Επαρχιώτης Στην Ομόνοια...

... μέσ’ στο ψιλόβροχο, αρχές του Μάη. Η σημερινή είναι μια ελληνοθεραπευτική ανάρτηση προσωπικής αυτογνωσίας: τι είναι αυτό που το λέμε Ελλάδα; Τι ακριβώς έζησα περίπου 40 χρόνια σ’ αυτήν τη χώρα; Γιατί η ελληνική εμπειρία υπήρξε κατά καιρούς τόσο σαρκοφαγική; Στις παρακάτω γραμμές θα προσπαθήσω να περιγράψω την ανάγνωσή μου για την μεταπολεμική και μεταπολιτευτική Ελλάδα, πιστεύοντας ότι κάποια συμπεράσματα θα είναι χρήσιμα και για το σήμερα.




Η Πιο Βαρετή Δεκαετία στην Ιστορία 

Στις μεταπολεμικές δεκαετίες λοιπόν, η Ελλάδα έγινε ένα μεγάλο φλιπεράκι: όσο και να βολοδέρνει η μπίλια, σε κάποια στιγμή δεν θα το αποφύγει και θα κατρακυλήσει προς την τρύπα της Αθήνας. Ή των άλλων μεγάλων πόλεων. Ήταν κάπου στις αρχές του ’60 που Αθήνα και Θεσσαλονίκη έφτασαν πρώτη φορά να έχουν το 1/3 του πληθυσμού της χώρας, οπότε σήμερα μιλάμε για τις παλιές ταινίες με τον Χατζηχρήστο που είχαν κι εκπαιδευτικό εκτός από ψυχαγωγικό ρόλο, δίδασκαν στον επαρχιώτη τους τρόπους και τους κανόνες της πρωτεύουσας. Οποιαδήποτε ανάλυση για την Ελλάδα και να διατυπώσει κάποιος, δεν μπορεί να αποφύγει αυτόν τον βασικό διαχωρισμό επαρχία – πόλη, με τον τελευταίο όρο να περιλαμβάνει κάποιες φορές μόνο την Αθήνα, κάποιες άλλες Αθήνα & Θεσσαλονίκη, και κάποιες άλλες όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα.

Μετά τον πόλεμο, η επαρχία ήταν μια Ελλάδα 2ης κατηγορίας, που χρησίμευε μόνο για να προμηθεύει τα αστικά κέντρα με φτηνή τροφή κι εργατικά χέρια. Μπορούμε να πούμε ότι ως τα μέσα του ‘60, τα χωριά και οι κοινότητες ζούσαν σε άθλιες συνθήκες, με ατέλειωτη κοπιαστική εργασία και φτώχεια τρίτου κόσμου, ενώ οι αρρώστιες κι ο θάνατος ήταν στην ημερήσια διάταξη – υπήρχαν ακόμα και περιοχές της χώρας (π.χ. Ζάκυνθος) που οι παλιοί φεουδαρχικοί θεσμοί δεν είχαν εξαφανιστεί εντελώς. Η πόλη λήστευε την επαρχία μέσω της συστηματικής παραμέλησης και της διατίμησης των αγροτικών προϊόντων σε φτηνή τιμή (απαραίτητη προϋπόθεση για το αναπτυξιακό άλμα της Ελλάδας τότε), της κήρυττε το εθνικό ευαγγέλιο («σωστοί πολίτες είναι μόνο οι Έλληνες, οι ΧΟ και οι μη-κομμουνιστές»), την καλλώπιζε σε ελληνικές ταινίες & αναγνωστικά του Δημοτικού παρουσιάζοντάς την πολύ πιο γραφική απ’ ό,τι ήταν, την κορόιδευε για τους άξεστους τρόπους της, την καταδίκαζε σε μόνιμη ανέχεια:


Οι αγρόται μας θεωρούν το κράτος ως κοινόν ταμείον υποχρεωμένον να χορηγή και να αποζημιώνει, να θεραπεύει πάσαν εξ ουρανού πληγήν και να συμπληρώνη κάθε κενόν εκ της αφορίας της γης ... Η εσφαλμένη αύτη αντίληψις του λαού μας πρέπει να καταπολεμηθή με σύστημα και μέθοδον, αλλά και με ανένδοτον επιμονήν 


Έτσι λέει εδώ ο κ. Καραγιάννης από τα 1953, σελ. 6, σε μια συγκέντρωση εκπαιδευτικών (την εποχή εκείνη, η λέξη λαός είχε ακόμα αποκλειστικά αρνητικό φορτίο). Λίγο παρακάτω δίνει και τη διαχρονική νομιμοποίηση της εκμετάλλευσης: οι ίδιοι οι φτωχοί ευθύνονται για τη φτώχεια τους επειδή είναι τεμπέληδες


Πρέπει περαιτέρω να κατανοήσουν οι αγρόται μας ότι η οικονομική των ευημερία εξαρτάται από αυτούς τους ιδίους. Ότι αυτοί θα περισυλλέξουν, θα αποταμιεύσουν, θα αυτασφαλιστούν κατά ζημιών, θα εκμεταλλευθούν τους φυσικούς πλουτοπαραγωγικούς των πόρους, θα δημιουργήσουν νέους τοιούτους, θα καταστήσουν την κοινότητά των οργανισμόν αυτάρκη, ζωντανόν, ισχυρόν, ανεξάρτητον

 


Δεν μπορώ να μη θυμηθώ τον Νόρμαν Μέιλερ που έλεγε ότι η δεκαετία του ’50 ήταν η πιο βαρετή στην ιστορία της ανθρωπότητας. 

Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει στα απομνημονεύματά του για χωρικούς που δεν είχαν βγει ποτέ τρεις ώρες δρόμο από το χωριό τους. Η επαρχία του ’50 δε διέφερε και πολύ• τα χωριά ήταν ναυάγια ανθρώπων, κλειστά κι ανδροκρατούμενα, στα οποία κυριαρχούσε μια νατουραλιστική εκδοχή της Ορθοδοξίας ανάμικτη με βασκανίες, μαντείες, ξεματιάσματα, μάγια κ.λπ., όπου όλοι ήταν συγγενείς με όλους κι όλοι τα είχανε πει όλα με όλους, δεν είχαν πια τι άλλο να πουν. Διάφοροι τολμηροί πήγαιναν κατά καιρούς στο άγνωστο της Αθήνας με βάρκα την ελπίδα (οι πιο τολμηροί στο άγνωστο της Αυστραλίας), και μόνο ο πρόεδρος της κοινότητας είχε σταθερή πρόσβαση στον έξω κόσμο. Συχνά ήταν μεσάζοντας, αυτός που συγκέντρωνε ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής και το μεταπωλούσε• άλλες φορές ήταν ένας από τους λίγους μορφωμένους στο χωριό, κάποιος που ήξερε να συντάξει μια αναφορά ή να μιλήσει καθαρεύουσα• απαραιτήτως όμως έπρεπε να διατηρεί επαφές με τοπικούς βουλευτές στους οποίους πουλούσε τις ψήφους των συγχωριανών του έναντι αόριστων υποσχέσεων ότι οι αρχές θα επισκευάσουν το γεφύρι που γκρέμισαν οι πλημμύρες. Οι χωρικοί τον φοβόντουσαν κι έβγαζαν το καπέλο μπροστά του, γιατί ήταν ο ενδιάμεσος μεταξύ θεών τε και ανθρώπων, ο μόνος που μπορούσε να μεταφέρει τα παράπονά τους στις αρχές. Κι όταν ο επίσημος κ. Τάδε επισκεπτόταν το χωριό, ο πρόεδρος είχε καθήκον να οργανώσει τους συγχωριανούς ώστε να βγουν όλοι στον κεντρικό δρόμο με τα καλά τους, να δείξουν χαρούμενοι, να σημαιοστολίσουν την πλατεία και να παρακαλέσουν κι αυτοί για το γεφύρι που γκρέμισαν οι πλημμύρες. Νομίζω πως θα πρέπει να σκεφτόμαστε την τότε επαρχία ως απολίτικη, εννοώντας ότι οι ιδεολογικές διαφορές Δεξιάς κι Αριστεράς ήταν ψιλά γράμματα για τον μεγάλο αριθμό των χωρικών, κάτι που αφορούσε κάποιους άλλους, κάπου αλλού. Το να είσαι φτωχός είναι ιδεολογική τοποθέτηση από μόνο του – και προθυμοποιείσαι να κάνεις ακόμα και τούμπες προκειμένου οι αρχές να επισκευάσουν το γεφύρι που γκρέμισαν οι πλημμύρες.




The Winds of Change 

Τα πράγματα όμως άρχισαν να αλλάζουν μέσα στη δεκαετία του ’60. Με την αποδοχή της Ελλάδας από την τότε ΕΟΚ το 1962 ως συνδεδεμένο μέλος, οι κυβερνήσεις πρόσεξαν για πρώτη φορά την ύπαιθρο – κάπου τότε πρέπει να ήταν που ξεκίνησε και μια στοιχειώδης εκμηχάνιση της γεωργίας, ίσως όχι με τρακτέρ ακόμα αλλά με ρυμούλκες και απλά ποτιστικά. Παράλληλα άνοιξε ένας καινούργιος βιοτικός δρόμος μέσω της ανώτατης εκπαίδευσης. Το 1964 η φοίτηση στα πανεπιστήμια έγινε δωρεάν κι αυτό το εκμεταλλεύτηκε πολύς κόσμος – ήδη το 1976 η Ελλάδα έγινε μια από τις πιο μορφωμένες χώρες του πλανήτη (εδώ). Μια έρευνα της Λαμπίρη-Δημάκη από εκείνα τα χρόνια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών παρουσιάζει το 39% των φοιτητών να είναι Αθηναίοι-Θεσσαλονικιοί (περίπου ένας στους τρεις, όπως και η πληθυσμιακή αναλογία), με σημαντικό ποσοστό παιδιών από εργατικές ή αγροτικές οικογένειες (εδώ, σελ 15). Άρχισε να δημιουργείται μια εκτεταμένη μεσαία τάξη στα αστικά κέντρα κι αυτό επέφερε σταδιακά δύο μεγάλες αλλαγές στην οικογένεια και στο φιλότιμο.  

Η Ελλάδα προηγουμένως δεν είχε πληθυσμό, είχε σόγια: ήδη από τον μεσοπόλεμο, η πιο σημαντική κοινωνική μονάδα ήταν η ευρύτερη οικογένεια, το σόι. Μπορούμε να πούμε ότι η χώρα ήταν ημιφυλετική• ίσως όχι εντελώς φυλετική, όπως κάποιες αραβικές χώρες, ούτε αυστηρά οργανωμένη σε πατριές, όπως ήταν για αιώνες η Αλβανία, παρόλα αυτά όμως κάποιος έβγαινε στη ζωή ως μέλος ενός σογιού τότε, εκεί οφειλόταν πρώτα και καλύτερα η πίστη του. Τα σόγια ήταν μηχανές εντατικής παραγωγής παιδιών, λειτουργούσαν επίσης ως μικροτράπεζες για επιχειρηματικές δραστηριότητες, ως κοινωνικό κράτος για τα ηλικιωμένα μέλη τους, ενώ τα κορίτσια πολλές φορές γίνονταν διαβατήρια εισόδου και στρατηγικής συνένωσης με άλλα σόγια δια του γάμου.

(Παρεμπιπτόντως, κάτι παρόμοιο γίνεται σήμερα με τις κινέζικες οικογένειες τις διεσπαρμένες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα: κάθε οικογένεια και τράπεζα, ιεραρχία και σεβασμός στους ηλικιωμένους, ενώ οι γάμοι από προξενιό είναι ο κανόνας ακόμα και σε οικογένειες που αναρριχήθηκαν στις κατά τόπους ανώτερες τάξεις. Κι όλο αυτό δένεται με τη λατρεία των προγόνων)

Η σογιότητα όμως της ελληνικής κοινωνίας άρχισε να αλλάζει, έχω την εντύπωση, μέσα στη χούντα. Κάπου εκεί ήταν που οι οικογένειες έπαψαν να κάνουν πολλά παιδιά, πλέον το καινούργιο πρότυπο ήταν λίγα παιδιά και το αγόρι να σπουδάσει. Παράλληλα εμφανίστηκε ένας πρωτόγνωρος ατομικισμός, εντελώς καινούργιο φαινόμενο στον ελληνικό χώρο• μετατοπίστηκε η ζυγαριά κι από εκεί που ο παλιός κανόνας ήταν ότι οι νέοι σέβονται και φροντίζουν τους ηλικιωμένους, πλέον οι νέοι σ’ αυτήν την κοινωνία πίνουν αμίλητοι κρασί, πώς καταντήσαμε, λοχία, ποιος είμαι εγώ ποιος είσαι εσύ.

Διότι μαζί με τη σογιότητα, άρχισε να εξαφανίζεται κι ένας ακόμη ελληνικός θεσμός: το φιλότιμο. Το κεφάλαιο των κατώτερων τάξεων. Επί πολλές δεκαετίες στην Ελλάδα ήταν απαραίτητο να είχες την τιμή σου αμόλυντη και το όνομά σου σεβαστό προκειμένου να γίνεις αποδεκτός κοινωνικά (εκτός αν άνηκες στα υψηλά κλιμάκια της ιεραρχίας ή στις ανώτερες τάξεις). Έπρεπε να μεριμνάς για την τιμή της οικογένειάς σου και να μην την πληγώνεις με τις πράξεις ή τις συμπεριφορές σου. Το φιλότιμο λοιπόν, ένας θεσμός που επί δεκαετίες έκανε την κοινωνία πιο προβλέψιμη, που εξασφάλιζε ότι τα δανεισμένα χρήματα θα επιστραφούν κι ότι η χειραψία είχε ισχύ συμβολαίου, άρχισε να ατονεί ήδη από τον καιρό της χούντας, με τους ολοένα και περισσότερους αφιλότιμους ανθρώπους που εμφανίζονταν. Κι εδώ προσοχή: ο αφιλότιμος δεν ήταν αναγκαστικά ο ψεύτης ή ο απατεώνας• ήταν αυτός που λειτουργούσε κοινωνικά χωρίς να νοιάζεται για το καλό του όνομα, χωρίς να νιώθει τον εαυτό του φρουρό μιας οικογενειακής τιμής. Επομένως, καλύτερα μη δανείσεις χρήματα σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο που στη δική του την καρδιά, ο αφιλότιμος, πόσο λάθος μάς μετράει – και παίζει το κοινωνικό παιχνίδι με άλλους όρους.

Ο ατομικισμός αυτής της μεσαίας τάξης ήταν αρχικά περιορισμένος στην Αθήνα, η οποία ξεχώριζε από την υπόλοιπη Ελλάδα σαν το γάλα μέσ’ στις μύγες. Στο λεκανοπέδιο ήταν που, λίγο αργότερα, αναπτύχθηκαν κάποιες πρωτόγνωρες για την Ελλάδα ιδέες, όπως ο φεμινισμός, η αθεΐα, τα δικαιώματα των ομοφυλόφυλων κ.α., και πέρασαν με διαφορά φάσης στην υπόλοιπη αστική Ελλάδα. Είδαμε, για παράδειγμα, στο ΦΠΑ Του Θανάτου πώς άλλαξαν τα παραδοσιακά κηδευτικά έθιμα μέσα στη δεκαετία του ’70, όταν οι σπουδαγμένες Αθηναίες δεν ήθελαν πια να μαυροφορούν, να κηδεύουν οι ίδιες ή να φροντίζουν για χρόνια τον οικογενειακό τάφο• τα άφηναν όλα στην ευκολία του εργολάβου κηδειών και η προσωπική τους προσφορά στην κηδεία περιοριζόταν μόνο στην επιλογή φερέτρου (θέσης στο κοιμητήριο, αξεσουάρ τάφου κ.λπ.). Η χειραφέτηση της μεσαίας τάξης την έκανε να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη «βρώμικη», «οπισθοδρομική», «δεισιδαιμονική» κουλτούρα του χωριού και των καταβολών της, οπότε οι Αθηναίοι έπαψαν να φιλάνε τις εικόνες στην εκκλησία, απλώς έκαναν τον σταυρό τους κι άναβαν ένα κερί (από εδώ). Εμφανίστηκαν νέες μορφές κοινωνικού κύρους: η δουλειά γραφείου, η καταναλωτική δυνατότητα, το να μιλάς με «πρωτευουσιάνικη» προφορά όπως οι εκφωνητές στα δελτία ειδήσεων (το παλιό κύρος ήταν να μιλάς καθαρεύουσα).  

Είπαμε για τη χειραφέτηση της μεσαίας τάξης, που ήταν κυρίως η εκπαίδευση, όμως Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα! Λοιπόν, ένας από τους παράγοντες της επαρχιακής χειραφέτησης ήταν, εχμ, η χούντα.




Ο Δρόμος προς τον Παράδεισο Μπορεί να Είναι Στρωμένος με Κακές Προθέσεις

Ξέρω πώς ακούγεται αυτό. Όμως η χούντα δεν έγινε αντιληπτή στην επαρχία με τον ίδιο τρόπο που έγινε σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Μην ξεχνάτε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των χωρικών ζούσε σε τριτοκοσμική φτώχεια, ήταν αμέτοχη στο ελληνικό κράτος κι απολιτική – δηλαδή, δεν έβλεπε πώς η ιδεολογία μπορούσε να επηρεάσει την κατάστασή της. Οπότε δεν βίωσε τη χούντα ως κάτι ριζικά διαφορετικό από το πριν και το μετά. Ούτε είχε πρόβλημα να λέει το ποίημα που ήθελαν ν’ ακούσουν οι συνταγματάρχες – ούτως ή άλλως οι αγρότες έλεγαν το ποίημα από παλιά, κάθε φορά που ο αξιότιμος κ. Βουλευτής ή ο αξιότιμος κ. Νομάρχης επισκεπτόταν το χωριό.

Δεν αναφέρομαι στον εξηλεκτρισμό και στην κατασκευή δρόμων, αλλά σε κάτι διαφορετικό: η χούντα βοήθησε στην απεξάρτηση των χωρικών από τους πάτρονές τους, τους προέδρους των κοινοτήτων. Λόγω του λαϊκισμού των συνταγματαρχών και της καχυποψίας τους για κάθε είδους τοπική αριστοκρατία, προώθησαν ένα σύστημα στο οποίο ο χωρικός μπορούσε να διαπραγματεύεται μόνος του με την Αγροτική Τράπεζα και το κράτος, χωρίς να έχει πλέον ανάγκη τον κ. πρόεδρο. Από μια έρευνα της Ζωγραφιάς Μπήκα σε δύο θεσσαλικές κοινότητες, εδώ σελ 358:


The Colonels were not ideologically in favour of an emergence of powerful individuals constituting a peasant bourgeoisie because they subscribed to the schematic notions of populist corporatism and an undifferentiated ‘people’. The Colonels’ breakdown of old hierarchies with the introduction of infrastructure, ample credit, electrification (1968) and other home improvements, launched the process of freeing the individual from patriarchal rule  


Είμαι σίγουρος ότι και πολλοί άλλοι χωρικοί έζησαν αυτήν την εμπειρία. Οι συνταγματάρχες, βέβαια, δεν είχαν σκοπό να χειραφετήσουν αλλά να λαϊκίσουν• καίγονταν να δείξουν ότι το καθεστώς τους έχει ευρεία αποδοχή (και φοβόντουσαν την ισχυροποίηση τοπικών παραγόντων). Ίσως κάποιες φορές μπορεί ο δρόμος προς τον παράδεισο να είναι στρωμένος με κακές προθέσεις. Αν συνυπολογίσουμε και την ολοένα αυξανόμενη εκμηχάνιση της γεωργίας, μπορούμε να πούμε ότι πολλοί αγρότες τότε μόνο ένιωσαν μέρος αυτού που λέμε «Ελλάδα», ότι η χώρα κι οι κρατικές της υπηρεσίες είναι κάτι που τους αφορά, πιο πριν ουσιαστικά ήταν δουλοπάροικοι. Ανήμποροι. Πολύς κόσμος, ακόμα και σήμερα, επιμένει να εξιδανιδεύει τη χούντα και να κλείνει τα μάτια σε μαρτυρίες και ντοκουμέντα περί του αντιθέτου. Δεν αμφιβάλλω ότι αρκετοί από αυτούς είναι χωρικοί του ’70, περιορισμένοι στον μικρόκοσμο κάποιου χωριού, όπου το μόνο που ήξεραν ήταν ότι τότε οι υπάλληλοι της ΑΤΕ τους φέρονταν με σεβασμό. Πριν τους λιθοβολήσετε, σκεφτείτε σε τι συνθήκες ζούσαν, πόση περιφρόνηση και εκμετάλλευση είχαν εισπράξει τις προηγούμενες δεκαετίες. Η φτώχια είναι τρομακτικό πράγμα.




Μην Πυροβολείτε τον Πιανίστα

Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική μας μελαγχολία στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, με δύο πανίσχυρες δυνάμεις να μεταμορφώνουν την ύπαιθρο: τον τουρισμό και το ΠΑΣΟΚ.

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80, ένα σημαντικό στοιχείο κοινωνικού στάτους ήταν η γη. Όλοι εμείς οι νεότεροι θα έχουμε κατά καιρούς γελάσει με παππούδες, γονείς, θείους κ.λπ. και την προσκόλλησή τους στα χωραφάκια τους. Δεν μπορούμε όμως να συλλάβουμε τι σήμαιναν αυτά τα λίγα στρέμματα για τις παλιότερες γενιές: το χωράφι δεν ήταν μόνο η αγροτική του παραγωγή αλλά και ανεξαρτησία από τυραννικά αφεντικά, το επίκεντρο της οικονομικής δραστηριότητας όλης της οικογένειας, μέρος της ταυτότητάς τους, αυτό που δημιουργούσε ένα δεμένο σπιτικό, ένα απαραίτητο εφόδιο για τον γάμο, καθώς κι απόδειξη της συνέχειας με τους προγόνους. Οι παλιοί ήταν καράβια αγκυροβολημένα στον κλήρο τους, η συμβολική αξία της γης ήταν τεράστια. Αν δεν είχες έστω και λίγα στρέμματα στο όνομά σου, δεν υπήρχες.

Με την έκρηξη του τουρισμού όμως, η γη άρχισε να παίρνει και εμπορική αξία, ενώ σημειώθηκαν και διάφορα χαριτωμένα με το αγροτεμάχιο κοντά στον αιγιαλό που ο παππούς το περιφρονούσε επειδή ήταν ακατάλληλο για καλλιέργεια, τώρα όμως έγινε φιλέτο. Ένας μεγάλος αριθμός επαρχιωτών βγήκε από την αφάνεια και μπόρεσε να ορθοποδήσει, συνδυάζοντας αγροτική και τουριστική εργασία. Στις αρχές του ’80 ήταν που εμφανίστηκε και η οικολογία, δηλαδή παιδιά μεσαίας τάξης από αστικές περιοχές, που εξορμούσαν στην επαρχία δίχως να κατανοούν τη σχέση των ντόπιων με τη γη τους και τη λειτουργικότητα της ζωής τους εκεί.

Το πρόβλημα όμως ήταν ότι τα ΜΜΕ και οι κυβερνήσεις αγάπησαν (στα λόγια) την καινούργια οικολογική μόδα και προώθησαν τα αιτήματά της, εις βάρος των ντόπιων που είδαν ουσιαστικά τη γη τους να σφετερίζεται και χωρίς να τους καταβάλλονται ικανοποιητικές αποζημιώσεις. Καινούργιος πόλεμος ξέσπασε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας μεταξύ οικολόγων (βρισιά για τους ντόπιους) και ντόπιων (βρισιά για τους οικολόγους). Ο κόσμος των πόλεων, που συγκινήθηκε με τη χελώνα καρέτα-καρέτα, πήρε σαφή θέση σ’ αυτόν τον πόλεμο. Άλλη μια περίπτωση απαξίωσης της επαρχίας από τη μορφωμένη πόλη.

Τώρα, όσο για το αγαπημένο μας ΠΑΣΟΚ... Ήταν κι αυτό ένας ακόμη παράγοντας που ανέβασε την αξία της επαρχιακής γης. Τα θέματα είναι χιλιοειπωμένα: οι επιδοτήσεις, η Κοινή Αγροτική Πολιτική, οι εικονικές παραγωγές, η ζήτηση που οδήγησε σε αύξηση των εισαγωγών κι όχι των επενδύσεων κ.λπ. Δεν θέλω εδώ να παραβιάσω ανοιχτές θύρες, κι είμαι σίγουρος ότι ο Ανδρέας ήδη τιμωρείται στην κόλαση για τα αμαρτήματά του, απλώς να στείλω ένα μήνυμα: μην πυροβολείτε τον πιανίστα. Δηλαδή, τους χωρικούς που εντάχθηκαν στο ΠΑΣΟΚ. Ζούσαν πολλά χρόνια στην ανέχεια και απαίτησαν το δικαίωμά τους στην κατανάλωση και την ξεκούραση με εντελώς ανώριμο τρόπο. Ναι, αλλά η ανέχειά τους ήταν αποτέλεσμα ληστείας, οι άνθρωποι αυτοί είχαν υποστεί εκμετάλλευση. Δεν δικαιολογώ την κομματοκρατία του ΠΑΣΟΚ, απλώς επισημαίνω ότι ειδικά οι επαρχιώτες είχαν ελαφρυντικά. Και κάτι ακόμα: κατά την Επανάσταση των Ποπολάρων το 1647 στη Ζάκυνθο, οι κολίγες του νησιού («σέμπροι») πολέμησαν στο πλευρό των αφεντάδων τους, όχι των αστών και των λαϊκών. Η φτώχεια είναι φοβερή τρομοκρατία που εξαθλιώνει τον άνθρωπο. Κι ο φτωχός δεν εξεγείρεται για αόριστα ιδανικά, αλλά για απτά ανταλλάγματα. Οι αφεντάδες τούς δίναν ψωμί, αυτούς υπερασπίστηκαν οι σέμπροι. Ανώριμοι; Λούμπεν; Εύκολα προσάπτουμε μια τέτοια κατηγορία εμείς, οι διανοούμενοι της μεσαίας τάξης, που άμα κάνουμε πραγματική αγροτική δουλειά μιας μέρας, θα ξεχάσουμε και τ’ όνομά μας. Ο φτωχός θέλει απλώς να φάει ψωμί.

Η συνέχεια σε επόμενη ανάρτηση.



ΥΓ: Ο Ολολύζων Έλλην

Τα ξαναδιαβάζω όλα αυτά κι απορώ με την Ελλάδα: Πώς κατάφερε αυτή η χώρα να σταθεί μ’ έναν διαρκή ψυχρό πόλεμο επαρχίας – πόλης στα σπλάχνα της; Δεν είναι εύκολη η απάντηση• για παράδειγμα, όταν οι χωρικοί της Ταϊλάνδης χειραφετήθηκαν με τον Τάκσιν (2001-2006), κόντεψε κατόπιν να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος κι η χώρα να κοπεί στα δύο. Η Ελλάδα όμως τη γλίτωσε... Πώς; Θέλω εδώ να προσφέρω μια πιθανή ερμηνεία, μην την πάρετε πολύ στα σοβαρά. Ή, εναλλακτικά, πάρτε την εντελώς στα σοβαρά:

Η λαϊκή μουσική έσωσε την Ελλάδα. Τα βαριά λαϊκά, τα ρεμπέτικα, τα δημοτικά, τα τόσο συκοφαντημένα σκυλάδικα (η πραγματική λαϊκή μουσική της χώρας), τα έντεχνα, τα πολιτικοποιημένα λαϊκά, τα λούμπεν λαϊκά, όλα! Με την ικανότητά της να μεταλλάσσεται από το «ποιοτικό» ως το ανεπιτήδευτο, η λαϊκή μουσική δημιούργησε μια πλατφόρμα πάνω στην οποία μπορούσαν ν’ αναφερθούν όλα τα κοινωνικά στρώματα της χώρας, έχτισε γέφυρες. «Τι είνε αυτός ο ολολύζων Έλλην; Ποίος του έβαλε τους φοβερούς τούτους βρασμούς εις τον λάρυγγα, από ποίαν μητέρα εθήλασε τέτοιον θρήνον;», έγραφε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου στο ΕΜΠΡΟΣ της 4ης Ιουνίου 1917 για τους αμανέδες – ας το πούμε όμως ξηρότατα: «δια να το πούμε ξηρότατα, η ύπαρξις ακόμη του αμανέ εις την Ελλάδα είναι ζήτημα όχι φυλετισμού ή καλαισθησίας, αλλά δημοσίας ασφαλείας». Ναι, αλλά από το ’60 και μετά, δεν υπήρχε άνθρωπος στην Ελλάδα που να μην αγαπούσε κάποιο λαϊκό τραγούδι, είτε έντεχνο είτε ανεπιτήδευτο• η χώρα μπλέχτηκε στις χορδές του μπουζουκιού. Ποιος ξέρει πόσο αίμα γλιτώσαμε από το γεγονός ότι τόσος πολύς ετερόκλητος κόσμος αγάπησε τη Δραπετσώνα, την Αρχόντισσα, το Υπάρχω (τον Ταξιτζή, την Τρελή κι Αδέσποτη, το Μια Ζωή Πληρώνω). Δεν θα υπήρχε Ελλάδα σήμερα αν δεν υπήρχαν αυτά τα τραγούδια.

Σκάκι Με Άβαταρ

Ας αρχίσουμε με ένα γενικό παράδειγμα: Διακρίνω μια σειρά γεγονότων στο περιβάλλον μου που υποδεικνύουν ότι ο περίγυρός μου συνωμοτεί εναντίον μου. Διαβάζω σωστά τα σημάδια ή είμαι παρανοϊκός; Ο γιαλός είναι στραβός ή εγώ αρμενίζω στραβά;

Είναι καλό να φτάνουμε σε παρόμοια διλήμματα, τουλάχιστον δεν είμαστε παρανοϊκοί. Διότι ο παρανοϊκός ή ο εμμονικός δεν αναρωτιέται, είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι παρατηρεί εξωτερικά σημάδια. Το θέμα όμως είναι ότι στη ζωή δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην υγεία και στην ασθένεια, όλοι είμαστε φορτωμένοι με τοξικά ομόλογα παράνοιας και κατά καιρούς βλέπουμε πράγματα που δεν υπάρχουν, απλώς ευελπιστούμε ότι η ψυχική οικονομία μας είναι συνολικά θωρακισμένη και τα ελέγχουμε. Μέχρι να μας διαψεύσει η ζωή και να διαπιστώσουμε τραγικά ότι τελικά δεν ήταν στραβός ο γιαλός, εμείς τον ερμηνεύαμε έτσι κι αρμενίζαμε στραβά... Κρατήστε αυτές τις παρατηρήσεις, θα τις βρούμε και στη συνέχεια.

Αυτή λοιπόν είναι μία ανάρτηση για το επεισόδιο των Ιμίων και όχι μόνο, πίσω στα 1996. Είχα από παλιά την απορία τι έγινε και γιατί έγινε, για ποιο λόγο σκοτώθηκαν τρεις άνθρωποι, ενώ Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν στο παρά πέντε (δευτερόλεπτα, όχι λεπτά) της γενικευμένης σύρραξης. Δύο από τους τότε πρωταγωνιστές, ο Σημίτης κι ο ναύαρχος Λυμπέρης, έχουν πλέον αποσυρθεί και δημοσίευσαν τα απομνημονεύματά τους, οπότε διαθέτουμε πληροφορίες και λεπτομέρειες που δεν μαθεύτηκαν τότε. Ως προς το τι έγινε, λοιπόν, μπορούμε να σχηματίσουμε μια καλή εικόνα. Όμως ως προς το γιατί έγινε αυτό που έγινε, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα... Πρακτικά μιλώντας: χάθηκαν τρεις ζωές• τι έφταιξε, πού πρέπει να επιρρίψουμε την ευθύνη;

Ακολούθως θα προτείνω μια ερμηνεία του επεισοδίου πάνω σε μια έννοια που δουλεύω αυτόν τον καιρό, την γνωστική ωριμότητα. Οι παρατηρήσεις και τα επιχειρήματα είναι πολύ ευπρόσδεκτα. Αν κρίνετε ότι κάνω λάθος ή πέφτω έξω, θα το λάβω υπόψη. Θυμίζω συνοπτικά τα γεγονότα γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε (τα links στο τέλος):




1. Το Επεισόδιο

Όπως όλοι ξέρουμε, οι Τούρκοι είναι βάρβαροι και επεκτατικοί, δεν έχουν αποβάλει ακόμα τους Οθωμανικούς τους αταβισμούς και προωθούν ύπουλα τα σχέδιά τους αδιαφορώντας για το διεθνές δίκαιο ή για σχέσεις καλής γειτονίας. Αυτή ήταν και είναι η κυρίαρχη εικόνα για τους Τούρκους δυτικά του Αιγαίου.

Επίσης, όπως όλοι ξέρουμε, οι Έλληνες είναι ένας κακόβουλος, άπληστος και πονηρός λαός, το χαϊδεμένο παιδί Ευρωπαίων και Αμερικανών, που επιδιώκει την καταστροφή της Τουρκίας γιατί εμφορείται ακόμα από τους παλιούς ιμπεριαλισμούς και τις Μεγάλες Ιδέες του. Αυτή ήταν και είναι η κυρίαρχη εικόνα για τους Έλληνες ανατολικά του Αιγαίου.

Είναι γνωστά τα θέματα με την υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα, τη συνθήκη της Λωζάνης κ.λπ., ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να βρει τις λεπτομέρειες. Το ρεζουμέ είναι πως ένα μεγάλο μέρος του ανατολικού Αιγαίου, μέσα σ' αυτό και τα Ίμια, η Αθήνα το βλέπει ελληνικό και η Άγκυρα το βλέπει τούρκικο ή αμφισβητούμενης κυριότητας. Επίσης, οι δύο χώρες έχουν αναβάλει την επίλυση των διαφορών στο Αιγαίο για το ασαφές μέλλον. Οι τέσσερις πρωταγωνιστές από ελληνικής πλευράς στο επεισόδιο των Ιμίων ήταν ο Κώστας Σημίτης (πρωθυπουργός), ο Γεράσιμος Αρσένης (υπουργός εθνικής άμυνας), ο Θεόδωρος Πάγκαλος (υπουργός εξωτερικών) και ο ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης (Α/ΓΕΕΘΑ). Από την άλλη μεριά, η Τουρκία ήταν σε πολιτική κρίση τότε, με πρωθυπουργό την Τανσού Τσιλέρ.

25 Δεκεμβρίου 1995: Το τουρκικό πλοίο Figen Akat εξοκείλει στις βραχονησίδες. Ο καπετάνιος αρνείται τη βοήθεια ελληνικού ρυμουλκού που έφτασε λίγο μετά, γιατί οι χάρτες του πλοίου δείχνουν ότι βρίσκεται σε τουρκικά χωρικά ύδατα. Αυτό τελικά οδηγεί σε ερώτηση ρουτίνας προς το τουρκικό ΥπΕξ: σε ποιον ανήκουν οι βραχονησίδες;

29 Δεκεμβρίου 1995: Το τουρκικό ΥπΕξ ειδοποιεί την ελληνική πρεσβεία ότι οι βραχονησίδες είναι τουρκική επικράτεια με το όνομα Καρντάκ.

9 Ιανουαρίου 1996: Το ελληνικό ΥπΕξ απαντά ότι οι βραχονησίδες είναι ελληνικές με το όνομα Ίμια. Η διαφορά παρέμεινε μυστική, ένα θέμα μεταξύ ειδικών. Παρόμοια περιστατικά συνέβαιναν (και συμβαίνουν;) συνεχώς στο Αιγαίο.

19 Ιανουαρίου 1996: Ο Σημίτης ορκίζεται πρωθυπουργός.

24 Ιανουαρίου 1996: Το επεισόδιο με το Figen Akat και την αλληλογραφία Ελληνικών και Τουρκικών αρχών διαρρέει, φτάνει τελικά ως τον ΑΝΤ1 και προβάλλεται με τον τρόπο που μόνο ο ΑΝΤ1 ξέρει.

25 Ιανουαρίου 1996: Ο δήμαρχος Καλύμνου αποβιβάζεται με δική του πρωτοβουλία στην ανατολική Ίμια (τη μεγαλύτερη βραχονησίδα) κι αναρτά την ελληνική σημαία. Ο ΑΝΤ1 καλύπτει την επιχείρηση, που φυσικά προβάλλεται κι από την τούρκικη TV. Μπορούμε να θαυμάσουμε εδώ τον Αργύρη Ντινόπουλο, ρεπόρτερ τότε του ΑΝΤ1, να μας ξανάρθουν ένα-ένα χρόνια δοξασμένα. 

27 Ιανουαρίου 1996: Ομάδα Τούρκων δημοσιογράφων πετάει στα Ίμια με ελικόπτερο, κατεβάζει την ελληνική σημαία και αναρτά την τούρκικη. Η είδηση κυριαρχεί στα βραδινά δελτία ειδήσεων των δύο χωρών.

28 Ιανουαρίου 1996: Ελληνικά περιπολικά απομακρύνουν την τούρκικη σημαία κι αναρτούν την ελληνική. Το βράδυ αποβιβάζεται ομάδα βατραχανθρώπων για τη φύλαξή της. Συγκαλείται το τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, το ανώτατο πολιτικοστρατιωτικό όργανο για τον χειρισμό κρίσεων.

29 Ιανουαρίου 1996: Ελληνικές και τουρκικές ναυτικές δυνάμεις αρχίζουν να συγκεντρώνονται στην περιοχή των Ιμίων. Ειδικές δυνάμεις μεταφέρονται στα Δωδεκάνησα με ελικόπτερα του στρατού ξηράς και C-130.

30 Ιανουαρίου 1996: Πυκνές τουρκικές και ελληνικές ναυτικές δυνάμεις βρίσκονται γύρω από τα Ίμια. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, αποπλέει ο ελληνικός στόλος στο Αιγαίο, διατάσσεται γενική κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων και μερική επιστράτευση στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Η Τσιλέρ δηλώνει: «Αυτή η σημαία θα κατεβεί, αυτοί οι στρατιώτες θα φύγουν!». Ο Σημίτης απαντά ότι οι βραχονησίδες των Ιμίων ήταν και θα παραμείνουν ελληνικές. Κάποιος επικοινωνεί πρώτος με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, και ζητά τη βοήθεια των Αμερικανών για την εκτόνωση της κρίσης (ο Σημίτης, κατά τον Μανουσογιαννάκη• μάλλον η Τσιλέρ, έτσι όπως το αναφέρει ο ίδιος ο Κλίντον στην αυτοβιογραφία του). Πάντως η άλλη πλευρά δέχεται τη διαμεσολάβηση κι οι Αμερικανοί αξιωματούχοι αρχίζουν να δουλεύουν τηλεφωνικά με τις αρχές των δύο κρατών.

31 Ιανουαρίου 1996: Στις 01:40, Τούρκοι πεζοναύτες αποβιβάζονται στη δυτική Ίμια (τη μικρότερη βραχονησίδα) και αναρτούν τουρκική σημαία. Οι εχθρικές ειδικές δυνάμεις είναι πλέον αντιπαραταγμένες με μόλις λίγα μέτρα απόσταση μεταξύ τους. Η ελληνική πλευρά λαμβάνει ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ότι επίκειτο τουρκική επίθεση στο Φαρμακονήσι. Γύρω στις 05:00, ένα ελληνικό ελικόπτερο παρατηρεί την τουρκική σημαία, κατόπιν όμως συντρίβεται και σκοτώνονται οι τρεις αξιωματικοί που επέβεναν. Η επίσημη εξήγηση κατόπιν ήταν πως η συντριβή του ελικοπτέρου οφειλόταν σε ζάλη του πιλότου και στις κακές καιρικές συνθήκες.

Εντωμεταξύ ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, τότε υφυπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, πετυχαίνει συμφωνία και με τις δύο πλευρές για επιστροφή στο status quo ante – στην κατάσταση των πραγμάτων πριν το επεισόδιο (διάσταση απόψεων για την κυριότητα των βραχονησίδων, όχι πλοία, όχι στρατιώτες, όχι σημαίες). Οι Έλληνες και Τούρκοι αξιωματούχοι διαβεβαιώνουν τις ΗΠΑ ότι θα αποσύρουν τις δυνάμεις (και τις σημαίες) τους, με τις ΗΠΑ να εγγυώνται την τέλεση των συμφωνηθέντων. Και έτσι έγινε.

1 Φεβρουαρίου 1996: Όλοι νίκησαν. Η Τσιλέρ δηλώνει: «Εκφράσαμε καθαρά την αποφασιστικότητά μας. Είπαμε ότι αυτή η σημαία θα κατεβεί, αυτοί οι στρατιώτες θα φύγουν. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Και το πετύχαμε». Ο Σημίτης από την άλλη λέει ότι η Τουρκία απέτυχε στις προσπάθειές της να εξαναγκάσει την Ελλάδα σε διαπραγμάτευση του νομικού καθεστώτος των βραχονησίδων. Κι ο Τουρκικός Στρατός δηλώνει επίσημα ότι ήταν η επιχείρηση των Τούρκων πεζοναυτών που ανάγκασε τους Έλληνες να υποχωρήσουν. Οι μόνοι που δεν νίκησαν είναι οι τρεις αξιωματικοί που έχασαν τη ζωή τους. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Μπιλ Κλίντον θα γράψει στην αυτοβιογραφία του ότι οι Αμερικάνοι αξιωματούχοι γελούσαν στη σκέψη πως Ελλάδα και Τουρκία ήταν έτοιμες να πολεμήσουν για δυο βράχους.

Έτσι είχαν τα πράγματα, αυτά περίπου μάθαμε τότε. Ένα ασήμαντο επεισόδιο, που μπορούσε και έπρεπε να επιλυθεί διπλωματικά, πήρε δημοσιότητα και προβλήθηκε εκατέρωθεν έτσι ώστε να δημιουργήσει αίσθηση, γρήγορα κλιμακώθηκε σε παιχνίδι με σημαίες και κατόπιν σε παιχνίδι με φρεγάτες. Γιατί έγινε αυτό, τη στιγμή που και οι δύο πρωθυπουργοί ήθελαν να εκτονώσουν την κατάσταση;




2. Παίζοντας Σκάκι με Άβαταρ

Χωρίς να μπω σε πολλές λεπτομέρειες, η γνωστική ωριμότητα είναι μια ποιότητα που έχει να κάνει με 4 παραμέτρους: A) Επίγνωση της ιδίας ερμηνείας (ο γνωστικά ανώριμος δεν συνειδητοποιεί ότι ερμηνεύει τα γεγονότα, νομίζει ότι παρατηρεί την πραγματικότητα ως έχει), B) Ανοχή στην αβεβαιότητα (o ανώριμος δεν ανέχεται για πολύ την αβεβαιότητα, γρήγορα καταρρέει στη βεβαιότητα – δηλαδή παραβλέπει ενδείξεις και στοιχεία περί του αντιθέτου, προκειμένου να επιβεβαιώσει την ήδη υπάρχουσα ερμηνεία του), Γ) Αποδοχή άλλων απόψεων (ο ανώριμος τις απορρίπτει κατευθείαν ή νιώθει ότι απειλείται από αυτές, ο ώριμος τις καλοδέχεται), Δ) Ευχέρεια στην ενσωμάτωση νέων πληροφοριών (οι νέες πληροφορίες που αλλάζουν τις προϋπάρχουσες ερμηνείες συναντάνε μεγάλη αντίσταση από την ψυχολογική γραφειοκρατία του γνωστικά ανώριμου).

Τώρα... λέμε συνήθως ότι η εξωτερική πολιτική έχει να κάνει με κράτη που προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τα συμφέροντα και τη δύναμή τους με (ορθο)λογικά μέσα, σαν σκακιστές που προσπαθούν να κερδίσουν τον αντίπαλο με υπολογισμούς και αναλύσεις. Χρησιμοποιούμε την εικόνα και στις εκφράσεις μας, λέμε «η διεθνής σκακιέρα», «ο Χ έκανε κίνηση ματ» κ.λπ. Στα θέματα αυτά της διεθνούς πολιτικής, η προσέγγιση της γνωστικής ωριμότητας είναι αρκετά διαφορετική, συγγενεύει με την παράδοση που ξεκίνησε από τον Robert Jervis. Αυτός λοιπόν πρότεινε ότι ο υποκειμενικός, γνωστικός παράγοντας στους λήπτες αποφάσεων είναι τόσο σημαντικός, ώστε στο φινάλε γίνεται δύσκολο να υποστηρίξουμε ότι στην πραγματικότητα οι αποφάσεις λαμβάνονται ορθολογιστικά. Το βασικό του σημείο είναι ότι οι παίκτες του διεθνούς συστήματος αντιλαμβάνονται τον κόσμο και τους άλλους παίκτες μέσα από τις προδιαμορφωμένες τους εικόνες. Αυτές όμως συχνά (= σχεδόν πάντα) αποδεικνύονται ανακριβείς έως κατάφωρα εσφαλμένες• στη διεθνή πολιτική, η παρανόηση και η παρανάγνωση είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση. Δεν βλέπεις εμένα, βλέπεις το άβατάρ μου• κι εγώ δεν βλέπω εσένα, βλέπω το άβατάρ σου, που μπορεί να έχει μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία σχέση με σένα. Και καταλήγουμε να παίζουμε σκάκι ο καθένας με το άβαταρ του άλλου χωρίς να το καταλαβαίνουμε. 

Ο Jervis πρότεινε κάποιες υποθέσεις εργασίας, που πλέον σήμερα έχουν σημαντική εμπειρική επιβεβαίωση πίσω τους. Αναφέρω τις πιο σημαντικές από αυτές για το επεισόδιο των Ιμίων:

- Οι λήπτες αποφάσεων τείνουν να προσαρμόζουν τις πληροφορίες στις προδιαμορφωμένες εικόνες και θεωρίες τους• με άλλα λόγια, βλέπουν αυτό που περιμένουν να δουν. Δε βλέπεις εμένα, βλέπεις το άβατάρ μου κι εγώ το δικό σου.

- Οι λήπτες αποφάσεων τείνουν να κάνουν λάθη παραβλέποντας νέες πληροφορίες που συγκρούονται με τις ήδη διαμορφωμένες τους απόψεις. Οι νέες πληροφορίες που αλλάζουν τις προϋπάρχουσες ερμηνείες συναντάνε μεγάλη αντίσταση από την ψυχολογική γραφειοκρατία του γνωστικά ανώριμου.

- Οι λήπτες αποφάσεων τείνουν να αντιλαμβάνονται την άλλη πλευρά πιο εχθρική απ’ ό,τι πραγματικά είναι. Όταν υπάρχει παρελθόν καχυποψίας και εχθρότητας, τείνουν να παραβλέπονται οι νέες ενδείξεις που συγκρούονται με τις προϋπάρχουσες αρνητικές εκτιμήσεις.

- Οι λήπτες αποφάσεων τείνουν να υπερεκτιμούν την άλλη πλευρά, να τη βλέπουν πιο πειθαρχημένη και συντονισμένη απ’ ό,τι πραγματικά είναι. Αυτή η νοοτροπία του «τίποτα δεν είναι τυχαίο» είναι χαρακτηριστική στους γνωστικά ανώριμους που δεν ανέχονται για πολύ την αβεβαιότητα στη συμπεριφορά του αντιπάλου.

- Όταν η συμπεριφορά της άλλης πλευράς είναι ανεπιθύμητη για μας, συνήθως ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα εσωτερικών δυνάμεων. Όταν η συμπεριφορά της άλλης πλευράς είναι επιθυμητή για μας, συνήθως ερμηνεύεται ως αντίδραση σε δικές μας πράξεις. Όταν μας βλάπτουν, είναι επειδή έχουν κακή πρόθεση (όχι επειδή εμείς τους αναγκάσαμε). Όταν μας ωφελούν, είναι επειδή εμείς τους αναγκάσαμε (όχι επειδή έχουν καλή πρόθεση).

- Το ότι δείχνουμε με σαφήνεια τις προθέσεις μας δε σημαίνει αναγκαστικά ότι η άλλη πλευρά τις αντιλαμβάνεται σωστά. Ο γνωστικά ανώριμος δε συνειδητοποιεί ότι ο αντίπαλος δεν βλέπει αυτόν αλλά το άβατάρ του (και αντιστρόφως).

- Οι λήπτες αποφάσεων δυσκολεύονται να δεχτούν ότι οι άλλοι μπορεί να τους βλέπουν ως απειλή. Με τα λόγια του ναυάρχου Λυμπέρη: «Ο αντίπαλος σπάνια έχει την ίδια εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας. Η απόκλιση αυτή επηρεάζει τις αντιλήψεις και τη συμπεριφορά του, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν τη δική μας συμπεριφορά».




3. Οι Τρεις Ημέρες που Σημάδεψαν τον Κόσμο

Ας δούμε τώρα το επεισόδιο των Ιμίων κάτω από το παραπάνω πρίσμα. Να σημειωθεί ότι από την πρώτη στιγμή ο Σημίτης θεώρησε το πρόβλημα πολιτικό κι όχι στρατιωτικό. Και προκειμένου να στείλει αυτό το μήνυμα στην τουρκική πλευρά, επέλεξε το πρωθυπουργικό του γραφείο για τον χειρισμό του επεισοδίου, όχι το Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων.

Α. Η σημαία των ενόπλων δυνάμεων. Ένα σημείο καμπής στο επεισόδιο σημειώθηκε το πρωί της 28ης Ιανουαρίου, όταν δύο ελληνικά περιπολικά άλλαξαν και πάλι τις σημαίες – «το πρώτο και βασικότερο λάθος» (Μανουσογιαννάκης Β, σελ 103). Αυτό έγινε αντιληπτό ως πρόκληση• μια σημαία αναρτημένη από τις ένοπλες δυνάμεις, όχι από έναν θερμόαιμο τοπικό δήμαρχο, ερμηνεύτηκε από τους Τούρκους ως επίσημη επιθετικότητα. Η πράξη όμως δεν ήταν μέρος κάποιου σχεδίου: ο Σημίτης δεν ήξερε τίποτα κι οι εντολές του Αρσένη προς τον Λυμπέρη ήταν μόνο να απομακρυνθεί η τούρκικη σημαία. Εξέφρασε τη δυσφορία του κατόπιν όταν ο Λυμπέρης τον ενημέρωσε ότι η τούρκικη σημαία απομακρύνθηκε και αντικαταστάθηκε με ελληνική σημαία, όμως δεν επέμεινε στις αρχικές του εντολές (Μανουσογιαννάκης Β, σελ 96). Δυσφόρησε κι ο Σημίτης• «είστε υπερβολικός και συναισθηματικός» είπε στον Λυμπέρη, όταν ο τελευταίος του επεσήμανε ότι δύσκολα θα πάρουν πίσω τη σημαία τώρα οι ένοπλες δυνάμεις γιατί σ’ αυτήν ορκίζονται οι αξιωματικοί. Όμως δεν έκανε τίποτα άλλο. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, Αρσένης και Λυμπέρης συνειδητοποίησαν ότι μια σημαία χρειάζεται και φρουρά για την προστασία της, αλλιώς ο εχθρός θα επιχειρήσει βραδινή αποβίβαση να την απομακρύνει (αυτό μοιάζει να υπονοεί ο Μανουσογιαννάκης Β, σελ 96, ότι το συνειδητοποίησαν λίγο αργότερα). Οπότε διέταξαν τη φρούρησή της από ομάδα βατραχανθρώπων: ακόμα ισχυρότερη η πρόκληση στα μάτια των Τούρκων.

Η ελληνική σημαία ήταν πιθανότητα ιδέα και πρωτοβουλία του Λυμπέρη, όμως οι πολιτικοί του προϊστάμενοι δε βρήκαν το κουράγιο να τον επιπλήξουν και να επιμείνουν στις αρχικές εντολές. Για την ακρίβεια, δεν πρέπει να υπήρχε προϊστάμενος κατά τη διάρκεια της κρίσης, αυτό καταλαβαίνω, ο καθένας αυτοσχεδίαζε και ξεχνούσε να ενημερώσει τους υπόλοιπους. Οι Τούρκοι όμως δεν μπορούσαν να τα ξέρουν όλα αυτά, «ο αντίπαλος πάντα υπερεκτιμάται και γίνεται αντιληπτός ως πιο πειθαρχημένος και συντονισμένος απ’ ό,τι πραγματικά είναι». Σίγουρα έβλεπαν ένα ελληνικό επιθετικό σχέδιο σε εξέλιξη, «τίποτα δεν είναι τυχαίο».

Από την άλλη όμως, οι Έλληνες δεν είχαν επίγνωση της εικόνας που έστελναν. Ο Σημίτης πιθανότατα πίστευε ότι με το να χειριστεί το επεισόδιο μέσω του πρωθυπουργικού γραφείου, κι όχι μέσω του Εθνικού Κέντρου Επιχειρήσεων, έστελνε ένα σαφές μήνυμα αποκλιμάκωσης στην άλλη πλευρά. Όμως «το ότι δείχνουμε με σαφήνεια τις προθέσεις μας δε σημαίνει αναγκαστικά ότι η άλλη πλευρά τις αντιλαμβάνεται σωστά». Σίγουρα δε συνειδητοποίησε τη σοβαρότητα του αντιφατικού μηνύματος προς τους Τούρκους – ανάρτηση σημαίας από άντρες των ενόπλων δυνάμεων – αλλιώς θα είχε επιμείνει στην απομάκρυνσή της. Κι έτσι, αντί να αποκλιμακωθεί η κρίση, το βράδυ της 28ης Ιανουαρίου συγκαλείται το τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας: «οι λήπτες αποφάσεων δυσκολεύονται να δεχτούν ότι οι άλλοι μπορεί να τους βλέπουν ως απειλή».

Αρχίζει τώρα το επόμενο στάδιο της κρίσης όπου οι Έλληνες υπεύθυνοι, πηγαινοερχόμενοι στο πρωθυπουργικό γραφείο κι όχι στο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων με τον ειδικό εξοπλισμό του, έχασαν την εικόνα της ραγδαίας εξέλιξης των γεγονότων.

Β. Η κινητοποίηση του στόλου. Το πρωί της 30ης Ιανουαρίου, ο Αρσένης έδωσε το πράσινο φως στον Λυμπέρη για αύξηση της κινητοποίησης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στο Αιγαίο (Μανουσογιαννάκης Β, σελ 97). Είχαν ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες από την προηγούμενη μέρα ότι λάμβανε χώρα μεγάλης κλίμακας κινητοποίηση του τουρκικού στρατού στην Ανατολική Θράκη και Νοτιοανατολική Τουρκία (Τσιαντούλας, σελ 44). Το μεσημέρι, ο Σημίτης ζήτησε από όλους να αποφύγουν ενέργειες που μπορεί να κλιμακώσουν την κρίση και να χρησιμοποιούν χαμηλούς τόνους στα ΜΜΕ. Πράγματι, λίγο αργότερα Σημίτης, Πάγκαλος και Αρσένης δήλωσαν τηλεοπτικά ότι επιθυμούν τον τερματισμό της κρίσης και τη βελτίωση του κλίματος• αν η Τουρκία αποσύρει τις μονάδες της, θα πράξει ομοίως και η Ελλάδα. Ο Αρσένης όμως δε θεώρησε σκόπιμο να ενημερώσει και τους άλλους για τις πρωινές αποφάσεις (Μανουσογιαννάκης Β, σελ 98). Οπότε η τούρκικη πλευρά από τη μία έβλεπε τους Έλληνες πολιτικούς να μιλάνε για αποκλιμάκωση, κι από την άλλη να κινητοποιείται ο ελληνικός στόλος στο Αιγαίο, να επιστρέφει η φρεγάτα ΥΔΡΑ από τις ασκήσεις του ΝΑΤΟ κ.λπ. Αυτό ήταν μια ξεκάθαρη μη-συνειδητοποίηση ότι οι άλλοι μπορεί να σε βλέπουν ως απειλή. Ο Αρσένης πιθανότητα θεωρούσε την κινητοποίηση του στόλου ως κάτι αναγκαίο και αμυντικό, όχι ως «ενέργεια που μπορεί να κλιμακώσει την κρίση». Δε θεώρησε σκόπιμο καν να το αναφέρει.

Γ. Η επιθυμητή λύση. Κάποια στιγμή το απόγευμα της 30ης Ιανουαρίου, ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, υφυπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ τότε, συμφώνησε με τους Τούρκους στη λύση «όχι πλοία, όχι στρατιώτες, όχι σημαία, επιστροφή στο status quo ante». Ο Πάγκαλος, που διαπραγματευόταν με τους Αμερικανούς χωρίς να ενημερώνει τους άλλους, προσπάθησε να παζαρέψει τη σημαία για λόγους γοήτρου. Δεν του πέρασε από το μυαλό ότι αν οι Τούρκοι άκουγαν πως η λύση δεν γίνεται δεκτή, θα επιχειρούσαν να εγκαταστήσουν τη δική τους σημαία στα Ίμια («στοιχειώδης λογική», κατά τον Μανουσογιαννάκη) και να ισοφαρίσουν το σκορ στον συμβολικό ποδοσφαιρικό αγώνα των δύο πλευρών. Το ενδιαφέρον εδώ είναι το παράπονο του Μανουσογιαννάκη, πως αν ο Πάγκαλος είχε συμβουλευτεί τους έμπειρους διπλωμάτες του Υπουργείου Εξωτερικών, θα του το είχαν επισημάνει (Μανουσογιαννάκης Β, σελ 100). Όμως κατά πώς φαίνεται, ο Πάγκαλος δεν καλοδεχόταν άλλες φωνές. Η κρίση των Ιμίων είχε ουσιαστικά λυθεί από το απόγευμα της 30ης Ιανουαρίου, καθότι οι Τούρκοι συμφωνούσαν στην απόσυρση πλοίων και στρατιωτών• εύκολα θα μπορούσε και να διευθετηθεί το θέμα της σημαίας, μια διπλωματική απάντηση χρειαζόταν εδώ, να κερδηθούν λίγες ώρες κι εντωμεταξύ ν’ αρχίσει να εκτονώνεται η κατάσταση. Το πιο πιθανό είναι ότι ο Πάγκαλος δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι το θέμα λύθηκε, διότι φυσικά αγωνιούσε για τη σημαία, ήταν πρώτη προτεραιότητα γι’ αυτόν, πώς θα φανεί στην κοινή γνώμη.

Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι επανήρθαν στις 23:30 και ενημέρωσαν τον Αρσένη ότι οι Τούρκοι επέμεναν για τη σημαία. Ούτε αυτός ούτε ο Πάγκαλος, που εντωμεταξύ είχε πάει στο MEGA να δώσει συνέντευξη, ενημέρωσαν τους άλλους και χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Τα μεσάνυχτα ο Σημίτης κάλεσε συμβούλιο στο γραφείο του και μια ώρα μετά, που επέστρεψε κι ο Πάγκαλος από το MEGA, ενημερώθηκαν όλοι (τα παραπάνω από Μανουσογιαννάκης Β, σελ 99-100). Πρέπει να ήταν λίγα λεπτά αργότερα που πρωτοάκουσαν από τις τουρκικές ειδήσεις ότι πλέον υπάρχει και τουρκική σημαία επάνω στα Ίμια. Μέσα σε ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ότι επίκειται τουρκική επίθεση στο Φαρμακονήσι (Μανουσογιαννάκης, σελ 101), ήταν όλοι αναποφάσιστοι ως τις 03:30, όταν οι Αμερικανοί τούς επιβεβαίωσαν την ύπαρξη της τούρκικης σημαίας. Το συμβούλιο θεώρησε απαραίτητη και μια αναγνωριστική αποστολή – που κατέληξε στη συντριβή του ελικοπτέρου. Λίγα λεπτά μετά την επιβεβαίωση και από ελληνικά χείλη, οι υπεύθυνοι ενημέρωσαν τους Αμερικανούς ότι η πρόταση (όχι πλοία, όχι στρατιώτες, όχι σημαίες, επιστροφή στο status quo ante) γίνεται δεκτή.




4. Στο Δια Ταύτα:

Ας μην ξεχνάμε ότι οι Έλληνες υπεύθυνοι κλήθηκαν να χειριστούν μια κατάσταση χωρίς χρόνο για να συλλάβουν τις νομικές και πολιτικές της λεπτομέρειες. Επίσης ότι ο χειρισμός της κρίσης έγινε από το πρωθυπουργικό γραφείο, χωρίς μεγάλη επαφή με τις ραγδαίες εξελίξεις στο Αιγαίο, με τις πληροφορίες να φτάνουν καθυστερημένες ανάμεσα σε άλλες ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες. Τούτων λεχθέντων όμως, οι Έλληνες υπεύθυνοι επέδειξαν εντυπωσιακή γνωστική ανωριμότητα:

1) Συνεχώς ταύτιζαν τις απόψεις τους με την πραγματικότητα, έβλεπαν τον γιαλό στραβό ενώ οι ίδιοι ήταν που αρμένιζαν στραβά. Ήταν σίγουροι πως υπήρχε εκεί έξω ένα τουρκικό σχέδιο σε εξέλιξη, όμως απέτυχαν να καταλάβουν πόσες από τις τουρκικές κινήσεις ήταν αντιδράσεις σε δικές τους πράξεις: «Όταν η συμπεριφορά της άλλης πλευράς είναι ανεπιθύμητη, συνήθως ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα εσωτερικών δυνάμεων, όχι ως αντίδραση σε δικές μας πράξεις». Ο Αρσένης ήταν τόσο πεπεισμένος ότι έβλεπε τουρκικό σχέδιο σε εξέλιξη, ώστε ούτε καν σκέφτηκε την κινητοποίηση του ελληνικού στόλου ως μια «ενέργεια που μπορεί να κλιμακώσει την κρίση», απλώς ως μια αυτονόητη αμυντική αντίδραση.

2) Δεν μπορούσαν να ανεχθούν την αβεβαιότητα. Κάθε φορά που έφτανε μια ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, έπεφτε πανικός στο πρωθυπουργικό γραφείο - η κινητοποίηση του στόλου ήταν ένα μεγάλο σφάλμα που προκλήθηκε από μια τέτοια. Όμως ο Αρσένης δεν μπορούσε να αναβάλει την απόφαση, να ζήσει με την αβεβαιότητα μέχρι να έχει κι άλλες πληροφορίες, έπρεπε να δώσει το πράσινο φως. Η αναγνωριστική αποστολή του ελικοπτέρου ήταν ένα άλλο λάθος που στοίχισε ζωές• οι υπεύθυνοι είχαν ήδη ακούσει από την τουρκική TV και τους Αμερικάνους ότι υπήρχε πλέον και τουρκική σημαία στα Ίμια, όμως ήθελαν να το ακούσουν και από τους δικούς τους αξιωματικούς, τα νέα έπρεπε να ήταν στα Ελληνικά για να γίνουν πιστευτά.

3) Δεν ήταν ανοιχτοί σε άλλες απόψεις• όλα τα περιστατικά ασυνεννοησίας ήταν χαρακτηριστικά. Η παράλειψη του Πάγκαλου να συμβουλευτεί τον μηχανισμό του ΥπΕξ για το θέμα της σημαίας ήταν χαρακτηριστική (γενικά οι πολιτικοί στην Ελλάδα δεν ακούνε την κρατική γραφειοκρατία των υπουργείων, τους θεωρούν παρακατιανούς). Κάθε ένας ήταν πεπεισμένος ότι κατείχε την πλήρη γνώση κι απλά δεν έβλεπε τον λόγο ν’ ακούσει άλλες φωνές.

4) Δεν μπορούσαν εύκολα να ενσωματώσουν την καινούργια πληροφορία στις προδιαμορφωμένες τους απόψεις• ουσιαστικά, είχαν φτάσει στην επιθυμητή λύση από το απόγευμα ή το βράδυ της 30ης Ιανουαρίου, όμως οι φόβοι τους και η πεποίθηση ότι υπήρχε τουρκικό σχέδιο είχαν δική τους ζωή κι αδράνεια. Φτάσαν στην επιθυμητή λύση αλλά δεν το συνειδητοποιούσαν.

Αυτή λοιπόν είναι η ερμηνεία μου. Εσείς τι λέτε; Σε επόμενη ανάρτηση θα προτείνω και λύση για τα ελληνοτουρκικά.



*  *  *  *  *

Διαβάστε:

- Σήφης Μανουσογιαννάκης, Ίμια: Το Χρονικό Ενός Παραλίγο Πολέμου (Μέρος Α), Αναχαίτιση / Interception, Μάρτιος-Απρίλιος 2008 

- Σήφης Μανουσογιαννάκης, Ίμια: Το Χρονικό Ενός Παραλίγο Πολέμου (Μέρος Β), Αναχαίτιση / Interception, Μάιος-Ιούνιος 2008 

- Λεωνίδας Τσιαντούλας, Το Ενδεχόμενο Μη-Εσκεμμένης Ελληνοτουρκικής Κρίσης. Ο Ρόλος της Παρανόησης στη Δημιουργία Σημείων Τριβής, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 2006

Ο Καλαφατισμένος Κόσμος

Καταρχήν, προτείνω έναν τίτλο για τον Πειραιώς Σεραφείμ: ο Πάτερ Μποζόνιος. Ε, άμα θες να ‘χεις γνώμη και για τη σωματιδιακή φυσική, σου αξίζουν τέτοιες τιμές.

Σοβαρά τώρα, αναρωτιόμουν χθες βράδυ γιατί το μποζόνιο Χιγκς κι η (πιθανή) ανακάλυψή του ενόχλησαν τόσο τον Σεβασμιότατο. Ήταν το παρατσούκλι, «σωματίδιο του Θεού»; Τότε γιατί δεν είχαν κανένα πρόβλημα τόσοι άλλοι χριστιανοί ιερωμένοι; Έριξα μια ματιά στο ίντερνετ και είδα π.χ. το Πατριαρχείο Μόσχας συνεχάρη τους επιστήμονες, διάφοροι προτεστάντες πάστορες ήταν θετικοί (εδώ κι εδώ), γενικά ο χριστιανικός κόσμος μοιάζει να 'ναι θετικός και να μην ενοχλείται από την ονομασία «σωματίδιο του Θεού». Θα πρέπει να αισθάνεται πολύ μόνος ο Πάτερ Μποζόνιος. Θυμήθηκα λοιπόν ότι τον Μάρτιο είχε κάνει μια κακεντρεχή ανακοίνωση για την Μπακογιάννη, τότε που αποκαλύφθηκε ότι ο σύζυγός της έβγαλε χρήματα στο εξωτερικό (ο Μποζόνιος τα είχε μαζί της από παλιότερα, επειδή η Ντόρα τον κατηγόρησε κάποτε για τις συνομωσιολογίες του, και με την αποκάλυψη για τον Κούβελο ένιωσε ότι τιμωρήθηκε η αναιδής πολιτικός): «Δεν πέρασε ένας χρόνος και ο Πνευματικός Νόμος λειτούργησε με εκκωφαντικό τρόπο ... η δύναμις του Πνευματικού Νόμου δια μίαν εισέτι φοράν εναργέστατα έδρασε». 

Αυτό που συμβαίνει τώρα με την (πιθανή) ανακάλυψη του μποζονίου Χιγκς είναι ότι ισχυροποιείται και με πειραματική επιβεβαίωση μια επεξηγηματική αφήγηση του κόσμου που δεν αφήνει χώρο σε θεϊκές επεμβάσεις. Δημιουργία εκ του μηδενός χωρίς Δημιουργό• ολοκληρωμένη εξήγηση του σύμπαντος και της λειτουργίας του χωρίς αναφορά σε θεϊκή αρχή – τώρα και με την επικύρωση του πειράματος. Κάτι παρόμοιο μ’ αυτό που έγινε παλιά με τον Δαρβίνο και τη θεωρία της εξέλιξης: η πολυμορφία της ζωής στον πλανήτη απέκτησε μια άλλη επεξηγηματική αφήγηση, χωρίς κανέναν ρόλο για τον Θεό. Αυτό δεν είναι αναγκαστικά πρόβλημα για τους θεολόγους. Αν δείτε τα παραπάνω link, θα διαβάσετε τους ιερωμένους να περιγράφουν π.χ. έναν υπερβατικό Θεό, που δεν βγαίνει απ’ το γραφείο του κι αφήνει όλη τη δουλειά της Δημιουργίας στο μποζόνιο Χιγκς. Έναν Θεό πριν από το Μπιγκ Μπανγκ, που δεσμεύεται κι ο ίδιος από τους νόμους της φύσης, της λογικής και της στατιστικής. «Ο Θεός μπορεί ίσως να κάνει έναν γάιδαρο με τρεις ουρές», έλεγε ο Παράκελσος, «δεν μπορεί όμως να κάνει ένα τρίγωνο με τέσσερις πλευρές». Κάπως έτσι.

Ο Θεός όμως του Πατέρα Μποζόνιου δεν είναι τέτοιος! Είναι ένας επεμβατικός Θεός που λειτουργεί και εντός του δημιουργημένου κόσμου, αλλοιώνει τους νόμους του, πειράζει τις στατιστικές του παραμέτρους, οτιδήποτε προκειμένου να επιβάλει επί της ύλης τον Πνευματικό Νόμο – δεν ξέρω τι είναι αυτό, μόνο ο Μποζόνιος ξέρει, καθότι διατηρεί για τον εαυτό του το μονοπώλιο της ερμηνείας του. Σωστά λοιπόν νιώθει ότι απειλείται από την πειραματική επικύρωση της επιστημονικής αφήγησης, που περιγράφει έναν καλαφατισμένο κόσμο, χωρίς ρωγμές για να περάσει μέσα ο επεμβατικός Θεός με τον Πνευματικό του Νόμο. Ένας αμέτοχος Θεός, που δεν επεμβαίνει στην ύλη κι αποδεικνύει την παρουσία του μόνο στην ομορφιά και την αρμονία του κόσμου, δεν είναι αρκετός για τον Πειραιώς Μποζόνιο• χρειάζεται τη θεϊκή επέμβαση, τον Πνευματικό Νόμο, για να τιμωρεί την Μπακογιάννη κι όλους τους ασεβείς. Έναν Θεό που μπορεί να κάνει ακόμα και τρίγωνα με τέσσερις πλευρές.

Τέρμα η σοβαρότητα! Τι κοινό έχουν τα μποζόνια και τα βυζιά; Απάντηση: γεμίζουν με μάζα τα κενά, είναι ακριβοθώρητα, κι η ανακάλυψή τους χαροποιεί όλον τον κόσμο εκτός από τον Πειραιώς Σεραφείμ.