε όταν θέλει να τη χρησιμοποιήσει, του βγαίνει καλύτερα να τη συντάξει με δοτική.

Είναι έτσι φτιαγμένος ο άνθρωπος ώστε «ρωμαϊκά» μπορεί να δουλέψει μόνο με λίγες παραμέτρους και μόνο πάρα πολύ αργά• «αγγλοσαξωνικά» όμως μπορεί να χειριστεί ένα απροσδιόριστα μεγάλο πλήθος λεπτομερειών και να το κάνει ταχύτατα. Για παράδειγμα, ο Αρχάριος πιλότος όταν μπαίνει στο σκάφος αφιερώνει πρώτα χρόνο για να ελέγξει μια μεγάλη λίστα από υποσυστήματα, διακόπτες, μοχλούς κ.λπ. Καθώς αποκτά εμπειρία, σε κάποια στιγμή γίνεται ένα κλικ μέσα του: πλέον μπαίνει στο σκάφος και με μια ματιά τα βλέπει όλα, νιώθει αν κάτι δεν είναι ΟΚ ή όλα είναι εντάξει. Κατά κανόνα, αυτό αντανακλάται και στον τρόπο που εκφράζεται. Ο ολιγόπειρος πιλότος λέει: tomorrow I’ll fly the plane• o πιλότος με εμπειρία λέει: tomorrow I’ll fly.

Ο Ικανός εκτελεστής επίσης αρχίζει να εμπλέκεται και συναισθηματικά με τη δεξιότητά του. Δεν έχει πλέον εξωτερική σχέση με τις πράξεις του γιατί εδώ δεν υπάρχουν συνταγές και φόρμουλες. Πρέπει μέσα από τη χορωδία των στοιχείων που του παρουσιάζονται να καταστρώσει ένα σχέδιο δράσης, χωρίς να έχει κάτι να πιαστεί πέρα από την κρίση του. Συνήθως περνάει συναισθηματικές εξάρσεις και πτώσεις, ενώ συχνά νιώθει χαμένος στον ωκεανό. Οι νοσοκόμες σ’ αυτό το επίπεδο (συνήθως με εμπειρία 2-3 χρόνων μετά την αποφοίτησή τους) έχουν πάψει μεν να αναλύουν τμηματικά μια περίπτωση, όπως οι Αρχάριες, και αισθάνονται πια ότι κυριαρχούν στην κατάσταση, δεν άγονται και φέρονται από κάθε απρόβλεπτη επιπλοκή• από την άλλη όμως δεν έχουν ακόμη την ικανότητα να διαχειρίζονται το συναισθηματικό μέρος της δουλειάς τους – είτε πανηγυρίζουν όταν μια απόφαση αποδεικνύεται επιτυχής είτε πέφτουν σε κατάθλιψη όταν αποδεικνύεται λάθος.

Το άλλο θέμα που παρουσιάζεται εδώ είναι ότι ένας Ικανός εκτελεστής αρχίζει να μην μπορεί να δικαιολογήσει εύκολα τις πράξεις του. Κάτι παρόμοιο με τον ομιλητή μιας ξένης γλώσσας στο περιβάλλον της, που αρχίζει μεν να μιλάει καλά, χωρίς όμως αναγκαστικά να καταφεύγει στους γραμματικούς κανόνες. Ο γιατρός που αρχίζει να αποκτά εμπειρία, κάνει διάγνωση χωρίς να μπορεί εύκολα να εξηγήσει γιατί αυτό το κλινικό εύρημα είναι σημαντικό και πρέπει να ληφθεί υπόψη, να θεωρηθεί «σύμπτωμα», ενώ το άλλο κλινικό εύρημα μπορεί ν’ αγνοηθεί, δεν θεωρείται «σύμπτωμα». Γι’ αυτό και οι Ικανοί Εκτελεστές είναι συνήθως οι καταλληλότεροι για θέσεις μάνατζμεντ: είναι ψυλλιασμένοι στις ιδιαιτερότητες της δεξιότητας, ξέρουν αρκετά ώστε να μπορούν να κηδεμονέψουν έναν Αρχάριο και να μην τσατίσουν πάρα πολύ έναν Βιρτουόζο.


Ας κάνουμε ένα διάλειμμα εδώ, να πάρουμε μια ανάσα με το τρέιλερ του καταπληκτικού ντοκιμαντέρ Being In The World, στο οποίο μάγειρες, μουσικοί, ξυλουργοί, φιλόσοφοι κ.α. αναρωτιούνται για τον άνθρωπο και τη θέση του μέσα στον τεχνολογικό μας κόσμο:







4. Επιδέξιος Εκτελεστής (proficient performer)
Ένας Επιδέξιος εκτελεστής μιας δεξιότητας λειτουργεί κυρίως με γνωμικά, κοινούς παρονομαστές από ένας εκτεταμένο ρεπερτόριο περιπτώσεων. Τα γνωμικά παράγονται απρογραμμάτιστα, ασυνείδητα, όπως όταν σου κολλάει ένας στίχος και συνειδητοποιείς ότι τον σιγοψιθυρίζεις συνέχεια, και χρησιμοποιούνται μόνο εντός κάποιων συμφραζομένων. Δεν έχουν μεγάλη αξία για τον Αρχάριο• όπως και στην πραγματική ζωή, τα γνωμικά παράγονται από Επιδέξιους εκτελεστές και κατανοούνται από Επιδέξιους εκτελεστές πάντα μέσα σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο, χωρίς αξίωση καθολικότητας. Είναι η γλώσσα με την οποία επικοινωνούν μεταξύ τους οι Επιδέξιοι και ανταλλάσσουν ειδημοσύνη (όχι ακριβώς γνώση), οι «νόμοι της πράξης», ας πούμε. Ένας Επιδέξιος εκτελεστής μπορεί να κατανοήσει το γνωμικό εντός των ιδιαιτεροτήτων μιας συγκεκριμένης κατάστασης και να πληροφορήσει την πράξη του μ’ αυτό• ένας Αρχάριος, απλώς θα καταλάβει ότι δεν έχει φτάσει ακόμα σ’ ένα τέτοιο επίπεδο. Ή θα μεταφράσει το γνωμικό υπεραπλουστευτικά και στεγνά, απογυμνώνοντάς το από τον πλούτο του. Όπως όταν ήμασταν μαθητές στο σχολείο και γράφαμε κουραστικές εκθέσεις για διάφορα βιοτικά γνωμικά – κάνε το καλό και ρίξτο στον γιαλό, μην βγάζεις κρίση αν δεν ακούσεις και τις δύο πλευρές, την αξία της αποταμίευσης κ.λπ. – χωρίς να έχουμε πείρα από τη ζωή και να τα κατανοούμε πραγματικά. Οι εκθέσεις μας μεν μπορεί να ήταν τυπικά σωστές, όμως οι καθηγητές πρέπει να ήταν ήρωες που άντεχαν και τις διάβαζαν• μηχανικό γράψιμο, ανέμπνευστο και γεμάτο κλισέ, το γράψιμο ενός παπαγάλου που απλώς ξέρει ότι πρέπει να πει: η αποταμίευση είναι η θυσία του παρόντος για το μέλλον.

Με γνωμικά είναι που κυρίως καθοδηγεί τη διάγνωσή του ο γιατρός σ’ αυτό το επίπεδο εμπειρίας. Με κοινούς παρονομαστές, δηλαδή, που απόσταξε από ένα τεράστιο πλήθος περιπτώσεων – οι οποίοι μπορεί και να συνυπάρχουν με τους ακριβώς αντίθετους κοινούς παρονομαστές, επιβεβαιωμένοι κι αυτοί από άλλο μεγάλο πλήθος περιπτώσεων. Για παράδειγμα, ο γιατρός ορισμένες φορές εφαρμόζει το ξυράφι του Όκαμ, «επέλεξε την πιο απλή αιτιολόγηση»• από την άλλη όμως και ειδικά σε φτωχούς ή ηλικιωμένους ασθενείς, η συννοσηρότητα (= ταυτόχρονη ύπαρξη κι αλληλεπίδραση πολλών παθήσεων) είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση, κι εκεί τίποτα δεν είναι απλό. Ορισμένες φορές ισχύει: «μάθε ν’ ακούς τον ασθενή, θα σου πει ο ίδιος τη διάγνωση», άλλες φορές όμως επιβάλλεται η δυσπιστία κι ο σκεπτικισμός, ο ασθενής μπορεί να κρύβει κάτι. Ορισμένες φορές αρχίζει να διαγράφεται η διάγνωση, όμως μία λεπτομέρεια την ανατρέπει εντελώς. Ο έμπειρος γιατρός τότε θα συμβουλέψει: «Βρες την ευελιξία να ξαναρχίσεις απ’ την αρχή»• μπορεί όμως και να συμβουλέψει: «Κράτα την αρχική σου διαίσθηση. Μπορεί να ‘κανε λάθος το εργαστήριο. Ζήτα να ξανακάνουν τις αιματολογικές εξετάσεις».

Δεν υπάρχει κανένας καθολικός κανόνας για το πότε ισχύει το ξυράφι του Όκαμ και πότε το «τίποτα δεν είναι απλό». Ο Επιδέξιος γιατρός κρίνει κάθε φορά μέσα στο πλαίσιο της συγκεκριμένης κλινικής περίπτωσης, συνήθως από αδιόρατες λεπτομέρειες. Όπως και στην πραγματική ζωή που το όποιος βιάζεται σκοντάφτει συνυπάρχει με το το γοργόν και χάρην έχει, δεν έχουμε κάποια θεωρία με καθολικές αξιώσεις για να μας καθοδηγήσει. Κρίνουμε κάθε περίσταση ανάλογα με τη βιοτική μας εμπειρία και ψυχανεμιζόμαστε από τα σημάδια αν είμαστε στην επικράτεια του ενός γνωμικού ή του άλλου.

Όλοι οι έμπειροι γιατροί, όλοι οι επαγγελματίες γενικότερα, χρησιμοποιούν γνωμικά για να κατηγοριοποιήσουν τις περιπτώσεις που συναντάνε – και συνήθως δεν τα εκμυστηρεύονται παραέξω, μόνο σε συναδέλφους τους. Θα ήμουν πολύ χαρούμενος αν οι φίλοι γιατροί που τυχόν διαβάζουν, θελήσουν να καταθέσουν κάποια γνωμικά τους (ελάτε, μην ντρέπεστε!)

Τέλος, ένα άλλο φαινόμενο που παρουσιάζεται εδώ είναι ότι ο Επιδέξιος εκτελεστής αρχίζει και να τη βρίσκει με τη δεξιότητά του. Την εξασκεί όχι μόνο για οικονομικές απολαβές αλλά και για την απόλαυση που λαμβάνει. Ξέφυγε πλέον από τις τρικυμίες του Ικανού εκτελεστή, έχει μια άλλη σχέση με τη δεξιότητα.



5. Βιρτουόζος (expert)
O Βιρτουόζος το κάνει να μοιάζει απλό, εύκολο, άκοπο. Έχει ξεπεράσει και τις συνταγές και τους πρακτικούς κανόνες, ακόμα και τα γνωμικά. Η λέξη Expert μεταφράζεται συνήθως Ειδικός στα ελληνικά, προτιμώ όμως το Βιρτουόζος γιατί αποδίδει καλύτερα το νόημα, είναι και ο όρος που χρησιμοποιήσε ο Μπουρντιέ (θα τον βρούμε και στο δεύτερο μέρος) όταν κατέληξε από διαφορετική αφετηρία στις ίδιες σκέψεις. Από το Pragmatic Thinking and Learning: Refactor Your Wetware (Pragmatic Programmers) του Andy Hunt, 2008:


«Χρειάστηκα κάποτε έναν επαγγελματία παίκτη εκκλησιαστικού οργάνου. Όρισα μια οντισιόν και διάλεξα την Τοκάτα του Charles-Marie Widor (από τη Συμφωνία Νο 5 σε φα ελάσσονα), ένα φρενιασμένο κομμάτι που ακουγόταν δύσκολο στα ερασιτεχνικά μου αυτιά. Μια μουσικός που παρουσιάστηκε, το είχε δουλέψει πολύ καλά• τα πόδια της πετούσαν πάνω στα πεντάλ, τα χέρια της έτρεχαν πάνω-κάτω στα κλαβιέ, το μέτωπό της είχε ζαρώσει και σχεδόν ίδρωνε από την έντονη αυτοσυγκέντρωση. Ήταν μία καταπληκτική εκτέλεση που με εντυπωσίασε».

«Δεν την προσέλαβα όμως, γιατί μετά ήρθε ο πραγματικός βιρτουόζος (the true expert). Μια άλλη μουσικός που έπαιξε το ίδιο κομμάτι λίγο καλύτερα, λίγο γρηγορότερα, χαμογελώντας όλη την ώρα και ψιλοκουβεντιάζοντας μαζί μας, ενώ τα χέρια και τα πόδια της σχεδόν δεν μπορούσες να τα διακρίνεις, σαν ένα χταπόδι πάνω στα κλαβιέ και στα πεντάλ».
 


Ο Βιρτουόζος λοιπόν τα κάνει όλα να μοιάζουν απλά. Ναι, αλλά πώς σκέφτεται ένας Βιρτουόζος; Απάντηση: ένας Βιρτουόζος δεν σκέφτεται. Δεν υπάρχει κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στην αντίληψη της κατάστασης και στην απόκρισή του, ούτε συνταγές ούτε γνωμικά ούτε τίποτα. Η πολύ έμπειρη νοσοκόμα μπαίνει στον θάλαμο, βλέπει την κατάσταση κι απλά ξέρει τι πρέπει να κάνει, χωρίς καμία ανάλυση κι επεξεργασία. Ο πολύ έμπειρος μουσικός που παίζει πρίμα βίστα ένα κομμάτι δεν αναγνωρίζει τις συγχορδίες, «αυτό είναι φα μινόρε, αυτό είναι σολ δίεση εβδόμης κ.λπ.»• κατευθείαν από την παρτιτούρα στα δάχτυλα, χωρίς ούτε κι ο ίδιος να ξέρει τι ακριβώς έπαιξε. Κι αν μετά του ζητήσεις ν’ αλλάξει κλίμακα και να παίξει το ίδιο κομμάτι μια αυξημένη τετάρτη παραπάνω, το κάνει στη στιγμή, χωρίς να σκέφτεται ποια είναι η δεσπόζουσα, η υποδεσπόζουσα, ο προσαγωγέας κ.λπ. Κάθε πολύ έμπειρος γιατρός έχει να διηγηθεί ιστορίες του στιλ: «Από την πρώτη στιγμή που τον είδα, ήξερα ότι ήταν περίπτωση ΧΥΖ. Τον εξέτασα βέβαια κανονικά, πήρα το ιστορικό του κ.λπ., όμως γνώριζα εκ των προτέρων τι επρόκειτο να βρω». Ο Βιρτουόζος σκακιστής – διεθνής μετρ ή γκραν μετρ – παίζει μπλιτς στο μεγαλύτερο μέρος της παρτίδας, χωρίς να αναλύει και να σκέφτεται, με ελάχιστα δευτερόλεπτα για κάθε κίνηση. Παίζει με τον ίδιο τρόπο που κι εμείς αναγνωρίζουμε ένα οικείο πρόσωπο μέσ’ στο πλήθος: στη στιγμή και χωρίς σκέψη. Ο γκραν μετρ, κατά κανόνα, μόνο σε 3–4 δύσκολες κινήσεις θα καθίσει να αναλύσει σε βάθος και να καταναλώσει χρόνο – όπως κι εμείς αρχίζουμε να σκεφτόμαστε μόνο όταν δεν βλέπουμε καλά το πρόσωπο στο πλήθος, είναι αυτή η Μαρία;... όχι, η Μαρία έχει μακριά μαλλιά... μπορεί όμως να τα ‘κοψε πρόσφατα κ.λπ. Αν τον βάλεις να κάνει αριθμητικές πράξεις καθώς παίζει ώστε να απασχολείται η σκέψη του, δεν θα πέσει αισθητά η δυναμικότητα του γκραν μετρ, θα συνεχίσει να παίζει περίπου το ίδιο καλά – όπως κι εμείς δεν έχουμε πρόβλημα να εντοπίζουμε οικεία πρόσωπα στο πλήθος κάνοντας παράλληλα αριθμητικές πράξεις, δεν είναι θέμα σκέψης ο εντοπισμός τους. Όταν έχουμε να κάνουμε με Βιρτουόζους, για μας, τους απέξω, η τέχνη τους μπορεί να φανεί σαν ανεξήγητη μαγεία. Από το μυθιστόρημα Fodboldenglen (“Football Angels”), 1979, του δανού συγγραφέα Hans Jørgen Nielsen:


Κερδίζουμε ένα έμμεσο προς τα δεξιά της εστίας και πάω να το χτυπήσω διώχνοντας τους άλλους, με τη χαρακτηριστική χειρονομία ότι εγώ και μόνο εγώ ξέρω τι πρέπει να γίνει. Οι αντίπαλοι κάνουν τείχος ώστε να μη σουτάρω για γκολ, όπως ήταν η αρχική μου σκέψη, όμως ξαφνικά βλέπω τον Φράνκε να στέκεται δίπλα τους, σαν προέκταση του τείχους. Όλα αυτά καθώς τρέχω προς την μπάλα με όλα τα βλέμματα πάνω μου κι επιταχύνω να σουτάρω για γκολ. Αντί γι’ αυτό όμως, την κλωτσάω σκαφτά κι αυτή περνάει ψηλοκρεμαστά πάνω από το τείχος ώστε να πέσει λίγα μόνο εκατοστά πίσω του. Την ίδια στιγμή, ο Φράνκε έχει στραφεί κι έχει ήδη τρέξει στο σημείο που θα ακουμπήσει η μπάλα το έδαφος – ποτέ δεν το ακουμπάει όμως, γιατί αυτός τη βρίσκει στον αέρα με το δεξί και τη σπρώχνει γλυκά στα δίχτυα με το αριστερό. Χρειάζεται να σηκώσει ο Φράνκε τα χέρια του ψηλά για να καταλάβουν όλοι ότι μπήκε γκολ.

Κάνουμε διάφορα στην προπόνηση συνεχώς. Ίσως και να ‘χαμε ξαναπαίξει κάτι παρόμοιο ο Φράνκε κι εγώ, όχι όμως αυτό το συγκεκριμένο τρικ, δεν αλλάξαμε κουβέντα πριν εκτελέσω το έμμεσο, ούτε καν μια ματιά, όλα έγιναν εντελώς φυσικά καθώς έτρεχα προς την μπάλα, αυτός ξαφνικά να βρίσκεται εκεί, εγώ να του τη στρώνω όπως πρέπει, χωρίς καν να το σκεφτώ. Μια κοινή γνώση των κορμιών και των ματιών, έτοιμη να γίνει πραγματικότητα, χωρίς να μπορεί να μπει σε λέξεις. Μια γνώση που δε χωράει σε προτάσεις οι οποίες έχουν υποκείμενο κι αντικείμενο.

Στέκομαι εκεί λοιπόν, πρώτα αποσβολωμένος, κατόπιν έντονα χαρούμενος, ξέροντας ότι αυτή τη στιγμή του φωτεινού μαγιάτικου βραδιού, με τους συμπαίκτες μου ένα κουβάρι γύρω από τον Φράνκε, θα τη θυμάμαι για πάντα. Το φοβερό είναι ότι το γκολ μπήκε μ’ έναν τόσο μπλαζέ τρόπο. Αυτό είναι που κάνει εντύπωση και σ’ εμένα και στον Φράνκε, καθώς βγαίνει από το ανθρώπινο κουβάρι και με πλησιάζει αργά. Ανταλλάσσουμε μια ματιά και μου δίνει ένα φιλικό χτύπημα στο μπράτσο, σαν απόδειξη είσπραξης 


Η τέχνη λοιπόν των Βιρτουόζων μπορεί να φανεί σαν ανεξήγητη μαγεία σε μας, τους απέξω. Το πρόβλημα είναι ότι και οι Βιρτουόζοι κατά κανόνα δεν μπορούν να εξηγήσουν τι κάνουν και πώς το κάνουν! Με τον ίδιο τρόπο που κι ο ποδηλάτης – ένας Βιρτουόζος της δίτροχης ισορροπίας – δεν μπορεί να εξηγήσει τι ακριβώς κάνει πάνω στο ποδήλατο και δεν πέφτει. Με τον ίδιο τρόπο που κι ο φυσικός ομιλητής – ένας Βιρτουόζος της γλώσσας – μπορεί να τη μιλάει άψογα χωρίς να έχει ιδέα από κανόνες γραμματικής. «Το Α μου κάθεται καλά, το Β δεν μου κάθεται καλά», συνήθως με τέτοιες εκφράσεις «εξηγούν» οι Βιρτουόζοι την ειδημοσύνη τους. Ή, εναλλακτικά, καταστρώνουν μια εύλογη αφήγηση εκ των υστέρων για το πώς, υποτίθεται, οδηγήθηκαν στο σωστό συμπέρασμα, στη σωστή απόφαση, στη σωστή διάγνωση κ.α., ποια νοητικά βήματα υποτίθεται ότι έκαναν, ποια στοιχεία υποτίθεται ότι έλαβαν υπόψη κ.λπ. Βρισκόμαστε στην επικράτεια της ενοχλητικής παρατήρησης του M. Polanyi που ανέφερα σε προηγούμενη ανάρτηση: «ξέρεις πολλά πράγματα τα οποία δεν μπορείς να βάλεις σε λέξεις».

Μία άλλη φοβερή ικανότητα που έχουν οι Βιρτουόζοι είναι να καταλαβαίνουν πάρα πολλά από πολύ μικρές λεπτομέρειες. Όλοι οι έμπειροι κλινικοί έχουν αυτήν την ικανότητα, με τον καιρό αναπτύσσουν εξαιρετική παρατηρητικότητα, βλέπουν πολλά πράγματα τα μάτια τους, οπότε ερμηνεύουν κάθε μικρή λεπτομέρεια εντός των συμφραζομένων της τεράστιας εμπειρίας τους. Το μυαλό εδώ πηγαίνει στον Σέρλοκ Χολμς. Δεν ξέρω αν ξέρετε ότι ο σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, γιατρός κι ο ίδιος, έχτισε τον μυθιστορηματικό Σέρλοκ Χολμς επάνω στον τότε διάσημο κλινικό Τζόζεφ Μπελ, τον οποίο γνώριζε γιατί υπήρξε γραμματέας του ένα φεγγάρι. Η Wikipedia γράφει για τον Μπελ: “he would often pick a stranger and, by observing him, deduce [induce, maybe?] his occupation and recent activities”. Πιστεύω ότι δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι μια έξυπνη ανάγνωση των ιστοριών του Σέρλοκ Χολμς λέει κάτι για την παρατηρητική οξυδέρκεια ενός κλινικού ειδήμονα• ότι στο ζευγάρι Σέρλοκ Χολμς – δρ. Ουάτσον θα πρέπει ίσως να δούμε τον Βιρτουόζο κλινικό και τον ειδικευόμενο γιατρό καθώς δουλεύουν στη διάγνωση μιας δύσκολης περίπτωσης.

Το διαγνωστικό-ντετεκτιβιστικό θέμα κλείνει κομψά τον κύκλο του με τη γνωστή τηλεοπτική σειρά House M.D., 2004-2012, της οποίας οι συντελεστές έχουν δηλώσει ότι έχτισαν τον γνωστό αντιήρωα της σειράς, δρ. Γκρέγκορι Χάους, πάνω στον Σέρλοκ Χολμς, ένα είδος ιατρικού ντετέκτιβ που λύνει τα άλυτα. Όπως και ο Σέρλοκ Χολμς (και ο Μπελ), ο Χάους παρουσιάζεται δεινός παρατηρητής, ικανός να καταλάβει πολλά από απειροελάχιστες λεπτομέρειες μέσα στο πλαίσιο της κλινικής του πείρας, και πάντα καταλήγει στη σωστή διάγνωση χωρίς να ακολουθεί κάποια γραμμική, αναλυτική μέθοδο: ένα φλας, ξαφνικά του έρχεται η ιδέα από το πουθενά κι όλα βγάζουν νόημα, όλα ταιριάζουν• ναι, αλλά πρέπει να έχεις τεράστια κλινική πείρα για να γίνει αυτό το φλας! Πιστεύω ότι θα έχετε δει κάποια επεισόδια, καταλαβαίνετε τι εννοώ. Πίσω από τις ικανότητες του τηλεοπτικού Χάους, θα πρέπει μάλλον να δούμε την δρ. Λίζα Σάντερς, τον βασικό ιατρικό σύμβουλο της σειράς, η οποία λέει ότι ο κόσμος δεν κατανοεί τον τρόπο με τον οποίο οι γιατροί συνήθως κάνουν διάγνωση. Πιστεύω ότι ξεσκαρτάρωντας τη δραματοποίηση του Χάους και του Σέρλοκ Χολμς, κάτι απομένει στο φινάλε: η παρατηρητικότητα των Βιρτουόζων κλινικών κι ο τρόπος που (δεν) σκέφτονται όταν κάνουν διάγνωση. Όχι γραμμικά και αναλυτικά, με λογικά βήματα και μεθόδους, αλλά με φλας. Ένας Βιρτουόζος είναι ένα διαφορετικό ον από έναν Αρχάριο.

Είμαστε όλοι Βιρτουόζοι κι Επιδέξιοι εκτελεστές σε ΜΥΡΙΑΔΕΣ καθημερινές μας πράξεις και συμπεριφορές – γλωσσικές, σωματικές, κοινωνικές, συναισθηματικές, διανοητικές κ.λπ. Τις έχουμε κάνει τόσες πολλές φορές στη ζωή μας ώστε ξεφύγαμε από τον αργό, αναλυτικό τρόπο σκέψης (εφαρμογή καθολικών κανόνων κι αναγνώριση αντικειμενικών στοιχείων) και περάσαμε σ’ έναν ταχύτατο κι ολιστικό τρόπο σκέψης, με πρακτικούς κανόνες, γνωμικά κι αναγνώριση αναρίθμητων κανονικοτήτων (patterns)• ή στη μη-σκέψη του Βιρτουόζου. Είμαστε Βιρτουόζοι στο να καθόμαστε σε μια καρέκλα, να διασχίζουμε τον δρόμο, να συμπεριφερόμαστε καταλλήλως μέσα στο εστιατόριο, να αλλάζουμε τρόπο ομιλίας όταν απευθυνόμαστε σε φίλους κι όταν απευθυνόμαστε σε αγνώστους, να εντοπίζουμε οικεία πρόσωπα στο πλήθος, να μαγειρεύουμε το αγαπημένο μας φαγητό, να ισορροπούμε τις επιθυμίες μας με τις συναισθηματικές πιέσεις από το περιβάλλον μας κ.ο.κ. Το όνομά μας είναι λεγεών.

Υπάρχει κι ένα ενδεχόμενο έκτο στάδιο, στο οποίο φτάνουν κάποιοι Βιρτουόζοι, όχι όλοι:


6. Πρακτικά Σοφός (phronetic)
Ο Πρακτικά Σοφός είναι ένας Βιρτουόζος που έχει επιπλέον την ικανότητα και να αποστασιοποιείται από τη δεξιότητά του. Μπορεί να καταφεύγει στην αναλυτική σκέψη όταν θέλει, να ξαναγυρνά στη γνωμική σκέψη του Επιδέξιου εκτελεστή ή στη μη-σκέψη του Βιρτουόζου, να εξετάζει μια κατάσταση υπό διάφορα πρίσματα. Γι’ αυτό και πολλές φορές αποφεύγει τα λάθη που ακόμα και οι Βιρτουόζοι κάνουν: «Όλοι οι ξιφομάχοι έχουν αδυναμίες, κανείς δεν είναι τέλειος. Ο μέτριος ξιφομάχος χάνει από τις αδυναμίες του• ο καλός ξιφομάχος ξέρει να τις καλύπτει• ο κορυφαίος ξιφομάχος ξέρει και να τις χρησιμοποιεί». Γι’ αυτό επίσης και ο Πρακτικά Σοφός μπορεί να γίνει πολύ καλός δάσκαλος• οι απλοί Βιρτουόζοι συνήθως δεν είναι καλοί δάσκαλοι, δεν ξέρουν να εξηγήσουν τι κάνουν και πώς το κάνουν. Ο Πρακτικά Σοφός όμως μπορεί να βάλει τον εαυτό του στη θέση ενός Αρχάριου, να καταλάβει πώς λειτουργεί και να του υποδείξει το κατάλληλο επόμενο βήμα για να προχωρήσει στην ειδημοσύνη του.

Ο Πρακτικά Σοφός επίσης μπορεί να βλέπει και την πολύ μεγάλη εικόνα: τη δεξιότητά του εντός των κοινωνικών και πολιτικών της συμφραζομένων, γι’ αυτό κι ο τρόπος σκέψης του είναι έντονα αξιακός. Καταλαβαίνει πώς τον βλέπουν οι απέξω και ποια είναι η ευρύτερη σημασία της δεξιότητας μέσα στο κοινωνικό της πλαίσιο. Οι άλλοι έμπειροι όμοιοί του συνήθως είναι βυθισμένοι μέσα στην δεξιότητά τους – από το επίπεδο του Ικανού εκτελεστή και πάνω, αρχίζει κανείς και να εμπλέκεται συναισθηματικά με τη δεξιότητά του, να την κάνει όχι μόνο για τον μισθό αλλά και για την ευχαρίστηση που λαμβάνει από αυτήν, εμφανίζεται ένας παράγοντας: η δεξιότητα για τη δεξιότητα. Ο Πρακτικά Σοφός μπορεί να είναι ταυτόχρονα μέσα κι έξω από αυτά.

Στα αγγλικά υπάρχει ο όρος intuition που μεταφράζεται συνήθως διαίσθηση, όμως δεν μου αρέσουν αυτές οι λέξεις. Ο όρος που έβγαλα εγώ είναι μη-σκέψη και τον προτιμώ, πιστεύω ότι εκφράζει καλύτερα αυτό για το οποίο μιλώ• με τα λόγια του Σέρλοκ Χολμς σ’ ένα από τα πρώτα διηγήματά του: “From long habit the train of thoughts ran so swiftly through my mind that I arrived at the conclusion without being conscious of intermediate steps”. Γράφω όλα αυτά όχι για να απαξιώσω την βήμα-προς-βήμα αναλυτική σκέψη, αλλά για να εντοπίσω την επικράτειά της. Σαφώς και υπάρχουν βιοτικά πλαίσια στα οποία επιβάλλεται η καταφυγή στην ασφάλεια της αναλυτικής, λογικής σκέψης, π.χ. όσο καλός και να είμαι στις πράξεις με το μυαλό, θα ήμουν ανόητος αν συντάξω έναν ισολογισμό χωρίς να πάρω χαρτί και μολύβι να κάνω προσεκτικά τις πράξεις. Υπάρχουν όμως κι άλλα αναρίθμητα πλαίσια στα οποία συγκρούεται η αναλυτική με την ολιστική σκέψη ή με τη μη-σκέψη• π.χ. δεν συγκρίνεται αυτός που μαθαίνει μια ξένη γλώσσα αποκλειστικά με κανόνες γραμματικής και λεξικά, μ’ αυτόν που τη μαθαίνει εκθέτοντας τον εαυτό του στο γλωσσικό της περιβάλλον. Οι Ιησουίτες ιεραπόστολοι ήταν φημισμένοι παλιά, που πήγαιναν σ’ έναν ξένο τόπο και μάθαιναν άπταιστα την τοπική γλώσσα σε έξι μήνες. Σε τέτοιες συγκρούσεις λοιπόν, μπορεί να υπάρξει πρόβλημα. Αν πιέσει κάποιος τον εαυτό του να συνεχίσει την εκμάθηση της γλώσσας με εφαρμογή κανόνων, καταλαβαίνοντας κι αναλύοντας τα πάντα, τότε θα καθυστερήσει την πρόοδό του – με τους όρους του Μοντέλου, θα κολλήσει στα 2-3 στάδια. Κάποιες άλλες φορές, ένας συνδυασμός και των δύο τρόπων σκέψης είναι αυτό που προσφέρει τη μεγαλύτερη ασφάλεια, γιατί κι ο Βιρτουόζος δεν είναι αλάνθαστος. Είπαμε π.χ. ότι οι Βιρτουόζοι μπορούν να καταλαβαίνουν πάρα πολλά από πολύ μικρές λεπτομέρειες• μερικές φορές όμως μπορεί να το παρακάνουν και να καταλάβουν περισσότερα απ’ ό,τι πρέπει. Συνήθως ο Πρακτικά Σοφός, κάποιος που εξετάζει μια κατάσταση από πολλές γωνίες, είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να έχουμε.

Όλα τα παραπάνω μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά καθαυτό, όπως κρίνει ο καθένας. Περισσότερο μ’ ενδιαφέρει η ενόραση που προσφέρουν σε μια σειρά ζητημάτων ως προς τον άνθρωπο, τις Κοινωνικές Επιστήμες, την Αριστερά και κάποια ηθικά θέματα που με απασχολούν. Εκεί θέλω να καταλήξω. Θα αναφερθώ σ’ αυτά στην επόμενη ανάρτηση, το κείμενο βγήκε μεγάλο, ας κάνουμε εδώ ένα διάλειμμα. Αν άντεξες, αγαπητέ αναγνώστη, μέχρι το τέλος, να σε αποζημιώσω με μια διάλεξη του Manuel Molina από το Being In The World σε σι ελάσσονα:





ΥΓ: Για όποιον ενδιαφέρεται να διαβάσει περισσότερα:
- H πρώτη παρουσίαση του Μοντέλου (1980) σε πιλότους, σκακιστές και σπουδαστές ξένων γλωσσών εδώ
- Η έρευνα της Patricia Benner σε νοσοκόμες εδώ
- Ένα άρθρο για προγραμματιστές εδώ 
- Ένα λεπτομερές απόσπασμα από άρθρο του Hubert Dreyfus εδώ
- H νευρολογική σκοπιά του Walter J. Freeman για τη φύση της αντίληψης, εδώ ένα άρθρο, θεωρείται ότι είναι αυτή που ταιριάζει με το Φαινομενολογικό Μοντέλο
- Μια δική μου παρατήρηση είναι ότι αυτή η πορεία από την αδημοσύνη ως την ειδημοσύνη ίσως να κουμπώνει ωραία και με τη δουλειά του Elkhonon Goldberg για τη διαφοροποίηση των εγκεφαλικών ημισφαιρίων (cerebral lateralization). Πολύ συνοπτικά, ο Goldberg υποστηρίζει ότι τα δεξιό ημισφαίριο είναι ιδιαίτερα ενεργό κατά την επεξεργασία καινούργιων πληροφοριών σε ανοίκειες καταστάσεις κι ο τρόπος λειτουργίας του είναι κυρίως εξερευνητικός: αποσυναρμολογεί τον κόσμο σε ξεχωριστές αναπαραστάσεις. Όταν όμως η κατάσταση σταδιακά γίνεται οικεία, τότε η επεξεργασία της περνά κυρίως στο αριστερό ημισφαίριο, το οποίο λειτουργεί ολιστικά και άρρητα, εντοπίζοντας άφθονα patterns στις οικείες καταστάσεις. Ίσως λοιπόν, όταν μαθαίνουμε μια δεξιότητα, η πορεία από την αδημοσύνη προς την ειδημοσύνη να αντανακλάται σε μια ανάλογη πορεία στον εγκέφαλο από την κυρίαρχη συμμετοχή του δεξιού ημισφαιρίου σ’ αυτήν του αριστερού. Όποιος θέλει να εμβαθύνει, μπορεί να διαβάσει εδώ (το paper που πρωτοπαρουσιάστηκε) ή το βιβλίο του The New Executive Brain: Frontal Lobes in a Complex World (2009). Δεν θα επιμείνω πολύ όμως, δεν δικαιούμαι να έχω γνώμη για νευρολογία.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.