Τα Διαμαντόσκυλα ΙΙ

(συνέχεια από εδώ)

«Θα του τινάξω τα μυαλά στον αέρα!» ούρλιαζε η μεσόκοπη γυναίκα στο μόνιτορ, «και μετά θα αυτοπυρποληθώ!». Στα χέρια της κρατούσε μια κυνηγετική καραμπίνα και σημάδευε έναν φαλακρό ηλικιωμένο, κάπου στην ταράτσα ενός σπιτιού.

«Ηρέμησε, κυρία Μαρία μου, ηρέμησε λίγο» είπε ο Γιώργος Αυτιάς από το στούντιο. «Τι σου φταίει το καημένο το γεροντάκι;»

«Μη μου λες εμένα να ηρεμήσω! Θα τον κάνω σκόνη!»

«Μα είστε παντρεμένοι τριάντα χρόνια! Ο κύριος Πέτρος είναι ο σύντροφος της ζωής σου, ο πατέρας των παιδιών σου, φάγατε ψωμί κι αλάτι μαζί... Τώρα γιατί θες να τον σκοτώσεις;»

«Τα χάπια μου, βρε Μαριώ», έλεγε ο κύριος Πέτρος, που δεν έδειχνε να καταλαβαίνει και πολλά.

«Γιατί είναι ένα παράσιτο! Μια βδέλλα!» τσίριξε η κυρία Μαρία από το μόνιτορ, «τρώει συντάξεις του ΟΓΑ, ρίχνει τα ταμεία! Το άκουσα εγώ στις ειδήσεις, ο ΟΓΑ αντιμετωπίζει, λέει, πρόβλημα ρευστότητας. Αυτός είναι το πρόβλημα ρευστότητας!»

«Μα θα σωθεί ο ΟΓΑ, καλέ κυρία Μαρία, άμα σκοτώσεις τον κύριο Πέτρο;»

«Ό,τι μπορώ κάνω!» βρόντηξε με διπλάσια ένταση η κυρία Μαρία. «Ο πρωθυπουργός είπε να προσφέρουμε έναν μισθό για την πατρίδα! Εγώ προσφέρω έναν γέρο για την πατρίδα! Μέχρι εκεί μπορώ! Μετά θα αυτοπυρποληθώ!» πρόσθεσε κι έδειξε το μπιτόνι με τη βενζίνη που είχε στα πόδια της.

«Α! Ω!» έκαναν οι καλεσμένοι στο στούντιο.

«Να μην κάνεις τίποτα, κυρία Μαρία μου», είπε καλόβολα ο Γιώργος Αυτιάς, «να ηρεμήσεις μόνο».

«Ήρεμη είμαι!» τσίριξε η κυρία Μαρία. «Πώς θα σωθεί η χώρα; Πώς θα δείξω υπευθυνότητα, που ζήτησε ο πρωθυπουργός, να πιάσουν τόπο οι θυσίες; Χθες πάλι μπήκα σε λεωφορείο χωρίς εισιτήριο, και προχθές και παραπροχθές το ίδιο! Θα το ξανακάνω κι αύριο, αν μ’ αφήσεις! Μια τέτοια ανεύθυνη σαν κι εμένα, δεν πρέπει να κυκλοφορεί ελεύθερη!»

«Βρε Μαράκι, πού ‘ν’ τα χάπια μου...»

«Μα τώρα, κυρία Μαρία μου, υπευθυνότητα είν’ αυτή, να σκοτώσεις τον άντρα σου και μετά ν’ αυτοκτονήσεις;»

«Δεν είναι αυτοκτονία!» ούρλιαξε εκτός εαυτού η κυρία Μαρία. «Είναι δολοφονία! Με μισώ θανάσιμα!»

«Τι να πεις, τι να πεις...» έκαναν οι καλεσμένοι στο στούντιο, «αυτά είναι ντροπής πράγματα...»

«Ντροπής πράγματα, ακριβώς», συμφώνησε κι ο Γιώργος Αυτιάς. «Εκεί μας κατάντησε, φίλοι και φίλες, η παράδοση της Ελλάδας στα νύχια της τρόικας. Η ατιμωρησία όλων αυτών που οδήγησαν τη χώρα στην κρίση. Εκεί μας έριξε. Στη σχιζοφρένεια. Στην παράνοια. Αυτό που βιώνουμε είναι πρωτοφανές, φίλοι και φίλες, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο αίσχος».

«Δηλαδή, δεν ξέρω τι να πω...», ήξερε να πει ένας καλεσμένος στο στούντιο. «Με τι μούτρα θα βγουν αύριο οι πολιτικοί να ζητήσουν κι άλλες θυσίες απ’ τον κόσμο;»

«Ακριβώς. Με τι μούτρα;» συμφώνησε κι ο Γιώργος Αυτιάς. «Κυρία Μαρία μου, κράτα τη δίκαιη οργή σου για τους πολιτικούς, για την κυβέρνηση. Μην ξεσπάς πάνω στον κύριο Πέτρο ούτε πάνω στην κυρία Μαρία. Αυτοί είναι κακόμοιρα ανθρωπάκια, δε φταίν σε τίποτα. Στη Βουλή βρίσκονται οι αληθινοί υπεύθυνοι».

«Εγώ είμαι αληθινή υπεύθυνη! Είμαι κοινωνία των πολιτών! Δε θα μ’ αφήσω να μπαίνω στο λεωφορείο χωρίς εισιτήριο!»

«Κυρία Μαρία–»

«Εγώ θα σώσω τον ΟΓΑ!»

«Κυρία Μαρία, μη σώσεις κανέναν, με ειδοποιούν από το κοντρόλ ότι πρέπει να πάμε σε ένα πολύ μικρό διαφημιστικό διάλειμμα. Μείνε, σε παρακαλώ, στην ταράτσα, πολύ σύντομα θα είμαστε και πάλι μαζί, θα έχουμε και τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης στη γραμμή να μας εξηγήσει ότι το πρόβλημα του ΟΓΑ δεν είναι ο κύριος Πέτρος. Διαφημίσεις κι επανερχόμαστε».

«Θα τον καθαρίσω!»

Ακούστηκε το σήμα εκπομπής κι όλο το πάνελ χαλάρωσε. Τα ποτήρια γέμισαν με νερό, οι κούπες με καφέ κι οι μακιγιέρ βγήκαν να φρεσκάρουν τους καλεσμένους. «Έξι λεπτά», πληροφόρησε μια φωνή.

«Άντε γρήγορα, γρήγορα...» είπε ανυπόμονα ο Γιώργος Αυτιάς καθώς το βαμβάκι με την πούδρα έτρεχε στο πρόσωπό του, «πριν αυτή η μουρλή σκοτώσει τον άντρα της. Πήρατε τηλέφωνο τον Σκανδαλίδη;»

«Αυξήστε μου λίγο την ένταση», ζήτησε ένας καλεσμένος, «δεν ακούγομαι καθόλου».

Ο Γιώργος Αυτιάς έκανε νόημα στον ηχολήπτη κι αυτός γύρισε κάποιους διακόπτες στην κονσόλα. «Πού βρισκόμαστε; Έχω χρόνο να πάω τουαλέτα;»

«Πεντέμισι λεπτά. Μπορούμε να βάλουμε τρεις διαφημίσεις επιπλέον, θες;»

«Θέλω; Όχι, άστο, live δολοφονία κι αυτοπυρπόληση δεν έχει ξαναγίνει. Θα πάω στο επόμενο break. Ο Σκανδαλίδης είναι στη γραμμή;»

«Αν όμως η μουρλή σκοτώσει τον άντρα της, θα είναι αργά για Σκανδαλίδη», παρατήρησε ένας καλεσμένος.

«Μμμ... θα τον κολλήσουμε κάπως», είπε ο Γιώργος Αυτιάς. «Τραγωδία για το τίποτα, κάτι τέτοιο. Πριν τον Σκανδαλίδη μίλησε η σκανδάλη, θα δούμε. Σκεφτείτε κι εσείς κάτι. Μπορούμε να πούμε για την αργοπορία της κυβέρνησης, μπορούμε επίσης να πούμε–»

Τα λόγια του όμως πνίγηκαν, καθώς μια καστανόξανθη οπτασία περπατούσε στο στούντιο κι ερχόταν προς το μέρος του. Ήταν λεπτή και λυγερή, με κάτι το σοφιστικέ χίπικο επάνω της – ίσως τα μακριά της μαλλιά, ίσως τα αυθάδικά της πόδια ή ίσως τα στρογγυλά γυαλιά της. Τελικά όμως μάλλον ήταν η λωρίδα γυμνασμένης κοιλιάς που φαινόταν ανάμεσα από το τιραντέ μπλουζάκι και το τζιν, σαν κρέμα γέμιση σε μπισκότο ακατάλληλο για διαβητικούς. «Να συγυρίσουμε όμως λίγο τα μαλλάκια μας!» νιαούρισε η οπτασία κρατώντας ένα χτενάκι.

«Δε σε ξέρω εσένα, καινούργια είσαι;» είπε ο Γιώργος Αυτιάς. Τα χέρια της ήταν σαν ασυμπτωτικές ευθείες που συναντιόνταν σε κάποιο άπειρο επάνω στα μαλλιά του, οι γυμνοί της ώμοι σαν γραφικές παραστάσεις κανονικής κατανομής με τέλεια τυπική απόκλιση.

«Ω! Αυτές οι τριχούλες αποκλίνουν, δε στρώνουν με τίποτα!...» στραβομουτσούνιασε η οπτασία κι ο Γιώργος Αυτιάς θυμήθηκε την Βουγιουκλάκη. «Καλύτερα να τις κόψουμε, ε;»

Έβγαλε ένα ψαλιδάκι κι άρχισε να κόβει κάτι στο κεφάλι του με λεπτές κινήσεις. «Πώς σε λένε; Είσαι παντρεμένη;» ρώτησε ο Γιώργος Αυτιάς που ένιωθε να ζαλίζεται από τα μικρά κλιπ–κλιπ κοντά στο αυτί του.

«Άψογος!» έκανε στο τέλος η οπτασία ικανοποιημένη. «Κούκλος σωστός!» είπε και του χαμογέλασε ζεστά. Τον φίλησε στο μέτωπο και προχώρησε προς την πόρτα του στούντιο.

«Άσε το τηλέφωνό σου στο θυρωρείο!» της φώναξε αυτός, καθώς κοιτούσε το λάμδα των ποδιών της, μεγαλύτερο κι από την ψαλίδα του εμπορικού ισοζυγίου. Η οπτασία γύρισε, του έστειλε ένα φιλί, κατόπιν άνοιξε την πόρτα και βγήκε.

Ο Γιώργος Αυτιάς χρειάστηκε πολλή ώρα να συνειδητοποιήσει τη φωνή δίπλα στο αυτί του: «Ξύπνα, Γιώργο! Βγαίνουμε στον αέρα! Ξύπνα!»

«Ε, ναι... Ναι, εντάξει. Στον αέρα. Βρήκατε τον Σκανδαλίδη; Ελπίζω η μουρλή να είναι ακόμα στη θέση της. Πώς τη λένε αυτήν την καινούργια;»

Τρία – δύο – ένα, μέτρησε μια άχρωμη φωνή κι ακούστηκε το σήμα εκπομπής. «Γεια σας και πάλι, αγαπητοί φίλοι και φίλες, ξαναγυρίζουμε στην τραγική ταράτσα, όπου μια απελπισμένη νοικοκυρά προσπαθεί να μειώσει το έλλειμα του ΟΓΑ. Κυρία Μαρία, με ακούτε;» είπε στην κάμερα, χωρίς να ξέρει ότι το τηλεοπτικό κοινό εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσε ένα σοκαριστικό θέαμα: τον Γιώργο Αυτιά χωρίς τη χαρακτηριστική τούφα του.

Έξω από το στούντιο, η Γάτα Αβησσυνίας έγραφε ένα μήνυμα στο κινητό: ΟΛΑ ΟΚ. ΠΑΩ ΓΙΑ ΚΑΦΕ ΣΤΟ ΚΟΛΩΝΑΚΙ, ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΘΑ ΠΕΡΑΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ 5 ΝΑ ΠΑΡΑΔΩΣΩ. ΦΙΛΑΚΙΑ, ΧΧΧΧ. Κατόπιν, έβγαλε ένα ροζ βελούδινο πουγκί από την τσέπη της κι έριξε μέσα μια Τούφα, κάτασπρη σαν τα αιώνια χιόνια του Ολύμπου.


*  *  *  *  *  *  *


«Κι εδώ είναι οι αμπελώνες μας, κ. πρωθυπουργέ», είπε ο διευθυντής του Οινοποιητικού Συνεταιρισμού Μαγνησίας: Ο Ρήγας Φεραίος.

«Α, μάλιστα. Πολύ ωραίοι. Γεια σας, τι κάνετε;» χαιρέτισε μερικούς εργάτες ο πρωθυπουργός, που την ώρα εκείνη κλάδευαν και στήριζαν τα κλήματα. Τον χαιρέτισαν κι αυτοί κουνώντας το κεφάλι τους κι επέστρεψαν στη δουλειά τους.

Ο απογευματινός ήλιος δεν μπορούσε να νικήσει το κρύο. Όλοι, εργάτες, διευθυντές και πρωθυπουργοί, φορούσαν χοντρά μπουφάν, εκτός από τον Χρήστο, τον γραμματέα του Συνεταιρισμού, που ήταν με το πουκάμισο γιατί έτρεχε διαρκώς. «Όπως μπορείτε να δείτε», συνέχισε ο διευθυντής, «πρόκειται για πρότυπες βιολογικές μονάδες, που αξιοποιούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας συμβάλλοντας στην πράσινη ανάπτυξη και στην ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας». Κατόπιν γύρισε στον Χρήστο και του ψιθύρισε στ’ αυτί δείχνοντας με τρόπο κάποιους εργάτες παραπέρα: «Αυτοί εκεί σταμάτησαν και περιμένουν να του σφίξουν το χέρι. Τράβα πες τους να κάνουν ότι δουλεύουν, πρέπει να παρουσιάσουμε παραγωγικότητα». Ο Χρήστος έφυγε σαν σφαίρα.

Οι δύο άντρες συνέχισαν να περπατάνε ανάμεσα από τις κληματαριές, με τον διευθυντή να μιλάει και τον πρωθυπουργό να μοιράζει χαμόγελα και «γεια σας». Ο Χρήστος επέστρεψε σε κάποια στιγμή, πήρε καινούργια αποστολή και ξανάφυγε τρέχοντας, αυτή τη φορά προς τις εγκαταστάσεις του Συνεταιρισμού. «Πάμε να δούμε και το οικολογικό μας εμφιαλωτήριο, κ. πρωθυπουργέ; Τι λέτε;» ρώτησε ο διευθυντής.

Ο πρωθυπουργός έβγαλε το ρολόι του και κοίταξε την ώρα. «Έχω λίγο χρόνο ακόμα, πάμε, βεβαίως».

Πήραν τον αντίστροφο δρόμο της επιστροφής. «Τι λίπασμα χρησιμοποιείτε στους αμπελώνες;» ρώτησε ο πρωθυπουργός.

«Έχουμε κόψει τα χημικά», απάντησε ο διευθυντής. «Τελείως. Είμαστε πρότυπη βιολογική μονάδα. Λιπαίνουμε τα κλήματα με αρχεία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των δημόσιων υπηρεσιών Βόλου. Καταλαβαίνετε».

«Α, μάλιστα, μάλιστα».

«Τα έγγραφα περνάνε πρώτα από διαδικασία κομποστοποίησης και κατόπιν εναποτίθενται στις ρίζες. Φορτηγά ολόκληρα έρχονται κάθε μέρα από το Δημαρχείο Βόλου, την Πολεοδομία, το ΙΚΑ, την Α’ ΔΟΥ – όχι την Β’, την κόψαμε από τότε που αποκαλύφθηκαν οι χρηματισμοί εφοριακών εκεί, δε θέλουμε να ρίχνουμε τοξικά απόβλητα στα φυτά – την Περιφέρεια, τα Τελωνεία κ.λπ. Μετατρέπουμε τη γραφειοκρατία σε κρασί».

«Μάλιστα, πολύ ωραία. Οπότε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμβάλλετε στην καταπολέμηση των στρεβλώσεων και των διαδικαστικών εμποδίων που πνίγουν την επιχειρηματικότητα».

«Ακριβώς. Είναι fast track το σύστημά μας. Κάνουμε την κρίση ευκαιρία, με καινοτόμες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες και ριζική αναδιάρθρωση του τρόπου παραγωγής, έχοντας πάντα στόχο την πράσινη και αειφόρο ανάπτυξη. Fast track».

Εφτασαν στο κτίριο του Συνεταιρισμού και βρήκαν τον Χρήστο να περιμένει στην πόρτα. «Από δω, κ. πρωθυπουργέ, ελάτε να δείτε το εμφιαλωτήριό μας». Πέρασαν από τις αποθήκες, τα γραφεία και βγήκαν σε έναν χώρο με πολλά μηχανήματα κι έναν μακρύ ιμάντα. Τα μπουκάλια εμφανίζονταν επάνω του γυμνά και άδεια, περνούσαν μέσα από τα μηχανήματα και κατέληγαν ντυμένα και γεμάτα στην άλλη άκρη του.

«Αυτή είναι η ποικιλία Θούριος», πληροφόρησε ο διευθυντής τον πρωθυπουργό που χαιρετούσε τις εργάτριες. «Ερυθρός ξηρός καμπερνέ. Μέτρια οξύτητα, ευχάριστη επίγευση, με άρωμα από βανίλια και νότες από φρούτα του δάσους, έχει κάτι απ’ τη στιφάδα υπεύθυνης δήλωσης, ασφαλιστικής ενημερότητας και υπουργικής εγκυκλίου. Σερβίρεται στους 16–18 βαθμούς και συνοδεύει πιάτα κρεατικών, τυριά και πουλερικά – Χρήστο, πες στα κορίτσια να προσφέρουν ένα ποτήρι στον κ. πρωθυπουργό, να δοκιμάσει τον Θούριο».

Τα λόγια του κόπηκαν καθώς μια εργάτρια βγήκε μπροστά με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Ήταν πλουσιοπάροχη και εξωτική, με άρωμα από Ελίζαμπεθ Τέιλορ, νότες από Τζένη Καρέζη και επίγευση Ρίτα Χέιγουορθ. Το φιλέ που φορούσε δεν μπορούσε να κρύψει τα σκουροκόκκινα μαλλιά της – σαν κρασί Θούριος – ούτε η εργατική της φόρμα μπορούσε να κρύψει ότι όλα επάνω της ήταν μεγάλα, όλα στον υπερθετικό βαθμό. «Δοκιμάστε, κ. πρωθυπουργέ, δε θα το μετανιώσετε...» είπε με κρυστάλλινη φωνή και του προσέφερε το ποτήρι, όπως ακριβώς η Εύα έδινε στον Αδάμ τον απαγορευμένο καρπό.

«Α, ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ!» έκανε ο πρωθυπουργός κι άπλωσε το χέρι του.

Η εργάτρια σκόνταψε κάπου κι έπεσε πάνω στον πρώτο πολίτη του ελληνικού κράτους. «Ω, συγνώμη». Τραβήχτηκε από πάνω του με συστολή. «Συγνώμη... σας λέρωσα». Κανείς δεν πρόσεξε τα μακριά της δάχτυλα που χώθηκαν αστραπιαία στην τσέπη του.

«Δεν πειράζει, γούρι!» έκανε ο πρωθυπουργός κοιτώντας τον μικρό λεκέ στο μπουφάν του. «Κανένα πρόβλημα. Ευχαριστώ πολύ. Θούριος είπαμε, ε;», μικρή παύση, «περίφημο, εξαιρετικό!»

«Χαίρομαι που σας άρεσε», ξαναβρήκε τα λόγια του ο διευθυντής. «Όπως διαπιστώνετε κι εσείς, είναι ένα εκλεκτό βιολογικό προϊόν, ανταγωνιστικό και εξαγώγιμο, που συμβάλλει στην αειφορία και στην κόκκινη ανάπτυξη» συμπλήρωσε, μην μπορώντας να ξεκολλήσει το βλέμμα του από την εργάτρια.

«Α, μάλιστα, ωραία, πολύ ωραία».

«Να σας φέρω καθαριστικό, κ. πρωθυπουργέ» είπε μελωδικά η εργάτρια και ξεκίνησε για την πόρτα, «στεναχωριέμαι που σας σπίλωσα».

«Χρήστο», ψιθύρισε ο διευθυντής στον γραμματέα καθώς την έβλεπε να βγαίνει από το εμφιαλωτήριο, «πότε την προσλάβαμε αυτήν;»

Πέρασαν αρκετά λεπτά χωρίς να φανεί ούτε καθαριστικό ούτε η εργάτρια. Πρώτος απ’ όλους συνήρθε ο πρωθυπουργός: «Λοιπόν, ήταν όλα πάρα πολύ ωραία και διδακτικά για μένα, νομίζω όμως ότι είναι ώρα να πηγαίνω, έχω ένα net meeting στις εφτά και ήδη είναι... αχ, κάπου πρέπει να ‘χασα το ρολόι μου».

Ο διευθυντής προσφέρθηκε να βάλει τους εργάτες να ψάξουν τους αμπελώνες, ίσως να έπεσε κάπου εκεί, ξεκίνησε κιόλας να δίνει τη σχετική εντολή στον Χρήστο, όμως ο πρωθυπουργός απάντησε ότι δεν πειράζει, δικό του το φταίξιμο, και στο κάτω-κάτω επρόκειτο για ένα ρολόι, τίποτα το ιδιαίτερο, απλώς είχε μια μικρή συναισθηματική αξία, όμως τι να γίνει; εξάλλου, τώρα με την κρίση, ο καθένας πρέπει να κάνει θυσίες. Όλοι γέλασαν με το αστείο του.

Έξω από τον Οινοποιητικό Συνεταιρισμό Μαγνησίας: Ο Ρήγας Φεραίος, ήταν πεταμένο ένα φιλέ για τα μαλλιά και μια εργατική φόρμα. Λίγο πιο πέρα, η Γάτα Περσίας μιλούσε στο κινητό της: «Ούτε που το κατάλαβε... θα πάρω τη βραδινή πτήση από Αγχίαλο... στο σημείο 5, όπως είπαμε... γεια σου». Άνοιξε μια ασημί γυναικεία τσάντα με στρας κι έριξε μέσα το κινητό της, δίπλα σ’ ένα Ρολόι τσέπης με χρυσή αλυσίδα. Η σκουροκόκκινη χαίτη της λαμποκοπούσε στον απογευματινό ήλιο και το τιγρέ της φόρεμα έφτιαχνε ψυχεδελικά σχέδια πάνω στην απλοχεριά του κορμιού της.


*  *  *  *  *  *  *


Ο ήλιος είχε δύσει και το γήπεδο γκολφ της Γλυφάδας ήταν έρημο. Μόνο ο φύλακας καθόταν στο καμαράκι του δίπλα στην είσοδο, με μια ηλεκτρική σόμπα στα πόδια κι ένα ραδιοφωνάκι που μουρμούριζε κάτι ακαθόριστα τραγούδια. Μια αθλητική εφημερίδα ήταν απλωμένη στο τραπέζι μπροστά του και πάνω της κουλουριάζονταν δυο γατιά. «Έτσι που λέτε», είπε ο φύλακας, «γνώριζα τη μάνα σας από τότε που ήταν μωρό, την είδα να γεννιέται». Τα γατιά δεν έδειξαν καμία συγκίνηση. «Την είδα να μεγαλώνει, να γίνεται κορίτσι, γυναίκα, μητέρα. Έκτακτη κυρία, έκτακτη». Τα γατιά συνέχιζαν να μη δείχνουν καμία συγκίνηση, ακόμα πιο πολύ όμως.

Ήταν ένα ήσυχο, κρύο βράδυ και μόνο τα νυχτοπούλια ακούγονταν στο γκολφ. Το πάρκινγκ ήταν άδειο, όπως και τα γραφεία κι οι αποθήκες και το clubhouse, όλα. Ο φύλακας είχε ζήσει αμέτρητα τέτοια βράδια στο γκολφ, ήξερε όλες τις νυχτερινές εκπομπές των αθηναϊκών σταθμών καλύτερα κι από τη Ραδιοτηλεόραση. Χαιρόταν και στεναχωριόταν ταυτόχρονα, γιατί σε λίγους μήνες θα τα άφηνε όλα αυτά πίσω του και θα έβγαινε στη σύνταξη – αν, δηλαδή, του έδιναν σύνταξη οι αλήτες του ΠΑΣΟΚ, που κατέστρεψαν την οικονομία, το ασφαλιστικό, τα πάντα... Αναστέναξε και συνέχισε την ψευδαίσθηση διαλόγου με τα γατιά: «Έκτακτη κυρία. Κι από μικρή στο κόμμα, από δυο μηνώ γατάκι. Και όμορφη! Σαν τη Φάνη στα νιάτα της. Ναι, τι με κοιτάτε μ’ απορία;» τα γατιά δεν τον κοιτούσαν καθόλου, «ήταν όμορφη η Φάνη τότε, όταν ήταν σκέτη Πετραλιά, πριν γίνει Πάλλη–Πετραλιά. Αυτή ήταν που διόρισε και τη μάνα σας στο γκολφ». Το ένα γατί σηκώθηκε κι έξυσε το αυτί με το πίσω πόδι, κάτι που έκανε και το άλλο ν’ ανοίξει τα μάτια του. «Ο αγαπημένος της ήταν ο Ράλλης. Συνέχεια τριβόταν στα πόδια του. Τον Καραμανλή δεν τον συμπαθούσε, όμως ο Ράλλης ήταν η αδυναμία της». Τα γατιά πήδηξαν νωχελικά από το τραπέζι κι ο φύλακας συνέχισε αμέριμνος να μιλά στην εφημερίδα: «Καλός παίκτης ο Ράλλης, πολύ καλός. Σας έχω δείξει πώς κρατούσε το μπαστούνι; Ο κόσμος ξέρει τον Καραμανλή, αλλά ο Ράλλης ήταν καλύτερος. Μια άλλη φορά θα σας δείξω πώς κρατούσαν το μπαστούνι και οι δύο».

Το βλέμμα του έπεσε στο παράθυρο και τα λόγια του κόπηκαν. Εκεί, δίπλα στην μπάρα της εισόδου, ήταν μια ψηλή γυναίκα, με έντονα ζυγωματικά και φιλντισένιο δέρμα, ενώ τα μάτια της άστραφταν σμαραγδένια ακόμα και μέσα στο σκοτάδι. Ο φύλακας βγήκε γρήγορα από το καμαράκι: «Επ, τι τρέχει εδώ; Απαγορεύεται η είσοδος!»

«Νιάου», είπε η γυναίκα και πέρασε κάτω από την μπάρα με μια χαριτωμένη κίνηση. Ο φύλακας γοητεύτηκε περισσότερο κι απ’ το 1974, όταν είδε τον Καραμανλή να κατεβαίνει από το αεροπλάνο.

«Έχεις χαθεί; Θες να καλέσω ταξί;» τη ρώτησε. Ήταν πανέμορφη, περισσότερο κι από τη Φάνη στα νιάτα της. Τον τύλιξε μια μεθυστική ζαλάδα.

«Νιάου», απάντησε η γυναίκα. Περπάτησε ρευστά προς το μέρος του, με τα γατιά να την ακολουθούν σε κάθε βήμα.

Ο φύλακας πλημμύρισε από συγκίνηση. «Κάτσε μέσα, είναι ζεστά...» ψέλλισε. Ούτε όταν έγινε πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης δεν είχε νιώσει έτσι. «Εγώ θα καλέσω ταξί, αν θέλεις. Αν δε θέλεις, μπορείς να πάρεις τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου».

«Νιάου», σχολίασε η γυναίκα. Είχε ήδη φτάσει κοντά του, πολύ κοντά του, και τον κοιτούσε από πάνω προς τα κάτω, ένα κεφάλι ψηλότερη. Οι γόβες της άγγιξαν τα παπούτσια του, το μεταξωτό της κιμονό μύριζε γιασεμί ή μάλλον λεβάντα ή κάτι σαν βανίλια ή ίσως σανδαλόξυλο...

Ο φύλακας λιποθύμησε μέσα σ’ έναν αρωματισμένο παράδεισο, γεμάτο καταπράσινα λιβάδια, άσπρα μπαλάκια του γκολφ και αγάλματα του Καραμανλή, ενώ μια χορωδία αγγέλων έψελνε από τα σύννεφα: Σε περιμένει να ‘ρθεις και πάλι / Η Φάνη Πετραλιά προτού γίνει Πάλλη / Μαζί να χτίσετε μια Ελλάδα μεγάλη / Δίχως ΠΑΣΟΚ, μα με πορτραίτα του Ράλλη.

Άνοιξε τα μάτια του μετά από απροσδιόριστη ώρα. Μα τι έγινε; Θυμόταν αχνά ότι κουβέντιαζε με τα γατιά στο καμαράκι και μετά...; Σηκώθηκε βαριά κι έκανε μερικά δοκιμαστικά βήματα. Όλα έδειχναν καλά, δόξα τω Θεώ, και τα γατιά κοιμόντουσαν κουλουριασμένα δίπλα στην ηλεκτρική σόμπα. Μια υποψία του πέρασε από το μυαλό. Ανέβηκε στο ηλεκτρικό αμαξάκι, έβαλε μπροστά και ξεκίνησε να κάνει ένα γύρο στο γήπεδο. Οι αποθήκες ήταν εντάξει. Και το διαφημιστικό περίπτερο. Και το clubhouse. Όταν όμως πέρασε από τα γραφεία, πάτησε απότομα φρένο και κατέβηκε. Διότι ανακάλυψε ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή κι έλειπε ένα από τα κειμήλια του Γκολφ Γλυφάδας: το αγαπημένο Μπαστούνι του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Μια ψηλή γυναικεία φιγούρα περπατούσε χαριτωμένα από το Ελληνικό προς την παραλία της Γλυφάδας. Είχε σμαραγδένια μάτια, φιλντισένιο δέρμα και στο χέρι της κρατούσε ένα μακρόστενο σακ-βουαγιάζ. Σε κάποια στιγμή, έβγαλε ένα κινητό κάπου από το κιμονό της και κάλεσε έναν αριθμό.

«Εμπρός;»

«Νιάου».

«Μπράβο, Σιαμέζα, μπράβο! Τώρα τα ‘χουμε και τα τρία! Άσε το σακ-βουαγιάζ στο σημείο 5, όπως είπαμε».

«Νιάου;»

«Πάρε τραμ, περνάνε όλο το βράδυ. Τα ταξί έχουν απεργία».

«Νιάου».



*  *  *  *  *  *  *


«Κυρία, θα πάρεις κάρτες της UNISEF;»

Η Γάτα Αβησσυνίας σήκωσε ενοχλημένη το βλέμμα κι αυτό που είδε πάνω από τα στρογγυλά γυαλιά της δεν την ενθουσίασε καθόλου. Ένας ξερακιανός άντρας απροσδιόριστης ηλικίας κράδαινε κάποιες κάρτες μπροστά της. Μάλλον πρεζόνι. Όλα επάνω του ήταν ντεκαντάνς: τα μακριά του μούσια, τα βουλιαγμένα του μάγουλα, τα βρώμικά του ρούχα, τα άλουστά του μαλλιά κι η ξεβαμμένη τσάντα στον ώμο του. Καθόλου συμβατή εικόνα με τον πεζόδρομο στο βραδινό Κολωνάκι. «Φεύγεις».

«Πάρε κάρτες, πάρε. Ή μήπως θες αναπτήρες;» είπε κι άνοιξε την τσάντα του.

«Έφυγες ήδη». Σίγουρα πρεζόνι.

«Αναπτήρας–ραπτομηχανή, αναπτήρας–ακρίδα, αναπτήρας–τράπουλα, αναπτήρας–καραμπίνα, έχω και πονηρούς». Η ξεβαμμένη τσάντα άρχισε να αδειάζει το περιεχόμενό της στο τραπέζι: ένα απίθανο συνονθύλευμα κινέζικων μπιχλιμπιδιών, εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους. Το μόνο κοινό που είχαν ήταν ότι όλα διέθεταν ένα κουμπάκι που βγάζει φλόγα κι ένα άλλο που βγάζει φως.

«Δεν υπάρχεις, είσαι ένα όνειρο που είδα χθες βράδυ», είπε η Γάτα Αβησσυνίας κι αναστέναξε μέσα της. Αυτά τα πρεζόνια δεν ξεκολλάνε με τίποτα... Ίσως γι’ αυτό μπορεί και μένει ασυγκίνητος στις φερομόνες μου, ο εγκέφαλός του θα είναι τόσο καμένος, ώστε αναγνωρίζει μόνο τη λέξη δόση...

«Μη με πετάς σαν χθεσινή εφημερίδα, κυρία» είπε το πρεζόνι. «Οι συγκυρίες κι οι κακές παρέες με έφεραν στο σημείο να εκλιπαρώ την κατανόησή σου. Αν ξεδιπλώσω μπροστά σου το δράμα μου, θα γεμίσω δέκα μυθιστορήματα. Εμένα που με βλέπεις, με έκανε κάποτε εξώφυλλο το Forbes. Έχω χρηματίσει σύμβουλος επικρατείας, κάποτε ήξερα και τι σημαίνει η λέξη τελεστικότητα. Μήπως θες μαρκαδόρους;»

«Όχι, δε θέλω!» έκανε η Γάτα Αβησσυνίας αηδιασμένη. «Θέλω να σηκωθείς να φύγεις και – καλά, αναπτήρας είναι αυτό;»

«Ωραίος, ε; Εντελώς hardcore. Δουλεύει έτσι». Της έδειξε.

«Πλάκα έχει! Και πού είναι ο φακός;»

«Εδώ. Πατάς αυτό».

«Έλα!» Η Γάτα Αβησσυνίας πάτησε το αυτό μερικές φορές χαμογελώντας.

«Δέκα ευρώ. Άντε, για σένα οκτώ. Μην το πατάς συνέχεια, θα πάθει κάνα εγκεφαλικό. Πάρ’ τον δώρο στο αγόρι σου, θα τον λατρέψει. Ή πάρε αυτόν», είπε το πρεζόνι κι έβγαλε έναν άλλον αναπτήρα από τα βάθη της τσάντας.

«Ιιιιιι! Καλέ κρύψ’ τον, έχει και μικρά παιδιά εδώ πέρα!»

«Ωραίος, φροϊδικός, x-rated. Κατευθείαν από τα εργαστήρια της NASA, μόνο δώδεκα ευρώ. Με τέσσερις πρόσθετες λειτουργίες, τις γράφει το βιβλιαράκι». Της έδωσε το βιβλιαράκι.

«Καλά, ε; Με κούφανες, μιλάμε!»

«Είδες τι σου είναι η επιστήμη; Πάρ’ τον δώρο στον άντρα σου, μόνο δώδεκα ευρώ, ειδικά για σένα. Αχ, κάποτε ήξερα και τη λέξη επιδαψιλεύω...»

«Έχεις κι άλλους;»

«Να σου δείξω τον καλύτερο». Το πρεζόνι έβγαλε ένα κουτί με μια σχισμή από την τσάντα. «Αναπτήρας–κάλπη. Βάζεις κάτι μέσα και βγάζει κυβέρνηση, φωτίζεται κιόλας».

«Πώς βγάζει κυβέρνηση;»

«Να, βάλε κάτι να δεις. Κάτι ελαφρύ, ε;»

«Να βάλω αυτό».

«Ελαφρύ, είπαμε».

«Ελαφρύ είναι. Μη νομίζεις, σχεδόν άδειο είναι μέσα ... έλα, ρε, που βγάζει κυβέρνηση, σιγά! Φωτίζεται και θα πω, σαν λατέρνα είναι, εντελώς μούφα, μιλάμε! Παίζει και τον ύμνο του ΠΑΣΟΚ, δεν τον θέλω!»

«Ό,τι πει ο λαός».

«Πώς βγάζω το πουγκί μου τώρα;»

«Έτσι. Ορίστε».

«Μερσί. Λοιπόν, θα πάρω τον προηγούμενο, αυτόν με τις τέσσερις πρόσθετες λειτουργίες».

Μετά από λίγη ώρα στον πεζόδρομο, η Γάτα Αβησσυνίας κοιτούσε το καινούργιο της απόκτημα πάνω στο τραπέζι κι έγραφε στο κινητό της: ΘΑ ΠΑΘΕΤΕ ΠΛΑΚΑ ΜΟΛΙΣ ΣΑΣ ΤΟΝ ΔΕΙΞΩ!!! ΕΧΕΙ ΚΑΙ 4 ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ!!!! ΦΙΛΑΚΙΑ, ΧΧΧ. Τέλειωσε τον καφέ, κοίταξε το ροζ βελούδινο πουγκί στην τσέπη της και το άνοιξε για να θαυμάσει μια ακόμα φορά το περιεχόμενό του. Άντε,ας πάω στο σημείο 5 να το αφήσω, σκέφτηκε. Ένας πιτσιρικάς είδε τον αναπτήρα πάνω στο τραπέζι και τον έδειξε με απορία στη μάνα του, αυτή όμως βιάστηκε να τον τραβήξει απ’ το χέρι και να απομακρυνθεί.

Την ίδια ώρα, ο Αραφάτ χαμογελούσε μέσα σ’ ένα λεωφορείο με κατεύθυνση το Χαϊδάρι, κοιτώντας την ξεβαμμένη τσάντα στα πόδια του. Σκέφτηκε κάτι και χαμογέλασε ακόμα περισσότερο. Έχωσε το χέρι του στην τσάντα, ψαχούλεψε λίγο κι από μέσα έβγαλε ένα μπλε βελούδινο πουγκί. Έλυσε τον φιόγκο του και κοίταξε για μια στιγμή το περιεχόμενο. «Άσπρη», μονολόγησε, «σαν τα αιώνια χιόνια του Ολύμπου!»


*  *  *  *  *  *  *


Η Γάτα Περσίας κόντευε να βγάλει σπυριά. Είχε πάρει ταξί από το αεροδρόμιο για να πάει στο σημείο 5, όμως ο ταξιτζής αποδείχθηκε... πολύ ΠΑΣΟΚ. Ήταν ένας εξηντάρης με γκρίζα μαλλιά και γαμψή μύτη, που της είχε εξιστορήσει όλη του την κομματική σταδιοδρομία: πώς άκουσε φοιτητής πρώτη φορά τον Ανδρέα να μιλάει σ’ ένα αμφιθέατρο, πώς έφυγε από το ΚΟΔΗΣΟ και πήγε στο ΠΑΣΟΚ, τις γιορτές στο Κιλελέρ που οργάνωσε τη δεκαετία του ’80, τα άρθρα που έγραφε τότε στην Αυριανή με υπογραφή Χ.Χ., όλα... Οι φερομόνες της δεν έδειχναν να έχουν καμία επίδραση επάνω του, ο τύπος ήταν ασταμάτητος και ατάραχος. Χώρια που το CD player του αυτοκινήτου έπαιζε όλη την ώρα το Θα Σε Ξανάβρω Στους Μπαξέδες, σε ατέλειωτα replay. Χώρια που μάλλον ο τύπος την έκλεβε κιόλας.

Όταν περνούσαν από το Μαρούσι, η Γάτα δεν άντεξε άλλο: «Σταμάτα, σταμάτα» του είπε, καθώς είδε μια πιάτσα ταξί στην Κηφισίας. «Θα κατεβώ εδώ πέγα». Πάντα έτρωγε το ρο όταν νευρίαζε και το έκανε γάμα.

«Σίγουρα; Δε θες να σε πάω–»

«Σίγουγα, ναι». Το όχημα σταμάτησε κι η Γάτα Περσίας κοίταξε το ταξίμετρο. «Τγιάντα τγία ευγώ;!»

«Μάλιστα», είπε ο ταξιτζής με απάθεια. «Κοίτα, αν δε θες απόδειξη–»

«Άστο, ξέχνα το. Τγιάντα τγία ευγώ, τι να κάνουμε». Άνοιξε την τσάντα της με τα στρας και του έδωσε ένα πενηντάρικο.

«Αχ!... Δεν έχω ψιλά, μανάρι μου! Απ’ το πρωί, όλοι πενηντάρικα–»

«Καλά, καλά. Πού έχει πεγίπτεγο να πάγω μια εφημεγίδα;»

Οδήγησαν λίγο ακόμα και βρήκαν ένα. Ο περιπτεράς εντυπωσιάστηκε από τη γυναικάρα με το τιγρέ φόρεμα που εμφανίστηκε ξαφνικά και προσφέρθηκε να της χαρίσει την εφημερίδα, καθότι είχε μείνει εντελώς από ψιλά. Η Γάτα Περσίας επέστρεψε στο ταξί βράζοντας, με το πενηντάρικο στο χέρι. Ξαφνικά πάγωσε. Συνειδητοποίησε ότι πάνω στα νεύρα της, είχε αφήσει την τσάντα στο ταξί.

«Να σου πω, κούκλα μου, θα γελάσεις! Τελικά είχα ψιλά!» είπε ο ταξιτζής.

Η Γάτα άνοιξε την πίσω πόρτα και είδε την τσάντα της πάνω στο κάθισμα. Πάλι καλά! Ξεκούμπωσε το κλιπ κι έλεγξε ότι το πολύτιμο Αντικείμενο ήταν μέσα.

«Βρήκα στην κωλότσεπη, τα είχα ξεχάσει! Συγνώμη, ε;». Της έδωσε τρία τσαλακωμένα τάλιρα, υγρά απ’ τον ιδρώτα. «Μυαλό είν’ κι αυτό, τι να σου κάνει... χίλια συγνώμη».

«...;...»

«Αχ! Δεν έχω κέρματα, μωρό μου! Είχα το πρωί μπόλικα, όμως μπήκαν–»

«Εντάξει, παγάτα μ’ ήσυχη, αντίο». Η Γάτα απομακρύνθηκε προς την πιάτσα των ταξί βγάζοντας καπνούς. Ο Ρόκκος Χοϊδάς την κοίταξε για λίγο χαμογελώντας. Κατόπιν μπήκε στο αυτοκίνητο, πήρε ένα κουτί σαν κάλπη, το άνοιξε και τράβηξε από μέσα μια σομόν γυναικεία τσάντα με στρας. Ξεκούμπωσε το κλιπ, κοίταξε το περιεχόμενό της κι άρχισε να χαχανίζει. «Τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς...» τραγουδούσε ο Αντώνης Καλογιάννης για πολλοστή φορά.


*  *  *  *  *  *  *


Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά, το νυχτερινό τραμ στην παραλιακή τραβούσε το μακρύ του δρόμο για το Σύνταγμα, σαν τους θαυματοποιούς που όλη μέρα χάρισαν όνειρα στα παιδιά και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους αγγέλους, που θα ‘λεγε κι ο Τάσος Λειβαδίτης. Γλυφάδα, Ελληνικό, Άλιμος, οι άδειες στάσεις το κοιτούσαν με αδιαφορία, αμέτοχες σαν τα περίπτερα στην κίνηση, που θα ‘λεγε κι ο Νίκος Καρούζος. Τις προσπερνούσε κι αυτό θιγμένο και περιφρονημένο, μεταφέροντας τον μοναδικό του επιβάτη: μια γυναίκα με έντονα ζυγωματικά, σμαραγδένια μάτια και φιλντισένιο δέρμα, ένα κορίτσι αμάραντο σαν μυγδαλιάς κλωνάρι, που θα ‘λεγε κι ο Νίκος Γκάτσος. Καθόταν σε ένα από τα τελευταία καθίσματα και δίπλα της είχε ένα μακρόστενο σακ-βουαγιάζ.

Καθώς περνούσε έξω από τα Συμμαχικά Νεκροταφεία, το μεταλλικό σκουλίκι επιβράδυνε για πρώτη φορά και σταμάτησε. Μια ψιλόλιγνη φιγούρα με λαδί καμπαρντίνα, καρό πουκάμισο και τεράστιο μουστάκι μπήκε μέσα, οι πόρτες έκλεισαν και το τραμ ξεκίνησε πάλι. Η γυναίκα σήκωσε το βλέμμα χωρίς να κινήσει καθόλου το κεφάλι της. «Το όνομά μου είναι Τζακ», είπε το μουστάκι, «Χάλογουϊν Τζακ. Να που συναντιόμαστε λοιπόν, Σιαμέζα». Μια τετράδα καθισμάτων τους χώριζε όλο κι όλο.

Τινάχτηκε επάνω σαν ελατήριο. Τα νύχια της μάκρυναν, οι κυνόδοντές της μεγάλωσαν, το βλέμμα της πέταξε φλόγες. «Νιάου...» σύριξε λαρυγγικά με τα αποσιωπητικά της θανάσιμης απειλής, όρμησε προς το μέρος του όμως σταμάτησε όταν είδε τι κρατούσε στα χέρια του ο Χάλογουϊν Τζακ: δύο μεταλλικούς ήλιους του ΠΑΣΟΚ, με τις εννιά ακτίνες τους καλοακονισμένες και αιχμηρές. «Χα!» φώναξε το Διαμαντόσκυλο, «έξω από την ΕΟΚ!» και της εκσφενδόνισε με δύναμη τον έναν, κατευθείαν στο φιλντισένιο της μέτωπο.

Χρειάζεται να καταφύγουμε στην αργή κίνηση για να παρακολουθήσουμε την επόμενη σκηνή, έγιναν όλα τόσο γρήγορα που το μάτι δεν τα πιάνει: ο μεταλλικός ήλιος στριφογυρίζει, τρέχει με ταχύτητα σφαίρας πιστολιού, τα μάτια της Σιαμέζας τον παρακολουθούν εκατοστό προς εκατοστό, ρίχνει με χάρη το κεφάλι στο πλάι λίγο πριν το σοσιαλιστικό σούρικεν αγγίξει το μέτωπό της, αυτό περνάει χιλιοστά από το αυτί της, χαϊδεύει λίγο τα μαλλιά της, διαπερνάει την πίσω καμπίνα του τραμ και πέφτει στις ράγες. Εννιά τρίχες από τα μαλλιά της Σιαμέζας πέφτουν δίπλα στα πόδια της. Όλο το στιγμιότυπο διήρκεσε 0,04 μιλισεκόντ.

«Αχά!» έκανε ο Χάλογουϊν Τζακ, «οι δυνάμεις της αντίδρασης έχουν γρήγορες αντιδράσεις... Πρέπει να χτυπήσουμε την ίδια την καρδιά του συστήματος!» Σήκωσε τον δεύτερο ήλιο, «Έξω από το ΝΑΤΟ!» φώναξε και τον πέταξε κατευθείαν στο κέντρο του στήθους της.

Η Σιαμέζα έκανε απλώς μια αστραπιαία κίνηση με το χέρι της, καθώς το ημικύκλιο με τις εννιά φονικές ακτίνες τιναζόταν κατά πάνω της. Τα μακριά της νύχια άστραψαν στο ημίφως του τραμ, ακούστηκε ένας μεταλλικός ήχος, και την αμέσως επόμενη στιγμή έπεσαν στα πόδια της δύο τεταρτοκύκλια, το καθένα με τεσσεράμισι ακτίνες.

«Mea culpa…» έκανε την αυτοκριτική του ο Χάλογουϊν Τζακ. Με ένα άλμα, η Σιαμέζα σηκώθηκε στον αέρα και έσκισε σαν σαΐτα τα λίγα μέτρα που τους χώριζαν. Το τακούνι της προσγειώθηκε στο στομάχι του Διαμαντόσκυλου, που γούρλωσε τα μάτια του και τινάχτηκε πίσω προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Όταν ξαναβρήκε την αναπνοή του, η Σιαμέζα στεκόταν ακριβώς μπροστά του. Τα χέρια της έμοιαζαν σαν πόδια αρπακτικού με γαμψόνυχα. Έβγαλε έναν οξύ συριστικό ήχο και κάρφωσε το δεξί της χέρι στην καρδιά του Διαμαντόσκυλου...

... όμως είδε τα νύχια της να σταματούν πάνω στη λαδί καμπαρντίνα. Τα μάτια της στένεψαν παραξενεμένα.

«Χοχοχο! Αυτή δεν είναι μια κοινή καμπαρντίνα!» γέλασε ο Χάλογουϊν Τζάκ κι έβαλε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του. «Είναι φοδραρισμένη με το ζιβάγκο που φορούσε ο Ανδρέας στη βουλή το ’75, όταν είπε στον Καραμανλή: Η Ελλάς ανήκει στους Έλληνες!». Στο χέρι του είχε εμφανιστεί ένα μικρό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι. «Κι αυτό είναι το στιλέτο με το οποίο αδερφοποιήθηκε ο Ανδρέας κι ο Καντάφι στην Ελούντα το ’84! Έχει αντιιμπεριαλιστικό αίμα επάνω του! Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ’ αυτό μου φέρνει τρόμο!»

Η Σιαμέζα οπισθοχώρησε, μην αφήνοντας στιγμή από τα μάτια της το μαχαίρι. Το βλέμμα της μπορούσε να σκοτώσει κουνούπια σε ακτίνα τριών μέτρων. Κρατώντας την στη μύτη του μαχαιριού, ο Χάλογουϊν Τζακ την ανάγκασε να πισωπατήσει κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, μέχρι που η πλάτη της ακούμπησε στην πόρτα της πίσω καμπίνας. Με το ελεύθερο χέρι του, το Διαμαντόσκυλο πήρε το μακρόστενο σακ-βουαγιάζ από τα τελευταία καθίσματα και το έχωσε κάτω από την καμπαρντίνα του. «Απόψε πεθαίνει η Δεξιά!» ανακοίνωσε θριαμβευτικά. Λίγα εκατοστά μόνο χώριζαν τη μύτη του μαχαιριού από το πατριωτικό της στήθος.

Με ένα αστραπιαίο άλμα, η Σιαμέζα πιάστηκε από μια χειρολαβή, έκανε στροφή στον αέρα, χτύπησε με τα πόδια της την οροφή και βρέθηκε πίσω από το Διαμαντόσκυλο. Ο Χάλογουϊν Τζακ ένιωσε ένα γόνατο να τον κλωτσάει με δύναμη στα νεφρά. Ο πόνος ήταν ανυπόφορος. Το μαχαίρι έφυγε από τα χέρια του κι ο ίδιος έπεσε κάτω με τα μούτρα, σαν το ΠΑΣΟΚ το ’89. Σηκώθηκε όμως και ξαναστάθηκε στα πόδια του, σαν το ΠΑΣΟΚ το ’93. Έριξε μια γρήγορη ματιά για το σακ-βουαγιάζ όμως το είδε πίσω από τα πόδια της Σιαμέζας. Της Σιαμέζας;

Το πλάσμα απέναντί του έμοιαζε με εφιάλτη ξεβρασμένο από τα βάθη της κόλασης. Τα μάτια του πετούσαν φλόγες, σκότωναν ποντίκια σε ακτίνα δέκα μέτρων, το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από την οργή, οι κυνόδοντές του βγήκαν από το στόμα, τα νύχια του μάκρυναν κι άλλο, έγιναν σαν σπαθιά σαμουράι, και λεπίδες πρόβαλλαν από τα τακούνια του. «Νιάουυυυγχγχγχ...» έκανε λαρυγγικά το τέρας, με τα αποσιωπητικά του πέρα από τον τάφο μίσους, και προχώρησε προς το Διαμαντόσκυλο. Τα τακούνια έσκιζαν το πάτωμα του τραμ σε κάθε βήμα.

«Αισθάνομαι βαθύτατα συγκινημένος...» παραδέχτηκε ο Χάλογουϊν Τζακ, «τελικά πρέπει να χρησιμοποιήσω το Υπέρτατο Όπλο». Το τέρας είχε ήδη φτάσει μπροστά του, μπορούσε να μυρίσει την τοξική του ανάσα που απολύμαινε πισίνα Εκάλης σε τρία δευτερόλεπτα. «Εδώ και τώρα, Αλλαγή!» πρόφερε ο Τζακ. Τα ηχοευαίσθητα κουμπιά στο πουκάμισό του συνέλαβαν τον συνθηματικό ήχο και άνοιξαν, αποκαλύπτοντας αυτό που φορούσε από κάτω:

Μπλουζάκι με στάμπα του Ευάγγελου Γιαννόπουλου.

«Νιάρρρρ!....» ούρλιαξε το τέρας-Σιαμέζα και τινάχτηκε δέκα μέτρα πίσω με τρόμο. Με το ένα χέρι προσπάθησε να καλύψει τα μάτια του και με το άλλο γράπωσε γρήγορα το σακ-βουαγιάζ.

«Χαχαχα!!» είπε ο Χάλογουϊν Τζακ, «το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ, ενωμένο, δυνατό!» κι άρχισε να προχωράει με αποφασιστικά βήματα μπροστά.

Το τέρας-Σιαμέζα σφάδαζε από τον πανικό. Προσπαθούσε να μην κοιτάζει και να οπισθοπατεί με σπασμωδικά, αδέξια βήματα, αφήνοντας πίσω του βαθιές τρύπες στο πάτωμα του τραμ, ενώ το Διαμαντόσκυλο ερχόταν προς το μέρος του χαμογελώντας μέχρι τ’ αυτιά. Το τέρας έφτασε τυφλά ως τη φυσούνα στη μέση του τραμ και σταμάτησε. Οι λεπίδες των τακουνιών του έγιναν τεράστιες, σαν τα πηρούνια ενός κλαρκ. Έριξε ένα δυνατό χτύπημα στο πάτωμα, πρώτα με το δεξί και μετά με τ’ αριστερό, διαλύοντας από κάτω τα συνδετικά των βαγονιών. Τέντωσε τα χέρια, με τα δάχτυλα ανοιγμένα σαν βεντάλια, και τα σπαθένια νύχια διαπέρασαν τα τοιχώματα και την οροφή. Λίγο πριν το τραμ κοπεί στα δύο, το τέρας έκανε ένα μικρό βήμα προς τα πίσω γραπώνοντας σφιχτά το πολύτιμο σακ-βουαγιάζ.

Στο αποκεφαλισμένο βαγόνι, ο Χάλογουϊν Τζακ έμεινε να κοιτάζει το κολοβό τραμ μπροστά του που έφευγε προς το Σύνταγμα μαζί με τη Σιαμέζα. Την είδε να μαζεύει τα νύχια και τα τακούνια της, το πρόσωπό της μαλάκωσε, έγινε πάλι η γοητευτική Σιαμέζα, καθώς το κομμένο βαγόνι επιβράδυνε όλο και περισσότερο κι αυτή απομακρυνόταν σταθερά. Πριν να σε χορτάσουνε τα μάτια μου, σ’ άρπαξε θαρρείς το λεωφορείο. Το κολοβό τραμ χάθηκε μέσα στην αθηναϊκή νύχτα και το αποκεφαλισμένο βαγόνι σε κάποια στιγμή ακινητοποιήθηκε. Ο Χάλογουϊν Τζακ κούμπωσε το καρό του πουκάμισο κι από τη φόδρα της καμπαρντίνας έβγαλε ένα παρόμοιο σακ-βουαγιάζ μ’ αυτό που η Σιαμέζα αναχώρησε μέσα στη νύχτα. «Χεχεχε!!» γέλασε το Διαμαντόσκυλο, «τίποτα δεν παραμένει ίδιο άμα έρθει σ’ επαφή με ένα ιστορικό ζιβάγκο του Ανδρέα!»


*  *  *  *  *  *  *


«Σπύρο, από στιγμή σε στιγμή έρχεται ο Πρόεδρος!» είπε ο Δημοσθένης αγουροξυπνημένος, με μια κούπα καφέ στο χέρι. Ο ανατολικός ουρανός είχε ήδη αρχίσει ν’ αλλάζει χρώμα, η οδός Καλλιρόης ξυπνούσε και φωτιζόταν, όμως το ψηλό κτίριο παρέμενε τυλιγμένο στο σκοτάδι, σαν κάτι που τις σκιές συνάζει.

«Ναι, εντάξει» απάντησε ο Άδωνις χωρίς να γυρίσει, «πέρασε πριν λίγο ο Τσάρλι και τα ‘φερε, είναι στο συρτάρι του γραφείου. Εγώ έχω να δουλέψω λίγο ακόμα». Στο ένα του χέρι κρατούσε μια χοντρή βελόνα και στο άλλο ένα κουκλάκι που έγραφε: ΑΛΕΚΟΣ ΑΛΑΒΑΝΟΣ.

Απ’ έξω ακούστηκε το ασανσέρ. Ο Δημοσθένης άφησε τον καφέ κι άνοιξε την πόρτα. Μετά από λίγο, μπήκε ορμητικά ο Πρόεδρος. «Είναι εδώ; Είναι εδώ;»

«Εδώ είναι», απάντησε ο Δημοσθένης κι άνοιξε το συρτάρι του γραφείου. Εκεί μέσα, δίπλα από τα Απομνημονεύματα του Αλέξανδρου Παπάγου, ήταν ένα μακρόστενο σακ-βουαγιάζ, μια ασημί γυναικεία τσάντα με στρας κι ένα ροζ βελούδινο πουγκί. Ο Πρόεδρος τα κοίταξε σαν να ήταν τα δώρα των Μάγων.

«Αυτό είναι! Τώρα ξημερώνει μια καινούργια μέρα για την Ελλάδα!» έκανε ο Πρόεδρος με συγκίνηση. «Μια χρυσή αυγή! Όλα θ’ αλλάξουν! Τώρα οι προσπεράσεις θα γίνονται μόνο από δεξιά και κανείς δε θα οδηγεί στην αριστερή λωρίδα!» Πήρε το σακ-βουαγιάζ στα χέρια του, που έτρεμαν στο ρυθμό του Μέσα Στ’ Απρίλη Τη Γιορτή.

«Πρόεδρε, τώρα που θα γίνεις Άρχοντας της Πολιτικής, θα με κάνεις Υπουργό Αρχαιοελληνικής Παιδείας;» είπε ο Άδωνις διαπερνώντας το κουκλάκι απ’ άκρη σ’ άκρη.

«Κι εμένα Υπουργό Εξωτερικών», ζήτησε ο Δημοσθένης, «να διαπραγματεύομαι με τον Πούτιν, τον Άρη, τον–»

«Σκάστε, ρε σεις!» φώναξε ο Πρόεδρος κατακόκκινος. Είχε ανοίξει το σακ-βουαγιάζ κι από μέσα είχε βγάλει ένα κομμάτι καλάμι.

«Τι;» Οι άλλοι δύο παράτησαν ό,τι έκαναν κι έτρεξαν δίπλα του. «Έχει κι ένα χαρτάκι», παρατήρησε ο Άδωνις, «λέει: Καλό Καβάλημα!»

«Μπαμπού είναι». Ο Δημοσθένης το περιεργάστηκε. «Δηλαδή, θέλω να πω, σίγουρα δεν είναι αυτό η Ράβδος της Ιστορίας. Κάποιος κάνει πουτινιές στον Πούτιν...»

Ο Πρόεδρος άνοιξε το στόμα του να πει κάτι, όμως το ξανάκλεισε. Πήρε τη γυναικεία τσάντα στα χέρια του και την κοίταξε για μια στιγμή. «Το Ρολόι της Πρωθυπουργίας», τον πληροφόρησε ο Άδωνις. Άνοιξε το κλιπ της τσάντας, έχωσε το χέρι του μέσα και τράβηξε ένα πλαστικό ρολογάκι Μίκυ Μάους. Τρία ζευγάρια μάτια έμειναν να το κοιτάνε.

«Ποιο Ρολόι της Πρωθυπουργίας, ρε Σπύρο!...» γάβγισε ο Πρόεδρος, κρατώντας το ρολογάκι Μίκυ Μάους με τα δυο δάχτυλα από την άκρη, σαν να ήταν λιωμένη κατσαρίδα. «Μ’ αυτό δε γίνεσαι ούτε πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου! Κάποιος μας την έφερε!...»

«Έχει και αλάρμ», παρατήρησε ο Δημοσθένης. «Και πυξίδα».

«Ανοίξτε το εσείς αυτό», είπε κουρασμένα ο Πρόεδρος δείχνοντας το βελούδινο πουγκί, «εγώ δεν τολμώ... ούτε να το βλέπω δε θέλω... Τι έχει μέσα; Την Τούφα της Επικοινωνίας;»

«Εχμ, όχι» είπε ο Άδωνις που κρατούσε ήδη το πουγκί. «Όχι, σε καμία περίπτωση».

«Τι έχει;»

«Ένα μπρελόκ του ΠΑΣΟΚ».

Έπεσε μια παγωμένη σιωπή, μόνο το ελαφρύ τικ-τακ από το ρολογάκι Μίκυ Μάους ακουγόταν. Έξω, ο ήλιος είχε ανατείλει και το πρωινό μποτιλιάρισμα της Καλλιρόης ερχόταν ήδη για το ραντεβού του με την ταλαιπωρία. «Ποιος μας το ‘κανε αυτό;» ούρλιαξε ο Πρόεδρος, «πώς γίνεται; Ποιος μπορεί να νικήσει τις Γάτες; Ποιος–»

Εκείνη τη στιγμή ακριβώς χτύπησε το τηλέφωνο του γραφείου. Στράφηκαν όλοι και το κοίταξαν, σαν να ήταν ανένταχτος τροτσκιστής. Χτύπησε άλλη μια φορά. Κι άλλη. Κι άλλη. Κι άλλη. Κι άλλη. Κι άλλη. Στο τέλος ο Πρόεδρος δεν άντεξε: «Εμπρός; Ποιος είναι;» είπε και το έβαλε στην ανοιχτή ακρόαση. Καμία φωνή δεν απάντησε από την άλλη άκρη της γραμμής, παρά μόνο μια μουσική, και στο γραφείο της οδού Καλλιρόης αντήχησε το τραγούδι των Διαμαντόσκυλων: Αυτό δεν είναι ροκ εν ρολ! Αυτό είναι γενοκτονία!


11 σχόλια:

  1. Ναι, αλλά τελικά ποιος τα κράτησε τα τρία Αντικείμενα; Νομίζω αξίζει να περιμένουμε και μια συνέχεια.

    Και, μια και ζήτησες στο προηγούμενο να είμαι σχολαστικός: αποσιωποιητικά -> αποσιωπητικά :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. To διόρθωσα, μερσί! Πες μου αν βρεις κι άλλα, είμαι λίγο ανορθόγραφος.

    Θα έχουμε και συνέχεια - ανυπερθέτως, απαρεγκλίτως. Να ξεκουραστώ όμως λίγο γιατί το κεφάλι μου έχει γίνει καζάνι απ' το γράψιμο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Σήκωσε το μουσκεμένο πουγκί από το βρώμικο νερό. Το κέντρο της πόλης γέμιζε παγίδες κάθε φορά που έβρεχε. Τη μία ισορροπούσες στο λεπτό φιλμ βροχής στο πεζοδρόμιο και στο επόμενο βήμα ένιωθες το νερό μέχρι τον αστράγαλό σου. Έκατσε βιαστικά στο πρώτο τραπεζάκι στη στοά που τρύπωσε. Άδειασε με ανυπομονησία, αλλά και πολύ προσοχή, το περιεχόμενο. Ένας λιγδιασμένος σκούρος μαύρος κετσές έπεσε στο τραπέζι. Κατάρα! Τόσα χρόνια μετά, ο Σκουφής είχε τελικά δίκιο. Η μόνη αυθεντική τούφα ήταν της κυρίας καθηγήτριας. Αυτής που έτρωγε καθημερινά και κυριολεκτικά στη μάπα τόσα χρόνια, τόσα πρωινά. Όχι μπροστά απ' το φακό· πίσω απ' αυτόν, ικανοποιώντας την απαράβατα, Δευτέρα με Παρασκευή, για να κρατάει τη θέση του. Χαλάλι, βέβαια· τώρα ήταν κι αυτός διευθυντής. Έβγαινε, λοιπόν, αληθινός ο Βασιλάκης. Ο κακομοίρης ο οικονομολόγος, με τα ένσημα απ' τα γεννοφάσκια του, την είχε ψωνίσει· για να γίνει ακαδημαϊκός κι αυτός είχε πειστεί ότι του έλειπε μόνο μια τούφα, έστω και ψεύτικη...

    Η αποστολή αποδείχτηκε άσκοπη. Όμως, πόσο ακόμη μπορούσαν τα Διαμαντόσκυλα να διακινδυνεύουν την ύπαρξη του αντικειμένου in the wild, στο κεφάλι της καθηγήτριας;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Περιμένω συντονισμένη! Με καρδιά!
    Αυτο δεν είναι διήγημα, είναι προφητεία. Το πουγκί μονάχα αλλάζει αποχρώσεις.. σομόν/ροζ. Παραπλήσιες βέβαια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Βιάστηκα πάλι.. η τσάντα αλλάζει χρώμα:
    --σομόν γυναικεία τσάντα με στρας.
    --ασημί γυναικεία τσάντα με στρας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. "[Ο Ομοιομορφοποιητής] δημιουργεί ομοιόμορφα αντίγραφα οποιουδήποτε αντικειμένου βάλεις μέσα – μόνο ομοιόμορφα, δεν έχω ακόμα καταφέρει να πετύχω το ομοιόχρωμο"

    Είναι κόνσεπτ του Γιάννη Αλευρά απ' το 1985 - θυμάσαι, ε; (ομοιόμορφα αλλά όχι ομοιόχρωμα ψηφοδέλτια, ψήφος Αλευρά κ.λπ.)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Την καθηγήτρια δε νομίζω ότι μπορώ να την πιάσω στο στόμα μου. Είχε τύχει κάποτε να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας κι είναι τέτοιο το μίσος μου γι' αυτήν, ώστε ούτε να τη σκέφτομαι δε θέλω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Κρίμα, πάντως, γιατί ο Σκουφής ήταν ο μόνος που είχε δει -εξαιτίας των καθηκόντων του- πού πραγματικά ήταν η θαυματουργή τούφα. Για την ακρίβεια ήξερε και τη γεύση της.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Για να πω την αλήθεια, δεν το πιάνω: ποιοι είναι ο Σκουφής κι ο Βασιλάκης;

    (Σκουφής = Παντερμαλής;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Ανώνυμος23/3/11

    Ενεός!!!!

    Στάθης Δ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.