Το Συμβόλαιο Της Βίας

Μπορεί να διαφωνούμε, αλλά δε σε βρίσω κιόλας• μπορεί να αλληλοβριζόμαστε, αλλά δε θα σε χτυπήσω κιόλας• μπορεί να έχουμε πιαστεί στα χέρια και να δερνόμαστε, αλλά δε θα σε σκοτώσω κιόλας• θα σε σκοτώσω.

Αυτές είναι οι τρεις κατηγορίες της βίας που διακρίνω, τρεις αποχρώσεις που συνθέτουν το φάσμα της επιθετικότητας. Λεκτική βία (βρισιές, απειλές, προσβολές, κατάρες, υψηλός τόνος φωνής) που επιφέρει συναισθηματικά πλήγματα στον αντίπαλο ή περιορίζεται σε συμβολικό – προειδοποιητικό επίπεδο, φυσική βία (χτυπήματα, γροθιές, κλωτσιές κ.λπ.) που επιφέρει σωματικά πλήγματα στον αντίπαλο, και υπαρξιακή βία (φόνος), με την έννοια ότι εκμηδενίζει τον αντίπαλο, του στερεί ακόμα και τη δυνατότητα ύπαρξης. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν ανθρώπινο χαρακτηριστικό• παρατηρούνται σε όλο το ζωικό βασίλειο, αρχαίες όσο η Πέμπτη και η Έκτη Ημέρα της Δημιουργίας, τότε που ο Θεός εποίησεν παν έμψυχον κινούμενον και παν πετεινόν πτερωτόν και κτήνη και ερπετά. Υπάρχει όμως μία σημαντικότατη διαφορά ανάμεσα στην επιθετικότητα του ανθρώπου και σ’ αυτή των υπόλοιπων ζώων. Πρώτα λίγη ιστορία:

Ο Βασιλιάς Σάκα
Ο John Keegan στο δεύτερο κεφάλαιο του A History Of Warfare μιλάει για τον βασιλιά Σάκα των Ζούλου (θυμάστε την παλιά τηλεοπτική σειρά;) που έγινε θρύλος για τα πολεμικά του κατορθώματα. Οι Ζούλου ήταν κυρίως βοσκοί και πριν από τον βασιλιά Σάκα, η χώρα τους ήταν κατακερματισμένη σε αμέτρητα μικροβασίλεια που συχνά έφταναν σε προστριβές μεταξύ τους. Λοιπόν, ο Σάκα κατάφερε να νικήσει στη μάχη όλους σχεδόν τους αντιπάλους του και να ενώσει υπό την κυριαρχία του ένα τεράστιο μέρος της Ζουλουλάνδης. Πώς τα κατάφερε; Μήπως είχε καλύτερα όπλα, περισσότερους στρατιώτες ή ήταν κάποια στρατηγική ιδιοφυία; Τίποτα από αυτά.

Πριν τον βασιλιά Σάκα, οι μάχες των Ζούλου είχαν ένα τυποποιημένο τελετουργικό. Οι δύο εχθρικές στρατιές συναντιόνταν με ακόντια και ασπίδες στο προκαθορισμένο σημείο και ξεσπούσαν αμέσως σε μία ομοβροντία από βρισιές και προσβολές. Όταν όλοι πλέον είχαν φτιαχτεί για τα καλά, οι στρατιώτες της μίας παράταξης πετούσαν τα ακόντιά τους στους εχθρούς, οι οποίοι έσπευδαν να καλυφθούν με τις ασπίδες τους και τα απέκρουαν. Κατόπιν, γινόταν το αντίστροφο. Στο τέλος, οι στρατιώτες και των δύο πλευρών έπεφταν ο ένας επάνω στον άλλον με ραβδιά, γροθιές και πέτρες, έπεφτε άγριο ξύλο, μέχρι να γίνει φανερό ποιοι είναι οι νικητές και ποιοι οι ηττημένοι.

Οι παραδοσιακές «μάχες» των Ζούλου, λοιπόν, μπορεί να έληγαν χωρίς ούτε έναν νεκρό. Σίγουρα υπήρχαν άφθονα ανοιγμένα κεφάλια, σπασμένα χέρια, πλευρά και μύτες, καμιά φορά μπορεί και να υπέκυπτε κάποιος, εμείς όμως αυτό δε θα το αποκαλούσαμε «μάχη». Το πλησιέστερο αντίστοιχο που μπορώ να σκεφτώ είναι: «σύγκρουση μεταξύ αντίπαλων χούλιγκαν». Κι όμως, μετά από τέτοιες «μάχες» αποφασίζονταν ζητήματα εδαφικής κυριαρχίας ή ακόμα και καθυπόταξης ενός βασιλείου από άλλο. Δεν μπορούμε να το συλλάβουμε εύκολα, γιατί δε συνειδητοποιούμε πόσο τεράστιο ρόλο έπαιζε το κύρος σ’ εκείνες τις κοινωνίες (και παίζει ακόμα, σε όλο σχεδόν τον Τρίτο Κόσμο). Πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι στις δυτικές μας κοινωνίες.
Shaka Zulu

Τι έκανε ο Σάκα; Πριν ακόμα γίνει βασιλιάς, τότε που απλώς είχε ένα μικρό «στρατιωτικό» σώμα υπό τις διαταγές του, συνέλαβε την ιδέα της μάχης μέχρις εσχάτων. Την πρώτη φορά λοιπόν που οι στρατιώτες του βγήκαν στον πόλεμο, οι αντίπαλοι περίμεναν ότι θα έπαιζαν αυτό το παραδοσιακό παιχνίδι με βρισιές και ξύλο, όμως οι στρατιώτες του Σάκα δεν πήγαν για να παίξουν. Έπεσαν κατευθείαν επάνω στους εχθρούς με λόγχες και ακόντια, και τους πετσόκοψαν. Μέχρι οι υπόλοιποι μικροβασιλιάδες των Ζούλου να καταλάβουν τι συνέβη, ο Σάκα συνέχισε κατά τον ίδιο τρόπο και υπέταξε ένα μεγάλο αριθμό από τα μικροβασίλεια της Ζουλουλάνδης. Ο θρύλος που δημιουργήθηκε αργότερα ήθελε τα πνεύματα του δάσους να του δίνουν μία μαγική λόγχη που τον καθιστούσε ανίκητο στη μάχη κ.λπ. Είχε πράγματι ένα μαγικό όπλο, αυτό όμως δεν ήταν φτιαγμένο από μέταλλο: ήταν η συνειδητοποίηση του αποφασιστικού πλεονεκτήματος που μπορεί να του αποφέρει η μονομερής κλιμάκωση της βίας. Ότι μπορεί να νικήσει εύκολα αν εκπαιδεύσει τους στρατιώτες του για υπαρξιακή βία, τη στιγμή που οι εχθροί θα είναι προετοιμασμένοι απλώς για φυσική βία.

Κάτι λέγαμε όμως για συγκρούσεις μεταξύ αντίπαλων χούλιγκαν.

Η Τεχνική του Βασιλιά Σάκα
Στις 29.03.2007 συνέβη η δολοφονία Φιλόπουλου στην Παιανία, κατά την προσυμφωνημένη σύγκρουση οπαδών Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού (ενισχυμένους με 50 οπαδούς του Ερυθρού Αστέρα). Κατόπιν έγιναν τα συνηθισμένα – οι ποδοσφαιρικοί παράγοντες δήλωσαν σοκαρισμένοι, οι πολιτικοί διέπρεψαν στις ανέξοδες αερολογίες, κάποιοι δευτεροκλασάτοι χούλιγκαν καταδικάστηκαν στο δικαστήριο, όλοι στηλίτευσαν τη βία και ευχήθηκαν να μην ξαναχυθεί αίμα εξαιτίας του ποδοσφαίρου. Η εκδοχή που επικράτησε ήθελε και τις δύο ομάδες οπαδών υπεύθυνες για εκείνη τη βία που οδήγησε σε θάνατο. Ήταν όμως;

Οι μαρτυρίες που δημοσιεύτηκαν δίνουν μία διαφορετική εικόνα για το ραντεβού των οπαδών. Οι Παναθηναϊκοί μοιάζει ότι πήγαν στην Παιανία για να ρίξουν ένα τυπικό ξύλο, ενώ οι Ολυμπιακοί γύρευαν κάτι περισσότερο – έτσι φαίνεται, τουλάχιστον. Πρώτα συγκεντρώθηκαν στο Καραϊσκάκη, εκεί «μοιράστηκαν από αρχιχούλιγκαν του Ολυμπιακού … μαχαίρια, λοστοί και άλλα εφόδια για τη μάχη με τους οπαδούς του Παναθηναϊκού» (από εδώ) και παρέλασαν ως την Παιανία οργανωμένα. Με προετοιμασία, οπλισμό και σχέδιο. Καταθέτει ένας 38χρονος οπαδός του Ολυμπιακού για τα γεγονότα: «Αυτοί που πήγαιναν μπροστά μάς ειδοποιούσαν με τα κινητά για το πού έπρεπε να πάμε... για πόλεμο....» Η πομπή κάνει μία στάση στην Αγία Παρασκευή για να οργανωθεί πολεμικά: «Εκεί έφυγαν οι ζητάδες που μας συνόδευαν και βρήκαμε την ευκαιρία να εξοπλιστούμε καλύτερα... Είδα ότι πολλοί Ολυμπιακοί φορούσαν αλεξίσφαιρα γιλέκα, άρβυλα, σίδερα, κράνη». Αργότερα «πέσαμε στους Παναθηναϊκούς λοξά σε δύο γκρουπ σαν σφήνα ... Όλοι εκτός από εμένα κρατούσαν μεγάλα μαχαίρια στα χέρια τους...» (από εδώ)

Όταν κάνεις πολεμική έφοδο «σε δύο γκρουπ σαν σφήνα» επάνω σε ανύποπτους αντιπάλους, που δεν είναι προετοιμασμένοι για αίμα αλλά για ξύλο, ανεβάζεις τη νόρμα της βίας και αποκτάς πλεονέκτημα. Δύο μέρες αργότερα, η Καθημερινή δημοσιεύει τη μαρτυρία ενός οπαδού του Παναθηναϊκού: «Τα ραντεβού για πέσιμο είναι μόδα που έχει φτάσει από το εξωτερικό. Σ’ αυτές τις συγκρούσεις υπάρχουν άγραφοι κώδικες. Οι λογαριασμοί λύνονται συνήθως με τα χέρια, χωρίς μαχαίρια ή άλλα επικίνδυνα όπλα. Δεν χτυπάς πεσμένο αντίπαλο, ούτε και υπάρχει δυσαναλογία στον αριθμό. Στην Παιανία, οι Ολυμπιακοί έσπασαν κάθε κώδικα. Πήγαν πολύ περισσότεροι, οπλισμένοι και έτοιμοι για όλα. Οι Παναθηναϊκοί ήταν στην πλειονότητά τους μικρής ηλικίας, ενώ του Ολυμπιακού ψημένοι άντρες, μπράβοι αρκετοί απ’ αυτούς σε νυκτερινά κέντρα. Πολλοί είχαν μαζί τους μαχαίρια, στιλέτα, λοστούς, αλυσίδες, πυροσβεστήρες. Ήταν πολύ σφοδρή η επίθεση, έξω από κάθε μέτρο. Στο Παγκράτι, όπου είχε δοθεί αντίστοιχο ραντεβού, κανείς Παναθηναϊκός δεν πείραξε πεσμένο Ολυμπιακό. Υπάρχει σεβασμός στον αντίπαλο. Επεσες; Τελείωσε. Αυτός ο κώδικας παραβιάστηκε από τους Ολυμπιακούς και είδαμε τα επακόλουθα». Ακριβώς η τεχνική του βασιλιά Σάκα.

Το Συμβόλαιο της Βίας
Ανέφερα αυτά τα δύο παραδείγματα για να δείξω ότι και η επιθετικότητα έχει τους κανόνες της. Σε κάθε αντιπαράθεση, υπάρχει ένα άρρητο συμβόλαιο μεταξύ των δύο αντιπάλων για το ύψος της βίας που θα χρησιμοποιήσουν (καθόλου βία, μόνο λεκτική, μόνο φυσική, υπαρξιακή) και σε γενικές γραμμές, το συμβόλαιο αυτό τηρείται. Σε γενικές γραμμές. Κάθε μέρα, αμέτρητοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πιάνονται στα χέρια, μπλέκουν σε λυσσασμένους καυγάδες, όμως ελάχιστοι από αυτούς σκοτώνονται. Δε χρειάζεται να πάμε σε πιστόλια και μαχαίρια: η αντρική γροθιά και ακόμα περισσότερο η αντρική (και η γυναικεία) κλωτσιά είναι φονικό όπλο• το γκλομπ του αστυνόμου είναι φονικό όπλο• το ανθρώπινο χέρι με ένα ραβδί γίνεται φονικό όπλο.

Όλοι μας, οι άντρες τουλάχιστον, έχουμε πάρει μέρος σε καυγάδες, είτε σε μικρές ηλικίες είτε σε μεγαλύτερες. Όλοι έχουμε νιώσει το αίσθημα της οργής, την αμαρτωλή ηδονή να χτυπάς με άγριο μίσος ένα άλλο ανθρώπινο σώμα. Εκείνες τις στιγμές νομίζουμε ότι είμαστε τόσο τυφλωμένοι, που θα μπορούσαμε και να σκοτώσουμε – θα μπορούσαμε, πράγματι, αλλά δεν το κάναμε. Διότι ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίναμε συνειδητά, τα χτυπήματά μας ήταν επαρκώς συγκρατημένα ώστε να μην προκαλέσουν μοιραία βλάβη. Δεν το ξέραμε, αλλά είχαμε υπογράψει ένα συμβόλαιο που έλεγε: «θα βρίσεις, θα χτυπήσεις, αλλά δεν θα σκοτώσεις». Και δεν είναι καθόλου απλό πράγμα να σκοτώσεις έναν άνθρωπο, όσο εξοργισμένος μαζί του κι αν (νομίζεις ότι) είσαι!


To πιο βίαιο ζώο της Γης: το ανθρώπινο βρέφος των 2-3 ετών. Το μόνο πλάσμα που συνέχεια χρησιμοποιεί φυσική βία για ψύλλου πήδημα


Ζωική Επιθετικότητα
Η επιθετικότητα είναι αρετή. Στους πολύ μακρινούς μας συγγενείς, που επιζούν σήμερα ως θαλάσσιοι ελέφαντες, ελάφια, τσακάλια, ποντίκια, χιμπατζήδες, κοράκια και βουλευτές του ΛΑΟΣ, ήταν και είναι απαραίτητη για την επιβίωση, την απόκτηση πόρων, την άμυνα ενάντια στο αρπακτικό, την εύρεση θηλυκού και την επιβολή σε τηλεοπτικές συζητήσεις. Ίσως όχι για τη σύλληψη του θηράματος• ακούγεται λίγο περίεργο, αλλά οι παρατηρήσεις των ηθολόγων λένε πως οι επιθέσεις των αρπακτικών στα θηράματά τους δε συνιστούν επιθετικότητα, το ανθρώπινο αντίστοιχο μιας γάτας που ορμά σε ένα ποντίκι είναι ο πεινασμένος που ετοιμάζεται να φάει μία μακαρονάδα. Κατά τον Konrad Lorenz: «Η μάχη μεταξύ του αρπακτικού και του θηράματος δεν είναι μάχη με την πραγματική έννοια της λέξης … ένας σκύλος που κυνηγάει έναν λαγό έχει την ίδια ενθουσιασμένη και χαρούμενη έκφραση όπως όταν καλωσορίζει το αφεντικό του ή περιμένει κάποια λαχταριστή λιχουδιά. Υπάρχουν θαυμάσιες φωτογραφίες που δείχνουν λιοντάρια έτοιμα να ορμήσουν στη λεία τους• μπορούμε από αυτές να παρατηρήσουμε ότι, κατά τις δραματικές στιγμές πριν το άλμα, τα ζώα δε δείχνουν θυμωμένα. Βρυχηθμός, αυτιά μαζεμένα πίσω, και οι άλλες γνωστές εκφραστικές κινήσεις της μαχητικής συμπεριφοράς παρουσιάζονται στα αρπακτικά μόνο όταν φοβούνται ότι η λεία θα τους αντισταθεί άγρια – και σ’ αυτές τις περιπτώσεις ακόμα, οι εκφράσεις είναι υπονοούμενες».

Οι παρατηρήσεις του Lorenz βρίσκουν εντυπωσιακή επιβεβαίωση από σύγχρονα νευρολογικά δεδομένα: «το κυνήγι του θηράματος από το αρπακτικό δεν είναι επιθετικότητα. Οι γάτες δε συρίζουν ούτε κυρτώνουν την πλάτη τους όταν κυνηγούν ένα ποντίκι, και οι ενεργές περιοχές στον υποθάλαμο του εγκεφάλου τους μοιάζουν περισσότερο με αυτές της πείνας παρά της επιθετικότητας» (παραθέτει η Wikipedia από εδώ).

Αν θέλουμε λοιπόν να βρούμε την επιθετικότητα στο βασίλειο των ζώων, θα πρέπει να κοιτάξουμε κάπου αλλού: στις αναμετρήσεις εντός του είδους. Στους καυγάδες των τσακαλιών για τις περιοχές κυνηγιού, των αρσενικών ελαφιών για το θηλυκό, στην οργή των θηλυκών αγριογούρουνων όταν πρέπει να προστατέψουν τα μικρά τους κ.α. Δε νομίζω ότι υπερβάλλω καθόλου αν πω ότι όλες αυτές οι αναμετρήσεις δεσμεύονται πλήρως από το συμβόλαιο της βίας*. Είναι ελεγχόμενες μέσα στην αγριάδα τους, πολύ προσεκτικές και τελετουργικές. «Αξιοσημείωτος αυτοέλεγχος και αυτοπεριορισμός: αυτή είναι η συντριπτική εντύπωση που αποκομίζει κάποιος όταν παρακολουθεί αναμετρήσεις μεταξύ ζώων. Το να χυθεί αίμα δεν είναι ο κανόνας• είναι η σπάνια εξαίρεση» (το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Desmond Morris - Animalwatching). Το αρσενικό ελάφι που νιώθει ότι χάνει τη μάχη για τη διεκδίκηση του θηλυκού, απλώς αφήνει την αρένα και φεύγει• ο νικητής δε θα το κυνηγήσει να το αποτελειώσει. Το ηττημένος λύκος θα ξαπλώσει στο έδαφος και θα εκθέσει την κοιλιά και την καρωτίδα του• ο νικητής θα σταματήσει αμέσως τις εχθροπραξίες και σε καμία περίπτωση δε θα σκοτώσει τον αντίπαλό του με ένα τελειωτικό δάγκωμα. Το ζωικά όπλα (π.χ. σαγόνια, νύχια, δύναμη, ράμφος) δεσμεύονται από πανίσχυρους μηχανισμούς αναστολής επιθετικότητας, ώστε το συμβόλαιο της βίας να λειτουργεί με αποτελεσματικότητα ελβετικού ρολογιού. Ένα οπλισμένο ζώο είναι έτσι φτιαγμένο ώστε να χάνει ακαριαία την οργή του στη θέα κάποιων τελετουργικών υποταγής.


Αν είχαμε ψυχοσύνθεση λύκου αντί ανθρώπου, οι αστυνόμοι θα σταματούσαν αμέσως μόλις ο Κύπριος έπεφτε κάτω


Ίδε ο Άνθρωπος
Ο Αριστοτέλης είπε ότι ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο με λογική. Ο Μπερκσόν είπε ότι είναι το μόνο ζώο με την ικανότητα να γελά. Εγώ βλέπω τον άνθρωπο ως το μόνο ζώο που αυθαιρετεί τακτικά απέναντι στο συμβόλαιο της βίας. Δεν είναι μόνο οι περιπτώσεις του βασιλιά Σάκα και των οπαδών του Ολυμπιακού στην Παιανία• παραβιάζουμε το συμβόλαιο καθημερινά, σε αμέτρητες περιστάσεις λιγότερο δραματικές. Ένας διάλογος που καταρρέει σε φωνές και βρισιές («Τότε μόνο οι συζητήσεις μεταξύ φιλοσόφων είναι ειλικρινείς, όταν καταλήγουν σε ύβρεις και προσωπικές προσβολές» - Τάκης Κονδύλης), μία συζυγική αντιπαράθεση που κλείνει με χτυπήματα και ξύλο είναι δύο πολύ κοινά παραδείγματα της ανθρώπινης μοναδικότητας, που συνεχώς προσθέτουν δυστυχία στον πλανήτη. Το συμβόλαιο της βίας στα ζώα είναι δεσμευτικό, σαν νόμος της φύσης• το συμβόλαιο της βίας στους ανθρώπους είναι χαλαρό, σαν νόμος του Ελληνικού Κράτους.

to be continued

----------------------------------------
* Εντάξει, υπερβάλλω λίγο, η αλήθεια είναι ότι οι χιμπατζήδες κηλιδώνουν αυτήν την τόσο ειδυλλιακή εικόνα. Έχει τη σημασία του αυτό, διότι πρόκειται για τους εξελικτικά πιο κοντινούς συγγενείς του ανθρώπου. Παρόλα αυτά, θέλω να πιστεύω ότι ο γενικός αφορισμός ισχύει.

Αξίζω Μια Περιουσία

Όταν ο Γκρέγκορ Αρναούτογλου ξύπνησε ένα πρωινό από κακό όνειρο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε γιγάντια κατσαρίδα. Ήτανε ξαπλωμένος ανάσκελα, πάνω στη σκληρή ράχη του που έμοιαζε με πανοπλία, κι όταν σήκωνε λιγάκι το κεφάλι του μπορούσε να δει την τουρλωτή καφετιά κοιλιά του χωρισμένη σε σκληρές καμπυλωτές δίπλες. Τα πολυάριθμα πόδια του, αξιοθρήνητα λεπτά σε σχέση με το υπόλοιπο κορμί του, ταλαντεύονταν ανήμπορα μπροστά στα μάτια του.

Τι μου συνέβη; συλλογίστηκε. Όνειρο πάντως δεν ήταν. Στην κρεβατοκάμαρά του, μία συνηθισμένη κρεβατοκάμαρα με πολλά περισσότερα τετραγωνικά από το μέσο όρο, επικρατούσε ησυχία. Στο τραπέζι ήταν σκορπισμένα κάτι περιοδικά με κριτικές της εκπομπής του – ο Γκρέγκορ ήταν τηλεοπτικός παρουσιαστής – και στον πίνακα ανακοινώσεων από πάνω είχε καρφιτσωμένη τη φωτογραφία αυτής της καινούργιας λαϊκής τραγουδίστριας που έβγαλε το σουξέ Αξίζω Μια Περιουσία – Ευτέρπη, Μελπομένη, Ερατώ, πώς διάολο τη λέγαν, είχε το όνομα μιας Μούσας πάντως και τελευταία εμφανιζόταν κάπου στην παραλιακή. Η εικόνα την έδειχνε να φορά ένα φόρεμα από χαρτονομίσματα, πορτοκαλί στο λαιμό και στη μέση (πενηντάευρα), πράσινο στο στήθος και στους γοφούς (κατοστάευρα), με στρας από κέρματα και δύο γυαλισμένα δίευρα για σκουλαρίκια.


Θεέ μου, συλλογίστηκε, τι εξοντωτική δουλειά πήγα και διάλεξα! Παρουσιαστής σε πρωινάδικο. Ο κεφάτος πρωινός σας φίλος. Πολύ ενοχλητική δουλειά, χειρότερη κι από παρουσιαστής τηλεπαιχνιδιών. Να παριστάνεις τον ευδιάθετο, να τηλεφωνείς ζωντανά σε κάτι φριχτές γιαγιάδες, να ψάχνεις συνέχεια την ατάκα, τη σπόντα, το πείραγμα, τον υπαινιγμό που θα περιέχει το σωστό ποσοστό σεξουαλικότητας και, πάνω απ’ όλα, να έχεις συνεχώς στο νου την εικόνα σου. Αξυρισιά τριών ημερών, κρέμες προσώπου, τεχνητό μαύρισμα, γυμναστήριο, τα πρώτα μπότοξ, τζελ στα μαλλιά, προσοχή μη φανούνε τα παραπάνω κιλά… Στο διάβολο όλα! Ένιωσε μιαν ελαφριά φαγούρα στην κοιλιά του. Κατάλαβε πού ακριβώς τον έτρωγε, ένα μέρος με πολλές μικρές λευκές κηλίδες, αλλά δεν ήξερε τι ήταν. Έκανε να το αγγίξει με ένα ποδαράκι όμως το τράβηξε αμέσως πίσω, γιατί η επαφή τού έφερνε ρίγος.

Αυτό το πολύ πρωινό ξύπνημα, συλλογίστηκε, αποβλακώνει για τα καλά. Οι άνθρωποι χρειάζονται κανονικό ύπνο. Όσοι έχουν μεσημεριανές εκπομπές ζούνε σαν τις χανούμισσες στο χαρέμι. Εγώ όμως αναγκάζομαι να ξυπνάω την ώρα που όλος ο κόσμος είναι έξω ακόμα και διασκεδάζει. Είναι και τα βράδια, όλες αυτές οι προσκλήσεις για φαγητό, για ποτό, για σεξ που δεν πρέπει να απορρίπτω, είναι που πρέπει να περνάω από Ιερά Οδό και Πειραιώς, να ρίχνω τις ζεϊμπεκιές μου στις πίστες των αυριανών καλεσμένων μου, να κάνω επαφές με ηθοποιούς, δημοσιογράφους, επιχειρηματίες, πολιτικούς… Αχ, το σωστό είναι να έχεις μια καθωσπρέπει μεσημεριανή εκπομπή – όχι όμως τηλεπαιχνίδι, τα σιχάθηκα – με κουτσομπολιά για τις αμοιβές των σταρ, συνταγές μαγειρικής, τηλεψυχολόγους, αστρολόγους και πλακατζίδικα βιντεάκια. Να κοιμάσαι τα βράδια σαν άνθρωπος. Αν δοκίμαζα όμως να το ζητήσω από τη διοίκηση, τώρα που τα ποσοστά μου είναι πεσμένα και βρίσκομαι στην τέταρτη θέση της πρωινής ζώνης, θα με απέλυαν στο λεπτό. Ίσως πάλι αυτό να ‘ταν καλό, ποιος ξέρει; Αν δεν είχα να πληρώνω τα δάνεια του εξοχικού και του σκάφους, θα ήμουν από καιρό φευγάτος. Θα είχα πάει στη διοίκηση και θα τους τα είχα πει έξω απ’ τα δόντια. Κάποιο άλλο κανάλι θα με ζήταγε, με καλύτερο συμβόλαιο και καλύτερους όρους. Μόλις αποπληρώσω το σκάφος, θα το κάνω σίγουρα. Τώρα όμως καλύτερα να σηκωθώ, στις πέντε πρέπει να είμαι στο στούντιο.


Έριξε μια ματιά στο ξυπνητήρι επάνω στο σκρίνιο. Για όνομα του Θεού! Ήταν περασμένες εξίμισι, πλησίαζε εφτά παρά τέταρτο. Μα δε χτύπησε το ξυπνητήρι; Σίγουρα θα χτύπησε. Να, έβλεπε καθαρά ότι το ‘χε βάλει στις τέσσερις. Μάλλον δε θα το άκουσε έτσι βαριά που κοιμήθηκε. Τώρα έπρεπε να σηκωθεί και να τρέξει σαν παλαβός για να φτάσει τουλάχιστον στις εφτάμισι – ή μάλλον στις οκτώ, αφού θα έτρωγε στη μάπα το πρωινό μποτιλιάρισμα. Κάποιον τρόπο θα είχαν βρει να τον καλύψουν, αν σηκωνόταν τώρα και έφευγε χωρίς να κάνει μπάνιο ή να πιει καφέ, θα έφτανε πριν τις οκτώ. Θα τον χτένιζαν στο στούντιο, θα φόραγε τα ρούχα του χορηγού της εκπομπής και θα έβγαινε στον αέρα. Δεν ένιωθε όμως και πολύ ευδιάθετος, πράγμα ακατανόητο μετά από τόσον ύπνο. Κι αν τηλεφωνούσε ότι ήταν άρρωστος; Αυτό πάλι θα φαινόταν ύποπτο, γιατί στα δύο χρόνια που δούλευε στο κανάλι, δεν είχε αρρωστήσει ούτε μία φορά. Σίγουρα θα ερχόταν αυτοπροσώπως ο νομικός σύμβουλος του καναλιού, που κοιτούσε να βγάλει απ’ τη μύγα ξύγκι, και θα τον κατηγορούσε για αθέτηση των όρων του συμβολαίου.

Καθώς το μυαλό του στριφογύριζε σε όλα αυτά και χωρίς να σηκωθεί από το κρεβάτι, ακούστηκε ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα. «Γκρέγκορ» είπε μία φωνή – αυτή η τραγουδιάρα με το Αξίζω Μια Περιουσία, Ερατώ πρέπει να τη λέγαν τελικά – «πήγε εφτά παρά τέταρτο. Δεν έχεις εκπομπή;» Τι μπελάς, Θεέ μου! Είχε πάει να τη δει χθες βράδυ στην παραλιακή, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, αφού η διοίκηση του επέβαλλε να την παρουσιάσει στη μεθαυριανή εκπομπή. Μετά από πολλές βότκες ήρθαν σπίτι του και κάτι είχαν καπνίσει, δε θυμόταν τι, μετά κάτι είχαν κάνει μεταξύ τους, ούτε κι αυτό το θυμόταν με λεπτομέρειες, όμως κατέληξαν να κοιμούνται αυτός στο κρεβάτι κι αυτή στον καναπέ του σαλονιού. «Ναι, ναι, σηκώνομαι» της απάντησε και τα ‘χασε σαν άκουσε τη φωνή του, ένα φριχτά γοργό και νευρικό τσίριγμα. Τσατίστηκε. Είχε κρυολογήσει μάλλον, η μεγαλύτερη συμφορά για έναν παρουσιαστή της τηλεόρασης, ίσως αυτή η Κερατώ να τον κόλλησε. Πήγε να της πει ότι είναι μία επαρχιώτισσα της κακιάς ώρας, ένα αναρριχητικό φυτό με οξυζενέ μαλλιά που πουλάει μπούτι και στήθος για να αναδειχθεί, όμως το τσίριγμα δυνάμωσε και έπνιξε τις λέξεις. Η ξύλινη πόρτα της κρεβατοκάμαρας πρέπει να έκρυψε την αλλαγή στη φωνή του, γιατί η τραγουδιάρα ηρέμησε και έφυγε. Όμως αυτή η σύντομη συνομιλία έκανε την οικιακή βοηθό να καταλάβει ότι ο Γκρέγκορ βρισκόταν ακόμα στο κρεβάτι του και άρχισε να χτυπάει την πλαϊνή πόρτα. «Κύριος Γκρέγκορ; Κύριος Γκρέγκορ;» είπε με την αλβανική προφορά της, «τέλετε έρτω κάτι σας φέρω;» Εκείνη τη στιγμή χτύπησε και το τηλέφωνο επάνω στο ινδικό τραπεζάκι δίπλα του, λες κι ήταν συνεννοημένο. Απάντησε ο τηλεφωνητής, ακούστηκε το μπιπ και αμέσως μετά η φωνή του νομικού συμβούλου: «Έλα, Γκρέγκορ, σήκωσέ το. Είσαι ακόμα σπίτι, το ξέρω. Σήκωσέ το. Σήκωσέ το, παιδάκι μου». Ο Γκρέγκορ δεν είχε καμία διάθεση να το σηκώσει. Ευγνωμονούσε κιόλας τις παιδικές του φοβίες που ακόμα τον βασάνιζαν – κάτι ψυχώσεις με δολοφόνους και τέρατα – όμως τουλάχιστον τον έκαναν να κλειδώνει κάθε βράδυ τις δύο πόρτες στην κρεβατοκάμαρα πριν κοιμηθεί.


Κατ’ αρχήν έπρεπε να σηκωθεί ήρεμα, με την ησυχία του, να κάνει ένα μπάνιο, να πάρει πρωινό και μετά να σκεφτεί τα παρακάτω. Έτσι κι αλλιώς είχε αργήσει, δε χάλασε ο κόσμος αν καθυστερούσε άλλη μισή ώρα. Θυμήθηκε ότι πολλές φορές στο παρελθόν είχε νιώσει, ενώ βρισκόταν στο κρεβάτι, πως μεταμορφώθηκε σε κάτι απαίσιο. Μια φορά νόμιζε ότι ήταν σαύρα, μιαν άλλη ότι είχε καύκαλο χελώνας, και μια τρίτη ότι έγινε δημοσιογράφος της Ελευθεροτυπίας. Τελικά όμως είχε απλώς στραβοκοιμηθεί, όλα αυτά αποδεικνύονταν γεννήματα της φαντασίας του ή κάποιας σκόνης που έπαιρνε. Λαχταρούσε λοιπόν να δει να εξαφανίζονται και οι σημερινές του παραισθήσεις. «Κύριος Γκρέγκορ;» συνέχισε ανήσυχη η οικιακή βοηθός από δίπλα. «Γκρέγκορ, δεν έχεις δικαιολογία, το ξέρεις καλά», είπε ο νομικός σύμβουλος από το τηλέφωνο. «Ακόμα κι αν είσαι άρρωστος, οφείλεις να ειδοποιείς πριν τις 04:45, όπως προβλέπει το συμβόλαιο. Θα εισηγηθώ για πρόστιμο, που θα παρακρατηθεί τμηματικά από το μισθό σου». Ήθελε να τους απαντήσει να τον αφήσουν ήσυχο όλοι τους, δεν τόλμησε όμως να μιλήσει για να μην ξανακούσει αυτό το φριχτό τσίριγμα της φωνής του. Ξαφνικά, ένα από τα ποδαράκια του ακούμπησε επάνω σε κάτι σκληρό στο κρεβάτι. Το τηλεκοντρόλ από το DVD Player. «Γκρέγκορ, πάω στο περίπτερο να πάρω παγωτό. Μήπως θες κι εσύ;» φώναξε από μέσα η Ξερατώ. «Βανίλια ή σοκολάτα;» Με πολλή προσπάθεια, κατάφερε να κουμαντάρει αυτό το σπαστικό ποδαράκι και να πατήσει το PLAY. Άκουσε τον ανακουφιστικό ήχο της συσκευής που έμπαινε σε λειτουργία και αμέσως μετά τις πρώτες νότες ενός τραγουδιού. Ήταν αυτό το Αξίζω Μια Περιουσία. Εντελώς βλακεία. Δεν πειράζει όμως. Καλύτερο από το να ακούει τους άλλους. Λυσσάξαν όλοι τους πια, μια φορά είπε κι αυτός να κοιμηθεί δυο ώρες παραπάνω, το άξιζε στο κάτω κάτω, ήταν ο Γκρέγκορ Αρναούτογλου, ο βασιλιάς της πρωινής ζώνης – όχι ακριβώς βασιλιάς, μάλλον βαρόνος. Τέλος πάντων, υποκόμης. Άφησε έναν αναστεναγμό, χαλάρωσε τις δίπλες της κοιλιάς του και αφέθηκε στο τραγούδι.

Εγώ δεν είμαι μαριονέτα
Είμαι Μαρία Αντουανέτα
Ιδανική Ιουλιέτα
Αξίζω βίλα στην Κινέτα.

Ασφάλισέ με μη με χάσεις
Και φτύσε με μη με ματιάσεις
Θα είσαι δίπλα μου Ωνάσης
Χρυσό θα γίνει ό,τι κι αν πιάσεις.

[Ρεφραίν]
Αξίζω μια περιουσία
Είμαι το συν στη συνουσία
Είμαι παρθένος και οσία

Είμαι τριάς ομοουσία.

Το Κινητό

Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
Ένα μικρό φινλανδικό NOKIA κινητό
Όπως αυτά που οι Αλβανοί έχουνε στην Ομόνοια
Μισοτιμής τ' αγόρασα μια μέρα με κουπόνια.

Θυμάμαι ως τώρα να 'τανε τον άνθρωπο της ΝΟΚΙΑ
Όπου μου θύμιζε πολύ το θείο του Πινόκιο
Ορθό πλάι σε φορτιστές και προσφορών πακέτα
Να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτω λόγια:

- Ετούτο εδώ το κινητό που θέλεις ν' αγοράσεις
Με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το 'χει ζώσει
Κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το 'χαν
Τους ήρθε ο λογαριασμός και το 'χουν μετανιώσει.

Ο δον Μπαζίλιο κάλεσε μ' αυτό τη δόνα Τζούλια
Όμως αυτή το 'χε κλειστό γιατί τον απατούσε
Ο κόντε Αντόνιο μια βραδιά τον δύστυχο αδερφό του
Με τούτο εδώ το κινητό ώρες τηλεφωνούσε.

Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλια
Καλούσε και της έταζε λαγούς με πετραχήλια
Χέρι σε χέρι ξέπεσε και μέσ' στο μαγαζί μου
Το είχα για απόσυρση, πάρ' το με την ευχή μου.

Σκύψε και δες το, κάμερα και mobile tracker έχει
Είν' αλαφρύ, για πιάσε το, δεν πάει ούτε ένα κουάρτο
Μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν' αγοράσεις...
- Πόσο έχει; - Φράγκα εφτά συν ΦΠΑ, αφού το θέλεις πάρ' το.

Ένα τηλέφωνο μικρό στη ζώνη έχω σφιγμένο
Που η ιδιοτροπία μ' έκανε και το 'καμα δικό μου
Κι όταν τους φίλους μου καλώ, πάντα το 'χουν κλεισμένο
Φοβάμαι μην καμιά φορά καλέσω τον εαυτό μου.

Το Γνωστό Ρεφραίν

Χθες αργά το βράδυ θυμήθηκα ξανά
Εκείνο το τραγούδι που λέγανε παλιά
Τραγούδι αποχαιρετισμού
Κάτω απ' το φως του φαναριού
Με το γνωστό ρεφραίν
Για τη Λιλί Μαρλέν.

Τότε που ο κόσμος έπαιρνε φωτιά
Το χίλια εννιακόσια τριανταεννιά
Απ' τη φωτιά γεννήθηκε
Σ' αυτήν σφυρηλατήθηκε
Εκείνο το ρεφραίν
Για τη Λιλί Μαρλέν.

Άλλα χρόνια τώρα, άλλες εποχές
Κάνουν ό,τι θέλουν οι δισκογραφικές
Με ποια τραγούδια να εκφραστώ;
Μονάχος μου θ' αντισταθώ
Μ' εκείνο το ρεφραίν
Για τη Λιλί Μαρλέν.

Και θα κλείσω απ' έξω το ρεαλισμό
Μια στιγμούλα μόνο να ονειρευτώ
Πως φεύγω για τον πόλεμο
Ποιος ξέρει αν θα σε ξαναδώ;
Σου αφήνω το ρεφραίν
Με τη Λιλί Μαρλέν.

Η Ξύπνια Μηχανή

«Να ‘χα την ξύπνια μηχανή / Στο χρόνο να ‘ρθω πίσω», λέει το τραγούδι του Μανόλη Ρασούλη, «Πριν από κείνη τη στιγμή / Που μου ‘πες: Θα σ’ αφήσω κ.λπ.» Η Επιστημονική Φαντασία όμως δε χρειάζεται τα παράπονα της λαϊκής μούσας, την έχει αυτήν την ξύπνια μηχανή ήδη από το 1895 που δημοσιεύτηκε η Μηχανή Του Χρόνου, του H. G. Wells κι έκανε θραύση.

Να ταξιδέψεις στο χρόνο... Να επιστρέψεις στο παρελθόν και να διορθώσεις τα λάθη της Ιστορίας ή να ταξιδέψεις στο μέλλον και να δεις τις οριστικές καταλήξεις. Να πάρεις πληροφορίες, να μάθεις μυστικά, να εκμεταλλευτείς τη γνώση σου για εγωιστικούς σκοπούς, να αποκτήσεις πλούτο, δύναμη και φήμη – ή έστω να το κάνεις απλώς για να το κάνεις• το ταξίδι για την Ιθάκη, όχι η ίδια η Ιθάκη. Όποιος κι αν είναι ο σκοπός σου, ιδιοτελής ή ανυστερόβουλος, η ΕΦ διαθέτει και το ανάλογο έργο που θα σε καλύψει. Αν όμως είσαι σαν κι εμένα, αυτό που σε γοητεύει περισσότερο από όλα είναι μία υποκατηγορία αυτής της θεματικής: τα χρονικά παράδοξα.

Ένα παράδειγμα μπορεί να είναι ο άνθρωπος που π.χ. πηγαίνει πίσω στο 1963 και εμποδίζει τη δολοφονία του Κέννεντυ. Πώς θα εξελιχθεί μετά η γνωστή ιστορία; Ένα άλλο παράδειγμα, και το κλασικότερο παράδοξο που συνήθως αναφέρεται, είναι ο άνθρωπος που ταξιδεύει πίσω στο χρόνο και σκοτώνει τον παππού του. Τι γίνεται τότε, πώς θα δημιουργηθεί η οικογένειά του; Πώς θα υπάρξει αυτός ο ίδιος; Ή του άντρα που πηγαίνει στο παρελθόν, συναντά τη μητέρα του όταν ήταν νέα και γίνεται πατέρας του εαυτού του.

Όλοι όσοι έχουμε αφιερώσει κάποτε μια στάλα σκέψη επάνω στο θέμα, κάναμε τη διαπίστωση ότι συνήθως τα δημοφιλή έργα με ταξίδια στο χρόνο ΒΡΙΘΟΥΝ από λάθη και σκοτεινά σημεία. Εννοώ ότι αν αναλύσεις την πλοκή τους, βρίσκεις άφθονες αιτιακές ασυνέπειες. Για παράδειγμα, η πρώτη ταινία Terminator: το Skynet, από το 2029, στέλνει στο 1984 το Τ-800 να σκοτώσει τη Σάρα Κόνορ• ομοίως, ο Τζον στέλνει τον Κάιλ να την προστατέψει. Στην πορεία, ο Κάιλ σκοτώνεται (δεν υπάρχει πρόβλημα εδώ, θα ξαναγεννηθεί το 1997) προλαβαίνει όμως να γίνει εραστής της Σάρα και πατέρας του Τζον, ενώ τα θραύσματα του κατεστραμμένου Τ-800 εξετάζονται και από αυτά δημιουργείται το Skynet. Εδώ υπάρχει πρόβλημα. Ο λόγος ύπαρξης του Τζον είναι η συνεύρεση του Κάιλ και της Σάρα• ο λόγος της συνεύρεσης του Κάιλ και της Σάρα είναι η αποστολή που αναθέτει ο Τζον στον Κάιλ. Επίσης: ο λόγος της εμφάνισης του Τ-800 στο 1984 είναι η αποστολή που του αναθέτει το Skynet• ο λόγος ύπαρξης του Skynet είναι τα κατεστραμμένα κομμάτια του Τ-800. Δεν υπάρχει εδώ αιτιακή κυκλικότητα; Πώς θα μπορούσε να λυθεί το πρόβλημα;


Λοιπόν, μία λύση είναι η πρόσθεση επιπλέον χρονικών γραμμών (timelines) στην πλοκή, που αντιμετωπίζουν ακριβώς αυτές τις αιτιακές ασυνέπειες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ιστορία της όποιας ταινίας ή του βιβλίου εκτυλίσσεται σε δύο ή τρεις ή και περισσότερες χρονικές γραμμές, ενώ εμείς μαθαίνουμε μόνο ένα τμήμα τους. Ας δούμε λοιπόν πώς μπορεί να επιλυθούν τα προβλήματα στο Terminator 1 με αυτήν την τεχνική. Έχω εντοπίσει δύο γάτους στο Internet που έκαναν κι αυτοί παρόμοιες σκέψεις (Γάτος 1 & Γάτος 2) και προτείνουν περίπου την ίδια λύση:
1) Η αιτιακή κυκλικότητα επιλύεται βάζοντας μία ακόμα χρονική γραμμή, στην οποία η Σάρα Κόνορ ζει μία κανονική ζωή, συλλαμβάνει τον Τζον από κάποιον πατέρα, δε μας ενδιαφέρει από ποιον, το Skynet δημιουργείται από έναν απροσδιόριστο κατασκευαστή κ.λπ. μέχρι που φτάνουμε στο 2029. Τότε ακριβώς αρχίζει η γνωστή πλοκή της ταινίας…
2) … η οποία εκτυλίσσεται σε μία δεύτερη χρονική γραμμή. Ας το δούμε διαγραμματικά (το γαλάζιο τμήμα είναι αυτό που παρακολουθούμε στην ταινία)


Οπότε τώρα λύνονται όλες οι κυκλικότητες. Όλες; Όχι ακριβώς, γιατί υπάρχει και η φωτογραφία που είχε ο Κάιλ μαζί του όταν ταξίδεψε στο χρόνο - μία φωτογραφία που έβγαλε η Σάρα όταν έφυγε στο Μεξικό. Η λεπτομέρεια αυτή διέφυγε από τους ανωτέρω γάτους. Αυτό που προτείνω εγώ είναι ότι για να λυθούν οι αιτιακές κυκλικότητες της ταινίας, χρειάζονται τρεις χρονικές γραμμές. Μάλιστα. Στην πρώτη, η Σάρα συλλαμβάνει τον Τζον από κάποιον πατέρα, ζει μία φυσιολογική ζωή, αργότερα δημιουργείται το Skynet κάπως κ.λπ. Στη δεύτερη, γίνεται το πρώτο ταξίδι του Κάιλ στο χρόνο (χωρίς τη φωτογραφία), ο ίδιος σκοτώνεται αλλά προλαβαίνει να γίνει πατέρας του Τζον, η Σάρα φεύγει στο Μεξικό και βγάζει τη φωτογραφία κ.λπ. Στην τρίτη, την οποία και παρακολουθούμε στην ταινία, γίνεται το δεύτερο - τελικά - ταξίδι του Κάιλ στο χρόνο (με τη φωτογραφία) και διαδραματίζεται η γνωστή πλοκή. Διάγραμμα επειγόντως:


Αν καθίσει κάποιος και ψάξει τα έργα ΕΦ που πραγματεύονται το ταξίδι στο χρόνο, θα ανακαλύψει πολλά τέτοια σκοτεινά σημεία. Αυτή η λύση, η πρόσθεση χρονικών γραμμών, δείχνει να είναι ο μόνος τρόπος που αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Σκοπεύω αργότερα - πρώτα ο Θεός - να δείξω αυτήν την τεχνική και σε άλλα παρόμοια έργα, αν βρω χρόνο και φαιά ουσία δηλαδή.

Εκεί Που Ποτέ Δεν Πάτησε Ιεραπόστολος

Στο Βιετνάμ πυρπόλησαν το ρύζι
Στη Σαϊγκόν δεν μπόραγες να ζήσεις
Δε σου ‘φτανε ο αέρας για να ζήσεις…

τραγουδούσε τα βάσανα του Φο Μι Τσιν ένας ερασιτέχνης μουσικός, ερασιτέχνης τροβαδούρος και ερασιτέχνης αριστερός το 1966, ονόματι Διονύσης Σαββόπουλος. Τι θα ‘κανε, αλήθεια, ο Φο Μι Τσιν τα παιδιά αν δεν τρώγανε σκουπίδια, τα αεροπλάνα αν δεν καίγανε καλύβια;

Α! Το κορίτσι σου θα ‘παιρνες για βόλτα!
Χέρι χέρι, Φο Μι Τσιν, χέρι χέρι
Στο δάσος για βολτίτσα χέρι-χέρι.


Θα ήθελα να έβλεπα πώς θα μετέφραζε κάποιος εκείνη την εποχή στον Φο Μι Τσιν την έννοια «το κορίτσι σου». Θα έπρεπε να του εξηγήσει ότι δεν πρόκειται για «τη σύζυγό σου». Επίσης ότι δεν πληρώνεις «το κορίτσι σου» - ούτε το ίδιο ούτε την οικογένειά του - και δεν είναι υποχρεωτικό να το παντρευτείς. Πρώτα απ’ όλα όμως, ο Φο Μι Τσιν θα έπρεπε να συνειδητοποιήσει ότι προαπαιτούμενο για να έχεις «δικό σου κορίτσι» είναι ο προσωπικός χώρος και ο ελεύθερος χρόνος. Διότι ο μέσος βιετναμέζος Φο Μι Τσιν θα ρωτούσε εύλογα: «όταν το σπίτι μου έχει όλο κι όλο δύο δωμάτια συν τουαλέτα, και μένω μαζί με τους γονείς, τους θείους, τα ξαδέρφια κι τους παππούδες, πού χωράει το κορίτσι μου;» Επίσης φαντάζομαι ότι θα ήθελε να μάθει πότε υποτίθεται ότι θα πηγαίνει βόλτα και θα κάνει όλα τα πράγματα που κάνουν οι δυτικοί με τα κορίτσια τους, όταν ο ίδιος πρέπει να δουλεύει ή να ζητιανεύει από το πρωί ως το βράδυ για ένα πιάτο φαΐ.

Χώρια που αν πας βόλτα στα δάση του Βιετνάμ, σε τρώνε οι τίγρεις, οι αρκούδες, τα φίδια, οι αγριόγατες και οι κροκόδειλοι ταυτόχρονα (αν δεν προλάβουν να σε σκοτώσουν οι αράχνες και οι σκορπιοί, εννοείται, ή να σε ποδοπατήσουν τίποτα άγριοι ελέφαντες).

Οι Ρομαντικοί του 19ου αιώνα φαντάζονταν ότι η ύπαιθρος είναι γεμάτη με ροδαλές βοσκοπούλες, χιονάτα προβατάκια και υγιείς χωρικούς• προτιμούσαν να μη σκέφτονται τις μύγες, τον τέτανο, τη βρώμα και τη φτώχια της αγροτικής ζωής. Σήμερα, όλοι εμείς, οι βολεμένοι αστοί της Δύσης, φανταζόμαστε ότι ο Τρίτος Κόσμος είναι ένα beach resort, αμόλυντο από το στρες και την υποκρισία της αλλοτριωμένης μας ζωής. Όσο για τη Φύση, νομίζουμε ότι είναι κάτι σαν ένα μεγάλο γήπεδο γκολφ: κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μας, φιλική προς το χρήστη και με ISO9001. Κάτι σαν κι αυτό. Δε χωράει καθόλου στην εικόνα μας ότι η Φύση, η πραγματική Φύση, μπορεί να είναι σκληρή μέχρι θανάτου.


Το Βιετνάμ όπως το φαντάζεται ο Σαββόπουλος


Το πραγματικό Βιετνάμ



Ο Φο Μι Τσιν και το κορίτσι του με τις οικογένειές τους



Ο Φο Μι Τσιν και το κορίτσι του μετά τη βόλτα στο δάσος


«Πίσω από τα καθημερινά τα πράγματα υπάρχει ένα καθημερινό όνειρο», λέει το τραγούδι της Αφροδίτης Μάνου, «ν’ αποστρέψεις τα μάτια από ψεύτικους ουρανούς». Όλοι έχουμε παραδοθεί κάποτε σ’ αυτό το όνειρο και έχουμε φανταστεί ότι η Φύση θα μας γλιτώσει από τους ψεύτικους ουρανούς του αθηναϊκού νέφους και της νυχτερινής φωτομόλυνσης που κρύβει τ’ αστέρια• απηυδήσαμε από την αποστειρωμένη ζωή μας και ποθήσαμε το ζην επικινδύνως της Φύσης. Καταλήξαμε όμως να γευόμαστε μόνο μία παροπλισμένη Φύση θερμοκηπίου στις δύο βδομάδες των διακοπών μας και σε σαββατιάτικες εκδρομές. Ή φιλήσαμε τις κατάλληλες κατουρημένες ποδιές και βγάλαμε εξοχικό στο Πήλιο, όπως ο Σαββόπουλος, για να ερχόμαστε σε επαφή με την τουριστικοποιημένη Φύση. Καμία έκπληξη: αυτό είχαμε στο μυαλό μας κατά βάθος, αυτό παραγγείλαμε κι αυτό σερβιριστήκαμε. Υπήρξαν όμως κάποιοι που τόλμησαν και πήγαν «εκεί που ποτέ δεν πάτησε ιεραπόστολος» ή Σαββόπουλος…




Ο σερ Ρίτσαρντ Φράνσις Μπάρτον υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εξερευνητές του 19ου αιώνα. Ο άνθρωπος ήταν από άλλον πλανήτη! Κατ’ αρχήν, είχε μία απίστευτη ικανότητα στις γλώσσες και μέχρι τα 19 του μιλούσε Γαλλικά, Ιταλικά, Λατινικά, Αραβικά, Ναπολιτάνικα (τοπική διάλεκτο της Νάπολης), καθώς και κάποια Τσιγγάνικη γλώσσα – είχε φιλενάδα Τσιγγάνα. Όταν αργότερα υπηρέτησε στην Ινδία, διατηρούσε μία σειρά πιθήκων και τους παρατηρούσε με τις ώρες ελπίζοντας να μάθει και τη δική τους γλώσσα. Ως το τέλος της ζωής του λέγεται ότι έφτασε να μιλάει 29 Ευρωπαϊκές, Ασιατικές και Αφρικανικές γλώσσες. Όσο για τα υπόλοιπα ταλέντα του, υπήρξαν κι αυτά λιγουλάκι πρωτότυπα: ιππασία, ξιφομαχία, ιερακοθηρία (= κυνήγι με εκπαιδευμένα γεράκια), υπνωτισμός, μεταμφιέσεις και πολλά άλλα…

Ήταν το πιο αντιφατικό και σκανδαλώδες πρόσωπο της εποχής του. Ένας άνθρωπος με τρομερό χαρακτήρα, τρομερό παρουσιαστικό, τρομερές διανοητικές ικανότητες και τρομερό μουστάκι, που όμως έζησε όλη του τη ζωή περιθωριοποιημένος γιατί ασφυκτιούσε από τις συμβάσεις του ζην αγγλοπρεπώς. Πέταξε άπειρες ευκαιρίες πλουτισμού και δόξας, μόνο και μόνο επειδή δεν τον ενδιέφεραν. Ποθούσε την εξερεύνηση για την ίδια την εξερεύνηση, όχι για τα οφέλη που θα του αποφέρει. Έγραψε αμέτρητα βιβλία με αναφορές των ταξιδιών του, εδώ μπορείτε να βρείτε μία ολόκληρη βιβλιοθήκη με έργα του, τα οποία βρίθουν από παρατηρήσεις πολιτιστικού, μετεωρολογικού, γλωσσικού, λαογραφικού και γεωγραφικού χαρακτήρα. Επίσης κι από παρατηρήσεις σεξουαλικού χαρακτήρα – διότι ο σερ Ρίτσαρντ Φράνσις Μπάρτον ήταν ένας άνθρωπος που, όταν επρόκειτο για σεξ, δε μασούσε τα λόγια του ούτε λυπόταν τον κόπο. Η σεμνοτυφία ήταν άγνωστη λέξη γι’ αυτόν. Μετέφρασε το Κάμα Σούτρα στα αγγλικά, τις Χίλιες & Μία Νύχτες, καθώς και πολλά άλλα παραδοσιακά ερωτικά συγγράμματα της Αραβίας και τις Ινδίας. Όχι ιδιαίτερα ταιριαστός για την Αγγλία της βασίλισσας Βικτώριας…

Μιλάμε για έναν άνθρωπο που έκανε μεταμφιεσμένος το προσκύνημα στη Μέκκα, σε μία εποχή που για έναν Χριστιανό αυτό σήμαινε θανάτωση έτσι και τον καταλάβαιναν – αυτοπεριτμήθηκε μάλιστα για να μην κινήσει υποψίες. Εξερεύνησε ένα μεγάλο τμήμα της ανατολικής Αφρικής (Σομαλία, Ζανζιβάρη, Αιθιοπία), οργάνωσε αποστολές στη Μέση Ανατολή, στην Ινδία, στη Νότια Αμερική, στη Νέα Γουινέα, στην Ισλανδία, στη βορειοαμερικάνικη Δύση, πολέμησε, μόχθησε, αρρώστησε από μία σειρά τροπικών ασθενειών, ανακάλυψε τη λίμνη Τανγκανίκα (τη 2η μεγαλύτερη λίμνη του κόσμου), έγινε Σούφι, έγινε Βεδουίνος, πήρε μέρος σε αμέτρητες θρησκευτικές τελετές ανά τον κόσμο, κόντεψε να πεθάνει από δίψα και πολέμησε για τη ζωή του με ακόντιο καρφωμένο στο στόμα του. «Θέλω να περηφανεύομαι ότι έχω παραβιάσει και τις Δέκα Εντολές», είπε κάποτε. Μιλάμε επίσης για έναν άνθρωπο που ήρθε σε επαφή με πολλές φυλές της Αφρικής και της Ασίας, και δεν τις αντιμετώπισε με την έπαρση του δυτικού ιμπεριαλιστή ούτε με τη χαζοχαρούμενη αφέλεια του τουρίστα, αλλά κατάφερε να γίνει ένας απ’ αυτούς και να ενσωματωθεί στην κουλτούρα και στον τρόπο ζωής τους – ακόμα κι αν χρειάστηκε να μεταμφιεστεί γι’ αυτό.

Μιλάμε τέλος για έναν άνθρωπο που μέχρι το θάνατό του έμεινε πιστός στο προσωπικό του μόττο (οι κυρίες κι οι προοδευτικοί ας κλείσουν τα μάτια, παρακαλώ): «Κάνε αυτό που σε προστάζει ο ανδρισμός σου και μην περιμένεις κανενός το χειροκρότημα παρά μόνο του εαυτού σου». Αυτός ήταν ο σερ Ρίτσαρντ.


* * * * *

Υπάρχει ένα εκπληκτικό βιβλίο που δε μοιάζει με κανένα άλλο στον κόσμο, οι «Εξερευνήσεις» του συνταγματάρχη Φώσετ. Πρόκειται για μία σειρά ημερολογιακών καταχωρήσεων και επιστολών του φημισμένου εξερευνητή, που ολοκληρώθηκε σε βιβλίο από τη φροντίδα του γιου του. Δε θυμάμαι ποιος συγγραφέας ήταν που είχε πει ότι με το υλικό που περιέχει μόνο μία σελίδα αυτού του βιβλίου, μπορείς να γράψεις ολόκληρο μυθιστόρημα. Και είχε απόλυτο δίκιο.



Ο Πέρσι Χάρισον Φώσετ λέγεται ότι ήταν αυτός στον οποίο στηρίχτηκε η κινηματογραφική φιγούρα του Ιντιάνα Τζόουνς. Ο ίδιος υπήρξε ένας απλός αξιωματικός του βρετανικού στρατού, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο εκτός από λίγες γνώσεις τοπογραφίας. Γι' αυτό και το 1906, ο πρόεδρος της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας τον ρώτησε αν ήθελε να αναλάβει μία αποστολή χαρτογράφησης στα σύνορα μεταξύ Βραζιλίας και Βολιβίας, σε ανεξερεύνητα τροπικά δάση γεμάτα εχθρικούς ιθαγενείς, εκφυλισμένους δουλεμπόρους, τερατώδεις ανακόντες, θηριώδη τζάγκουαρ, πεινασμένους κροκόδειλους, τροπικές ασθένειες, δύσβατα ποτάμια με πιράγχας, βουνά με αβυσσαλέους γκρεμούς - χιλιάδες γνωστούς και άγνωστους κινδύνους. «Όμως δε χρειάζεται να μου απαντήσετε, κ. Φώσετ, βλέπω κιόλας τη λάμψη στα μάτια σας!»



O Φώσετ στο Μάτο Γκρόσο

Τελικά έκανε επτά πολύχρονες εξερευνητικές αποστολές στις ζούγκλες του Αμαζονίου, σε περιοχές που ακόμα και σήμερα δεν έχει ξαναπάει (λευκός) άνθρωπος. Κάτι συνέχιζε να τον κρατάει δεμένο στην αγριάδα του τροπικού δάσους και δεν μπόρεσε/θέλησε να ελευθερωθεί ποτέ του από αυτό. Το 1926, στην τελευταία του αποστολή, χάθηκε και δεν ξαναβρέθηκε. Άφησε πίσω του, εκτός από τον θρύλο του, ένα μοναδικό υλικό με τα θαυμαστά που είδε και έκανε στα ταξίδια του, ένα βιβλίο που διαβάζεται μονορούφι από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Διάλεξα να κλείσω με ένα απόσπασμα αυτού του βιβλίου, ένα κομμάτι που εκφράζει τέλεια τη λαχτάρα του γεννημένου εξερευνητή, το πάθος που σπρώχνει κάποιους ανθρώπους να τα αφήσουν όλα και να πάνε εκεί που ποτέ δεν πάτησε ιεραπόστολος. Βρισκόμαστε λοιπόν στις 18 Οκτωβρίου 1907 και ο Φώσετ μόλις τέλειωσε την πρώτη του αποστολή:

Δε σκεφτόμουν τίποτα άλλο εκτός από την επιστροφή στην πατρίδα. Ήθελα να ξεχάσω το δουλεμπόριο, τα εγκλήματα, τις αρρώστιες, την αδιαπέραστη ζούγκλα της φύσης και των ανθρώπων της. Ήθελα να αγκαλιάσω τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Να διαβάσω την εφημερίδα μου μετά το δείπνο, να πάω για ψάρεμα με τον εφημέριο, να πιάσω κουβέντα με τους γείτονες. Να σκάψω τον κήπο, να βάλω τα παιδιά στο κρεβάτι μετά το βραδινό παραμύθι, να κάτσω στο τζάκι. Βαρέθηκα τους αγριότοπους.

Πέρασα τα Χριστούγεννα στο σπίτι. Ο πολιτισμένος Αγγλικός χειμώνας κύλισε γρήγορα, ήρεμα, λες και δεν υπήρξε ποτέ η Νότια Αμερική. Κάπου κάπου όμως, καθώς περνούσε ο καιρός, ένιωθα μέσα μου μία σιγανή φωνή, ένα κάλεσμα της ζούγκλας που τώρα πια ήταν κομμάτι του εαυτού μου … Η καρδιά μου είχε μείνει εκεί μακριά, αιχμαλωτισμένη από την κολασμένη γοητεία της. Ήθελα να την ξαναδώ.

Είναι Γλυκό Το Πιοτό Της Εξουσίας

Είναι γλυκό το πιοτό της εξουσίας
Ποιος είν’ αυτός που δε λαχτάρησε να πιει
Απ’ το ποτήρι αυτό της μεγαλομανίας
Να τον μισήσουν όλοι οι Αριστεροί.

Εξουσία μου, αμαρτία μου
Πάθος μου μεγάλο
Είσαι αρρώστια μου μέσ’ στα στήθια μου
Και πώς να σε βγάλω;

Σαν Ιζνογκούντ στριφογυρνάω με μανία
Θέλω να γίνω ο Θεός πάνω στη Γη
Να τους πατήσω όλους σαν χαλκομανία
Και να συντρίψω όποιον με αμφισβητεί.

Εξουσία μου, αμαρτία μου κ.λπ.

Λόγω σούπερ κούρασης αυτόν τον καιρό, δεν είμαι ικανός για άλλη εγκεφαλική δραστηριότητα πέρα από χαζοδιασκευές και τραγουδάκια.

Ο Θάνατος Είναι Φαινόμενο Κοινωνικό, Όχι Βιολογικό

Συγγενείς και νοσοκόμοι
Διαθήκες, κληρονόμοι
Να υφαίνουν γαϊτανάκι
Γύρω από τον νεκρό,
Δίπλα στο νεκροκρέβατο χορεύουν τα ευρώ.

Οφειλές στην εφορία
Και σε χίλια δυο ταμεία
Που χαθήκανε για πάντα
Δεν πληρώνουν οι νεκροί,
Ο θάνατος θα έπρεπε να απαγορευτεί!
(Και ο νεκρός θα έπρεπε να φορολογηθεί)

Λογιστές και δικηγόροι
Ιερείς και νεωκόροι
Θέατρο του παραλόγου
Και παιχνίδι των λυγμών,
Τη λάντζα αναλαμβάνουν εργολάβοι κηδειών.

Φίλοι να παραμυθιάζουν
Τον νεκρό να εκθειάζουν
Να ξεχνάνε εσκεμμένα
Όλα του τα εγκλήματα,
Να του συγχωρεθούνε όλα του τα κρίματα.

Πόνος, ενοχές και τύψεις
Τι θα δείξεις, τι θα κρύψεις
Ψέματα κατά συνθήκη
Και εικόνες συντριβής,
Δάκρυα, να δει ο κόσμος τεθλιμμένους συγγενείς.

Δες, ο τάφος ανοιγμένος
Κι ο νεκρός αναστημένος!
Τώρα η διαθήκη είναι
Νομικά παράτυπη,
Τέτοιο ρεμάλι όμως ήταν πάντα μια ζωή!

Ερωτική Οικονομία

(Παλιότερες σκέψεις, που κολλάνε με την προηγούμενη ανάρτηση)

Κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται στην Ελβετία και κάποιοι στη Νέα Ελβετία▪ κάποιες γυναίκες γεννιούνται (ή γίνονται, ως ένα βαθμό) "όμορφες" και κάποιες άλλες "συνηθισμένες". Έτσι είν' η ζωή και πώς να την αλλάξεις;

Βέβαια, όλοι ξέρουμε - όλοι οι άντρες, τουλάχιστον - ότι η γυναικεία ομορφιά είναι ανταλλάξιμο εμπόρευμα. Αποτελεί πάγιο κεφάλαιο ορισμένων γυναικών, τοκίζεται δε με τα διάφορα γυμναστήρια, κομμωτήρια, καθώς και με τις κρέμες, τις βαφές και τις άλλες μυστήριες ουσίες που χρησιμοποιούν οι γυναίκες. Όλα αυτά είναι κάθε άλλο παρά σπατάλες στο βωμό της γυναικείας ματαιοδοξίας▪ αποτελούν επενδύσεις υψηλής απόδοσης, και η κάτοχος του ερωτικού κεφαλαίου υπολογίζει στην απόσβεση που θα κάνει. Μία ωραία γυναίκα δεν έχει μόνο 5% μεγαλύτερες απολαβές από μία γυναίκα μέτριας εμφάνισης▪ η συμβίωση μαζί της, η συνουσία, ακόμα και η απλή φιλική συνοδεία της, είναι υπηρεσίες επιπέδου που χρεώνονται extra.

Όμως πόσο ακριβώς κοστολογείται η γυναικεία ομορφιά; Την απάντηση μού την έδωσε η HELEXPRO (η εταιρεία που εξοπλίζει τους εκθέτες της HELEXPO) και όλα τα ακόλουθα ποσά είναι σε τιμές 2007: το σεξ με μία όμορφη γυναίκα κοστίζει κάπου € 50,00 περισσότερο απ' ό,τι με μία συνηθισμένη, ενώ η γυναικεία ομορφιά τιμολογείται στα € 3,13 την ώρα. Μάλιστα.

Το 2007 λοιπόν, πήρα στα χέρια μου έναν κατάλογο εξοπλισμού της HELEXPRO, όπου ανάμεσα στα φυτά εσωτερικού χώρου, τους προβολείς και τα laser-pointers, υπήρχε το εξής ενδιαφέρον πινακάκι:


Απλά Εμφανίσιμη Προωθήτρια
61.AAA.00001 / Promo Girl (4ωρη απασχόληση) / € 87,50
61.AAA.00002 / Promo Girl (6ωρη απασχόληση) / € 125,00
61.AAA.00003 / Promo Girl (8ωρη απασχόληση) / € 162,50

Ιδιαίτερα Εμφανίσιμη Προωθήτρια
61.AAA.00004 / Promo Girl (4ωρη απασχόληση) / € 112,50
61.AAA.00005 / Promo Girl (6ωρη απασχόληση) / € 150,00
61.AAA.00006 / Promo Girl (8ωρη απασχόληση) / € 187,50


"Promo Girls" ή "Προωθήτριες" (τι άχαρη λέξη! Λες και κάνουμε Βαλλιστική Πυραύλων), είναι αυτές οι κυρίες που στέκονται στα περίπτερα χαμογελαστές και σου προσφέρουν φυλλάδια. Μήπως όμως όλες οι γυναίκες δεν είναι "Promo Girls" κι εμείς οι άντρες δεν είμαστε "Promo Boys" ("Προωθητές"!) στην έκθεση της ζωής; Όλοι είμαστε αντικείμενα όχι υποκείμενα, αποτελούμε εξοπλισμό με κώδικα 61.ΑΑΑ.0000x και προωθούμε τον εαυτό μας, τον βγάζουμε καθημερινά προς επίδειξη και τον πουλάμε. Τα ρούχα που φοράμε, τα αστεία που λέμε, τα κοπλιμέντα που κάνουμε, οι ματιές που ρίχνουμε - όλα φυλλάδια του εαυτού μας. Η ζωή είναι HELEXPO.

Αν τώρα παρατηρήσετε τις διαφορές στις τιμές των αντίστοιχων κωδικών, θα δείτε ότι μειώνονται από € 6,25/ώρα σε € 4,17/ώρα και τελικά σε € 3,13/ώρα. Συμπεραίνω ότι αυτό το νούμερο, € 3,13/ώρα, είναι ένα κάτω όριο που χαρακτηρίζει την κοστολόγηση της γυναικείας ομορφιάς. Ας δούμε όμως κάποια ενδεικτικά συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτή την χελεξπροσιανή προσέγγιση της ερωτικής οικονομίας:

- Η έξοδος σε κινηματογράφο με μία "όμορφη" γυναίκα (= 4ωρη ενοικίαση ερωτικού κεφαλαίου, κωδικός 61.ΑΑΑ.00004) κοστίζει € 25,00 περισσότερο απ' ό,τι με μία "συνηθισμένη" γυναίκα (κωδικός 61.ΑΑΑ.00001). Στην δεύτερη θα κεράσεις το εισιτήριο. Στην πρώτη θα κεράσεις το εισιτήριο, έναν καφέ πριν, ένα αναψυκτικό κατά τη διάρκεια, ένα ποτό μετά, καθώς και τη βενζίνη που θα ξοδέψεις για να την αφήσεις σπίτι της. Όλα συνολικής αξίας € 25,00.

- Το σαββατιάτικο σεξ με "όμορφη" γυναίκα (24ωρη χρήση ερωτικού κεφαλαίου, ας της δώσουμε τον κωδικό 61.ΑΑΑ.00007) κοστίζει 24 x € 3,13 = € 75,12 παραπάνω απ' ό,τι με "απλή" γυναίκα. Στη δεύτερη φτάνει να της κάνεις ένα λουλούδι δώρο. Στην πρώτη, πρέπει να κλείσεις το βασιλικό γεύμα που την κέρασες στο καλύτερο εστιατόριο της πόλης με ένα λουλούδι δώρο.

- Η συμβίωση με φορέα ιδιαίτερης γυναικείας ομορφιάς (= χρησικτησία ερωτικού κεφαλαίου, ας της δώσουμε τον κωδικό 61.ΑΑΑ.00008) κοστίζει 7 x € 75,12 = € 525,84 την εβδομάδα περισσότερο απ' ό,τι με φορέα απλής γυναικείας εμφάνισης. Το μήνυμα είναι σαφές: λουλούδια, συχνές βόλτες στο ΙΚΕΑ, έξοδος σχεδόν κάθε βράδυ, τακτικά δώρα και δωράκια, ταξίδια στο εξωτερικό, αλλιώς δεν πρόκειται να στεριώσει η σχέση με τη γυναικάρα των ονείρων σου.

- Ο γάμος με "ιδιαίτερα όμορφη" γυναίκα (= αγορά ερωτικού κεφαλαίου, ας της δώσουμε τον κωδικό 61.ΑΑΑ.00009) κοστίζει 365 x € 75,12 = € 27.418,80 το χρόνο περισσότερο απ' ό,τι ο γάμος με μία "απλή γυναίκα". Κάτι που σημαίνει πως αν ο αγοραστής της ομορφιάς δεν έχει κι αυτός άυλες αξίες να αντισταθμίσει (π.χ. αντρική ομορφιά, κοινωνικό κύρος, αναγνωρίσιμο όνομα κ.α.), ο γάμος με κάτοχο ιδιαίτερου ερωτικού κεφαλαίου είναι ένα προϊόν που καταναλώνεται μόνο από τις ανώτερες τάξεις. Beauty is in the wallet of the beholder.



Ιδιαίτερα εμφανίσιμη προωθήτρια και αγοραστής ανώτερης εισοδηματικής τάξης σε συμβολαιοπραξία προς αγορά ερωτικού κεφαλαίου (κωδικός 61.ΑΑΑ.00009). Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


Τέλος, Εγώ Πληρώνω Τα Μάτια Που Αγαπώ: ένα προγραμματάκι μέτρησης ομορφιάς. Βάζεις μία φωτογραφία προσώπου, το πρόγραμμα υπολογίζει ακριβώς πόση ομορφιά περιέχεται σ' αυτό, οπότε έχεις και μία καλή εκτίμηση για τα χρήματα που σου μέλλει να πληρώσεις. Ο απαραίτητος οδηγός για την κατάρτιση του κοινού προϋπολογισμού. Εγώ Πληρώνω Τα Μάτια Που Αγαπώ, ειδικό για νιόπαντρους, ερωτευμένους και ιδεαλιστές. Επειδή οι ωραίοι έχουν χρέη.

Διψάσαμε Το Μεσημέρι, Μα Το Νερό Γλυφό

Μελέτησα τις πρόσφατες έρευνες για το προ-Αναγεννησιακό καθεστώς του νησιού της Σουβρητίας στον πορθμό του Σκάγγερακ, αυτό το παράξενο κομμάτι θάλασσας που χωρίζει ενώνοντας τη Δανία από τη Νορβηγία.

Το πιο ιδιόμορφο χαρακτηριστικό του νησιού, που καθόρισε και την ιστορική του μοίρα, υπήρξε το βουνό Άλεμπεργκ στα δυτικά, με τις ρεματιές και τα ποτάμια του. Αυτά ήταν και οι μόνες πηγές πόσιμου νερού.

Κατά τον 7ο αιώνα εδραιώθηκε ένα καθεστώς στο νησί γύρω από την εκμετάλλευση του νερού. Φαίνεται πως η βασιλική οικογένεια κατέλαβε στρατιωτικά τις πηγές και πουλούσε το νερό πολύ ακριβά στους κατοίκους. Διαδόθηκε κάποιος μύθος για τον ιδρυτή της δυναστείας που σκότωσε ένα δράκο, το τέρας έπεσε στο ποτάμι, μόλυνε με το αίμα του τα νερά, και μόνο τα χέρια του βασιλιά μπορούσαν να εξαγνίσουν τη μόλυνση.

Μέσα σε δύο γενιές, η κατάσταση παγιώθηκε. Η ντόπια εκκλησία (στα πρώτα χρόνια του εκχριστιανισμού) στήριξε το «υδροκρατικό» καθεστώς και απαγόρευσε στους κατοίκους να συλλέγουν το νερό της βροχής ή της πρωινής πάχνης. Ήταν, λέει, μαγαρισμένο από την «ανάσα του δράκου» και χρειαζόταν τη βασιλική ευλογία στο όνομα του Ιησού Χριστού για να καθαριστεί. Οι κάτοικοι το δέχτηκαν και αγόραζαν το νερό πιο ακριβά από οτιδήποτε άλλο, ενώ οι απείθαρχοι κλείστηκαν στα βασιλικά μπουντρούμια. Εξάλλου, πολύ δύσκολα μπορούσαν να δραπετεύσουν από το νησί με την πρωτόγονη ναυσιπλοΐα της εποχής.

Οι Σουβρητιανοί έζησαν σε μία βασανιστική κατάσταση. Ήταν μόνιμα διψασμένοι, κανείς δεν πλενόταν και δεν ξυριζόταν, ενώ η αλμύρα της θάλασσας (το ψάρεμα ήταν η κύρια ασχολία τους) έκανε τη λαχτάρα για νερό αβάσταχτη. Μια δαχτυλήθρα νερό κόστιζε τέσσερις χάλκινες κορώνες, και με την ημερήσια εργασία τους έβγαζαν (πάνω-κάτω) έξι ως εφτά λίρες (υποδιαίρεση ίση με το 1/10 της κορώνας). Ζούσαν και δούλευαν ελπίζοντας ότι κάποτε θα πιουν (τη δαχτυλήθρα τους). Κι όμως, αυτό το καθεστώς κράτησε τρεις τουλάχιστον αιώνες.

Ο μόνος φόβος της βασιλικής οικογένειας ήταν η επανάσταση. Σύντομα αναγκάστηκε να βγάλει στην αγορά, μισονόμιμα-μισοπαράνομα, το «δρακονερό» (οι ιστορικοί εικάζουν ότι ήταν λασπωμένο νερό) το οποίο πουλούσε για τρεις λίρες (τη δαχτυλήθρα, πάντα). Λίγο βοήθησε αυτό, οι ντόπιοι αγόραζαν «δρακονερό» ως την τελευταία λύση πριν την αφυδάτωση. Η βασιλική οικογένεια γρήγορα εφηύρε κι άλλο κόλπο: προσεταιρίστηκε κάποιες οικογένειες, δημιουργώντας έτσι ένα είδος αριστοκρατίας, και τους έδωσε κατοχή επί του νερού με αντάλλαγμα να τη βοηθούν στην κατάπνιξη των εξεγέρσεων. Σύντομα η αριστοκρατία έφτασε να απαριθμεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, το μισό πληθυσμό του νησιού.

Επί τρεις αιώνες, λοιπόν, η Σουβρητία έζησε διαιρεμένη. Οι αριστοκράτες έφτασαν να μη δουλεύουν σχεδόν καθόλου, αφού οι υπόλοιποι έκαναν όλες τις δουλειές με αντάλλαγμα τις λίγες δαχτυλήθρες νερού από τους υδροκατόχους (με την έγκριση, φυσικά, της Σουβρητιανής Εκκλησίας).

Δύσκολο να συλλάβουμε σήμερα το πώς άντεξαν. Φαίνεται ότι, σιγά-σιγά, συνήθισαν τη μόνιμη δίψα, όπως ο διαβητικός συνηθίζει την απουσία του γλυκού από τον γευστικό του κόσμο. Οι ιστορικοί υπολόγισαν ότι οι ψυχοπαθολογικές εξάρσεις ήταν στατιστικώς υπερ-αυξημένες στο στερημένο πληθυσμό του νησιού, ενώ ένα είδος διαρκούς μελαγχολίας χαρακτήριζε τη Σουβρητιανή κουλτούρα (διαφαίνεται ακόμα και σήμερα στα λίγα τραγούδια που διασώθηκαν).

Αναπτύχθηκαν θεσμοί δουλείας όπου ένας κάτοικος έμπαινε στη δούλεψη ενός αριστοκράτη για μία πιο τακτική παροχή νερού. Κάποιοι πέθαιναν από τη δίψα, άλλοι αυτοκτονούσαν, μερικοί προσπαθούσαν να δραπετεύσουν με τα καΐκια τους για τις ακτές της μυθικής Νορβηγίας όπου «το νερό πετάγεται στα πόδια σου ελεύθερο και πηγές κελαρύζουν από την Ανατολή ως τη Δύση».

Τελικώς, οι Τεύτονες Ιππότες αποβιβάστηκαν στο νησί τον 11ο αιώνα. Η εκφυλισμένη και τεμπέλικη αριστοκρατία δεν μπόρεσε να αντισταθεί, οι Ιππότες πυρπόλησαν όλα τα σπίτια, πήραν κάποιους σκλάβους για τις Σταυροφορίες και σκότωσαν τον υπόλοιπο πληθυσμό. Τον τελευταίο βασιλιά της Σουβρητίας τον έπνιξαν μέσα σε μία στέρνα με νερό.
THE END

(Φυσικά, όλα τα παραπάνω περιγράφουν τη σημερινή πραγματικότητα, αρκεί να αντικαταστήσει κάποιος το «νερό» με το σεξ, τη «δουλεία» με το γάμο και τους «αριστοκράτες» με τις γυναίκες. Παίζει κάνα τραγουδάκι; Βεβαίως, αυτό)