«Από τον παππού μου κληρονόμησα το ρολόι», είπε ο Γιώργος Παπανδρέου στην τηλεόραση, «κι από τον πατέρα μου το όνομα!» συμπλήρωσε εμφατικά, καθώς η φωνή του πνιγόταν στα χειροκροτήματα. Μέσα στο γραφείο της οδού Καλλιρόης, κανείς δεν του έδινε σημασία, η τηλεόραση έπαιζε από τυπικό καθήκον, επειδή πάντα πρέπει να υπάρχει μια τηλεόραση αναμμένη. Εκείνη τη στιγμή όμως κάποιος του έδωσε λίγη σημασία.
«Κλείσ’ τον, ρε συ, δεν μπορώ να τον ακούω άλλο!...» έκανε ο Πρόεδρος με μια ξινισμένη έκφραση. Στεκόταν στο παράθυρο κι επόπτευε τη νυχτερινή Αθήνα, ενώ τα δάχτυλά του έπαιζαν ταμπούρλο στο περβάζι, πάνω στο ρυθμό του Γρίβα Μ’ Σε Θέλει Ο Βασιλιάς.
«ΟΚ, Πρόεδρε» έκανε ο Άδωνις, που όλη αυτήν την ώρα έριχνε βελάκια σ’ ένα στόχο με μια χιλιοτρυπημένη φωτογραφία της Ντόρας. Πήρε το τηλεκοντρόλ από το τραπεζάκι δίπλα του κι έκλεισε την τηλεόραση.
«Χώρια που είναι κι ατάλαντος... Δεν το λένε έτσι, κάτσε να σου δείξω». Ο Πρόεδρος άφησε το παράθυρο και στάθηκε μπροστά από τη βιβλιοθήκη του γραφείου. Έβαλε το ένα χέρι στην τσέπη, «από τον παππού μου κληρονόμησα το ρολόι» είπε με αυστηρό ύφος, τονίζοντας με το άλλο χέρι κάθε συλλαβή, «κι από τον πατέρα μου», πήρε αναπνοή, «το όνομα!»
«Πολύ καλύτερο, Πρόεδρε, μπράβο» σχολίασε ο Άδωνις κι έριξε ένα ακόμα βελάκι στην Ντόρα του στόχου, πετυχαίνοντας τον φρεσκοβαμμένο τοίχο δίπλα της.
«Ρε Σπύρο!»
«Ωχ, συγνώμη...»
«Θα μου καταστρέψεις το γραφείο!»
«Μου ‘φυγε το βελάκι, δεν το ‘θελα, πιο δεξιά σημάδευα...»
«Έχεις αριστερές παρεκκλίσεις, Σπύρο, να το προσέξεις». Ο ουρανός έξω ήταν βαρύς και συννεφιασμένος, ούτε ένα άστρο δε φαινόταν. Αστραπές φώτιζαν κατά καιρούς τα μολυβένια σύννεφα, που μάζευαν βροχή για να βομβαρδίσουν σε κάποια στιγμή την Αθήνα. «Και βγάλε πια τη φωτογραφία αυτής της κυρίας. Κατήντησε διάτρητη, σαν τις πολιτικές της θέσεις».
Ο Άδωνις έβγαλε τη σακατεμένη φωτογραφία της Ντόρας από τον στόχο κι έβαλε μια φρέσκια του Ευάγγελου Βενιζέλου. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι στο ιντερκόμ. «Ήρθαν επιτέλους», έκανε με ανακούφιση ο Πρόεδρος. Έτρεξε να πατήσει το κουμπί με το κλειδί κι έμεινε να περιμένει μπροστά στην πόρτα, παίζοντας με τα δάχτυλά του το ρυθμό του Ο Ζέρβας Κίνησε Στη Ήπειρο Να Πάει. Απ’ έξω ακούστηκε το ασανσέρ που σταματούσε στον όροφο, βήματα, και κατόπιν η πόρτα χτύπησε. Ο Πρόεδρος την άνοιξε όλο βιασύνη. «Γεια σου, Δημοσθένη μου».
«Έρρωσθε», είπε ο Δημοσθένης δυνατά κι ελληνικά. Κατόπιν παρεμέρισε κι από πίσω του ξεπρόβαλε μια κουκουλοφορεμένη φιγούρα. Το πρόσωπό της ήταν μέσα στις σκιές, μόνο η μύτη φαινόταν και κάτι μάτια που άστραφταν. Αμέσως οι δύο άντρες έσκυψαν το κεφάλι: «Την ευλογία σου, γέροντα». Του φίλησαν το χέρι και τον οδήγησαν στον καναπέ, ενώ ο Άδωνις ακούμπησε δίπλα του ένα ποτήρι νερό.
«Ζήτησες να με δεις, τέκνο μου;»
Ο Πρόεδρος τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κοντά του. «Είμαι σ’ αδιέξοδο, γέροντα. Πολιτικό αδιέξοδο. Βαρέθηκα συνεχώς να κάνω αβάντες στον Παπανδρέου, μη σου πω, ντρέπομαι κιόλας που με παινεύει ο Πάγκαλος. Εγώ δεν είμαι για ρόλο κομπάρσου! Πότε θα γίνω κυβέρνηση; Πότε θα ηγεμονεύσω;»
Ο γέροντας ήπιε μια γουλιά νερό κι έγειρε πίσω το κεφάλι. Το πρόσωπό του συνέχισε να είναι τυλιγμένο στις σκιές. Πέρασε ένα λεπτό έτσι και δεν έγινε τίποτα. Πέρασε άλλο ένα λεπτό. «Βρες τα Αντικείμενα Δύναμης...» ακούστηκε τελικά μέσα από τις σκιές της κουκούλας.
«Τα ποια;»
Η κουκούλα δεν απάντησε. Δεν κινήθηκε καν. Τα μάτια της μόνο είχαν πάψει ν’ αστράφτουν, σημάδι πως τα είχε κλείσει και μελετούσε κάτι. Όταν ακούστηκε η φωνή της, ήταν αργόσυρτη και υποβλητική:
«Δύο Αντικείμενα Δύναμης για τα ξωτικά που ζουν στα δάση
Κι ένα για τον Άρχοντα της Πολιτικής εκεί
Στην Ελλάδα, που τις σκιές συνάζει.
Ένα Αντικείμενο Δύναμης να βρίσκει τα υπόλοιπα, ένα να τα διατάζει
Ένα να τα διαφεντεύει πάντοτε και στη Δεξιά να τα βουλιάζει
Στη Χώρα της Ελλάδας, κάτω εκεί, που τις σκιές συνάζει...»
Οι τρεις άντρες έμειναν να κοιτάνε με απορία. Μέσα στις σκιές της κουκούλας, τα μάτια άστραψαν και στράφηκαν προς τον Πρόεδρο: «Τα Αντικείμενα Δύναμης εμφανίστηκαν πάλι. Ήταν χαμένα, εξαφανισμένα από καιρό, όμως τώρα θέλησαν να φανερωθούν. Αν τα βρεις, αν τα μαζέψεις, τότε θα γίνεις–»
«Πρωθυπουργός;»
«Ακόμα περισότερο, θα γίνεις Άρχοντας της Πολιτικής!» Ο θόρυβος της βροντής απ’ έξω υπογράμμισε τις τελευταίες λέξεις. Ο Πρόεδρος γούρλωσε τα μάτια του. Πήγε κάτι να πει, όμως η κουκούλα τον έκοψε με μια κίνηση του χεριού της. «Άκουσε, τέκνο μου. Δύο Αντικείμενα που σφυρηλατήθηκαν από τα ξωτικά των ελληνικών δασών. Το ένα είναι η Τούφα της Επικοινωνίας. Όποιος την έχει, γίνεται χαρισματικός κι επικοινωνιακός πέρα από κάθε όριο. Πρωτεύει στα γκάλοπ, η δημοφιλία του ξεπερνά τις προσδοκίες. Παλιότερα, η Τούφα βρισκόταν για χρόνια μέσα στο μούσι του Ελευθέριου Βενιζέλου, γι’ αυτό κι ο Κρητικός ήταν τόσο λαοφιλής».
Η κουκούλα πήρε ανάσα και ήπιε άλλη μια γουλιά νερό. Έγειρε λίγο προς τον Πρόεδρο και συνέχισε: «Το άλλο είναι το Ρολόι της Πρωθυπουργίας. Ο κάτοχός του γίνεται πρωθυπουργός. Απαρεγκλίτως. Ανυπερθέτως».
«Ανυπερθέτως...»
«Παλιότερα, το είχε ο Γεώργιος Παπανδρέου, χωρίς να το ξέρει. Πρωθυπουργός. Είναι το Ρολόι που άφησε κληρονομιά στον εγγονό του. Πρωθυπουργός κι αυτός». Ήπιε λίγο νερό ακόμα και συνέχισε: «Τέλος, το ισχυρότερο, το Αντικείμενο όλα να τα διατάζει και στη Δεξιά να τα βουλιάζει είναι...»
«Είναι;»
«... η Ράβδος της Ιστορίας. Όποιος την κρατάει, γράφεται στην Ιστορία με χρυσά γράμματα. Όχι ένας διαβάτης που πέρασε και δεν άγγιξε. Αλλά ένα ορόσημο. Ένα σημείο αναφοράς γίνεται ο κάτοχος της Ράβδου. Αν επιπλέον το ίδιο πρόσωπο μαζέψει και τα τρία Αντικείμενα, κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ, τότε θα γίνουν πράγματα πρωτοφανή. Θα εκπληρωθεί η προφητεία 17 του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και θα ‘ρθει το χιλιάρμενο, θα λυθεί το ζήτημα της Πόλης».
«Και πού είναι τώρα αυτά τα Αντικείμενα Δύναμης;» ρώτησε ο Πρόεδρος όλο ανυπομονησία.
«Το Ρολόι, στην τσέπη του Παπανδρέου. Δε γνωρίζει τι έχει επάνω του, για ποιο λόγο έγινε πρωθυπουργός. Η Τούφα εμφανίστηκε στα μαλλιά του Γιώργου Αυτιά, γι’ αυτό και οι εκπομπές του σημειώνουν τέτοια ακροαματικότητα. Είναι αυτό το άσπρο τσουλούφι του, που όλοι νομίζουν ότι το βάφει. Το ισχυρότερο όμως απ’ όλα, η Ράβδος, ήταν το μπαστούνι που κρατούσε ο Ιωάννης Μεταξάς – θα το ‘χεις δει σε παλιές φωτογραφίες. Γι’ αυτό κι ο κυβερνήτης γράφτηκε στην Ιστορία με χρυσά γράμματα. Με τον θάνατό του η Ράβδος εξαφανίστηκε. Επανήρθε όμως πάλι στα χέρια του Κωνσταντίνου Καραμανλή και έγινε εθνάρχης. Ήταν το αγαπημένο του μπαστούνι του γκολφ». Η κουκούλα έγειρε πίσω κι ο Πρόεδρος έσκυψε ασυναίσθητα προς το μέρος της. «Μάζεψέ τα. Ειδικά το ισχυρότερο, τη Ράβδο. Η Ελλάδα θα είσαι εσύ. Θα γίνεις κάτι παραπάνω απ’ αυτό που ονειρεύτηκες. Άρχοντας της Πολιτικής, η Μητέρα Όλων Των Πρωθυπουργών...»
Αστραπές χαράκωσαν τον πρησμένο ουρανό της Αθήνας και φώτισαν στιγμιαία το γραφείο της οδού Καλλιρόης. Κατόπιν ησυχία, όλοι παρέμειναν βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Η κουκούλα έσπασε τη στοχαστική σιωπή: «Όσα ήταν να πω, τα είπα. Τώρα έχω να προφητεύσω για το καινούργιο βιβλίο του Δημοσθένη, πρέπει να αποχωρήσω, ο καιρός γαρ εγγύς».
Ο Πρόεδρος κι ο Άδωνις τη βοήθησαν να σηκωθεί από τον καναπέ, ενώ ο Δημοσθένης άνοιξε την πόρτα και περίμενε. «Τιμή μου η επίσκεψή σου, Γέροντα», δήλωσε ο Πρόεδρος, «πολύτιμη η βοήθειά σου».
«Μάζεψε τα Αντικείμενα Δύναμης. Δύο για τα ξωτικά που ζουν στα δάση κι ένα για τον Άρχοντα της Πολιτικής που τις σκιές συνάζει, στη Δεξιά να τα βουλιάζει».
Ο Δημοσθένης με την κουκούλα έκλεισαν πίσω τους την πόρτα κι έφυγαν. Οι δύο άντρες έμειναν να κοιτάζουν τον συννεφιασμένο ουρανό στο παράθυρο, βλέποντας κάτι πίσω απ’ αυτόν. «Άρχοντας της Πολιτικής, Αντικείμενα Δύναμης...» μονολόγησε ο Πρόεδρος, χτυπώντας μηχανικά τα δάχτυλά του στο ρυθμό του Μακεδονία Ξακουστή, «αυτό είναι πολύ μεγάλο...»
«Τι λες να κάνουμε, Πρόεδρε;» πετάχτηκε ο Άδωνις δίπλα του. «Να πω στα τοπικά γραφεία–»
«Όχι. Άσε ήσυχα τα τοπικά γραφεία. Αυτό πρέπει να το αναλάβουν οι επαγγελματίες, Σπύρο». Ο Πρόεδρος σκέφτηκε κάτι και υπομειδίασε. «Αυτό είναι δουλειά για τις Γάτες!»
«Γάτες; Τι είναι πάλι αυτές;»
«Είναι η παρακαταθήκη του Ελληνισμού. Γενετικές μεταλλάξεις με βάση τον ιχώρ. Ένα μυστικό πείραμα που είχε οργανώσει προσωπικά ο Παττακός, οι Γάτες για το Έθνος, ελάχιστοι το ξέρουμε. Προέκυψαν νέου τύπου ανθρώπινα πλάσματα, με επαυξημένες δυνατότητες, βελτιστοποιημένα χαρακτηριστικά και εμπλουτισμένο γονιδίωμα. Πλάσματα όλο ιχώρ, γενετικά προδιατεθειμένα στην υπηρεσία της Ελλάδος!»
«Πολλά καινούργια πράγματα μαθαίνω σήμερα! Και πού θα τις βρούμε αυτές τις Γάτες;»
«Πρέπει να έρθω σ’ επαφή με τον Τσάρλι. Κανείς δεν αντικρίζει κατά πρόσωπον τις Γάτες, οι φερομόνες που παράγουν είναι τόσο ισχυρές, ώστε κολάζουν και άγαλμα – ναι, τι με κοιτάς έτσι; Είναι τρεις και είναι θηλυκές. Άκρως θηλυκές. Εμπλουτισμένες. Βελτιστοποιημένες», είπε ο Πρόεδρος και ανθυπομειδίασε.
«ΟΚ». Ο Άδωνις πήγε και κάθισε στον Η/Υ του γραφείου: «Λοιπόν, Πρόεδρε, πες μου τι να γράψω στο e-mail και σε ποιον να το στείλω».
«Άσ’ τα e-mail, ρε Σπύρο. Για ένα τέτοιο θέμα, δε στέλνω e-mail. Ούτε το τηλέφωνο εμπιστεύομαι, μπορεί να παρακολουθείται. Στα απόρρητα ζητήματα, δουλεύω με περιστέρια».
Οι δύο άντρες βγήκαν από το γραφείο, πήραν το ασανσέρ κι ανέβηκαν στην ταράτσα. Ένα μικρό σκεπαστό κλουβί υπήρχε μπροστά από το δώμα, με συρματόπλεγμα και καμιά δεκαριά περιστέρια που κούρνιαζαν μέσα. Ο Πρόεδρος άναψε το εξωτερικό φως του δώματος, κάθισε σ’ ένα διπλανό τραπεζάκι κι έγραψε μερικές γραμμές σ’ ένα χαρτί. Όταν τέλειωσε, σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά από το κλουβί: «Για να δούμε... αυτό το ‘χω για τα Θεοφάνεια, αυτό για γάμους, αυτό για κηδείες... α, μάλιστα, αυτό». Άνοιξε την πόρτα του κλουβιού και τράβηξε ένα κάτασπρο πουλί, προς γενική ανησυχία των υπολοίπων. Ο Άδωνις τύλιξε το χαρτί σε ρολό και οι δύο άντρες το έδεσαν στο πόδι του περιστεριού με σπάγγο. Μετά από λίγη ώρα που ηρέμησε, ο Πρόεδρος το κράτησε στα χέρια του και τράβηξε προς την άκρη της ταράτσας. Η Αθήνα απλωνόταν γεμάτη φωτάκια από κάτω, σαν ένα ωκεάνιο φωσφορικό πλάσμα. «Πήγαινε στον Τσάρλι». Με μια κίνηση των χεριών του, το πουλί απογειώθηκε και ξεκίνησε να πετάει προς την κατεύθυνση της Κηφισιάς.
Οι δύο άντρες το παρακολούθησαν μέχρι που χάθηκε στο σκοτάδι. «Απαρεγκλίτως. Ανυπερθέτως...» μονολόγησε ο Πρόεδρος παίζοντας με τα δάχτυλά του το Στου Βελουχιώτη Τα Σκυλιά. «Τίποτα δε σταματάει τις Γάτες, είναι απλά θέμα χρόνου. Τα Αντικείμενα θα έρθουν σε μένα. Μια καινούργια εποχή θα ξεκινήσει για την ελληνική πολιτική, κι εγώ ο Άρχοντάς της, στη Δεξιά να τη βουλιάζω! ΣΤΗ ΔΕΞΙΑ ΝΑ ΤΗ ΒΟΥΛΙΑΖΩ!» Αστραπές χαράκωσαν τον νυχτερινό ουρανό κι από κάπου μακριά ακούστηκε ο ήχος ενός κεραυνού.
* * * * * * *
Το περιστέρι πετούσε μέσ’ στη νύχτα τρομαγμένο, προς τον προορισμό που είχε εκπαιδευτεί να πηγαίνει. Ένιωθε ότι η βροχή θα ξεσπούσε από ώρα σε ώρα και δεν του άρεσε καθόλου που το βγάλαν από το κλουβί. Υπακούοντας όμως σ’ ένα πανάρχαιο ένστικτο, ανίχνευε διαρκώς τα γνωστά σημάδια γύρω του και τα ακολουθούσε, μπορούσε να νιώθει ακόμα και τον κρυμμένο Ιλισό κάτω από την άσφαλτο. Άφησε πίσω του τον Νέο Κόσμο, το Μετς και πέρασε στη Βασιλέως Κωνσταντίνου, τη μεγάλη ευθεία που θα το οδηγούσε στον προορισμό του. Ξαφνικά, από το λόφο του Αρδηττού, πετάχτηκε ένας πετρίτης και το γράπωσε στα δυνατά του νύχια.
Το γεράκι προσγειώθηκε στο Καλλιμάρμαρο κρατώντας πάντα τη λεία του. Είδε το χάρτινο ρολό στο πόδι του περιστεριού κι ενεργοποίησε αμέσως τη μικροκάμερα υπεριωδών που ήταν προσαρμοσμένη στο κεφάλι του. Οι ακτίνες σκάναραν το ρολό κι ανίχνευσαν το μελάνι, τα μικροτσίπ της κάμερας έκαναν μια 2-D αναπαράσταση του μηνύματος σε JPEG, η αντένα στην ουρά του γερακιού συνδέθηκε δορυφορικά στο ίντερνετ κι έκανε upload το αρχείο σ’ έναν server. Όλη αυτήν την ώρα, το περιστέρι καρδιοχτυπούσε σαν τρελό και το ράμφος του ανοιγόκλεινε από τον πανικό.
Στο κτίριο της Ιπποκράτους, ο πρασινοφρουρός υπηρεσίας είδε ένα φαξ να εκτυπώνεται στον printer δίπλα του. Το πήρε βαριεστημένος, «Ω!...» αναφώνησε με έκπληξη, κι αμέσως σήκωσε το εσωτερικό τηλέφωνο.
Μια άλλη συσκευή κουδούνισε κάπου στα έγκατα του κτιρίου, στο θρυλικό τέταρτο υπόγειο που ελάχιστα μάτια έχουν δει, εκεί που βρίσκεται το βαθύτερο βάθος απ’ το πιο βαθύ ΠΑΣΟΚ. Όλος ο χώρος ήταν ταπετσαρισμένος με αφίσες που είχαν λουλούδια κι ένα κοριτσάκι που έλεγε: Για Ακόμα Καλύτερες Μέρες. Ο Κώστας άκουγε σκληρό ροκ κι άργησε να καταλάβει το τηλέφωνο που χτυπούσε.
«Εμπρός;»
«Κώστα, εγώ είμαι. Έχουμε e-mail από τον πράκτορα C35–31 Hawk/684007. Συνέλαβε έναν αγγελιοφόρο».
«Μάλιστα, και τι–»
«Τα Αντικείμενα εμφανίστηκαν», είπε ο πρασινοφρουρός υπηρεσίας.
«Τα Αντικείμενα;». Ο Κώστας βιάστηκε να κλείσει τη μουσική. «Τα Αντικείμενα, είπες; Ώστε θέλησαν πάλι να γίνουν γνωστά... Και πού βρίσκονται;»
«Θα σου φέρω το e-mail να δεις. Το ένα το ‘χει ο Στοχαστής, αλλά δεν το ξέρει. Έρχομαι, κατεβαίνω αμέσως να σου δείξω. Και πού ‘σαι; Άκου κάτι ακόμα: στέλνουν τις Γάτες. Τις Γάτες! Ρε Κώστα, νόμιζα ότι τις είχαμε κλείσει για τα καλά αυτές στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας...»
«Δεν ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα με τις Γάτες», παρατήρησε ο Κώστας. «Μπορεί να παραμένουν εν υπνώσει, όμως καιροφυλακτούν συνεχώς».
«Τώρα τι κάνουμε; Να ειδοποιήσουμε αμέσως τον Στοχαστή».
«Ξέχνα τον Στοχαστή. Υπάρχουν και πράγματα που δεν ξέρει. Άμα είναι ανακατεμένες οι Γάτες... Αυτή είναι δουλειά για το βαθύ ΠΑΣΟΚ».
«Δηλαδή–»
«Αυτή είναι δουλειά για τα Διαμαντόσκυλα».
«Δε σ’ ακούω καλά, μου φάνηκε πως είπες Διαμαντόσκυλα».
«Αυτό είπα. Είναι εναλλακτικές μορφές ζωής με βάση τον σοσιαλισμό. Δημιουργήθηκαν στα εργαστήρια της Στοκχόλμης με καθοδήγηση του ίδιου του Ανδρέα. Τότε, την τελευταία χρονιά της χούντας, το ΠΑΚ έψαχνε ένα όπλο μαζικής καταστροφής κατά της Δεξιάς. Προέκυψαν τα Διαμαντόσκυλα. Μόνο αυτά μπορούν να αντιμετωπίσουν τις Γάτες. Σου λέω, δεν τα ξέρει όλα ο Στοχαστής».
«Κι εγώ πρώτη φορά τα ακούω».
«Είναι η κρυφή δύναμη του Κινήματος. Ένα άκρως απόρρητο πειραματικό project, που έδωσε τόσο ισχυρά αποτελέσματα, ώστε θεωρήσαμε καλό να περιορίσουμε την αντιδεξιά τους δράση, να τα έχουμε μόνο για ειδικές αποστολές ύψιστης κρισιμότητας».
«Τα Διαμαντόσκυλα».
«Ναι. Είναι τρία: ο Ρόκκος Χοϊδάς, ο Αραφάτ κι ο Χάλογουϊν Τζακ. Απ’ έξω δείχνουν άνθρωποι, όμως από μέσα είναι 100% αγνός σοσιαλισμός 24 καρατίων. Ισοδύναμα με τις Γάτες».
«Κώστα, ο πράκτορας C35–31 Hawk/684007 ρωτάει αν πρέπει να τερματίσει τον αγγελιοφόρο. Είναι 007, έχει τη σχετική άδεια».
Ο Κώστας σκέφτηκε λίγο. «Όχι... πες του να τον αφήσει ελεύθερο. Ας μην υποψιαστούν ότι υποκλέπτουμε τις επικοινωνίες τους. Ίσως τη φέρουμε έτσι και στις Γάτες. Εγώ θα ενημερώσω αύριο τα Διαμαντόσκυλα, στείλε μου το e-mail».
«Έρχομαι αμέσως», είπε ο πρασινοφρουρός υπηρεσίας κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Ένα τρομαγμένο περιστέρι έφευγε άρον-άρον από τις πλάκες του Καλλιμάρμαρου κι απογειωνόταν στη Βασιλέως Κωνσταντίνου προς την κατεύθυνση του Βορρά. Είχαν αρχίσει ήδη να πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες της βροχής και τα μπουμπουνητά τράνταζαν την Αθήνα.
* * * * * * *
Ο πρωινός ήλιος χάιδευε τον πύργο στην Κηφισιά, όπως ένα στοργικό χέρι χαϊδεύει μια γάτα. Στέγνωνε τυπικά τα μπαλκόνια από τη χθεσινοβραδινή μπόρα, προσπερνούσε γρήγορα τον κήπο με το κοντοκουρεμένο γκαζόν και τις τριανταφυλλιές χωρίς να δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ορμούσε όμως από τα παράθυρα και επικεντρωνόταν στο μεγάλο, ανοιχτό σαλόνι με το κρυστάλλινο τραπέζι, τα τούρκικα χαλιά, το home cinema, τους δερμάτινους καναπέδες, το ενεργειακό τζάκι και την compact πισίνα. Εκεί ήταν όλο το ενδιαφέρον.
Η μία ήταν λεπτή και γοητευτική, σαν Γάτα Αβησσυνίας. Είχε κάτι το σοφιστικέ χίπικο επάνω της, κάτι το επιμελώς ατημέλητο – ίσως τα καστανόξανθά της μαλλιά που έπεφταν ως τη μέση, ίσως τα στρογγυλά γυαλιά που αναπαύονταν στην άκρη της μυτούλας της, ίσως το τιραντέ μπλουζάκι που τέλειωνε χωρίς να συναντήσει το ξεβαμμένο τζιν, λες και το υπόλοιπο της το πήρε η εφορία. Τελικά όμως ήταν μάλλον τα μακριά της πόδια που τα είχε ανεβασμένα με αυθάδικη χάρη στο κρύσταλλο του τραπεζιού, καθώς η ίδια έγερνε στον καναπέ κι έγραφε μηνύματα στο κινητό.
Η άλλη ήταν πλουσιοπάροχη κι εξωτική, σαν Γάτα Περσίας. Φορούσε γυαλιά ηλίου και ξάπλωνε μέσα στην πισίνα κρατώντας ένα κοκτέιλ με τα χρώματα της ίριδας. Όλα επάνω της ήταν μεγάλα, όλα στον υπερθετικό βαθμό, καθώς οι LED φωτισμοί της πισίνας έφτιαχναν ψυχεδελικά σχέδια επάνω στην απλοχεριά του κορμιού της. Τα πλούσια σκουροκόκκινα μαλλιά της διατηρούσαν το χρώμα τους ακόμα και βρεγμένα, τα μακριά της δάχτυλα ήταν ευλύγιστα σαν συνείδηση διεφθαρμένου βουλευτή, το ηλιοκαμένο δέρμα της ήταν φωτογενές, φωτοβόλο, φωτότροπο και φωτοηλεκτρικό. Αν βάλεις σε μια κατσαρόλα τη Ρίτα Χέιγουορθ, την Τζένη Καρέζη, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τις βράσεις όλες μαζί, ένα τέτοιο πλάσμα θα πάρεις στο τέλος.
Η τρίτη όμως δεν είχε σχέση με τις άλλες... Μια ψηλή γυναίκα με έντονα ζυγωματικά, σμαραγδένια μάτια και φιλντισένιο δέρμα. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα αλογοουρά και φαίνονταν τα αυτιά της, καλοσχεδιασμένα και μυτερά σαν αυτιά ξωτικού. Καθώς περπατούσε ρευστά στο σαλόνι, το σώμα της ήταν ένα εργοστάσιο παραγωγής λικνισμάτων και δεν είχε ούτε μία ευθεία, όπως ο Παρθενώνας. Τυλιγμένο με ένα μεταξωτό κιμονό, σαν σπαθί δαμασκηνιό μέσα στο θηκάρι του, ανέβαζε την αντικειμενική αξία του οικοδομήματος κατά 1% σε κάθε της βήμα. Η ίδια έδειχνε να το καταλαβαίνει αυτό, τι επίπτωση είχε η παρουσία της, και πηγαινοερχόταν χορευτικά μέσα στο μεγάλο σαλόνι κουβαλώντας μαζί και το κέντρο βάρους του χώρου, απόμακρη, αινιγματική κι επικίνδυνη. Σαν Γάτα Σιαμέζα.
Ξαφνικά, η συσκευή επικοινωνίας πάνω στο τραπέζι ξύπνησε: «Καλημέρα, ψιψίνες».
«Καλημέρα, Τσάααααρλι!» έκανε η Γάτα Αβησσυνίας και σηκώθηκε από τον καναπέ πετώντας το κινητό. Η Γάτα Περσίας βγήκε από την πισίνα αποκαλύπτοντας ένα τιγρέ μπικίνι κι έναν τέλειο αφαλό, ούτε μέσα ούτε έξω, σαν κουμπί ραδιοφώνου. Τυλίχθηκε μ’ ένα άσπρο χνουδωτό μπουρνούζι κι έγειρε μπροστά στη συσκευή.
«Ήρθε μήνυμα από το Αρχηγείο. Η πατρίδα χρειάζεται τις υπηρεσίες σας. Πώς είστε σήμερα; Ετοιμοπόλεμες;»
«Πάντα είμαστε ετοιμοπόλεμες» απάντησε η Γάτα Περσίας. Η φωνή της είχε έναν καθαρό, αρμονικό ήχο σαν το χτύπημα μιας κρυστάλλινης καμπάνας με χρυσαφένιο σήμαντρο μέσα σε παλάτι από πάγο.
«Μπράβο τις ψιψίνες μου! Γιατί η αποστολή που έχετε είναι σούπερ σημαντική, είναι ιδιαίτερη. Θα πάτε να μαζέψετε τρία Αντικείμενα Δύναμης».
«Τρία Αντικείμενα Δύναμης», γουργούρισε η Γάτα Αβησσυνίας. Η Σιαμέζα είχε έρθει αλαφροπατώντας και στεκόταν δίπλα τους.
«Θα σας στείλω το φαξ, θα δείτε. Το ένα είναι η Τούφα της Επικοινωνίας, το άλλο είναι το Ρολόι της Πρωθυπουργίας, το σημαντικότερο απ’ όλα είναι το τρίτο, η Ράβδος της Ιστορίας. Αυτό θέλω να το αναλάβεις εσύ, Σιαμέζα. Είναι ό,τι ισχυρότερο θα κρατήσεις ποτέ στα χέρια σου. Μπορείς;»
«Νιάου», βεβαίωσε η Σιαμέζα.
«Θα είμαστε διαρκώς σε επαφή. Μόλις πάρετε τα αντικείμενα, θα τα αφήσετε στο σημείο 5. Εκεί τελειώνει η αποστολή σας. Θα τα πάω εγώ στο Αρχηγείο. Είναι όλα κατανοητά;»
«Τσάρλι, τι χρώμα μάτια έχεις;» ρώτησε ναζιάρικα η Γάτα Αβησσυνίας.
«Σας στέλνω αμέσως το φαξ. Καλή επιτυχία, ψιψίνες, αν και ξέρω ότι οι ευχές είναι περιττές με σας, η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη».
«Νιάου», συμφώνησε η Σιαμέζα.
* * * * * * *
Ο πρωινός ήλιος συνέχισε την πορεία του στην Αθήνα. Πέρασε πάνω από βόρεια προάστια, δυτικά προάστια, νότια προάστια, στέγνωσε λεωφόρους, δρόμους και δρομάκια, πλατείες και πάρκα, μέχρι που κάποια στιγμή έφτασε και σ’ ένα μικρό μαγαζί στο Χαϊδάρι. Εκεί ο ήλιος γέλασε κι αμολύθηκε στα στενά.
Ήταν γεμάτο ράφια με κατσαβίδια, κλειδιά, αλυσοπρίονα, καστάνιες, ελατήρια, μπεκ, κλαδευτικά, βίδες, σκεπάρνια, τριβεία, ρουλεμάν, βαλβολίνες κι άλλα τέτοια συναφή. Στο πίσω μέρος υπήρχε ένα συνεργείο μηχανημάτων, πνιγμένο από τον θόρυβο ενός βενζινοκινητήρα. Γράσα παντού. Όσος χώρος περίσσευε στους τοίχους, καλυπτόταν από αφίσες με ημίγυμνες, γυμνές και υπέργυμνες, που χαμογελούσαν και χάιδευαν διάφορα τρακτέρ. Ενα γραφειάκι ήταν δίπλα στην είσοδο, πάνω στο οποίο έπαιζε Τζόκερ ένας ξερακιανός άντρας.
Φορούσε σκουφί και είχε μούσια. Μακριά μούσια. Τα μάγουλά του ήταν βουλιαγμένα και τα ρούχα του βρώμικα, όμως τι δεν ήταν βρώμικο μέσα στο μικρό συνεργείο; Ήταν αδύνατο να μαντέψεις την ηλικία του, θα μπορούσε να είναι από είκοσι πέντε χρονών μέχρι...; Πάσχιζε να συγκεντρωθεί στο λειτούργημά του αψηφώντας τον θόρυβο από το συνεργείο στο βάθος. Δεν τα κατάφερε: «Άιντε, Ρόκκο, σώνε!»
Ο κινητήρας σταμάτησε. «Άσε, ρε Αραφάτ!» γκρίνιαξε ο Ρόκκος Χοϊδάς από το βάθος. «Δεν κάνεις και καμιά δουλειά, λέω γω; Όλο κοπροσκυλιάζεις». Σ’ αυτόν ήταν εύκολο να μαντέψεις την ηλικία: εξήντα χρονών, με την ευρεία έννοια. Είχε γκρίζα μαλλιά και γαμψή μύτη, έμοιαζε με συνταξιούχο καθηγητή, με ξεπεσμένο επιστήμονα.
Ο Αραφάτ μούγκρισε κάτι ακαθόριστο από το γραφειάκι και προσηλώθηκε στο Τζόκερ. «Χο! Σύντροφοι!» ακούστηκε ξαφνικά από την είσοδο κι εμφανίστηκε ο Χάλογουϊν Τζακ. Ήταν ένας ψηλός άντρας, με λαδί καμπαρντίνα, καρό πουκάμισο κι ένα τεράστιο μουστάκι που δέσποζε στο πρόσωπό του. «Αφήστε τα όλα! Μήνυμα απ’ τη βάση, έχουμε αποστολή!»
Οι άλλοι δύο ήρθαν κοντά του κι ο Ρόκκος Χοϊδάς βιάστηκε να κλείσει την εξώπορτα. «Σύντροφοι, ακούστε: βγήκαν στην πιάτσα οι Γάτες!»
«Οι Γάτες!...»
«Ναι! Πάνε να μαζέψουν τρία Αντικείμενα Δύναμης, θα σας πω! Πρέπει να τους βάλουμε τρικλοποδιά, χεχε!»
«Ρε συ, Χάλογουϊν Τζακ», έκανε ο Αραφάτ, «χρόνια έχουμε να δούμε τις Γάτες... και καλά οι άλλες, με τη Σιαμέζα τι κάνουμε; Όλα κι όλα, εγώ αυτήν τη φοβάμαι πολύ...»
«Κι εγώ...» είπε ο Ρόκκος Χοϊδάς.
«Τη Σιαμέζα αφήστε τη σε μένα», δήλωσε ο Χάλογουϊν Τζακ, «θα την αναλάβω εγώ! Εν ανάγκη, θα καταφύγω και στο Υπέρτατο Όπλο! Σύντροφοι, πού βρισκόμαστε μ’ αυτές; Μπορούμε να βρούμε τα ίχνη τους;»
«Κοίτα», είπε ο Ρόκκος Χοϊδάς, «μπορούμε να τις εντοπίσουμε εύκολα με τις συσκευές του Θεοφάνη Τόμπρα. Μόλις χρησιμοποιήσουν τα κινητά τους, τις βρήκαμε. Θα χρειαστούμε όμως όπλα, και ειδικά εσύ με τη Σιαμέζα...»
«Σίγουρα».
«Κάτσε να σου φέρω την τελευταία μου εφεύρεση». Ο Ρόκκος Χοϊδάς πήγε στο συνεργείο και ξαναγύρισε μετά από λίγο μ’ ένα κουτί σαν κάλπη. «Σύντροφοι, σας παρουσιάζω τον Ομοιομορφοποιητή».
«Τι είν’ αυτός;»
«Ένα κόνσεπτ του μπάρμπα Γιάννη του Αλευρά απ’ το 1985. Δημιουργεί ομοιόμορφα αντίγραφα οποιουδήποτε αντικειμένου βάλεις μέσα – μόνο ομοιόμορφα, δεν έχω ακόμα καταφέρει να πετύχω το ομοιόχρωμο».
«Σώπα!» Ο Αραφάτ κι ο Χάλογουϊν Τζακ περιεργάστηκαν το κουτί με ενδιαφέρον.
«Τα ομοιόμορφα αντίγραφα διατηρούν την εικόνα του αρχικού αντικειμένου για λίγα λεπτά και μετά καταρρέουν. Θα σας το εξηγήσω αναλυτικά, θα σας δείξω τη λειτουργία του. Ίσως μας χρησιμεύσει με τις Γάτες».
«Χε! Δεν υπάρχει αμφιβολία!» είπε ο Χάλογουϊν Τζακ. «Τις Γάτες θα τις καταπιούμε, όπως ο Ανδρέας κατάπιε τον Ζίγδη! Θα τις διαλύσουμε σαν ΚΟΔΗΣΟ, σαν Συμμαχία! Σύντροφοι! Πρώτα απ’ όλα, ελάτε να δώσουμε τον όρκο των Διαμαντόσκυλων!»
Από κάπου ξεθάφτηκε γρήγορα ένα κάδρο με τη Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη. Υπό τη σκιά της, οι τρεις άντρες ακούμπησαν τις παλάμες τους, με τον αντίχειρα και το μικρό δάχτυλο κλειστό, τα τρία μεσαία δάχτυλα τεντωμένα, σχηματίζοντας έτσι έναν Ανατέλοντα Ήλιο με Εννιά Ακτίνες: το σύμβολο των Διαμαντόσκυλων. «Μας οδηγεί!»
«Κλείσ’ τον, ρε συ, δεν μπορώ να τον ακούω άλλο!...» έκανε ο Πρόεδρος με μια ξινισμένη έκφραση. Στεκόταν στο παράθυρο κι επόπτευε τη νυχτερινή Αθήνα, ενώ τα δάχτυλά του έπαιζαν ταμπούρλο στο περβάζι, πάνω στο ρυθμό του Γρίβα Μ’ Σε Θέλει Ο Βασιλιάς.
«ΟΚ, Πρόεδρε» έκανε ο Άδωνις, που όλη αυτήν την ώρα έριχνε βελάκια σ’ ένα στόχο με μια χιλιοτρυπημένη φωτογραφία της Ντόρας. Πήρε το τηλεκοντρόλ από το τραπεζάκι δίπλα του κι έκλεισε την τηλεόραση.
«Χώρια που είναι κι ατάλαντος... Δεν το λένε έτσι, κάτσε να σου δείξω». Ο Πρόεδρος άφησε το παράθυρο και στάθηκε μπροστά από τη βιβλιοθήκη του γραφείου. Έβαλε το ένα χέρι στην τσέπη, «από τον παππού μου κληρονόμησα το ρολόι» είπε με αυστηρό ύφος, τονίζοντας με το άλλο χέρι κάθε συλλαβή, «κι από τον πατέρα μου», πήρε αναπνοή, «το όνομα!»
«Πολύ καλύτερο, Πρόεδρε, μπράβο» σχολίασε ο Άδωνις κι έριξε ένα ακόμα βελάκι στην Ντόρα του στόχου, πετυχαίνοντας τον φρεσκοβαμμένο τοίχο δίπλα της.
«Ρε Σπύρο!»
«Ωχ, συγνώμη...»
«Θα μου καταστρέψεις το γραφείο!»
«Μου ‘φυγε το βελάκι, δεν το ‘θελα, πιο δεξιά σημάδευα...»
«Έχεις αριστερές παρεκκλίσεις, Σπύρο, να το προσέξεις». Ο ουρανός έξω ήταν βαρύς και συννεφιασμένος, ούτε ένα άστρο δε φαινόταν. Αστραπές φώτιζαν κατά καιρούς τα μολυβένια σύννεφα, που μάζευαν βροχή για να βομβαρδίσουν σε κάποια στιγμή την Αθήνα. «Και βγάλε πια τη φωτογραφία αυτής της κυρίας. Κατήντησε διάτρητη, σαν τις πολιτικές της θέσεις».
Ο Άδωνις έβγαλε τη σακατεμένη φωτογραφία της Ντόρας από τον στόχο κι έβαλε μια φρέσκια του Ευάγγελου Βενιζέλου. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι στο ιντερκόμ. «Ήρθαν επιτέλους», έκανε με ανακούφιση ο Πρόεδρος. Έτρεξε να πατήσει το κουμπί με το κλειδί κι έμεινε να περιμένει μπροστά στην πόρτα, παίζοντας με τα δάχτυλά του το ρυθμό του Ο Ζέρβας Κίνησε Στη Ήπειρο Να Πάει. Απ’ έξω ακούστηκε το ασανσέρ που σταματούσε στον όροφο, βήματα, και κατόπιν η πόρτα χτύπησε. Ο Πρόεδρος την άνοιξε όλο βιασύνη. «Γεια σου, Δημοσθένη μου».
«Έρρωσθε», είπε ο Δημοσθένης δυνατά κι ελληνικά. Κατόπιν παρεμέρισε κι από πίσω του ξεπρόβαλε μια κουκουλοφορεμένη φιγούρα. Το πρόσωπό της ήταν μέσα στις σκιές, μόνο η μύτη φαινόταν και κάτι μάτια που άστραφταν. Αμέσως οι δύο άντρες έσκυψαν το κεφάλι: «Την ευλογία σου, γέροντα». Του φίλησαν το χέρι και τον οδήγησαν στον καναπέ, ενώ ο Άδωνις ακούμπησε δίπλα του ένα ποτήρι νερό.
«Ζήτησες να με δεις, τέκνο μου;»
Ο Πρόεδρος τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κοντά του. «Είμαι σ’ αδιέξοδο, γέροντα. Πολιτικό αδιέξοδο. Βαρέθηκα συνεχώς να κάνω αβάντες στον Παπανδρέου, μη σου πω, ντρέπομαι κιόλας που με παινεύει ο Πάγκαλος. Εγώ δεν είμαι για ρόλο κομπάρσου! Πότε θα γίνω κυβέρνηση; Πότε θα ηγεμονεύσω;»
Ο γέροντας ήπιε μια γουλιά νερό κι έγειρε πίσω το κεφάλι. Το πρόσωπό του συνέχισε να είναι τυλιγμένο στις σκιές. Πέρασε ένα λεπτό έτσι και δεν έγινε τίποτα. Πέρασε άλλο ένα λεπτό. «Βρες τα Αντικείμενα Δύναμης...» ακούστηκε τελικά μέσα από τις σκιές της κουκούλας.
«Τα ποια;»
Η κουκούλα δεν απάντησε. Δεν κινήθηκε καν. Τα μάτια της μόνο είχαν πάψει ν’ αστράφτουν, σημάδι πως τα είχε κλείσει και μελετούσε κάτι. Όταν ακούστηκε η φωνή της, ήταν αργόσυρτη και υποβλητική:
«Δύο Αντικείμενα Δύναμης για τα ξωτικά που ζουν στα δάση
Κι ένα για τον Άρχοντα της Πολιτικής εκεί
Στην Ελλάδα, που τις σκιές συνάζει.
Ένα Αντικείμενο Δύναμης να βρίσκει τα υπόλοιπα, ένα να τα διατάζει
Ένα να τα διαφεντεύει πάντοτε και στη Δεξιά να τα βουλιάζει
Στη Χώρα της Ελλάδας, κάτω εκεί, που τις σκιές συνάζει...»
Οι τρεις άντρες έμειναν να κοιτάνε με απορία. Μέσα στις σκιές της κουκούλας, τα μάτια άστραψαν και στράφηκαν προς τον Πρόεδρο: «Τα Αντικείμενα Δύναμης εμφανίστηκαν πάλι. Ήταν χαμένα, εξαφανισμένα από καιρό, όμως τώρα θέλησαν να φανερωθούν. Αν τα βρεις, αν τα μαζέψεις, τότε θα γίνεις–»
«Πρωθυπουργός;»
«Ακόμα περισότερο, θα γίνεις Άρχοντας της Πολιτικής!» Ο θόρυβος της βροντής απ’ έξω υπογράμμισε τις τελευταίες λέξεις. Ο Πρόεδρος γούρλωσε τα μάτια του. Πήγε κάτι να πει, όμως η κουκούλα τον έκοψε με μια κίνηση του χεριού της. «Άκουσε, τέκνο μου. Δύο Αντικείμενα που σφυρηλατήθηκαν από τα ξωτικά των ελληνικών δασών. Το ένα είναι η Τούφα της Επικοινωνίας. Όποιος την έχει, γίνεται χαρισματικός κι επικοινωνιακός πέρα από κάθε όριο. Πρωτεύει στα γκάλοπ, η δημοφιλία του ξεπερνά τις προσδοκίες. Παλιότερα, η Τούφα βρισκόταν για χρόνια μέσα στο μούσι του Ελευθέριου Βενιζέλου, γι’ αυτό κι ο Κρητικός ήταν τόσο λαοφιλής».
Η κουκούλα πήρε ανάσα και ήπιε άλλη μια γουλιά νερό. Έγειρε λίγο προς τον Πρόεδρο και συνέχισε: «Το άλλο είναι το Ρολόι της Πρωθυπουργίας. Ο κάτοχός του γίνεται πρωθυπουργός. Απαρεγκλίτως. Ανυπερθέτως».
«Ανυπερθέτως...»
«Παλιότερα, το είχε ο Γεώργιος Παπανδρέου, χωρίς να το ξέρει. Πρωθυπουργός. Είναι το Ρολόι που άφησε κληρονομιά στον εγγονό του. Πρωθυπουργός κι αυτός». Ήπιε λίγο νερό ακόμα και συνέχισε: «Τέλος, το ισχυρότερο, το Αντικείμενο όλα να τα διατάζει και στη Δεξιά να τα βουλιάζει είναι...»
«Είναι;»
«... η Ράβδος της Ιστορίας. Όποιος την κρατάει, γράφεται στην Ιστορία με χρυσά γράμματα. Όχι ένας διαβάτης που πέρασε και δεν άγγιξε. Αλλά ένα ορόσημο. Ένα σημείο αναφοράς γίνεται ο κάτοχος της Ράβδου. Αν επιπλέον το ίδιο πρόσωπο μαζέψει και τα τρία Αντικείμενα, κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ, τότε θα γίνουν πράγματα πρωτοφανή. Θα εκπληρωθεί η προφητεία 17 του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και θα ‘ρθει το χιλιάρμενο, θα λυθεί το ζήτημα της Πόλης».
«Και πού είναι τώρα αυτά τα Αντικείμενα Δύναμης;» ρώτησε ο Πρόεδρος όλο ανυπομονησία.
«Το Ρολόι, στην τσέπη του Παπανδρέου. Δε γνωρίζει τι έχει επάνω του, για ποιο λόγο έγινε πρωθυπουργός. Η Τούφα εμφανίστηκε στα μαλλιά του Γιώργου Αυτιά, γι’ αυτό και οι εκπομπές του σημειώνουν τέτοια ακροαματικότητα. Είναι αυτό το άσπρο τσουλούφι του, που όλοι νομίζουν ότι το βάφει. Το ισχυρότερο όμως απ’ όλα, η Ράβδος, ήταν το μπαστούνι που κρατούσε ο Ιωάννης Μεταξάς – θα το ‘χεις δει σε παλιές φωτογραφίες. Γι’ αυτό κι ο κυβερνήτης γράφτηκε στην Ιστορία με χρυσά γράμματα. Με τον θάνατό του η Ράβδος εξαφανίστηκε. Επανήρθε όμως πάλι στα χέρια του Κωνσταντίνου Καραμανλή και έγινε εθνάρχης. Ήταν το αγαπημένο του μπαστούνι του γκολφ». Η κουκούλα έγειρε πίσω κι ο Πρόεδρος έσκυψε ασυναίσθητα προς το μέρος της. «Μάζεψέ τα. Ειδικά το ισχυρότερο, τη Ράβδο. Η Ελλάδα θα είσαι εσύ. Θα γίνεις κάτι παραπάνω απ’ αυτό που ονειρεύτηκες. Άρχοντας της Πολιτικής, η Μητέρα Όλων Των Πρωθυπουργών...»
Αστραπές χαράκωσαν τον πρησμένο ουρανό της Αθήνας και φώτισαν στιγμιαία το γραφείο της οδού Καλλιρόης. Κατόπιν ησυχία, όλοι παρέμειναν βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Η κουκούλα έσπασε τη στοχαστική σιωπή: «Όσα ήταν να πω, τα είπα. Τώρα έχω να προφητεύσω για το καινούργιο βιβλίο του Δημοσθένη, πρέπει να αποχωρήσω, ο καιρός γαρ εγγύς».
Ο Πρόεδρος κι ο Άδωνις τη βοήθησαν να σηκωθεί από τον καναπέ, ενώ ο Δημοσθένης άνοιξε την πόρτα και περίμενε. «Τιμή μου η επίσκεψή σου, Γέροντα», δήλωσε ο Πρόεδρος, «πολύτιμη η βοήθειά σου».
«Μάζεψε τα Αντικείμενα Δύναμης. Δύο για τα ξωτικά που ζουν στα δάση κι ένα για τον Άρχοντα της Πολιτικής που τις σκιές συνάζει, στη Δεξιά να τα βουλιάζει».
Ο Δημοσθένης με την κουκούλα έκλεισαν πίσω τους την πόρτα κι έφυγαν. Οι δύο άντρες έμειναν να κοιτάζουν τον συννεφιασμένο ουρανό στο παράθυρο, βλέποντας κάτι πίσω απ’ αυτόν. «Άρχοντας της Πολιτικής, Αντικείμενα Δύναμης...» μονολόγησε ο Πρόεδρος, χτυπώντας μηχανικά τα δάχτυλά του στο ρυθμό του Μακεδονία Ξακουστή, «αυτό είναι πολύ μεγάλο...»
«Τι λες να κάνουμε, Πρόεδρε;» πετάχτηκε ο Άδωνις δίπλα του. «Να πω στα τοπικά γραφεία–»
«Όχι. Άσε ήσυχα τα τοπικά γραφεία. Αυτό πρέπει να το αναλάβουν οι επαγγελματίες, Σπύρο». Ο Πρόεδρος σκέφτηκε κάτι και υπομειδίασε. «Αυτό είναι δουλειά για τις Γάτες!»
«Γάτες; Τι είναι πάλι αυτές;»
«Είναι η παρακαταθήκη του Ελληνισμού. Γενετικές μεταλλάξεις με βάση τον ιχώρ. Ένα μυστικό πείραμα που είχε οργανώσει προσωπικά ο Παττακός, οι Γάτες για το Έθνος, ελάχιστοι το ξέρουμε. Προέκυψαν νέου τύπου ανθρώπινα πλάσματα, με επαυξημένες δυνατότητες, βελτιστοποιημένα χαρακτηριστικά και εμπλουτισμένο γονιδίωμα. Πλάσματα όλο ιχώρ, γενετικά προδιατεθειμένα στην υπηρεσία της Ελλάδος!»
«Πολλά καινούργια πράγματα μαθαίνω σήμερα! Και πού θα τις βρούμε αυτές τις Γάτες;»
«Πρέπει να έρθω σ’ επαφή με τον Τσάρλι. Κανείς δεν αντικρίζει κατά πρόσωπον τις Γάτες, οι φερομόνες που παράγουν είναι τόσο ισχυρές, ώστε κολάζουν και άγαλμα – ναι, τι με κοιτάς έτσι; Είναι τρεις και είναι θηλυκές. Άκρως θηλυκές. Εμπλουτισμένες. Βελτιστοποιημένες», είπε ο Πρόεδρος και ανθυπομειδίασε.
«ΟΚ». Ο Άδωνις πήγε και κάθισε στον Η/Υ του γραφείου: «Λοιπόν, Πρόεδρε, πες μου τι να γράψω στο e-mail και σε ποιον να το στείλω».
«Άσ’ τα e-mail, ρε Σπύρο. Για ένα τέτοιο θέμα, δε στέλνω e-mail. Ούτε το τηλέφωνο εμπιστεύομαι, μπορεί να παρακολουθείται. Στα απόρρητα ζητήματα, δουλεύω με περιστέρια».
Οι δύο άντρες βγήκαν από το γραφείο, πήραν το ασανσέρ κι ανέβηκαν στην ταράτσα. Ένα μικρό σκεπαστό κλουβί υπήρχε μπροστά από το δώμα, με συρματόπλεγμα και καμιά δεκαριά περιστέρια που κούρνιαζαν μέσα. Ο Πρόεδρος άναψε το εξωτερικό φως του δώματος, κάθισε σ’ ένα διπλανό τραπεζάκι κι έγραψε μερικές γραμμές σ’ ένα χαρτί. Όταν τέλειωσε, σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά από το κλουβί: «Για να δούμε... αυτό το ‘χω για τα Θεοφάνεια, αυτό για γάμους, αυτό για κηδείες... α, μάλιστα, αυτό». Άνοιξε την πόρτα του κλουβιού και τράβηξε ένα κάτασπρο πουλί, προς γενική ανησυχία των υπολοίπων. Ο Άδωνις τύλιξε το χαρτί σε ρολό και οι δύο άντρες το έδεσαν στο πόδι του περιστεριού με σπάγγο. Μετά από λίγη ώρα που ηρέμησε, ο Πρόεδρος το κράτησε στα χέρια του και τράβηξε προς την άκρη της ταράτσας. Η Αθήνα απλωνόταν γεμάτη φωτάκια από κάτω, σαν ένα ωκεάνιο φωσφορικό πλάσμα. «Πήγαινε στον Τσάρλι». Με μια κίνηση των χεριών του, το πουλί απογειώθηκε και ξεκίνησε να πετάει προς την κατεύθυνση της Κηφισιάς.
Οι δύο άντρες το παρακολούθησαν μέχρι που χάθηκε στο σκοτάδι. «Απαρεγκλίτως. Ανυπερθέτως...» μονολόγησε ο Πρόεδρος παίζοντας με τα δάχτυλά του το Στου Βελουχιώτη Τα Σκυλιά. «Τίποτα δε σταματάει τις Γάτες, είναι απλά θέμα χρόνου. Τα Αντικείμενα θα έρθουν σε μένα. Μια καινούργια εποχή θα ξεκινήσει για την ελληνική πολιτική, κι εγώ ο Άρχοντάς της, στη Δεξιά να τη βουλιάζω! ΣΤΗ ΔΕΞΙΑ ΝΑ ΤΗ ΒΟΥΛΙΑΖΩ!» Αστραπές χαράκωσαν τον νυχτερινό ουρανό κι από κάπου μακριά ακούστηκε ο ήχος ενός κεραυνού.
* * * * * * *
Το περιστέρι πετούσε μέσ’ στη νύχτα τρομαγμένο, προς τον προορισμό που είχε εκπαιδευτεί να πηγαίνει. Ένιωθε ότι η βροχή θα ξεσπούσε από ώρα σε ώρα και δεν του άρεσε καθόλου που το βγάλαν από το κλουβί. Υπακούοντας όμως σ’ ένα πανάρχαιο ένστικτο, ανίχνευε διαρκώς τα γνωστά σημάδια γύρω του και τα ακολουθούσε, μπορούσε να νιώθει ακόμα και τον κρυμμένο Ιλισό κάτω από την άσφαλτο. Άφησε πίσω του τον Νέο Κόσμο, το Μετς και πέρασε στη Βασιλέως Κωνσταντίνου, τη μεγάλη ευθεία που θα το οδηγούσε στον προορισμό του. Ξαφνικά, από το λόφο του Αρδηττού, πετάχτηκε ένας πετρίτης και το γράπωσε στα δυνατά του νύχια.
Το γεράκι προσγειώθηκε στο Καλλιμάρμαρο κρατώντας πάντα τη λεία του. Είδε το χάρτινο ρολό στο πόδι του περιστεριού κι ενεργοποίησε αμέσως τη μικροκάμερα υπεριωδών που ήταν προσαρμοσμένη στο κεφάλι του. Οι ακτίνες σκάναραν το ρολό κι ανίχνευσαν το μελάνι, τα μικροτσίπ της κάμερας έκαναν μια 2-D αναπαράσταση του μηνύματος σε JPEG, η αντένα στην ουρά του γερακιού συνδέθηκε δορυφορικά στο ίντερνετ κι έκανε upload το αρχείο σ’ έναν server. Όλη αυτήν την ώρα, το περιστέρι καρδιοχτυπούσε σαν τρελό και το ράμφος του ανοιγόκλεινε από τον πανικό.
Στο κτίριο της Ιπποκράτους, ο πρασινοφρουρός υπηρεσίας είδε ένα φαξ να εκτυπώνεται στον printer δίπλα του. Το πήρε βαριεστημένος, «Ω!...» αναφώνησε με έκπληξη, κι αμέσως σήκωσε το εσωτερικό τηλέφωνο.
Μια άλλη συσκευή κουδούνισε κάπου στα έγκατα του κτιρίου, στο θρυλικό τέταρτο υπόγειο που ελάχιστα μάτια έχουν δει, εκεί που βρίσκεται το βαθύτερο βάθος απ’ το πιο βαθύ ΠΑΣΟΚ. Όλος ο χώρος ήταν ταπετσαρισμένος με αφίσες που είχαν λουλούδια κι ένα κοριτσάκι που έλεγε: Για Ακόμα Καλύτερες Μέρες. Ο Κώστας άκουγε σκληρό ροκ κι άργησε να καταλάβει το τηλέφωνο που χτυπούσε.
«Εμπρός;»
«Κώστα, εγώ είμαι. Έχουμε e-mail από τον πράκτορα C35–31 Hawk/684007. Συνέλαβε έναν αγγελιοφόρο».
«Μάλιστα, και τι–»
«Τα Αντικείμενα εμφανίστηκαν», είπε ο πρασινοφρουρός υπηρεσίας.
«Τα Αντικείμενα;». Ο Κώστας βιάστηκε να κλείσει τη μουσική. «Τα Αντικείμενα, είπες; Ώστε θέλησαν πάλι να γίνουν γνωστά... Και πού βρίσκονται;»
«Θα σου φέρω το e-mail να δεις. Το ένα το ‘χει ο Στοχαστής, αλλά δεν το ξέρει. Έρχομαι, κατεβαίνω αμέσως να σου δείξω. Και πού ‘σαι; Άκου κάτι ακόμα: στέλνουν τις Γάτες. Τις Γάτες! Ρε Κώστα, νόμιζα ότι τις είχαμε κλείσει για τα καλά αυτές στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας...»
«Δεν ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα με τις Γάτες», παρατήρησε ο Κώστας. «Μπορεί να παραμένουν εν υπνώσει, όμως καιροφυλακτούν συνεχώς».
«Τώρα τι κάνουμε; Να ειδοποιήσουμε αμέσως τον Στοχαστή».
«Ξέχνα τον Στοχαστή. Υπάρχουν και πράγματα που δεν ξέρει. Άμα είναι ανακατεμένες οι Γάτες... Αυτή είναι δουλειά για το βαθύ ΠΑΣΟΚ».
«Δηλαδή–»
«Αυτή είναι δουλειά για τα Διαμαντόσκυλα».
«Δε σ’ ακούω καλά, μου φάνηκε πως είπες Διαμαντόσκυλα».
«Αυτό είπα. Είναι εναλλακτικές μορφές ζωής με βάση τον σοσιαλισμό. Δημιουργήθηκαν στα εργαστήρια της Στοκχόλμης με καθοδήγηση του ίδιου του Ανδρέα. Τότε, την τελευταία χρονιά της χούντας, το ΠΑΚ έψαχνε ένα όπλο μαζικής καταστροφής κατά της Δεξιάς. Προέκυψαν τα Διαμαντόσκυλα. Μόνο αυτά μπορούν να αντιμετωπίσουν τις Γάτες. Σου λέω, δεν τα ξέρει όλα ο Στοχαστής».
«Κι εγώ πρώτη φορά τα ακούω».
«Είναι η κρυφή δύναμη του Κινήματος. Ένα άκρως απόρρητο πειραματικό project, που έδωσε τόσο ισχυρά αποτελέσματα, ώστε θεωρήσαμε καλό να περιορίσουμε την αντιδεξιά τους δράση, να τα έχουμε μόνο για ειδικές αποστολές ύψιστης κρισιμότητας».
«Τα Διαμαντόσκυλα».
«Ναι. Είναι τρία: ο Ρόκκος Χοϊδάς, ο Αραφάτ κι ο Χάλογουϊν Τζακ. Απ’ έξω δείχνουν άνθρωποι, όμως από μέσα είναι 100% αγνός σοσιαλισμός 24 καρατίων. Ισοδύναμα με τις Γάτες».
«Κώστα, ο πράκτορας C35–31 Hawk/684007 ρωτάει αν πρέπει να τερματίσει τον αγγελιοφόρο. Είναι 007, έχει τη σχετική άδεια».
Ο Κώστας σκέφτηκε λίγο. «Όχι... πες του να τον αφήσει ελεύθερο. Ας μην υποψιαστούν ότι υποκλέπτουμε τις επικοινωνίες τους. Ίσως τη φέρουμε έτσι και στις Γάτες. Εγώ θα ενημερώσω αύριο τα Διαμαντόσκυλα, στείλε μου το e-mail».
«Έρχομαι αμέσως», είπε ο πρασινοφρουρός υπηρεσίας κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Ένα τρομαγμένο περιστέρι έφευγε άρον-άρον από τις πλάκες του Καλλιμάρμαρου κι απογειωνόταν στη Βασιλέως Κωνσταντίνου προς την κατεύθυνση του Βορρά. Είχαν αρχίσει ήδη να πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες της βροχής και τα μπουμπουνητά τράνταζαν την Αθήνα.
* * * * * * *
Ο πρωινός ήλιος χάιδευε τον πύργο στην Κηφισιά, όπως ένα στοργικό χέρι χαϊδεύει μια γάτα. Στέγνωνε τυπικά τα μπαλκόνια από τη χθεσινοβραδινή μπόρα, προσπερνούσε γρήγορα τον κήπο με το κοντοκουρεμένο γκαζόν και τις τριανταφυλλιές χωρίς να δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ορμούσε όμως από τα παράθυρα και επικεντρωνόταν στο μεγάλο, ανοιχτό σαλόνι με το κρυστάλλινο τραπέζι, τα τούρκικα χαλιά, το home cinema, τους δερμάτινους καναπέδες, το ενεργειακό τζάκι και την compact πισίνα. Εκεί ήταν όλο το ενδιαφέρον.
Η μία ήταν λεπτή και γοητευτική, σαν Γάτα Αβησσυνίας. Είχε κάτι το σοφιστικέ χίπικο επάνω της, κάτι το επιμελώς ατημέλητο – ίσως τα καστανόξανθά της μαλλιά που έπεφταν ως τη μέση, ίσως τα στρογγυλά γυαλιά που αναπαύονταν στην άκρη της μυτούλας της, ίσως το τιραντέ μπλουζάκι που τέλειωνε χωρίς να συναντήσει το ξεβαμμένο τζιν, λες και το υπόλοιπο της το πήρε η εφορία. Τελικά όμως ήταν μάλλον τα μακριά της πόδια που τα είχε ανεβασμένα με αυθάδικη χάρη στο κρύσταλλο του τραπεζιού, καθώς η ίδια έγερνε στον καναπέ κι έγραφε μηνύματα στο κινητό.
Η άλλη ήταν πλουσιοπάροχη κι εξωτική, σαν Γάτα Περσίας. Φορούσε γυαλιά ηλίου και ξάπλωνε μέσα στην πισίνα κρατώντας ένα κοκτέιλ με τα χρώματα της ίριδας. Όλα επάνω της ήταν μεγάλα, όλα στον υπερθετικό βαθμό, καθώς οι LED φωτισμοί της πισίνας έφτιαχναν ψυχεδελικά σχέδια επάνω στην απλοχεριά του κορμιού της. Τα πλούσια σκουροκόκκινα μαλλιά της διατηρούσαν το χρώμα τους ακόμα και βρεγμένα, τα μακριά της δάχτυλα ήταν ευλύγιστα σαν συνείδηση διεφθαρμένου βουλευτή, το ηλιοκαμένο δέρμα της ήταν φωτογενές, φωτοβόλο, φωτότροπο και φωτοηλεκτρικό. Αν βάλεις σε μια κατσαρόλα τη Ρίτα Χέιγουορθ, την Τζένη Καρέζη, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τις βράσεις όλες μαζί, ένα τέτοιο πλάσμα θα πάρεις στο τέλος.
Η τρίτη όμως δεν είχε σχέση με τις άλλες... Μια ψηλή γυναίκα με έντονα ζυγωματικά, σμαραγδένια μάτια και φιλντισένιο δέρμα. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα αλογοουρά και φαίνονταν τα αυτιά της, καλοσχεδιασμένα και μυτερά σαν αυτιά ξωτικού. Καθώς περπατούσε ρευστά στο σαλόνι, το σώμα της ήταν ένα εργοστάσιο παραγωγής λικνισμάτων και δεν είχε ούτε μία ευθεία, όπως ο Παρθενώνας. Τυλιγμένο με ένα μεταξωτό κιμονό, σαν σπαθί δαμασκηνιό μέσα στο θηκάρι του, ανέβαζε την αντικειμενική αξία του οικοδομήματος κατά 1% σε κάθε της βήμα. Η ίδια έδειχνε να το καταλαβαίνει αυτό, τι επίπτωση είχε η παρουσία της, και πηγαινοερχόταν χορευτικά μέσα στο μεγάλο σαλόνι κουβαλώντας μαζί και το κέντρο βάρους του χώρου, απόμακρη, αινιγματική κι επικίνδυνη. Σαν Γάτα Σιαμέζα.
Ξαφνικά, η συσκευή επικοινωνίας πάνω στο τραπέζι ξύπνησε: «Καλημέρα, ψιψίνες».
«Καλημέρα, Τσάααααρλι!» έκανε η Γάτα Αβησσυνίας και σηκώθηκε από τον καναπέ πετώντας το κινητό. Η Γάτα Περσίας βγήκε από την πισίνα αποκαλύπτοντας ένα τιγρέ μπικίνι κι έναν τέλειο αφαλό, ούτε μέσα ούτε έξω, σαν κουμπί ραδιοφώνου. Τυλίχθηκε μ’ ένα άσπρο χνουδωτό μπουρνούζι κι έγειρε μπροστά στη συσκευή.
«Ήρθε μήνυμα από το Αρχηγείο. Η πατρίδα χρειάζεται τις υπηρεσίες σας. Πώς είστε σήμερα; Ετοιμοπόλεμες;»
«Πάντα είμαστε ετοιμοπόλεμες» απάντησε η Γάτα Περσίας. Η φωνή της είχε έναν καθαρό, αρμονικό ήχο σαν το χτύπημα μιας κρυστάλλινης καμπάνας με χρυσαφένιο σήμαντρο μέσα σε παλάτι από πάγο.
«Μπράβο τις ψιψίνες μου! Γιατί η αποστολή που έχετε είναι σούπερ σημαντική, είναι ιδιαίτερη. Θα πάτε να μαζέψετε τρία Αντικείμενα Δύναμης».
«Τρία Αντικείμενα Δύναμης», γουργούρισε η Γάτα Αβησσυνίας. Η Σιαμέζα είχε έρθει αλαφροπατώντας και στεκόταν δίπλα τους.
«Θα σας στείλω το φαξ, θα δείτε. Το ένα είναι η Τούφα της Επικοινωνίας, το άλλο είναι το Ρολόι της Πρωθυπουργίας, το σημαντικότερο απ’ όλα είναι το τρίτο, η Ράβδος της Ιστορίας. Αυτό θέλω να το αναλάβεις εσύ, Σιαμέζα. Είναι ό,τι ισχυρότερο θα κρατήσεις ποτέ στα χέρια σου. Μπορείς;»
«Νιάου», βεβαίωσε η Σιαμέζα.
«Θα είμαστε διαρκώς σε επαφή. Μόλις πάρετε τα αντικείμενα, θα τα αφήσετε στο σημείο 5. Εκεί τελειώνει η αποστολή σας. Θα τα πάω εγώ στο Αρχηγείο. Είναι όλα κατανοητά;»
«Τσάρλι, τι χρώμα μάτια έχεις;» ρώτησε ναζιάρικα η Γάτα Αβησσυνίας.
«Σας στέλνω αμέσως το φαξ. Καλή επιτυχία, ψιψίνες, αν και ξέρω ότι οι ευχές είναι περιττές με σας, η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη».
«Νιάου», συμφώνησε η Σιαμέζα.
* * * * * * *
Ο πρωινός ήλιος συνέχισε την πορεία του στην Αθήνα. Πέρασε πάνω από βόρεια προάστια, δυτικά προάστια, νότια προάστια, στέγνωσε λεωφόρους, δρόμους και δρομάκια, πλατείες και πάρκα, μέχρι που κάποια στιγμή έφτασε και σ’ ένα μικρό μαγαζί στο Χαϊδάρι. Εκεί ο ήλιος γέλασε κι αμολύθηκε στα στενά.
Ήταν γεμάτο ράφια με κατσαβίδια, κλειδιά, αλυσοπρίονα, καστάνιες, ελατήρια, μπεκ, κλαδευτικά, βίδες, σκεπάρνια, τριβεία, ρουλεμάν, βαλβολίνες κι άλλα τέτοια συναφή. Στο πίσω μέρος υπήρχε ένα συνεργείο μηχανημάτων, πνιγμένο από τον θόρυβο ενός βενζινοκινητήρα. Γράσα παντού. Όσος χώρος περίσσευε στους τοίχους, καλυπτόταν από αφίσες με ημίγυμνες, γυμνές και υπέργυμνες, που χαμογελούσαν και χάιδευαν διάφορα τρακτέρ. Ενα γραφειάκι ήταν δίπλα στην είσοδο, πάνω στο οποίο έπαιζε Τζόκερ ένας ξερακιανός άντρας.
Φορούσε σκουφί και είχε μούσια. Μακριά μούσια. Τα μάγουλά του ήταν βουλιαγμένα και τα ρούχα του βρώμικα, όμως τι δεν ήταν βρώμικο μέσα στο μικρό συνεργείο; Ήταν αδύνατο να μαντέψεις την ηλικία του, θα μπορούσε να είναι από είκοσι πέντε χρονών μέχρι...; Πάσχιζε να συγκεντρωθεί στο λειτούργημά του αψηφώντας τον θόρυβο από το συνεργείο στο βάθος. Δεν τα κατάφερε: «Άιντε, Ρόκκο, σώνε!»
Ο κινητήρας σταμάτησε. «Άσε, ρε Αραφάτ!» γκρίνιαξε ο Ρόκκος Χοϊδάς από το βάθος. «Δεν κάνεις και καμιά δουλειά, λέω γω; Όλο κοπροσκυλιάζεις». Σ’ αυτόν ήταν εύκολο να μαντέψεις την ηλικία: εξήντα χρονών, με την ευρεία έννοια. Είχε γκρίζα μαλλιά και γαμψή μύτη, έμοιαζε με συνταξιούχο καθηγητή, με ξεπεσμένο επιστήμονα.
Ο Αραφάτ μούγκρισε κάτι ακαθόριστο από το γραφειάκι και προσηλώθηκε στο Τζόκερ. «Χο! Σύντροφοι!» ακούστηκε ξαφνικά από την είσοδο κι εμφανίστηκε ο Χάλογουϊν Τζακ. Ήταν ένας ψηλός άντρας, με λαδί καμπαρντίνα, καρό πουκάμισο κι ένα τεράστιο μουστάκι που δέσποζε στο πρόσωπό του. «Αφήστε τα όλα! Μήνυμα απ’ τη βάση, έχουμε αποστολή!»
Οι άλλοι δύο ήρθαν κοντά του κι ο Ρόκκος Χοϊδάς βιάστηκε να κλείσει την εξώπορτα. «Σύντροφοι, ακούστε: βγήκαν στην πιάτσα οι Γάτες!»
«Οι Γάτες!...»
«Ναι! Πάνε να μαζέψουν τρία Αντικείμενα Δύναμης, θα σας πω! Πρέπει να τους βάλουμε τρικλοποδιά, χεχε!»
«Ρε συ, Χάλογουϊν Τζακ», έκανε ο Αραφάτ, «χρόνια έχουμε να δούμε τις Γάτες... και καλά οι άλλες, με τη Σιαμέζα τι κάνουμε; Όλα κι όλα, εγώ αυτήν τη φοβάμαι πολύ...»
«Κι εγώ...» είπε ο Ρόκκος Χοϊδάς.
«Τη Σιαμέζα αφήστε τη σε μένα», δήλωσε ο Χάλογουϊν Τζακ, «θα την αναλάβω εγώ! Εν ανάγκη, θα καταφύγω και στο Υπέρτατο Όπλο! Σύντροφοι, πού βρισκόμαστε μ’ αυτές; Μπορούμε να βρούμε τα ίχνη τους;»
«Κοίτα», είπε ο Ρόκκος Χοϊδάς, «μπορούμε να τις εντοπίσουμε εύκολα με τις συσκευές του Θεοφάνη Τόμπρα. Μόλις χρησιμοποιήσουν τα κινητά τους, τις βρήκαμε. Θα χρειαστούμε όμως όπλα, και ειδικά εσύ με τη Σιαμέζα...»
«Σίγουρα».
«Κάτσε να σου φέρω την τελευταία μου εφεύρεση». Ο Ρόκκος Χοϊδάς πήγε στο συνεργείο και ξαναγύρισε μετά από λίγο μ’ ένα κουτί σαν κάλπη. «Σύντροφοι, σας παρουσιάζω τον Ομοιομορφοποιητή».
«Τι είν’ αυτός;»
«Ένα κόνσεπτ του μπάρμπα Γιάννη του Αλευρά απ’ το 1985. Δημιουργεί ομοιόμορφα αντίγραφα οποιουδήποτε αντικειμένου βάλεις μέσα – μόνο ομοιόμορφα, δεν έχω ακόμα καταφέρει να πετύχω το ομοιόχρωμο».
«Σώπα!» Ο Αραφάτ κι ο Χάλογουϊν Τζακ περιεργάστηκαν το κουτί με ενδιαφέρον.
«Τα ομοιόμορφα αντίγραφα διατηρούν την εικόνα του αρχικού αντικειμένου για λίγα λεπτά και μετά καταρρέουν. Θα σας το εξηγήσω αναλυτικά, θα σας δείξω τη λειτουργία του. Ίσως μας χρησιμεύσει με τις Γάτες».
«Χε! Δεν υπάρχει αμφιβολία!» είπε ο Χάλογουϊν Τζακ. «Τις Γάτες θα τις καταπιούμε, όπως ο Ανδρέας κατάπιε τον Ζίγδη! Θα τις διαλύσουμε σαν ΚΟΔΗΣΟ, σαν Συμμαχία! Σύντροφοι! Πρώτα απ’ όλα, ελάτε να δώσουμε τον όρκο των Διαμαντόσκυλων!»
Από κάπου ξεθάφτηκε γρήγορα ένα κάδρο με τη Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη. Υπό τη σκιά της, οι τρεις άντρες ακούμπησαν τις παλάμες τους, με τον αντίχειρα και το μικρό δάχτυλο κλειστό, τα τρία μεσαία δάχτυλα τεντωμένα, σχηματίζοντας έτσι έναν Ανατέλοντα Ήλιο με Εννιά Ακτίνες: το σύμβολο των Διαμαντόσκυλων. «Μας οδηγεί!»
Πώς θα εξελιχθεί τελικά η σύγκρουση του Καλού και του Κακού; Του Φωτός και του Σκότους;
Συνεχίζεται εδώ
Συνεχίζεται εδώ
Το πέτυχα ολόκληρο, αλλά δεν το διάβασα τότε ο βλάκας. Ελπίζω να μην αργήσει η συνέχεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜην ανησυχείς, ο καιρός γαρ εγγύς. Να πάρω μόνο μια ανάσα γιατί μου 'βγαλε την ψυχή να το γράψω και να το δημοσιεύσω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν θέλεις ("αν", δεν είναι υποχρεωτικό), αν λέω έχεις και διάφορες τεχνικές παρατηρήσεις για το κείμενο, θα ήταν πολύ καλοδεχούμενες.
Τεχνικές παρατηρήσεις ως τι; Προφανώς χρησιμοποιούμε άλλη μετάφραση του Τόλκιν, εγώ θυμάμαι ότι το δίστιχο τέλειωνε "στη γη της Μόρντορ, που ζούνε σκιές" αλλά το δικό σου είναι καλύτερο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα μια τεχνική παρατήρηση: γενετικός, με ένα νι. :)
Αν δεν είχα και σένανε, τι θα ήμουν στη Γη;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ Ηλία από την αρχή περίμενα το χρονοντούλαπο. Όταν εμφανίστηκε, εκαλύφθην.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι κρίμα που οι αναγνώστες κάτω των, ας πούμε, 38-40 θα χάσουν πολλά πόιντ. Μια και αναφέρθηκε το χρονοντούλαπο. :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν το ξέρει καλά ο Τόλκιν, εγώ το ξέρω καλύτερα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα 'χουμε κι άλλα παρακάτω, μείνετε συντονισμένοι. Είναι αλήθεια πως όποιοι δεν έχουν υπάρξει τουλάχιστον έφηβοι στη δεκαετία του '80, έχασαν το καλύτερο κομμάτι του έργου.
Παιδιά, πρέπει να πάω για ύπνο. Τα ξαναλέμε από αύριο.
Η μαγεία βρίσκεται στις λεπτομέρειες.. μαγικό κείμενο. Δυο τσιγάρα κάπνισα ενδιαμέσως, έκανα διαλλειμμα να το απολαύσω καλύτερα, να κρατησει περισσότερο χρόνο η ανάγνωση..
ΑπάντησηΔιαγραφή(συντονισμενη, επίσης)
Τρισμέγιστε, χρειάστηκε να καταφύγω στο μαντείο του Google για να επιβεβαιώσω την υπέροχα εξεζητημένη παραπομπή στην ποπ κουλτούρα που οι νεολαία της σήμερον αποκλείεται να πιάσει, αλλά τώρα που το επιβεβαίωσα, μήπως ο Χάλογουιν Τζακ οφείλει να εμφανίζεται στην σκηνή κατεβαίνοντας με σκοινί επειδή έχει χαλάσει το ασανσέρ; Στην έκδοση που θα γίνει μπεστ-σέλερ τουλάχιστον;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπίσης: αυτό το έχεις υπόψη σου
Εν αναμονή με κομμένη ανάσα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή ιδέα αυτή για την πρώτη εμφάνιση του Χάλογουϊν Τζακ, δεν το σκέφτηκα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜη μαρτυράς τη συνέχεια!
Είναι αλήθεια ότι εγώ που είμαι 33 τώρα παρόλο που πιάνω μερικά από τα σημεία που αναφέρονται στο '80 είναι σαν να τα θυμάμαι μέσα από όνειρο. Δλδ. μπορεί να έχουν καταγραφεί στο μυαλό μου από την τηλεόραση με το σεμεδάκι που έπαιζε στο background όλης μου της παιδικής ηλικίας, αλλά βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση. Η αλήθεια είναι ότι όποιος δεν έχει βάσεις από τη δεκαετία '80 (έστω τα βασικά) δεν μπορεί με τίποτα να καταλάβει τα τεκταινόμενα οπότε καταφεύγει σε θεωρίες συνωμοσίας για να εξηγήσει το σήμερα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΉταν πολύ χρωματισμένη και επεισοδιακή η πολιτική το '80. Η μάχη ΠΑΣΟΚ - "Δεξιάς" ήταν σύγκρουση Φωτός - Σκότους, τίποτα λιγότερο. Οι δυο επόμενες δεκαετίες μού φαίνονται ψόφια πράματα μπροστά στο '80.
ΑπάντησηΔιαγραφή