Γονίδια Και Λουκάνικα

Διάβασα το The God Delusion του Richard Dawkins, να πάρω μια ιδέα για τη σκέψη του, και ακολούθως θα κάνω μερικά σχόλια. Η αρίθμηση των σελίδων είναι από την αγγλική έκδοση του 2006 και η απόδοση στα ελληνικά είναι δική μου.

Θεωρώ ότι ξέρετε έστω λίγα πράγματα για το βιβλίο και τον συγγραφέα: είναι και τα δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα του αθεϊσμού της ιντελιγκέντσιας, δηλαδή του μορφωμένου τμήματος της μεσαίας τάξης (= απόρριψη της θρησκείας συνήθως στο όνομα της Αλήθειας), αρκετά διαφορετικού από τον αθεϊσμό των κατώτερων τάξεων (που συνήθως απορρίπτει τη θρησκεία στο όνομα της Δικαιοσύνης). Ο Dawkins πάει πακέτο με τους Christopher Hitchens, Sam Harris, Pascal Boyer, Daniel Dennett κ.α., γνωστοί ως οι «Νέοι Αθεϊστές» (New Atheists), σε αντιδιαστολή με τους πιο πρόσφατους «Νέους Νέους Αθεϊστές» (New New Atheists) – π.χ. Alain de Botton, Alex Rosenberg, Jonathan Haidt κ.α. Οι πρώτοι θεωρούν ότι έχουν τις τελειωτικές Απαντήσεις (με άλφα κεφαλαίο) για τη θρησκεία, είναι σχεδόν όλοι διανοούμενοι της μεσαίας τάξης, λευκοί και άντρες. Οι δεύτεροι θεωρούν κι αυτοί ότι έχουν κάποιες τελειωτικές Απαντήσεις (με άλφα κεφαλαίο), προβληματίζονται όμως γιατί αναγνωρίζουν ότι η θρησκεία μπορεί να δημιουργεί δεσμούς και κοινότητες, ενώ η σύνθεσή τους είναι πιο πλουραλιστική (και, κατά τη γνώμη μου, έχουν περισσότερο ενδιαφέρον). Όσο για το βιβλίο του Dawkins, The God Delusion, είναι από τα κλασικά πονήματα του μεσοταξικού αθεϊσμού της ιντελιγκέντσιας, γραμμένο έτσι ώστε να απευθυνθεί σε ευρύ κοινό. Το κεντρικό του μήνυμα είναι ότι η θρησκεία αποτελεί παραπροϊόν της φυσικής εξέλιξης, είναι αχρείαστη και οπισθοδρομική ή, εν πάση περιπτώσει, κάνει περισσότερο κακό παρά καλό (δεν δίνεται πουθενά ένας ορισμός για τη θρησκεία, να καταλάβουμε τι έχει στο μυαλό του ο Dawkins με τη λέξη). Ο συγγραφέας αναφέρει πολλές φορές ότι φιλοδοξία του είναι να αλλάξει τις πεποιθήσεις των πιστών και να καταδείξει ότι η αθεΐα είναι μια εύλογη επιλογή ζωής• μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για τον άνθρωπο που υποστήριξε την αθεϊστική καμπάνια στα λονδρέζικα λεωφορεία (“There is probably no God. Now stop worrying and enjoy your life”). Λοιπόν... υπάρχει μια κραυγαλέα ασυνέπεια στο βιβλίο:


Αφηγηματικές Αποδομήσεις 
To μέλημα του Dawkins στο Κεφάλαιο 6 είναι να δείξει ότι η ηθική δεν εξαρτάται από τη θρησκευτικότητα, οπότε οι άθεοι δεν είναι αναγκαστικά λιγότερο ηθικοί από τους πιστούς. Αφήνοντας κατά μέρος ότι δεν μας λέει τι ακριβώς θεωρεί ηθική (π.χ. στην αρχή του κεφαλαίου μού δίνει την εντύπωση ότι ταυτίζει την ανηθικότητα με την παραβατικότητα ή την εγκληματικότητα, που φυσικά δεν είναι καθόλου το ίδιο), θα επικεντρωθώ στο κεντρικό επιχείρημά του: ότι τα ηθικά μας συναισθήματα (moral sentiments) δεν εξαρτώνται από τη θρησκευτικότητά μας αλλά έχουν γονιδιακή αιτιότητα, είναι αποτέλεσμα εξελικτικής επιλογής. Ας γίνω πιο σαφής: στην αρχή ο Dawkins παρομοιάζει τα ηθικά συναισθήματα με το σεξουαλικό πάθος (σελ. 221):

«Ένα έξυπνο ζευγάρι θα διαβάσει στον Δαρβίνο ότι η βαθύτερη αιτία της σεξουαλικής ορμής είναι η αναπαραγωγή … Όμως η σεξουαλική ορμή δεν αλλάζει, η δύναμή της στην ψυχολογία του καθενός είναι ανεξάρτητη από τη βαθύτερη δαρβινική πίεση που τη δημιουργεί. Είναι ένα ισχυρό πάθος που υπάρχει ανεξάρτητα από τις βαθύτερές του αιτίες» 

Μένω έκπληκτος όμως που ο Dawkins δεν μπορεί εδώ να δει το αντεπιχείρημα που αμέσως–αμέσως ορθώνεται ενάντια στο αποδομητικό του εγχείρημα για τη θρησκεία• τίποτα στο βιβλίο δεν με εμποδίζει να ξαναγράψω τα λόγια του ως:

«Ένα έξυπνο ζευγάρι θα διαβάσει στον Δαρβίνο ότι η βαθύτερη αιτία της θρησκευτικής πίστης είναι η επιβίωση & αναπαραγωγή (είτε άμεσα είτε ως παραπροϊόν της εξέλιξης) … Όμως η θρησκευτική πίστη δεν αλλάζει, η δύναμή της στην ψυχολογία του καθενός είναι ανεξάρτητη από τη βαθύτερη δαρβινική πίεση που τη δημιουργεί. Ένα ισχυρό πάθος που υπάρχει ανεξάρτητα από τις βαθύτερές του αιτίες». 

Είναι αστείο αλλά μπορώ να αναδιατυπώσω πολλούς από τους ισχυρισμούς του για την ηθική στο Κεφάλαιο 6, με τέτοιον τρόπο ώστε να αντιφάσκουν με το αποδομητικό του εγχείρημα, π.χ.: «Μη σκεφτείτε ούτε στιγμή ότι μια τέτοια δαρβινική αποδόμηση (“Darwinizing”) μειώνει τα ευγενή αισθήματα της συμπόνοιας και της γενναιοδωρίας» (σελ. 221) γίνεται: «Μη σκεφτείτε ούτε για μια στιγμή ότι μια τέτοια δαρβινική αποδόμηση μειώνει τα ευγενή αισθήματα της πίστης και της θρησκευτικότητας».

Έτσι όπως το θέτει ο Dawkins, δεν βλέπω τι είναι αυτό που διακρίνει τη θρησκευτικότητα από το ηθικό συναίσθημα ως προς την απομυθοποίηση που επιχειρεί, για ποιο λόγο φιλοδοξεί να πλήξει το πρώτο με μια αφήγηση γονιδιακής αναγωγής, ενώ αξιώνει (πώς ακριβώς;) ότι το δεύτερο θα μείνει ανεπηρέαστο. Ας γίνω όμως πιο συγκεκριμένος:

«Μερικοί νόμοι είναι σαν τα λουκάνικα: δέξου τα χωρίς να ξέρεις πώς φτιάχτηκαν», λέει το ρητό που αποδίδεται συνήθως στον καγκελάριο Μπίσμαρκ (το έχει πρωτοπεί ο John Godfrey Saxe). Άμα παρουσιάσεις μια αφήγηση ευτέλειας για ένα placebo, θα πλήξεις σίγουρα τη θεραπευτική του δράση. Σύμφωνα με τον Saxe, η άγνοια είναι ευτυχία όταν έχουμε να κάνουμε με νόμους και λουκάνικα, ενώ η αποδόμησή τους θα έχει φθοροποιό αποτέλεσμα στην όρεξή μας και στον σεβασμό που συνήθως τρέφουμε για τους νομοθέτες (και τους αλλαντοποιούς). Ο Dawkins πώς ακριβώς αξιώνει ότι η δαρβινική του αποδόμηση θα είναι τελεσφόρος ως προς τη θρησκευτικότητα και ατελέσφορη ως προς την ηθικότητα του αναγνώστη; Δε δίνει κάποια εξήγηση. Για λόγους σύγκρισης, ας αναφέρω μια διαφορετική αποδόμηση της ηθικότητας από έναν άλλο άθεο, τον Τάκη Κονδύλη: «Οι αξίες είναι σχετικές και ο άνθρωπος θνητός• στην έσχατη συνέπειά του τούτο το στοιχειώδες συμπέρασμα σημαίνει: μηδενισμός». Μπορεί να συμφωνώ ή να διαφωνώ μαζί του, τουλάχιστον όμως χαρακτηρίζω τη στάση του συνεπή: μιλάει στο όνομα της προσωπικής του αλήθειας και δε φοβάται να αποκαλύψει όλα τα placebo, δεν δειλιάζει μπροστά στην κατηγορία του μηδενισμού. Ο Dawkins όμως, με τη δαρβινική του αποδόμηση, φιλοδοξεί να καταδείξει την φαρμακευτική ακυρότυτα του θρησκευτικού placebo και να διατηρήσει παράλληλα την ψευδαισθησιακή θεραπευτική του ηθικού placebo.

Είναι αρκετά διαφορετικό το Κεφάλαιο 6 από τα υπόλοιπα του βιβλίου, ο Dawkins σ' αυτό μιλάει κανονιστικά ενώ στο υπόλοιπο βιβλίο μιλάει κυρίως πραγματολογικά. Το αναγνωρίζει και ο ίδιος ότι η δαρβινική του αποδόμηση μπορεί να έχει δυσάρεστα παρατράγουδα, να χρησιμοποιηθεί ως ηθικό άλλοθι:

«Ένιωσα πολύ άσχημα όταν διάβασα στον Guardian ('Animal Instincts', 27 Μαΐου 2006) ότι Το Εγωιστικό Γονίδιο ήταν το αγαπημένο βιβλίο του Jeff Skilling, διευθύνοντα συμβούλου της διαβόητης Enron Corporation, κι ότι το είχε ερμηνεύσει με όρους κοινωνικού δαρβινισμού»  (σελ. 215)

Όμως η μόνη απάντηση που προσφέρει το The God Delusion για παρερμηνείες σαν την παραπάνω είναι κανονιστική, ότι η αθεΐα (όπως τη βλέπει ο Dawkins) θα πρέπει να οδηγήσει στην εκτίμηση της ζωής, στον σεβασμό για τους άλλους κ.λπ. Θα πρέπει; Κι αν δεν το κάνει; Κι αν η δαρβινική αποδόμηση της ηθικότητας αποδειχθεί τελεσφόρος όσο η αποδόμηση της θρησκευτικότητας; Για να μη μιλάω γενικά κι αόριστα, ας δώσω πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα:


Τα Μαθηματικά του Αλτρουισμού
O George Price μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και αυτοκτόνησε στις 6 Ιανουαρίου 1975. Ήταν ένας ένθερμος πιστός που ακολουθούσε την εντολή του Χριστού: «πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και δεύρο ακολουθεί μοι». Ήταν επίσης ένας από τους σπουδαιότερους θεωρητικούς βιολόγους του 20ου αιώνα, o πρώτος που διατύπωσε τα μαθηματικά του αλτρουισμού.

Στα νιάτα του δεν ήταν ούτε βιολόγος ούτε θρησκευόμενος, αλλά χημικός και άθεος, ένας αθεράπευτος ιδεαλιστής που πίστευε στην ηθική βελτίωση της ανθρωπότητας και που, το 1955, χώρισε την ευσεβή Καθολική σύζυγό του, ακριβώς διότι ήταν ευσεβής και Καθολική. Ήρθε ερασιτέχνης το 1967 στη θεωρητική βιολογία, όμως κατάφερε να καταδείξει μαθηματικώς ότι η φυσική επιλογή μπορεί, υπό συνθήκες, να ευνοήσει τη συμπεριφορά που ονομάζουμε αλτρουιστική (τεχνικά μιλώντας, ο Price έδειξε ότι η γενετική τάση προς τη συμπεριφορά που μειώνει την προσωπική και αυξάνει τη συλλογική ωφέλεια – «αλτρουιστική συμπεριφορά» – είναι πολύ πιθανό ότι μπορεί να γίνει αντικείμενο φυσικής επιλογής, μέχρι που να εξαπλωθεί σ’ έναν πληθυσμό). Ο Price ήταν ο πρώτος που παρουσίασε μια αφήγηση για την αυτοθυσία και την ηθική ευγένεια, πώς μπορούν να αναδυθούν από έναν κόσμο γονιδιακού εγωισμού. Οι μαθηματικές του αποδείξεις επιζούν ακόμα και σήμερα.

Πριν από τη δουλειά του Price, η θεωρία της εξέλιξης δεν μπορούσε να δώσει μια πειστική αφήγηση για τις αλτρουιστικές συμπεριφορές. Είχαν γίνει κάποιες απόπειρες από τον W. Hamilton και άλλους να ενσωματώσουν στην εξέλιξη τις πράξεις αυτοθυσίας, όμως δεν έπεισαν. Ο Price ήταν ο πρώτος που βρήκε κάτι σαν τη μαθηματική απόδειξη του αλτρουισμού. Κι αυτό ήταν ένας από τους παράγοντες που τον οδήγησαν στην απελπισία και τελικά στην αυτοκτονία, καθότι ήταν υπερβολικά ιδεαλιστής για να αντέξει την αναγωγή της ηθικής μεγαλοσύνης σε μαθηματικούς τύπους περί εξάπλωσης γονιδίων σε πληθυσμούς, «αυτήν την εικόνα του κόσμου όπου το κάθε τι είναι, στην πραγματικότητα, κάτι άλλο και όπου αυτό το κάτι άλλο είναι, στο φινάλε, ξένο προς την προσωπική οικοδόμηση, ουδέτερο κι απρόσωπο», όπως το έθεσε χιουμοριστικά ο Ernest Gellner. Λίγο μετά τη δημοσίευση του paper του, ο George Price έπεσε σε κατάθλιψη, από την οποία τον έβγαλε μια θρησκευτική εμπειρία το 1970 που τον οδήγησε σε μανία φιλανθρωπίας. Τελικά όμως ούτε κι αυτή τον γλίτωσε από την αυτοκτονία (οι πληροφορίες κυρίως από το βιβλίο του Andrew Brown, The Darwin Wars, 1999).


Η Αβάσταχτη Παγερότητα του Είναι
Στο βιβλίο του Rationality in Action (2001), ο John Searle πραγματεύεται το θέμα της ελεύθερης βούλησης. Στο τέλος εξετάζει και το ενδεχόμενο του επιφαινομεναλισμού, μήπως δηλαδή η συνείδησή μας είναι ψευδαίσθηση, ένα επακόλουθο νευρονικών διαδικασιών, οπότε ούτε ελεύθερη βούληση έχουμε στην πραγματικότητα ούτε υποκειμενικότητα: «Ο επιφαινομεναλισμός είναι ένα ενδεχόμενο, όμως πάρα πολύ απίθανο• αν τον αποδεχτούμε, θα επιφέρει μεγάλες αλλαγές στην κοσμοθεώρησή μας, πιο ριζικές κι από την Επιστημονική Επανάσταση, από τη Θεωρία της Σχετικότητας και την Κβαντομηχανική» (σελ. 286) παρατηρεί ο Searle. Η περίπτωση του George Price υποστηρίζει του λόγου το αληθές• για να το θέσω πιο γενικά, μια αποδομητική αφήγηση της υποκειμενικότητάς μας σε όρους απρόσωπων μονάδων – νευρώνων ή γονιδίων – μπορεί για κάποιους να αποδειχθεί αβάσταχτη και να δημιουργήσει τεκτονικές μετατοπίσεις στην κοσμοθεώρησή τους, όπως λέει κι ο Searle. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει με μια αποδομητική αφήγηση που να παρουσιάζει την ελεύθερη βούληση ως ψευδαίσθηση, επιφαινόμενο εγκεφαλικών διαδικασιών – ή εμάς τους ίδιους ως ψευδαίσθηση, οχήματα των γονιδίων μας, οπότε αυτό που ονομάζουμε ευγενείς πράξεις αλτρουισμού είναι απλώς μαθηματικά προβλεπόμενες λύσεις στους εγωιστικούς λογαριασμούς του DNA μας.

Αναρωτιέμαι λοιπόν πώς ένας θρησκειομαχικός υπέρμαχος της επιστημονικής Αλήθειας θα πλήξει μεν τη θρησκεία, όμως θα αφήσει άθικτη την ηθικότητα (ή την ελεύθερη βούληση). Δε μου φαίνεται εύκολη δουλειά. Ο Dawkins πάντως δεν τα κατάφερε, αναγκάστηκε να γίνει ασυνεπής και προσχηματικός. Έχεις την κατάλληλη αφήγηση; Που να αποδομήσει μόνο τη θρησκεία στο όνομα της Αλήθειας και να αφήσει χώρο στην ηθικότητα, κάτι άλλο τέλος πάντων εκτός από τις ευχετήριες προτροπές του Dawkins, «μη σκεφτείτε ούτε στιγμή ότι μια τέτοια δαρβινική αποδόμηση μειώνει τα ευγενή συναισθήματα κ.λπ.»; Ή, εναλλακτικά και για να είσαι συνεπής, είσαι πρόθυμος να το φτάσεις μέχρι τέρμα; Το τέρμα δείχνει ότι για πολλούς ανθρώπους ίσως είναι επικίνδυνα κοντά στον μηδενισμό και στην αβάσταχτη παγερότητα του Είναι, στην αυτοκτονία του George Price και στο ηθικό άλλοθι του Jeff Skilling. Είσαι πρόθυμος να το τραβήξεις μέχρι εκεί; Οι Νέοι Νέοι Αθεϊστές πάντως προβληματίζονται από κάτι τέτοια θέματα.

Αρχαία Σύμβολα Ελπίδας

Είδα μέσω Buzz ότι η κα. Γιάννα Αγγελοπούλου, με την ιδιότητά της ως μέλος του παγκόσμιου Ολυμπιακού Κινήματος, έγραψε «άρθρο-φωτιά» στην Huffington Post, όπου εντοπίζει τη ρίζα του ελληνικού προβλήματος: η χώρα έχει ξεχάσει πώς να μαθαίνει από το παρελθόν της. Συγκεκριμένα, η χώρα έχει ξεχάσει να εμπνέεται από τους σπόρους βασιλικού («αρχαίο σύμβολο ελπίδας») που προσέφερε η ίδια στους δημότες της Αθήνας το 1986, από τον πατέρα της που πολέμησε στη μάχη της Κρήτης, αλλά κι από τους Ολυμπιακούς Αγώνες που η ίδια μαγείρεψε και σερβίρισε. Εδώ το άρθρο-φωτιά κι εδώ μια απόδοση-φωτιά στα ελληνικά (προσοχή όμως, μην παίζετε με τη φωτιά).

Να πω μια διάσταση των Ολυμπιακών της Αθήνας που δεν βλέπω να τονίζεται ιδιαίτερα: ότι οι υπερκοστολογήσεις των Αγώνων συντέλεσαν και στην πτώση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Αυτό το διάβασα πρώτη φορά στο Harvard Design Magazine (εδώ, σελ. 58: "the billion-dollar cost overrun of the 2004 Athens Olympics affected the credit rating of Greece"), είδα επίσης και μια δημοσίευση τον περασμένο Οκτώβριο (Real News), ότι η S&P είχε προειδοποιήσει τις ελληνικές κυβερνήσεις, τις ημέρες της Έναρξης, πως οι υπερκοστολογήσεις θα βουλιάξουν την πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας.

Για να το συνειδητοποιήσετε αυτό σε όλο του το μεγαλείο, θυμηθείτε ότι ΠΡΙΝ τους Ολυμπιακούς, οι ειδικοί εκτιμούσαν ακριβώς το αντίθετο, ότι οι Αγώνες μήπως και αναβαθμίσουν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας.

Μπορεί να το έχετε ήδη υπόψη. Tο αναφέρω γιατί, προσωπικά, δεν ακούω να πολυτονίζεται. Δηλαδή, είναι ακόμα μεγαλύτερη η κατάρα των Αγώνων απ’ ό,τι συνήθως συνειδητοποιούμε, όχι μόνο τα συγκεκριμένα δισ. που σπαταλήθηκαν, αλλά και το ότι ήταν ζεστά δισ., τα οποία δεν περίσσευαν και καταβαράθρωσαν τη δυνατότητα της χώρας να δανείζεται. Ίσως, σκέφτομαι, γι' αυτό η Ελλάδα είναι τώρα στη χειρότερη κατάσταση από όλα τα PIGS: επειδή είχε την ατυχία να διοργανώσει τόσο πρόσφατα «τους καλύτερους Ολυμπιακούς Αγώνες της ιστορίας» (αυτή όμως είναι απλώς μια δική μου σκέψη).

Δηλαδή, η κυρία του εν λόγω άρθρου είναι ένας από τους πολύ βασικούς συντελεστές της ελληνικής συμφοράς. Για πες μας λοιπόν, Γιάννα, τις ιδρυτικές αξίες των Ελλήνων, δώσε μας αρχαία σύμβολα ελπίδας...

ΥΓ: Παραμυθάκι του Άμπροουζ Μπιρς, Ο Τζίτζικας κι ο Μέρμηγκας:
Μια χειμωνιάτικη μέρα ένα πεινασμένο Τζιτζίκι ζήτησε από ένα Μυρμήγκι να του δώσει λίγο φαγητό από τη μυρμηγκαποθήκη. 
-- «Γιατί όμως», του είπε το Μυρμήγκι, «δεν αποθήκευες κι εσύ λίγο φαγητό να έχεις, αντί να τραγουδάς όλη την ώρα;» 
-- «Μα το ‘κανα!» είπε το Τζιτζίκι. «Το ‘κανα, πώς δεν το ‘κανα! Όμως εσείς, ρε παιδιά, μπήκατε και μου τα σηκώσατε όλα». 

* * * 

(διαβάστε όμως και τις δυο προηγούμενες αναρτήσεις, κι ελάτε να κάνουμε ωραίες και παθιασμένες συζητήσεις για τη γλωσσολογία!) 

Σταφύλια Από Κρασί Reloaded

Αυτή είναι η συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης για τη γλωσσολογία του Τσόμσκι – και τη γλωσσολογία γενικώς. Δείτε επίσης και τη σχετική συζήτηση στο Buzz για κάποιες περισσότερες διευκρινήσεις. Σε καμία περίπτωση δεν ισχυρίζομαι ότι είμαι ειδικός ή ότι δίνω τις Απαντήσεις με άλφα κεφαλαίο. Θέτω κάποια θέματα για προβληματισμό όλων, εμού του ιδίου συμπεριλαμβανομένου, και θα χαρώ να γίνει παθιασμένη συζήτηση. Θα χαρώ πολύ επίσης αν περάσει και κανένας ειδικός της γλώσσας (μα πού είναι οι γλωσσολόγοι όταν τους χρειάζεσαι;). Λοιπόν... αυτό που με απασχολεί προσωπικά είναι το νόημα των λέξεων: πώς καταφέρνουμε και καταλαβαίνουμε τον συνομιλητή μας όταν συζητάμε; Πώς καταφέρνετε και καταλαβαίνετε αυτά που γράφω τώρα; Πώς γίνεται αυτό το μαγικό;  

Για να νιώσετε πόσο μαγική είναι αυτή η κατανόηση, πηγαίνετε να παίξετε λίγο με τα ρομπότ, με την Αλίκη (http://alice.pandorabots.com) και το Jabberwacky (www.jabberwacky.com). Κουβεντιάστε λίγο μαζί τους, θεωρούνται από τα καλύτερα bot που υπάρχουν, και διασκεδάστε με το ξεσκέπασμά τους. Επαναλαμβάνω συνοπτικά από μια προηγούμενη ανάρτηση ορισμένες τεχνικές για να ξεσκεπάσεις ένα bot στο τεστ Turing:



Ένας Η/Υ μπορεί να μάθει ν’ αναγνωρίζει ρήματα, ουσιαστικά, επίθετα, χρόνους, κλίσεις κ.λπ., να διακρίνει κύριες και δευτερεύουσες προτάσεις, ερωτήσεις, προσταγές, καταφάσεις κ.α. Μπορεί να μάθει όλη τη γραμματική και το συντακτικό, να ενσωματώσει βάσεις δεδομένων με τεράστιο όγκο πληροφοριών και ορισμών. Όμως ο συνηθισμένος, καθημερινός μας λόγος εξαρτάται έντονα από τα βιοτικά συμφραζόμενα (contexts) στα οποία εκφέρεται κι αναφέρεται – συνεχώς μιλάμε με υπονοούμενες αναφορές που η μηχανή δεν θα μπορέσει να συλλάβει επειδή δεν ξέρει τις αμέτρητες συμβάσεις τους. Σκεφτείτε το εξής παράδειγμα: 

- (Α): Θα έρθεις στο πάρτι; 
- (Β): Ναι, θα έρθω / Όχι, δεν θα έρθω 

Η μηχανή μπορεί να χειριστεί αυτόν τον διάλογο, ο οποίος δεν έχει υπονοούμενες αναφορές σε βιοτικά συμφραζόμενα. Όμως: 

- (Α): Θα έρθεις στο πάρτι; 
- (Β): Είμαι πνιγμένος στη δουλειά. 

Εμείς καταλαβαίνουμε ότι ο Β δεν θα έρθει στο πάρτι επειδή ξέρουμε τη σύγκρουση ανάμεσα στην εργασία και τη διασκέδαση, ότι ο ημερήσιος χρόνος είναι περιορισμένος κ.λπ. Η μηχανή όμως εδώ δεν θα μπορέσει να καταλάβει ότι ο Β απάντησε αρνητικά, ακόμα κι αν έχει τους ορισμούς για το πάρτι και για τη δουλειά, και θ’ απαντήσει κάτι σουρεαλιστικό. Ούτε είναι εύκολο να προγραμματιστεί εκ των προτέρων για όλα τα βιοτικά συμφραζόμενα τα οποία μπορεί να υπονοηθούν στον συνηθισμένο λόγο! Σκεφτείτε: 

- (Α): Θα έρθεις στο πάρτι; 
- (Β): Έχουμε τσακωθεί με τη Μαρία. 

Ο άνθρωπος συμπεραίνει αμέσως κάποιο σενάριο, ότι π.χ. η Μαρία θα είναι στο πάρτι και ο Β θέλει να την αποφύγει, ο Η/Υ όμως μόνο αν προγραμματιστεί εξαρχής με πληροφορίες για τις ανθρώπινες σχέσεις, τις συχνές ζηλοτυπίες κ.λπ. θα μπορέσει να συμπεράνει την αρνητική απάντηση. Αλλά και πάλι, υπάρχουν τόσα πολλά βιοτικά συμφραζόμενα: 

- (Α): Θα έρθεις στο πάρτι; 
- (Β): Απεργεί το μετρό. 

- (Α): Θα έρθεις στο πάρτι; 
- (Β): Χθες πέθανε ο αδερφός μου. 

Εμείς καταλαβαίνουμε εύκολα ότι ο Β απαντά αρνητικά σ’ όλα τα παραπάνω, η μηχανή όμως δεν θα ξέρει τι να καταλάβει και θα αντιγυρίσει κάποιο άσχετο σχόλιο. Σκεφτείτε ένα άλλο παράδειγμα: 

- Είδα έναν ηλικιωμένο πάνω σ’ ένα μηχανάκι με μια ξεφούσκωτη ρόδα που έμοιαζε με Περουβιανό. 

Εμείς καταλαβαίνουμε εύκολα ότι το με μια ξεφούσκωτη ρόδα αναφέρεται στο μηχανάκι, όχι στον ηλικιωμένο, ενώ το που έμοιαζε με Περουβιανό αναφέρεται στον ηλικιωμένο, όχι στο μηχανάκι. Το bot όμως δεν ξέρει ότι τα μηχανάκια είναι που έχουν ρόδες, οι ηλικιωμένοι δεν έχουν, ενώ Περουβιανά μηχανάκια μάλλον δεν υπάρχουν. Οπότε θα αντιγυρίσει κάποιο σουρεαλιστικό σχόλιο και θα προδοθεί. 

Όλα τα παραπάνω είναι κόλπα να ξεσκεπάσεις ένα bot στο τεστ Turing. Υπάρχουν και διάφορα άλλα, π.χ. οι μεταφορές: τα bot συνήθως είναι ηβηφρενικά, τείνουν να ερμηνεύουν τις μεταφορές ως κυριολεξίες οπότε αν τους πεις, όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί, μπορεί και να σου αντιγυρίσουν ότι αυτό είναι ανθυγιεινό, θα πάθουν δηλητηρίαση. Ή οι νεολογισμοί και οι λεξιπλασίες• ένας ανθρώπινος συνομιλητής θα καταλάβει τι εννοείς όταν μιλάς για τη μαυροπροβατοποίηση της Ελλάδας στην Ευρώπη και την αποδιοπομπαιοτραγοποίηση των μεταναστών στην Ελλάδα, το bot όμως μάλλον θα πάθει εμπλοκή. 


Λοιπόν, θεωρώ ότι ήδη διασκεδάσατε με τα ρομπότ. Οπότε τώρα, λογικά, θα πρέπει λίγο να αναρωτιέστε και για το πώς μπορούμε εμείς, οι άνθρωποι, να καταλαβαίνουμε τον συνομιλητή μας τόσο εύκολα και φυσιολογικά – είδατε πόσο δύσκολο είναι να προσεγγίσεις την ανθρώπινη κατανόηση με μηχανές συμβόλων; Πώς γίνεται λοιπόν αυτό το μαγικό;...

Δεν ξέρω. Θα δώσω κάποιες παρατηρήσεις μονάχα που εμένα μου κάνουν κλικ:





Οι Γκρίζες Λέξεις 

Με πείθει μια παρατήρηση του (ώριμου) Βιτγκενστάιν από το Philosophical Investigations, 1953, την τροποποιώ ελαφρώς και την προσαρμόζω στην ελληνική γλώσσα: Ο Λούντβιχ λοιπόν προκαλούσε να βρούμε τον ορισμό της λέξης παιχνίδι (game). Θα πρέπει όμως να είναι πλήρης ορισμός, που να καλύπτει όλες τις χρήσεις της λέξης, κυριολεκτικές και μεταφορικές, στην καθημερινή μας ομιλία, και να μην περιλαμβάνει άλλες δραστηριότητες τις οποίες δεν αντιλαμβανόμαστε ως παιχνίδι. Αφιερώστε πέντε λεπτά να το κάνετε, αξίζει τον κόπο. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε λεξικά, Wikipedia, οτιδήποτε. Αν έπεφτε ένας Αρειανός από τον ουρανό, πώς θα του δίνατε έναν ικανό και αναγκαίο ορισμό για τις οικείες χρήσεις των λέξεων παιχνίδι & παίζω στην καθημερινή γλωσσική πράξη;

Το κάνατε; Αν ναι, θα διαπιστώσατε μάλλον δεν είναι και τόσο απλή δουλειά. Π.χ. το παιχνίδι έχει σίγουρα να κάνει με τη διασκέδαση ή τη χαλαρή διάθεση. Όταν λέμε: «μα τώρα δεν δουλεύεις, παίζεις!» εννούμε ότι η διεκπεραίωση κάποιου έργου, που θα έπρεπε να γίνει σοβαρά και συγκεντρωμένα ώστε να θεωρείται εργασία, γίνεται με αδικαιολόγητη χαλαρότητα ώστε να εκφυλίζεται σε παιχνίδι. Από την άλλη όμως η χαλαρότητα δεν είναι αυτό που χαρακτηρίζει όλες τις περιστάσεις των παιχνιδιών στη ζωή. Οι επαγγελματίες αθλητές, σκακιστές κ.λπ. δεν είναι καθόλου χαλαροί στους αγώνες τους, όμως συνεχίζουμε να μιλάμε για «το επιθετικό παιχνίδι του Φίσερ» ή για «το παιχνίδι που δημιουργεί από τα πλάγια ο Μαραντόνα» κ.λπ. Ίσως θα μπορούσαμε να φτιάξουμε έναν ορισμό ξεκινώντας από το: στρατηγική για την επίτευξη κάποιου στόχου. Π.χ. ο Bernard Suits όρισε το παιχνίδι ως: "δραστηριότητα στην οποία επιδίδεσαι με στόχο να επιφέρεις μια κατάσταση πραγμάτων, χρησιμοποιώντας μόνο τα μέσα που επιτρέπουν κάποιοι κανόνες (περιορισμένα σε σχέση με τα μέσα που θα είχες στη διάθεσή σου αν οι κανόνες απουσίαζαν), και όπου ο μόνος λόγος που αποδέχεσαι αυτούς τους περιορισμούς είναι για να γίνει δυνατή αυτή η δραστηριότητα". Ωραία απόπειρα. Αφήνει απέξω κι άλλες βιοτικές δραστηριότητες με στόχους & εθελοντική αποδοχή κανόνων, τις οποίες όμως δεν αντιλαμβανόμαστε ως παιχνίδια (π.χ. την οδήγηση ή την υποβολή δικαιολογητικών στο ΙΚΑ): η αποδοχή των κανόνων σ’ αυτές γίνεται για να επιτευχθεί ο στόχος, όχι για να γίνει δυνατή η δραστηριότητα. Ναι όμως τι θα λέγατε για το παιδί που παίζει με τις κούκλες του, καλύπτεται από τον ορισμό; Εγώ νομίζω πως όχι. Τι θα λέγατε για τη φράση: είμαι ένα πιόνι στο παιχνίδι της ζωής; Γίνεται κατανοητή μια χαρά, αντιλαμβανόμαστε ότι ο συνομιλητής θέλει να εκφράσει το αίσθημα πως άγεται και φέρεται από υπέρτερες δυνάμεις, ο ορισμός όμως του Bernard Suits δεν θα βοηθήσει τον Αρειανό να καταλάβει. Επίσης, τι θα λέγατε για την παρατήρηση: αυτό που κάνει ο Γιώργος είναι παιχνίδι με τη φωτιά; Εδώ εννούμε ότι η συμπεριφορά του Γιώργου είναι τυχοδιωκτική, επικίνδυνη ή και αυτοκαταστροφική• εμείς το καταλαβαίνουμε αμέσως, όμως ο ορισμός του Bernard Suits δεν βοηθάει, ο Αρειανός δεν θα το καταλάβει.

Λοιπόν, τελικά είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρούμε τον ικανό και αναγκαίο ορισμό για όλες τις οικείες χρήσεις των λέξεων παιχνίδι & παίζω, ώστε να διαφωτίσουμε πλήρως έναν Αρειανό ή να προγραμματίσουμε πλήρως ένα bot. Σύμφωνοι, μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιες κεντρικές έννοιες (τη χαλαρότητα, τους κανόνες, την επίτευξη στόχου κ.λπ.), όμως οι λέξεις συνέχεια ξεφεύγουν, μοιάζουν σαν να έχουν μια γκρίζα ζώνη στην περιφέρειά τους. Αυτή όμως δεν ήταν η παρατήρηση του Βιτγκενστάιν... 

Η παρατήρησή του ήταν ότι δεν χρειαζόμαστε έναν τέτοιον ορισμό! Καταφέρνουμε και συνεννοούμαστε επιτυχημένα, γινόμαστε κατανοητοί χρησιμοποιώντας κάποιες λέξεις, χωρίς να έχουμε έρθει ποτέ σε επαφή με την ικανή και αναγκαία περιγραφή της σημασίας τους. Και η λέξη παιχνίδι ήταν μόνο το παράδειγμα που χρησιμοποίησε ο Βιτγκενστάιν. Το ίδιο ακριβώς έλεγε ότι ισχύει με πάρα πολλές (μήπως όλες;) τις λέξεις της καθημερινής μας ομιλίας: τις χρησιμοποιούμε και συνεννοούμαστε επιτυχημένα, χωρίς ποτέ να έχουμε προβληματιστεί για τον ικανό και αναγκαίο ορισμό τους – ο οποίος, αν υπάρχει, αποδεικνύεται συνήθως εξαιρετικά φευγαλέος και, πάντως, μη αναγκαίος. Ένα άλλο παράδειγμα θα μπορούσε ίσως να είναι η λέξη πολιτισμός/κουλτούρα (culture, όχι civilization): αδύνατον να οριστεί επακριβώς. Το 1952, οι ανθρωπολόγοι Άλφρεντ Κρέμπερ (ο πατέρας της Ούρσουλα Λε Γκεν) & Κλάιντ Κλάκχοουν μάζεψαν περίπου 150 ορισμούς της λέξης (στο βιβλίο τους Culture: A Critical Review of Concepts and Definitions) κι έκτοτε έχει κυλίσει νερό στο αυλάκι, έχουν διατυπωθεί κι άλλοι ορισμοί. Ή σκεφτείτε πόσες φορές η Wikipedia γράφει για μια λέξη κάτι σαν: “The definition of XXX has proved to be outstandingly difficult / is subject of controversy etc.”. Μοιάζει πως οι λέξεις μας έχουν μια γκρίζα ζώνη στην περιφέρειά τους, όμως αυτό δεν μας εμποδίζει να συνεννοούμαστε επιτυχημένα, να καταλαβαίνουμε το νόημά τους. Τελικά όμως τι είναι το νόημα μιας λέξης;

Ό,τι και να είναι, έχει σίγουρα να κάνει με τη βιοτική μας εμπειρία μ’ αυτό που εκφράζει η λέξη. Το νόημα της λέξης παιχνίδι – δηλαδή η κατανόησή μας κατά τη χρήση της στο λόγο – έχει σίγουρα να κάνει με τα παιχνίδια που έχουμε παίξει και παρατηρήσει. Κατανοούμε αυτό που εκφράζει η δήλωση: είμαι ένα πιόνι στο παιχνίδι της ζωής, επειδή έχουμε παίξει σκάκι κι έχουμε αντίληψη για τη σχέση πιονιού-σκακιστή• κατανοούμε την παρατήρηση: μα τώρα δε δουλεύεις, παίζεις! επειδή έχουμε την εμπειρία της χαλαρότητας παίζοντας διάφορα παιχνίδια• κατανοούμε τη δήλωση: ο Γιώργος παίζει τις οικονομίες μιας ζωής, επειδή έχουμε εμπειρία από ζάρια κι άλλα παιχνίδια τύχης κ.ο.κ. Αν δεν είχαμε αυτές τις εμπειρίες, δεν θα κατανοούσαμε τις φράσεις. Κι αυτό που κάνουμε όταν αντιλαμβανόμαστε κάτι ως παιχνίδι ή όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη μεταφορικά, καταχρηστικά, ιδιωματικά, είναι ότι απομονώνουμε διάφορες πλευρές αυτών των εμπειριών (τη χαλαρότητα, την υποταγή σε υπέρτερες δυνάμεις, την επιδεξιότητα, το τυχαίο, την επίτευξη στόχου κ.λπ.), τις οποίες και εντοπίζουμε στην υπό συζήτηση περίσταση. Αν ο συνομιλητής μας έχει παρόμοιες εμπειρίες, τότε θα κατανοήσει την χρήση της λέξης και το καινούργιο νόημα θα εγκριθεί: ο λόγος είναι δημοκρατικός, τα νοήματα των λέξεων λειτουργούν πάντα εντός κοινοτήτων.





Σταφύλια Από Κρασί

Πάνω από 50 χρόνια τώρα η πρόκληση του Βιτγκενστάιν παραμένει: παραδόξως δεν χρειαζόμαστε ικανούς και αναγκαίους ορισμούς, καταφέρνουμε και συνεννοούμαστε, παρόλο που φαίνεται ότι πολλές (;) / οι περισσότερες (;) / όλες (;) οι λέξεις μας έχουν μια γκρίζα ζώνη στην περιφέρειά τους. Ένας πιθανός τρόπος για να ερμηνευθεί αυτό είναι ότι το νόημα είναι οντολογικά θεμελιώδες και το σύμβολο παράγωγο, όχι αντιστρόφως.

Να το κάνω λίγο πιο σαφές αυτό που λέω. Ένας τρόπος να ερμηνευθεί η παρατήρηση είναι ως προς τη συνήθη κατανόηση που έχουμε για τις λέξεις, το νόημά τους: όποια κι αν είναι η φύση του (δεν ξέρουμε ποια είναι), δεν μοιάζει πάντως να υπάρχει μέσα μας έτσι όπως το θέτει η υπολογιστική θεωρία του νου (computational theory of mind) – δηλαδή, ολοκληρωτικά τυποποιημένο σε κάποιο είδος νευρωνικών συμβόλων που, υποτίθεται, συνδυάζονται μεταξύ τους με αλγορίθμους, κανόνες, μηχανιστικά μοντέλα. Όχι ολοκληρωτικά, τουλάχιστον, καθότι οι λέξεις μας είναι γρίζες, δεν είναι άψογα περιγεγραμμένες και προσδιορισμένες. Κατανοούμε χωρίς να υπάρχει η παραμικρότερη ένδειξη ότι ανατρέχουμε σε κάποιο εσωτερικό λεξικό. Ένα ποσοστό (μικρό; μεγάλο; ελάχιστο; όλο;) της καθημερινής μας λεκτικής κατανόησης, φαίνεται ότι λειτουργεί διαφορετικά, με τρόπο ώστε να μην μπορεί να καλυφθεί από αυτό το μοντέλο του αλγεβρικού ανθρώπου ή του ανθρώπου-κομπιούτερ.

Μπορεί όμως να υπάρχει ένα τέτοιο λεξικό και να λειτουργεί κρυμμένο από τη συνείδησή μας. Μπορεί η γκριζάδα των λέξεων να είναι κάπου μέσα μας τυποποιημένη και να μην το αντιλαμβανόμαστε. Μπορεί. Δικαιούμαι όμως να παρατηρήσω ότι δεν έχουμε καμία ένδειξη για την ύπαρξή του, είναι αναπόδεικτο δόγμα, αντίθετα έχουμε πλέον αρκετές εμπειρικές ενδείξεις, παρατηρήσεις και έρευνες που υποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος δεν φαίνεται να λειτουργεί με τον τρόπο που θέλει η υπολογιστική θεωρία του νου – όχι ολοκληρωτικά, τουλάχιστον. Κάτι ξεφεύγει.

Υπόσχομαι να γράψω αναλυτικότερα για την υπολογιστική θεωρία του νου σε μια απόμενη ανάρτηση. Για την ώρα, υπενθυμίζω τη θαρραλέα ομολογία του Jerry Fodor που είδαμε στην προηγούμενη ανάρτηση, ότι μετά από δεκαετίες ερευνών στη γνωστική ψυχολογία, δεν υπάρχει καν ένα εύλογο επιχείρημα για τις ίδιες τις αξιωματικές κατηγορίες της υπολογιστικής θεωρίας του νου: «Αν κάποιος, σαν τον Ντρέιφους, για παράδειγμα, μας ρωτούσε για ποιο λόγο υποθέτουμε ότι ο ψηφιακός υπολογιστής είναι ένας εύλογος μηχανισμός για την προσομοίωση των ολικών γνωστικών λειτουργιών του ανθρώπου, θα έπαιρνε μια εκκωφαντική σιωπή για απάντηση» (The Modularity of Mind, 1983, σελ. 129).

Οι παρατηρήσεις αυτές ίσως δείχνουν προς την κατεύθυνση της γλωσσολογικής σχολής των Langacker & Lakoff. Ίσως. Η προσέγγισή τους μου φαίνεται ότι έχει ενδιαφέρον (με μια επιφύλαξη όμως, δεν την έχω μελετήσει ακόμα, λίγα πράγματα ξέρω μόνο). Διότι καταρχήν βάζει το νόημα σε κεντρική θέση. Πιστεύω πως ο άνθρωπος λειτουργεί με νοήματα, όχι με σύμβολα! Αυτό, για μένα, είναι θεμελιώδες. Το κρασί παράγεται από τα σταφύλια, όχι αντιστρόφως. Το νόημα είναι πρωταρχικό και το σύμβολο παράγεται σε δεύτερο χρόνο από αυτό, όχι αντιστρόφως. Το να προσπαθείς να αποφύγεις το κρίσιμο ερώτημα του νοήματος και να το εξορίζεις στην περιφέρεια της θεωρίας σου πιστεύοντας ότι όλα μπορούν να εξηγηθούν από ένα σύνολο συμβόλων που συνδυάζονται με κανόνες (ή αρχές και παραμέτρους), θα φτιάξεις μεν μια καλύτερη ή χειρότερη προσομοίωση, σύμφωνοι• όμως, κατά τη γνώμη μου, αυτό που κάνεις είναι ότι προσπαθείς να ανακατασκευάσεις τα σταφύλια από το κρασί.

Ένα ακόμη προτέρημα της προσέγγισης των Langacker & Lakoff είναι ότι δεν φοβούνται τον μεταφορικό λόγο. Νομίζω πως οι άλλες γλωσσολογικές σχολές αποφεύγουν τον μεταφορικό λόγο (παρομοιώσεις, μεταφορές, ιδιωματισμοί, καταχρηστικές χρήσης λέξεων), τον αντιμετωπίζουν ως πρόβλημα και ανωμαλία, ή ως μια περιφερειακή ασημαντότητα, και ασχολούνται μόνο με κυριολεξίες. Όμως πιστεύω ότι είναι σημαντικός κι ότι θα πρέπει να συλλάβουμε τη γλώσσα έτσι ώστε ο μεταφορικός λόγος να είναι μέρος της λύσης, όχι μέρος του προβλήματος.

Τέλος, η σχολή των Langacker & Lakoff δίνει μεγάλη έμφαση στη συνάφεια των γλωσσικών φαινομένων με θέματα εκτός του τυπικού γλωσσικού συστήματος• αντιμετωπίζουν τη γλωσσική λειτουργία ως κάτι αδιάσπαστο με τις υπόλοιπες γνωστικές λειτουργίες του ανθρώπου και με τα ευρύτερα συμφραζόμενα της γλωσσικής κοινότητας και της βιοτικής εμπειρίας. Δε θεωρούν ότι παραμετροποιούνται όλα για να εισαχθούν σε ήσυχο περιβάλλον γραφείου και να μελετηθούν με μοντέλα & σύμβολα. Αυτό εγώ το θεωρώ ένδειξη ωριμότητας από μια επιστημονική σχολή που θέλει να ασχολείται με τον άνθρωπο.


(Με λίγες επιφυλάξεις τα προηγούμενα)



Επίλογος: 35 x 4 = ;

Μια παραστατική ένδειξη για την οντολογική πρωτοκαθεδρία του νοήματος έναντι του συμβόλου στον άνθρωπο είναι τα street mathematics, ένας όρος της ερευνήτριας Terezinha Nunes του πανεπιστημίου της Οξφόρδης (σε αντιπαραβολή με τα school mathematics). H Nunes κι οι συνεργάτες της έκαναν μια έρευνα στα φτωχόπαιδα της Ρεσίφε (Βραζιλία) που πουλούσαν φαγητό στο δρόμο ή ήταν μαθητευόμενοι σε κάποιον τεχνίτη, και που η σχολική τους εκπαίδευση ήταν από στοιχειώδης έως ανύπαρκτη. Οι ερευνητές παρίσταναν τους πελάτες που ήθελαν ν’ αγοράσουν κάτι, θέτοντας έτσι προβλήματα αριθμητικής στους πολύ νεαρούς πωλητές (π.χ. πόσο κάνουν 10 καρύδες από 35 κρουζέιρος η κάθε μια). Επέστρεψαν μετά από μια βδομάδα και ζήτησαν από τα παιδιά να κάνουν με χαρτί και μολύβι τους ίδιους ακριβώς υπολογισμούς που είχαν προηγουμένως κάνει στα συμφραζόμενα της δουλειάς τους.

Ξανά και ξανά η Nunes έπαιρνε το ίδιο αποτέλεσμα: τα παιδιά ήταν εξαιρετικά στους υπολογισμούς (και με το μυαλό) όταν δούλευαν στους πάγκους τους και οι αριθμοί είχαν κάποιο νόημα γι’ αυτά. Ήταν όμως «κακοί μαθητές» όταν αντιμετώπιζαν τους αριθμούς ως αφηρημένες έννοιες πάνω στο χαρτί. Το ίδιο αγόρι που δεν μπορούσε να κάνει με χαρτί και μολύβι την πράξη 35 x 4 – άμα παρουσιαζόταν έτσι, ως σχολικό πρόβλημα – μπορούσε μια χαρά να υπολογίσει (και με το μυαλό) ότι τέσσερις καρύδες από τριάντα πέντε κρουζέιρος η κάθε μια κάνουν εκατόν σαράντα κρουζέιρος. Και μάλιστα οι ανεκπαίδευτοι νεαροί πωλητές των δρόμων ήταν συνήθως καλύτεροι στην αριθμητική από τους συνομήλικούς τους με κανονική σχολική εκπαίδευση – στην αγορά όμως, στους πάγκους, εκεί που οι αριθμοί είχαν νόημα γι’ αυτούς, όχι «λύσε μου στο χαρτί το πρόβλημα 35 x 4 = ;» αλλά «θέλω τέσσερις καρύδες, πόσο κάνουν;» (εδώ μια σύνοψη).

Από το 1993 και μετά που η Nunes παρουσίασε τη ριζοσπαστική της έρευνα, τα πορίσματά της ενισχύθηκαν κι από άλλες ανάλογες έρευνες που όλες έδωσαν παρόμοια αποτελέσματα. Στη θέση των φτωχόπαιδων της Ρεσίφε μπορούμε ίσως να δούμε τους γονείς και τους παππούδες μας, που μεγάλωσαν σε άλλες εποχές, με στοιχειώδη ή ανύπαρκτη σχολική εκπαίδευση μεν, όμως με αποτελεσματικότητα και πρακτική γνώση στα συμφραζόμενα της εργασίας τους. Απ' ό,τι φαίνεται, η σχολική τυποποίηση (το 35 x 4 = ;) δεν μπορεί να καλύψει όλες τις περιπτώσεις στην πραγματική ζωή όπου, μέσα σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, κάποιος υπολογίζει σωστά ότι τέσσερα τριανταπεντάρια από κάτι, μας κάνουν εκατόν σαράντα κάτι. Το νόημα είναι οντολογικά θεμελιώδες και το σύμβολο παράγεται από αυτό, σε δεύτερο χρόνο. Το κρασί είναι που παράγεται από τα σταφύλια, όχι το αντίστροφο. Είναι αναπόδεικτο δόγμα ότι όλα μπορούν να τυποποιηθούν επαρκώς, είτε στη γλώσσα είτε σ' ό,τι έχει να κάνει με τον άνθρωπο, είναι θεολογία. Κάτι ξεφεύγει.

Ας κλείσω δίνοντας τον λόγο σ' έναν ειδικότερο από μένα (και ως προς τη γλώσσα και ως προς τα μαθηματικά): όπως παρατηρούσε ο Kevin Devlin, συνιδρυτής του Center for the Study of Language and Information του Stanford που παρουσίασε την έρευνα της Nunes για τα street mathematics στο site της Αμερικάνικης Μαθηματικής Εταιρείας: “The problem is that humans operate on meanings” (εδώ, διαβάστε το, είναι ενδιαφέρον). 

Ελάτε να κάνουμε παθιασμένες συζητήσεις!

Σταφύλια Από Κρασί

Βρήκα λίγο χρόνο κι ασχολήθηκα με τη διαμάχη Τσόμσκι – Νόρβιγκ. Συνοπτικά: τον Μάιο του 2011 ο Νόαμ Τσόμσκι έκανε ορισμένα επιτιμητικά σχόλια για την καινούργια τάση της χρήσης στατιστικών μοντέλων σε γλωσσολογικά προβλήματα. Ο Πίτερ Νόρβιγκ, επικεφαλής του σχετικού ερευνητικού προγράμματος της Google και ένας από τους κυριότερους πιονιέρους αυτής της τάσης, του απάντησε αιχμηρά εδώ. Πριν ένα μήνα περίπου, δημοσιεύτηκε μια μεγάλη σε έκταση συνέντευξη του Τσόμσκι στο The Atlantic, όπου αναφέρεται στον Νόρβιγκ και σε διάφορα άλλα θέματα σχετικά με τη γλωσσολογία και την επιστήμη. Ακολούθως θα κάνω ορισμένα σχόλια διευκρινίζοντας από την αρχή ότι δεν είμαι ειδικός της γλώσσας. Δεν είμαι ούτε φιλόλογος ούτε γλωσσολόγος ούτε ο Βύρων Πολύδωρας, οπότε δε δικαιούμαι να έχω ισχυρή άποψη. Αν περνάει κανένας γλωσσολόγος από τη γειτονιά, θα είναι πολύ ευπρόσδεκτος και η γνώμη του θα έχει προτεραιότητα.




Νόρβιγκ: Ποδόσφαιρο και Σκάκι

Καταρχήν, ό,τι και να προσάψουμε στον Νόρβιγκ, αυτός μπορεί να απαντήσει: «είμαι πρώτα και καλύτερα επιχειρηματίας, θέλω να βελτιώσω τα προϊόντα μου». Εδώ δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. Και θα χαρούμε αν βελτιώσει το Google Translate και τα υπόλοιπα γλωσσικά προϊόντα της Google, τα οποία ήδη είναι χρήσιμα εργαλεία. Εξάλλου, όπως λέει κι ο ίδιος, σκοπός του είναι να προσομοιώσει την ανθρώπινη συμπεριφορά, όχι αναγκαστικά να την ερμηνεύσει. Fair enough. Λέει όμως ότι κι αν παράλληλα προκύψουν χρήσιμα συμπεράσματα για τη μελέτη της γλώσσας από τη δουλειά του, τόσο το καλύτερο. Εδώ έχω δυο παρατηρήσεις:

Η γλωσσική συμπεριφορά του ανθρώπου είναι πρώτα και καλύτερα ο προφορικός λόγος, όχι ο γραπτός. Αφενός διότι, ιστορικά μιλώντας, η γραφή κι η ανάγνωση αφορούσαν πάντα λίγους, ενώ όλοι ήξεραν να επικοινωνούν και να αλληλοκατανοούνται• αφετέρου διότι ο προφορικός λόγος είναι οντολογικά θεμελιώδης. Κατανοούμε τη σημασία των λέξεων πάνω στο χαρτί επειδή προηγουμένως τις έχουμε χρησιμοποιήσει επιτυχημένα σε αμέτρητες βιοτικές περιστάσεις• μπορούμε να γράφουμε και να διαβάζουμε επειδή, πρώτα και καλύτερα, μπορούμε να μιλάμε, όχι το αντίστροφο. Ο προφορικός λόγος είναι μια δυναμική και εν πολλοίς αυθόρμητη πράξη, που διεξάγεται σε πραγματικό χρόνο και λειτουργεί με άμεση αντίληψη, σαν το ποδόσφαιρο. Ο γραπτός λόγος έχει άλλες αναγκαιότητες, είναι μια παράγωγη πράξη που διεξάγεται σε διακριτό χρόνο, αργή και μελετημένη σαν το σκάκι, πολύ περισσότερο επιτηδευμένη και συνειδητή.

Οπότε άλλο πράγμα η κατανόηση της γλώσσας, ως γνωστική λειτουργία, κι άλλο η κατανόηση του γραπτού λόγου – ή έστω η προσομοίωσή του, όπως Νόρβιγκ. Άμα ισχυρίζεσαι ότι έφτασες σε κατανόηση της ίδιας της γλώσσας, θα πρέπει να μου δώσεις απαντήσεις και σε ερωτήματα όπως π.χ.: γιατί συχνά δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, παρόλο που χρησιμοποιούμε τις ίδιες λέξεις και όρους; Ή γιατί μπορεί να ξέρω τέλεια δύο γλώσσες όμως να μην είμαι καλός μεταφραστής μεταξύ τους, ενώ κάποιος άλλος που δεν τις ξέρει τόσο καλά, να είναι καλύτερος μεταφραστής από μένα; Ή γιατί δίνουμε τα λεφτά μας χρόνια στα φροντιστήρια να μάθουμε μια ξένη γλώσσα, ενώ π.χ. οι Ιησουΐτες ιεραπόστολοι παλιά πήγαιναν σ’ έναν ξένο τόπο και μάθαιναν άψογα την τοπική γλώσσα σε έξι μήνες; Ή γιατί καταλαβαίνουμε και θαυμάζουμε κάποιες συγκεκριμένες λεξιπλασίες και νεολογισμούς, τις θεωρούμε ακόμα και τέχνη, ενώ πολλές άλλες αποτυγχάνουν να μας συγκινήσουν;

Και μια που είπαμε για σκάκι, ας έρθουμε στη δεύτερη παρατήρηση: δεν πιστεύω ότι ο Νόρβιγκ με τα μοντέλα του θα καταφέρει κάτι ρηξικέλευθο σε βάθος χρόνου, ούτε καν στον γραπτό λόγο με τον οποίο ασχολείται. Ας το εξηγήσω μ’ έναν παραλληλισμό (το παράδειγμα είναι από βιβλίο του Roger Penrose): Όπως ίσως ξέρετε, ο Deep Blue ήταν ο υπολογιστής της ΙΒΜ που το 1997 νίκησε τον Κασπάροφ σε ματς 6 παρτίδων. Από το 1997 και μετά, μπορούμε να λέμε ότι το δυνατότερο σκάκι στον κόσμο ίσως παίζεται πλέον από μηχανή κι όχι από άνθρωπο. Παρόλα αυτά, δείτε μια θέση σαν την παρακάτω:






Εδώ κι ένας εντελώς αρχάριος ή αδύναμος σκακιστής μπορεί να καταλάβει αμέσως ότι η θέση είναι ισόπαλη. Ό,τι κι αν παίξει ο Λευκός, ακόμα και 1. Πγ2 – γ3, ο Μαύρος απλά θα παίζει τον βασιλιά πέρα-δώθε, οπότε φυσικά δεν υπάρχει κανένας τρόπος τα λευκά κομμάτια να διαπεράσουν το τείχος των πιονιών. Κι όμως, σε μια τέτοια θέση ο Deep Blue, ο νικητής του Κασπάροφ, στο 1. Πγ2 – γ3 κόβει τον πύργο: 1. ... β4 x γ3 και φυσικά χάνει πανεύκολα.

Παίζει ίσως το ισχυρότερο σκάκι στον κόσμο, κερδίζει και τον παγκόσμιο πρωταθλητή, όμως δεν μπορεί να δει κάτι που το βλέπει κι ο πιο αδύναμος παίκτης. Γιατί αυτό; Ο Deep Blue (και τα σκακιστικά προγράμματα που βγήκαν κατόπιν, π.χ. ο Fritz) είναι καταπληκτικός στη σκακιστική ανάλυση, στο μέτρημα (αν παίξω το Α ... αυτός θα παίξει το Β ... εγώ μετά θα παίξω Γ ... αυτός θα απαντήσει με Δ κ.λπ.). Εκεί είναι ασυναγώνιστος. Όμως είναι και εντυπωσιακά αδύναμος στο ήρεμο στρατηγικό παιχνίδι – το παιχνίδι θέσεων, όπως λέμε – που δεν απαιτεί μέτρημα αλλά εκτίμηση στρατηγικών στοιχείων• εκεί ο (ανθρώπινος) παίκτης πρέπει να νιώσει τη θέση – ό,τι κι αν σημαίνει αυτή η έκφραση – παρά να την αναλύσει. Ο υπολογιστής λοιπόν έχει εντυπωσιακή αδυναμία στο να νιώσει τη θέση, δηλαδή να καταλάβει στρατηγικές έννοιες (π.χ. τα διπλωμένα πιόνια, την κατοχή ανοικτής στήλης, το απομονωμένο πιόνι, τον κακό αξιωματικό κ.α.) και να τις συνθέσει με έναν ολιστικό τρόπο, οπότε πέφτει αισθητά η δυναμικότητά του (γι’ αυτό και η συμβουλή όταν παίζεις με πρόγραμμα είναι: «προσπάθησε να αποφύγεις το συνδυαστικό παιχνίδι και το μέτρημα»). Και κάποιες εξαιρετικές φορές, όπως στην παραπάνω θέση, το μηχάνημα είναι τόσο πολύ ανίκανο να καταλάβει μη-αναλυτικές στρατηγικές έννοιες, που άμα παίξεις 1. Πγ2 – γ3 αυτό κάθεται και μετράει, δεν ξέρει τι άλλο να κάνει, οπότε καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρέπει να κόψει τον πύργο, τουλάχιστον κερδίζει ένα κομμάτι.

Μεταφέρετε αυτόν τον παραλληλισμό από το σκάκι στον γραπτό λόγο: ο Νόρβιγκ σίγουρα, σε βάθος χρόνου, θα βελτιώσει το Google Translate ως ένα σημείο, δεν μπορώ να ξέρω ποιο. Πιστεύω όμως ότι αυτό δε θα πάψει να αντιγυρίζει συνέχεια κουφά αποτελέσματα, απανωτές μεταφραστικές μαζετιές αντίστοιχες με την παραπάνω σκακιστική μαζετιά. Δεν ξέρω τις δυνατότητες των μοντέλων του, όμως πιστεύω πως αν αντιμετωπίζεις τις λέξεις, τις προτάσεις, τα κείμενα σαν καταστάσεις μαρκοβιανών αλυσίδων σε στοχαστικά μοντέλα, είσαι σαν ένας σκακιστής που ξέρει μόνο να μετράει, τίποτα άλλο. Και ναι μεν στο σκάκι μπορείς ακόμα κι έτσι να καταφέρεις πολλά, στον γραπτό λόγο όμως η αίσθησή μου είναι ότι δε θα πας και πολύ μακριά. Διότι, πιστεύω, ότι ένα μεγάλο μέρος (το μεγαλύτερο;) της γλωσσικής μας κατανόησης είναι σαν το σκακιστικό παιχνίδι θέσεων (σύνθεση με ολιστικό τρόπο ασαφών νοημάτων), όχι σαν το σκακιστικό μέτρημα. Θα είναι πολύ ενδιαφέρον αν ο Νόρβιγκ καταφέρει να βρει κάτι ρηξικέλευθο, όμως δεν το φαντάζομαι.

Θα γίνουν πιο κατανοητά αυτά στην πορεία του κειμένου. Για την ώρα, να επισημάνω ότι τα παραπάνω ισχύουν και για τον Τσόμσκι, όχι μόνο για τον Νόρβιγκ:





Τσόμσκι: Οι Άνθρωποι-Κομπιούτερ

Μπορεί να είναι εντύπωσή μου, αλλά η συνέντευξη του Τσόμσκι νομίζω πως αναδύει μια μελαγχολία, ένα: «έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξωφλήσαμε». Σίγουρα δε μιλάει με τον ενθουσιασμό του Νόρβιγκ, ο οποίος είναι πεπεισμένος πως ετοιμάζεται να ανακαλύψει τη χαμένη Ατλαντίδα, από την άλλη όμως δε μου βγάζει σπιρτάδα και αίσθηση ικανοποίησης ή την ήρεμη σοφία ενός πολύπειρου επιστήμονα, αλλά κάτι σαν ηττοπάθεια. Ας δώσω ένα παράδειγμα: στην αρχή της συνέντευξης, ο Νόαμ μιλά θερμά για ένα σχετικά πρόσφατο βιβλίο νευροεπιστήμης των Randy Gallistel & Adam P. King – προφανώς εννοεί το Memory and the Computational Brain (2009). Επιγραμματικά, οι Gallistel & King επιμένουν ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί σαν κομπιούτερ, ψηφιακά, με σύμβολα («νοητικές αναπαραστάσεις» – mental representations) και κανόνες/αλγορίθμους για τον χειρισμό τους. Ο Νόαμ σχολιάζει ενθουσιωδώς ότι, κατά τη γνώμη του, είναι εύλογες οι θέσεις του βιβλίου, παρόλο που παραδέχεται ότι δεν πρέπει να είναι και πολύ αποδεκτές πια ανάμεσα στους νευροεπιστήμονες (σελ. 2 της συνέντευξης). Έψαξα να βρω κάποια ανασκόπηση του βιβλίου κι έπεσα πρώτα-πρώτα πάνω σ’ αυτήν του Gualtiero Piccinini (αυτά είναι ονόματα): λέει ότι οι κεντρικές προτάσεις του βιβλίου είναι αστήρικτες, δεν βασίζονται σε επαρκή εμπειρικά δεδομένα, κι ότι αν κάποιοι επιμένουν ακόμα στον 21ο αιώνα να υποστηρίζουν πως ο εγκέφαλος λειτουργεί σαν κομπιούτερ, με σύμβολα και κανόνες, μπορούν να το κάνουν μόνο αποσιωπώντας έναν όγκο έρευνας που δείχνει ακριβώς το αντίθετο (λέει επίσης κι ότι οι συγγραφείς πήραν ένα paper του και το αναποδογύρισαν). Λοιπόν, όταν ο Τσόμσκι πιάνεται από ένα τόσο αμφίβολο (να το πω κομψά) βιβλίο νευροεπιστήμης, όταν αναγκάζεται κι αυτός να παρακάμψει, μαζί με τους Gallistel & King, συσσωρευμένες πλέον έρευνες που υποδεικνύουν ότι ο εγκέφαλος ΔΕΝ δείχνει να λειτουργεί σαν ψηφιακό κομπιούτερ... τότε μάλλον έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξωφλήσαμε.

O Τσόμσκι ήταν παιδί των δεκαετιών του ’50 και του ’60, και δυστυχώς συνεχίζει να παραμένει μέχρι σήμερα έτσι. Αντέδρασε στον μπηχεβιορισμό των Skinner & Watson, ο οποίος περιέγραφε τον άνθρωπο σαν μια μηχανή, σαν μια μαθηματική συνάρτηση με ένα input κι ένα output, κατασκευάζοντας τη δική του εκδοχή για την ανθρώπινη μηχανή. Επηρεάστηκε προφανώς πολύ από το κλίμα της εποχής του, από την πρώιμη Τεχνητή Νοημοσύνη (GOFAI = Good Old-Fashioned Artificial Intelligence) των Minsky, Simon, Newell, McCarthy κ.λπ., που ήθελε τον άνθρωπο να λειτουργεί σαν κομπιούτερ, δηλαδή να αναπαριστά τον εξωτερικό κόσμο με σύμβολα & μοντέλα, και να τα χειρίζεται με υπολογισμούς (όπως Gallistel & King). Οπότε δούλεψε κι αυτός πάνω σε μια παρόμοια εκδοχή για το ανθρώπινο κομπιούτερ: ότι η συνολική γνωστική λειτουργία του ανθρώπου είναι ένα υπολογιστικό σύστημα (computational system), ότι η γλωσσική κατανόηση έχει να κάνει με εφαρμογή κανόνων/αλγορίθμων πάνω σε σύμβολα κι ότι το ανθρώπινο κομπιούτερ έχει κάποιο είδος προεγκατεστημένους drivers. Και παρόλο που η GOFAI Τεχνητή Νοημοσύνη κατέρρευσε ουσιαστικά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 (είχα γράψει αναλυτικότερα π.χ. εδώ), ο Τσόμσκι ακόμα και σήμερα δεν μπορεί να δει πολύ μακρύτερα από αυτά τα δόγματα στα οποία στήριξε όλη την καριέρα του, να αποδεχθεί κάτι ριζικά διαφορετικό από τον άνθρωπο-κομπιούτερ. Στη συνέντευξή του το λέει συνέχεια, π.χ.:



“Psycholinguists, neurolinguists, and others are trying to discover the particular parts of the computational system and of the neurophysiology … it’s got some computational system inside … the system seems to sort out lots of possibilities and restrict it to just ones that are part of the language … so when you're studying vision ... you first ask what kind of computational tasks is the visual system carrying out. And then you look for an algorithm that might carry out those computations...” 


Δε νομίζω όμως ότι πλέον στον 21ο αιώνα μπορούμε να συνεχίσουμε να δουλεύουμε μ’ αυτό το μοντέλο του ανθρώπου-κομπιούτερ, που υποτίθεται ότι λειτουργεί με σύμβολα, νοητικές αναπαραστάσεις του εξωτερικού κόσμου, κανόνες κι αλγορίθμους. Δε νομίζω καν ότι η έννοια της μηχανής είναι το καταλληλότερο μοντέλο για τον άνθρωπο.

Εν πολλοίς, η συνέντευξη αυτή του Τσόμσκι είναι αρκετά αντίστοιχη με μια παλιότερη απογοητευμένη διάλεξη του Marvin Minsky (εδώ ένα σχετικό άρθρο στο Wired), που βάσισε κι αυτός την καριέρα του στο δόγμα ότι ο άνθρωπος λειτουργεί σαν κομπιούτερ, όμως στην πορεία δεν είδε τα οράματά του να αποδίδουν καρπούς: “AI has been brain-dead since the 1970s”, έλεγε με πικρία ο Minsky το 2003 και θρηνολογούσε για την καινούργια γενιά ερευνητών ΑΙ που, υποτίθεται, εγκατέλειψε τα μεγάλα οράματα του παρελθόντος και στράφηκε στις πρακτικές εφαρμογές. Όπως κι ο Τσόμσκι, επέμενε κι αυτός να υπερασπίζεται ένα ξεπερασμένο πλέον θεωρητικό πλαίσιο εργασίας, στη βάση ότι εμείς είχαμε υψηλούς στόχους, θέλαμε να κατανοήσουμε την ουσία της ανθρώπινης νοημοσύνης κ.λπ. Πιστεύω, δηλαδή, ότι η συνέντευξη του Τσόμσκι στο The Atlantic δεν έχει στην ουσία να κάνει με τη θεωρητική επιστήμη έναντι εφαρμοσμένης επιστήμης/τεχνολογίας, έτσι το θέτει ο Τσόμσκι λόγω της απογοήτευσής του – όπως ακριβώς και ο Minsky, που δεν άντεχε να παραδεχτεί ότι ο μόνος τρόπος για να βγουν τα ρομπότ από τα εργαστήρια και να κάνουν κάτι σε πραγματικό περιβάλλον και σε πραγματικό χρόνο, ήταν να εγκαταλειφθούν τα θεωρητικά δόγματα περί ανθρώπων-κομπιούτερ. Τουλάχιστον ο Jerry Fodor είχε το κουράγιο να ομολογήσει ότι μετά από τόσες δεκαετίες δουλειάς στη γνωστική ψυχολογία και στην ΑΙ, δεν προέκυψε καν ένα εύλογο επιχείρημα για το ίδιο το θεωρητικό θεμέλιο των ερευνών: «Αν κάποιος, σαν τον Ντρέιφους, για παράδειγμα, μας ρωτούσε για ποιο λόγο υποθέτουμε ότι ο ψηφιακός υπολογιστής είναι ένας εύλογος μηχανισμός για την προσομοίωση των ολικών γνωστικών λειτουργιών του ανθρώπου, θα έπαιρνε μια εκκωφαντική σιωπή για απάντηση» (The Modularity of Mind, 1983, σελ. 129). Ας θίξω όμως αναλυτικότερα κάποια σημεία στη γλωσσολογία του Τσόμσκι:





Γλωσσολογικός Πλατωνισμός

Ο Τσόμσκι υιοθέτησε από την αρχή έναν πλατωνισμό στη γλωσσολογία, δηλαδή υποστήριξε ότι πίσω από το χάος των φαινομένων υπάρχει μια θεμελιώδης θεωρητική οντότητα, την οποία αν κανείς συλλάβει, θα εξηγήσει κατόπιν όλη τη φαινομενική πολυπλοκότητα – άρα η επιστημονική δουλειά μπορεί να γίνει πάνω σε αφηρημένα μοντέλα, που θεωρητικοποιούν το υπό μελέτη αντικείμενο, το παίρνουν από τους πραγματικούς ανθρώπους στον πραγματικό κόσμο και το εισάγουν σε περιβάλλον γραφείου. Το λέει και στη συνέντευξη στο The Atlantic: “… recognize that in the actual usage, there's going to be a thousand other variables intervening” (σελ. 3) – δηλαδή, μην αφήνεις τα ενοχλητικά εμπειρικά δεδομένα να σου χαλάσουν τις τόσο όμορφες θεωρίες, μην ασχολείσαι με την πραγματική χρήση της γλώσσας από πραγματικούς ανθρώπους στον πραγματικό κόσμο αφού, στο δρόμο που χάραξε ο Πλάτωνας, εσύ έχεις ήδη συλλάβει την Ιδέα. Του το προσάπτει αυτό και ο Νόρβιγκ αλλά και η Robin Tolmach Lakoff, μια μαθήτριά του που αργότερα αποσκίρτησε:



“Empirical data, painstakingly gathered from real people’s actual utterances, was not only not necessary, it was undesirable: it might be corrupt, tainted by trivial external influences, “performance factors.” Transformational theory directed its practitioners to produce the data that they then analyzed, and those analyses then formed the basis of their theories. If this sounds like a dangerously corruptible (and circular) system, let me assure you that today I find it scandalous” (The Language War, σελ. 6)



Μην παρεξηγηθώ, η μοντελοποίηση και η θεωρητική επεξεργασία είναι απαραίτητες. Η επιστήμη χρειάζεται την εμπειρική παρατήρηση, χρειάζεται όμως και τη θεωρητική δουλειά. Δεν υπάρχει συνταγή εδώ, ο καθένας βρίσκει μια χρυσή τομή θεωρίας/παρατήρησης και την υποβάλλει στην κρίση των άλλων. Έχω όμως την αίσθηση, μαζί με την Robin Lakoff, ότι η σχολή του Τσόμσκι έριξε υπερβολικά πολύ βάρος στη θεωρητική εργασία και υπερβολικά λίγο στην εμπειρική επιβεβαίωση. Διότι το θεωρούσαν δεδομένο στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ότι ο άνθρωπος είναι υπολογιστικό σύστημα, δεν τους παιρνούσε καν από το μυαλό να το αμφισβητήσουν, οπότε ένιωθαν πως όλη η δουλειά έγκειται στο να συλλάβεις, μέσω έξυπνου θεωρητικού στοχασμού, το κρυμμένο software πίσω από την πολυπλοκότητα των φαινομένων.

Το κρυμμένο software που πρότεινε αρχικά ο Τσόμσκι ήταν τα γλωσσικά καθολικά (linguistic universals), η μετασχηματιστική-γενετική γραμματική (transformational-generative grammar) και ο μηχανισμός γλωσσικής απόκτησης (LAD = language acquisition device). Αναφέρομαι στον αρχικό Τσόμσκι• διότι κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, τα τροποποίησε τόσο πολύ αυτά ώστε αν δεν τα εγκατέλειψε εντελώς, τουλάχιστον χαλάρωσε πολλές από τις αρχικές του απολυτότητες. Κράτησε μόνο μόνο έναν κεντρικό πυρήνα, τον οποίο θα προσπαθήσω να εντοπίσω και να σχολιάσω: καταρχήν, ότι η γλώσσα είναι πρώτα και καλύτερα σύνταξη. Αυτό είναι βασικό. Η σχολή του Τσόμσκι έριξε ελάχιστο βάρος στις άλλες πλευρές της γλώσσας, σε σχέση πάντα με τα αμέτρητα δενδροειδή διαγράμματα προτάσεων που παρήγε. Όλα είναι σύνταξη, ακόμα και το σημασιολογικό μέρος της γλώσσας ανάγεται κι αυτό στη σύνταξη, σε χερισμό συμβόλων με κάποιους κανόνες. Επίσης, ότι ο άνθρωπος διαθέτει ένα έμφυτο πρόγραμμα ή μία έμφυτη ικανότητα ή, τέλος πάντων, ένα έμφυτο κάτι, που τον βοηθά να μάθει ταχύτατα τη μητρική του γλώσσα και το οποίο πυροδοτείται από τα ελάχιστα γλωσσικά ερεθίσματα που ακούει κατά την ανάπτυξή του. Δηλαδή, ότι η γλωσσική απόκτηση του παιδιού δεν έρχεται μόνο από την έκθεσή του στον γλωσσικό του περίγυρο, αλλά έχει και κάποια βιολογική βάση. Αυτό συνεπάγεται επίσης ότι θα πρέπει να υπάρχουν δομές, περιορισμοί ή κανόνες στους οποίους υπακούν όλες οι φυσικές γλώσσες. Τέλος, η σχολή του Τσόμσκι υπήρξε αρκετά τυφλή στην κοινωνική πλευρά της γλωσσικής λειτουργίας. Υποστήριζε, για παράδειγμα, ότι η γλωσσική μας κατανόηση έχει ελάχιστα να κάνει με τη συμμετοχή μας σε μια γλωσσική κοινότητα• για τον Τσόμσκι, όλη η γλώσσα μπορεί να μελετηθεί ικανοποιητικά θεωρώντας μόνο εξατομικευμένους ομιλητές, ανακαλύπτοντας τις κρυμμένες εντολές στο ατομικό software του καθενός. Παραφράζοντας το ρητό της Θάτσερ: «δεν υπάρχει γλωσσική κοινωνία, υπάρχουν ομιλητές».

Το βασικό επιχείρημα του Τσόμσκι, η πενιχρότητα των γλωσσικών ερεθισμάτων κατά τη γλωσσική απόκτηση των παιδιών, ήταν κάτι που δεν βασίστηκε σε συστηματικά εμπειρικά δεδομένα, αλλά περισσότερο μια θεωρητική πρόταση. Το πρωτοπαρουσίασε το 1959 στην περίφημη κριτική του για το Verbal Behavior του Skinner (εδώ, τελευταία παράγραφος):

It is not easy to accept the view that a child is capable of constructing an extremely complex mechanism for generating a set of sentences, some of which he has heard, or that an adult can instantaneously determine whether (and if so, how) a particular item is generated by this mechanism, which has many of the properties of an abstract deductive theory. Yet this appears to be a fair description of the performance of the speaker, listener, and learner. If this is correct, we can predict that a direct attempt to account for the actual behavior of speaker, listener, and learner, not based on a prior understanding of the structure of grammars, will achieve very limited success ... The fact that all normal children acquire essentially comparable grammars of great complexity with remarkable rapidity suggests that human beings are somehow specially designed to do this 


Αυτό υπήρξε και το κεντρικό επιχείρημα του γλωσσολογικού του προγράμματος, ο λόγος για τον οποίο δούλεψε μια ζωή θεωρητικά, σε συντακτικά δενδροειδή μοντέλα προτάσεων, καθότι αξίωσε ότι η συλλογή παρατηρήσεων σε πραγματικό περιβάλλον δεν είχε και πολλά να προσφέρει (όπως λέει στην κριτική, “a direct attempt to account for the actual behavior of speaker, listener, and learner, not based on a prior understanding of the structure of grammars, will achieve very limited success”). Ήταν πεπεισμένος ότι είχε ήδη εντοπίσει την πλατωνική Ιδέα στα θεμέλια του γλωσσικού φαινομένου. Κι όμως, ένας τόσο δυνατός ισχυρισμός υπήρξε εντυπωσιακά αστήρικτος σε εμπειρικά δεδομένα:


“Chomsky did not rely on behavioral observations of the type conventional in the scientific study of human behavior and cognition. Instead he relied exclusively on logical arguments”


... λέει ο Michael Tomasello (εδώ, σελ. 131). Το ίδιο και ο Anthony Chemero: “It is an argument that a class of scientific approaches is doomed to fail, based on theoretical posits and little or no empirical evidence” (εδώ, σελ. 7). Με τον καιρό φυσικά, άρχισαν να μαζεύονται αντιρρήσεις ενάντια στο επιχείρημα του Τσόμσκι, έρευνες που υποδείκνυαν ότι δεν χρειάζεται να υποθέσουμε καμία έμφυτη ικανότητα για να εξηγήσουμε τη γλωσσική απόκτηση του παιδιού, και τελικά το θέμα μοιάζει να είναι περισσότερο ιδεολογικό παρά καθαρά επιστημονικό, με ένα αντεπιχείρημα σε κάθε επιχείρημα. Όσο κι αν συνεχίζεται η διαμάχη, παραμένει πάντως ένα γεγονός: ότι ένα καινούργιο γλωσσολογικό ρεύμα ξεκίνησε το 1959 με ένα, κατά βάση, αστήρικτο επιχείρημα. Η υποψία μου είναι ότι πολλοί ερευνητές τότε δυσανασχετούσαν από τον μπηχεβιορισμό των Skinner & Watson, οπότε όταν εμφανίστηκε μια κριτική φωνή, την ακολούθησαν με ενθουσιασμό.   

Πόση ακαδημαϊκή αποδοχή έχουν σήμερα οι ιδέες του Τσόμσκι; Η εντύπωση που έχω σχηματίσει είναι ότι πλέον οι περισσότεροι γλωσσολόγοι παγκοσμίως κρατάνε κριτική στάση απέναντι στα επιχειρήματά του (αυτή όμως είναι απλώς η εντύπωσή μου). Αν μη τι άλλο, νομίζω είναι ξεκάθαρο ότι οι αρχικές του ιδέες (η μετασχηματιστική-γενετική γραμματική, τα γλωσσικά καθολικά, η θεωρία των συντακτικών δομών, η βαθειά και η επαφανειακή δομή κ.λπ.) έχασαν την αίγλη τους ήδη από τη δεκαετία του ’70. O Michael Tomasello σχολίαζε to 1995 για ένα βιβλίο του Steven Pinker (The Language Instinct) που προωθούσε τις ιδέες του Τσόμσκι: “That many linguists, indeed the majority of linguists, do not believe in a Chomsky-like Universal Grammar is not acknowledged anywhere in the 430 pages of the book” (εδώ, σελ. 132), ενώ πιο πρόσφατα (2006) ο David Palmer έλεγε: “Chomsky is still a prominent figure in cognitive science, but his influence has waned” (εδώ). Κάτι ακόμα που βρίσκω ξανά και ξανά είναι ότι οι ερευνητές που μελετάνε εμπειρικά τη γλωσσική απόκτηση των παιδιών, συνήθως τη βλέπουν αποκλειστικά ως θέμα κοινωνικής μάθησης, δεν πείθονται ότι υπάρχει ένα έμφυτο κάτι, όπως αξίωσε ο Τσόμσκι.

Το μεγάλο μου παράπονο όμως από τον Νόαμ είναι ότι απομόνωσε τη γλωσσολογία από τα ερωτήματα και τις απορίες του καθημερινού ανθρώπου. Την έκανε κάτι κρυπτικό και ακατάληπτο, αυστηρά για ακαδημαϊκούς, όλο αφηρημένες άλγεβρες, εντελώς απροσπέλαστα για τον Γιάννη και τη Μαρία – που σε κάποια στιγμή της ζωής τους θα αναρωτηθούν για τη γλώσσα και θα θελήσουν απαντήσεις, ο Τσόμσκι όμως δεν έχει τίποτα να τους δώσει. Το ίδιο ακριβώς παράπονο βρήκα και στην Robin Tolmach Lakoff:


“Αccepting these constraints entailed accepting the impossibility of saying almost everything that might be interesting, anything normal people might want or need to know about language” (The Language War, σελ. 7)



Εντάξει, μπορεί το ίδιο το υπό μελέτη αντικείμενο είναι από τη φύση του απροσπέλαστο στην κατανόηση των μη-ειδικών. Μπορεί όμως όλος αυτός ο θόρυβος να μην είναι παρά μόνο η τεχνητή και απρόσφορη απόπειρα μιας ακαδημαϊκής σχολής να δικαιώσει την ύπαρξή της. Παρεμπιπτόντως, μια πολύ παρόμοια κατηγορία εκτόξευσε και ο ίδιος Τσόμσκι στον Skinner, ήδη από την περίφημη κριτική του το 1959 – ότι φτιάχνει επιτηδευμένους ακαδημαϊκούς όρους και αμφίβολες θεωρίες που απομακρύνουν το αντικείμενο της επιστήμης από την κατανόηση και το ενδιαφέρον των μη-ειδικών:


“What has been hoped for from the [behaviorist] psychologist is some indication how the casual and informal description of everyday behavior in the popular vocabulary can be explained or clarified in terms of the notions developed in careful experiment and observation, or perhaps replaced in terms of a better scheme. A mere terminological revision, in which a term borrowed from the laboratory is used with the full vagueness of the ordinary vocabulary, is of no conceivable interest” (εδώ, ενότητα 4)



Ένα παλιό κείμενο του Νίκου Δήμου ειρωνευόταν τον Έλληνα, ο οποίος, λέει, θαυμάζει τον Τσόμσκι για τον πολιτικό του σχολιασμό (επιφανειακό και ανώριμο, κατά ΝΔ), όχι όμως για τη γλωσσολογική δουλειά του (λαμπρή και ριζοσπαστική, κατά ΝΔ), την οποία δεν γνωρίζει. Κάπως έτσι τα έλεγε, το μεταφέρω από μνήμης. Λοιπόν, βρίσκω πολύ φυσιολογικό ο Έλληνας και ο οποιοσδήποτε να μη γνωρίζει τη γλωσσολογική δουλειά του Τσόμσκι, αφού του είναι εντελώς ακατανότητη και ξένη προς τον προβληματισμό του! Προσωπικά, έχω εκπλαγεί ευχάριστα αρκετές φορές από τον πολιτικό Τσόμσκι και τις θέσεις του• όμως από τον γλωσσολόγο Τσόμσκι – από τη φιλοσοφία πίσω από τις θεωρίες του – με χωρίζει άβυσσος.

Μέχρι εδώ. Επαναλαμβάνω ότι δεν είμαι ειδικός και δεν θα υποστηρίξω πολύ μαχητικά τις παραπάνω παρατηρήσεις, το βασίλειό μου για έναν γλωσσολόγο.



(Η συνέχεια στην επόμενη ανάρτηση. Δείτε, αν θέλετε, και τη σχετική συζήτηση στο Buzz για ορισμένες παραπάνω διευκρινήσεις).

Τελεολογία

"Τρεις φορές οι Κόκκινοι Κμερ περικύκλωσαν το χωριό μου. Μας βγάλαν έξω και περίμεναν εντολές από το αρχηγείο: τι κάνουμε μ' αυτό το χωριό; Το καίμε; Τους σκοτώνουμε; Το αφήνουμε και πάμε παρακάτω; Ήμουν μικρό παιδάκι όμως καταλάβαινα ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Τελικά, και τις τρεις φορές το αρχηγείο είπε να μην ασχοληθούν άλλο με το χωριό μας, κι έφυγαν".

Όταν τα κοιτάς σε ανασκόπηση, όλα μοιάζουν τελεολογικά.

Oops, I Did It Again!...

Πάντα το κόστος θα αποδειχθεί μεγαλύτερο• πάντα το όφελος θα αποδειχθεί μικρότερο• πάντα το αρχικό σχέδιο θα καταρρεύσει• πάντα θα προκύψουν προβλήματα που δεν συνυπολογίστηκαν• πάντα η τύχη θα επηρεάσει αρνητικά, ποτέ θετικά• πάντα ο απαισιόδοξος θα είναι αυτός που θα γελάσει τελευταίος 


(Α) Πρόβλημα Εντολέα-Εντολοδόχου

«Οι διεφθαρμένοι πολιτικοί έριξαν τη χώρα στην κρίση» –– «Όμως οι διεφθαρμένοι πολιτικοί ψηφίστηκαν, δεν πήραν την εξουσία πραξικοπηματικά». Τρία χρόνια κρίσης τώρα, όλοι θα έχουμε κάνει αυτήν την κουβέντα πολλές φορές, προσπαθώντας να εντοπίσουμε ποιος φταίει που η Ελλάδα έμαθε τι σημαίνει ΔΝΤ – το οποίο ΔΝΤ αντιμετώπισε αρχικά την κατάσταση με υπεραισιόδοξες προβλέψεις (τώρα, υποτίθεται, θα είχαμε ανάπτυξη και ανεργία 14,8%), όμως στην πορεία αναγκάστηκε να αναθεωρήσει επί το θλιβερότερον, όπως επισημαίνει ο Τάλως εδώ. Όλα αυτά όμως είναι προφάσεις για να αποφύγουμε τις ευθύνες μας• καλώς ή κακώς, εμείς ψηφίσαμε τους φαύλους πολιτικούς, οπότε, εμμέσως, εμείς επιτρέψαμε και στο ΔΝΤ να έχει λόγο στη διαχείριση της κρίσης – όπου ανθρώπινο είναι να κάνει και μερικά λάθη σε μια τέτοια χαώδη κατάσταση. Στο φινάλε, ας προσέχαμε.

Είναι άραγε έτσι;

Έχω λόγους να αμφιβάλλω. Ας δούμε πρώτα κάτι παραπλήσιο και θα επανέρθουμε:

Γέφυρες, φράγματα, υδροηλεκτρικά εργοστάσια, αυτοκινητόδρομοι, Ολυμπιακοί Αγώνες, ουρανοξύστες κ.α., όλα έργα πολλών εκατομμυρίων ή δισεκατομμυρίων δολαρίων, που περιλαμβάνουν αμέτρητα υποέργα, χιλιάδες εργαζόμενους, τεχνικούς, λογιστές, διευθυντές, προμηθευτές, μάνατζερ, μηχανικούς κ.λπ. Ένας εναλλακτικός τρόπος να τα δούμε είναι ως διαχειρίσεις δημόσιου χρήματος, με πολύ μεγάλο κόστος αλλά με ακόμα μεγαλύτερο προσδοκώμενο όφελος – ένας σκόπιμα γενικός ορισμός ώστε να περιλαμβάνει ακόμα και τα μνημόνια της τρόικας. Λοιπόν, φαίνεται ότι σέρνεται ιός παγκοσμίως σ’ αυτά τα πανάκριβα έργα / διαχειρίσεις δημόσιου χρήματος: τα φαινόμενα που εμφάνισε το ΔΝΤ στην Ελλάδα (αισιοδοξία στις αρχικές προβλέψεις, εξέλιξη κατώτερη των προσδοκιών) τείνουν να εμφανίζονται διαβολεμένα συχνά και σ’ αυτά. Κάτι που μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας μας απλώς διαβάζοντας εφημερίδες. Ένα ελαχιστότατο δείγμα από τον παγκόσμιο Τύπο:

κόστος που ξεφεύγει
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη
κόστος που ξεφεύγει 
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη 
κόστος που ξεφεύγει 
κόστος που ξεφεύγει
κόστος που ξεφεύγει 
κόστος που ξεφεύγει,  
παραμυθικά αισιόδοξη πρόβλεψη
κόστος που ξεφεύγει 
κόστος που ξεφεύγει,  
κόστος που ξεφεύγει
η κατάρα των Ολυμπιακών Αγώνων
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη
κόστος που ξεφεύγει 
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη (εξαιρετικό άρθρο),   
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη 
κόστος που ξεφεύγει 
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη 
κόστος που ξεφεύγει 
κόστος που ξεφεύγει 
αισιόδοξες αρχικές προβλέψεις – θλιβερή εξέλιξη
κόστος που ξεφεύγει 
κόστος που ξεφεύγει
κόστος που ξεφεύγει
κόστος που ξεφεύγει
κόστος που ξεφεύγει κ.λπ. κ.λπ.                            

Μήπως όμως το δείγμα είναι μικρό και μη-αντιπροσωπευτικό σε σχέση με τον αριθμό των πανάκριβων αυτών έργων παγκοσμίως; Ας ρωτήσουμε τους μελετητές τους: «H επιτυχία στη διαχείριση αυτών των έργων είναι τόσο σπάνια, που οι ελάχιστες επιτυχημένες περιπτώσεις δεν δίνουν αρκετά μεγάλο δείγμα για σίγουρες στατιστικές αναλύσεις», λέει ο Bent Flyvbjerg του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, υπό τον εύγλωττο τίτλο Over Budget, Over Time, Over and Over Again (εδώ, σελ. 322). Και το περίεργο είναι ότι παντού και πάντα εμφανίζεται αυτό το μοτίβο ΔΝΤ! Αισιοδοξία στις αρχικές προβλέψεις, όλα μοιάζουν θετικά ή έστω ελέγξιμα, η εξέλιξη όμως σχεδόν πάντα αποδεικνύεται κατώτερη των προσδοκιών! Over budget, over time, over and over again!

Σκεφτείτε όμως γι’ αυτές τις διαχειρίσεις δημόσιου χρήματος: όλα τα έργα εγκρίθηκαν κι ανατέθηκαν βάσει της αρχικής τους εκτίμησης. Αυτήν είδαν οι επενδυτές ή οι κυβερνήσεις, αυτή δημοσιεύτηκε στον Τύπο κι έπεισε τους ψηφοφόρους. Πάνω σ’ αυτήν πάρθηκαν οι αποφάσεις. Υποτίθεται ότι αυτή η εκτίμηση ήταν ρεαλιστική – ότι όποιος τη συνέταξε, έλαβε υπόψη και τα θετικά και τ’ αρνητικά ενδεχόμενα και παρουσίασε μια ισορροπία ανάμεσά τους. Οπότε, υποτίθεται, ότι όση πιθανότητα υπήρξε να αποδειχθεί στην πορεία υπεραισιόδοξος, άλλη τόση και να αποδειχθεί υπεραπαισιόδοξος. Έτσι υποτίθεται.

Ας επιστρέψουμε όμως στα δικά μας. Ο κοινός παρονομαστής ανάμεσα σ' αυτά τα έργα και στην Ελλάδα της κρίσης είναι το δημόσιο χρήμα και οι Ειδικοί, αυτοί που ψηφίζουμε ή διορίζουμε ν’ αποφασίζουν για μας χωρίς εμάς. Στα Οικονομικά αυτό είναι γνωστό ως Πρόβλημα Εντολέα-Εντολοδόχου (Principal-Agent Problem), και η Wikipedia το προσδιορίζει ως πρόβλημα που προκύπτει από την ασυμμετρία της πληροφόρησης: ο ψηφισμένος ή διορισμένος Ειδικός που λαμβάνει τις αποφάσεις έχει, λόγω θέσης ή εκπαίδευσης, πρόσβαση σε εξειδικευμένη γνώση, σε πολύ ειδικά στοιχεία, οπότε πρακτικά είναι δύσκολο να ελεγχθεί. Ο Ειδικός έχει ουσιαστικά δύο όπλα: τη γνώση και τη θέση του. Οπότε ενδεχομένως στην πορεία να αρχίσει να έχει άλλα κίνητρα από αυτά του εντολέα, π.χ. να φανεί ότι είναι πολύτιμος κι αναπόσπαστος ή να μεταθέσει τις ευθύνες αλλού ή πάση θυσία να διατηρήσει τη θέση του κ.α. Ο Στίγκλιτς πήρε και Νόμπελ στα Οικονομικά για τη δουλειά του σε σχετικά θέματα. Χρησιμοποιώ εδώ τη λέξη Ειδικός με την ευρεία έννοια, Ειδικός είναι και ο Βενιζέλος κι ο Σόιμπλε και η Λαγκάρντ κι ο Σαμαράς κ.λπ.: αυτοί που ψηφίζονται ή διορίζονται ν’ αποφασίζουν για μας χωρίς εμάς. Λοιπόν, στην περίπτωση των πανάκριβων έργων, οι Ειδικοί είναι η αιτία του συστηματικού εκτροχιασμού των εξόδων – όλοι αυτοί οι διευθυντές, CEO, σύμβουλοι, αναλυτές κ.λπ. που παίρνουν τις αποφάσεις για την κατανομή δημοσίου χρήματος, όμως συστηματικά οι εκτιμήσεις τους αποδεικνύονται στα χαρτιά κούκλα και στην υλοποίηση πανούκλα. Oops, I did it again!...

Γιατί αυτό όμως; Και γιατί δεν μαθαίνουν από τα λάθη τους; Διότι δεν το καταλαβαίνουν ότι είναι υπεραισιόδοξοι• νομίζουν ότι είναι ρεαλιστές, ενώ στην πραγματικότητα παραβλέπουν ενδείξεις, υποτιμούν τα στοιχεία που τους χαλάνε το όνειρο, δεν ακούνε τα προειδοποιητικά καμπανάκια, υπερεκτιμούνε τα θετικά και κλείνουν τα μάτια στα αρνητικά κ.λπ. (Over Budget, Over Time, Over and Over Again, σελ. 325-327). Ο Daniel Kahneman έχει επισημάνει τέτοιου είδους ψυχολογικές πλάνες κατά τη λήψη αποφάσεων υπό καθεστώς αβεβαιότητας – και το ότι βραβεύτηκε με Νόμπελ, δείχνει ότι πρόκειται για ένα πολύ κοινό ανθρώπινο φαινόμενο: 'cause to lose all my senses, that is just so typically me, που έλεγε κι η Britney Spears. Οι Ειδικοί λοιπόν τείνουν να είναι τοξικά υπεραισιόδοξοι επειδή πέφτουν σε ψυχολογικές πλάνες. Εκτός, βέβαια, αν δεν πέφτουν σε πλάνες και σκόπιμα κάνουν λάθη... Εκτός αν εκμεταλλεύονται τη θέση τους, την αδυναμία του εντολέα να τους ελέγξει, το όλο χάος της κατάστασης, και επιλέγουν πού θα κάνουν τα λάθη τους – ο κομψός όρος είναι strategic misinterpretation, στρατηγική παρερμηνεία, δηλαδή ότι ο Ειδικός παρερμηνεύει βάσει στρατηγικού σχεδίου (στην Ελλάδα το λέμε: δημιουργική λογιστική ή και λαμογιά). Έχουμε όμως ενδείξεις για κάτι τέτοιο; Μην τους κατηγορούμε άδικα, τους ανθρώπους.

Μμμ... κάτι έχουμε!

Ας πούμε, υπάρχουν έρευνες (επιστημονικότατες και αξιόπιστες) που δείχνουν πώς γίνονται οι πραγματικές οικονομοτεχνικές αναλύσεις στον πραγματικό κόσμο από πραγματικούς ανθρώπους, όταν στην υπόθεση παίζεται πραγματικό δημόσιο χρήμα. Για παράδειγμα, η έρευνα του Martin Wachs, του πανεπιστημίου Berkeley: Ethics and Advocacy in Forecasting for Public Policy. Μπορείτε να διαβάσετε στις σελίδες 144-153 τη διαφορά της επιστήμης των πανεπιστημίων από την εφαρμοσμένη επιστήμη στον πραγματικό κόσμο: α) πρώτα αποφασίζονται τα τελικά αποτελέσματα και μετά χτίζονται οι προβλέψεις πάνω σ’ αυτά, β) πολιτικοί που παραγγέλνουν στους αναλυτές τις εκτιμήσεις κατά πώς τους βολεύουν, κι όταν το έργο αποδεικνύεται κατώτερο των προσδοκιών, οι πολιτικοί τα ρίχνουν στους αναλυτές, τους απολύουν θριαμβευτικά κι ο Τύπος τούς επαινεί κι από πάνω, γ) κριτικές και ενστάσεις που απαντούνται από «ορθολογιστικά», υποτίθεται, επιχειρήματα χωρίς καμία λογική, δ) δαιμονοποίηση των κριτικών φωνών και παρουσίασή τους ως κοντόφθαλμους, αρνητές της προόδου κ.λπ., ε) ηθικολογία και μοραλισμός αντί για ουσιαστικές εξηγήσεις, στ) δαιδαλώδεις οικονομοτεχνικές αναλύσεις που πρακτικά είναι αδύνατο να ελεγχθούν, ούτε καν από επαγγελματίες, ζ) αναλυτές που κρύβουν τη σχέση τους με εταιρείες, ώστε να μπορούν να παρουσιάζουν δημόσια τις εκτιμήσεις τους ως «αμερόληπτες» κι «αντικειμενικές» κ.α. (σας θυμίζουν κάτι από την Ελλάδα της κρίσης όλα αυτά;). Ο συγγραφέας πάντως σχολιάζει: «Πιστεύω ότι αυτές οι πρακτικές είναι τόσο κοινές ώστε έχω γίνει καχύποπτος σχεδόν για κάθε οικονομοτεχνική εκτίμηση που παρουσιάζεται στον δημόσιο διάλογο, είτε από κυβερνητικές υπηρεσίες είτε από συμβούλους είτε από, υποτίθεται, ειδικούς» (σελ. 146).

Αν ενδιαφέρεται κάποιος, υπάρχουν κι άλλες ανάλογες έρευνες. Όμως μια ακόμα ένδειξη προσφέρουν και τα άφθονα δημοσιευμένα άρθρα με τέτοιες περιπτώσεις διαφθοράς: σύννομη κλοπή δημόσιου χρήματος πάνω στο μοτίβο ΔΝΤ (θετικές αρχικές εκτιμήσεις, εξέλιξη κατώτερη των προσδοκιών). Όπως ξέρουμε βέβαια, αυτά συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα: Παραμύθιασμα εταιρειών για να πάρουν δημόσιες προμήθειες στη Βρετανία (και εδώ), Παραμύθιασμα της ΙΒΜ για να πάρει δημόσια προμήθεια στην Αυστραλία, Σκάνδαλα στις δημοτικές προμήθειες της Νέας Υόρκης, Εργολαβική διαφθορά στη Ν. Αφρική, Πρώην στέλεγος της Boeing εξομολογείται τις αριστοτεχνικές λαμογιές της εταιρείας για να παίρνει αναθέσεις (σπουδαία μαρτυρία) κ.α.

Νομίζω ότι έχουμε επαρκείς ενδείξεις για να υποστηρίξουμε ότι η ερμηνεία μόνο με τις ψυχολογικές πλάνες δεν είναι αρκετή, η αποκλειστικότητά της διαψεύστηκε ακόμα και με το κριτήριο του Popper. Χρειάζεται μια πιο σύνθετη ερμηνεία με ψυχολογικές πλάνες + «στρατηγική παρερμηνεία». Πέντε γενικές θέσεις:

(1) Το καλύτερο κόλπο να διασπαθίσεις δημόσιο χρήμα με 100% σύννομο τρόπο, είναι να παρουσιάσεις υπεραισιόδοξες αρχικές προβλέψεις και να φορτώσεις τον λογαριασμό της θλιβερής κατάληξης στους φορολογούμενους. Δοκιμασμένο, δουλεύει. Στο τέλος απλώς θα πεις: Oops, I did it again!...

(2) Στον πραγματικό κόσμο με τους πραγματικούς ανθρώπους και το πραγματικό δημόσιο χρήμα, δεν έχουμε καμία εξασφάλιση ότι το κίνητρο του εντολοδόχου είναι αναγκαστικά το όφελος αυτών που τον ψήφισαν ή τον διόρισαν. Αυτή είναι η εξαίρεση. Ο κανόνας είναι ότι στην πορεία ο εντολοδόχος θα αποκτήσει δικά του κίνητρα. Είτε για ψυχολογικούς λόγους – είναι αισιόδοξος τύπος, γεμάτος θετική ενέργεια και τα βλέπει όλα ρόδινα – είτε γι’ αυτό που παρατηρούσε σοφά η Britney Spears: You think I’m in love, that I come from above: I’m not that innocent.

(3) Πάντα το κόστος θα αποδειχθεί μεγαλύτερο• πάντα το όφελος θα αποδειχθεί μικρότερο• πάντα το αρχικό σχέδιο θα καταρρεύσει• πάντα θα προκύψουν προβλήματα που δεν συνυπολογίστηκαν• πάντα η τύχη θα επηρεάσει αρνητικά, ποτέ θετικά• πάντα ο απαισιόδοξος θα είναι αυτός που θα γελάσει τελευταίος.

(4) Μέσα στα πανεπιστήμια ισχύει το μοντέλο: α) τα αδυσώπητα στοιχεία αναλύονται αμερόληπτα και συνάγονται πορίσματα, β) βάσει αυτών των πορισμάτων, προσδιορίζονται ορισμένες πολιτικές. Στον πραγματικό κόσμο με τους πραγματικούς ανθρώπους και το πραγματικό δημόσιο χρήμα, μοιάζει να ισχύει το μοντέλο: α) πρώτα αποφασίζονται τα πορίσματα που θα ανακοινωθούν δημόσια, β) οι οικονομοτεχνικές αναλύσεις χτίζονται κατόπιν εορτής για να τα υποστηρίξουν, γ) κατασκευάζεται και μια κατάλληλη ερμηνεία για να πλασαριστεί το σχέδιο στον κόσμο.     

(5) Όλοι βρίσκουν τρόπους να τα βολεύουν με τη συνείδησή τους και να κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια. Από το Ethics and Advocacy in Forecasting for Public Policy του Martin Wachs, σελ. 151-152: «Συζητούσα κάποτε με τον πρόεδρο μιας μεγάλης εταιρείας συμβούλων, που συνέταξε πολλές οικονομοτεχνικές μελέτες για λογαριασμό φορέων του δημοσίου. Τον ρώτησα γιατί συστηματικά υποτιμούσανε το κόστος μεγάλων δημόσιων έργων. Μου απάντησε ηθικολογικά, ότι ήταν προσωπικά αντίθετος στη σπατάλη δημόσιου χρήματος και το έβλεπε ως ηθικό καθήκον να παρουσιάζει το κόστος μικρότερο. Έτσι, είπε, έδινε κίνητρο στους δημόσιους λειτουργούς να ανταποκριθούν σ’ αυτές τις εκτιμήσεις κόστους, ώστε να μην σπαταλούνται τα χρήματα των φορολογούμενων στους εργολάβους. Είπε επίσης ότι ο ίδιος δεν είχε καμία ευθύνη αν, στην πορεία, το κόστος ξέφευγε από τις αρχικές εκτιμήσεις, αυτός προσπαθούσε απλώς να γλιτώσει τους φορολογούμενους από σπατάλες. Παρατήρησα ότι αν οι εκτιμήσεις του ήταν πιο τίμιες και ρεαλιστικές, ίσως οι αποφάσεις για την κατασκευή του έργου να ήταν από την αρχή διαφορετικές και οι φορολογούμενοι να γλίτωναν από μεγαλύτερες σπατάλες. Αυτό δεν είναι δική μου δουλειά, είπε, εγώ κάνω απλώς τις μελέτες, δεν παίρνω αποφάσεις για την κατασκευή του έργου».




(Β) «Ναι, Αλλά Εσείς Τι Προτείνετε;»

Εγώ δεν προτείνω τίποτα! Απλά κοιτάζω τι συμβαίνει στον κόσμο, πώς αντιμετωπίζουν το πρόβλημα όσοι το έχουν αναγνωρίσει. Το φάρμακο λοιπόν έχει να κάνει με το δίπτυχο: (1) Βγες από το Matrix, (2) Περισσότερη δημοκρατία.


(1) Βγες Από Το Matrix
Σε μια οικονομική κρίση (καλή ώρα) ή σε ένα τεράστιο έργο δισεκατομμυρίων, η κατάσταση γρήγορα γίνεται χαώδης: ασύλληπτος όγκος πληροφορίας που είναι αδύνατο να αφομοιωθεί, μεγάλη αβεβαιότητα, υψηλή αγωνία, απρόβλεπτα γεγονότα, κάθε επιχείρημα κι ένα αντεπιχείρημα κ.λπ. Όλοι ζαλίζονται και δεν μπορούν να καταλάβουν τι συμβαίνει: είμαστε μέσα στο σχέδιο ή κάτι δεν πάει καλά; Η παρέκκλιση θεωρείται μικρή κι ασήμαντη ή μεγάλη και σημαντική; Ποια από τα χιλιάδες αντικρουόμενα μηνύματα να πιστέψω;... Ούτε και στο τέλος θα βγει άκρη, όταν τα θλιβερά αποτελέσματα θα αποδειχθούν κατώτερα των προσδοκιών (όπως γίνεται πάντα): όλοι θα ψάχνουν μάταια να βρουν τι έφταιξε, θα διαβάζουν αναλύσεις επί αναλύσεων, ο ένας θα φορτώνει την ευθύνη στον άλλον κ.λπ. Αυτό που μπορεί να βοηθήσει εδώ είναι να βγεις απ’ το Matrix και να δεις την κατάσταση απ' έξω.

Αν σ' ενδιαφέρει λοιπόν να μάθεις το πραγματικό κόστος ενός προτεινόμενου σχεδίου, τότε ο τρόπος για να βγεις απ’ το Matrix είναι να συγκρίνεις το σχέδιο με παρόμοιες περιπτώσεις ανά τον κόσμο και να προσαρμόσεις αναλόγως τις αρχικές εκτιμήσεις. Τυπικά, η τεχνική αυτή λέγεται Reference Class Forecasting, την υιοθέτησε πρώτα η Βρετανική κυβέρνηση το 2003, κατόπιν η Αμερικάνικη Εταιρεία Αστικού Σχεδιασμού (American Planning Association), και συνεχίζει να υιοθετείται όλο και περισσότερο από κυβερνητικές υπηρεσίες και ιδιωτικές εταιρείες σε Ολλανδία, Δανία, Ελβετία, Αυστραλία και Ν. Αφρική (Over Budget, Over Time, Over and Over Again, σελ. 331). Είναι ο μόνος τρόπος να κοιτάξεις το χάος απ’ έξω και να δραπετεύσεις απ’ το Matrix.

Αν, πάντα, σε ενδιαφέρει να μάθεις το πραγματικό κόστος. Αν όχι, τότε μπορείς να συνεργαστείς με τον Ειδικό που προτείνει το σχέδιο και να μοιραστείτε τη λεία. Στο τέλος απλά θα πεις: Oops, I did it again!...

Εδώ μπορούμε να δούμε το υπεραισιόδοξο ΔΝΤ, που στην Ελλάδα απέτυχε να συλλάβει το μέγεθος της κρίσης, πήρε λάθος συντελεστές κ.λπ. Ναι, όμως όπως επισημαίνει κι ο Τάλως, οι προβλέψεις του ΔΝΤ έχουν ιστορικό αρχικής υπεραισιοδοξίας – θλιβερής εξέλιξης! Το Ταμείο δεν μοιάζει να μαθαίνει από τα λάθη του (ή, εναλλακτικά, μαθαίνει και μάλιστα πολύ καλά...). Πάντως, οι Baker & Rosnick στο paper τους λένε: «Δεδομένης της συστηματικής μεροληψίας προς τα πάνω που υπάρχει στις προβλέψεις του ΔΝΤ για την ανάπτυξη των χωρών της Λατινικής Αμερικής, αυτό το paper συμβουλεύει τις κυβερνήσεις να σχεδιάζουν την πολιτική τους προσαρμόζοντας τις ετήσιες προβλέψεις του ΔΝΤ προς τα κάτω κατά 1,6%» (σελ. 2). Αυτό ακριβώς είναι το reference class forecasting. Διότι τελικά ο κόσμος θα πληρώσει την βασισμένη σε υπεραισιόδοξες προβλέψεις πολιτική, το ΔΝΤ απλώς θα πει: Oops, I did it again!... 

Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες, οι οποίοι μας κόστισαν περισσότερο απ' ό,τι περιμέναμε, τι να κάνουμε. Όμως το γεγονός πως όλοι (μα όλοι!) οι Ολυμπιακοί των τελευταίων 50 ετών ξέφυγαν άγρια από τους αρχικούς προϋπολογισμούς με μέση απόκλιση κόστους 179%, κάπου σε κάνει να το σκέφτεσαι διαφορετικά το θέμα. Δεν είναι «απόδειξη», βέβαια, όμως ούτε και η Ρώμη είχε καμιά τυπική «απόδειξη» που πρόσφατα αποτραβήχτηκε από τη διεκδίκηση των Ολυμπιακών του 2020 (προς απογοήτευση του κ. Ρογκ). Όλοι θα φοβόμασταν στη θέση του Μόντι, παρόλο που είμαι σίγουρος ότι ήδη οι προβλέψεις θα είναι λαμπρές, όλο όφελος κ.λπ. Αν όμως ξεφύγουν άγρια τα έξοδα (είναι σίγουρο ότι θα γίνει), ο κόσμος θα πληρώσει τελικά τον λογαριασμό, η ΔΟΕ θα πει απλώς: Oops, I did it again!... 


(2) Περισσότερη Δημοκρατία
Η βασική λύση που συνιστά η Οικονομική Θεωρία της Πληροφορίας (Information Economics) για το πρόβλημα εντολέα-εντολοδόχου είναι οι μηχανισμοί που προσδίδουν σωστά κίνητρα. Το θέμα, δηλαδή, δεν είναι τι κάνουν οι πολιτικοί και οι μάνατζερ, αλλά τι κάνουμε εμείς ώστε να δώσουμε τα σωστά κίνητρα στους πολιτικούς και τους μάνατζερ. Αυτό μεταφράζεται σε θεσμούς και μέτρα που προάγουν περισσότερη λογοδοσία, περισσότερη ευθύνη, περισσότερη διαφάνεια, περισσότερη δημοκρατία, περισσότερο δημόσιο έλεγχο, περισσότερη κριτική. Αλλά και περισσότερες τιμωρίες. Το ότι μας παρουσιάζεται ο Ειδικός κ. Τάδε, με κουστούμι και γραβάτα, λάπτοπ και επαγγελματική κάρτα, απόφοιτος Χάρβαρντ, MSc, MD, JD, PhD. κ.λπ., δεν μας εξασφαλίζει σε τίποτα ότι τα κίνητρά του θα είναι η εξυπηρέτηση του δικού μας συμφέροντος. Ή ότι τα κίνητρα του πολιτικού του προϊσταμένου θα είναι η αμερόληπτη εξέταση κόστους-όφελους.

Δεν υπάρχει συνταγή εδώ, κάθε περίπτωση είναι και διαφορετική, μόνο κάποιες γενικές κατευθύνσεις: Να υπάρχουν μηχανισμοί ώστε όποιος παρουσιάζει οικονομοτεχνικές αναλύσεις που θα χρησιμοποιηθούν για χάραξη πολιτικής, να τρέμει λίγο το χέρι του πριν πετάξει νούμερα σ’ ένα φύλλο του Excel, να ξέρει ότι θα ελεγχθεί και θα δώσει λόγο• όποιος λαμβάνει αποφάσεις που θα επηρεάσουν τις ζωές πολλών, να έχει κίνητρο ώστε να ψάξει τα πραγματικά δεδομένα, τις πραγματικές αναλύσεις, να μην του είναι εύκολο να τη σκαπουλάρει στο φινάλε μ’ ένα: Oops, I did it again!... κι αντίο• όποιος προτείνει χρήση δημοσίου χρήματος για κάποιον σκοπό, να έχει κίνητρο το όφελος του κόσμου, όχι την επιτυχία της πρότασής του (υπάρχει τεράστια διαφορά)• τέλος, όποιος παρουσιάζει θετικές οικονομοτεχνικές προβλέψεις για κάποιο σχέδιο που περιλαμβάνει δημόσιο χρήμα... να πείσει και λίγο! Ας πούμε, λέω ένα παράδειγμα: είναι πρόθυμος να υποστηρίξει την εγκυρότητα των προβλέψεών του υποθηκεύοντας το 50% της περιουσίας του στο Παρακαταθηκών & Δανείων μέχρι τη στιγμή της επαλήθευσης ή της (σχεδόν σίγουρης) διάψευσης; Έτσι θα γίνει λίγο πιο πειστικός, put your money where your mouth is. Έτσι επίσης και στην (σχεδόν σίγουρη) περίπτωση που πέσει έξω επί το θλιβερότερον, να είμαστε εμείς αυτοί που θα πούμε στο φινάλε: Oops, you did it again!... και τουλάχιστον σ’ ευχαριστούμε για τη δωρεά σου υπέρ δημοσίου.

Διότι έχω την υποψία ότι πάρα πολλές από τις προβλέψεις που χρησιμοποιήθηκαν για τη χάραξη πολιτικής σ’ αυτά τα τρία χρόνια κρίσης, θα ήταν ακριβέστερες αν ο αναλυτής τις υποστήριζε με στοίχημα το 50% της περιουσίας του. Θα ήταν πιο προσεκτικός με τα νούμερα που πετάει στο Excel, το ΔΝΤ θα χρησιμοποιούσε τους σωστούς συντελεστές στις αναλύσεις του, όχι τους λανθασμένους.

Μένει όμως κάτι ακόμα στο φινάλε. Ακόμα και οι ψυλλιασμένες προβλέψεις (reference class forecasting) και οι σωστοί μηχανισμοί μπορεί να εκφυλιστούν στην πράξη, αν δεν βοηθήσει ο κόσμος. Γιατί αυτό το πρόβλημα της διασπάθισης δημόσιου χρήματος με το κόλπο των υπεραισιόδοξων προβλέψεων δεν είναι μόνο διαχειριστικό αλλά και πολιτικό. «Τα πολιτικά προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται με αποκλειστικά τεχνικές λύσεις» - Bent Flyvbjerg. Όλοι το ξέρουν, σε κάθε κυβέρνηση του κόσμου, οπότε πρέπει οπωσδήποτε να σπάσει η ομερτά και η ατιμωρησία. Να καθιερωθεί στη συνείδηση πολιτικών και ψηφοφόρων ο χρυσός κανόνας: Όπου παίζεται δημόσιο χρήμα, τότε οι προβλέψεις και οι εκτιμήσεις για τη χάραξη πολιτικής καθίστανται αυτομάτως αναξιόπιστες, αν αυτός που τις κάνει μπορεί να τη σκαπουλάρει στο φινάλε με ένα απλό: Oops, I did it again!...

You may say I’m a dreamer, but I’m not the only one, έχω σύμμαχο και τον πρόεδρο των ΗΠΑ: το 2009, o Ομπάμα παραδέχτηκε δημόσια «τους εκτροχιασμούς του κόστους, τις απάτες και τις καταχρήσεις, τις ατέλειωτες δικαιολογίες» στα δημόσια έργα. Πριν από αυτή τη δήλωση Ομπάμα, στις ΗΠΑ θεωρείτο απρεπές να μιλάει κανείς δημόσια για τις σύννομες απάτες στα δημόσια έργα, παρόλο που όλοι οι πολιτικοί το ήξεραν κι έκαναν πως δεν έβλεπαν (διαβάζω εδώ, στο αμερικάνικο opengov, ότι σχεδόν το 99% των προϋπολογισμών για κυβερνητικές δαπάνες έπεφταν έξω). Ήταν ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση αυτή η δήλωση. Τουλάχιστον να σπάσει η ομερτά. 

Τέλος, για να κλείσουμε με κάτι ευχάριστο, σας έχω καλά νέα: ο πρωθυπουργός διαβλέπει ανάκαμψη στα τέλη του 2013! Και πιστεύω ότι ξέρει τι λέει, ότι το βασίζει σε θετικές οικονομοτεχνικές προβλέψεις, δεν είναι κανένας ανεύθυνος! Οπότε μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως έτσι ακριβώς θα γίνει, οπωσδήποτε, δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει κάτι διαφορετικό, π.χ. να πέσουν έξω οι εκτιμήσεις επί το θλιβερότερον κι αυτός τελικά να πει τι;

Oops, I did it again!...






Acknowledgments: I sincerely wish to thank M.T., Μ.Ρ. and Bent Flyvbjerg

Τα Φρούτα Λένε Πάντα Την Αλήθεια

Όταν όλα γκρεμίζονται γύρω σου κι ο κόσμος έχει τρελαθεί, εσύ αρπάξου από τη σοφία των φρούτων. Ξέρουν τι κάνουν, δε θα σε προδώσουν ποτέ:

Η Carolyn Nordstrom θεωρείται από τους πιο σημαντικούς ανθρωπολόγους σήμερα, μια ερευνήτρια που τρέχει σε πολέμους και συρράξεις, κάνει ημιεθνογραφική – ημιδημοσιογραφική δουλειά και μας έχει προσφέρει μερικές από τις πιο βαθιές μελέτες για το πολεμικό φαινόμενο. Στο βιβλίο της Shadows of War, αφηγείται ένα περιστατικό από το 1983 στη Σρι Λάνκα: πήγε με μια ντόπια φίλη της στην επαρχία για τη γιορτή της Καταραγκάμα, ένα μεγάλο εθνικό φεστιβάλ που υποτίθεται ότι είναι και μέρα συμφιλίωσης ανάμεσα στις φυλές και τις θρησκείες του νησιού. Το βράδυ μετά τη γιορτή, συνόδεψε τη φίλη της στο σταθμό να πάρει το λεωφορείο για το Κολόμπο, την πρωτεύουσα, όπου ήταν και το σπίτι της. Η κυρία μάλιστα είχε αγοράσει κι ένα μεγάλο καρπούζι να το πάει δώρο στην οικογένειά της. Αποχαιρετήθηκαν κι η γυναίκα μπήκε στο λεωφορείο ανυποψίαστη• δε φανταζόταν ότι η συγκεκριμένη εκείνη ημέρα, 24 Ιουλίου 1983, έμελλε να μείνει στην ιστορία της χώρας με μαύρα χρώματα κι ότι μόλις ξεκινούσε ένα φριχτό πογκρόμ απέναντι στη μειονότητα Ταμίλ. Μετά από μερικές μέρες, η κυρία τής διηγήθηκε:



Ξεκίνησα να επιστρέψω σπίτι μου κι έφτασα σ’ έναν απίστευτο εφιάλτη. Μέσα στο λεωφορείο κοιμόμασταν όλοι, όμως ξυπνήσαμε μόλις μπήκαμε στο Κολόμπο, σε μια πόλη που είχε τρελαθεί. Είδα ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα να καίγονται και κόσμο να βγαίνει από τα κτίρια τυλιγμένος στις φλόγες. Στους δρόμους καίγονταν λεωφορεία κι αυτοκίνητα, κάποια με επιβάτες μέσα. Συμμορίες τριγυρνούσαν ουρλιάζοντας και δέρνοντας, αναποδογυρίζοντας αυτοκίνητα και βάζοντάς τους φωτιά. Άλλοι έτρεχαν να σωθούν. Το πλήθος έριχνε μολότοφ στα αυτοκίνητα, σταματούσε όλα τα λεωφορεία, κατέβαζε κάτω τους επιβάτες, τους χτυπούσε και τους σκότωνε. Ο οδηγός σταμάτησε ξαφνικά, μας κατέβασε όλους κάτω κι εξαφανίστηκε. Ούτε που ξέραμε πού βρισκόμασταν. 

Προσπάθησα να βρω το σπίτι μου. Κάθε δρόμος έμοιαζε ξένος. Η φρίκη δεν σταματούσε. Φωτιές, συμμορίες, ξύλο, φόνοι. Ήμουν εξαντλημένη και το μυαλό μου δεν συνειδητοποιούσε τι έβλεπε. Τίποτα δεν ήταν ξεκάθαρο: ούτε ποιος σκότωνε ποιον ούτε γιατί. Ούτε πού υπήρχε ένα ασφαλές καταφύγιο ούτε πώς να το βρω ούτε πώς να απαντήσω σε κάποιον που θα μου μιλούσε. 

Περπάτησα για ώρες. Κουράστηκα πολύ και τα μπαγκάζια που κουβαλούσα έμοιαζαν να γίνονται όλο και πιο βαριά. Σε κάποια στιγμή, σταμάτησα κι άφησα την τσάντα μου στο πεζοδρόμιο. Λίγο αργότερα, σκούπισα τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου με το μαντήλι και το άφησα σε κάποιον φράχτη. Πήρα τη βαλίτσα και το καρπούζι και συνέχισα, και κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου σκεφτόμουν ότι θα έρθω μια άλλη μέρα να πάρω την τσάντα μου - πραγματικά περίμενα ότι θα με περιμένει εκεί που την άφησα. Δύσκολο να σκεφτείς ρεαλιστικά όταν όλα γύρω σου είναι παράλογα. Άφησα την ταυτότητά μου, τα χρήματά μου, το δίπλωμα οδήγησης, τις τραπεζικές κάρτες, τα φάρμακά μου, ενώ συνέχισα να κουβαλάω αυτό το άβολο καρπούζι. Κάποια στιγμή αργότερα ένιωσα ότι η βαλίτσα έγινε ασήκωτη, την άφησα κι αυτή. Το καρπούζι όμως δεν το άφηνα με τίποτα. Μέχρι σήμερα, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Άφησα όλα τα πράγματά μου και κουβάλησα αυτό το καρπούζι, όλη τη νύχτα, μέσα στο χάος και τον τρόμο, μέχρι που έφτασα σπίτι. 

Ξέρεις, πάντα είχα τη φήμη υπεύθυνου κι οργανωμένου ανθρώπου. Κι όμως εκείνη τη νύχτα άφησα τα πράγματά μου στο δρόμο και κουβάλησα σπίτι ένα βαρύ καρπούζι, μέσα στις χειρότερες ταραχές που μπορεί να φανταστεί κανείς. Ακόμα αναρωτιέμαι γι’ αυτό, για τη θέληση που είχα να φτάσω σπίτι, περπατώντας μέσ' στην κόλαση, και κουβαλώντας ένα καρπούζι. Έτσι επιβιώνει κανείς. 


Πέρασαν χρόνια από τότε. Η Σρι Λάνκα έκτοτε έζησε κι άλλες ταραχές, σήμερα δείχνει να έχει ηρεμήσει (;). Η C. Nordstrom ξαναμίλησε πολλές φορές με τη φίλη της και θυμήθηκαν εκείνη τη νύχτα. Σε μια πρόσφατη πλέον κουβέντα τους, η γυναίκα παρατήρησε: 



Ξέρεις, μοιάζει παράλογο να αφήσει κανείς  ό,τι πιο απαραίτητο στον δρόμο. Αν το σκεφτείς όμως, δεν είναι εξίσου παράλογο να σκοτώνει κανείς ανθρώπους για την ταυτότητά τους: Ταμίλ, Σινχάλα, Βουδιστές, Ινδουϊστές, Μουσουλμάνοι; Η τσάντα μου ήταν γεμάτη από «ταυτότητα»: το δίπλωμά μου, η αστυνομική μου ταυτότητα, οι άδειές μου, τα δικαιολογητικά μου. Πρόσφατα όμως το σκέφτηκα: όλα εκείνα τα χαρτιά ήταν δικαιολογητικά φόνου. Άφησα τα γυαλιά και τα κλειδιά μου• ίσως δεν ήθελα να βλέπω αυτό που συνέβαινε, και το κλειδί ήταν μόνο μια ψευδαίσθηση ασφάλειας εκείνη τη νύχτα που το πλήθος έσπαγε παράθυρα κι έμπαινε στα σπίτια. Τη βαλίτσα μου; Ήταν βαριά, κι όταν παίζεται στα ζάρια η ζωή σου, τα παπούτσια και τα όμορφα σάρι δε σημαίνουν τίποτα. Νομίζω όμως ότι υπάρχει και κάτι ακόμα: παντού τριγύρω μου ο κόσμος έκλεβε από τους τραυματίες και τους σκοτωμένους, από τα έρημα σπίτια και τα μαγαζιά που καίγονταν. Τι είμαστε εμείς οι άνθρωποι, που σκοτώνουμε για μια τηλεόραση ή ένα στολίδι; Η βαλίτσα μου ήταν γεμάτη από τέτοια στολίδια, έγινε ασήκωτη κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα άφησα όλα πίσω μου. Όμως εκείνο το καρπούζι... Ήταν βαρύ και ούτε που μπορώ να φανταστώ πώς θα φαινόμουν, μια ηλικιωμένη γυναίκα να περπατά μέσα στις φωτιές και στα ερείπια με ένα καρπούζι στην αγκαλιά της. Ήταν όμως κάτι αγνό, χωρίς βία. Ένα δώρο για την οικογένειά μου που δεν κόστισε τη ζωή κανενός. Κάτι που έμοιαζε να αντιπροσωπεύει τη λογική και την αλληλοβοήθεια σ’ έναν κόσμο που τρελάθηκε. Το καρπούζι κλείνει το μέλλον μέσα του, στα σπόρια του. Να, ίσως αυτό προσπαθούσα να κάνω.


Μέσα στον ζόφο και την τρέλα, τα φρούτα έχουν τη δύναμη να σε βοηθήσουν. Μπορούν να σου εξηγήσουν ότι δεν είσαι εσύ ο τρελός, ότι όλοι οι άλλοι έχουν τρελαθεί εκτός από εσένα. Δε θα σε προδώσουν ποτέ, λένε πάντα την αλήθεια.