Βρήκα λίγο χρόνο κι ασχολήθηκα με τη διαμάχη Τσόμσκι – Νόρβιγκ. Συνοπτικά: τον Μάιο του 2011 ο Νόαμ Τσόμσκι έκανε ορισμένα επιτιμητικά σχόλια για την καινούργια τάση της χρήσης στατιστικών μοντέλων σε γλωσσολογικά προβλήματα. Ο Πίτερ Νόρβιγκ, επικεφαλής του σχετικού ερευνητικού προγράμματος της Google και ένας από τους κυριότερους πιονιέρους αυτής της τάσης, του απάντησε αιχμηρά εδώ. Πριν ένα μήνα περίπου, δημοσιεύτηκε μια μεγάλη σε έκταση συνέντευξη του Τσόμσκι στο The Atlantic, όπου αναφέρεται στον Νόρβιγκ και σε διάφορα άλλα θέματα σχετικά με τη γλωσσολογία και την επιστήμη. Ακολούθως θα κάνω ορισμένα σχόλια διευκρινίζοντας από την αρχή ότι δεν είμαι ειδικός της γλώσσας. Δεν είμαι ούτε φιλόλογος ούτε γλωσσολόγος ούτε ο Βύρων Πολύδωρας, οπότε δε δικαιούμαι να έχω ισχυρή άποψη. Αν περνάει κανένας γλωσσολόγος από τη γειτονιά, θα είναι πολύ ευπρόσδεκτος και η γνώμη του θα έχει προτεραιότητα.
Νόρβιγκ: Ποδόσφαιρο και Σκάκι
Καταρχήν, ό,τι και να προσάψουμε στον Νόρβιγκ, αυτός μπορεί να απαντήσει: «είμαι πρώτα και καλύτερα επιχειρηματίας, θέλω να βελτιώσω τα προϊόντα μου». Εδώ δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. Και θα χαρούμε αν βελτιώσει το Google Translate και τα υπόλοιπα γλωσσικά προϊόντα της Google, τα οποία ήδη είναι χρήσιμα εργαλεία. Εξάλλου, όπως λέει κι ο ίδιος, σκοπός του είναι να προσομοιώσει την ανθρώπινη συμπεριφορά, όχι αναγκαστικά να την ερμηνεύσει. Fair enough. Λέει όμως ότι κι αν παράλληλα προκύψουν χρήσιμα συμπεράσματα για τη μελέτη της γλώσσας από τη δουλειά του, τόσο το καλύτερο. Εδώ έχω δυο παρατηρήσεις:
Η γλωσσική συμπεριφορά του ανθρώπου είναι πρώτα και καλύτερα ο προφορικός λόγος, όχι ο γραπτός. Αφενός διότι, ιστορικά μιλώντας, η γραφή κι η ανάγνωση αφορούσαν πάντα λίγους, ενώ όλοι ήξεραν να επικοινωνούν και να αλληλοκατανοούνται• αφετέρου διότι ο προφορικός λόγος είναι οντολογικά θεμελιώδης. Κατανοούμε τη σημασία των λέξεων πάνω στο χαρτί επειδή προηγουμένως τις έχουμε χρησιμοποιήσει επιτυχημένα σε αμέτρητες βιοτικές περιστάσεις• μπορούμε να γράφουμε και να διαβάζουμε επειδή, πρώτα και καλύτερα, μπορούμε να μιλάμε, όχι το αντίστροφο. Ο προφορικός λόγος είναι μια δυναμική και εν πολλοίς αυθόρμητη πράξη, που διεξάγεται σε πραγματικό χρόνο και λειτουργεί με άμεση αντίληψη, σαν το ποδόσφαιρο. Ο γραπτός λόγος έχει άλλες αναγκαιότητες, είναι μια παράγωγη πράξη που διεξάγεται σε διακριτό χρόνο, αργή και μελετημένη σαν το σκάκι, πολύ περισσότερο επιτηδευμένη και συνειδητή.
Οπότε άλλο πράγμα η κατανόηση της γλώσσας, ως γνωστική λειτουργία, κι άλλο η κατανόηση του γραπτού λόγου – ή έστω η προσομοίωσή του, όπως Νόρβιγκ. Άμα ισχυρίζεσαι ότι έφτασες σε κατανόηση της ίδιας της γλώσσας, θα πρέπει να μου δώσεις απαντήσεις και σε ερωτήματα όπως π.χ.: γιατί συχνά δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, παρόλο που χρησιμοποιούμε τις ίδιες λέξεις και όρους; Ή γιατί μπορεί να ξέρω τέλεια δύο γλώσσες όμως να μην είμαι καλός μεταφραστής μεταξύ τους, ενώ κάποιος άλλος που δεν τις ξέρει τόσο καλά, να είναι καλύτερος μεταφραστής από μένα; Ή γιατί δίνουμε τα λεφτά μας χρόνια στα φροντιστήρια να μάθουμε μια ξένη γλώσσα, ενώ π.χ. οι Ιησουΐτες ιεραπόστολοι παλιά πήγαιναν σ’ έναν ξένο τόπο και μάθαιναν άψογα την τοπική γλώσσα σε έξι μήνες; Ή γιατί καταλαβαίνουμε και θαυμάζουμε κάποιες συγκεκριμένες λεξιπλασίες και νεολογισμούς, τις θεωρούμε ακόμα και τέχνη, ενώ πολλές άλλες αποτυγχάνουν να μας συγκινήσουν;
Και μια που είπαμε για σκάκι, ας έρθουμε στη δεύτερη παρατήρηση: δεν πιστεύω ότι ο Νόρβιγκ με τα μοντέλα του θα καταφέρει κάτι ρηξικέλευθο σε βάθος χρόνου, ούτε καν στον γραπτό λόγο με τον οποίο ασχολείται. Ας το εξηγήσω μ’ έναν παραλληλισμό (το παράδειγμα είναι από βιβλίο του Roger Penrose): Όπως ίσως ξέρετε, ο Deep Blue ήταν ο υπολογιστής της ΙΒΜ που το 1997 νίκησε τον Κασπάροφ σε ματς 6 παρτίδων. Από το 1997 και μετά, μπορούμε να λέμε ότι το δυνατότερο σκάκι στον κόσμο ίσως παίζεται πλέον από μηχανή κι όχι από άνθρωπο. Παρόλα αυτά, δείτε μια θέση σαν την παρακάτω:
Εδώ κι ένας εντελώς αρχάριος ή αδύναμος σκακιστής μπορεί να καταλάβει αμέσως ότι η θέση είναι ισόπαλη. Ό,τι κι αν παίξει ο Λευκός, ακόμα και 1. Πγ2 – γ3, ο Μαύρος απλά θα παίζει τον βασιλιά πέρα-δώθε, οπότε φυσικά δεν υπάρχει κανένας τρόπος τα λευκά κομμάτια να διαπεράσουν το τείχος των πιονιών. Κι όμως, σε μια τέτοια θέση ο Deep Blue, ο νικητής του Κασπάροφ, στο 1. Πγ2 – γ3 κόβει τον πύργο: 1. ... β4 x γ3 και φυσικά χάνει πανεύκολα.
Παίζει ίσως το ισχυρότερο σκάκι στον κόσμο, κερδίζει και τον παγκόσμιο πρωταθλητή, όμως δεν μπορεί να δει κάτι που το βλέπει κι ο πιο αδύναμος παίκτης. Γιατί αυτό; Ο Deep Blue (και τα σκακιστικά προγράμματα που βγήκαν κατόπιν, π.χ. ο Fritz) είναι καταπληκτικός στη σκακιστική ανάλυση, στο μέτρημα (αν παίξω το Α ... αυτός θα παίξει το Β ... εγώ μετά θα παίξω Γ ... αυτός θα απαντήσει με Δ κ.λπ.). Εκεί είναι ασυναγώνιστος. Όμως είναι και εντυπωσιακά αδύναμος στο ήρεμο στρατηγικό παιχνίδι – το παιχνίδι θέσεων, όπως λέμε – που δεν απαιτεί μέτρημα αλλά εκτίμηση στρατηγικών στοιχείων• εκεί ο (ανθρώπινος) παίκτης πρέπει να νιώσει τη θέση – ό,τι κι αν σημαίνει αυτή η έκφραση – παρά να την αναλύσει. Ο υπολογιστής λοιπόν έχει εντυπωσιακή αδυναμία στο να νιώσει τη θέση, δηλαδή να καταλάβει στρατηγικές έννοιες (π.χ. τα διπλωμένα πιόνια, την κατοχή ανοικτής στήλης, το απομονωμένο πιόνι, τον κακό αξιωματικό κ.α.) και να τις συνθέσει με έναν ολιστικό τρόπο, οπότε πέφτει αισθητά η δυναμικότητά του (γι’ αυτό και η συμβουλή όταν παίζεις με πρόγραμμα είναι: «προσπάθησε να αποφύγεις το συνδυαστικό παιχνίδι και το μέτρημα»). Και κάποιες εξαιρετικές φορές, όπως στην παραπάνω θέση, το μηχάνημα είναι τόσο πολύ ανίκανο να καταλάβει μη-αναλυτικές στρατηγικές έννοιες, που άμα παίξεις 1. Πγ2 – γ3 αυτό κάθεται και μετράει, δεν ξέρει τι άλλο να κάνει, οπότε καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρέπει να κόψει τον πύργο, τουλάχιστον κερδίζει ένα κομμάτι.
Μεταφέρετε αυτόν τον παραλληλισμό από το σκάκι στον γραπτό λόγο: ο Νόρβιγκ σίγουρα, σε βάθος χρόνου, θα βελτιώσει το Google Translate ως ένα σημείο, δεν μπορώ να ξέρω ποιο. Πιστεύω όμως ότι αυτό δε θα πάψει να αντιγυρίζει συνέχεια κουφά αποτελέσματα, απανωτές μεταφραστικές μαζετιές αντίστοιχες με την παραπάνω σκακιστική μαζετιά. Δεν ξέρω τις δυνατότητες των μοντέλων του, όμως πιστεύω πως αν αντιμετωπίζεις τις λέξεις, τις προτάσεις, τα κείμενα σαν καταστάσεις μαρκοβιανών αλυσίδων σε στοχαστικά μοντέλα, είσαι σαν ένας σκακιστής που ξέρει μόνο να μετράει, τίποτα άλλο. Και ναι μεν στο σκάκι μπορείς ακόμα κι έτσι να καταφέρεις πολλά, στον γραπτό λόγο όμως η αίσθησή μου είναι ότι δε θα πας και πολύ μακριά. Διότι, πιστεύω, ότι ένα μεγάλο μέρος (το μεγαλύτερο;) της γλωσσικής μας κατανόησης είναι σαν το σκακιστικό παιχνίδι θέσεων (σύνθεση με ολιστικό τρόπο ασαφών νοημάτων), όχι σαν το σκακιστικό μέτρημα. Θα είναι πολύ ενδιαφέρον αν ο Νόρβιγκ καταφέρει να βρει κάτι ρηξικέλευθο, όμως δεν το φαντάζομαι.
Θα γίνουν πιο κατανοητά αυτά στην πορεία του κειμένου. Για την ώρα, να επισημάνω ότι τα παραπάνω ισχύουν και για τον Τσόμσκι, όχι μόνο για τον Νόρβιγκ:
Τσόμσκι: Οι Άνθρωποι-Κομπιούτερ
Μπορεί να είναι εντύπωσή μου, αλλά η συνέντευξη του Τσόμσκι νομίζω πως αναδύει μια μελαγχολία, ένα: «έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξωφλήσαμε». Σίγουρα δε μιλάει με τον ενθουσιασμό του Νόρβιγκ, ο οποίος είναι πεπεισμένος πως ετοιμάζεται να ανακαλύψει τη χαμένη Ατλαντίδα, από την άλλη όμως δε μου βγάζει σπιρτάδα και αίσθηση ικανοποίησης ή την ήρεμη σοφία ενός πολύπειρου επιστήμονα, αλλά κάτι σαν ηττοπάθεια. Ας δώσω ένα παράδειγμα: στην αρχή της συνέντευξης, ο Νόαμ μιλά θερμά για ένα σχετικά πρόσφατο βιβλίο νευροεπιστήμης των Randy Gallistel & Adam P. King – προφανώς εννοεί το Memory and the Computational Brain (2009). Επιγραμματικά, οι Gallistel & King επιμένουν ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί σαν κομπιούτερ, ψηφιακά, με σύμβολα («νοητικές αναπαραστάσεις» – mental representations) και κανόνες/αλγορίθμους για τον χειρισμό τους. Ο Νόαμ σχολιάζει ενθουσιωδώς ότι, κατά τη γνώμη του, είναι εύλογες οι θέσεις του βιβλίου, παρόλο που παραδέχεται ότι δεν πρέπει να είναι και πολύ αποδεκτές πια ανάμεσα στους νευροεπιστήμονες (σελ. 2 της συνέντευξης). Έψαξα να βρω κάποια ανασκόπηση του βιβλίου κι έπεσα πρώτα-πρώτα πάνω σ’ αυτήν του Gualtiero Piccinini (αυτά είναι ονόματα): λέει ότι οι κεντρικές προτάσεις του βιβλίου είναι αστήρικτες, δεν βασίζονται σε επαρκή εμπειρικά δεδομένα, κι ότι αν κάποιοι επιμένουν ακόμα στον 21ο αιώνα να υποστηρίζουν πως ο εγκέφαλος λειτουργεί σαν κομπιούτερ, με σύμβολα και κανόνες, μπορούν να το κάνουν μόνο αποσιωπώντας έναν όγκο έρευνας που δείχνει ακριβώς το αντίθετο (λέει επίσης κι ότι οι συγγραφείς πήραν ένα paper του και το αναποδογύρισαν). Λοιπόν, όταν ο Τσόμσκι πιάνεται από ένα τόσο αμφίβολο (να το πω κομψά) βιβλίο νευροεπιστήμης, όταν αναγκάζεται κι αυτός να παρακάμψει, μαζί με τους Gallistel & King, συσσωρευμένες πλέον έρευνες που υποδεικνύουν ότι ο εγκέφαλος ΔΕΝ δείχνει να λειτουργεί σαν ψηφιακό κομπιούτερ... τότε μάλλον έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξωφλήσαμε.
O Τσόμσκι ήταν παιδί των δεκαετιών του ’50 και του ’60, και δυστυχώς συνεχίζει να παραμένει μέχρι σήμερα έτσι. Αντέδρασε στον μπηχεβιορισμό των Skinner & Watson, ο οποίος περιέγραφε τον άνθρωπο σαν μια μηχανή, σαν μια μαθηματική συνάρτηση με ένα input κι ένα output, κατασκευάζοντας τη δική του εκδοχή για την ανθρώπινη μηχανή. Επηρεάστηκε προφανώς πολύ από το κλίμα της εποχής του, από την πρώιμη Τεχνητή Νοημοσύνη (GOFAI = Good Old-Fashioned Artificial Intelligence) των Minsky, Simon, Newell, McCarthy κ.λπ., που ήθελε τον άνθρωπο να λειτουργεί σαν κομπιούτερ, δηλαδή να αναπαριστά τον εξωτερικό κόσμο με σύμβολα & μοντέλα, και να τα χειρίζεται με υπολογισμούς (όπως Gallistel & King). Οπότε δούλεψε κι αυτός πάνω σε μια παρόμοια εκδοχή για το ανθρώπινο κομπιούτερ: ότι η συνολική γνωστική λειτουργία του ανθρώπου είναι ένα υπολογιστικό σύστημα (computational system), ότι η γλωσσική κατανόηση έχει να κάνει με εφαρμογή κανόνων/αλγορίθμων πάνω σε σύμβολα κι ότι το ανθρώπινο κομπιούτερ έχει κάποιο είδος προεγκατεστημένους drivers. Και παρόλο που η GOFAI Τεχνητή Νοημοσύνη κατέρρευσε ουσιαστικά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 (είχα γράψει αναλυτικότερα π.χ. εδώ), ο Τσόμσκι ακόμα και σήμερα δεν μπορεί να δει πολύ μακρύτερα από αυτά τα δόγματα στα οποία στήριξε όλη την καριέρα του, να αποδεχθεί κάτι ριζικά διαφορετικό από τον άνθρωπο-κομπιούτερ. Στη συνέντευξή του το λέει συνέχεια, π.χ.:
“Psycholinguists, neurolinguists, and others are trying to discover the particular parts of the computational system and of the neurophysiology … it’s got some computational system inside … the system seems to sort out lots of possibilities and restrict it to just ones that are part of the language … so when you're studying vision ... you first ask what kind of computational tasks is the visual system carrying out. And then you look for an algorithm that might carry out those computations...”
Δε νομίζω όμως ότι πλέον στον 21ο αιώνα μπορούμε να συνεχίσουμε να δουλεύουμε μ’ αυτό το μοντέλο του ανθρώπου-κομπιούτερ, που υποτίθεται ότι λειτουργεί με σύμβολα, νοητικές αναπαραστάσεις του εξωτερικού κόσμου, κανόνες κι αλγορίθμους. Δε νομίζω καν ότι η έννοια της μηχανής είναι το καταλληλότερο μοντέλο για τον άνθρωπο.
Εν πολλοίς, η συνέντευξη αυτή του Τσόμσκι είναι αρκετά αντίστοιχη με μια παλιότερη απογοητευμένη διάλεξη του Marvin Minsky (εδώ ένα σχετικό άρθρο στο Wired), που βάσισε κι αυτός την καριέρα του στο δόγμα ότι ο άνθρωπος λειτουργεί σαν κομπιούτερ, όμως στην πορεία δεν είδε τα οράματά του να αποδίδουν καρπούς: “AI has been brain-dead since the 1970s”, έλεγε με πικρία ο Minsky το 2003 και θρηνολογούσε για την καινούργια γενιά ερευνητών ΑΙ που, υποτίθεται, εγκατέλειψε τα μεγάλα οράματα του παρελθόντος και στράφηκε στις πρακτικές εφαρμογές. Όπως κι ο Τσόμσκι, επέμενε κι αυτός να υπερασπίζεται ένα ξεπερασμένο πλέον θεωρητικό πλαίσιο εργασίας, στη βάση ότι εμείς είχαμε υψηλούς στόχους, θέλαμε να κατανοήσουμε την ουσία της ανθρώπινης νοημοσύνης κ.λπ. Πιστεύω, δηλαδή, ότι η συνέντευξη του Τσόμσκι στο The Atlantic δεν έχει στην ουσία να κάνει με τη θεωρητική επιστήμη έναντι εφαρμοσμένης επιστήμης/τεχνολογίας, έτσι το θέτει ο Τσόμσκι λόγω της απογοήτευσής του – όπως ακριβώς και ο Minsky, που δεν άντεχε να παραδεχτεί ότι ο μόνος τρόπος για να βγουν τα ρομπότ από τα εργαστήρια και να κάνουν κάτι σε πραγματικό περιβάλλον και σε πραγματικό χρόνο, ήταν να εγκαταλειφθούν τα θεωρητικά δόγματα περί ανθρώπων-κομπιούτερ. Τουλάχιστον ο Jerry Fodor είχε το κουράγιο να ομολογήσει ότι μετά από τόσες δεκαετίες δουλειάς στη γνωστική ψυχολογία και στην ΑΙ, δεν προέκυψε καν ένα εύλογο επιχείρημα για το ίδιο το θεωρητικό θεμέλιο των ερευνών: «Αν κάποιος, σαν τον Ντρέιφους, για παράδειγμα, μας ρωτούσε για ποιο λόγο υποθέτουμε ότι ο ψηφιακός υπολογιστής είναι ένας εύλογος μηχανισμός για την προσομοίωση των ολικών γνωστικών λειτουργιών του ανθρώπου, θα έπαιρνε μια εκκωφαντική σιωπή για απάντηση» (The Modularity of Mind, 1983, σελ. 129). Ας θίξω όμως αναλυτικότερα κάποια σημεία στη γλωσσολογία του Τσόμσκι:
Γλωσσολογικός Πλατωνισμός
Ο Τσόμσκι υιοθέτησε από την αρχή έναν πλατωνισμό στη γλωσσολογία, δηλαδή υποστήριξε ότι πίσω από το χάος των φαινομένων υπάρχει μια θεμελιώδης θεωρητική οντότητα, την οποία αν κανείς συλλάβει, θα εξηγήσει κατόπιν όλη τη φαινομενική πολυπλοκότητα – άρα η επιστημονική δουλειά μπορεί να γίνει πάνω σε αφηρημένα μοντέλα, που θεωρητικοποιούν το υπό μελέτη αντικείμενο, το παίρνουν από τους πραγματικούς ανθρώπους στον πραγματικό κόσμο και το εισάγουν σε περιβάλλον γραφείου. Το λέει και στη συνέντευξη στο The Atlantic: “… recognize that in the actual usage, there's going to be a thousand other variables intervening” (σελ. 3) – δηλαδή, μην αφήνεις τα ενοχλητικά εμπειρικά δεδομένα να σου χαλάσουν τις τόσο όμορφες θεωρίες, μην ασχολείσαι με την πραγματική χρήση της γλώσσας από πραγματικούς ανθρώπους στον πραγματικό κόσμο αφού, στο δρόμο που χάραξε ο Πλάτωνας, εσύ έχεις ήδη συλλάβει την Ιδέα. Του το προσάπτει αυτό και ο Νόρβιγκ αλλά και η Robin Tolmach Lakoff, μια μαθήτριά του που αργότερα αποσκίρτησε:
“Empirical data, painstakingly gathered from real people’s actual utterances, was not only not necessary, it was undesirable: it might be corrupt, tainted by trivial external influences, “performance factors.” Transformational theory directed its practitioners to produce the data that they then analyzed, and those analyses then formed the basis of their theories. If this sounds like a dangerously corruptible (and circular) system, let me assure you that today I find it scandalous” (The Language War, σελ. 6)
Μην παρεξηγηθώ, η μοντελοποίηση και η θεωρητική επεξεργασία είναι απαραίτητες. Η επιστήμη χρειάζεται την εμπειρική παρατήρηση, χρειάζεται όμως και τη θεωρητική δουλειά. Δεν υπάρχει συνταγή εδώ, ο καθένας βρίσκει μια χρυσή τομή θεωρίας/παρατήρησης και την υποβάλλει στην κρίση των άλλων. Έχω όμως την αίσθηση, μαζί με την Robin Lakoff, ότι η σχολή του Τσόμσκι έριξε υπερβολικά πολύ βάρος στη θεωρητική εργασία και υπερβολικά λίγο στην εμπειρική επιβεβαίωση. Διότι το θεωρούσαν δεδομένο στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ότι ο άνθρωπος είναι υπολογιστικό σύστημα, δεν τους παιρνούσε καν από το μυαλό να το αμφισβητήσουν, οπότε ένιωθαν πως όλη η δουλειά έγκειται στο να συλλάβεις, μέσω έξυπνου θεωρητικού στοχασμού, το κρυμμένο software πίσω από την πολυπλοκότητα των φαινομένων.
Το κρυμμένο software που πρότεινε αρχικά ο Τσόμσκι ήταν τα γλωσσικά καθολικά (linguistic universals), η μετασχηματιστική-γενετική γραμματική (transformational-generative grammar) και ο μηχανισμός γλωσσικής απόκτησης (LAD = language acquisition device). Αναφέρομαι στον αρχικό Τσόμσκι• διότι κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, τα τροποποίησε τόσο πολύ αυτά ώστε αν δεν τα εγκατέλειψε εντελώς, τουλάχιστον χαλάρωσε πολλές από τις αρχικές του απολυτότητες. Κράτησε μόνο μόνο έναν κεντρικό πυρήνα, τον οποίο θα προσπαθήσω να εντοπίσω και να σχολιάσω: καταρχήν, ότι η γλώσσα είναι πρώτα και καλύτερα σύνταξη. Αυτό είναι βασικό. Η σχολή του Τσόμσκι έριξε ελάχιστο βάρος στις άλλες πλευρές της γλώσσας, σε σχέση πάντα με τα αμέτρητα δενδροειδή διαγράμματα προτάσεων που παρήγε. Όλα είναι σύνταξη, ακόμα και το σημασιολογικό μέρος της γλώσσας ανάγεται κι αυτό στη σύνταξη, σε χερισμό συμβόλων με κάποιους κανόνες. Επίσης, ότι ο άνθρωπος διαθέτει ένα έμφυτο πρόγραμμα ή μία έμφυτη ικανότητα ή, τέλος πάντων, ένα έμφυτο κάτι, που τον βοηθά να μάθει ταχύτατα τη μητρική του γλώσσα και το οποίο πυροδοτείται από τα ελάχιστα γλωσσικά ερεθίσματα που ακούει κατά την ανάπτυξή του. Δηλαδή, ότι η γλωσσική απόκτηση του παιδιού δεν έρχεται μόνο από την έκθεσή του στον γλωσσικό του περίγυρο, αλλά έχει και κάποια βιολογική βάση. Αυτό συνεπάγεται επίσης ότι θα πρέπει να υπάρχουν δομές, περιορισμοί ή κανόνες στους οποίους υπακούν όλες οι φυσικές γλώσσες. Τέλος, η σχολή του Τσόμσκι υπήρξε αρκετά τυφλή στην κοινωνική πλευρά της γλωσσικής λειτουργίας. Υποστήριζε, για παράδειγμα, ότι η γλωσσική μας κατανόηση έχει ελάχιστα να κάνει με τη συμμετοχή μας σε μια γλωσσική κοινότητα• για τον Τσόμσκι, όλη η γλώσσα μπορεί να μελετηθεί ικανοποιητικά θεωρώντας μόνο εξατομικευμένους ομιλητές, ανακαλύπτοντας τις κρυμμένες εντολές στο ατομικό software του καθενός. Παραφράζοντας το ρητό της Θάτσερ: «δεν υπάρχει γλωσσική κοινωνία, υπάρχουν ομιλητές».
Το βασικό επιχείρημα του Τσόμσκι, η πενιχρότητα των γλωσσικών ερεθισμάτων κατά τη γλωσσική απόκτηση των παιδιών, ήταν κάτι που δεν βασίστηκε σε συστηματικά εμπειρικά δεδομένα, αλλά περισσότερο μια θεωρητική πρόταση. Το πρωτοπαρουσίασε το 1959 στην περίφημη κριτική του για το Verbal Behavior του Skinner (εδώ, τελευταία παράγραφος):
It is not easy to accept the view that a child is capable of constructing an extremely complex mechanism for generating a set of sentences, some of which he has heard, or that an adult can instantaneously determine whether (and if so, how) a particular item is generated by this mechanism, which has many of the properties of an abstract deductive theory. Yet this appears to be a fair description of the performance of the speaker, listener, and learner. If this is correct, we can predict that a direct attempt to account for the actual behavior of speaker, listener, and learner, not based on a prior understanding of the structure of grammars, will achieve very limited success ... The fact that all normal children acquire essentially comparable grammars of great complexity with remarkable rapidity suggests that human beings are somehow specially designed to do this
Αυτό υπήρξε και το κεντρικό επιχείρημα του γλωσσολογικού του προγράμματος, ο λόγος για τον οποίο δούλεψε μια ζωή θεωρητικά, σε συντακτικά δενδροειδή μοντέλα προτάσεων, καθότι αξίωσε ότι η συλλογή παρατηρήσεων σε πραγματικό περιβάλλον δεν είχε και πολλά να προσφέρει (όπως λέει στην κριτική, “a direct attempt to account for the actual behavior of speaker, listener, and learner, not based on a prior understanding of the structure of grammars, will achieve very limited success”). Ήταν πεπεισμένος ότι είχε ήδη εντοπίσει την πλατωνική Ιδέα στα θεμέλια του γλωσσικού φαινομένου. Κι όμως, ένας τόσο δυνατός ισχυρισμός υπήρξε εντυπωσιακά αστήρικτος σε εμπειρικά δεδομένα:
“Chomsky did not rely on behavioral observations of the type conventional in the scientific study of human behavior and cognition. Instead he relied exclusively on logical arguments”
... λέει ο Michael Tomasello (εδώ, σελ. 131). Το ίδιο και ο Anthony Chemero: “It is an argument that a class of scientific approaches is doomed to fail, based on theoretical posits and little or no empirical evidence” (εδώ, σελ. 7). Με τον καιρό φυσικά, άρχισαν να μαζεύονται αντιρρήσεις ενάντια στο επιχείρημα του Τσόμσκι, έρευνες που υποδείκνυαν ότι δεν χρειάζεται να υποθέσουμε καμία έμφυτη ικανότητα για να εξηγήσουμε τη γλωσσική απόκτηση του παιδιού, και τελικά το θέμα μοιάζει να είναι περισσότερο ιδεολογικό παρά καθαρά επιστημονικό, με ένα αντεπιχείρημα σε κάθε επιχείρημα. Όσο κι αν συνεχίζεται η διαμάχη, παραμένει πάντως ένα γεγονός: ότι ένα καινούργιο γλωσσολογικό ρεύμα ξεκίνησε το 1959 με ένα, κατά βάση, αστήρικτο επιχείρημα. Η υποψία μου είναι ότι πολλοί ερευνητές τότε δυσανασχετούσαν από τον μπηχεβιορισμό των Skinner & Watson, οπότε όταν εμφανίστηκε μια κριτική φωνή, την ακολούθησαν με ενθουσιασμό.
Πόση ακαδημαϊκή αποδοχή έχουν σήμερα οι ιδέες του Τσόμσκι; Η εντύπωση που έχω σχηματίσει είναι ότι πλέον οι περισσότεροι γλωσσολόγοι παγκοσμίως κρατάνε κριτική στάση απέναντι στα επιχειρήματά του (αυτή όμως είναι απλώς η εντύπωσή μου). Αν μη τι άλλο, νομίζω είναι ξεκάθαρο ότι οι αρχικές του ιδέες (η μετασχηματιστική-γενετική γραμματική, τα γλωσσικά καθολικά, η θεωρία των συντακτικών δομών, η βαθειά και η επαφανειακή δομή κ.λπ.) έχασαν την αίγλη τους ήδη από τη δεκαετία του ’70. O Michael Tomasello σχολίαζε to 1995 για ένα βιβλίο του Steven Pinker (The Language Instinct) που προωθούσε τις ιδέες του Τσόμσκι: “That many linguists, indeed the majority of linguists, do not believe in a Chomsky-like Universal Grammar is not acknowledged anywhere in the 430 pages of the book” (εδώ, σελ. 132), ενώ πιο πρόσφατα (2006) ο David Palmer έλεγε: “Chomsky is still a prominent figure in cognitive science, but his influence has waned” (εδώ). Κάτι ακόμα που βρίσκω ξανά και ξανά είναι ότι οι ερευνητές που μελετάνε εμπειρικά τη γλωσσική απόκτηση των παιδιών, συνήθως τη βλέπουν αποκλειστικά ως θέμα κοινωνικής μάθησης, δεν πείθονται ότι υπάρχει ένα έμφυτο κάτι, όπως αξίωσε ο Τσόμσκι.
Το μεγάλο μου παράπονο όμως από τον Νόαμ είναι ότι απομόνωσε τη γλωσσολογία από τα ερωτήματα και τις απορίες του καθημερινού ανθρώπου. Την έκανε κάτι κρυπτικό και ακατάληπτο, αυστηρά για ακαδημαϊκούς, όλο αφηρημένες άλγεβρες, εντελώς απροσπέλαστα για τον Γιάννη και τη Μαρία – που σε κάποια στιγμή της ζωής τους θα αναρωτηθούν για τη γλώσσα και θα θελήσουν απαντήσεις, ο Τσόμσκι όμως δεν έχει τίποτα να τους δώσει. Το ίδιο ακριβώς παράπονο βρήκα και στην Robin Tolmach Lakoff:
“Αccepting these constraints entailed accepting the impossibility of saying almost everything that might be interesting, anything normal people might want or need to know about language” (The Language War, σελ. 7)
Εντάξει, μπορεί το ίδιο το υπό μελέτη αντικείμενο είναι από τη φύση του απροσπέλαστο στην κατανόηση των μη-ειδικών. Μπορεί όμως όλος αυτός ο θόρυβος να μην είναι παρά μόνο η τεχνητή και απρόσφορη απόπειρα μιας ακαδημαϊκής σχολής να δικαιώσει την ύπαρξή της. Παρεμπιπτόντως, μια πολύ παρόμοια κατηγορία εκτόξευσε και ο ίδιος Τσόμσκι στον Skinner, ήδη από την περίφημη κριτική του το 1959 – ότι φτιάχνει επιτηδευμένους ακαδημαϊκούς όρους και αμφίβολες θεωρίες που απομακρύνουν το αντικείμενο της επιστήμης από την κατανόηση και το ενδιαφέρον των μη-ειδικών:
“What has been hoped for from the [behaviorist] psychologist is some indication how the casual and informal description of everyday behavior in the popular vocabulary can be explained or clarified in terms of the notions developed in careful experiment and observation, or perhaps replaced in terms of a better scheme. A mere terminological revision, in which a term borrowed from the laboratory is used with the full vagueness of the ordinary vocabulary, is of no conceivable interest” (εδώ, ενότητα 4)
Ένα παλιό κείμενο του Νίκου Δήμου ειρωνευόταν τον Έλληνα, ο οποίος, λέει, θαυμάζει τον Τσόμσκι για τον πολιτικό του σχολιασμό (επιφανειακό και ανώριμο, κατά ΝΔ), όχι όμως για τη γλωσσολογική δουλειά του (λαμπρή και ριζοσπαστική, κατά ΝΔ), την οποία δεν γνωρίζει. Κάπως έτσι τα έλεγε, το μεταφέρω από μνήμης. Λοιπόν, βρίσκω πολύ φυσιολογικό ο Έλληνας και ο οποιοσδήποτε να μη γνωρίζει τη γλωσσολογική δουλειά του Τσόμσκι, αφού του είναι εντελώς ακατανότητη και ξένη προς τον προβληματισμό του! Προσωπικά, έχω εκπλαγεί ευχάριστα αρκετές φορές από τον πολιτικό Τσόμσκι και τις θέσεις του• όμως από τον γλωσσολόγο Τσόμσκι – από τη φιλοσοφία πίσω από τις θεωρίες του – με χωρίζει άβυσσος.
Μέχρι εδώ. Επαναλαμβάνω ότι δεν είμαι ειδικός και δεν θα υποστηρίξω πολύ μαχητικά τις παραπάνω παρατηρήσεις, το βασίλειό μου για έναν γλωσσολόγο.
(Η συνέχεια στην
επόμενη ανάρτηση. Δείτε, αν θέλετε, και
τη σχετική συζήτηση στο Buzz για ορισμένες παραπάνω διευκρινήσεις).