«Για μένα; Ποιος είναι;» έκανε αυτός, καθώς έβλεπε τη σπιτονοικοκυρά να παραμερίζει κι από πίσω να εμφανίζεται μία γυναικεία φιγούρα με δέρμα σαν κρέμα μπαβαρουάζ, μαλλιά ακαζού, κομμένα α λα γκαρσόν, μπλούζα σατέν, φούστα πλισσέ με κέντημα αζούρ και γοβάκια ατλαζέ. Η πόρτα του δωματίου έκλεισε, η σπιτονοικοκυρά αποσύρθηκε αφήνοντας το συγγραφέα ανυπεράσπιστο.
«Ο κ. Τακάς;» ρώτησε η γαλλική πανδαισία.
«Μάλιστα».
«Ο κ. Τάκας Τακάς, ο συγγραφέας; Η Κυρία Με Τα Μαύρα;»
«Μάλιστα, εγώ», απάντησε, καθώς η πανδαισία τον κοιτούσε με ένταση. Στα ρουθούνια του έφτασε μία μυρωδιά γαλλικής κολόνιας και η λάμπα πετρελαίου στο γραφείο του φάνηκε να φωτίζει με διπλάσια λαμπρότητα.
«Τζουλιέττα Σαφά». Η λάμπα φάνηκε να σβήνει.
«Πώς;…»
«Είμαι η κυρία Τζουλιέττα Σαφά». Η φωνή της τραύλιζε.
«Σεις;» έκανε ο συγγραφέας. «Σεις είστε η Τζουλιέττα Σαφά;». Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά και πήγε κάτι να πει, όμως η φωνή της σκάλωσε στο λαιμό. Χαμήλωσε το κεφάλι και κοίταξε τον ποδόγυρό της.
«Κυρία! Να λείπουν αυτές οι φάρσες. Αν θέλετε να κρύψετε το πραγματικό σας όνομα, κανείς δε σας το απαγορεύει. Μην παίρνετε όμως το όνομα μιας άλλης. Θα ήθελα ένα πιστοποιητικό να πιστέψω».
Άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε ένα βεραμάν καρνεδάκι και του το έδωσε. Το χέρι της έτρεμε. «Δείτε εδώ το πιστοποιητικό που ζητάτε, κύριε».
Ο Τακάς το κοίταξε. Μέσα υπήρχε ένα δελτίο ταυτότητας, έκδοση 1926, με τις υπογραφές και τη σφραγίδα της Χωροφυλακής Χαλκίδος. ΙΟΥΛΙΑ ΣΑΦΑ είχε τυπωμένο με κάτι μεγάλα γράμματα γραφομηχανής, ενώ η φωτογραφία απεικόνιζε ολοφάνερα τη γυναίκα που είχε μπροστά του. «Παράξενο… αλλόκοτο…». Έβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε, όμως το δελτίο ταυτότητας έμεινε ίδιο και απαράλλαχτο. «Είστε η Τζουλιέττα Σαφά! Αυτό είναι πολύ περίεργο…». Ανακάθισε στην καρέκλα και κάρφωσε τη γυναίκα με το βλέμμα του: «Τότε περιγράψτε μου την επίπλωση στην κρεβατοκάμαρά σας όταν μπήκατε χορεύτρια στην οπερέτα του Παπαϊωάννου!».
«Χορεύτρια εγώ! Κύριε, ποτέ δεν ήμουν χορεύτρια. Είμαι η Τζουλιέττα Σαφά της γνωστής οικογενείας των Σαφάδων, γέννημα θρέμμα της Εύβοιας! Και ήρθα στην Αθήνα για να σας ζητήσω να διαψεύσετε αυτά τα αίσχη που γράψατε για μένα!».
«Γεννηθήκατε το 1906 από τον Πέτρο και τη Μαρία Σαφά, το γένος Λαέρτη!».
«Ακριβώς!»
«Η μητέρα σας πέθανε όταν ήσασταν δεκαεπτά χρονών!».
«Μάλιστα!»
«Και τότε πήρατε το δρόμο των βαριετέ και των καμπαρέ!»
«Ποτέ! Πού μάθατε όλα αυτά για μένα, μέχρι και τα έπιπλα της κρεβατοκάμαράς μου περιγράφετε, όμως πώς τα διαστρεβλώνετε έτσι; Στο βιβλίο σας με παρουσιάζετε σαν… πόρνη… Χαίρω μεγάλης υπόληψης στη Χαλκίδα, αν θέλετε να ξέρετε, δύο ξενοδοχεία έχω γραμμένα στ’ όνομά μου. Ουδέποτε ανακατεύτηκα με την αθηναϊκή παρακμή».
Ο Τακάς έμεινε σκεφτικός. Τελικά, ανακάθισε στην καρέκλα και πήρε μία βαθιά αναπνοή• η γαλλική κολόνια τού υπενθύμισε την παρουσία της. «Είστε ένα δημιούργημα φαντασίας. Εγώ σας έδωσα υπόσταση για τις ανάγκες του βιβλίου μου, Η Κυρία Με Τα Μαύρα. Ή έτσι νόμιζα. Ένα πλάσμα τιποτένιο και εξαίσιο, η Τζουλιέττα Σαφά. Και να που υπάρχει πραγματικά! Αλλόκοτο… παράξενο…».
Ξαφνικά στράφηκε και άρπαξε κάποιες σελίδες χαρτί που είχε επάνω στο γραφείο του. «Ακούστε με καλά, κυρία: σε τρία χρόνια από τώρα, στις 15 Μαΐου 1935, έπειτα από μία χοροεσπερίδα στο σπίτι σας, θα καταπιείτε δύο παστίλιες ροζ σουμπλιμέ και θα πεθάνετε ευθύς αμέσως! Αυτό είναι το τέλος που σας επιφυλάσσω – που επιφυλάσσω στην ηρωίδα, δηλαδή».
Η γυναίκα έβγαλε μία κραυγή. «Τι είν’ αυτά που λέτε;»
«Η συνέχεια της Κυρίας Με Τα Μαύρα», είπε ο Τακάς και έδειξε τις σελίδες που κρατούσε, «η κατάληξη της ηρωίδας μέσα από την αφήγηση ενός χαλκιδαίου εκτελωνιστή – να, ακούστε», είπε και άρχισε να της διαβάζει από το δακτυλογραφημένο κείμενο:
Ο εκτελωνιστής κ. Γιάννης Σκαρίμπας πήρε το χαρτοφύλακα, κλείδωσε το γραφείο και τράβηξε το δρόμο προς το σπίτι του. Φυσούσε αέρας και μπορούσε να δει τις δεμένες βάρκες στην προκυμαία της Χαλκίδας να τραμπαλίζονται σαν καρυδότσουφλα. Στο μαγειρείο του Πάτα, μία επιγραφή γραμμένη στο χέρι πληροφορούσε: ΕΝΤΟΣΘΙΑ ΤΗΣ ΩΡΑΣ. Μα έχει εντόσθια η ώρα; αναρωτήθηκε ο εκτελωνιστής καθώς έφτανε στην αυλή του και άνοιγε την εξώπορτα.
Αρκετές μυτούλες φακέλων εξείχαν από το ξύλινο γραμματοκιβώτιο, η αλληλογραφία της ημέρας ήταν πλούσια. Ο Σκαρίμπας το άνοιξε και πήρε τις επιστολές στα χέρια του: διάφορα τυπικά γράμματα συγγενών, κάποια άλλα επαγγελματικά γράμματα από εταιρείες ΕΙΣΑΓΩΓΑΙ – ΕΞΑΓΩΓΑΙ για εκτελωνισμούς, μία πρόσκληση να παραστεί σε κάποια εκδήλωση της Νομαρχίας κ.λπ. Τα ξεφύλλισε βαριεστημένα, στο τέλος όμως βρήκε τις τέσσερις επιστολές που έψαχνε, μία από τον Τέλλο Άγρα, μία από τον Στρατή Μυριβήλη και μία από τον Άγγελο Τερζάκη. Διότι ο Γιάννης Σκαρίμπας ζούσε διπλή ζωή: το πρωί εκτελωνιστής, το βράδυ συγγραφέας. Και το ένιωθε, το ψυχανεμιζόταν, ότι οι σεβαστοί κριτικοί, συγγραφείς κ.λπ. των περίοπτων αθηναϊκών κύκλων, θα του έγραφαν πάλι τα φαρμακερά τους παράπονα για το Θείο Τραγί, το μυθιστόρημά του που τάραξε τα φιλολογικά νερά. Ποιος ξέρει τι θα του ‘σερναν όταν έφτανε κι ο Μαριάμπας, το καινούργιο του μυθιστόρημα, στο τυπογραφείο…
Όμως η τέταρτη επιστολή;
Η τέταρτη επιστολή δεν είχε καμία σχέση με βιβλία και μυθιστορήματα. Ήταν ένα κομψό φακελάκι χρώματος σομόν που μύριζε ινδική βανίλια. Το όνομα του αποστολέα, ΦΙΓΙΕΤΤΑ Γ. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ, ήταν γραμμένο με τόσο καλλιτεχνικά γράμματα, που θα μπορούσαν να γοητεύσουν ακόμα και έναν ανθρωποφάγο της Αφρικής. Ο εκτελωνιστής – συγγραφέας άνοιξε βιαστικά το φάκελο, τράβηξε το γράμμα και άρχισε να διαβάζει. Χαιρετισμός, προσφωνήσεις (μάλλον πιο εγκάρδιες από αυτές που αρμόζουν σε μία παντρεμένη γυναίκα όταν γράφει σ’ έναν οικογενειακό φίλο), ερωτήσεις για τη δουλειά του, για την οικογένειά του, για την υγεία του, περιγραφή της δικής της υγείας. «Τα σωθικά μου πονάνε», του έγραφε, «ζαλίζομαι όλο και πιο συχνά – φοβάμαι πως με κόλλησε η εξαδέρφη μου όταν πήγα να τη δω στο αναρρωτήριο. Η φυματίωση την είχε κατασκάψει, στο χέρι μόνιμα ένα μπουκαλάκι ροζ σουμπλιμέ για να φτύνει μέσα τα εκκρίματα. Και παρόλο που κρατιόταν σε απόσταση όταν μου μιλούσε, δε φρόντισα κι εγώ να έχω πλάτη τον άνεμο, να μη μου έρχεται η μολυσμένη της ανάσα. Πολύ φοβάμαι ότι…»
Ο Σκαρίμπας μπήκε στο σπίτι και πήγε κατευθείαν στην τραπεζαρία. Η γυναίκα του έλειπε, είχε πάει να επισκεφτεί τους γονείς της, κάθισε λοιπόν στο τραπέζι και άρχισε να γράφει την απάντηση στο γράμμα της Φιγιέττας. Μετά από αρκετή ώρα και πολλές γεμάτες κόλλες χαρτί, πήρε έναν φάκελο και έβαλε μέσα την παραγωγή του. Πήγε να τον κλείσει αλλά το ξανασκέφτηκε• τράβηξε την τελευταία σελίδα και πρόσθεσε ένα υστερόγραφο: «Θα σ’ αποκαλύψω ένα μυστικό. Ο Μαριάμπας, το μυθιστόρημα που γράφω, έχει κι εσέ για ηρωίδα. Μάλιστα! Σ’ έχω δώσει το όνομα Ζηνοβία Ζαλούχου – καλό δεν είναι; Ζ.Ζ., μέλος της καλής κοινωνίας της Χαλκίδος, κομψή, έξυπνη, ίδια εσύ! Εσωκλείω απόσπασμα, ένα σουαρέ που δίνει μια μέρα στο σπίτι της, κι ο Μαριάμπας μιλά για το βιβλίο που γράφει». Ο Σκαρίμπας άνοιξε το χαρτοφύλακά του, έβγαλε ένα πακέτο δακτυλογραφημένες σελίδες και τις ξεφύλλισε. Τελικά εντόπισε αυτή που έψαχνε, την έβαλε επάνω στο γραφείο και ξεκίνησε ένα τελευταίο διάβασμα:
«Από δω ο κ. Μαριάμπας», πληροφορεί τη συντροφιά η Κυρία Ζαλούχου. «Γεωπόνος μα και τενόρος άφθαστος, είναι μαζί και δυνατός συγγραφεύς… Μάλιστα παράξενα γοητευτικός, αν κρίνει κανείς από ένα ρομάντζο που γράφει».
«Αλήθεια!» ξεφωνίζει η δ/νίς Κελαδή. Φόραε ένα φουστάνι αιθέρινο, όλο δαντέλες και κρόσια.
Ο Μαριάμπας κοίταξε μ’ αόριστη λύπη τα μεταξωτά βλέφαρά της. Τι είν’ αυτά που η κ. Ζαλούχου τσαμπούναε; «Ναι… μάλλον όχι», απαντάει, «ένα ρομάντζο, κάτι πολύ το κοινό… σχεδόν ένα τίποτα…»
«Απαπάαα! Πώς το λέτε: μάλλον ναι, μάλλον όχι, σχεδόν ένα τίποτα...» εξακολουθάει η δ/νίς. «Θα είναι το δίχως άλλο εξαίρετο… θα είναι αληθινά εμπνευσμένο… Αχ, κι η υπόθεσις; Η πλοκή;»
«Αλήθεια… η πλοκή, η υπόθεσις;» ρωτάει και η κ. Περνάρη.
Ο Μαριάμπας φτερνίστηκε. «Να περί τίνος επρόκειτο: περί της Τζουλιέττας! Μάλιστα, περί της Τζουλιέττας!»
Η δ/νίς χειροκρότησε: «Αχ!...» αναγάλλιασε, «λοιπόν;».
«Λοιπόν…», ο Μαριάμπας κοίταξε την ομήγυρη, «της Τζουλιέττας, μιας ευυπόληπτης νέας Χαλκιδαίας που ανακαλύπτει ότι είναι η Κυρία Με Τα Μαύρα, η ηρωίδα ενός αθηναϊκού μυθιστορήματος!»
«Αααα!»
«Και διαβάζει για τον εαυτό της ότι χορεύει, τάχα μου, στην οπερέτα και της μέλλει να πεθάνει καταπίνοντας δύο παστίλιες ροζ σουμπλιμέ!»
«Μα κύριε Μαριάμπα», διέκοψε η Ζαλούχου, «με σουμπλιμέ μόνο τα δουλικά αυτοκτονούνε».
«Και λοιπόν, και λοιπόν;» κάμαν τώρα όλες οι υπόλοιπες. Ο Μαριάμπας επήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να αφηγείται το ρομάντζο του:
«Σε ζητάει μία όμορφη γυναίκα, νέα και περιποιημένη, που δείχνει από καλή οικογένεια, καιρός να παντρευτείς επιτέλους», του είπε με το ύφος της η σπιτονοικοκυρά. Μόνο με το ύφος της. Με τη φωνή της, ανήγγειλε απλώς στον συγγραφέα κ. Τακά ότι είχε επισκέψεις.
(Σουμπλιμέ ή διχλωριούχος υδράργυρος: ιδιαίτερα τοξικό απολυμαντικό. Το ανακάλυψαν οι Άραβες το Μεσαίωνα και για αιώνες υπήρξε, μαζί με τον ασβέστη, το μόνο όπλο ενάντια στα μικρόβια και στις επιδημίες. Το Betadine της εποχής. Ήταν επίσης και το παραδοσιακό «φαρμάκι» των δημωδών ασμάτων, ποιημάτων κ.λπ.)