Πρόσφατα πέθανε ο Ronald Dworkin, ένας σημαντικός νομικός φιλόσοφος, και σε διάφορα αφιερώματα για τη ζωή του (π.χ. σ’
αυτό το άρθρο του Guardian) αναφέρονται συνήθως οι συζητήσεις και διαμάχες του με τον H.L.A. Hart. Τον ποιον;
Ο κύριος με το φοβερό όνομα
Herbert Lionel Adolphus Hart ήταν, λένε, από τους σημαντικότερους νομικούς φιλοσόφους του 20ου αιώνα. Απ’ ό,τι διαβάζω γι’ αυτόν, πρέπει να είχε και ενδιαφέρον σαν άνθρωπος, όχι μόνο σαν φιλόσοφος, μοιάζει να ήταν κάποιος που άξιζε τον κόπο να γνωρίσεις από κοντά. Θέλω εδώ να αναφερθώ μόνο σε κάποιες ιδέες που έθιξε στο περίφημο άρθρο με το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στη φιλοσοφία του δικαίου:
The Ascription of Responsibility and Rights, 1948.
Να σημειώσω καταρχήν ότι το
The Ascription of Responsibility and Rights υπήρξε ένα ονομαστό φιλοσοφικό άρθρο, σήμερα έχει πάρει διαστάσεις κλασικού. Ήταν επίσης και μία από τις σχετικά λίγες φορές που η φιλοσοφία έπαιξε κάποιο ρόλο, που υπήρξε κάτι περισσότερο από ακατάληπτες συζητήσεις μεταξύ ακαδημαϊκών, αδιάφορων για τον πολύ κόσμο και αδιάφορων προς τον πολύ κόσμο. Η υποδοχή που συνάντησε υπήρξε ενθουσιώδης• π.χ. ο Bayles
εδώ χαρακτηρίζει το άρθρο “fraught with difficulties” κι ο C. Cherry
εδώ παρατηρεί ότι είναι “glaringly at fault”. Δηλαδή, επιτέλους μια περίπτωση που η φιλοσοφία είχε ενδιαφέρον! Που αποφάσισε να ασχοληθεί με πραγματικά ζητήματα στον πραγματικό κόσμο. Ας αναπτύξουμε λοιπόν μερικές ιδέες του Hart από το διαβόητο άρθρο του: πρώτα και καλύτερα, την επίθεσή του ενάντια στη φιλοσοφική παράδοση.
Η Ειδωλολατρία της Τυπικής Λογικής
Ξέρετε για ποιο πράγμα μιλάω, το υποστήκαμε και στο σχολείο: τη φιλοσοφία ως «υποσημειώσεις στον Πλάτωνα», την αναλυτική παράδοση που ξεκινά από τον μαθητή του Σωκράτη (άπλυτου σαν λυχνοστάτη), και έχει κυριότερους σταθμούς τον Καρτέσιο, τον Λίμπνιτς, τον Καντ κ.α. Απότοκο αυτής της παράδοσης είναι και η υπερεκτίμηση της τυπικής λογικής, την οποία μαθαίναμε στο σχολείο προκειμένου, υποτίθεται, να κάνουμε σωστούς συλλογισμούς (μαθαίναμε και λίγα στοιχεία μαθηματικής λογικής). Π.χ. έχετε σίγουρα κάνει παρόμοιες ασκήσεις:
(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Β) Ο Σαμαράς είναι πολιτικός
------------- άρα: -----------------------
(Σ) Ο Σαμαράς είναι ψεύτης
Κάτι τέτοιο καλείται
παραγωγικός συλλογισμός (deductive reasoning), καμιά φορά και
απαγωγικός συλλογισμός: από το γενικό στο ειδικό. Μαθαίναμε επίσης ότι η αντίστροφη πορεία, από το ειδικό στο γενικό, θέλει προσοχή και σε καμία περίπτωση δεν θεμελιώνεται λογικά• δηλαδή, το
ένας κύκνος που είδα ήταν άσπρος, ή ακόμα και το
εκατομμύρια κύκνοι που παρατηρήθηκαν ιστορικά ήταν άσπροι, δε μας εξασφαλίζει τον καθολικό κανόνα:
όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι. Κάτι τέτοιο καλείται
επαγωγικός συλλογισμός και θέλει πάντα προσοχή.
Μαθαίναμε επίσης και λίγα στοιχεία μαθηματικής λογικής: σύζευξη, διάζευξη, συνεπαγωγή, άρνηση, να αναλύουμε μια πρόταση σε υποπροτάσεις και να ελέγχουμε την τιμή αλήθειας της με βάση τις τιμές αλήθειας των υποπροτάσεων. Π.χ. η πρόταση: Χ =
βρέχει στη φτωχογειτονιά βρέχει και στην καρδιά μου, είναι σύζευξη που αναλύεται στις υποπροτάσεις Α =
βρέχει στη φτωχογειτονιά & Β =
βρέχει στην καρδιά μου, οπότε κατόπιν σχεδιάζαμε αληθοπίνακες κ.λπ.
Ας την κάνουμε όμως interactive την ανάρτηση. Θα ήθελα να ρωτήσω όλους εσάς που διαβάζετε: πόσο κρίνετε ότι σας βοήθησαν αυτά στη ζωή σας; Πόσο σχετικά υπήρξαν (ή δεν υπήρξαν) με τα ζητήματα που πραγματικά αντιμετωπίσατε, με τις πραγματικές συζητήσεις που συμμετείχατε, με τα πραγματικά επιχειρήματα που εξετάσατε; Τι λέτε;
Αφού δε μου απαντάτε, θα συνεχίσω κι εγώ με δικηγόρους.
Είναι παράδοση στις νομικές σχολές να βάζουν και κάποια μαθήματα αναλυτικής φιλοσοφίας, με θέματα όπως τα παραπάνω. Δεν είμαι σίγουρος για την Ελλάδα, όμως στο εξωτερικό και στις ΗΠΑ νομίζω ότι αποτελούν μέρος του ακαδημαϊκού ιερού κανόνα για τους μελλοντικούς δικηγόρους. Να, για παράδειγμα, ο Neal Ramee από το University of North Carolina, που επισημαίνει
εδώ την αξία της «κρυστάλλινης λογικής» (pristine logic) στα νομικά επιχειρήματα και παρουσιάζει τις λογικές πλάνες (logical fallacies), στις οποίες κινδυνεύει να υποπέσει ο απαίδευτος δικηγόρος• ενώ ο επιτυχημένος δικηγόρος, κατά τον κ. Ramee, συλλογίζεται άμεμπτα και επιχειρηματολογεί κρυστάλλινα: δεν πινς λογική, πινς βιλούδο. Δε φταίω εγώ, έτσι λέει αυτός (στη σελ. 2):
Knowing how to spot and avoid them [logical fallacies]
can improve your legal writing and advocacy immeasurably. By familiarizing yourself with the fallacies listed on this handout and searching for them in your own writing and the writing of others, you can develop and nurture the habits of “pristine logic” that all successful attorneys employ
Μου αρέσει τρελά και η συλλογιστική του στο παράδειγμα της σελίδας 3, εκεί που κατακεραυνώνει την «Επίκληση στην Ακατάλληλη Αυθεντία» (Appeal to Inappropriate Authority) στο επιχείρημα: «Η κατοχή πυρηνικών όπλων είναι αποτρόπαιη ηθικά, ακόμα κι ο πατέρας της Η-βόμβας, ο Edward Teller, παρότρυνε τις ΗΠΑ να σταματήσουν την παραγωγή όταν έγινε γνωστό το μέγεθος της καταστροφικής τους δυνατότητας». Αυτό το επιχείρημα, «εξηγεί» ο κ. Neal Ramee, είναι εσφαλμένο διότι o Edward Teller ήταν φυσικός, όχι κληρικός ή ηθικός φιλόσοφος, οπότε «οι απόψεις του σε ηθικά θέματα ήταν ολωσδιόλου έξω από την κατάρτισή του» – ναι, μα την αλήθεια, έτσι γράφει: “completely outside his expertise”. Αυτό το ονομάζει «κρυστάλλινη λογική» ο κ. Ramee (μα γιατί συνήθως η προσφυγή στη «λογική» και στον «ορθολογισμό» γίνεται προκειμένου να υποστηριχτούν Ρεπουμπλικανικές θέσεις; Ιδέα μου είναι ή το έχετε παρατηρήσει κι εσείς;)
Ας αφήσουμε όμως τους (άψογα καταρτισμένους) επαγγελματίες της φιλοσοφίας κι ας πάμε σε πιο πραγματικούς ανθρώπους:
Ο Brett G. Scharffs, από τον δικηγορικό σύλλογο της πολιτείας της Utah, εξομολογείται την πολύτιμη εμπειρία του
εδώ (
Law and the Limits of Logic): πήγε να διδάξει στη νομική σχολή έχοντας σπουδάσει φιλοσοφία κι αυτό που διαπίστωσε ήταν ότι τα επιχειρήματα όλων έβριθαν από λογικές πλάνες. Όλων μα όλων: φοιτητών, καθηγητών και δικηγόρων. Αρχικά πίστευε κι αυτός, στα βήματα του κ. Ramee πιο πάνω, ότι μόνο οι αποτυχημένοι δικηγόροι υποπίπτουν σε λογικές πλάνες, ενώ οι επιτυχημένοι επιδεικνύουν «κρυστάλλινη λογική». Αυτό όμως που ανακάλυψε ήταν ότι ΟΛΟΙ μπορούν να κατηγορηθούν τυπικά για λογικές πλάνες, απλώς οι επιτυχημένοι δικηγόροι ξέρουν να τις καλύπτουν (κάτι σαν αυτό που λένε στην ξιφασκία: «Όλοι έχουν αδυναμίες, δεν υπάρχει τέλειος ξιφομάχος, όμως ο κακός ξιφομάχος χάνει από τις αδυναμίες του, ενώ ο καλός ξέρει να τις καλύπτει• όσο για τον βιρτουόζο ξιφομάχο, αυτός ξέρει και να τις χρησιμοποιεί»). Ακόμα και ο ίδιος ο νόμος, όπως λέει στη σελ. 5, μπορεί κι αυτός να κατηγορηθεί τυπικά για λογικές πλάνες!
Στην αρχή της καριέρας του σκέφτηκε να αναλάβει τον ρόλο του Ροβεσπιέρου και να καθαρίσει την επιχειρηματολογία των μελλοντικών νομικών από λογικές κηλίδες. Να γίνει κάτι σαν αστυνομία της τυπικής λογικής. Στην πορεία όμως, όπως λέει, αναγκάστηκε να ανασκευάσει: έπαψε να το βλέπει έτσι! Έπαψε να θεωρεί ότι η εγκυρότητα ενός συλλογισμού έχει τόσο να κάνει με τις λογικές πλάνες αυτές καθαυτές, αλλά περισσότερο με τον τρόπο που αυτές χρησιμοποιούνται – δηλαδή, αν χρησιμοποιούνται πονηρά και λαθραία ή ανοιχτά και τίμια. Επίσης, πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η υπαρξιακή μεταστροφή που εξομολογείται στη σελ. 6: αρχικά την είχε δει κομισσάριος της λογικής αρτιότητας, στην πορεία όμως αποδέχτηκε ότι τυπικά όλοι μπορούμε να κατηγορηθούμε για λογικές πλάνες. Θεωρώ τη μαρτυρία του κ. Scharffs άκρως ενδιαφέρουσα, διότι αναφέρει την προσωπική του πορεία και εμπειρία: ότι από επιθεωρητής Ιαβέρης και αμείλικτος κυνηγός των λογικών σφαλμάτων έγινε τελικά Γιάννης Αγιάννης.
(Παρένθεση: Εδώ οφείλω να ζητήσω συγνώμη από τον αναγνώστη, που βάζω τόσους πολλούς δικηγόρους και νομικούς στην ανάρτηση. Ξέρω, δεν είναι συμπαθείς, υπάρχει όμως λόγος που το κάνω: πιστεύω ότι ο τρόπος που σκέφτονται και επιχειρηματολογούν οι δικηγόροι είναι πολύ κοντά στην καθημερινή μας επιχειρηματολογία• στον τρόπο που συζητάμε και αντιδικούμε στο σπίτι μας, στη δουλειά μας, στο ίντερνετ, παντού. Οπότε η δικηγορική εμπειρία έχει αξία για μας – τουλάχιστον έχει πολλά περισσότερα να μας πει από τις αξιώσεις των επαγγελματιών της φιλοσοφίας που προσπαθούν να πουλήσουν το συντεχνιακό τους προϊόν, την υπερεκτίμηση της τυπικής λογικής).
Το πρόβλημα μ’ αυτή τη θρησκεία της τυπικής λογικής είναι η ειδωλολατρία της. Στην πραγματική ζωή και στην πραγματική επιχειρηματολογία, σπάνια ακυρώνεται αυτομάτως η αξία ενός επιχειρήματος από το γεγονός ότι μπορεί τυπικά να κατηγορηθεί για λογικές πλάνες• πρέπει πάντα να το ψάξεις περισσότερο, να δεις πώς τις μεταχειρίζεται ο ομιλητής. Για παράδειγμα, οι Douglas Walton & David M. Godden σ’ ένα πρόσφατο paper τους
εδώ αναφέρονται, ανάμεσα στ’ άλλα, στη Επίκληση της Αυθεντίας (Appeal to Authority) και στην Επίκληση της Ευρέως Διαδεδομένης Γνώσης (Appeal to Popular Opinion) και επισημαίνουν ότι αυτές μπορεί να είναι καθόλα θεμιτό μέρος μιας επιχειρηματολογίας (σελ. 3). Αν ο ομιλητής αναφέρεται στην αυθεντία με τον τρόπο που οι φονταμενταλιστές λένε «το γράφει η Αγία Γραφή», τότε ναι, συμφωνώ ότι ο συλλογισμός είναι εσφαλμένος. Από την άλλη όμως, μπορεί ο ομιλητής να εννοεί ότι ο ειδικός στον οποίο αναφέρεται έχει μεγάλη εμπειρία από έναν γνωστικό τομέα οπότε κάτι θα ξέρει για να λέει το Α ή το Β. Τυπικά δηλαδή πρέπει να κάνει κάποιος τον διαχωρισμό αν γίνεται επίκληση αυθεντίας ως χαρισματικού προσώπου και πάνσοφου γκουρού που έχει απόκρυφη σχέση με την αλήθεια, ή αν η επίκληση στην αυθεντία αφορά ουσιαστικά τη συσσωρευμένη εμπειρία πίσω της. Αυτό που βλέπω όμως να γίνεται στους δημόσιους διαλόγους είναι ότι οι Ροβεσπιέροι της τυπικής λογικής λειτουργούνε προσχηματικά και ειδωλολατρικά, με το σκεπτικό «πότε μπορώ να κατηγορήσω τυπικά τον αντίπαλό μου για λογικές πλάνες». Σκεφτείτε π.χ. την επισήμανση του κ. Neal Ramee πιο πάνω για το επιχείρημα με τον Edward Teller, τον πατέρα της Η-βόμβας, που το απέρριψε ως «επίκληση στην ακατάλληλη αυθεντία» («οι απόψεις του σε ηθικά θέματα ήταν ολωσδιόλου έξω από την κατάρτισή του»!). Τι λέτε γι’ αυτό; Αν κάποιος θέλει να επιχειρηματολογήσει ενάντια στην παραγωγή και κατοχή πυρηνικών, είναι άχρηστη η πληροφορία ότι ο ίδιος ο Teller τοποθετήθηκε κατά;
Το νόημα, στο φινάλε, είναι ότι δύσκολα μαθαίνουμε κάτι για την αξία ενός επιχειρήματος από το γεγονός ότι μπορεί τυπικά να κατηγορηθεί για λογικές πλάνες. Πάντα πρέπει να σκάψουμε περισσότερο, να δούμε πώς χρησιμοποιούνται οι λογικές πλάνες ή ακόμα κι αν αυτές υπάρχουν μόνο στη φαντασία του κατηγόρου. Ο οποίος, δεν ξέρω τι να πω, νομίζω ότι υπερβολικά συχνά τείνει να χρησιμοποιεί την επισήμανση «λογικών πλάνων» στον λόγο του αντιπάλου ως όπλο στον διάλογο, για να καταλήξει σε συγκεκριμένες πολιτικοκοινωνικές νοοτροπίες...
Ας πούμε, αυτό που καταλαβαίνω εγώ από τον κ. Neal Ramee πιο πάνω, τον κομισσάριο της «κρυστάλλινης λογικής», είναι ότι πιθανότατα... ψηφίζει Ρεπουμπλικάνους! Δηλαδή, για να το πω στη γλώσσα της στατιστικής: η επίκληση του «ορθολογισμού», της «λογικής», η εμμονική επισήμανση λογικών πλάνων στα επιχειρήματα των άλλων κ.λπ. είναι ένας καλός προγνωστικός δείκτης (predictor) για τις πολιτικές θέσεις κάποιου. Να, για του λόγου το αληθές, έριξα μια ματιά στο ίντερνετ για τον κ. Ramee, να δω περί τίνος πρόκειται• δε χρειάστηκε να ψάξω πολύ, το βρήκα γρήγορα
εδώ, στο φύλλο του
The News & Observer της 30ης Μαρτίου 2011, κύριο άρθρο: “… school board attorneys Ann Majestic and Neal Ramee wrote in the 42-page response. The Republican-majority school board …”.
Δε θέλω όμως να γίνομαι ισοπεδωτικός ούτε να απαξιώσω την προσέγγιση με τις λογικές πλάνες. Είναι πολύ χρήσιμες, το παραδέχομαι. Όπως παρατηρεί
εδώ κι ο Glen Whitman του California State University, ο οποίος
κάτι ξέρει από δημόσια debates και αντεγκλήσεις, καταρχήν φαίνεσαι έξυπνος όταν καταγγέλεις τις λογικές πλάνες του αντιπάλου σου με τις λατινικές τους ονομασίες. Αυτό το έχω παρατηρήσει κι εγώ: αν πετάξεις λατινικό μέσα στον διάλογο –
petitio principii και
onus probandi – τον έσκισες τον αντίπαλο, τον έκανες κομμάτια, κέρδισες τις εντυπώσεις (για κάποιο λόγο όμως το κόλπο δουλεύει μόνο με λατινικά, όχι τόσο με αρχαία ελληνικά, δεν ξέρω γιατί). Και το ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι σαμποτάρεις έτσι τα επιχειρήματα του αντιπάλου σου. Δεν τα αποδυναμώνεις απλώς, τα δυναμιτίζεις, τα διαγράφεις από τον διάλογο. Ο αντίπαλος συνήθως πέφτει στην παγίδα και κάθεται να απολογείται, να εξηγεί για ποιο λόγο το επιχείρημά του παραμένει έγκυρο, με αποτέλεσμα να κουράζει τους θεατές. Οπότε το επιχείρημά του πρακτικά γίνεται καμένο χαρτί. Θυμηθείτε όμως, το κόλπο είναι στις λατινικές ονομασίες.
Σωκράτη Εσύ Superstar
Το θέμα πηγαίνει πολύ πίσω, μέχρι (ποιον άλλον;) τον Πλάτωνα. Ο οποίος, επηρεασμένος από τους πυθαγόρειους και τους Ίωνες φιλοσόφους, εμπνεύστηκε να μεταφέρει τον μαθηματικό τρόπο σκέψης στα ανθρώπινα θέματα. Αξίωσε δηλαδή ότι υπάρχουν απόλυτες, αφηρημένες, καθολικές, άχρονες έννοιες πίσω από τον χαοτικό κόσμο των ανθρώπινων φαινομένων, οπότε η αλήθεια ενός ισχυρισμού θα πρέπει να είναι κι αυτή απόλυτη.
Είναι γεγονός ότι τα μαθηματικά έχουν μια μεγάλη γοητεία στη συλλογιστική τους: αν εσύ ισχυρίζεσαι Α κι εγώ Β, τότε αυτό συνήθως σημαίνει ότι ο ένας είναι σωστός κι ο άλλος λάθος. Και μάλιστα, για να βρούμε ποιος έχει δίκιο, αρκεί να βάλουμε κάτω τους δύο αποδεικτικούς συλλογισμούς, να τους ελέγξουμε με βάση συντακτικούς κανόνες και ορισμούς που έχουν στάτους αντικειμενικότητας, οπότε θα οδηγηθούμε σε μια τελική κρίση ελεύθερη από ιδεολογίες και υποκειμενικότητα. Ένα τρίγωνο έχει άθροισμα γωνιών 180 μοίρες τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΣΣΔ. Οι οντότητες και η έννοιες με τις οποίες ασχολούνται τα μαθηματικά είναι ίδιες για τον δεξιό και τον αριστερό, τον φονταμενταλιστή και τον φιλευλεύθερο.
Ο Πλάτωνας ζήλεψε αυτό το προνόμιο των μαθηματικών και θέλησε να λειτουργήσει σαν μαθηματικός ανθρώπων σ’ έναν τέλειο κόσμο εννοιών, αμόλυντο από αβεβαιότητα. Η αλήθεια γι’ αυτόν ήταν οικουμενική και προσπελάσιμη δια της νόησης• δεν ήταν αλήθεια, ήταν Αλήθεια. Και μάλιστα 3Α: Απλή, Απόλυτη, Αντικειμενική (όλα με κεφαλαίο όταν έχουμε να κάνουμε με Πλάτωνα). Αλήθεια υπό προϋποθέσεις ή υπό απροσδιοριστία ήταν βδέλυγμα γι’ αυτόν, απαιτούσε οι κρίσεις και οι ορισμοί μας να μην έχουν το παραμικρό ίχνος αβεβαιότητας, όπως στα μαθηματικά. Αν ζούσαμε στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., σίγουρα θα μας είχε στριμώξει σε κάποια στιγμή ο Σωκράτης (άπλυτος σαν λυχνοστάτης) για να μας εκμαιεύσει κάποιον καθολικά αφηρημένο ορισμό, το αντίστοιχο των μαθηματικών οντοτήτων στα ανθρώπινα θέματα:
Σωκράτης. Μένωνα, δείξε καλοσύνη και πες μου «αρετή» τι σημαίνει. Δεν βρήκα άνθρωπο που να ξέρει.
Μένων. Πανεύκολο, Σωκράτη. Πάρε, για παράδειγμα, την αρετή του άνδρα. Πρέπει να ξέρει να κυβερνά, να ωφελεί τους φίλους του, να βλάπτει τους εχθρούς του και να φυλάγεται μην κακοπάθει. Θες να μάθεις για την αρετή της γυναίκας; Να κάνει κουμάντο στο σπιτικό της, να υπακούει στον σύζυγο και τα εν οίκω να μην τα βγάζει εν δήμω. Όλες οι ηλικίες κι οι βιοτικές περιστάσεις έχουν την αρετή τους – νέοι και γέροι, άνδρες και γυναίκες, ελεύθεροι και δούλοι.
Σωκράτης. Τυχερός που είμαι, Μένωνα! Μία σου ζήτησα, πολλές μου δίνεις! Όλες όμως πρέπει να έχουν κάποια κοινή φύση που να τις καθιστά αρετές. Κατάλαβες;
Μένων. Έχεις ορισμό που να τις καλύπτει όλες;
Σωκράτης. Αυτόν ψάχνω.
Μένων. Αν θέλεις έναν γενικό ορισμό, θα έλεγα ότι αρετή είναι η δύναμη να κυβερνάς τους ανθρώπους.
Σωκράτης. Μήπως θα ήθελες να προσθέσεις «δίκαια»;
Μένων. Ναι, πράγματι, η δικαιοσύνη είναι αρετή.
Σωκράτης. Θα έλεγες ότι είναι «αρετή» ή «μία αρετή»;
Μένων. Τι θες να πεις;
Σωκράτης. Όταν μιλάμε έτσι, «μία αρετή», υπονοούμε ότι υπάρχουν κι άλλες.
Μένων. Πολύ σωστό, υπάρχουν κι άλλες αρετές εκτός από τη δικαιοσύνη. Το θάρρος, η σοφία, η εγκράτεια, η μεγαλοψυχία.
Σωκράτης. Ξαναγυρνάμε στα ίδια, Μένωνα, ψάχνουμε για μία και καταλήγουμε σε πολλές. Δεν μπορέσαμε να βρούμε τον κοινό παρονομαστή όλων των αρετών.
Περάσαν πολλοί αιώνες από τότε, όμως κρατάει χρόνια αυτή η πλατωνική κολώνια. Δηλαδή κι επιστρέφοντας στο δικό μας θέμα, η αξίωση πως η διανοητική ανάλυση ενός επιχειρήματος μπορεί να καταδείξει με τέτοια σαφήνεια τα τυφλά σημεία και τους ιδεολογικούς χρωματισμούς, ώστε όλοι να πειστούν στο φινάλε και να καταλήξουν στην ίδια εκτίμηση. Αυτός είναι ο πυρήνας πίσω από τη θρησκειοποίηση της τυπικής λογικής, πίσω από την ειδωλολατρία με τις λογικές πλάνες.
Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι είναι πολύ μικρότερη η αξία της τυπικής (και της μαθηματικής) λογικής απ’ ό,τι συνήθως της αποδίδεται. Κανείς δεν αντιλέγει ότι έχει μια κάποια αξία κι ότι ορισμένες φορές υπάρχει νόημα στο να αναλύσεις ένα επιχείρημα με τα εργαλεία της τυπικής λογικής, να δεις αν ένας συλλογισμός είναι τυπικά εσφαλμένος κ.λπ. Όμως είναι πολύ λίγες αυτές οι φορές! Εγώ τουλάχιστον, στη ζωή μου, δεν τις έχω βρει πολλές. Στις οικείες μας συζητήσεις, διαφωνίες και αντιδικίες, αντιθέτως, έχω βρει σημαντικά άλλα στοιχεία, ως προς τα οποία η παραδοσιακή αναλυτική φιλοσοφία υπήρξε τυφλή.
Ισχυρίζομαι επίσης ότι το κακό φτάνει ως τη ρίζα του θέματος, ως την πλατωνική αξιώση πως υπάρχουν Αλήθειες 3Α και στη μεταφορά του μαθηματικού τρόπου σκέψης στα ανθρώπινα θέματα. Σε πείσμα του Πλάτωνα (και του κ. Ramee), υποστηρίζω ότι δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια στο πρόβλημα της υποκειμενικότητας και να το εξορκίζουμε με αληθοπίνακες. Μ’ άλλα λόγια, ισχυρίζομαι ότι πιο θεμελιώδες κι από την τυπική ή την μαθηματική λογική είναι τα τυφλά σημεία που έχει ο καθένας μας, ένα υπόστρωμα από πεποιθήσεις, αξίες, εμπειρίες κ.λπ., μέσα από το οποίο κρίνει τις καταστάσεις, και το οποίο συνήθως περνάει απαρατήρητο. Είναι πιο θεμελιώδες από την τυπική λογική διότι είναι σαν την κολώνια: συνήθως την αντιλαμβάνονται οι εξωτερικοί παρατηρητές, όχι όμως ο φορέας της. Αυτός ο τελευταίος απλά βλέπει τις αλήθειες του ως οικουμενικές αλήθειες, τις θεωρεί αντικειμενική πραγματικότητα (και τσατίζεται με τους άλλους που «δεν βλέπουν τα αυτονόητα», που «υποπίπτουν σε λογικές πλάνες», που «κάνουν λογικά σφάλματα» κ.λπ.).
Δεν τα ισχυρίζομαι μόνος μου όλα αυτά, ανακάλυψα ότι έχω και παρέα:
Τι Καταρρίπτει Ένα Επιχείρημα;
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, επιστρέφουμε στο περίφημο άρθρο του H.L.A. Hart,
The Ascription of Responsibility and Rights, που το χρησιμοποίησα σαν αφορμή για τη συζήτηση – ένα άρθρο που προκάλεσε αίσθηση καθότι υπήρξε μια φωνή ενάντια στην παραπάνω φιλοσοφική παράδοση, ένα εμφατικό: ΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΔΕΝ ΣΚΕΦΤΟΝΤΑΙ ΕΤΣΙ! Θεμελιωδώς όμως δεν σκέφτονται έτσι, είναι ριζικά διαφορετική η συλλογιστική τους. Με ενδιαφέρουν οι παρατηρήσεις του Hart διότι κρίνω ότι ισχύουν και για τις οικείες μας συζητήσεις, διαφωνίες και αντιδικίες.
Ο Hart λοιπόν παρατηρούσε ότι οι δικηγόροι πρακτικά σκέφτονται με έναν και μόνο τρόπο:
τι καταρρίπτει έναν ισχυρισμό; (ή, εναλλακτικά,
τι ενδυναμώνει έναν ισχυρισμό;). Και είναι τόσο διαφορετικός αυτός ο τρόπος σκέψης από τον στενό κορσέ της τυπικής λογικής (formal logic), ώστε πρέπει να βάλουμε άλλον όρο – “defeasible reasoning” ήταν ο όρος του Hart, ο οποίος έχει πια καθιερωθεί σήμερα (θα τον βρείτε και με τον ισοδύναμο όρο “non-monotonic reasoning”). Τρεις λόγους θίγει ο Hart γι’ αυτήν την ανεπάρκεια της τυπικής λογικής μέσα στη δικαστική αίθουσα:
(1) Αντίθετα με τα μαθηματικά, μέσα στα δικαστήρια
συνήθως δεν έχουμε καμία θετικότητα να πιαστούμε. Όλα είναι υπό το ημίφως των διαθέσιμων τεκμηρίων, όλα μπορούν να αμφισβητηθούν – ακόμα και το τι αποτελεί «τεκμήριο» μπορεί να αμφισβητηθεί! Μια αλυσίδα αβεβαιότητας η οποία δεν καταλήγει πουθενά, διαιωνίζεται φρακταλικά χωρίς τέλος.
Στα μαθηματικά λέμε π.χ. ότι ένα σύνολο είναι διανυσματικός χώρος αν πληρούνται κάποιες ικανές και αναγκαίες συνθήκες• τις ελέγχουμε μία-μία και αποφαινόμαστε ότι το σύνολο είναι ή δεν είναι διανυσματικός χώρος. Το νομικό παράδειγμα του Hart ήταν η λέξη
σύμβαση (contract). Ένας τυπικός νομικός ορισμός συνήθως αναφέρει ότι σύμβαση είναι μια δικαιοπραξία δύο ή περισσότερων μερών, προφορική ή γραπτή, τα στοιχεία της οποίας είναι
η προσφορά, η εξέταση, η αποδοχή και
η ελεύθερη βούληση, κάπως έτσι (σημείωση: ο Hart ήταν Βρετανός και μιλούσε από τη σκοπιά του νομολογιακού δικαίου – common law). Ακούγεται εύλογο και καλά προσδιορισμένο, έχει και μια επίφαση μαθηματικότητας ή, έστω, προσδιορισιμότητας. Ο δικηγόρος όμως δεν εξετάζει ικανές και αναγκαίες συνθήκες, να δει αν έχουμε (α)
προσφορά, (β)
αποδοχή, (γ)
ελεύθερη βούληση κ.λπ., οπότε να αποφανθεί τελικά ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει περίπτωση (έγκυρης) σύμβασης. Διότι συνήθως όλα βρίσκονται στο μισοσκόταδο κάποιων διαθέσιμων τεκμηρίων. Οπότε ο δικηγόρος τείνει να σκέφτεται περισσότερο από πάνω προς τα κάτω, παρά αντιστρόφως – δηλαδή: προκειμένου να χτυπήσω τον ισχυρισμό ότι έχουμε περίπτωση (έγκυρης) σύμβασης, τι μπορώ να αμφισβητήσω; Την προσφορά; Την αποδοχή; Την ελεύθερη βούληση; κ.λπ. Με άλλα λόγια, όπως συνήθως σκεφτόμαστε κι εμείς, στις οικείες μας συζητήσεις και διαφωνίες!
Δεν μας αρέσει αυτή η αίσθηση, να μην έχουμε καμία θετικότητα να πιαστούμε. Φοβάμαι όμως ότι είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αποφύγουμε, τόσο στα δικαστήρια όσο και στα ζητήματα της καθημερινής μας ζωής: όλα βρίσκονται στο μισοσκόταδο, όλα εξαρτώνται από τα ελλιπή τεκμήρια που διαθέτουμε – που ούτε κι αυτά είναι απόλυτα. Και το παράδειγμα του Hart, ο όρος «σύμβαση», δεν είναι καθόλου τραβηγμένο• όπως τονίζει ο James S. Raymond από το University of Alabama
εδώ (
The Limits of Logic in Legal Argumentation), μέσα στα δικαστήρια μπορούν να αμφισβητηθούν και οι πιο κοινοί όροι – τι είναι «όπλο», «υπάλληλος», «αεροσκάφος» κ.α. (σελ. 5). Η τυπική λογική για να δουλέψει θέλει θετικότητες, θέλει να έχεις έδαφος να πατήσεις. Φοβάμαι όμως ότι στα πραγματικά ζητήματα της πραγματικής ζωής (είτε μέσα στα δικαστήρια είτε εκτός), όλα είναι στο μισοσκόταδο και όλα μπορούν να αμφισβητηθούν. Οπότε καταρρέει ο μαθηματικός τρόπος σκέψης – από κάτω προς τα πάνω, με ικανές και αναγκαίες συνθήκες – και σκεφτόμαστε περισσότερο από πάνω προς τα κάτω:
τι μπορώ να ισχυριστώ, τι καταρρίπτει ένα επιχείρημα.
(2) Ο δεύτερος λόγος είναι ότι μέσα στα δικαστήρια (και στην πραγματική ζωή)
όλα έχουν οικολογία (είναι context-dependent). Πάντα είναι κάποιος που λέει κάτι, σε μια συγκεκριμένη περίσταση κ.λπ. Η τυπική λογική, προκειμένου να δουλέψει, θέλει απολυτότητες:
(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Β) Ο Σαμαράς είναι πολιτικός
------------ άρα: ----------------------
(Σ) Ο Σαμαράς είναι ψεύτης
Έτσι, χωρίς οικολογία, προτάσεις που πέφτουν από τον ουρανό. Στην πραγματική ζωή όμως τίποτα δεν πέφτει από τον ουρανό κι οι συλλογισμοί που συνήθως αντιμετωπίζουμε είναι κάτι σαν:
(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Γ) «Ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιώργος.
Τι κάνουμε, το δεχόμαστε; Είναι αξιόπιστος ο Γιώργος; Για ποιο λόγο το είπε, πού αποσκοπούσε; Σε ποιο ακροατήριο απευθυνόταν; Πώς όρισε το «πολιτικός»; Πώς όρισε το «Σαμαράς»; Ψάχνοντας περισσότερο την υπόθεση, βρίσκουμε ένα παραπάνω στοιχείο:
(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Γ) «Ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιώργος.
(Δ) «Ο Γιώργος δεν είναι σε θέση να ξέρει αν ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιάννης.
Αυτό το δεχόμαστε; Είναι αξιόπιστος ο Γιάννης;... κ.λπ. Ψάχνοντας κι άλλο την υπόθεση, βρίσκουμε ακόμα ένα στοιχείο:
(Α) Όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες
(Γ) «Ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιώργος.
(Δ) «Ο Γιώργος δεν είναι σε θέση να ξέρει αν ο Σαμαράς είναι πολιτικός», λέει ο Γιάννης.
(Ε) «Ο Γιάννης τακτικά ισχυρίζεται ότι οι αντίδικοί του δεν είναι σε θέση να ξέρουν, ως ρητορικό όπλο για να απαξιώσει τους ισχυρισμούς τους», λέει ο Νίκος.
Αυτό το δεχόμαστε; Είναι αξιόπιστος ο Νίκος; Αποδυναμώνεται ο συγκεκριμένος ισχυρισμός του Γιάννη αν ισχύει αυτό που λέει ο Νίκος;... και ούτω καθεξής. Δηλαδή, αναλώνουμε τον περισσότερο χρόνο μας σε τέτοια ζητήματα οικολογίας των ισχυρισμών, και ελάχιστα έχουμε να κάνουμε με το καλά ρυμοτομημένο πεδίο της τυπικής λογικής, δηλαδή με εφαρμογή συντακτικών κανόνων πάνω σε απόλυτες προτάσεις, οι οποίες πέφτουν από τον ουρανό, χωρίς οικολογία. Και συνήθως διαθέτουμε ελάχιστες θετικότητες για να πιαστούμε: όλα μπορούν να αμφισβητηθούν! Οπότε μοιραία ο τρόπος σκέψης μας αλλάζει, έτσι ακριβώς όπως περιέγραψε ο Hart:
τι μπορώ να ισχυριστώ, τι ενισχύει έναν ισχυρισμό, τι καταρρίπτει έναν ισχυρισμό. Defeasible reasoning.
Πείτε μου όμως κι εσείς: σας κάνουν καθόλου κλικ τα παραπάνω; Πώς κρίνετε ότι λειτουργούμε στις πραγματικές συζητήσεις της πραγματικής ζωής;
(3) Ο τρίτος λόγος είναι το πρόβλημα της υποκειμενικότητας, το οποίο πολύ συχνά μεταφράζεται μέσα στη δικαστική αίθουσα και στην καθημερινή μας ζωή ως:
ποιος έχει το βάρος της απόδειξης;
Στα μαθηματικά δεν υπάρχει υποκειμενικότητα, δεν υπάρχει «περί ορέξεως ουδείς λόγος» ούτε «εγώ το βλέπω έτσι, εσύ το βλέπεις αλλιώς». Όταν λες κάτι συνήθως είσαι σωστός ή λάθος, τελεία και παύλα. Ο Πλάτωνας οραματίστηκε μια παρόμοια υπέρβαση της υποκειμενικότητας στα ανθρώπινα θέματα, με αναγωγή σε άχρονες και απόλυτες Ιδέες, όμοιες για όλους. Όμως ο Hart ήταν σοβαρός άνθρωπος, γι’ αυτό και έχει αξία η παρατήρησή του. Αναλυτικότερα:
Συνήθως λέμε ότι extraordinary claims require extraordinary proofs – αν ισχυρίζεσαι κάτι εξαιρετικό, τότε θα πρέπει να προσκομίσεις και εξαιρετικά τεκμήρια για να σε πάρουμε στα σοβαρά. Ο Μπέρτραντ Ράσελ νόμιζε ότι είπε κάτι πολύ σοφό με
την γνωστή κοινοτοπία του για την τσαγιέρα (ότι αν ισχυρίζεσαι πως υπάρχει μια τσαγιέρα σε τροχιά ανάμεσα στον Άρη και τον Δία, τότε είναι δικό σου καθήκον να προσκομίσεις εξαιρετικά στοιχεία κ.λπ. κ.λπ.). Χαίρω πολύ, δε μας είπε κάτι καινούργιο, αυτό όλοι το καταλαβαίνουν. Όλοι δέχονται ότι extraordinary claims require extraordinary proofs, δεν είναι εκεί το ζήτημα που πρακτικά προκύπτει...
To ζήτημα που πρακτικά προκύπτει είναι ποιος λέει τα «αυτονόητα» και ποιος τα «εξαιρετικά»! Τόσο μέσα στα δικαστήρια όσο και στην καθημερινότητα. Διότι τα δικά σου «αυτονόητα» δεν είναι δικά μου «αυτονόητα» – και αντιστρόφως. Να το πω στη γλώσσα της στατιστικής: η δική σου μηδενική υπόθεση δεν είναι δική μου μηδενική υπόθεση – και αντιστρόφως. Κάτι που εκδηλώνεται συχνά ως αίτημα προς τον διαλεκτικό αντίπαλο να φορτωθεί αυτός το βάρος της απόδειξης.
O Πλάτωνας, κι ακόμα πιο εμφατικά ο Καρτέσιος, αξίωσε ότι η νόηση είναι το κατεξοχήν όχημα που έχουμε για την παραγωγή γνώσης. Με απλά λόγια και στην περίπτωσή μας, αυτό μεταφράζεται στην αξίωση πως η διανοητική ανάλυση ενός επιχειρήματος είναι ικανή να καταδείξει τους ιδεολογικούς χρωματισμούς με τέτοια σαφήνεια και πειστικότητα, ώστε τα συμπεράσματα να γίνουν αμοιβαίως αποδεκτά από όλους. Ιδεολογία – Διανοητική Ανάλυση, σημειώσατε 2. Το σύμβολο αυτής της αξίωσης υπήρξε ο Σωκράτης (άπλυτος σαν λυχνοστάτης), σ’ εκείνους τους εκτός πραγματικότητας πλατωνικούς διαλόγους, όπου παρουσιαζόταν να φέρνει τους διαλεκτικούς του αντιπάλους σε αδιέξοδο με τη οξύτητα της ανάλυσής του, και να τους κάνει να συνειδητοποιούν τα τυφλά τους σημεία. Τα μαθαίναμε στο σχολείο, θυμάστε, και δεν τα συναντήσαμε ποτέ στην πραγματική ζωή. Για πρώτη φορά αυτό αμφισβητήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τη σχολή της Φαινομενολογίας στην Ευρώπη κι από τους Αμερικάνους Πραγματιστές. Με τη Φαινομενολογία και τον Αμερικάνικο Πραγματισμό, η φιλοσοφία έπαψε να είναι «υποσημειώσεις στον Πλάτωνα». Ο Edmund Husserl θεωρούσε ότι η δύναμη των ιδεολογικών χρωματισμών είναι συνήθως τόσο ισχυρή, ώστε δεν φτάνει η διανοητική ανάλυση... Απαιτείται επιπλέον και
η ικανότητα να μπορείς να κρατάς απόσταση από τις ιδέες σου. Η ικανότητα να αναρωτιέσαι συνεχώς αν στραβός είναι ο γυαλός ή εγώ στραβά αρμενίζω,
ακόμα και για τα «αυτονόητά» σου. Κάτι το οποίο, όπως είπε ο Husserl, είναι μια ικανότητα, σαν το ποδήλατο, όχι μια διανοητική πράξη, όχι κάτι που διδάσκεται από βιβλία. Μπορεί να είσαι υψηλά καταρτισμένος και μορφωμένος (ακόμα και με σπουδές αναλυτικής φιλοσοφίας ή μαθηματικής λογικής) και να την έχεις ή να μην την έχεις• μπορεί να είσαι στοιχειωδώς μορφωμένος και να την έχεις ή να μην την έχεις. Ιδεολογία – Διανοητική Ανάλυση, σημειώσατε 1. Οπότε, η νόηση δεν είναι το κατεξοχήν όχημα για την παραγωγή γνώσης:
απαιτείται επιπλέον και η ικανότητα να μυρίζεις την ίδια σου την κολώνια.
Εσείς τι λέτε; Πώς το ‘χετε βρει στη ζωή σας; Έχετε βρει ότι η δύναμη της «κρυστάλλινης λογικής» και της διανοητικής ανάλυσης καταδεικνύει με πειστικότητα τους ιδεολογικούς χρωματισμούς, όπως στους πλατωνικούς διαλόγους; Ή μήπως ότι αυτό που γίνεται συνήθως είναι ότι ο καθένας βάζει τη διανοητική ανάλυση και την «κρυστάλλινη λογική» στην υπηρεσία της ιδεολογίας του; (χρησιμοποιώ τη λέξη με την ευρύτερη δυνατή έννοια).
Ξεχωριστό κεφάλαιο εδώ αποτελούν και τα
μπινελίκια. Δηλαδή, η διασκέδαση που μας προσφέρουν οι Ροβεσπιέροι της «κρυστάλλινης λογικής», όταν χάνουν την υπομονή τους με τον διαλεκτικό τους αντίπαλο κι αρχίζουν τα γαλλικά. Συμβαίνει συνέχεια και δεν προβλέπεται από τους πλατωνικούς διαλόγους. Εκεί συνήθως ο Σωκράτης (άπλυτος σαν λυχνοστάτης) παρουσιαζόταν τελικός θριαμβευτής, με τους διαλεκτικούς του αντιπάλους να ομολογούν την άγνοιά τους. Στην πραγματική ζωή, ο καθένας θεωρεί ότι είναι Σωκράτης που μιλά με «κρυστάλλινη λογική» στο όνομα της «αντικειμενικότητας», της «αλήθειας» κ.λπ., και τσατίζεται με τον Σωκράτη της άλλης πλευράς, που κι αυτός θεωρεί ότι μιλά με «κρυστάλλινη λογική» στο όνομα της «αντικειμενικότητας». Και, φυσικά, τι συμβαίνει όταν έχουμε Σωκράτη εναντίον Σωκράτη, «κρυστάλλινη λογική» εναντίον «κρυστάλλινης λογικής»; Γίνεται
αυτό που διαπίστωνε κάποτε ο Τάκης Κονδύλης: «Οι θεωρητικές αναμετρήσεις μεταξύ φιλοσόφων γίνονται ειλικρινείς μόνο όταν καταλήγουν σε προσωπικές ύβρεις» (
Στοχασμοί και Αποφθέγματα, Νέα Εστία τ.1717).
Ας δείξω πώς συμβαίνουν τα παραπάνω στη δικαστική πράξη με ένα πραγματικό παράδειγμα του James S. Raymond από
εδώ (
The Limits of Logic in Legal Argumentation), σελ. 9-12, για την επίδοση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην υπόθεση
Kimel v. Florida Board of Regents (2000). Το θέμα που προέκυψε ήταν αν εφαρμοζόταν ή όχι η 11η Τροπολογία του Συντάγματος στη συγκεκριμένη υπόθεση – αν οι πολίτες μπορούν να κινηθούν δικαστικά εναντίον της πολιτειακής κυβέρνησής τους. Η 11η Τροπολογία προέβλεπε ότι οι πολίτες δεν μπορούν να κινηθούν δικαστικά εναντίον άλλης πολιτειακής κυβέρνησης. Τι γίνεται όμως, όπως στην υπόθεση
Kimel, που ήταν περίπτωση πολιτών εναντίον της δικής τους κυβέρνησης; Η 11η Τροπολογία ήταν τυπικά βουβή εδώ και άφηνε περιθώρια ερμηνείας. Τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου μοιράστηκαν πάνω σ’ αυτό το ζήτημα:
Η δικαστής O’ Connor, παραθέτοντας συγκεκριμένες παλαιότερες υποθέσεις, ήταν πεπεισμένη ότι διάβαζε την «καθιερωμένη ερμηνεία» της Τροπολογίας, επικυρωμένη από μια μακρόχρονη παράδοση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (τα «αυτονόητα», δηλαδή): “This Court has long ‘understood the Eleventh Amendment to stand not so much for what it says, but for the presupposition … which it confirms’”.
Ο δικαστής Stevens ενίστατο γι’ αυτόν τον «δικαστικό ακτιβισμό» (judicial activism), επέμενε να προσκολληθεί στο γράμμα του νόμου, οπότε φυσικά έβλεπε δικαστική αυθαιρεσία και αντισυναγματικότητα (τα «αυτονόητα», επίσης): “There is not a word in the text of the Constitution supporting the Court’s conclusion that the judge-made doctrine of sovereign immunity … The Eleventh Amendment simply does not support the Court’s view”.
Ούτε «δικαστικός ακτιβισμός» ήταν ούτε η «καθιερωμένη ερμηνεία» της Τροπολογίας. Όπως εξηγεί ο Raymond, σελ. 11, ήταν ένα γενικότερο ιδεολογικό ζήτημα, ως προς τις μειονότητες των ΗΠΑ, το οποίο είχε διχάσει τότε τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου: μερικοί θεωρούσαν ότι μόνο η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση μπορούσε να εγγυηθεί τα δικαιώματά τους, ότι οι πολιτειακές κυβερνήσεις δεν είναι αξιόπιστες, οπότε καλά έκανε ο Λευκός Οίκος και επενέβαινε στις πολιτειακές κυβερνήσεις, ενώ άλλοι το έβλεπαν εντελώς αντίθετα, ότι η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση σφετεριζόταν προνόμια των πολιτειακών κυβερνήσεων. Οπότε όταν ήρθε η υπόθεση
Kimel υπόψη τους, ο καθένας την είδε υπό αυτό το πρίσμα. Όμως δεν μπορούσαν να το συνειδητοποιήσουν αυτό, ώστε τουλάχιστον να το παραδεχτούν ανοιχτά και να συννενοηθούν μεταξύ τους• ο καθένας διάβαζε το «πραγματικό νόημα» της 11ης Τροπολογίας πίσω από τις λέξεις ή όριζε τον όρο «μειονότητα» έτσι ώστε να περιλαμβάνει ή να μην περιλαμβάνει τους ηλικιωμένους κ.λπ. Ο καθένας μιλούσε στο όνομα της «αλήθειας»!
Και φυσικά αγανακτούσε με τους άλλους που «δε βλέπουν τα αυτονόητα». Μπορούμε να νιώσουμε τον εκνευρισμό της O’ Connor με τους συναδέλφους της στα λόγια της: “The present dissenters’ refusal to accept the validity and natural import of decisions like Hans, rendered over a century ago by this Court, makes it difficult to engage in additional meaningful debate on the place of state sovereign immunity” κ.λπ. κ.λπ. Ένας (πολύ κομψός, ομολογουμένως) τρόπος να πεις στην επιτηδευμένη γλώσσα της μορφωμένης μεσαίας τάξης: «α γαμήσου, ρε ηλίθιε».
Είναι ορισμένοι από τους πιο καταρτισμένους και έμπειρους δικαστές των ΗΠΑ, ίσως και όλου του κόσμου: η κρεμ ντε λα κρεμ. Είμαι σίγουρος ότι είναι και ευφυέστατοι, όλοι τους με υψηλό IQ (και δεν αμφιβάλλω ότι έκαναν μαθήματα τυπικής λογικής και αναλυτικής φιλοσοφίας στη νομική σχολή). Κι όμως δεν μπορούν να κρατήσουν μια απόσταση από την ιδεολογία τους ώστε τουλάχιστον να συνεννοηθούν μεταξύ τους!
Στην προέκτασή τους, οι επισημάνσεις αυτές είναι ένας ανθρωπισμός. Ένα «ειρήνη ημίν». Δηλαδή, μην κατηγορείς τον διαλεκτικό σου αντίπαλο για παραλογισμό, είναι κι αυτός τόσο λογικός όσο κι εσύ. Και οι δυο δέχεστε ότι extraordinary claims require extraordinary proofs, όμως βλέπετε διαφορετικά «αυτονόητα» και τα γενικεύετε σε καθολικά, οικουμενικά «αυτονόητα» χωρίς να το καταλαβαίνετε. «Ένα δέντρο είναι κάτι διαφορετικό για έναν ξυλοκόπο, για έναν γεωπόνο και για έναν δραπέτη που τον κυνηγά το απόσπασμα», έλεγε ο Αμερικάνος κοινωνιολόγος Herbert Blumer. Ο πρώτος κοιτάζει το δέντρο και βλέπει «εισόδημα», ο δεύτερος βλέπει «ζωντανό οργανισμό», ο τρίτος βλέπει «κρυψώνα». Ο ξυλοκόπος θα πει τα αυτονόητα γι’ αυτόν, «να κόψουμε το δέντρο» και οι άλλοι δυο θα του ζητήσουν extraordinary proofs για μια τέτοια εξωφρενική πρόταση• ο δραπέτης θα πει τα δικά του αυτονόητα, «να σκαρφαλώσουμε στο δέντρο» κ.ο.κ.
Επίλογος
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από το 1948 κι από τις συζητήσεις που προκάλεσε το άρθρο του H.L.A. Hart. Ο όρος του, defeasible reasoning, σήμερα πλέον έχει καθιερωθεί. Θα έλεγα ότι το άρθρο του υπήρξε, μεταξύ άλλων, και μια αποενοχοποίηση, διότι πολλοί επαγγελματίες κατόπιν πήραν θάρρος να βγουν από την ντουλάπα και να τονίσουν το ίδιο πράγμα: στο αντικείμενό μας δεν σκεφτόμαστε με τον στενό κορσέ της τυπικής λογικής, αλλά έτσι ακριβώς όπως παρατήρησε ο Hart,
τι μπορώ να υποστηρίξω, τι ενδυναμώνει ή αποδυναμώνει ή καταρρίπτει ένα επιχείρημα (και είναι πολλά αυτά που μπορούν να καταρρίψουν ένα επιχείρημα). Αφήνω σε σας την τελική κρίση για το αν και κατά πόσο στη ζωή μας έχουμε συνήθως να κάνουμε με ζητήματα καλά ρυμοτομημένα, με θετικότητες και απολυτότητες, ή με ζητήματα δυναμικά και ρευστά, στα οποία όλα μπορούν να αμφισβητηθούν και δεν έχουμε πού να πατήσουμε.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα εδώ, κάτι πολύ σημαντικό:
Μια απρόσμενη δικαίωση για τις παρατηρήσεις του Hart
ήρθε από τον χώρο της Τεχνητής Νοημοσύνης: κάπου μέσα στη δεκαετία του ’70, οι τότε πιονιέροι της ΑΙ (John McCarthy, Herbert Simon κ.λπ.) διαπίστωσαν ότι η παραδοσιακή τυπική λογική ήταν εντυπωσιακά άχρηστη προκειμένου να τυποποιήσει τη λειτουργία ενός ρομπότ σε πραγματικό περιβάλλον. Δηλαδή, ότι προκειμένου τα ρομπότ να βγουν από τα εργαστήρια και να επιτελέσουν πραγματικούς στόχους σε πραγματικό περιβάλλον, ήταν απαραίτητο να σκέφτονται διαφορετικά, πάνω σε μια διάσταση για την οποία η παραδοσιακή τυπική λογική υπήρξε τυφλή: όχι να εφαρμόζουν τους κανόνες του de Morgan, αλλά
συνεχώς να αλλάζουν συμφραζόμενα (contexts), συνεχώς να βλέπουν τον επιδιωκόμενο στόχο μέσα στο περιβάλλον υπό διαφορετικό πρίσμα. Η συλλογιστική τους έπρεπε να αλλάξει και να γίνει defeasible, όπως ακριβώς παρατήρησε ο Hart: τι μπορώ να ισχυριστώ
και τι καταρρίπτει ένα επιχείρημα – με τους τρόπους κατάρριψης ενός επιχειρήματος να είναι οι αφορμές που οδηγούν το ρομπότ να αλλάξει πλαίσιο και να δει την κατάσταση διαφορετικά. Αυτό ήταν κάτι που ανακάλυψαν απρόσμενα οι ερευνητές της ΑΙ, χωρίς καν να το είχαν φανταστεί αρχικά.
Αν κάτι σημαίνει αυτό για μας, τους ανθρώπους, είναι ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της συνηθισμένης μας λειτουργίας και ευφυΐας – πολύ μεγαλύτερο από ό,τι είχαμε φανταστεί παλιότερα – δεν έχει τόσο να κάνει με εφαρμογή κανόνων επάνω σε σύμβολα ή με λογικές πράξεις ή με μεθόδους Simplex ή με βελτιστοποίηση μιας τυποποιημένης ποσότητας κ.λπ., αλλά με
συνεχή αλλαγή συμφραζομένων, συνεχώς να θέτουμε το ζήτημα σε νέο πλαίσιο, συνεχώς να παίρνουμε το ζήτημά μας και να το κάνουμε στοιχείο ενός άλλου ζητήματος κ.ο.κ. Τα προβλήματα που συνήθως αντιμετωπίζουμε στη ζωή μας – είτε τα μεγάλα, κοσμογονικά προβλήματα είτε τα οικεία και καθημερινά – δεν έχουν καλούς ορισμούς, όπως τα μαθηματικά προβλήματα: δεν περιγράφονται εύκολα, δεν τυποποιούνται εύκολα, ενώ είναι δυναμικά κι αλλάζουν συνεχώς σε πραγματικό χρόνο• δεν είναι παγωμένες φωτογραφίες αλλά ρευστά βίντεο. Δεν τυποποιούνται εύκολα τα στοιχεία τους, διότι δεν είναι από την αρχή σαφές ποια είναι τα σχετικά στοιχεία για την επίλυσή τους και ποια τα αδιάφορα• δεν τυποποιείται εύκολα ο χώρος λύσεών τους, διότι δεν είναι από την αρχή σαφές ποιες οι υποψήφιες λύσεις και ποιες όχι. Και η επίλυσή τους έχει περισσότερο να κάνει με συνεχή και δημιουργικό ανασχηματισμό του προβλήματος, συνεχή αλλαγή συμφραζομένων, παρά με εφαρμογή τυπικών κανόνων πάνω σε σύμβολα. Σαν να βάζουμε συνεχώς το πρόβλημα σε νέο φόντο, οπότε να αναδεικνύονται άλλα στοιχεία και να αλλάζει η δομή του συνεχώς. Αυτή είναι μια διαπίστωση την οποία οφείλουμε και στην Τεχνητή Νοημοσύνη.
Σκεφτείτε ένα οικείο παράδειγμα: βγαίνω από το σπίτι μου το πρωί να πάω στη δουλειά, τραβάω την εξώπορτα και... ανακαλύπτω ότι κλείδωσα μέσα τα κλειδιά. Τι κάνω τώρα; Εδώ δεν είναι εύκολα προσδιορίσιμο ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα και ποιος ο συγκεκριμένος στόχος του. Να δοκιμάσω να ξαναμπώ στο σπίτι, π.χ. ανοίγοντας την πόρτα με την ταυτότητα; Όχι αναγκαστικά, μπορώ να χτυπήσω στη σπιτονοικοκυρά, που κρατά ένα κλειδί ρεζέρβα. Ούτε κι αυτό όμως είναι αναγκαστικό, ίσως βιάζομαι να πάω στη δουλειά, οπότε μπορώ να συνεννοηθώ αργότερα με τη φίλη μου, που έχει δικό της κλειδί. Με άλλα λόγια, η επίλυση του προβλήματος είναι μια συνεχής διαδικασία εκτίμησης προτεραιοτήτων και δημιουργικής αλλαγής συμφραζομένων.
Ούτε και τα στοιχεία του προβλήματος είναι καλά προσδιορισμένα. Δεν είναι άμεσα προφανές ποια είναι σχετικά και ποια όχι, ενώ προκύπτουν καινούργια στοιχεία κατά τη διαδικασία της επίλυσης: δοκιμάζω το πίσω παράθυρο μήπως κι ανοίξει... αν βρω ένα σύρμα, θα μπορούσα ίσως να τραβήξω τον σύρτη από τα παντζούρια... βιάζομαι όμως κιόλας, μπορώ να βρω ένα σύρμα στα γρήγορα;... ακούω κι έναν θόρυβο, κάποιος έρχεται... με ξέρουν στη γειτονιά και θα καταλάβουν... όμως δε μ’ αρέσει να βλέπουν τέτοιες εικόνες... κι αν είναι κάποιος που δε με ξέρει και με περάσει για κλέφτη;... να θυμηθώ, παρεμπιπτόντως, να βάλω ένα λουκέτο στο πίσω παράθυρο, ανοίγει εύκολα, θα μπει κάνας πραγματικός κλέφτης κ.ο.κ.
Η ανάρτηση όμως έγινε μεγάλη και κάπου εδώ πρέπει να κλείσει. Θα ήθελα και το δικό σας feedback για όλα αυτά τα θέματα: τι λέτε; Πόσο σας κάνουν κλικ με βάση τη ζωή και τις εμπερίες σας;
ΥΓ: Αφήσαμε όμως ανοιχτό κάτι που έθιξα πονηρά πιο πάνω! Ότι ίσως η ειδωλολατρία της τυπικής λογικής να συσχετίζεται, ως ένα βαθμό, με συγκεκριμένες πολιτικές, θρησκευτικές, κοινωνικές κ.λπ. θέσεις, που συνήθως αναγνωρίζουμε ως «συντηρητικές». Τι λέτε; Κρίνετε ότι ο πλατωνισμός είναι μια ευρύτερη γνωστική κατάσταση, που ενδεχομένως αντανακλά σε όλο το μήκος και το πλάτος της βιοτικής αντίληψης, ακόμα και στις πολιτικές ή θρησκευτικές ή κοινωνικές στάσεις του πλατωνιστή; Δηλαδή, και πρακτικά μιλώντας, ισχυρίζεστε ότι
η εμμονή κάποιου να βλέπει τεχνητές απολυτότητες εκεί που δεν υπάρχουν μάς προσφέρει προβλεπτική δυνατότητα ακόμα και για το κόμμα που ψηφίζει; Αυτό θέλετε να πείτε;
Χμμ... ενδιαφέρον αυτό που λέτε. Ας το συζητήσουμε σε επόμενη ανάρτηση.