Αυτό το δεύτερο μέρος γνώρισε αρκετές περιπέτειες κι εδώ παίρνουν το λόγο οι ειδικοί σκαριμπολόγοι. Είναι σίγουρο ότι ο Σκαρίμπας έγραψε ένα ακόμα αυτοτελές μυθιστόρημα από αυτό το δεύτερο μέρος, με τίτλο Χαλκίδα ή το Βατερλώ Δύο Γελοίων (ας το πούμε Βατερλώ Α’), το οποίο δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας. Ο Λάμπρος Βαρέλας υποστηρίζει ότι μελέτησε ένα αθησαύριστο τμήμα του αρχείου του Γ. Σκαρίμπα και ότι βρήκε εκεί ένα ανέκδοτο θεατρικό βασισμένο στο Βατερλώ Α’, οπότε σχημάτισε μία ιδέα για την πλοκή του. Ο φίλος Σωτήρης Ραπτόπουλος υποστηρίζει κάτι άλλο: ότι το γνωστό Βατερλώ Δύο Γελοίων (Βατερλώ Β’) που δημοσίευσε ο Σκαρίμπας το 1959, αποτελεί μετεγγραφή του Βατερλώ Α’, με καινούργιους ήρωες, καινούργια στοιχεία στην πλοκή κ.λπ., καθώς και ότι ο Σκαρίμπας χρησιμοποίησε υλικό από το Βατερλώ Α’ σε διάφορα ανύποπτα διηγήματα και έργα του κατόπιν (κυρίως στην Τυφλοβδομάδα Στη Χαλκίδα και στον Σερβάν Σεβαλιέ).
Ας κάνουμε λοιπόν μία προσπάθεια να ανασυστήσουμε την πλοκή από το αρχικό μυθιστόρημα-φάντασμα του Γιάννη Σκαρίμπα, που τελικά μετατράπηκε σε Μαριάμπας - Βατερλώ Α' - Το Σόλο Του Φίγκαρω. Ο ψυλλιασμένος αναγνώστης θ’ αρχίσει κάπου εδώ να υποπτεύεται ότι η Νανά Κελαδή από τον Μαριάμπα είναι η Νίνα Δολόξα από το Σόλο. Προσοχή στα ονόματα εντός και εκτός εισαγωγικών!

Εκδοχή Α’ (Σωτήρης Ραπτόπουλος)
Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, ο Ιωάννης Μαριάμπας σπουδάζει γεωπόνος στο εξωτερικό. Κατόπιν επιστρέφει και διορίζεται διευθυντής του Γεωργικού Γραφείου Κοζάνης, ενώ κάπου εκεί αρχίζει να αλληλογραφεί μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Μπουκέτο με τη χαλκιδαία Νανά Κελαδή. Οι δύο νέοι ερωτεύονται μέσα από την αλληλογραφία τους, χωρίς όμως ποτέ να ανταλλάξουν φωτογραφίες.
Τον Ιούλιο του 1932, ο Μαριάμπας δημοσιεύει άρθρο με τίτλο «Φυτονευρική Κυκλοθυμία» στο περιοδικό Επιστημολόγος και αναφέρει τη θεωρία του για τα αρθρόκνημα, φυτά που ισχυρίζεται ότι μπορούν να περπατούν, ενώ στις αρχές του επόμενου έτους, αποφασίζει να ζητήσει μετάθεση για τη Χαλκίδα προκειμένου να παντρευτεί τη Νανά. Μόλις αυτή το μαθαίνει, του γράφει ότι κάτι τέτοιο πρακτικά είναι αδύνατο γιατί σύμφωνα με τα ήθη της εποχής, πρέπει πρώτα να παντρευτεί η μεγάλη της αδερφή, η Βιολέτα, που είναι όμως πανάσχημη και δεν τη θέλει κανείς.
Στις 17 Μαρτίου 1933, το Υπουργείο Γεωργίας με επιστολή του επιπλήττει τον Μαριάμπα για το άρθρο του στον Επιστημολόγο. Του ζητά να μη δημοσιεύσει εκτεταμένη μελέτη για το θέμα, αν δεν την υποβάλει πρώτα προς έγκριση. Στα τέλη του έτους, έρχεται και η μετάθεση του Μαριάμπα στη Χαλκίδα.
17 Ιανουαρίου 1934: ταξιδεύοντας με το τρένο για τη Χαλκίδα, ο Μαριάμπας είναι απελπισμένος και σκέφτεται να αυτοκτονήσει: το πολύκροτο άρθρο του έγινε θέμα διοικητικής επίπληξης και ο γάμος του με τη Νανά μοιάζει απραγματοποίητος. Κάθεται στο ίδιο κουπέ με τον Ιωάννη Πιττακό, αδιόριστο γεωπόνο, και του εξομολογείται τα βάσανά του. Ο Πιττακός, που κι αυτός σκεφτόταν την αυτοκτονία (για αδιευκρίνιστους λόγους), προτείνει στον Μαριάμπα να αλλάξουν ταυτότητες, έγγραφα και ρόλους, και καταστρώνει ένα σχέδιο: θα εμφανιστεί αυτός στη Χαλκίδα ως Μαριάμπας, θα ζητήσει σε γάμο την άσχημη αδερφή, θα κάνει μία ασφάλεια ζωής με δικαιούχο τον «Ιωάννη Πιττακό» (δηλ, τον πραγματικό Μαριάμπα) και στο τέλος θα αυτοκτονήσει αφήνοντας το φίλο του πλούσιο και ελεύθερο να παντρευτεί την καλή της καρδιάς του.
Ο Πιττακός ως Μαριάμπας λοιπόν φτάνει στη Χαλκίδα, αναστατώνει την κοινωνική ζωή της πόλης, βάζει σε εφαρμογή το σχέδιό του και… τα κάνει θάλασσα:
1) Παρανοεί τη βαριά καθαρεύουσα της διοίκησης και νομίζει ότι η επιστολή του Υπουργείο Γεωργίας ζητά το αντίθετο: να δημοσιεύσει εκτεταμένη μελέτη περί της «Φυτονευρικής Κυκλοθυμίας»! Γράφει λοιπόν και εκδίδει ένα ογκωδέστατο βιβλίο (Η Μάχη Της Ζάμας ή Εισαγωγή Στη Συναισθηματική Φυτολογία), στο οποίο αναπτύσσει τις θεωρίες του (πραγματικού) Μαριάμπα για τον «τηλετροπισμό των φυτών».
2) Μπερδεύει τις δύο αδερφές και ζητά σε γάμο τη μικρότερη, όπου βέβαια η μητέρα τους του απαντά ότι αυτό είναι αδύνατο. Στην πορεία όμως, συναντιέται, ερωτεύεται και ερωτοτροπεί με τη Νανά, που κι αυτή νομίζει πως ο άντρας που εμφανίστηκε στη Χαλκίδα ήταν ο αλληλογράφος της από τον καιρό της Κοζάνης. Οι δύο νέοι θεωρούν ότι είναι «οιονεί αρραβωνιασμένοι».
Περνάει το 1934 και έρχεται το 1935: Στις αρχές Μαρτίου, ο «Μαριάμπας» (δηλ, ο Πιττακός) λαμβάνει οργισμένη επιστολή από το Υπουργείο Γεωργίας για τη Μάχη Της Ζάμας, στην οποία καλείται σε απολογία προς απόλυση και ενημερώνει τον (πραγματικό) Μαριάμπα. Στις 13 Μαρτίου, η κα. Ζαλούχου οργανώνει ένα «απρέ-μιντί» στο σπίτι της. Ο «Μαριάμπας» πηγαίνει και ρεζιλεύεται σε όλη την καλή κοινωνία της Χαλκίδας, συνειδητοποιεί επίσης και ποια ήταν στην πραγματικότητα η «αρραβωνιαστικιά» του. Την επόμενη μέρα ταχυδρομεί στον «Πιττακό» (τον πραγματικό Μαριάμπα) το πτυχίο και όλα του τα έγγραφα. Αγοράζει δύο φυσίγγια με λυκόσκαγα, τρυπώνει στο Αγγλικό Προξενείο και αντικαθιστά τα άσφαιρα φυσίγγια στο όπλο της κυρίας Προξένου.
Στους «ιδούς του Μαρτίου» (= 15 Μαρτίου), αργά τη νύχτα ο «Μαριάμπας» πηδάει στον κήπο του Αγγλικού Προξενείου. Η κυρία Προξένου, νομίζοντας ότι το όπλο της έχει άσφαιρα πυρά και ότι πρόκειται για μία συνηθισμένη νυχτερινή παράσταση από κάποιον θαυμαστή της, τον πυροβολεί ως συνήθως. Ο Πιττακός πέφτει νεκρός.
Ο πραγματικός Ιωάννης Μαριάμπας πηγαίνει στη Χαλκίδα με την ταυτότητα και τα έγγραφα του Πιττακού, και παραλαμβάνει τη θέση του διευθυντή του Γεωργικού Γραφείου. Αρχίζει να πυκνώνει τις σχέσεις του με τη Νανά Κελαδή και της παρέχει στοιχεία για να δει ότι αυτός ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο αλληλογραφούσε παλιά. Εντωμεταξύ, η πόλη κυριαρχείται από φήμες ότι ο μακαρίτης «Μαριάμπας» (δηλ, ο Πιττακός) βρικολάκιασε, ενώ κι ο πραγματικός Μαριάμπας σύντομα σχηματίζει την εντύπωση ότι ο νεκρός τον παρακολουθεί. Σε κάποια στιγμή συναντά και τον κ. Ριχάρδο Γκαμόν, αρχιμηχανικό από τη Βιέννη, ο οποίος του κάνει λόγο για την εξωανθρώπινη υπόσταση του νεκρού.
Ο Πιττακός εμφανίζεται στον Μαριάμπα και του αποκαλύπτει ότι δεν πέθανε, αλλά υπέστη νεκροφάνεια από το σοκ των πυροβολισμών της κυρίας Προξένου, τον βόλεψε μάλιστα κι ο θάνατος ενός σωσία του που είχε τύχει να παρεπιδημεί τον καιρό εκείνο στη Χαλκίδα. Οι δύο άντρες καυγαδίζουν για την αγάπη της Νανάς. Ο Μαριάμπας (δηλ, ο εμφανιζόμενος ως «Πιττακός») πείθει με τέχνασμα τον αντίζηλό του ότι η Νανά αγαπά τον ίδιον και ο Πιττακός (που είχε παρουσιαστεί στη Χαλκίδα ως «Μαριάμπας») αυτοκτονεί και πεθαίνει οριστικά.
Ο Ριχάρδος Γκαμόν όμως έχει σπείρει οριστικά την αμφιβολία στον Μαριάμπα για την ίδια την ανθρώπινη υπόστασή του… Όλο ακούει μέσα του ήχους από γρανάζια, εμπλοκές των μοχλών και οξειδώσεις των βαλβίδων, ενώ υποπτεύεται το ίδιο και για τον αδερφό της Νανάς, Κωστή Κελαδή, ίσως και για άλλους. Δέχεται τη χαριστική βολή από μία επιστολή που πέφτει στα χέρια του, την οποία απηύθυνε το εργοστάσιο του Ριχάρδου Γκαμόν στον Πιττακό, νομίζοντας κι αυτό ότι επρόκειτο για τον Μαριάμπα. Σύμφωνα με την επιστολή αυτή, ο Μαριάμπας δεν είναι παρά ένας «αυτοματικός κινητάνθρωπος», δηλ. ένα ρομπότ.
Η Νανά εντωμεταξύ έχει αρχίσει να υποπτεύεται ότι ο πραγματικός Μαριάμπας, αυτός με τον οποίο αλληλογραφούσε παλιά, είναι ο εμφανιζόμενος ως Πιττακός. Η συνειδητοποίηση αυτή δεν την ενθουσιάζει καθόλου, γιατί τελικά η καρδιά της έχει σκλαβωθεί από τον Πιττακό. Ο Μαριάμπας βλέπει ότι η Νανά έχει μείνει ερωτευμένη με την ανάμνηση ενός πεθαμένου, απογοητεύεται και αυτοκτονεί μέσα στην τρέλα του ότι είναι ένας «κινητάνθρωπος». Στην πορεία του προς την αυτοκτονία, σχηματίζει την εντύπωση ενός συστηματικού εποικισμού της Χαλκίδας από «κινητανθρώπους», που καταλαμβάνουν τις δημόσιες θέσεις και επιδιώκουν το αλάνθαστο σύστημα.
Ο Ριχάρδος Γκαμόν εντωμεταξύ συναντά στην προκυμαία της Χαλκίδας τον Αντώνη Σουρούπη, τον τρελό του χωριού. Αυτός ο τελευταίος φαντασιώνεται ότι πρόκειται να γράψει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα και είναι ερωτευμένος με τη Νανά. Ο Σουρούπης τού κλέβει το καρνέ και από τις σημειώσεις που διαβάζει, σχηματίζει κι αυτός την εντύπωση ότι η Χαλκίδα εποικίζεται από «κινητανθρώπους» (ακόμα κι από «κινητόγατες»). Δέχεται τη χαριστική βολή όταν παίρνει κατά λάθος στα χέρια του την επιστολή του αυστριακού εργοστασίου από τον Γιωσέ Μαχραμή, που αντικατέστησε τον «Πιττακό» στο Γεωργικό Γραφείο.
Ο Σουρούπης τριγυρνά στους δρόμους της Χαλκίδας ακούγοντας μέσα σε κάθε άνθρωπο «τριξίματα, εμπλοκές των μοχλών και οδειδώσεις βαλβίδων». Συναντά τη Νανά και του λέει ότι έχει μία άλλη αδερφή ολόιδια, τη Λουΐζα, η οποία είναι ρομπότ – και μάλιστα τραγουδά το σόλο του Φίγκαρω άμα την κουρδίσεις. Του δίνει το κλειδί για το κούρδισμα, το οποίο έχει σχήμα στιλέτου, τον πληροφορεί ότι η κατάλληλη υποδοχή βρίσκεται στο στήθος της αδερφής της, στην περιοχή της καρδιάς, και τον προτρέπει να τρέξει γρήγορα στο σπίτι, να κουρδίσει την αδερφή της και να ακούσει το σόλο.
Ο Σουρούπης πηγαίνει, βρίσκει τη «Λουΐζα» εκεί που του είχε πει η Νανά, την κουρδίζει, αλλά αντί για το σόλο του Φίγκαρω, η γυναίκα πέφτει νεκρή. Τον συλλαμβάνουν και τον κλείνουν στο Δαφνί.
(Δημοσιεύτηκε στα περιοδικά ΑΝΤΙ, τ. 691, και Manifesto, Πολιτική – Πολιτισμός του Θεόδωρου Παντούλα)
Εκδοχή Β’ (Λάμπρος Βαρέλας)
Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, ο Ιωάννης Μαριάμπας σπουδάζει γεωπόνος στη Βιέννη. Αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και κάνει μεταμόσχευση οργάνων στην Εταιρεία Αυτοματικών Κινητανθρώπων της Βιέννης, όπου του βάζουν τεχνητή καρδιά, τεχνητούς πνεύμονες και τεχνητό δεξί μπράτσο - Τα Τρία Στίγματα Του Ιωάννη Μαριάμπα, τον οποίον ίσως θα πρέπει να δούμε ως το πρώτο cyborg στην ελληνική λογοτεχνία. Συνεχίζει να διατηρεί κάποιες εκκρεμότητες με την εταιρεία που τον χειρούργησε, η οποία πρέπει να του χορηγεί τακτικά τα απαραίτητα ανταλλακτικά. Ο Μαριάμπας κατόπιν επιστρέφει στην Ελλάδα και διορίζεται διευθυντής του Γεωργικού Γραφείου Κοζάνης, αρχίζει να αλληλογραφεί με τη χαλκιδαία Νανά Κελαδή και η πλοκή εκτυλίσσεται όπως ακριβώς και στην Εκδοχή Α’, μέχρι τον πυροβολισμό του «Μαριάμπα» (Πιττακού) από την κυρία Προξένου.
Ο πραγματικός Ιωάννης Μαριάμπας πηγαίνει στη Χαλκίδα με την ταυτότητα και τα έγγραφα του Πιττακού, παραλαμβάνει τη θέση του διευθυντή του Γεωργικού Γραφείου, πυκνώνει τις σχέσεις του με τη Νανά Κελαδή η οποία όμως έχει μείνει ερωτευμένη με την ανάμνηση του νεκρού. Προκειμένου να της αλλάξει γνώμη, κατασκευάζει μία περσόνα, τον κ. Ζη, ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν φίλος του πεθαμένου Μαριάμπα και έχει στην κατοχή του τις ερωτικές τους επιστολές από τον καιρό της Κοζάνης.
Ο κ. Ζης αλληλογραφεί με τη Νανά, της γράφει ότι στην πραγματικότητα ο Μαριάμπας ήταν παλιάνθρωπος και προικοθήρας και την εκβιάζει ότι αν δεν κοιμηθεί μαζί του, θα δημοσιεύσει την ερωτική της αλληλογραφία μ' αυτόν. Ο «Πιττακός» (δηλ, ο πραγματικός Μαριάμπας) έρχεται σε βοήθεια της Νανάς από τον «κ. Ζη», διαπιστώνει όμως ότι αυτή παραμένει αθεράπευτα ερωτευμένη με τον άνθρωπο που γνώρισε. Αποφασίζει να αυτοκτονήσει και της δίνει ένα πιστόλι με το οποίο θα σκοτώσει τον «κ. Ζη», όταν αυτός θα έρθει το βράδυ. Έτσι ακριβώς γίνεται, οπότε ο Μαριάμπας – «Πιττακός» – «Ζης» πέφτει νεκρός από το χέρι της αγαπημένης του.
Η Εταιρεία Αυτοματικών Κινητανθρώπων εντωμεταξύ, έχει πληροφορηθεί από τις εφημερίδες το θάνατο του «Μαριάμπα» (δηλ, του Πιττακού) στη Χαλκίδα και απορεί που η νεκροψία δεν έδειξε κάτι το ασυνήθιστο. Στέλνει τον αρχιμηχανικό της, κ. Ριχάρδο Γκαμόν, να διαλευκάνει το μυστήριο, ο οποίος συναντά τον Αντώνη Σουρούπη, τον τρελό του χωριού, στην προκυμαία της Χαλκίδας και τα πράγματα καταλήγουν όπως ακριβώς στην Εκδοχή Α’.
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Περίπλους, τ. 44)
Και με τις δύο εκδοχές παραμένουν κενά στην υπόθεση, ίσως γιατί ούτε κι ο ίδιος ο Σκαρίμπας δεν μπορούσε να το παλέψει, έτσι που τα ‘μπλεξε. Ξαφνικά στο τέλος, όλη η πόλη της Χαλκίδας αρχίζει να εμφανίζει μυστηριωδώς τα Τρία Στίγματα του Ιωάννη Μαριάμπα, κι αυτό δε βρίσκεται μόνο στη φαντασία του Σουρούπη, υπάρχει και το καρνέ του Γκαμόν με τους υπαινιγμούς του. Θα ήταν ωραία αν μπορούσαμε να διαβάζαμε το αρχικό μυθιστόρημα-φάντασμα του Σκαρίμπα! Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν: ποιος έχει το κέφι, την έμπνευση και το κουράγιο να το ανασυνθέσει;
