Πόκερ Αγάπης

Η μεγάλη σκηνή του αποχαιρετισμού Έκτορα & Ανδρομάχης (Ιλιάδα, Ραψωδία Ζ, 390 – 529), την κάναμε στο σχολείο, μπορείτε να τη θυμηθείτε εδώ από το σχολικό βιβλίο της Β’ Γυμνασίου. Βέβαια, όταν την κάναμε πιτσιρικάδες, τίποτα δεν καταλάβαμε.  

Περάσαν πολλά χρόνια από τότε. Έκτοτε διάβασα πολλά ερωτικά μυθιστορήματα, είδα πολλές ταινίες αγάπης, όμως τέτοια σκηνή όπως ο αποχαιρετισμός Έκτορα & Ανδρομάχης δεν έχω ξαναβρεί. Μοναδική. 

Θυμίζω το σκηνικό: ο Αχιλλέας, έξω απ’ τα τείχη της Τροίας, προσβάλει και προκαλεί τον Έκτορα. Δε θέλει απλά να τον σκοτώσει, θέλει να τον χιλιοσκοτώσει. Ο Έκτορας ζώνεται τ’ άρματα κι ετοιμάζεται ν’ ανταποκριθεί στην πρόκληση – δηλ, πάει στον θάνατό του. Μπροστά στον μανιασμένο Αχιλλέα δεν μπορούσε να σταθεί τίποτα. Η Ανδρομάχη τρέχει με το μωράκι τους. 

Στάθηκε αντίκρυ του λοιπόν κι η βάγια από κοντά της, τ' αθώο παιδί στην αγκαλιά κρατώντας, του Έκτορα ακριβό γιο, τον όμοιο μ' αστέρι

Κάτι σκιρτάει στον Έκτορα: «Σιωπηλά αχνογέλασε βλέποντας το παιδί του» 
Η Ανδρομάχη τον ικετεύει: πας στον θάνατό σου. Δεν πονάς το παιδί σου, δεν πονάς εμένα; 
Η Ανδρομάχη απειλεί μ’ αυτοκτονία: «Αν στερηθώ εσένα, ν' ανοίξει η γη και να χωθώ καλύτερα για μένα, δε θα έχω άλλη ζεστασιά αν τώρα συ πεθάνεις» 
Η Ανδρομάχη χάνει ό,τι πιο πολύτιμο: «Και δε μου ζουν πατέρας και μητέρα, σκότωσε τον πατέρα μου ο άξιος Αχιλλέας. Για μένα είσαι, Έκτορα, και μάνα και πατέρας και αδερφός και δυνατός της κλίνης σύντροφός μου. Τον γιο μην κάνεις ορφανό και χήρα τη γυναίκα». 
 
Ο Έκτορας, αρχικά, επικαλείται τη λαμπρότητά του: «Έμαθα να είμαι ανδρείος και να πολεμώ ανάμεσα στους πρώτους» 
Ο Έκτορας κατόπιν της μιλά ξεκάθαρα: «Θα έρθει η μέρα να χαθεί η ιερή μας Τροία, κι ο Πρίαμος ο δυνατός και όλος ο λαός του» 
Ο Έκτορας βλέπει το ποντάρισμα αγάπης της Ανδρομάχης κι ανταπαντά μ’ ακόμα μεγαλύτερο ποντάρισμα αγάπης, παίζει τα ρέστα του: 

Κι όμως τόσο δε νοιάζομαι για τον καημό των Τρώων, όσο για σένα, σαν κάποιος χαλκοαρματωμένος Αχαιός, σκλαβώνοντάς σε πίσω του σε σέρνει δακρυσμένη, που θα σου λείπει ο άντρας σου να διώξει τη σκλαβιά σου. Μα ας πεθάνω, να μη ζω, η γη να με σκεπάσει, το σύρσιμό σου κι οι φωνές στ’ αυτιά μου να μη φτάσουν

Ένα αδυσώπητο πόκερ αγάπης. Ποιος αγαπά πιο πολύ τον άλλον; Ποιος δέχεται να το φτάσει ως το τέρμα; Ποιος λέει τα ρέστα μου και το εννοεί σ' αυτό το πόκερ αγάπης, να τα χάσει όλα παρά να δει τον άλλο λυπημένο; Έκτορας & Ανδρομάχη παίξαν αυτό το πόκερ αγάπης και νίκησε ο Έκτορας. 

Από μια άποψη, είναι εγωισμός. Δυο εγωίσταροι, Έκτορας & Ανδρομάχη. Δε νοιάζονταν ο ένας για τον άλλον! Ο καθένας κοίταγε την πάρτη του: «Σ’ αγαπώ τόσο πολύ ώστε μην τυχόν σε δω τσακισμένο/τσακισμένη. Αυτό εγώ μην το δω! Πώς θα το αντέξω;» 
Από μια άλλη άποψη, μακάρι όλοι οι εγωισμοί στη ζωή τέτοιοι να ‘ταν. 

Μια σκέψη: ενδεχομένως η Ανδρομάχη έκανε το λάθος και πήρε το μωρό, να συγκινήσει τον Έκτορα (πράγματι τον συγκίνησε, έπιασε το κόλπο της). Όμως ενδεχομένως εκεί έκανε το μοιραίο λάθος. Έχοντας δίπλα της το παιδί, η Ανδρομάχη δεν θα ήταν πια ικανή «ν’ ανοίξει η γη και να χωθώ, καλύτερα για μένα, δεν έχω άλλη ζεστασιά αν τώρα εσύ πεθάνεις». Το ‘παιξε κορώνα–γράμματα κι έχασε, ο Έκτορας τη νίκησε και σ’ αυτό: 

Είπε κι αμέσως άνοιξε τα χέρια στο παιδί του. 
Εκείνο όμως ξανάγειρε με κλάματα, τρόμαξε απ' του πατέρα τα χάλκινα τα όπλα. 
Με την καρδιά τους γέλασαν πατέρας και μητέρα 
Τότε ο λαμπρός ο Έκτορας έβγαλε απ' το κεφάλι το κράνος και ολόλαμπρο το άφησε στο χώμα. 
Το γιο του πήρε, φίλησε, τον έπαιξε στα χέρια. 
«Δία κι οι υπόλοιποι θεοί, δώστε να γίνει ο γιος μου, 
Όπως κι εγώ, ξεχωριστός ανάμεσα στους Τρώες, 
Άντρας τρανός και δυνατά στην Τροία ν' αρχηγέψει, 
Και κάποτε κάποιος να πει: —Πιο καλός είναι τούτος απ' το γονιό του» 

Μην περάσει απαρατήρητο ότι ένας άνθρωπος που πάει στο θάνατό του νοιάζεται να παίξει και να χαρεί το μωράκι του. Μην περάσει απαρατήρητο ότι ένας άνθρωπος που έχτιζε φήμη και λαμπρότητα, στο παρά πέντε του θανάτου τα προσέφερε όλα στο παιδί του. Η παράδοξη άμυνα του Έκτορα στη μονομαχία του με τον Αχιλλέα. Όχι η ασπίδα του! Ούτε τα χάλκινά του όπλα, όχι αυτά! Είχε άλλη άμυνα ο Έκτορας. Ο Αχιλλέας του ‘λεγε «θα σε σκοτώσω», ο Έκτορας σα να του απαντούσε: «σκότωσέ με παρά να δω την Ανδρομάχη σκλαβωμένη!». Ο Αχιλλέας του ‘λεγε: «θα σου πάρω τη λαμπρότητα, θα σε κάνω ένα κομμάτι κρέας, οι Τρώες θα σε βλέπουν να γίνεσαι κιμάς», ο Έκτορας σα να του απαντούσε: «πάρτα μου όλα, ήδη τα ‘δωσα στο παιδί μου!» 

Πάνω εδώ, νιώθω προδωμένος με το ξενέρωτο τραγούδι των Χατζιδάκι–Καμπανέλλη: Από το Τρώικο κάστρο η Ανδρομάχη, στον Έκτορα που κίναε για τη μάχη, φώναξε με φωνή φαρμακωμένη κ.λπ. Δε βάζω λίνκ, το ξέρουμε όλοι, όσο πιο γρήγορα ξεχαστεί. Όταν ήμουν πιτσιρικάς, ένα σωρό φορές το τραγούδησα ευλαβικά κ τώρα ντρέπομαι για τον εαυτό μου. Τότε ήξερα μόνο ότι είναι η σωστή μουσική, είναι Χατζιδάκις άρα είναι έντεχνο, ποιοτικό. Όμως όποιος έχει γράψει αυτό το τραγούδι (= Χατζιδάκις–Καμπανέλλης), δεν έχει διαβάσει την Ιλιάδα. Ή δεν κατάλαβε τι διαβάζει. 

Νιώθω προδωμένος με τα Αριστοφάνης, Σαββόπουλος, Χατζιδάκις, Αχαρνείς, Όρνιθες κ.λπ. Βγήκαμε στη ζωή και μάθαμε ότι αυτά είναι τα άξια, τα ποιοτικά, τα έντεχνα. Υποθέτω, όλοι έτσι μάθαμε. Όμως δεν είναι καμιά μεγάλη εξυπνάδα η επιτήδευση κι η λυρικότητα του Χατζιδάκι, ούτε η χυδαιότητα του Αριστοφάνη, ούτε η πληρωθικότητα κ το ταλέντο του Σαββόπουλου. Ναι μεν, όλοι θα γοητευτούμε στην αρχή και θα τα νομίσουμε για μεγάλες εξυπνάδες. Όμως δεν είν’ έτσι. Αυτά που ανακαλύπτω τώρα, ούτε στο μικρό δαχτυλάκι δε φτάνουν τον Έκτορα & την Ανδρομάχη. 

 *  *  *  *  *

Κι όμως! Κάτι σαν το πόκερ αγάπης Έκτορα & Ανδρομάχης έχει γίνει στην πραγματικότητα. Η σκηνή δεν είναι εντελώς μυθική. Οι μύθοι λένε πάντα την αλήθεια. Αντιγράφω από το βιβλίο των Gustave Thibon & P. Perrin: Simone Weil As We Knew Her. Η σκηνή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθεστώς Βισύ στην κατεχόμενη Γαλλία, όλοι κινδύνευαν ανά πάσα στιγμή να συλληφθούν, η Simone Weil δούλευε σ' αγροτικές φάρμες κι ό,τι χρήματα έβγαζε τ' έδινε σε πολιτικούς κρατούμενους και φυλακισμένους αντιστασιακούς. Αφηγείται ο Gustave Thibon:

Κάποια μέρα, αφότου μου ζήτησε να μεσολαβήσω με τις επαφές που είχα στις αρχές για κάποιον Ισπανό πρόσφυγα, φυγάδα του Ισπανικού εμφυλίου, ξαφνικά μου ζήτησε να ορκιστώ ότι δε θα 'κανα τίποτα, δε θα 'μπαινα στον παραμικρότερο κόπο αν την κλείναν φυλακή. Διαμαρτυρήθηκα: «Πες ότι κλείνουν εμένα φυλακή. Μετά θα 'σουν χαρούμενη, εσύ ελεύθερη κι εγώ φυλακισμένος;».
Σήκωσε το κεφάλι κι είπε: «Δε θα μπορούσα να το αντέξω»

Παρατηρεί ο Gustave Thimbon: «Αυτός ο παράδοξος εγωισμός των ηρώων και των αγίων...». Εύστοχη παρατήρηση, κάτι έπιασε. Και δεν ξέρω πόσο κατάλαβε ότι παίξαν τη σκηνή του αποχαιρετισμού Έκτορα & Ανδρομάχης.

Από μια άποψη, είν' εγωισμός, πράγματι. Από μια άλλη άποψη, μακάρι όλοι οι εγωισμοί στη ζωή να ήταν έτσι. 

Οι μύθοι λένε πάντα την αλήθεια. 

Τυφλότητα

Ακόμα ένα απρόσμενο encore στο μπλογκ. Κάτι που μπορεί να χτυπήσει όλους μας, η τυφλότητα, να χάσουμε την όρασή μας. Δεν ξέρω αν το ‘φερε η ζωή ποτέ να συναναστραφείτε τυφλούς. Αν το ‘φερε, πώς τους βρήκατε;... 

Ναι, συμφωνώ κι εγώ: οι τυφλοί ακούνε. Οι τυφλοί προσέχουν τα λόγια σου. Δεκτικοί, εσωτερικευμένοι, βιώνουν τον κόσμο από μέσα προς τα έξω όμως, μ’ έναν περίεργο τρόπο, φτάνουν κι αγκαλιάζουν όλον τον κόσμο (δεν μπορώ να το κατανοήσω ή να το εξηγήσω εύκολα). Τείνουν να είναι ευγενείς, ήπιοι, γλυκείς κι εξαιρετικά μη-επιθετικοί. Δε βιάζονται να μιλήσουν, να ‘χουν άποψη. Κι αν μιλήσουν, μετράν τις λέξεις τους. 

Παραπονεθήκατε ποτέ σε κάποιον: «Δε μ’ ακούς ποτέ! Δεν προσέχεις τι σου λέω!» Λοιπόν... αυτό είναι το μόνο παράπονο που δε θα ‘χετε μ’ έναν τυφλό. Ο τυφλός βαστά τα λόγια σου στο μυαλό του, τα γεύεται, πατά φρένο. Τον εκπαιδεύει η κατάστασή του, όλο το κεφάλαιο που κάποτε είχε επενδεδυμένο στην όραση το ρίχνει στην ακοή, στην αφή, στην όσφρηση. Κι αυτή η νέα επένδυση του δίνει απρόσμενα κέρδη. 

Λαχταρίσατε ποτέ μια γκαρδιακή, ουσιαστική, μεστή κουβέντα; Κουβέντα που να μείνει στην ιστορία; Που οι λέξεις να ‘χουν βάρος, σαν στίχοι του Καφάβη; (σε αντιδιαστολή με τις καθημερινές, ανούσιες, ανιστορικές μας κουβέντες, κανείς δεν ακούει κανέναν, όλοι βιαζόμαστε να μιλήσουμε, σπαταλιόμαστε, γεμίζουμε τον αέρα με λέξεις, ακατάπαυστος θόρυβος). Αυτό μπορεί να μας προσφέρει ένας τυφλός. 

Οι τυφλοί δεν είν’ ανάπηροι! «Ανάπηρος» εννοούμε κάποιον που δεν έχει κάτι και το 'χουμε εμείς. Ναι μεν ο τυφλός δεν έχει κάτι που το ‘χουμε εμείς, απ’ την άλλη έχει κάτι που δεν έχουμε εμείς, κάτι πολύτιμο: ο τυφλός ακούει (ενώ εμείς βιαζόμαστε και δεν ακούμε)

Αν κάποτε τα φέρει η ζωή και τυφλωθούμε, τότε δε γινόμαστε ανάπηροι, παρόλο που σίγουρα στην αρχή θα το πάρουμε έτσι και θα τα βάψουμε μαύρα. Ναι μεν χάνουμε κάτι που οι άλλοι το ‘χουν, όμως κερδίζουμε κάτι που κανείς δεν έχει. 

Υπάρχει λόγος που οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν τα θαυμαστά έπη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, σ’ έναν τυφλό ποιητή (τον Όμηρο). Που απέδιδαν θρυλική τυφλότητα στον Τειρεσία, στον Οιδίποδα όταν κατάλαβε το σφάλμα του. Κάτι προσπαθούσαν να μας πουν, με τα λόγια του Πλάτωνα: «Οι παλιοί άνθρωποι, που ήταν καλύτεροι από μας και πιο κοντά στους θεούς...» (από τον Φίληβο)

Υπάρχει λόγος που οι αρχαίοι Ινδοί απέδιδαν το θαυμαστό βιβλίο, τη Ριγκ Βέδα, σ’ έναν τυφλό σοφό (τον Ντιργκάταμας). 

Κάπου ένα σχόλιο του Αριστοτέλη, μπορείτε να το βρείτε; «Ο τυφλός έχει μεγαλύτερη κατανόηση από τον κουφό, η ακοή έχει βαθιά επίδραση στο σχηματισμό του ηθικού χαρακτήρα, κάτι που δε συμβαίνει με την όραση. Η ψυχή σπαταλιέται με την όραση, ενώ με την ακοή συγκεντρώνεται κι εστιάζεται» (όμως εδώ ακούω Πλάτωνα πίσω απ’ τα λόγια του Αριστοτέλη)

Οι αρχαίοι εκτιμούσαν τον τυφλό, βρίσκαν αξία. Ξέραν ότι μπορείς να διδαχθείς απ' αυτόν, ακόμα και να φτάσεις να τον πεις «δάσκαλε». Δεν είν' ανάπηρος! Εχει κάτι που εμείς δεν έχουμε: ο τυφλός δε βιάζεται, ακούει, προσέχει. Δεν ήταν βλάκες οι αρχαίοι, ούτε «καλοί για την εποχή τους» και τέτοιες συγκαταβάσεις...

Ήταν καλύτεροι άνθρωποι από μας