... μέσ’ στο ψιλόβροχο, αρχές του Μάη. Η σημερινή είναι μια ελληνοθεραπευτική ανάρτηση προσωπικής αυτογνωσίας: τι είναι αυτό που το λέμε Ελλάδα; Τι ακριβώς έζησα περίπου 40 χρόνια σ’ αυτήν τη χώρα; Γιατί η ελληνική εμπειρία υπήρξε κατά καιρούς τόσο σαρκοφαγική; Στις παρακάτω γραμμές θα προσπαθήσω να περιγράψω την ανάγνωσή μου για την μεταπολεμική και μεταπολιτευτική Ελλάδα, πιστεύοντας ότι κάποια συμπεράσματα θα είναι χρήσιμα και για το σήμερα.
Στις μεταπολεμικές δεκαετίες λοιπόν, η Ελλάδα έγινε ένα μεγάλο φλιπεράκι: όσο και να βολοδέρνει η μπίλια, σε κάποια στιγμή δεν θα το αποφύγει και θα κατρακυλήσει προς την τρύπα της Αθήνας. Ή των άλλων μεγάλων πόλεων. Ήταν κάπου στις αρχές του ’60 που Αθήνα και Θεσσαλονίκη έφτασαν πρώτη φορά να έχουν το 1/3 του πληθυσμού της χώρας, οπότε σήμερα μιλάμε για τις παλιές ταινίες με τον Χατζηχρήστο που είχαν κι εκπαιδευτικό εκτός από ψυχαγωγικό ρόλο, δίδασκαν στον επαρχιώτη τους τρόπους και τους κανόνες της πρωτεύουσας. Οποιαδήποτε ανάλυση για την Ελλάδα και να διατυπώσει κάποιος, δεν μπορεί να αποφύγει αυτόν τον βασικό διαχωρισμό επαρχία – πόλη, με τον τελευταίο όρο να περιλαμβάνει κάποιες φορές μόνο την Αθήνα, κάποιες άλλες Αθήνα & Θεσσαλονίκη, και κάποιες άλλες όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Μετά τον πόλεμο, η επαρχία ήταν μια Ελλάδα 2ης κατηγορίας, που χρησίμευε μόνο για να προμηθεύει τα αστικά κέντρα με φτηνή τροφή κι εργατικά χέρια. Μπορούμε να πούμε ότι ως τα μέσα του ‘60, τα χωριά και οι κοινότητες ζούσαν σε άθλιες συνθήκες, με ατέλειωτη κοπιαστική εργασία και φτώχεια τρίτου κόσμου, ενώ οι αρρώστιες κι ο θάνατος ήταν στην ημερήσια διάταξη – υπήρχαν ακόμα και περιοχές της χώρας (π.χ. Ζάκυνθος) που οι παλιοί φεουδαρχικοί θεσμοί δεν είχαν εξαφανιστεί εντελώς. Η πόλη λήστευε την επαρχία μέσω της συστηματικής παραμέλησης και της διατίμησης των αγροτικών προϊόντων σε φτηνή τιμή (απαραίτητη προϋπόθεση για το αναπτυξιακό άλμα της Ελλάδας τότε), της κήρυττε το εθνικό ευαγγέλιο («σωστοί πολίτες είναι μόνο οι Έλληνες, οι ΧΟ και οι μη-κομμουνιστές»), την καλλώπιζε σε ελληνικές ταινίες & αναγνωστικά του Δημοτικού παρουσιάζοντάς την πολύ πιο γραφική απ’ ό,τι ήταν, την κορόιδευε για τους άξεστους τρόπους της, την καταδίκαζε σε μόνιμη ανέχεια:
Οι αγρόται μας θεωρούν το κράτος ως κοινόν ταμείον υποχρεωμένον να χορηγή και να αποζημιώνει, να θεραπεύει πάσαν εξ ουρανού πληγήν και να συμπληρώνη κάθε κενόν εκ της αφορίας της γης ... Η εσφαλμένη αύτη αντίληψις του λαού μας πρέπει να καταπολεμηθή με σύστημα και μέθοδον, αλλά και με ανένδοτον επιμονήν
Έτσι λέει εδώ ο κ. Καραγιάννης από τα 1953, σελ. 6, σε μια συγκέντρωση εκπαιδευτικών (την εποχή εκείνη, η λέξη λαός είχε ακόμα αποκλειστικά αρνητικό φορτίο). Λίγο παρακάτω δίνει και τη διαχρονική νομιμοποίηση της εκμετάλλευσης: οι ίδιοι οι φτωχοί ευθύνονται για τη φτώχεια τους επειδή είναι τεμπέληδες
Πρέπει περαιτέρω να κατανοήσουν οι αγρόται μας ότι η οικονομική των ευημερία εξαρτάται από αυτούς τους ιδίους. Ότι αυτοί θα περισυλλέξουν, θα αποταμιεύσουν, θα αυτασφαλιστούν κατά ζημιών, θα εκμεταλλευθούν τους φυσικούς πλουτοπαραγωγικούς των πόρους, θα δημιουργήσουν νέους τοιούτους, θα καταστήσουν την κοινότητά των οργανισμόν αυτάρκη, ζωντανόν, ισχυρόν, ανεξάρτητον
Δεν μπορώ να μη θυμηθώ τον Νόρμαν Μέιλερ που έλεγε ότι η δεκαετία του ’50 ήταν η πιο βαρετή στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει στα απομνημονεύματά του για χωρικούς που δεν είχαν βγει ποτέ τρεις ώρες δρόμο από το χωριό τους. Η επαρχία του ’50 δε διέφερε και πολύ• τα χωριά ήταν ναυάγια ανθρώπων, κλειστά κι ανδροκρατούμενα, στα οποία κυριαρχούσε μια νατουραλιστική εκδοχή της Ορθοδοξίας ανάμικτη με βασκανίες, μαντείες, ξεματιάσματα, μάγια κ.λπ., όπου όλοι ήταν συγγενείς με όλους κι όλοι τα είχανε πει όλα με όλους, δεν είχαν πια τι άλλο να πουν. Διάφοροι τολμηροί πήγαιναν κατά καιρούς στο άγνωστο της Αθήνας με βάρκα την ελπίδα (οι πιο τολμηροί στο άγνωστο της Αυστραλίας), και μόνο ο πρόεδρος της κοινότητας είχε σταθερή πρόσβαση στον έξω κόσμο. Συχνά ήταν μεσάζοντας, αυτός που συγκέντρωνε ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής και το μεταπωλούσε• άλλες φορές ήταν ένας από τους λίγους μορφωμένους στο χωριό, κάποιος που ήξερε να συντάξει μια αναφορά ή να μιλήσει καθαρεύουσα• απαραιτήτως όμως έπρεπε να διατηρεί επαφές με τοπικούς βουλευτές στους οποίους πουλούσε τις ψήφους των συγχωριανών του έναντι αόριστων υποσχέσεων ότι οι αρχές θα επισκευάσουν το γεφύρι που γκρέμισαν οι πλημμύρες. Οι χωρικοί τον φοβόντουσαν κι έβγαζαν το καπέλο μπροστά του, γιατί ήταν ο ενδιάμεσος μεταξύ θεών τε και ανθρώπων, ο μόνος που μπορούσε να μεταφέρει τα παράπονά τους στις αρχές. Κι όταν ο επίσημος κ. Τάδε επισκεπτόταν το χωριό, ο πρόεδρος είχε καθήκον να οργανώσει τους συγχωριανούς ώστε να βγουν όλοι στον κεντρικό δρόμο με τα καλά τους, να δείξουν χαρούμενοι, να σημαιοστολίσουν την πλατεία και να παρακαλέσουν κι αυτοί για το γεφύρι που γκρέμισαν οι πλημμύρες. Νομίζω πως θα πρέπει να σκεφτόμαστε την τότε επαρχία ως απολίτικη, εννοώντας ότι οι ιδεολογικές διαφορές Δεξιάς κι Αριστεράς ήταν ψιλά γράμματα για τον μεγάλο αριθμό των χωρικών, κάτι που αφορούσε κάποιους άλλους, κάπου αλλού. Το να είσαι φτωχός είναι ιδεολογική τοποθέτηση από μόνο του – και προθυμοποιείσαι να κάνεις ακόμα και τούμπες προκειμένου οι αρχές να επισκευάσουν το γεφύρι που γκρέμισαν οι πλημμύρες.
Τα πράγματα όμως άρχισαν να αλλάζουν μέσα στη δεκαετία του ’60. Με την αποδοχή της Ελλάδας από την τότε ΕΟΚ το 1962 ως συνδεδεμένο μέλος, οι κυβερνήσεις πρόσεξαν για πρώτη φορά την ύπαιθρο – κάπου τότε πρέπει να ήταν που ξεκίνησε και μια στοιχειώδης εκμηχάνιση της γεωργίας, ίσως όχι με τρακτέρ ακόμα αλλά με ρυμούλκες και απλά ποτιστικά. Παράλληλα άνοιξε ένας καινούργιος βιοτικός δρόμος μέσω της ανώτατης εκπαίδευσης. Το 1964 η φοίτηση στα πανεπιστήμια έγινε δωρεάν κι αυτό το εκμεταλλεύτηκε πολύς κόσμος – ήδη το 1976 η Ελλάδα έγινε μια από τις πιο μορφωμένες χώρες του πλανήτη (εδώ). Μια έρευνα της Λαμπίρη-Δημάκη από εκείνα τα χρόνια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών παρουσιάζει το 39% των φοιτητών να είναι Αθηναίοι-Θεσσαλονικιοί (περίπου ένας στους τρεις, όπως και η πληθυσμιακή αναλογία), με σημαντικό ποσοστό παιδιών από εργατικές ή αγροτικές οικογένειες (εδώ, σελ 15). Άρχισε να δημιουργείται μια εκτεταμένη μεσαία τάξη στα αστικά κέντρα κι αυτό επέφερε σταδιακά δύο μεγάλες αλλαγές στην οικογένεια και στο φιλότιμο.
Η Ελλάδα προηγουμένως δεν είχε πληθυσμό, είχε σόγια: ήδη από τον μεσοπόλεμο, η πιο σημαντική κοινωνική μονάδα ήταν η ευρύτερη οικογένεια, το σόι. Μπορούμε να πούμε ότι η χώρα ήταν ημιφυλετική• ίσως όχι εντελώς φυλετική, όπως κάποιες αραβικές χώρες, ούτε αυστηρά οργανωμένη σε πατριές, όπως ήταν για αιώνες η Αλβανία, παρόλα αυτά όμως κάποιος έβγαινε στη ζωή ως μέλος ενός σογιού τότε, εκεί οφειλόταν πρώτα και καλύτερα η πίστη του. Τα σόγια ήταν μηχανές εντατικής παραγωγής παιδιών, λειτουργούσαν επίσης ως μικροτράπεζες για επιχειρηματικές δραστηριότητες, ως κοινωνικό κράτος για τα ηλικιωμένα μέλη τους, ενώ τα κορίτσια πολλές φορές γίνονταν διαβατήρια εισόδου και στρατηγικής συνένωσης με άλλα σόγια δια του γάμου.
(Παρεμπιπτόντως, κάτι παρόμοιο γίνεται σήμερα με τις κινέζικες οικογένειες τις διεσπαρμένες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα: κάθε οικογένεια και τράπεζα, ιεραρχία και σεβασμός στους ηλικιωμένους, ενώ οι γάμοι από προξενιό είναι ο κανόνας ακόμα και σε οικογένειες που αναρριχήθηκαν στις κατά τόπους ανώτερες τάξεις. Κι όλο αυτό δένεται με τη λατρεία των προγόνων)
Η σογιότητα όμως της ελληνικής κοινωνίας άρχισε να αλλάζει, έχω την εντύπωση, μέσα στη χούντα. Κάπου εκεί ήταν που οι οικογένειες έπαψαν να κάνουν πολλά παιδιά, πλέον το καινούργιο πρότυπο ήταν λίγα παιδιά και το αγόρι να σπουδάσει. Παράλληλα εμφανίστηκε ένας πρωτόγνωρος ατομικισμός, εντελώς καινούργιο φαινόμενο στον ελληνικό χώρο• μετατοπίστηκε η ζυγαριά κι από εκεί που ο παλιός κανόνας ήταν ότι οι νέοι σέβονται και φροντίζουν τους ηλικιωμένους, πλέον οι νέοι σ’ αυτήν την κοινωνία πίνουν αμίλητοι κρασί, πώς καταντήσαμε, λοχία, ποιος είμαι εγώ ποιος είσαι εσύ.
Διότι μαζί με τη σογιότητα, άρχισε να εξαφανίζεται κι ένας ακόμη ελληνικός θεσμός: το φιλότιμο. Το κεφάλαιο των κατώτερων τάξεων. Επί πολλές δεκαετίες στην Ελλάδα ήταν απαραίτητο να είχες την τιμή σου αμόλυντη και το όνομά σου σεβαστό προκειμένου να γίνεις αποδεκτός κοινωνικά (εκτός αν άνηκες στα υψηλά κλιμάκια της ιεραρχίας ή στις ανώτερες τάξεις). Έπρεπε να μεριμνάς για την τιμή της οικογένειάς σου και να μην την πληγώνεις με τις πράξεις ή τις συμπεριφορές σου. Το φιλότιμο λοιπόν, ένας θεσμός που επί δεκαετίες έκανε την κοινωνία πιο προβλέψιμη, που εξασφάλιζε ότι τα δανεισμένα χρήματα θα επιστραφούν κι ότι η χειραψία είχε ισχύ συμβολαίου, άρχισε να ατονεί ήδη από τον καιρό της χούντας, με τους ολοένα και περισσότερους αφιλότιμους ανθρώπους που εμφανίζονταν. Κι εδώ προσοχή: ο αφιλότιμος δεν ήταν αναγκαστικά ο ψεύτης ή ο απατεώνας• ήταν αυτός που λειτουργούσε κοινωνικά χωρίς να νοιάζεται για το καλό του όνομα, χωρίς να νιώθει τον εαυτό του φρουρό μιας οικογενειακής τιμής. Επομένως, καλύτερα μη δανείσεις χρήματα σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο που στη δική του την καρδιά, ο αφιλότιμος, πόσο λάθος μάς μετράει – και παίζει το κοινωνικό παιχνίδι με άλλους όρους.
Ο ατομικισμός αυτής της μεσαίας τάξης ήταν αρχικά περιορισμένος στην Αθήνα, η οποία ξεχώριζε από την υπόλοιπη Ελλάδα σαν το γάλα μέσ’ στις μύγες. Στο λεκανοπέδιο ήταν που, λίγο αργότερα, αναπτύχθηκαν κάποιες πρωτόγνωρες για την Ελλάδα ιδέες, όπως ο φεμινισμός, η αθεΐα, τα δικαιώματα των ομοφυλόφυλων κ.α., και πέρασαν με διαφορά φάσης στην υπόλοιπη αστική Ελλάδα. Είδαμε, για παράδειγμα, στο ΦΠΑ Του Θανάτου πώς άλλαξαν τα παραδοσιακά κηδευτικά έθιμα μέσα στη δεκαετία του ’70, όταν οι σπουδαγμένες Αθηναίες δεν ήθελαν πια να μαυροφορούν, να κηδεύουν οι ίδιες ή να φροντίζουν για χρόνια τον οικογενειακό τάφο• τα άφηναν όλα στην ευκολία του εργολάβου κηδειών και η προσωπική τους προσφορά στην κηδεία περιοριζόταν μόνο στην επιλογή φερέτρου (θέσης στο κοιμητήριο, αξεσουάρ τάφου κ.λπ.). Η χειραφέτηση της μεσαίας τάξης την έκανε να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη «βρώμικη», «οπισθοδρομική», «δεισιδαιμονική» κουλτούρα του χωριού και των καταβολών της, οπότε οι Αθηναίοι έπαψαν να φιλάνε τις εικόνες στην εκκλησία, απλώς έκαναν τον σταυρό τους κι άναβαν ένα κερί (από εδώ). Εμφανίστηκαν νέες μορφές κοινωνικού κύρους: η δουλειά γραφείου, η καταναλωτική δυνατότητα, το να μιλάς με «πρωτευουσιάνικη» προφορά όπως οι εκφωνητές στα δελτία ειδήσεων (το παλιό κύρος ήταν να μιλάς καθαρεύουσα).
Είπαμε για τη χειραφέτηση της μεσαίας τάξης, που ήταν κυρίως η εκπαίδευση, όμως Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα! Λοιπόν, ένας από τους παράγοντες της επαρχιακής χειραφέτησης ήταν, εχμ, η χούντα.
Ο Δρόμος προς τον Παράδεισο Μπορεί να Είναι Στρωμένος με Κακές Προθέσεις
Ξέρω πώς ακούγεται αυτό. Όμως η χούντα δεν έγινε αντιληπτή στην επαρχία με τον ίδιο τρόπο που έγινε σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Μην ξεχνάτε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των χωρικών ζούσε σε τριτοκοσμική φτώχεια, ήταν αμέτοχη στο ελληνικό κράτος κι απολιτική – δηλαδή, δεν έβλεπε πώς η ιδεολογία μπορούσε να επηρεάσει την κατάστασή της. Οπότε δεν βίωσε τη χούντα ως κάτι ριζικά διαφορετικό από το πριν και το μετά. Ούτε είχε πρόβλημα να λέει το ποίημα που ήθελαν ν’ ακούσουν οι συνταγματάρχες – ούτως ή άλλως οι αγρότες έλεγαν το ποίημα από παλιά, κάθε φορά που ο αξιότιμος κ. Βουλευτής ή ο αξιότιμος κ. Νομάρχης επισκεπτόταν το χωριό.
Δεν αναφέρομαι στον εξηλεκτρισμό και στην κατασκευή δρόμων, αλλά σε κάτι διαφορετικό: η χούντα βοήθησε στην απεξάρτηση των χωρικών από τους πάτρονές τους, τους προέδρους των κοινοτήτων. Λόγω του λαϊκισμού των συνταγματαρχών και της καχυποψίας τους για κάθε είδους τοπική αριστοκρατία, προώθησαν ένα σύστημα στο οποίο ο χωρικός μπορούσε να διαπραγματεύεται μόνος του με την Αγροτική Τράπεζα και το κράτος, χωρίς να έχει πλέον ανάγκη τον κ. πρόεδρο. Από μια έρευνα της Ζωγραφιάς Μπήκα σε δύο θεσσαλικές κοινότητες, εδώ σελ 358:
The Colonels were not ideologically in favour of an emergence of powerful individuals constituting a peasant bourgeoisie because they subscribed to the schematic notions of populist corporatism and an undifferentiated ‘people’. The Colonels’ breakdown of old hierarchies with the introduction of infrastructure, ample credit, electrification (1968) and other home improvements, launched the process of freeing the individual from patriarchal rule
Είμαι σίγουρος ότι και πολλοί άλλοι χωρικοί έζησαν αυτήν την εμπειρία. Οι συνταγματάρχες, βέβαια, δεν είχαν σκοπό να χειραφετήσουν αλλά να λαϊκίσουν• καίγονταν να δείξουν ότι το καθεστώς τους έχει ευρεία αποδοχή (και φοβόντουσαν την ισχυροποίηση τοπικών παραγόντων). Ίσως κάποιες φορές μπορεί ο δρόμος προς τον παράδεισο να είναι στρωμένος με κακές προθέσεις. Αν συνυπολογίσουμε και την ολοένα αυξανόμενη εκμηχάνιση της γεωργίας, μπορούμε να πούμε ότι πολλοί αγρότες τότε μόνο ένιωσαν μέρος αυτού που λέμε «Ελλάδα», ότι η χώρα κι οι κρατικές της υπηρεσίες είναι κάτι που τους αφορά, πιο πριν ουσιαστικά ήταν δουλοπάροικοι. Ανήμποροι. Πολύς κόσμος, ακόμα και σήμερα, επιμένει να εξιδανιδεύει τη χούντα και να κλείνει τα μάτια σε μαρτυρίες και ντοκουμέντα περί του αντιθέτου. Δεν αμφιβάλλω ότι αρκετοί από αυτούς είναι χωρικοί του ’70, περιορισμένοι στον μικρόκοσμο κάποιου χωριού, όπου το μόνο που ήξεραν ήταν ότι τότε οι υπάλληλοι της ΑΤΕ τους φέρονταν με σεβασμό. Πριν τους λιθοβολήσετε, σκεφτείτε σε τι συνθήκες ζούσαν, πόση περιφρόνηση και εκμετάλλευση είχαν εισπράξει τις προηγούμενες δεκαετίες. Η φτώχια είναι τρομακτικό πράγμα.
Μην Πυροβολείτε τον Πιανίστα
Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική μας μελαγχολία στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, με δύο πανίσχυρες δυνάμεις να μεταμορφώνουν την ύπαιθρο: τον τουρισμό και το ΠΑΣΟΚ.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80, ένα σημαντικό στοιχείο κοινωνικού στάτους ήταν η γη. Όλοι εμείς οι νεότεροι θα έχουμε κατά καιρούς γελάσει με παππούδες, γονείς, θείους κ.λπ. και την προσκόλλησή τους στα χωραφάκια τους. Δεν μπορούμε όμως να συλλάβουμε τι σήμαιναν αυτά τα λίγα στρέμματα για τις παλιότερες γενιές: το χωράφι δεν ήταν μόνο η αγροτική του παραγωγή αλλά και ανεξαρτησία από τυραννικά αφεντικά, το επίκεντρο της οικονομικής δραστηριότητας όλης της οικογένειας, μέρος της ταυτότητάς τους, αυτό που δημιουργούσε ένα δεμένο σπιτικό, ένα απαραίτητο εφόδιο για τον γάμο, καθώς κι απόδειξη της συνέχειας με τους προγόνους. Οι παλιοί ήταν καράβια αγκυροβολημένα στον κλήρο τους, η συμβολική αξία της γης ήταν τεράστια. Αν δεν είχες έστω και λίγα στρέμματα στο όνομά σου, δεν υπήρχες.
Με την έκρηξη του τουρισμού όμως, η γη άρχισε να παίρνει και εμπορική αξία, ενώ σημειώθηκαν και διάφορα χαριτωμένα με το αγροτεμάχιο κοντά στον αιγιαλό που ο παππούς το περιφρονούσε επειδή ήταν ακατάλληλο για καλλιέργεια, τώρα όμως έγινε φιλέτο. Ένας μεγάλος αριθμός επαρχιωτών βγήκε από την αφάνεια και μπόρεσε να ορθοποδήσει, συνδυάζοντας αγροτική και τουριστική εργασία. Στις αρχές του ’80 ήταν που εμφανίστηκε και η οικολογία, δηλαδή παιδιά μεσαίας τάξης από αστικές περιοχές, που εξορμούσαν στην επαρχία δίχως να κατανοούν τη σχέση των ντόπιων με τη γη τους και τη λειτουργικότητα της ζωής τους εκεί.
Το πρόβλημα όμως ήταν ότι τα ΜΜΕ και οι κυβερνήσεις αγάπησαν (στα λόγια) την καινούργια οικολογική μόδα και προώθησαν τα αιτήματά της, εις βάρος των ντόπιων που είδαν ουσιαστικά τη γη τους να σφετερίζεται και χωρίς να τους καταβάλλονται ικανοποιητικές αποζημιώσεις. Καινούργιος πόλεμος ξέσπασε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας μεταξύ οικολόγων (βρισιά για τους ντόπιους) και ντόπιων (βρισιά για τους οικολόγους). Ο κόσμος των πόλεων, που συγκινήθηκε με τη χελώνα καρέτα-καρέτα, πήρε σαφή θέση σ’ αυτόν τον πόλεμο. Άλλη μια περίπτωση απαξίωσης της επαρχίας από τη μορφωμένη πόλη.
Τώρα, όσο για το αγαπημένο μας ΠΑΣΟΚ... Ήταν κι αυτό ένας ακόμη παράγοντας που ανέβασε την αξία της επαρχιακής γης. Τα θέματα είναι χιλιοειπωμένα: οι επιδοτήσεις, η Κοινή Αγροτική Πολιτική, οι εικονικές παραγωγές, η ζήτηση που οδήγησε σε αύξηση των εισαγωγών κι όχι των επενδύσεων κ.λπ. Δεν θέλω εδώ να παραβιάσω ανοιχτές θύρες, κι είμαι σίγουρος ότι ο Ανδρέας ήδη τιμωρείται στην κόλαση για τα αμαρτήματά του, απλώς να στείλω ένα μήνυμα: μην πυροβολείτε τον πιανίστα. Δηλαδή, τους χωρικούς που εντάχθηκαν στο ΠΑΣΟΚ. Ζούσαν πολλά χρόνια στην ανέχεια και απαίτησαν το δικαίωμά τους στην κατανάλωση και την ξεκούραση με εντελώς ανώριμο τρόπο. Ναι, αλλά η ανέχειά τους ήταν αποτέλεσμα ληστείας, οι άνθρωποι αυτοί είχαν υποστεί εκμετάλλευση. Δεν δικαιολογώ την κομματοκρατία του ΠΑΣΟΚ, απλώς επισημαίνω ότι ειδικά οι επαρχιώτες είχαν ελαφρυντικά. Και κάτι ακόμα: κατά την Επανάσταση των Ποπολάρων το 1647 στη Ζάκυνθο, οι κολίγες του νησιού («σέμπροι») πολέμησαν στο πλευρό των αφεντάδων τους, όχι των αστών και των λαϊκών. Η φτώχεια είναι φοβερή τρομοκρατία που εξαθλιώνει τον άνθρωπο. Κι ο φτωχός δεν εξεγείρεται για αόριστα ιδανικά, αλλά για απτά ανταλλάγματα. Οι αφεντάδες τούς δίναν ψωμί, αυτούς υπερασπίστηκαν οι σέμπροι. Ανώριμοι; Λούμπεν; Εύκολα προσάπτουμε μια τέτοια κατηγορία εμείς, οι διανοούμενοι της μεσαίας τάξης, που άμα κάνουμε πραγματική αγροτική δουλειά μιας μέρας, θα ξεχάσουμε και τ’ όνομά μας. Ο φτωχός θέλει απλώς να φάει ψωμί.
Η συνέχεια σε επόμενη ανάρτηση.
ΥΓ: Ο Ολολύζων Έλλην
Τα ξαναδιαβάζω όλα αυτά κι απορώ με την Ελλάδα: Πώς κατάφερε αυτή η χώρα να σταθεί μ’ έναν διαρκή ψυχρό πόλεμο επαρχίας – πόλης στα σπλάχνα της; Δεν είναι εύκολη η απάντηση• για παράδειγμα, όταν οι χωρικοί της Ταϊλάνδης χειραφετήθηκαν με τον Τάκσιν (2001-2006), κόντεψε κατόπιν να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος κι η χώρα να κοπεί στα δύο. Η Ελλάδα όμως τη γλίτωσε... Πώς; Θέλω εδώ να προσφέρω μια πιθανή ερμηνεία, μην την πάρετε πολύ στα σοβαρά. Ή, εναλλακτικά, πάρτε την εντελώς στα σοβαρά:
Η λαϊκή μουσική έσωσε την Ελλάδα. Τα βαριά λαϊκά, τα ρεμπέτικα, τα δημοτικά, τα τόσο συκοφαντημένα σκυλάδικα (η πραγματική λαϊκή μουσική της χώρας), τα έντεχνα, τα πολιτικοποιημένα λαϊκά, τα λούμπεν λαϊκά, όλα! Με την ικανότητά της να μεταλλάσσεται από το «ποιοτικό» ως το ανεπιτήδευτο, η λαϊκή μουσική δημιούργησε μια πλατφόρμα πάνω στην οποία μπορούσαν ν’ αναφερθούν όλα τα κοινωνικά στρώματα της χώρας, έχτισε γέφυρες. «Τι είνε αυτός ο ολολύζων Έλλην; Ποίος του έβαλε τους φοβερούς τούτους βρασμούς εις τον λάρυγγα, από ποίαν μητέρα εθήλασε τέτοιον θρήνον;», έγραφε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου στο ΕΜΠΡΟΣ της 4ης Ιουνίου 1917 για τους αμανέδες – ας το πούμε όμως ξηρότατα: «δια να το πούμε ξηρότατα, η ύπαρξις ακόμη του αμανέ εις την Ελλάδα είναι ζήτημα όχι φυλετισμού ή καλαισθησίας, αλλά δημοσίας ασφαλείας». Ναι, αλλά από το ’60 και μετά, δεν υπήρχε άνθρωπος στην Ελλάδα που να μην αγαπούσε κάποιο λαϊκό τραγούδι, είτε έντεχνο είτε ανεπιτήδευτο• η χώρα μπλέχτηκε στις χορδές του μπουζουκιού. Ποιος ξέρει πόσο αίμα γλιτώσαμε από το γεγονός ότι τόσος πολύς ετερόκλητος κόσμος αγάπησε τη Δραπετσώνα, την Αρχόντισσα, το Υπάρχω (τον Ταξιτζή, την Τρελή κι Αδέσποτη, το Μια Ζωή Πληρώνω). Δεν θα υπήρχε Ελλάδα σήμερα αν δεν υπήρχαν αυτά τα τραγούδια.