Πειραγμένα Ζάρια

Μπήκε στο δωμάτιο με τέτοια φόρα που μια εφημερίδα πάνω στο τραπέζι ανέμισε. Ακόμα κι αυτή το κατάλαβε ότι ήταν τσατισμένος, με το θυμό του χαρτοπαίκτη που ανακαλύπτει ότι η τράπουλα είναι σημαδεμένη, τα ζάρια πειραγμένα.

Του ήρθε πάλι στο μυαλό η σκέψη της αφεντικίνας του: μια γυναίκα γύρω στα πενήντα, με κοντά μαλλιά και μακριά, περιποιημένα νύχια. Όταν πρωτοπήγε στο γραφείο ταξιδιών που δούλευε, τον είχε καλωσορίσει με μητρικούς τρόπους κι ενθαρρυντικά χαμόγελα. Μόλις όμως πέρασε ο πρώτος καιρός, οι τρόποι της από μητρικοί έγιναν ασφυκτικοί και στα χαμόγελα προστέθηκε μια καινούργια σαρκαστική γκάμα. Τον ειρωνεύονταν δυνατά, μπροστά σε όλους. Δεν τον ένοιαζαν τόσο οι πελάτες, όσο οι συνάδελφοι στο γραφείο. Η γυναίκα αυτή ήταν ξεκάθαρα η μητέρα στη μικρή εργασιακή τους οικογένεια (μπορεί κι ο πατέρας ταυτόχρονα). Τα λόγια της είχαν δύναμη, οι σαρκασμοί της είχαν φαρμάκι, τα νύχια της είχαν αίμα ταπεινωμένων υπαλλήλων.

Έβρισε από μέσα του τη δουλειά, την πόλη με τα αιώνια μποτιλιαρίσματα, τη σχέση του με τη Μαρία, τα πάντα. Πόσο θα ‘θελε να τα άφηνε όλα πίσω του, να πήγαινε μακριά, πέρα εκεί όπου το Σέλας υψώνεται στον ουρανό! Μετά σταμάτησε ξαφνικά: κάτι άρχισε να διαμορφώνεται στην άκρη του μυαλού του… κάτι νεφελώδες κι απροσδιόριστο… δεν μπορούσε να το συλλάβει, ένα αίσθημα σαν κάτι, κάπου, να είχε ξεχάσει. Τι όμως; Ζόρισε το μυαλό του αλλά όσο περισσότερο προσπαθούσε, τότε πιο μακριά το έδιωχνε.

Κάτι, κάπου, είχε ξεχάσει… κάτι σημαντικό.

Αναστέναξε και παράτησε την προσπάθεια. Το βλέμμα του έπεσε στην εφημερίδα επάνω στο τραπέζι και είδε μια διαφήμιση αεροπορικής εταιρείας (που την ήξερε ήδη καλά από τη δουλειά του). Πάντα ήθελε να γίνει πιλότος! Να κουνάει έναν μοχλό και το αεροπλάνο να ανεβαίνει στα σύννεφα, η πόλη από κάτω να γίνεται μικρή. Όπως στο όνειρό του χθες βράδυ που έβλεπε ότι ήταν αεροπλάνο και πετούσε. Ωραίο αίσθημα.

Η πόρτα που άνοιξε τον έβγαλε από την ονειροπόληση. «Ήρθες;» ρώτησε ο πατέρας του.

Η διάθεσή του άλλαξε τελείως. «Καλησπέρα!» χαιρέτισε με δυνατή φωνή. Η μάνα του έβγαλε κι αυτή το κεφάλι της πίσω από την πόρτα.

«Πώς ήταν η μέρα σου;»

«Άστα να παν, τη μισώ αυτή τη γυναίκα...», κατέβασε λίγο το κεφάλι και κοίταξε το πάτωμα. «Χθες βράδυ είδα όνειρο ότι ήμουν αεροπλάνο και πετούσα». Η αίσθηση ήταν ολοζώντανη τώρα μέσα του και τον έκανε να αισθάνεται όμορφα.

«Κάτσε να σου φέρω το φαγητό σου», είπε η μάνα του και βγήκε.

Έμειναν μόνοι με τον πατέρα του στο δωμάτιο. «Θα βγείτε βόλτα απόψε με τη Μαρία;» τον ρώτησε.

Κατάλαβε ότι σκόπιμα έφυγε η μητέρα του, το φαγητό ήταν δικαιολογία. «Ναι, δεν ξέρω, θα βγούμε, φαντάζομαι… Κοίτα, να στο πω στα ίσια: η σχέση μου με τη Μαρία τελειώνει. Μην παριστάνουμε ότι δεν τρέχει τίποτα».

«Τι να σου πω, είναι καλό κορίτσι. Γιατί δεν κάνετε μια προσπάθεια ακόμα;»

«Κάναμε ήδη πολλές».

*  *  *  *  *

Το απόγευμα με τη Μαρία κυλούσε δύσκολα. Βγήκανε να πάνε για καφέ και προσπαθούσε να μη δείχνει ότι κοιτάζει τις άλλες κοπέλες στο δρόμο. Μιλούσαν λίγο και χωρίς να λένε κάτι ενδιαφέρον, κάτι που δεν είχαν ξαναπεί ήδη αμέτρητες φορές. Οι σιωπηλές στιγμές μεταξύ τους δεν είχανε το αίσθημα της ζεστής οικειότητας που έχει η σιωπή των ταιριασμένων εραστών, αλλά κάτι από την αμηχανία του μαθητή μπροστά στο δάσκαλο. Ή τουλάχιστον έτσι ένιωθε αυτός.

Στην πραγματικότητα από την αρχή της βόλτας προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να της πει να σταματήσουν, όμως δεν έβρισκε το κουράγιο. Σίγουρα θα την στεναχωρούσε, έστω και λίγο. Και πώς να της το πει; Στα ίσια; Νομίζω πως η σχέση μας δεν είναι αυτό που ήταν. Με ψέματα; Έχω γνωρίσει μια άλλη κοπέλα. Στα πολύ ίσια; Μαρία, θέλω να σταματήσουμε. Τα λόγια πνίγονταν στο στόμα του. Το χέρι της μέσα στο δικό του ήταν τυπικό και άτονο – ένα τραπεζικό δάνειο σε μια επιχείρηση που πηγαίνει για πτώχευση. Με την άκρη του ματιού του έπιασε κλεφτά μια κοπέλα πιο πέρα, όπως μόνο οι άντρες ξέρουν να κάνουν χωρίς να το δείχνουν. Στην πραγματικότητα, η Μαρία τον κατάλαβε πολύ καλά, όπως μόνο οι γυναίκες ξέρουν να κάνουν χωρίς να το δείχνουν.

Για μια στιγμή, κάτι ανασάλεψε μέσα στο μυαλό του• κάτι γνωστό που ήξερε καλά… όμως τι; Ήξερε ότι ήταν οικείο, ήξερε ότι το ήξερε – κι όμως δεν ήξερε τι ήξερε. Με μια κίνηση του μυαλού του έπνιξε τη βασανιστική σκέψη. Δεν είχε νόημα να την κυνηγήσει άλλο, δεν θα κατάφερνε να τη θυμηθεί – το ήξερε κι αυτό. Δίπλα του η Μαρία ένιωσε πως κάτι του συμβαίνει και για μια στιγμή γύρισε να τον κοιτάξει. Το χέρι της συνέχισε να συνυπάρχει με το δικό του.

Όταν φτάσανε σπίτι της, την αποχαιρέτισε για το βράδυ χωρίς να καταφέρει πάλι να της πει ότι πρέπει να σταματήσουν. Πήρε μετά το δρόμο του με βαριά διάθεση, βάζοντάς τα με τον εαυτό του. Πειραγμένα ζάρια, σκέφτηκε. Παίζω με πειραγμένα ζάρια. Τον τσάτιζε και η άλλη σκέψη που του ερχόταν ξανά και ξανά, μόλις ένα εκατοστό πιο κάτω από την επιφάνεια της συνείδησης. Ένιωθε ότι ήταν κάτι σημαντικό, κάτι που ήξερε αλλά είχε ξεχάσει. Αναρωτήθηκε πώς γίνεται να ξέρει ότι το ξέρει. Μετά αναρωτήθηκε μήπως άρχισε να τρελαίνεται. Θυμήθηκε εκείνο το διήγημα, με τον άνθρωπο που ξύπνησε μεταμορφωμένος σε κατσαρίδα κι ανησυχούσε πώς θα πάει στη δουλειά του. Με τη σκέψη της δικής του δουλειάς και με διάθεση κατσαρίδας μέσα του, γύρισε σπίτι κι έπεσε για ύπνο.

*  *  *  *  *

Η επόμενη μέρα στο γραφείο κύλησε χωρίς να το καταλάβει, όπως κυλά ένα παιχνίδι για το αθλητή, όταν ξέρει ότι είναι στημένο. Πειραγμένα ζάρια. Μετά τη δουλειά δεν είχε διάθεση να γυρίσει σπίτι. Περπατώντας τυχαία πέρασε από ένα καφέ και τον τράβηξαν μέσα τα φώτα. Κάθισε σ’ ένα τραπέζι μόνος. Πώς γίνεται συνήθως στις ταινίες; Εκεί που είσαι μόνος, κάποιος σε ρωτάει την ώρα ή σχολιάζει κάτι δυνατά και γνωρίζεστε. Μπορεί να συναντήσεις έτσι και τον έρωτα της ζωής σου. Ή έναν άγνωστο που θα αποδειχθεί μυστικός πράκτορας σε αποστολή. Μπορεί και να φύγετε μετά για να κλέψετε κάτι έγγραφα που είναι κρυμμένα στην άλλη άκρη του κόσμου. Κάπως έτσι δεν γίνεται στις ταινίες;

Δυστυχώς η σερβιτόρα τον άκουσε βαριεστημένα, του απαρίθμησε τη λίστα με τους καφέδες κι έφυγε χωρίς να τον κοιτάξει δεύτερη φορά. Όταν τον σέρβιρε, δεν είπε τίποτα κι ο καφές ήταν χυμένος. Κοίταξε ολόγυρα ελπίζοντας να ξετρυπώσει κάποιον εν δυνάμει μυστικό πράκτορα. Τίποτα. Χωρίς να είναι ειδικός, ήξερε ότι δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος από όλους αυτούς γύρω του να ζει διπλή ζωή. Ξαφνικά δεν ήξερε τι να κάνει στο μαγαζί κι επιπλέον έπρεπε να πιει κι έναν καφέ χωρίς να τον θέλει πραγματικά. Αν είχε πάρει τουλάχιστον μια εφημερίδα…. ο διπλανός του είχε μια αθλητική, αν και οι μυστικοί πράκτορες σίγουρα δε διαβάζουν αθλητικά.

Δίνοντάς του τα ρέστα, η σερβιτόρα είπε: «Σας ευχαριστώ πολύ» με τον ενθουσιασμό ενός μηχανήματος ΑΤΜ. «Κι εγώ σ’ ευχαριστώ» της είπε χωρίς να το εννοεί.

Πήγε σπίτι και βρήκε τον πατέρα του να μιλάει στο τηλέφωνο: « …ναι, θα τα πούμε αύριο, άντε, καλό απόγευμα» τον άκουσε να λέει σε κάποιον και να το κλείνει. Τον κυρίεψε ένας παράλογος φόβος ότι μιλούσαν γι’ αυτόν• ίσως να ήταν τρελός και να κανόνιζαν να τον κλείσουν σε ίδρυμα. «Σε παρακαλώ» ζήτησε απ’ τον πατέρα του, «έλα να μιλήσουμε, δεν αντέχω άλλο»

Ο πατέρας του ήρθε κοντά του κι αυτός συνέχισε: «Έχω βαρεθεί όλο να φτιάχνω ταξίδια για άλλους και ποτέ να μην κάνω κι εγώ ένα». Ξεφύσηξε θυμωμένα για μια στιγμή. «Για μένα, όλα είναι κωδικοί στον Η/Υ, ένα ποσό για το εισιτήριο – μετάβαση, επιστροφή συν φόρους αεροδρομίου»

Του έκανε καλό που τα είπε. Σιγά-σιγά ηρεμούσε από τα νεύρα και τη μελαγχολία. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον πατέρα του με μάτια γεμάτα ενδιαφέρον και θαυμασμό.

Αυτός κάτι απάντησε αλλά τα λόγια βγήκαν ακατάληπτα από το στόμα του. «Τι είπες;» τον ρώτησε, όμως ξαναπήρε πάλι μια ακαθόριστη απάντηση. Του φαινόταν σαν να μιλούσε μια ξένη γλώσσα. Η ανησυχία ξαναγύρισε μέσα του. Πήγε να ρωτήσει για δεύτερη φορά όμως σταμάτησε. Αυτό το αίσθημα πως κάτι, κάπου, ξέχασε, είχε ξαναγυρίσει. Και μαζί του γύρισαν όλοι οι βασανισμοί που το συνόδευαν.

Πέρασε την υπόλοιπη μέρα χωρίς να κάνει κάτι ιδιαίτερο. Αν κρατούσε ημερολόγιο, δε θα είχε τι να γράψει.

*  *  *  *  *

Ξημέρωσε Κυριακή. Στην αρχή δεν ήθελε να σηκωθεί. Δεν είχε κουράγιο καλά-καλά ούτε να περπατήσει, ευτυχώς που δε δούλευε σήμερα. Η μητέρα του έβγαλε το κεφάλι της από την πόρτα: «Είσαι έτοιμος;»

«Έτοιμος για ποιο πράγμα;». Ένιωσε καλύτερα και μόνο που την έβλεπε.

Η μητέρα του απάντησε κάτι, αλλά δεν τo κατάλαβε. Τα λόγια της ακούγονταν ξένα στ’ αυτιά του. Συνέχισε να μιλάει για λίγη ώρα με ακατάληπτους ήχους μέχρι που την κατάλαβε ξεκάθαρα να λέει: «Είπαμε ότι σήμερα θα πάμε βόλτα με το αυτοκίνητο, ξέχασες;»

Η αλήθεια ήταν ότι το είχε ξεχάσει. Όπως είχε ξεχάσει και κάτι άλλο, κάτι που τρεμόπαιζε λίγο πιο κάτω από την επιφάνεια της συνείδησής του και δεν έλεγε να βγει παραέξω. Σαν τα όνειρα που δεν τα θυμόμαστε, αλλά ξέρουμε ότι κάτι είδαμε στον ύπνο μας. Αυτό είναι, αποφάσισε. Θα είδα κάποιο όνειρο και δε θα το θυμάμαι. Μ’ αυτήν την καθόλου παρήγορη σκέψη, άρχισε να ετοιμάζεται για τη βόλτα.

Μετά από λίγη ώρα είχαν μπει όλοι τους στο αυτοκίνητο και ξεκινούσαν. Τον βάλαν μόνο του στο πίσω κάθισμα κι ο πατέρας του ανακοίνωσε ότι θα παίρναν έναν ακόμα επιβάτη. «Πού θα πάμε;» ρώτησε τους γονείς του.

«Στο βουνό», απάντησε η μητέρα του.

Στο βουνό; Ένιωσε πως είχε κάτι να κάνει μ’ αυτό που ξέχασε. Εκείνο το βασανιστικό αίσθημα ξαναγύρισε ενισχυμένο. Αν μόνο μπορούσε να συγκεντρωθεί με το σωστό τρόπο…

Σε λίγο το αυτοκίνητο σταματούσε σε κάποιο σπίτι, ένας άντρας άνοιγε την πόρτα και καθόταν πίσω μαζί του. Τον περιεργάστηκε. Μήπως ήταν κανένας γιατρός; Αυτό είναι, πηγαίνουν να τον κλείσουν σε κάποιο ίδρυμα επάνω στο βουνό για θεραπεία, τα είχε χάσει εντελώς… Ας με κλείσουν λοιπόν, τι να κάνουμε; σκέφτηκε. Ο άγνωστος άντρας έβρισκε τέτοιο ενδιαφέρον σ’ αυτόν που δεν είχε μάτια για τίποτα άλλο.

Δεν τον ενοχλούσε το βλέμμα του αγνώστου, εφόσον ήταν μαζί με τους γονείς του. Έλπιζε μόνο να μην τον ξεχάσουν και να τον επισκέπτονται συχνά στο ίδρυμα. Η Μαρία σίγουρα δε θα περνούσε ούτε μια φορά να τον δει. Σίγουρα θα εκπλαγεί μόλις μάθει ότι είναι τρελός• μετά θα πει: «Δεν είναι δυνατόν!» και μετά: «Εγώ πάντα το ’λεγα ότι αυτός δε στέκει καλά στα μυαλά του».

Το αυτοκίνητο συνέχισε να προχωράει και μετά από μερικές ώρες ταξιδιού στην επαρχία πήρε έναν ανηφορικό δρόμο. Να που έκανε και κάποιο ταξίδι τελικά. Βέβαια δεν ήταν και τόσο εξωτικό όσο έλπιζε. Τέλος πάντων, δεν μπορείς να τα έχεις όλα στη ζωή – ειδικά αν δε στέκεις καλά στα μυαλά σου, όπως θα έλεγε κι η Μαρία. Ένιωθε πάντως αρκετά χαρούμενος κι αναρωτιόνταν πόσο θα κρατούσε η θεραπεία του. Σκέφτηκε το γραφείο ταξιδιών. Έπρεπε να είχε ειδοποιήσει ότι θα πάρει άδεια κάποιες μέρες.

Ο πατέρας του έδειξε μια βουνοκορφή που ερχόταν όλο και πιο κοντά τους. «Να, εκεί είναι».

«Άντε, φτάνουμε» είπε κι η μητέρα του.

Ο πατέρας του απάντησε πάλι κάτι το ακατάληπτο. Απορούσε πως μπορεί και βγάζει τέτοιους ήχους με το στόμα του. Μετά κι ο άγνωστος άντρας άρχισε να βγάζει ακατάληπτους ήχους. Το αίσθημα που τον βασάνιζε, ξαναδυνάμωσε. Δεν ένιωθε όμως απειλή ή ανησυχία. Είχε στυλώσει το βλέμμα του πάνω στο βουνό που πλησίαζε και παρατηρούσε ασάλευτος.

Μέσα στο αυτοκίνητο οι άλλοι τώρα μιλούσαν διαρκώς μεταξύ τους. Μιλούσαν; Μάλλον δεν ήταν η σωστή λέξη. Δεν καταλάβαινε τίποτα από αυτά που έλεγαν. Τον έπνιγε όμως ένα αίσθημα προσμονής καθώς σκαρφάλωναν την πλαγιά και ήξερε ότι από στιγμή σε στιγμή θα θυμόταν αυτό που είχε ξεχάσει. Πέρα μακριά είδε καθαρά ένα ποντικάκι να βγάζει το κεφαλάκι του από μια τρύπα στα βράχια. Αυτό του θύμισε ότι δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα κι έβγαλε μια κραυγή χαράς. Άρχισε να ξύνει ανυπόμονα με τα νύχια του καθώς το αυτοκίνητο σταματούσε.

Βγήκε έξω λίγο σαστισμένος, λίγο χαρούμενος, λίγο περίεργος, λίγο απ’ όλα. Οι μυρωδιές της βουνίσιας πλαγιάς, όλο πεύκο και θυμάρι, γέμισαν τα ρουθούνια του. Ανοίγοντας το ράμφος του έβγαλε άλλη μια κραυγή χαράς κι έκανε μερικά βήματα στο χώμα. Για μια στιγμή φοβήθηκε ότι θα πέσει μπροστά, όμως γρήγορα βρήκε ότι ανοίγοντας τα φτερά μπορεί να ισορροπεί και να ελέγχει την κίνησή του. Τα μάτια του διέκριναν άνετα σπουργίτια και ποντικάκια πολλές εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα. Αφέθηκε να πέσει μπροστά και καθώς έφτανε σε οριζόντιο επίπεδο, μ’ ένα δυνατό πλατάγιασμα των φτερών του πέταξε στον αέρα κι ανέβηκε στο κλαδί ενός πεύκου εκεί κοντά. Αμέσως έριξε τη ματιά του προς τα κάτω. Το βλέμμα του συναντήθηκε με τρία ανθρώπινα βλέμματα που κοιτούσαν προς τα πάνω. Ο ήλιος μεσουρανούσε και η κορφή του βουνού με τη βραχώδη πλαγιά δέσποζε στο όλο σκηνικό. Με ένα τελευταίο χαρούμενο κρώξιμο, κάτι σαν ιαχή νίκης και κάτι σαν αποχαιρετισμός, υψώθηκε προς τα μέρη των αετών.

*  *  *  *  *

Το αυτοκίνητο γυρνούσε από το βουνό με τρεις επιβάτες. Είχε ξεκινήσει με τέσσερις. Το ραδιόφωνο έπαιζε κάτι παράσιτα ανάκατα με παλιά λαϊκά που δεν ενδιέφεραν κανέναν, όμως κανένας δεν το έλεγε. Για την ακρίβεια, κανένας δεν έλεγε τίποτα. Πριν λίγο είχαν θαυμάσει ένα σπάνιο θέαμα: το πέταγμα ενός αετού πάνω από τα δέντρα προς τη βουνοκορφή. Είχαν καθίσει και τον παρακολούθησαν μέχρι που έγινε μια μικρή κουκκίδα και σιγά-σιγά εξαφανίστηκε εντελώς. Παρέμειναν λίγο ακόμα παρόλο που πια δεν έβλεπαν τίποτα και σκέφτηκαν όλοι το ίδιο: πως αυτός σίγουρα θα τους βλέπει τώρα με την εκπληκτική όραση των αετών, θα μπορεί ακόμα και να διαβάσει τις εκφράσεις τους, ίσως και τις σκέψεις τους.

«Το πάει για βροχή», είπε σε κάποια στιγμή ο οδηγός εννοώντας: πείτε κάτι να σπάσει η σιωπή.

«Μπα, λες; Δε νομίζω», απάντησε η γυναίκα δίπλα του εννοώντας: τα έχουμε πει όλα πια, τα εξαντλήσαμε, δε μας έχει μείνει τίποτα άλλο.

Πεύκα και φλαμουριές απλώνονταν γύρω τους, ενώ σε κάποια στιγμή ο δρόμος πέρασε από μια ρεματιά με πλατάνια. «Βλέπω μαζεύονται σύννεφα μπροστά».

«Πίσω όμως ο ουρανός είν’ ανοιχτός – δεν αλλάζουμε σταθμό;»

«Όλοι τα ίδια έχουν».

«Όλοι τα ίδια έχουν...»

Το τοπίο γύρω τους συνέχιζε να παραμένει πλούσιο σε πεύκα και φτωχό σε ενδιαφέροντα ραδιοκύματα. Καταπληκτικές φυσικές ομορφιές πήγαιναν χαμένες, γιατί δεν υπήρχε ούτε μυαλό ούτε θέληση να παρατηρηθούν: ο οδηγός έμενε απορροφημένος στην οδήγηση, η γυναίκα στις σκέψεις της. Μόνο ο άντρας στο πίσω κάθισμα απολάμβανε τις πεσμένες πευκοβελόνες, τα σποραδικά αγριολούλουδα που φύτρωναν ανάμεσα απ’ τις ρίζες των δέντρων, τα βρύα στους βράχους, τις λίγες καστανιές που φάνηκαν κάποια στιγμή. Είχε μάθει να τα προσέχει όλα αυτά, ήταν υπεύθυνος ενός κέντρου προστασίας άγριων ζώων και πήγαινε συχνά στα βουνά και στα δάση. «Πάντως, να είστε προετοιμασμένοι», είπε.

«Τι εννοείς;»

«Δύσκολα θα επιβιώσει μόνος του. Το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα τα καταφέρει. Τα άγρια ζώα χρειάζονται τη μάνα τους. Ξέρετε, να τη μιμηθούν για να βρίσκουν τροφή, να φτιάχνουν τις φωλιές τους, όλα αυτά. Στο κέντρο θεωρούμε ότι ένας νεοσσός χωρίς τους γονείς του, είναι καταδικασμένος».

«Αυτό δε θα το μάθουμε ποτέ», είπε ο οδηγός.

«Ναι, ποτέ», συμφώνησε κι ο άλλος άντρας. «Ίσως αν βρει άλλα ενήλικα πουλιά και τα μιμηθεί, ίσως έτσι να τα καταφέρει».

«Να σου πω», είπε η γυναίκα, «θα μου λείψει. Τον είχα συνηθίσει πια».

«Εφόσον ποτέ δε θα μάθουμε τι απέγινε, ας κρατήσουμε αυτήν την εκδοχή. Ότι ακολούθησε άλλους αετούς, τους μιμήθηκε και τα κατάφερε», είπε ο οδηγός. Μικρές σταγόνες έπεσαν επάνω στο παρμπρίζ, «στο ‘λεγα εγώ ότι πάει για βροχή».

«Τον είχαμε από μικρό πουλάκι – όχι απλώς από μικρό πουλάκι, αλλά προτού καν γεννηθεί», συνέχισε η γυναίκα. «Ήταν το μωρό μας».

«Πώς ακριβώς έγινε;» ρώτησε ο άντρας στο πίσω κάθισμα.

«Βρήκαμε το αυγό σε μια εκδρομή. Σκαρφαλώναμε στην πλαγιά και πέσαμε πάνω στη φωλιά. Η μαμά του ήταν λίγο παραπέρα• δηλαδή, ήταν καμιά εκατοστή μέτρα πιο κάτω, γεμάτη σκάγια. Είχαμε ακούσει το μπαμ μερικές ώρες πριν. Δεν κλείνουμε το ραδιόφωνο;»

«Φαγώθηκες με το ραδιόφωνο, ρε Μαρία...» έκανε ο οδηγός. «Άστο να μουρμουρίζει, τι σε πειράζει; Ή κλείστο, κάνε ό,τι θες».

Η γυναίκα άπλωσε το χέρι προς το κουμπί του ραδιοφώνου, τελικά όμως το ξαναμάζεψε. «Που λες, τελικά πήραμε το αυγό πολύ προσεκτικά και το πήγαμε σπίτι. Το βάλαμε σ’ ένα κουτί με βαμβάκι πάνω στο καλοριφέρ. Την επόμενη μέρα, είχε αρχίσει ήδη να ραγίζει. Θα τη θυμάμαι για πολλά χρόνια εκείνη τη μέρα».

«Όταν βγήκε απ’ τ’ αυγό, δεν έμοιαζε καθόλου γι’ αετός», πρόσθεσε ο οδηγός. «Άσχημος και ζαρωμένος».

«Ήταν το μωρό μας». Ο δρόμος έκανε στροφή και η γυναίκα βρήκε την ευκαιρία να κοιτάξει τη βουνοκορφή από το παράθυρο, εκεί που πριν λίγο πέταξε και χάθηκε ένας αετός. Καμία μακρινή κουκίδα δε φαινότανε.

«Κι αυτός το ίδιο θα νόμιζε», είπε ο άντρας στο πίσω κάθισμα, «ότι είναι το μωρό σας. Ότι είναι άνθρωπος».

«Του μιλούσαμε κανονικά. Κι αυτός καταλάβαινε», είπε η Μαρία.

«Ε, δεν καταλάβαινε», είπε ο οδηγός.

«Τα πουλιά που μεγάλωσαν με ανθρώπους, νομίζουν ότι είναι άνθρωποι. Ταυτίζονται μαζί τους», είπε ο άντρας στο πίσω κάθισμα.

«Καταλάβαινε, σου λέω. Εγώ είμαι σίγουρη ότι καταλάβαινε τα πάντα».

«Άντε, καλά, ό,τι πεις».

«Ήξερε τι σκεφτόμασταν».

«Ό,τι πεις».

«Θα μου λείψει πάντως».

Έπεσε πάλι σιωπή. Τα παράσιτα του ραδιοφώνου όχι μόνο δεν την τάραζαν, αλλά σαν να την τόνιζαν κιόλας. Ήταν μια ραδιοφωνικά υπογραμμισμένη σιωπή. «Πείτε κάτι, ρε παιδιά», έκανε μετά από αρκετή ώρα ο άντρας στο πίσω κάθισμα, «πώς πάει η δουλειά στο γραφείο ταξιδιών;»

Το αυτοκίνητο συνέχισε να κατηφορίζει προς την πόλη. Πάνω στη βουνοκορφή ένας αετός ανακάλυπτε τον κόσμο. Του φαινόταν πως μόλις είχε ξυπνήσει από ένα βαθύ όνειρο. Κάτι με ανθρώπους και σπίτια και γραφεία… τέλος πάντων, δεν είχε σημασία. Μετά από λίγο καιρό δε θα θυμόταν τίποτα.


------------

Τα Πειραγμένα Ζάρια είναι το πρώτο διήγημα που έγραψα, πριν καμιά δωδεκαριά χρόνια. Το ξαναθυμήθηκα τώρα και το δημοσιεύω.

8 σχόλια:

  1. Πάρα πολύ καλό! Είσαι σιγουρος ότι πρώτη φορά το ανέβαζεις;
    Σαν να το έχω ξαναδιαβάσει...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μερσί, χαίρομαι που σου άρεσε. Πρώτη φορά το ανεβάζω, ναι. Μπορεί να το έχεις πετύχει στο ίντερνετ με άλλο τίτλο, όπως το 'χα γράψει τότε, πριν περίπου 12 χρόνια.
    Μην το ψάξεις, σε παρακαλώ, ντρέπομαι! Το ξανάγραψα απ' την αρχή πριν το ανεβάσω τώρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πολύ καλογραμμένο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μερσί μπιεν, αν και αισθάνομαι ότι με κολακεύετε κι οι δυο. Τέλος πάντων, να 'στε καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Μου αρέσει η ιδέα, περισσότερο από τη γραφή.. Να απολογηθώ;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ηλία, το διάβασα χτες υπό το κράτος μιας ελαφριάς αλλά πολύ δυσάρεστης ημικρανίας, και ένιωθα σαν το παιδί-αετό όταν είχε τις μικρές εκλάμψεις του πεπρωμένου του. Μερσί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ωραίος Ηλία. Καλημέρα! :)

    Μια και το ανέφερες, θα κάτσω να το ψάξω στο ίντερνετ, να δω τί άλλο θα βρω ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Ανώνυμος18/3/11

    Αυτό αποκαλείται καφκική αποδόμηση
    αλλά και πραξικόπημα στη θεμελίωση
    του φανταστικού όπως θα το όριζε
    ο Κάφκα.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.