Dunyā

Κοίτα που μπορείς να καταλήξεις ανύποπτα όταν ψάχνεις λεπτομέρειες από τα αγαπημένα σου τραγούδια...
Κοίταξα από περιέργεια να βρω πληροφορίες για τη λέξη "ντουνιάς". Αυτό που ήξερα μια ζωή, "ντουνιάς" σημαίνει "κόσμος". Τελικά είναι πιο σύνθετο.

Αυτό που βρήκα, "dunya" είναι θεολογικός όρος στο Ισλάμ, η λέξη αναφέρεται στο Κοράνι. Δεν σημαίνει απλά "κόσμος", αλλά ο απατηλός κόσμος εδώ κάτω, σε αντιδιαστολή με το Επέκεινα ή με την Αλήθεια του Θεού (akhirah, δεν ξέρω πώς προφέρεται στα αραβικά). Ο κόσμος που αν τον πάρεις στα σοβαρά και του αποδόσεις υπόσταση και μονιμότητα, τότε γίνεται προοίμιο της Κόλασης - ενώ αν τον θεωρήσεις περαστικό και πλάνο, ένα θέατρο σκιών στον τοίχο του Πλατωνικού Σπηλαίου (akhirah), γίνεται προοίμιο του Παραδείσου.

Είναι ταιριαστό!... 
Συνειδητοποίησα κατόπιν ότι όλα τα παλιά λαϊκά που χρησιμοποιούσαν τη λέξη, πάντα τη φόρτιζαν αρνητικά: "ντουνιά προδότη", "παλιοζωή, ψεύτη ντουνιά", "αχάριστε κόσμε και ντουνιά", τέτοια είναι όλα τα παραδείγματα που σκέφτομαι. Δεν το 'χα προσέξει πιο πριν...

Κατόπιν αναρωτήθηκα πώς οι παλιοί μάγκες που γράψαν αυτά τα τραγούδια, ήταν τόσο θεολογικώς καταρτισμένοι στο Ισλάμ... Κοιτώντας στο ίντερνετ, ανακάλυψα ότι από τον 19ο αιώνα, υπήρχε μεγάλη δραστηριότητα Μπεκτασήδων ντερβίσηδων στον ελλαδικό χώρο και στα Βαλκάνια:

The Bektashi Order formed the “left” end of the Sufi spectrum in the Balkans. Avowedly Shi’ah (and often antinomian) in outlook, their shaykhs (known as babas) were able to gain sway over rural areas and villages throughout Greece, southern Albania and Macedonia, as their toleration and ability to absorb local custom provided this element of the population with a “folk” Islam that they could easily relate to ... In the 19th century, the Bektashi began to gain an immense footing in Albania and Greece

Μάλιστα... Μπεκτασήδες ντερβίσηδες, ανεπιθύμητοι από την Οθωμανική κυβέρνηση, οι οποίοι έρχονταν σε επαφή με τα λαϊκά στρώματα της Ελλάδας -παραπεταμένος προς παραπεταμένο- και τους μετέδωσαν κάτι από την κοσμοθεώρησή τους (και την ορολογία τους).

Ίσως ένας απόηχος αυτής της συνάντησης Αλεβιτών και Χριστιανών παραπεταμένων, ίσως να είναι και το διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη, "Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης", 1896. Είναι ολοφάνερο με πόση συμπάθεια περιγράφει ο Παπαδιαμάντης τον δερβίση (θα ήταν Μπεκτασί, εύλογη υπόθεση). Οπότε, η τούρκικη παροιμία μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ... ίσως πρέπει να αποδοθεί: αυτός ο ψεύτης κόσμος είναι τροχός της τύχης...

Κι αυτό ταιριάζει!
Εξηγεί πόσο θετικά χρησιμοποιούσαν οι παλιοί μάγκες τη λέξη "ντερβίσης": κορυφαίος τίτλος τιμής στη Μάγκικη Αδελφότητα ("ντερβίση αμαξά μου", "τέτοιο ντερβίσικο παιδί", "έχω ντερβίση, μάγκα κι αλανιάρη" κ.α.)
    
Κι όλα αυτά τα βρήκα, απλά ψάχνοντας ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια:





Συνασπισμός Ριζοσπαστικού Σαιξπηρισμού

Από τον Ρωμαίο & Ιουλιέτα του Σαίξπηρ, Πράξη 5 Σκηνή 1 (ο Ρωμαίος, εξόριστος στη Μάντουα, συντρίβεται όταν μαθαίνει πως η Ιουλιέτα είναι νεκρή, τρέχει σ’ έναν τοπικό φαρμακοποιό ν’ αγοράσει δηλητήριο, ν’ αυτοκτονήσει):

ΡΩΜΑΙΟΣ: Βγες, άνθρωπε. Κάνει μπαμ ότι είσαι φτωχός. Πάρε 40 δουκάτα και δώσ’ μου ένα φαρμάκι που να ξεπαστρεύει γρήγορα και τελειωτικά.

ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΣ: Έχω τέτοια θανατηφόρα φαρμάκια. Όμως ο νόμος της πόλης μου απαγορεύει να τα πουλάω επί ποινή θανάτου.

ΡΩΜΑΙΟΣ: Καλά, είσαι τόσο φτωχός κι ακόμα φοβάσαι τον θάνατο; Τα μάγουλά σου βουλιαγμένα απ’ την πείνα. Ζητιάνος είσαι, φαίνεται στα μάτια σου. Ο κόσμος δεν είναι φίλος σου. Ούτε ο νόμος: φτιάχτηκε προκειμένου να μη γίνεις ποτέ πλούσιος. Οπότε κι εσύ αρνήσου να παραμένεις φτωχός, ξέχνα τον νόμο (κρατά τα χρήματα μπροστά του)

ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΣ: Η φτώχεια μου θα στο πουλήσει, όχι η θέλησή μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ: Κι εγώ πληρώνω τη φτώχεια σου, όχι τη θέλησή σου.

ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΣ: (του δίνει το δηλητήριο) Ρίξ’ το σ’ ένα ποτό και πιες το. Θα σε σκοτώσει ακόμα και να 'σαι γερός όσο είκοσι άντρες.

ΡΩΜΑΙΟΣ: (τον πληρώνει) Πάρε το χρυσάφι σου. Ακόμα χειρότερο φαρμάκι απ’ αυτό που μου 'δωσες. Δηλητηριάζει πιο πολύ τις ψυχές των ανθρώπων, φέρνει πολύ περισσότερο θάνατο στον κόσμο απ’ αυτό το φτωχό φαρμάκι που μου πούλησες.
Εγώ σου έδωσα φαρμάκι. Εσύ μου έδωσες φάρμακο. 

Μέσα στην 4ετία που πέρασε, πάρα πολλές φορές σκέφτηκα ότι τελικά ο Σαίξπηρ είναι πιο ριζοσπαστικός από τον Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς και την κυβέρνησή του...
Στις επόμενες εκλογές (αν γίνουν, αν ζω) ψηφίζω Σαίξπηρ.
ΣΥΡΙΣΑΙΞ

Με Κουσαντιανή Μαχαίρα

Όπως όλοι ξέρουμε, ένα απ’ τα κορυφαία επιτεύγματα του ανθρώπινου πολιτισμού είναι το τραγούδι Ο Γιάνναρος (1929): Ήρθε ο Γιάννης από πέρα, με κουσαντιανή μαχαίρα, γεια σου Γιάνναρε... Ο Δημήτρης Μυστακίδης το λέει ωραία:



 
Κοιτούσα το μπακγκράουντ του τραγουδιού, μοιάζει πως έχει ενδιαφέρουσα ιστορία: Απ’ ό,τι φαίνεται, λεγόταν Γιάννης Παρτσάφας (ο Γιάνναρος του τραγουδιού), χασάπης στο Κοκκάρι της Σάμου, 1874 – 1971. Εδώ μπορείτε να τον δείτε σε φωτογραφίες

Μετά τον θάνατο της πρώτης γυναίκας του, ξαναπαντρεύεται μια χήρα και κάνει κόρη μαζί της, το Κατινάκι του τραγουδιού. Χωρίς να ξέρω, τη φαντάζομαι όμορφη κοπέλα, εκεί στα 15 – 20 της (και δεν αποκλείεται το Κατινάκι να ζούσε μέχρι σχετικά πρόσφατα). Ήταν η αδυναμία του πατέρα της. Όμως ήταν κι η αδυναμία ενός ντόπιου μουσικού, του Χαρίλαου Περρή, ο οποίος την τριγύρναγε και της έκανε καντάδες. Μέχρι που μια μέρα ο Γιάνναρος τον πήρε στο κυνήγι «με κουσαντιανή μαχαίρα», κι ο τύπος όπου φύγει–φύγει. Ο Χαρίλαος τελικά πήγε μετανάστης στην Αμερική να μαζέψει λεφτά και να ξαναγυρίσει Σάμο, όμως δεν ξαναγύρισε ποτέ. Στις ΗΠΑ έφτιαξε κι ηχογράφησε τον Γιάνναρο, δηλ. το περιστατικό όπου έτρεξε να γλιτώσει απ’ την κουσαντιανή μαχαίρα του πατέρα που ήρθε από πέρα.

Ο Γιάνναρος, η πρωτότυπη ηχογράφηση του Χαρίλαου Περρή, 1929:



 
Όπως τον ακούω στο τραγούδι, ο Χαρίλαος είναι μάλλον 2ος τενόρος, η φωνή του πάνω-κάτω ίδια με τη δικιά μου, και υπερβολικά ζωηρός, πιο πολύ απ’ όσο πρέπει: ο Δ. Μυστακίδης κατάλαβε το τραγούδι και το είπε καλύτερα από τον ίδιο τον Χαρίλαο που το έφτιαξε (ίσως ούτε καν το έφτιαξε, ίσως κάποιος παλιότερος δημοτικός σκοπός που ο Χαρίλαος τον προσάρμοσε).

Με συγκινεί που ο πρωταγωνιστής κι ο τίτλος του τραγουδιού είναι ο Γιάνναρος («γεια σου Γιάνναρε»), όχι ο Χαρίλαος ούτε το Κατινάκι. Οπότε, τελικά βγήκε ένα τραγούδι που δεν λέει «αγαπώ το Κατινάκι», ή «Κατινάκι είσαι τόσο όμορφη», λέει: «ο Γιάνναρος με έβαλε στη θέση μου» (με κουσαντιανή μαχαίρα). Διότι αν αγαπώ πραγματικά το Κατινάκι, θα κάτσω να σφαχτώ γι’ αυτήν (με κουσαντιανή μαχαίρα). Οι καντάδες είναι εύκολες, όλοι μπορούμε να τις κάνουμε. Το θέμα είναι να γίνουμε μνημείο για το Κατινάκι, να βάψουμε το κατώφλι της με το αίμα μας. Ο Χαρίλαος ανακάλυψε επί τόπου, όταν πέρασε το τεστ της κουσαντιανής μαχαίρας ότι δεν είχε τα κότσια να το κάνει (όπως όλοι μας το ανακαλύψαμε κάποτε, έτσι δεν είναι;) Χρειάστηκε κάτι ανάλογο με το τεστ της κουσαντιανής μαχαίρας για να ανακαλύψουμε ότι τελικά αγαπάμε εκ του ασφαλούς, αγαπάμε εύκολα, αγαπάμε ανώδυνα, αγαπάμε άκοπα, αγαπάμε τον εαυτό μας εκεί που νομίζαμε ότι αγαπάμε κάποιο Κατινάκι.
Η διαφορά είναι ότι τουλάχιστον ο Χαρίλαος βρήκε τα κότσια να το παραδεχτεί.

Από μια άποψη, το τραγούδι μιλάει για τρεις μικρούς ανθρώπους: ένας πιτσιρικάς που τριγυρίζει μια νόστιμη κοπελίτσα, η οποία κολακεύεται με τους θαυμαστές που τρέφουν την αυταρέσκειά της, κι ένας πατέρας που παίρνει το κυνήγι τον φλώρο που γυροφέρνει την κόρη του (με κουσαντιανή μαχαίρα). Θλιβεροί όλοι τους.
 
Και υπέροχοι.

Από μια άλλη άποψη, το τραγούδι μιλά για το μεγαλείο της μικρότητας. Τρεις μικροί άνθρωποι που συνωμοτήσαν μεταξύ τους και, χωρίς να το καταλάβουν, φτιάξαν κάτι μεγάλο. Πώς μπορείς να βρεις διαμάντια στα σκουπίδια. Απόδειξη: το τραγούδι που βγάλαν. Από τα κορυφαία στην ιστορία της ιστορίας. 
Τους αγαπάω και τους τρεις, όπως τους ακούω μέσα από το τραγούδι. Και οι τρεις απαραίτητοι. Δεν περισσεύει κανένας.

Δαρβινισμός

Στη ζωή γουστάρω τα απόνερα της εξέλιξης. Τους χαμένους, τους απροσάρμοστους, τους άτυχους, τους λούζερς. Αυτών την παρέα θέλω. Οι νικητές είναι ξενέρωτοι. Οι μεγιστοποιητές συναρτήσεων χρησιμότητας είναι βαρετοί. Όμως οι Σταχτοπούτες της εξέλιξης είναι σέξι (κι όποιος αντέξει). Τα λιπάσματα της εξέλιξης, αυτοί που γίνονται τροφή για τους νικητές, αυτοί που θα ξεχαστούν σαν των βουνών το περσινό το χιόνι, αυτοί που δίνουν χαμένους αγώνες. Όχι αυτοί που δίνουν αγώνες με πιθανότητες. Όχι αυτοί που προσαρμόζονται βέλτιστα στο περιβάλλον τους (πλήξη...) - αυτοί που είναι βέλτιστοι όμως το περιβάλλον δεν είναι βέλτιστο γι' αυτούς.

Οι Εβραίοι της εξέλιξης, όχι οι Ναζί της εξέλιξης.

Συνήθως είναι αυτοί που γράφουν τα πιο όμορφα τραγούδια, διηγούνται τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες, κάνουν τα πιο ξεσηκωτικά γλέντια, βλέπουν τα πιο όμορφα όνειρα. Όμως τι γλέντι να κάνεις με τους τυχερούς και τους εξελικτικά προσαρμοσμένους;... Πώς να ξεσηκωθείς με τους δαρβινικούς μαυραγορίτες;...