Δηλαδή, να είσαι σε μια ξένη χώρα κι αντί να προσπαθήσεις να ζήσεις κάτι αλλιώτικο, να συγχρωτιστείς με τους ντόπιους και την κουλτούρα τους (όσο μπορείς), εσύ να ψάχνεις συνέλληνες στα μπαρ... Ό,τι πιο άθλιο, ε; Ας δούμε λοιπόν 3 + 1 σκηνικά από τη σύγχρονη Ταϊλάνδη, χωρίς μπαρ και συνέλληνες, 3 + 1 καταστάσεις που δεν τις ζει ο μέσος τουρίστας:
ΣΚΗΝΙΚΟ 1
Για τους Μα Κι, τα Καβαλημένα Άλογα, είχαμε μιλήσει εδώ. Εν συντομία, πρόκειται για τους σαμάνους της Ταϊλάνδης, γυναίκες συνήθως που πέφτουν σ' ένα είδος έκστασης, (υποτίθεται ότι) καταλαμβάνονται από ένα πνεύμα, και προσφέρουν βιοτικές, μαντικές κ.α. συμβουλές στον κόσμο που τις επισκέφτεται. Ή μάλλον, το πνεύμα προσφέρει αυτές τις συμβουλές μέσω του/της σαμάνου. Έτσι υποτίθεται.
Βρισκόμαστε σ' ένα απλό σπίτι στα περίχωρα μιας πόλης της βόρειας Ταϊλάνδης. Είχα φάει τον τόπο να βρω αυτήν τη συγκεκριμένη Μα Κι και τελικά, μέσα από γνωστό γνωστού γνωστού, κατάφερα να την εντοπίσω. Το πνεύμα που εκδηλωνόταν μέσα της ήταν (λέει) ένας μεσαιωνικός μονάρχης της βόρειας Ταϊλάνδης (όταν δεν υπήρχε Ταϊλάνδη αλλά Σιάμ), τότε που η περιοχή μόλις είχε ελευθερωθεί από τη βιρμανική κατοχή. Γι' αυτό και η Μα Κι, μόλις έπεφτε σε έκσταση, πήγαινε και φορούσε αυτά τα παρδαλά ρούχα, βιρμανική μόδα της εποχής, υποτίθεται (πρόκειται για τη γυναίκα στην 4η φωτογραφία της ανάρτησης που ανέφερα προηγουμένως).
Ήμασταν καμιά 10αριά Ταϊλανδοί και ένας δυτικός – εγώ. Ο βασιλιάς (= το πνεύμα μέσα από την Μα Κι) μίλησε με τον καθένα, αφιέρωσε κάποια λεπτά σε όλους, και τότε ήρθε και η σειρά μου. “Είσαι Ταϊλανδός!” μου είπε πρώτη κουβέντα ο βασιλιάς μόλις με κοίταξε. “Είσαι Ταϊλανδός! Μπορεί να έχεις καταγωγή δυτικού, όμως μέσα σου είσαι 100% Ταϊλανδός!”
Έκανε μια παύση και μετά συνέχισε: “Στην προηγούμενή σου ζωή, ήσουν Ταϊλανδός κυβερνητικός αξιωματούχος. Στάλθηκες σε μία αποστολή στην Ευρώπη και έτυχε να πεθάνεις εκεί, τα οστά σου να μείνουν εκεί, οπότε γι' αυτό ξαναγεννήθηκες δυτικός – ξαναγεννιέσαι όπου μένουν τα οστά σου. Μέσα σου όμως είσαι 100% Ταϊλανδός”.
Όταν αργότερα η Μα Κι βγήκε από το trance, κοίταξε γύρω της, ξαφνικά με είδε κι έμεινε έκπληκτη: "Α, ένας δυτικός!". Τη ρώτησα αν θυμόταν τη συνομιλία μας, όμως μου απάντησε ότι δε θυμόταν τίποτα, εξάλλου εγώ δε μίλησα μ' αυτήν, μίλησα με τον βασιλιά.
Τα συμπεράσματα δικά σας.
ΣΚΗΝΙΚΟ 2
Διαμετακόμιση με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο μιας μικρής επαρχιακής πόλης, σαν τον Δομοκό ας πούμε. Περίπου νεκρός. Ψηνόμουν απ' τον πυρετό, είχα όμως αρκετό μυαλό ακόμα για να καταλάβω ότι, αν επιβίωνα, μου έμελλε να περάσω μέρες σε έναν άθλιο θάλαμο, ενός άθλιου κτιρίου, κάτω από άθλιες συνθήκες, με άθλιους συν-ασθενείς. Έτσι νόμιζα...
Φτάνουμε στο νοσοκομείο, το οποίο ήταν μια κούκλα. Με τους κήπους του, τα λουλούδια του, τα σιντριβανάκια του, τα όμορφα χρώματά του, τους χαριτωμένους πίνακες ανακοινώσεών του, καθαρό, περιποιημένο, καλαίσθητο. Οι νοσοκόμες πέσαν αμέσως πάνω μου με τους ορούς, τα φάρμακά τους και το χιούμορ τους για να με ζωντανέψουν. Με ζωντάνεψαν.
- “Γίνε γρήγορα καλά να με παντρευτείς”
- “Δε θα παντρευτώ εσένα, θα παντρευτώ αυτήν που είναι καλόκαρδη και μου δίνει νερό. Εσύ δε μου δίνεις”
- “Εγώ όμως είμαι όμορφη”
- “Όλες είστε όμορφες, όλες θα σας παντρευτώ” κ.λπ. διάφορες πλάκες με τις νοσοκόμες.
Έρχεται ο γιατρός, ο οποίος ήταν κι ο μόνος που μιλούσε λίγα αγγλικά, και μου εξήγησε την κατάστασή μου (= περισσότερο πεθαμένος παρά ζωντανός, αλλά με πιο επιστημονικούς όρους). Ξέροντας την ανάλογη κατάσταση στην Ελλάδα, “γιατρέ, να σου δώσω κάτι” είπα. Η απάντηση ήρθε πριν καν τελειώσω τη φράση μου:
“Κύριε, δεν μπορώ να δεχτώ τίποτα. Είναι το επάγγελμά μου αυτό”.
Ξαφνιάστηκα. “Τουλάχιστον να σου δώσω κάτι συμβολικό” επέμεινα.
“Είναι εντάξει”, μου είπε χαμογελώντας, “είναι εντάξει, καταλαβαίνω ότι το λες απ' την καρδιά σου κι αυτό μου φτάνει”.
Ομολογώ ότι συγκινήθηκα!
Χρωστάω σ' αυτόν τον άνθρωπο, με βοήθησε πολύ κι όχι μόνο από ιατρικής πλευράς. Να 'ναι καλά.
Ο θάλαμος απεδείχθη πολυπολιτισμικός. Εκεί μέσα υπήρχαν, εκτός από μένα που ήμουν ο μόνος δυτικός (και μάλλον ο μόνος δυτικός στο ιστορικό του νοσοκομείου!), δύο Ταϊλανδοί, ένας Βιρμανέζος (που έμενε μόνιμα με την οικογένειά του στην Ταϊλάνδη) κι ένα μωράκι Λάχου με τους γονείς του. Από το πρώτο βράδυ γίναμε όλοι μια οικογένεια. Μοιράζαμε μεταξύ μας ό,τι είχαμε, οι νοσοκόμες του θαλάμου έρχονταν συνέχεια και μας έφερναν νερό, φρούτα, φαγητό, μου έδωσαν πυτζάμες και καθαρά ρούχα, σαπούνια κ.λπ. να κάνω ένα ντους που τόσο το χρειαζόμουν, ενώ με άφηναν στο γραφείο τους αργά το βράδυ, όπου παρακολουθούσαμε TV. Τα απογεύματα μαζευόμασταν όλοι οι (ενήλικοι) ασθενείς και οι συγγενείς τους σ' έναν κοντινό κηπάκο και καπνίζαμε. Οι νοσοκόμες κάναν ότι δεν το καταλάβαιναν. Όλες οι συνεννοήσεις γίνονταν σ' ένα μίγμα ταϊλανδονοηματικής. Η ανηψιά του Βιρμανέζου, ένα καλό κορίτσι 15 χρονών, με ερωτεύτηκε, έρχονταν συνέχεια και προσπαθούσε να μου μιλήσει, μου έφερνε χυμούς και γλυκά, προσπαθούσε να μου πει για τη ζωή της, το σχολείο της, μου έδειχνε το τετράδιό της που μάθαινε κινέζικα, εγώ την έβαζα να μου απαγγείλει λέξεις στα κινέζικα, ενώ συνέχεια έβρισκα στο κρεβάτι μου λουλούδια.
Παρένθεση: στην Ταϊλάνδη, ακόμα και το φαγητό του νοσοκομείου είναι να γλύφεις τα δάχτυλά σου.
Από την επόμενη μέρα ήμουν κιόλας πολύ καλύτερα. Οι φίλοι μου στην Ταϊλάνδη όχι απλώς με φρόντισαν, σαν παιδί τους μ' είχαν! Έρχονταν κάθε μέρα στο νοσοκομείο, μου κρατούσαν παρέα, μου έφερναν αγγλόφωνες εφημερίδες, φαγητά, φρούτα, γάλα σόγιας, τσιγάρα, χυμούς, τα πάντα όλα. Τα μοιραζόμουν με τους υπόλοιπους συν-ασθενείς του θαλάμου, ειδικά με τους Λάχου που είναι πάμφτωχοι. Ένα κουτί γάλα σόγιας, ένα γλυκό μπορεί να είναι μεγάλη υπόθεση για μια οικογένεια που μένει σ' ένα χωριό κάπου βαθιά μέσα στη ζούγκλα και που τρώει γλυκά μια φορά το μήνα. Ο φίλος μου ο Λάχου μου έδινε στριφτά τσιγάρα, παραγωγής Λάχου, με ξεραμένο φύλλο αγριομπανανιάς. Tα κάπνιζες και αισθανόσουν Πρόεδρος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (τα πιο βαριά τσιγάρα που 'χω καπνίσει!)
Ήρθε η μέρα να πάρω εξιτήριο... Χαιρέτισα τους φίλους μου στο θάλαμο, τις νοσοκόμες, τους γιατρούς, όλους. Η Βιρμανέζα ήθελε να μου χαρίσει το μενταγιόν της, αυτό όμως δεν μπορούσα να το δεχτώ. Πλήρωσα για τα πάντα (διαμετακόμιση, θεραπεία, κρεβάτι, φάρμακα, φαγητό κ.λπ.) το αντίστοιχο ποσό των € 40 στο τοπικό νόμισμα. Έπιασα τον εαυτό μου να αισθάνεται στεναχωρημένος που έφευγα από το νοσοκομείο!
Πιστεύω να το ξέρετε αυτό για την Ταϊλάνδη: οι ταϊλανδοί πολίτες μπορούν να απευθυνθούν σε οποιοδήποτε δημόσιο νοσοκομείο για (σχεδόν) οποιοδήποτε ιατρικό θέμα, από μια απλή εξέταση μέχρι μια περίπλοκη επέμβαση, πληρώνοντας σχεδόν τίποτα – ή και κυριολεκτικά τίποτα! (εντάξει, τα εξιδανικεύω λίγο, υπάρχουν κάποια προβλήματα, όμως το πρόγραμμα είναι βασικά υπερεπιτυχημένο). Η κάλυψη αυτή περιλαμβάνει και τις φυλές των βουνών του βορρά, όσους από αυτούς επιθυμούν να ενταχθούν στην ταϊλανδική κοινωνία. Αλλά και για τους ξένους, οι υπηρεσίες υγείας στην Ταϊλάνδη είναι πάμφθηνες – τόσο, ώστε η χώρα τα τελευταία χρόνια έχει ακόμα και σημαντικό ιατρικό τουρισμό.
Από εδώ: Thailand has added nearly fourteen million people to the system and achieved near-universal coverage without compromising access for those with prior coverage; we also found that, to date, no informal payment system has emerged (το βεβαιώνω κι εγώ αυτό, από τη δική εμπειρία!)
Διάβασα πρόσφατα για τις περιπέτειες υγείας του κ. Λοβέρδου και τις αντιξοότητες που βίωσε στο ΕΣΥ. Πιστεύω ότι πρέπει να του αφιερώσω αυτό το σκηνικό, μαζί με τις ευχές μου για γρήγορη ανάρρωση.
ΣΚΗΝΙΚΟ 3
- “Πρέπει να φύγεις;”
- “Πρέπει”
- “...”
- “Θα είσαι κομμάτι του εαυτού μου. Για πάντα”
ΣΚΗΝΙΚΟ 3 + 1
Καταφύγιο επάνω στα βουνά του ταϊλανδικού βορρά, υψόμετρο περίπου 1.000 μέτρα, το τελευταίο προπύργιο του πολιτισμού, μετά από μας μερικές χιλιάδες τετρ. χιλιόμετρα ζούγκλας. Ένα κτίριο, ένα σπίτι, κάποιες εξωτερικές εγκαταστάσεις, τραπέζια, καρέκλες κ.λπ. φτιαγμένα από υλικά του δάσους, ένα τρακτέρ, δύο τζιπ, μηχανάκια, και το κοντινότερο χωριό σε απόσταση 10 χιλιομέτρων. Ήμασταν 3 σκύλοι και καμιά 20αριά άνθρωποι: κυρίως υπάλληλοι του καταφυγίου που άλλες φορές διανυκτέρευαν στο χωριό κι άλλες στο καταφύγιο, δύο φοιτητές γεωπονίας από την πρωτεύουσα που έκαναν την πρακτική τους εκεί, καθώς και μία οικογένεια που έμενε μόνιμα εκεί με το πιτσιρίκι τους.
Έξι η ώρα το απόγευμα, ταϊλανδικός εθνικός ύμνος (σταθήκαμε όλοι προσοχή), τέλος η δουλειά, όλοι ήμασταν ψόφιοι από την κούραση κι ετοιμαστήκαμε για το βραδινό και τη διανυκτέρευσή μας. Σε 1-2 ώρες θα νύχτωνε εντελώς. Τότε ήταν που τις είδα.
Ήταν δύο. Κάθονταν σε μια γωνιά και προσπαθούσαν να περάσουν απαρατήρητες – όχι από μένα, όμως. Πήγα και πήρα τη μία στην αγκαλιά μου, της άλλης της έλειπε μία. Ήταν γερασμένη. Σκεβρωμένη. Ξεκούρδιστη.
Κούρδισα την κιθάρα όσο γινόταν και τότε τον είδα να με κοιτάει. Με κατάλαβε. Τον κατάλαβα. Εξάλλου, η μουσική είναι διεθνής γλώσσα. “Μπορείς να παίξεις το Country Roads;” με ρώτησε. Έπαιξα το Country Roads, γκαρίζοντάς το όσο πιο δυνατά μπορούσα. “Δώσ' μου εδώ”, είπε και έπαιξε το Holiday των Scorpions. “Δώσ' μου εδώ”, είπα και έπαιξα το Blowin' In The Wind. Οι υπόλοιποι άρχισαν να μαζεύονται γύρω μας, το πράγμα αποκτούσε ενδιαφέρον. Τότε έδωσα την κιθάρα στον Ταϊλανδό και είπα τις μαγικές λέξεις: Λεν Πλενγκ Καλαμπάο Καπ! (παίξε τραγούδια των Carabao – είχαμε πει στην προηγούμενη ανάρτηση τι σημαίνουν οι Carabao για τους Ταϊλανδούς).
Έγινε χαμός. Εκεί επάνω, στη μεθόριο της ζούγκλας, στήθηκε ένα σχεδόν ολονύχτιο γλέντι ανεπανάληπτο. Με τραγούδια των Carabao, ταϊλανδική folk και μερικά διαχρονικά αγγλόφωνα χιτ (όπως το Speedy Gonzales και το Let It Be). Οι ψησταριές πήραν φωτιά, το τραπέζι γέμιζε συνεχώς με σούπες, ψητά, φρούτα, μεζέδες, ουίσκι και κυρίως Λάο Κάο, την ταϊλανδική ρακή. Σε κάποια στιγμή, βγήκε μια τίγρη από τη ζούγκλα να μας φάει, όμως της παίξαμε το In the jungle, the mighty jungle, the lion sleeps tonight και τη νανουρίσαμε. Όλοι τρέχαμε συνεχώς στα κοντινά δέντρα για κατούρημα, τα σώματά μας είχαν γίνει απλώς τα κανάλια από τα οποία η ρακή περνούσε από το μπουκάλι στο χώμα (τα εν λόγω δέντρα ψήλωναν με ρυθμό ένα μέτρο την ώρα, ήταν φυντάνια και το πρωί τα βρήκαμε ψηλά σαν πολυκατοικίες). Σε κάποια στιγμή, βγήκαν κάτι κόμπρες από τη ζούγκλα να μας σκοτώσουν, όμως τις κρατήσαμε για πρωινό. Μου ζήτησαν να τους παίξω και ελληνικά τραγούδια, τους έπαιξα τον Δρόμο του Λοΐζου (μπορούν να συμμετάσχουν όλοι στο λα λα λα λαααα λα...), το Έχε Γεια Παναγιά (χτυπάν όλοι παλαμάκια στο ρυθμό) και για να ηρεμήσουν τα πνεύματα, το Φυσάει Βορριάς Φυσάει Νοτιάς. Τέρμα τα ελληνικά τραγούδια όμως, η βραδιά ήταν ταϊλανδική! Σε κάποια στιγμή, βγήκαν κάτι πύθωνες από τη ζούγκλα να μας καταπιούν, όμως τους κατάπιαμε εμείς. Τα σκυλιά ήταν συνεχώς μέσα στα πόδια μας, το πιτσιρίκι έπαιζε μπάλα (ΟΚ, σε κάποια στιγμή πήγε για ύπνο) κι εμείς είχαμε γίνει όλοι μια αγκαλιά στο τραπέζι και τραγουδούσαμε φανατικά. Εθελοντές παίρναν ένα μηχανάκι και τρέχαν συνέχεια στο χωριό να φέρουν ρακή. Σε κάποια στιγμή, βγήκε ο Τριανταφυλλόπουλος από τη ζούγκλα να μας βιντεοσκοπήσει, όμως τον πήραμε με τις πέτρες. Αργά, σε κάποια απροσδιόριστη ώρα, πήγαμε όλοι για ύπνο στρωματσάδα, καταμεθυσμένοι, κοιμηθήκαμε ελάχιστα και ξυπνήσαμε το χάραμα (όχι όλοι!) με το κελάιδισμα των πουλιών. Φυσικά, τα πουλιά κελαϊδούσαν τραγούδια των Carabao.
Και τέλος πάντων, όσοι πιστεύετε ότι μόνο στην Ελλάδα κάνουμε γλέντια και έχουμε κέφι και ξεδίνουμε και είμαστε έξω καρδιά (τι άθλια στερεότυπα...), είστε βαθιά νυχτωμένοι. Το κέφι είναι λέξη ταϊλανδική!
Αναρωτιέμαι τι εικόνα έχουν σχηματίσει για την Ελλάδα εκεί στην Ταϊλάνδη.
ΑπάντησηΔιαγραφήOti ehei fovero podosfairo! O mesos Thailandos den xerei tin Ellada, oute Parthenona oute Mykono oute Platona & Aristoteli, tipota - ektos apo to 2004, mono afto xerei!
ΑπάντησηΔιαγραφήA, ennoeis emena!
ΑπάντησηΔιαγραφήOti i Ellada ehei enan (1) katoiko, enan typo pou emfanizetai apo to pouthena kai meta ap' afton, oi zoes mas den einai pia oi idies!
...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚε Φί, λέξη ταϊλανδική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠι Κε Φί, αντιδάνειο απ' τα Ρωμαϊκά.
Καλά πέρασες, ε;